Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Free: H ανεξάντλητη δύναμη του "σκληρού" blues rock

 Here's a criminally underrated band… any fans of FREE here? If you Don't  know much about them, give this video a listen!  https://youtu.be/0gQ3u6qIn1s : r/ClassicRock

Οι Free κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα και να μείνουν στη ροκ αιωνιότητα, τόσο με τα εκπληκτικά άλμπουμ τους όσο και με την αυθεντικότητα των τραγουδιών τους αλλά και να επηρεάσουν αρκετά τον hard rock ήχο των seventies (AC/DC, UFO, Whitesnake, Bad Company).
Η ιστορία ξεκινά περίπου την άνοιξη του 1967, με τον Paul Rodgers γεννημένος στο Μίλντεσπρο , να παίζει με τους Roadrunners στο Λονδίνο στους οποίους συμμετείχε και ο κιθαρίστας Micky Moody (μετέπειτα Whitesnake) αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Αλλάζουν στη συνέχεια το όνομά τους σε Wild Flowers χωρίς όμως την ανταπόκριση του κοινού με συνέπεια να φτιάξει με νέα μπάντα με το όνομα Brown Sugar.


Παράλληλα την ίδια περίοδο ο ντράμερ Simon Kirke έπαιζε blues διασκευές με τον κιθαρίστα Paul Kossoff και την μπάντα τους με το όνομα Black Cat Bones. Ο Paul Kossoff ήταν γνωστός λόγω ότι είχε παίξει με τους Son of David αλλά και ότι ήταν υπάλληλος στο πιο γνωστού μαγαζί με μουσικά όργανα.
 Οι δύο μουσικοί έψαχναν εναγωνίως ένα καλό τραγουδιστή,  και τον βρήκαν  στο club, Fickle Pickle που έπαιζε ο Paul Rodgers με τους Brown Sugar, ο οποίος εκτός από τα ερμηνευτικά του χαρίσματα ήταν εξαιρετικός και στη φυσαρμόνικα.
Το μόνο που τους έλειπε λοιπόν ήταν ένα καλός μπασίστας και τον  ανακάλυψαν άμεσα και ήταν ο δεκαεξάχρονος Andy Fraser που μόλις είχε εκδιωχθεί αναίτια από τον John Mayall αφού ο πιτσιρικάς- τότε- Fraser έπαιζε με τους Bluesbreakers. Ο  Andy Fraser ξεχώριζε διότι από πολύ μικρός είχε διδαχθεί κλασσική μουσική παιδεία στο πιάνο και συνέχεια στα δεκατρία του, γυρνούσε στα τζαμαϊκανά μπαρ της Αγγλίας παίζοντας soul αναδεικνύοντας το έμφυτο ταλέντο του.
Mε καθοδηγητή τον παραγωγό, μουσικό και εκδότη Mike Vernon το κουαρτέτο προχωρά στις πρώτες του εμφανίσεις και για καλή τους τύχη στο πρώτο κιόλας live τους τσεκάρει μία σπουδαία μορφή των blues, ο μακαρίτης Alexis Corner.
H μπάντα αποκτά όνομα και λέγεται πλέον Free at Last και συστήνεται στο αφεντικό της δισκογραφικής εταιρείας Island, Chris Blackwell, που τους βλέπει σε μία συναυλία στο Marquee και τους αναλαμβάνει αφού του θυμίζουν έντονα τους Small Faces με συνέπεια να έχουμε αλλαγή ονόματος και κυριαρχεί το απλοϊκό  Free αντί του Heavy Meatl Kids.
Οι Free λοιπόν μπαίνουν στο στούντιο να ηχογραφήσουν το παρθενικό τους δίσκο σε παραγωγή του Guy Stevens και το Νοέμβριο του 1968 κυκλοφορούν το αξιόλογο “Tons of Sobs” (επανεκδόθηκε με οκτώ επιπλέον κομμάτια σε μορφή CD, στις 8 Οκτωβρίου 2001) με κύριο συνθέτη τον Paul Rodgers και με όλα τα μέλη τους να  μην είναι πάνω από την ηλικία των 20 ετών!
Ο blues hard  rock ήχος κυριαρχεί με την διασκευή του Albert King, στο "The Hunter" να αναδεικνύει το σχήμα.
To group  παίζει έξι μέρες την εβδομάδα σε διάφορα clubs της Μ. Βρετανίας αλλά είναι και  support στους Blind Faith, Who και στον Joe Cocker κάτι που τους κάνει αρκετά γνωστούς .
Tον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφορούν το δεύτερο δίσκο τους με τίτλο το όνομα τους και το κομμάτια που ξεχωρίζουν και τους κάνουν ακόμη πιο δημοφιλείς είναι το "I'll Be Creepin'", “Woman” και “ Broad Daylight” ενώ ο μπασίστας Andy Fraser συμμετέχει σε όλες τις συνθέσεις του δίσκου μαζί φυσικά με τον P. Rodgers και την παραγωγή αυτή την φορά αναλαμβάνει ο ίδιος ο Chris Blackwell.
Τα πρώτα μικροπροβλήματα ανάμεσα στα μέλη της μπάντας έχουν εμφανιστεί αλλά η κυκλοφορία του σινγκλ  “All Right Now” , τον Ιούνιο του 1970 μαζί με το άλμπουμ “Fire and Water”, τους απογειώνει τόσο εμπορικά όσο και στη συνείδηση των ροκ φαν της εποχής.


