Αλλάζουν στη συνέχεια το όνομά τους σε Wild Flowers χωρίς όμως την ανταπόκριση του κοινού με συνέπεια να φτιάξει με νέα μπάντα με το όνομα Brown Sugar.
Παράλληλα την ίδια περίοδο ο ντράμερ Simon Kirke έπαιζε blues διασκευές με τον κιθαρίστα Paul Kossoff και την μπάντα τους με το όνομα Black Cat Bones. Ο Paul Kossoff ήταν γνωστός λόγω ότι είχε παίξει με τους Son of David αλλά και ότι ήταν υπάλληλος στο πιο γνωστού μαγαζί με μουσικά όργανα.
Οι δύο μουσικοί έψαχναν εναγωνίως ένα καλό τραγουδιστή, και τον βρήκαν στο club, Fickle Pickle που έπαιζε ο Paul Rodgers με τους Brown Sugar, ο οποίος εκτός από τα ερμηνευτικά του χαρίσματα ήταν εξαιρετικός και στη φυσαρμόνικα.
Το μόνο που τους έλειπε λοιπόν ήταν ένα καλός μπασίστας και τον ανακάλυψαν άμεσα και ήταν ο δεκαεξάχρονος Andy Fraser που μόλις είχε εκδιωχθεί αναίτια από τον John Mayall αφού ο πιτσιρικάς- τότε- Fraser έπαιζε με τους Bluesbreakers. Ο Andy Fraser ξεχώριζε διότι από πολύ μικρός είχε διδαχθεί κλασσική μουσική παιδεία στο πιάνο και συνέχεια στα δεκατρία του, γυρνούσε στα τζαμαϊκανά μπαρ της Αγγλίας παίζοντας soul αναδεικνύοντας το έμφυτο ταλέντο του.
Mε καθοδηγητή τον παραγωγό, μουσικό και εκδότη Mike Vernon το κουαρτέτο προχωρά στις πρώτες του εμφανίσεις και για καλή τους τύχη στο πρώτο κιόλας live τους τσεκάρει μία σπουδαία μορφή των blues, ο μακαρίτης Alexis Corner.
H μπάντα αποκτά όνομα και λέγεται πλέον Free at Last και συστήνεται στο αφεντικό της δισκογραφικής εταιρείας Island, Chris Blackwell, που τους βλέπει σε μία συναυλία στο Marquee και τους αναλαμβάνει αφού του θυμίζουν έντονα τους Small Faces με συνέπεια να έχουμε αλλαγή ονόματος και κυριαρχεί το απλοϊκό Free αντί του Heavy Meatl Kids.
Οι Free λοιπόν μπαίνουν στο στούντιο να ηχογραφήσουν το παρθενικό τους δίσκο σε παραγωγή του Guy Stevens και το Νοέμβριο του 1968 κυκλοφορούν το αξιόλογο “Tons of Sobs” (επανεκδόθηκε με οκτώ επιπλέον κομμάτια σε μορφή CD, στις 8 Οκτωβρίου 2001) με κύριο συνθέτη τον Paul Rodgers και με όλα τα μέλη τους να μην είναι πάνω από την ηλικία των 20 ετών!
Ο blues hard rock ήχος κυριαρχεί με την διασκευή του Albert King, στο "The Hunter" να αναδεικνύει το σχήμα.
To group παίζει έξι μέρες την εβδομάδα σε διάφορα clubs της Μ. Βρετανίας αλλά είναι και support στους Blind Faith, Who και στον Joe Cocker κάτι που τους κάνει αρκετά γνωστούς .
Tον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφορούν το δεύτερο δίσκο τους με τίτλο το όνομα τους και το κομμάτια που ξεχωρίζουν και τους κάνουν ακόμη πιο δημοφιλείς είναι το "I'll Be Creepin'", “Woman” και “ Broad Daylight” ενώ ο μπασίστας Andy Fraser συμμετέχει σε όλες τις συνθέσεις του δίσκου μαζί φυσικά με τον P. Rodgers και την παραγωγή αυτή την φορά αναλαμβάνει ο ίδιος ο Chris Blackwell.