Το κλασικό  “All Right Now” το οποίο έγινε μετέπειτα αντιγραφή από δεκάδες ροκ συγκροτήματα φτάνει στο νο2 των βρετανικών τσαρτ  αλλά κάνει και μεγάλη αίσθηση και στο αμερικάνικο κοινο (νο 17) και η παρουσία τους στο φεστιβάλ Isle of Wight τους κάνει διάσημους παντού.
Όλο το άλμπουμ είναι ένα μαγευτικό ροκ ταξίδι με εξαιρετικά κομμάτια όπως το ομότιτλο (το διασκεύασε και ο θρυλικός Wilson Pickett), το αργόσυρτο “Mr. Big” με τον Andy Fraser να παίζει εντυπωσιακά, και την blues  μπαλάντα “Don't Say You Love Me” να ακούγεται ακόμη και σήμερα ανατριχιαστική.
Η κοφτή κιθάρα του Kossoff  μπολιασμένη με  το συναίσθημα  των blues μαζί με την βαθιά υπέροχη αισθαντική φωνή του Rodgers και την εμπνευσμένη εκτελεστική δεινότητα τόσο του στακάτου Kirke αλλά και του πολυτάλαντου Fraser ήταν η χρυσή και γνήσια συνταγή των μεγάλων FREE!
Σε μία συνέντευξη του ο Simon Kirke μετά την διάλυση του γκρουπ υποστήριξε ότι η μεγάλη επιτυχία του “All Right Now” τους δημιούργησε μεγάλη πίεση, σε σημείο να αποκαλύπτει πως μπορεί να είχαν συνεχίσει για αρκετά χρόνια μαζί αν δεν είχαν κάνει τόσο μεγάλη επιτυχία.
Toν Δεκέμβριο του 1970 κυκλοφορούν το τέταρτο στούντιο δίσκο τους με τίτλο “Highway” με λίγο πιο ελαφριά διάθεση με τη έξοχη μπαλάντα "Be My Friend"  και το βαρύ “The Stealer” να κρατούν ψηλά την ροκ σημαία των Free.
Όμως τα προβλήματα επιστρέφουν στη μπάντα και διαλύεται την άνοιξη του 1971 λίγο πριν εμφανιστούν στην Αυστραλία ενώ περιόδευαν  μαζί με τους Deep Purple.
Τον Ιούνιο του 1971 κυκλοφορεί η δισκογραφική τους εταιρεία το “Free Live!” ηχογραφημένο από διάφορες εμφανίσεις στην πατρίδα τους  ενώ υπάρχει και το ανέκδοτο κομμάτι "Get Where I Belong".
Τα μέλη του γκρουπ μετά την διάλυση τους, ακολούθησαν δικούς τους μουσικούς δρόμους με τον μπασίστα Andy Fraser να σχηματίζει τους Toby, τον  Paul Rodgers να φτιάχνει τους Peace ενώ οι Kossoff και Kirke μαζί με τον μπασίστα Tetsu Yamauchi  έκαναν δικό τους σχήμα.
Παρόλα αυτά κανένας δεν ήταν ικανοποιημένος από τα γκρουπ με τα οποία έπαιζε και ξαναενώνονται το Φεβρουάριο του 1972 και αρχίζουν τις τουρνέ ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς κυκλοφορούν το  εξαιρετικό “Free at Last” με την δημοτικότητα του συγκροτήματος να παραμένει υψηλή αφού ο δίσκος στη χώρα τους έφτασε μέχρι το νο 9.
Οι Free προσπαθούν να κερδίσουν στις ΗΠΑ επιπλέον κοινό και ξεκινούν περιοδεία με τους Traffic, όμως ανασταλτικός παράγοντας στην ηρεμία του γκρουπ είναι ότι έχει σοβαρό πρόβλημα με τα ναρκωτικά ο κιθαρίστας P. Kossoff, με αποτέλεσμα σε αρκετές συναυλίες κιθάρα να παίζει ο P. Rodgers.
Τα προβλήματα όμως συνεχίζονται για το γκρουπ αφού λίγο πριν περιοδεύσουν στην Ιαπωνία εγκαταλείπει το συγκρότημα ο μπασίστας Andy Fraser για να φτιάξει τους Sharks και τον αντικαθιστά ο Tetsu Yamauchi ενώ στα πλήκτρα  βοηθά τους  Free, ο John “ Rabbit” Bundrick ώστε να ολοκληρώσουν την τουρνέ και να είναι ο ήχος του πιο γεμάτος ενώ βοηθά συνθετικά και στο άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει στη συνέχεια.


Το Σεπτεμβρίο του 1972 ο κιθαρίστας Paul Kossoff επιστρέφει στις συναυλίες, προσωρινά όμως αφού πέφτει λιπόθυμος σε μία από αυτές στο Νιούκαστλ.
Τον Ιανούριο του 1973 κυκλοφορούν το τελευταίο στούντιο δίσκο τους με τίτλο “Heartbreaker”, το οποίο αργότερα ο S. Kirke ανέφερε πως δεν το θεωρεί καλό (;;;).
Οι Free παρά τα προβλήματα συνεχίζουν να παίζουν στο  “Heartbreaker” ένα δυνατό μίγμα blues rock και hard rock με κομμάτια που έχουν γράψει ιστορία όπως το μνημειώδες "Wishing Well" (το διασκεύασαν oι Gary Moore, Blackfoot), το επιβλητικό "Seven Angels" και το θαυμάσιο  “Common Mortal Man”.
Το συγκρότημα τελικά μετά από μερικές συναυλίες τον Ιούλιο του 1973 έκλεισε οριστικά τον περιπετειώδη κύκλο του και εκτός από τις διάφορες best of κυκλοφορίες της Island η πιο ενδιαφέρουσα μετά την διάλυση τους ήταν το 2006, το "Live at the BBC".
Η συνέχεια για τον κιθαρίστα Paul Kossoff (γιος του ηθοποιου David Kossoff) ήταν τραγική αφού πέθανε στις 19 Μαρτίου του 1976 μέσα στο αεροπλάνο σε πτήση από το Los Angeles στη  New York σε ηλικία μόλις 26 ετών αφού πρόλαβε και ηχογράφησε μερικά σόλο άλμπουμ και δύο στούντιο δίσκους με τους Back Street Crawler. Το περιοδικό "Rolling Stone" τον συγκαταλέγει στους 100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών.
Ο Paul Rodgers μαζί με τον drummer, Simon Kirke έφτιαξαν τους εκπληκτικούς Bad Company που όλοι ξέρουμε πόσο σπουδαία άλμπουμ και τραγούδια ηχογράφησαν ενώ ο Paul Rodgers κυκλοφόρησε αρκετούς σόλο δίσκους ενώ συνεργάστηκε και με μεγάλους μουσικούς όπως ο Jimmy Page στους Firm και με μέλη των Queen.
O Andy Fraser  εκτός από τους Sharks συνεργάστηκε και με άλλους μουσικούς όπως οι Robert Palmer, Joe Cocker, Chaka Khan, Rod Stewart and Paul Young ενώ συνέθεσε και τραγούδησε το κομμάτι "Obama (Yes We Can)" για την προεκλογική εκστρατεία του Barack Obama (του γνωστού πλανητάρχη!!!).
Αντί επιλόγου θα αφήσουμε να μιλήσουν τα λόγια του Andy Fraser  για να περιγράψουν την μουσική των Free:
“Δίναμε μεγάλη σημασία στο χρόνο όσον αφορά τις συνθέσεις μας…Κάθε νότα έπρεπε να είναι γραμμένη για να μετράει το χρόνο για να κρατάει την ένταση. Όταν έχεις τις αισθήσεις σου, πολύ ελεύθερες δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα..."
Δυστυχώς ο σπουδαίος μουσικός και μπασίστας πέθανε στις 16 Μαρτίου του 2015.
 
Φώτης Μελέτης

Heart: What about Love - Οι ενοχές μιας μεγάλης επιτυχίας

Heart: What About Love (Music Video 1985) - IMDb 

Tο 1984 βρίσκει τις HEART σε ένα κομβικό σημείο για την καριέρα τους. Το συγκρότημα έχει αποχωρήσει από την προηγούμενη δισκογραφική τους εταιρία την Epic λόγω των απογοητευτικών πωλήσεων του "Passionworks" (1983) παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσαν να είναι δημοφιλείς όμως χρειαζόντουσαν μία μεγάλη αλλαγή ώστε να αποφύγουν τα χειρότερα.