Τα πρώτα μικροπροβλήματα ανάμεσα στα μέλη της μπάντας έχουν εμφανιστεί αλλά η κυκλοφορία του σινγκλ “All Right Now” , τον Ιούνιο του 1970 μαζί με το άλμπουμ “Fire and Water”, τους απογειώνει τόσο εμπορικά όσο και στη συνείδηση των ροκ φαν της εποχής.
Το κλασικό “All Right Now” το οποίο έγινε μετέπειτα αντιγραφή από δεκάδες ροκ συγκροτήματα φτάνει στο νο2 των βρετανικών τσαρτ αλλά κάνει και μεγάλη αίσθηση και στο αμερικάνικο κοινο (νο 17) και η παρουσία τους στο φεστιβάλ Isle of Wight τους κάνει διάσημους παντού.
Όλο το άλμπουμ είναι ένα μαγευτικό ροκ ταξίδι με εξαιρετικά κομμάτια όπως το ομότιτλο (το διασκεύασε και ο θρυλικός Wilson Pickett), το αργόσυρτο “Mr. Big” με τον Andy Fraser να παίζει εντυπωσιακά, και την blues μπαλάντα “Don't Say You Love Me” να ακούγεται ακόμη και σήμερα ανατριχιαστική.
Η κοφτή κιθάρα του Kossoff μπολιασμένη με το συναίσθημα των blues μαζί με την βαθιά υπέροχη αισθαντική φωνή του Rodgers και την εμπνευσμένη εκτελεστική δεινότητα τόσο του στακάτου Kirke αλλά και του πολυτάλαντου Fraser ήταν η χρυσή και γνήσια συνταγή των μεγάλων FREE!
Σε μία συνέντευξη του ο Simon Kirke μετά την διάλυση του γκρουπ υποστήριξε ότι η μεγάλη επιτυχία του “All Right Now” τους δημιούργησε μεγάλη πίεση, σε σημείο να αποκαλύπτει πως μπορεί να είχαν συνεχίσει για αρκετά χρόνια μαζί αν δεν είχαν κάνει τόσο μεγάλη επιτυχία.
Toν Δεκέμβριο του 1970 κυκλοφορούν το τέταρτο στούντιο δίσκο τους με τίτλο “Highway” με λίγο πιο ελαφριά διάθεση με τη έξοχη μπαλάντα "Be My Friend" και το βαρύ “The Stealer” να κρατούν ψηλά την ροκ σημαία των Free.
Όμως τα προβλήματα επιστρέφουν στη μπάντα και διαλύεται την άνοιξη του 1971 λίγο πριν εμφανιστούν στην Αυστραλία ενώ περιόδευαν μαζί με τους Deep Purple.
Τον Ιούνιο του 1971 κυκλοφορεί η δισκογραφική τους εταιρεία το “Free Live!” ηχογραφημένο από διάφορες εμφανίσεις στην πατρίδα τους ενώ υπάρχει και το ανέκδοτο κομμάτι "Get Where I Belong".
Τα μέλη του γκρουπ μετά την διάλυση τους, ακολούθησαν δικούς τους μουσικούς δρόμους με τον μπασίστα Andy Fraser να σχηματίζει τους Toby, τον Paul Rodgers να φτιάχνει τους Peace ενώ οι Kossoff και Kirke μαζί με τον μπασίστα Tetsu Yamauchi έκαναν δικό τους σχήμα.
Παρόλα αυτά κανένας δεν ήταν ικανοποιημένος από τα γκρουπ με τα οποία έπαιζε και ξαναενώνονται το Φεβρουάριο του 1972 και αρχίζουν τις τουρνέ ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς κυκλοφορούν το εξαιρετικό “Free at Last” με την δημοτικότητα του συγκροτήματος να παραμένει υψηλή αφού ο δίσκος στη χώρα τους έφτασε μέχρι το νο 9.
Οι Free προσπαθούν να κερδίσουν στις ΗΠΑ επιπλέον κοινό και ξεκινούν περιοδεία με τους Traffic, όμως ανασταλτικός παράγοντας στην ηρεμία του γκρουπ είναι ότι έχει σοβαρό πρόβλημα με τα ναρκωτικά ο κιθαρίστας P. Kossoff, με αποτέλεσμα σε αρκετές συναυλίες κιθάρα να παίζει ο P. Rodgers.