Επιπρόσθετα η τραγουδίστρια Ann Wilson την ίδια χρονική περίοδο σημείωσε επιτυχία στο Top 10 των ΗΠΑ με το "Almost Paradise". Μία συνεργασία που έκανε με τον frontman των Loverboy, Mike Reno, που αποτέλεσε επίσης μεγάλη επιτυχία για την εφηβική ταινία του 1984 "Footloose". Αυτό βέβαια ήταν ένα μικρό ευχάριστο διάλειμμα διότι τα προβλήματα για τις Heart άρχιζαν να μεγαλώνουν.
Για καλή τους τύχη (όπως απεδείχθη αργότερα)η Capitol Records υπογράφει μαζί τους βάζοντας αυστηρούς όρους με κυρίαρχο αίτημα να είναι ο Ron Nevison, ο παραγωγός του ομότιτλου άλμπουμ το 1985. 
Μάλιστα ο πρόεδρος τη Capital Records, Don Grierson τους επισήμανε ότι τα πράματα αλλάζουν ριζικά λέγοντας: "Σας αγαπώ παιδιά και είμαι πρόθυμος να σας υπογράψω, αλλά πρέπει να είστε προετοιμασμένοι για αμοιβαίες παραχωρήσεις τόσο για την συγγραφή υλικού όσο και για τον παραγωγό".
Οι αδελφές Wilson με τον φόβο ότι η καριέρα τους έχει πάρει πτωτική πορεία δέχονται τους όρους της Capitol ενώ αλλαγές συμβαίνουν και στο μάνατζμεντ της μπάντας όπου βασικός στόχος είναι η διαρκής προβολή μέσω του MTV με πολύ προσεγμένα βίντεο κλιπ ώστε να τονισθεί και η σέξυ πλευρά της μπάντας.
Οι Ann και η Nancy ένιωθαν αρχικά χαρούμενες διότι μία μεγάλη δισκογραφική εταιρεία επένδυε πολλά χρήματα και χρόνο στις Heart  αλλά καθώς προχωρούσε η διαδικασία γινόταν σαφές ότι πολλές από τις αποφάσεις που λαμβάνονταν για το πώς θα ηχογραφήσουν, ελήφθησαν χωρίς την συναίνεση τους με συνέπεια να είναι άκρως δυσαρεστημένες από αυτή την απαξίωση στο πρόσωπο τους.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της τραγουδίστριας Ann Wilson για την συνεργασία της με τον Ron Nevison: 
"Ένιωθε, ότι ο μόνος τρόπος για να βγάλει μια καλή απόδοση από εμένα ο Ron Nevison ήταν να με κάνει να είμαι δυστυχισμένη, να με θυμώνει και να με προσβάλλει. Πολλοί θαυμαστές επικροτούν τις ερμηνείες μου εκείνη την περίοδο, αλλά εγώ δεν νομίζω ότι είχα καλή απόδοση. Ακουγόμουν φοβισμένη, μπλοκαρισμένη και σφιχτή. Ο παραγωγός πρέπει να ξέρει πώς να σε βοηθήσει να ανοιχτείς και όχι να σε δημιουργεί προβλήματα". 
Ο Nevison στο βιβλίο του 2008 "Heart: In the Studio" είχε εντελώς διαφορετική άποψη. "Μερικές φορές, για να γίνεις καλά μία δουλειά πρέπει να δουλέψεις πιο σκληρά. Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου δύσκολο, αλλά σίγουρα είμαι απαιτητικός".
Όλη αυτή η βαριά ατμόσφαιρα κυριαρχούσε στις ηχογραφήσεις του δίσκου με την Ann Wilson να εξομολογείται πριν μερικά χρόνια στην Guardian:
"Οι επιτυχίες των Heart στα μέσα της δεκαετίας του '80 ήταν μια "φαυστιανή συμφωνία". Ξυπνάω μία μέρα και λέω: Λοιπόν, ξέρετε, αν είναι να κάνω πετυχημένους δίσκους και να γίνω κάποιος άλλος, τότε ίσως να καλύτερα να κυκλοφορώ άλμπουμ που δεν θα γίνουν τεράστιες επιτυχίες. Απλώς θα κάνω αυτό που πραγματικά με ανάβει". 
Με αυτή την δήλωση η Ann Wilson αφενός δικαιολογείται ότι έκανε συμφωνία με το διάβολο (Capitol, Nevison) που της χάρισαν την μεγάλη επιτυχία και αφετέρου έχασε κομμάτι του εαυτού της δείχνοντας ένα είδος μετάνοιας για εκείνη την επιλογή.
Σε ίδιο μήκος κλίμακος και η Nancy Wilson συμπληρώνοντας την ίδια εκδοχή, ότι όταν τους ανέλαβε ο παραγωγός Ron Nevison, πίστευε ότι ο ήχος των Heart που βασίζεται στην ακουστική κιθάρα ήταν πλέον ξεπερασμένος και ότι δεν υπάρχει θέση για το concept του ομότιτλου άλμπουμ των Heart το 1985. Και συνεχίζει η Nancy βλέποντας εκτός από τα αρνητικά όλης αυτής της διαδικασίας και αρκετά θετικά όσον αφορά το νέο image της μπάντας:
 "Η άποψη του Nevison περί ακουστικής κιθάρας είχε ως συνέπεια να νιώσουμε ότι απέρριπτε μία από τις χαρακτηριστικές ηχητικές υπογραφές του συγκροτήματος. Πραγματικά θα ομολογήσω ότι δεν ήμουν ευχαριστημένη με αυτή την άποψη και νομίζω ότι επηρεάστηκε από τη μόδα που επικρατούσε στη δεκαετία του '80 για πιο soft ήχο. Άλλωστε αυτό το μοδάτο στυλ φαίνεται και στο εξώφυλλο του άλμπουμ Ήταν πολύ Prince and the Revolution. Πήραμε μια εντελώς νέα στάση μόδας από τα προηγούμενα χρόνια, όπου δυσκολευόμασταν όλο και πιο πολύ να μας προσέξουν. Λένε ότι η μέση διάρκεια ζωής οποιουδήποτε ροκ συγκροτήματος είναι τρία έως πέντε χρόνια. Άρα είχαμε ήδη ξεπεράσει την πρώτη μας διάρκεια ζωής. Θέλαμε να κάνουμε κάτι πραγματικά αξιοσημείωτο και να κάνουμε μια μεγάλη δήλωση. Μια μουσική δήλωση. Μια δήλωση μόδας. Ήταν μια καλή ιδέα, και λειτούργησε πραγματικά.
 

Η Nancy Wilson πάντως δεν μπορούσε να χωνέψει τον τρόπο που απαξίωνε το παίξιμο τους ο Nevison αφού έκοβε ένα τμήμα από το παρελθόν της και και σε μία συνέντευξή της αναφέρει:
"Είχα σίγουρα εκπαιδευτεί στη folk μουσική ακόμη και πριν παίξω κιθάρα, μαθαίνοντας να τραγουδάω τραγούδια των Peter, Paul and Mary ενώ από τα εννιά μου, έπαιζα Paul Simon που ήταν ο μεγάλος εμπνευστής μου. Έμαθα ένα σωρό διαφορετικά στυλ, όπως country, folk, rock και blues, αν και ποτέ δεν με ενδιέφερε πραγματικά να μάθω να παίζω τζαζ. Η Αnn είχε το χάρισμα της όμορφης φωνής και εγώ είχα κυρίως συνοδευτικό ρόλο. Ήθελα να προσπαθήσω να ακούγομαι σαν μια ολόκληρη μπάντα και όχι σαν μια απλή κιθάρα αν και στην πορεία το έκανα με πιο επιθετικό τρόπο".
Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι ο Ron Nevison δεν ήταν κάποιος τυχαίος παραγωγός αλλά μία σημαντική φιγούρα την δεκαετία του '80 (αλλά και τις επόμενες δεκαετίες) που ξεκίνησε την καριέρα του κάνοντας ήχο για τους Traffic και Joe Cocker ενώ έκανε μεγάλες επιτυχίες τόσο με τους Jefferson Starship, όσο και με άλλες σπουδαίες μπάντες όπως οι Survivor με το  "Vital Signs", με τους Thin Lizzy ("Nightlife") και με άλμπουμ των UFO και MSG. 
Ο Ron Nevison μπορεί να φαινόταν ο "τύραννος" όμως οφείλουμε να του πιστώσουμε ότι εκτίμησε με τον καλύτερο τρόπο ότι οι Heart μπορούν να δώσουν μία πιο AOR/pop διάσταση στο ύφος τους δημιουργώντας έναν λιτό mainstream rock ήχο που όπως αποδείχθηκε έκανε τεράστια εμπορική αποτυχία διατηρώντας μια ευπρέπεια και αγάπη προς τα τραγούδια τους.
 