Τα προβλήματα όμως συνεχίζονται για το γκρουπ αφού λίγο πριν περιοδεύσουν στην Ιαπωνία εγκαταλείπει το συγκρότημα ο μπασίστας Andy Fraser για να φτιάξει τους Sharks και τον αντικαθιστά ο Tetsu Yamauchi ενώ στα πλήκτρα βοηθά τους Free, ο John “ Rabbit” Bundrick ώστε να ολοκληρώσουν την τουρνέ και να είναι ο ήχος του πιο γεμάτος ενώ βοηθά συνθετικά και στο άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει στη συνέχεια.
Το Σεπτεμβρίο του 1972 ο κιθαρίστας Paul Kossoff επιστρέφει στις συναυλίες, προσωρινά όμως αφού πέφτει λιπόθυμος σε μία από αυτές στο Νιούκαστλ.
Τον Ιανούριο του 1973 κυκλοφορούν το τελευταίο στούντιο δίσκο τους με τίτλο “Heartbreaker”, το οποίο αργότερα ο S. Kirke ανέφερε πως δεν το θεωρεί καλό (;;;).
Οι Free παρά τα προβλήματα συνεχίζουν να παίζουν στο “Heartbreaker” ένα δυνατό μίγμα blues rock και hard rock με κομμάτια που έχουν γράψει ιστορία όπως το μνημειώδες "Wishing Well" (το διασκεύασαν oι Gary Moore, Blackfoot), το επιβλητικό "Seven Angels" και το θαυμάσιο “Common Mortal Man”.
Το συγκρότημα τελικά μετά από μερικές συναυλίες τον Ιούλιο του 1973 έκλεισε οριστικά τον περιπετειώδη κύκλο του και εκτός από τις διάφορες best of κυκλοφορίες της Island η πιο ενδιαφέρουσα μετά την διάλυση τους ήταν το 2006, το "Live at the BBC".
Η συνέχεια για τον κιθαρίστα Paul Kossoff (γιος του ηθοποιου David Kossoff) ήταν τραγική αφού πέθανε στις 19 Μαρτίου του 1976 μέσα στο αεροπλάνο σε πτήση από το Los Angeles στη New York σε ηλικία μόλις 26 ετών αφού πρόλαβε και ηχογράφησε μερικά σόλο άλμπουμ και δύο στούντιο δίσκους με τους Back Street Crawler. Το περιοδικό "Rolling Stone" τον συγκαταλέγει στους 100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών.
Ο Paul Rodgers μαζί με τον drummer, Simon Kirke έφτιαξαν τους εκπληκτικούς Bad Company που όλοι ξέρουμε πόσο σπουδαία άλμπουμ και τραγούδια ηχογράφησαν ενώ ο Paul Rodgers κυκλοφόρησε αρκετούς σόλο δίσκους ενώ συνεργάστηκε και με μεγάλους μουσικούς όπως ο Jimmy Page στους Firm και με μέλη των Queen.
O Andy Fraser εκτός από τους Sharks συνεργάστηκε και με άλλους μουσικούς όπως οι Robert Palmer, Joe Cocker, Chaka Khan, Rod Stewart and Paul Young ενώ συνέθεσε και τραγούδησε το κομμάτι "Obama (Yes We Can)" για την προεκλογική εκστρατεία του Barack Obama (του γνωστού πλανητάρχη!!!).
Αντί επιλόγου θα αφήσουμε να μιλήσουν τα λόγια του Andy Fraser για να περιγράψουν την μουσική των Free:
“Δίναμε μεγάλη σημασία στο χρόνο όσον αφορά τις συνθέσεις μας…Κάθε νότα έπρεπε να είναι γραμμένη για να μετράει το χρόνο για να κρατάει την ένταση. Όταν έχεις τις αισθήσεις σου, πολύ ελεύθερες δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα..."
Δυστυχώς ο σπουδαίος μουσικός και μπασίστας πέθανε στις 16 Μαρτίου του 2015.
Φώτης Μελέτης