                                                       
                                                Τα Τραγούδια του άλμπουμ
Ο δίσκος κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 1985 και εναρκτήριο κομμάτι είναι το καταιγιστικό "If Looks Could Kill" που κινείται σε hard rock ύφος, με τους στίχους να μιλούν περί απιστίας. Την σύνθεση υπογράφουν οι Jack Conrad (ο οποίος είχε κάνει ένα φεγγάρι μπασίστας στους Doors) και ο Bob Garrett. Για τη ιστορία το κομμάτι ήταν να το τραγουδήσει η Tina Turner αλλά οι υπεύθυνοι της Capitol έδωσαν προτεραιότητα στις Heart και μάλλον δικαιώθηκαν.
Ακολουθεί το υπέροχο και συνάμα μελωδοδραματικό "What About Love" με την αρχική έκδοση του κομματιού να ανήκει στους Καναδούς Τoronto και στον διάσημο παραγωγό και συνθέτη Jim Vallance. 
Μάλιστα η Nancy αποκαλύπτει: "Με τον παραγωγό Ron Nevison εκείνες τις μέρες ακούγαμε διάφορα demo που γράφτηκαν από τους τραγουδοποιούς του L.A. βάζοντας μας σε σκέψεις για τη ικανότητα μας.
Με την 
Ann να συμπληρώνει πως κατέληξαν στην επιλογή του "What About Love":
"Εκείνη την εποχή, αυτή η μετάβαση ήταν πολύ δύσκολη για μένα διότι δεχόμασταν τραγούδια από εξωτερικούς συνθέτες συνειδητοποιώντας ότι: "Γεια, δεν γράφουμε τόσο καλά αυτήν τη στιγμή. Δεν έχουμε ιδέες." Έτσι αποφασίσαμε να προχωρήσουμε και να κάνουμε οντισιόν για ποια τραγούδια των διάφορων συνθετών θα δεχτούμε. Ήταν πολύ δύσκολο να καταπιέσουμε τα συναισθήματα τους και τον εγωισμό μας να αποδεχτούμε κάτι τέτοιο. Όταν άκουσα για πρώτη φορά το demo για το "What About Love", ένιωθα σαν θύμα και λέω. "Ω, καημένη μου! Τι γίνεται με μένα;" Έμοιαζε σαν ένα τραγούδι του τύπου "I'm so law and you can just walk all over me". Και έτσι το απέρριψα. Αλλά ο Ron Nevison και η δισκογραφική εταιρεία και όλοι επέμεναν να το ερμηνεύσω και τελικά συμφώνησα. Και όταν το έκανα, έφερα τη δική μου οργή, υποθέτω. Τελικά δεν ήταν τραγούδι ενός θύματος και νομίζω ότι βγήκε πολύ καλό".
Επόμενη σύνθεση το "These Dreams" που είναι το μοναδικό κομμάτι που τραγουδά η Nancy Wilson στο άλμπουμ αν και κρυωμένη με τον θρυλικό μάνατζερ Howard Kaufman να είναι αρνητικός με το συγκεκριμένο κομμάτι λέγοντας: 
"Κοίτα, μπορείτε να το ηχογραφήσετε αλλά σημειώστε τα λόγια μου, δεν θα κάνει ποτέ τίποτα. Θα είναι πολύ μπερδεμένο - δεν ακούγεται σαν αυτό που περιμένουν οι οπαδοί των Heart".
Έλα όμως που η μεγάλη επιτυχία του κομματιού (#1 στις ΗΠΑ) τον διέψευσε  πανηγυρικά αφού έγινε το πρώτο "number οne single" της μπάντας, με τον Howard Kaufman να αυτοσαρκάζεται και να λέει στις αδελφές Wilson: 
«Θυμίστε μου να σας αφήνω πάντα να κάνετε το αντίθετο από αυτό που θα σας λέω την επόμενη φορά!».  
Η συνέχεια ανήκει στο "Νever" που απογειώνετε χάριν του  δυναμικού ρεφρέν και σε συνδυασμό με την διαυγή φωνή της Ann κάνουν το συγκεκριμένο κομμάτι από τις πιο αγαπημένες συνθέσεις του δίσκου φτάνοντας ως το #4 των ΗΠΑ τσαρτ και γράφτηκε από τους Holly Knight, Gene Bloch και "Connie" που είναι το ψευδώνυμο για τις Ann Wilson, Nancy Wilson και Sue Ennis.
Ακολουθεί το The Wolf" με το συγκεκριμένο τραγούδι να βηματίζει στις πιο ροκ φόρμες της μπάντας και να θυμίζει αρκετά πράματα από τις παλαιότερες δισκογραφικές τους δουλειές. Δυνατό ρεφρέν με τις κιθάρες του Howard Leese και τα τύμπανα του Denny Carmassi να πρωταγωνιστούν.
Το "All Eyes" είναι ένα κλασικό '80ς κομμάτι σε γρήγορο τέμπο, παντρεύοντας μελωδίες και ροκ ρυθμούς με πανέμορφο τρόπο δουλεμένο πάνω σε ένα υπέροχο ρεφρέν που σε κερδίζει άμεσα.
Η μπαλάντα "Nobody Home" είναι γραμμένη από τις αδελφές Wilson απολαμβάνοντας ακόμη μία θαυμάσια ερμηνεία από την Ann ενώ το κιθαριστικο σόλο ανήκει στον Frankie Sullivan των Survivor.
To "Nothin at All" φέρει την υπογραφή του πολυβραβευμένου συνθέτη Mark Mueller (Jennifer Paige,  Peter Cetera, The Pointer Sisters) και ακολουθεί ένα γοητευτικό μελωδικό ροκ μοτίβο. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το #10 των ΗΠΑ τσαρτ.
Το άλμπουμ κλείνει με το "What He Don't Know" που έχει μία '60ς χροιά και είναι ίσως η πιο αδύναμη στιγμή του δίσκου ενώ το "Shell Shock" είναι μία δυναμική ροκ σύνθεση με την υπογραφή όλων των μελών της μπάντας και τα φωνητικά να  έχουν το στυλ του Robert Plant. 


Ο δίσκος πήρε αμφιλεγόμενες κριτικές όμως κατάφερε να μοσχοπουλήσει και να γίνει πλατινένιο με πάνω από 5 εκατομμύρια πωλήσεις, να βγάλει με τεσσερα hit single και επιπλέον να κερδίσει μία υποψηφιότητα Grammy για "Best Rock Performance by a Duo or Group with Vocal" αποδεικνύοντας ότι το σχέδιο της Capitol και του Nevison πέτυχε ολοκληρωτικά τοποθετώντας τις Heart στην κορυφή της ροκ κοινότητας έστω και με μερικούς ηχητικούς συμβιβασμούς. 
Όπως θυμάται ο Nevison στο βιβλίο "Heart: In the Studio""Όταν άκουσα για πρώτη φορά τα ηχογραφημένα demos των Heart για το άλμπουμ και ενώ πίστευα ότι είχαν πολύ καλό υλικό, απλά δεν ήμουν σίγουρος για τα σινγκλ", λέει. "Είχα ακούσει πρώτα να δω τι είχαν και τι έλειπε και μετά άρχισα να συμπληρώνω τα κενά και έπειτα προσδιόρισα τον ήχο τους".
Εν τέλει το ταλέντο και ικανότητα του σούπερ θηλυκού διδύμου βρήκε την αναγνώριση και σε κόσμο που δεν είχε τόσο σχέση με την ροκ μουσική έστω και αν είχαν παράπονα από την συνεργασία τους με τον Nevison και την Capitol. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν θετικό για όλους ενώ στις συναυλίες που ακολούθησαν οι Heart έβαλαν τη δική τους σφραγίδα σε συνθέσεις που δεν ήταν γραμμένες από τις ίδιες ("These Dreams", "What About Love", Nothin' At All). 
Η Ann Wilson μιλώντας στο Rolling Stone το 2012 δηλώνει ξανά ότι, νιώθει άβολα ακόμη για εκείνη την πετυχημένη περίοδο στη δεκαετία του '80 λέγοντας:
"Η μουσική έγινε λιγότερο κατανοητή στον απόηχο της νέας εποχής του MTV. Δεν έπρεπε να είσαι τίποτα άλλο από ποπ σταρ και να μην πάς πιο βαθιά από αυτό. Ήταν πραγματικά περίεργο. Ήταν ασφυκτικό, από άποψη εικόνας. Γι' αυτό, η Νancy κι εγώ νιώσαμε τόσο πνιγμένοι, ωστόσο αυτή είναι η μεγαλύτερη εμπορική μας επιτυχία. Αλλά έτσι πάνε τα σκατά όταν πουλάς εκατομμύρια δίσκους, αλλά πεθαίνεις μέσα σου'.


Y.Γ.1: Το "If Looks Could Kill" έχει και ποπ εκδοχή από την Pamala Stanley και εμφανίστηκε στην ταινία Raw Deal το 1986. Επίσης ηχογραφήθηκε από τη Νορβηγίδα ηθοποιό και ποπ τραγουδίστρια Mia Gundersen στο δίσκο της Temptation την ίδια χρονιά. Μια έκδοση του τραγουδιού εμφανίστηκε στην τηλεταινία Braker του 1985. Το γερμανικό heavy metal συγκρότημα Primal Fear συμπεριέλαβε μια διασκευή του τραγουδιού στη συλλογή του 2017 Best of Fear.
 
Υ.Γ.2: Το "These Dreams" το είχε απορρίψει η Steve Nicks, ενώ ο συνθέτης του κομματιού Martin Page το προτίμησε αντί του άλλου μεγάλου χιτ "We Built This City". Επίσης το τραγούδι συνυπογράφει  ο συνεργάτης του Elton John, Bernie Taupin.

Υ.Γ.3: Στο άλμπουμ συμμετέχουν επίσης στα δεύτερα φωνητικά η Grace Slick και ο Mickey Thomas από τους Jefferson Starship καθώς και ο Johnny Colla (Huey Lewis and the News).
 
Φώτης Μελέτης

Richie Sambora: "Ο ξένος που μάγεψε τα πλήθη"

 Richie Sambora - Ballad Of Youth: listen with lyrics | Deezer

Βρισκόμαστε την χρονική περίοδο που οι Bon Jovi ολοκλήρωσαν τη 18μηνη παγκόσμια περιοδεία τους δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1990 και τα πέντε μέλη του συγκροτήματος πήραν χωριστούς δρόμους. Είχαν "καεί" μετά από έναν εξαετή κύκλο με στούντιο κυκλοφορίες και συνεχόμενες περιοδείες και χρειάζονταν επειγόντως ένα διάλειμμα.

 

Ο Jon Bon Jovi όμως φαίνεται πως δεν ήθελε να ξεκουραστεί αφού ηχογράφησε και κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1990 το πρώτο του σόλο άλμπουμ "Blaze of Glory", μια σειρά από ροκ τραγούδια γραμμένα και εμπνευσμένα από την ταινία γουέστερν "Young Guns II", εντρυφώντας στο φετίχ του καουμπόη.
Ο κιθαρίστας Richie Sambora, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε διακαώς να κυκλοφορήσει κάτι πιο προσωπικό ακολούθησε μια πολύ διαφορετική προσέγγιση εκδίδοντας πρώτο του σόλο άλμπουμ με τίτλο "Stranger in This Town", το οποίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1991.
Γεννημένος στις 11 Ιουλίου του 1959 με Πολωνικές ρίζες ο Richie Sambora  από μικρό παιδί λάτρεψε τη εξάχορδη θεά και συνεπαρμένος από σημαντικούς κιθαρίστες όπως οι Eric Clapton, Jimi Hendrix, Jeff Beck, Stevie Ray Vaughan, Johnny Winter κλπ ξεκίνησε κι αυτός με την σειρά του, το μακρύ ταξίδι προς την καλλιτεχνική καταξίωση, αρχικά με τους Shark Frenzy και τους Message και μετά με τους Bon Jovi που κατέκτησε μαζί τους την κορυφή σε όλα τα επίπεδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά από μία πολύ κουραστική πορεία ο Sambora αποφάσισε πως μία σόλο κυκλοφορία σύμφωνα με τις δικές του μουσικές ανησυχίες ή απωθημένα θα του δώσει τις απαραίτητες ανάσες ώστε να παραμείνει ένας ταλαντούχος και εξαίσιος κιθαρίστας. Κι αυτό επιβεβαιώθηκε με το υπέροχο "Stranger in This Town".   
Ο Sambora λοιπόν στρατολόγησε εξαιρετικούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των τραγουδοποιών Bruce Stephen Foster και Tommy Marolda, του μπασίστα Tony Levin (King Crimson) του πληκτρά και κολλητού του από τους Bon Jovi, David Bryan καθώς και του ντράμερ Tico Torres. Επιπρόσθετα συμμετείχαν στα πλήκτρα ο Larry Fast ((Peter Gabriel, Foreigner, Nektar) και ο Jeff Bova (Celine Dion, Michael Jackson, Blondie) ενώ ο Desmond Child βοήθησε σημαντικά κι αυτός με την σειρά του όπως και οι συντοπίτες του από το New Jersey Franke Previte (Franke and the Knockouts) και Dean Fasano (Message, Prophet) στα δεύτερα φωνητικά.
Ο Sambora περιγράφει το άλμπουμ ως αυτοβιογραφικό κατά 90%. αναφέροντας χαρακτηριστικά:
"Τα τραγούδια σε αυτόν τον άλμπουμ γράφτηκαν από διαφορετικά και ανάμεικτα συναισθήματα και προέρχονται από κάτι βαθύ που βρίσκεται εδώ μέσα στην ψυχή μου οπότε μετά μπορώ να χρωματίσω αυτή την κατάσταση με μουσική και στίχους".
 
                                           
                                                  "Stranger in This Town"
O δίσκος ξεκινά λιγάκι ανορθόδοξα με το "Rest in Peace" όπου δεν ακολουθεί την πεπατημένη μιας τυπικής ροκ σύνθεσης αλλά ακούμε μία ερωτική ελεγεία βασισμένη σε blues/gospel ήχους στην οποία η φωνή του Richie Sambora ανοίγει έναν γοητευτικό διάλογο με την κιθάρα του. 
Το "Rest in Peace" λειτουργεί ουσιαστικά ως εισαγωγή στο "Church Of Desire" όπου οι blues τόνοι είναι πιο εμφανείς με τους "θανατηφόρους" έρωτες να κυριαρχούν στιχουργικά. To κιθαριστικό σόλο και η ερμηνεία του Sambora  είναι πραγματικά καταπληκτική και αναδεικνύουν το ανεξάντλητο ταλέντο του.
Για το ομότιτλο τραγούδι του άλμπουμ, το "Stranger In This Town" ο Sambora στη συνέντευξη του εξομολογείται πως:
"Το "Stranger In This Town" σίγουρα είναι ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια. Πάντα είχα ένα όνειρο να παίξω μπλουζ στον δικό μου δίσκο. Προέκυψε από την αίσθηση ότι σχεδόν σε κάθε πόλη νιώθω ξένος. Νομίζω επίσης ότι είμαι ξένος για πολλούς θαυμαστές, γιατί οι άνθρωποι με ξέρουν ως κιθαρίστα στους Bon Jovi, αλλά δεν με ξέρουν ως  πλήρη καλλιτέχνη".
Και συμπληρώνει:
"Ξυπνάω το πρωί και έχω ένα ωραίο σπίτι, και… καλά, δεν είμαι ποτέ εκεί, αλλά έχω ένα ωραίο σπίτι! Και να που βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη και  βλέπω την κατάσταση των αστέγων και παρόμοια δυσάρεστα πράματα που με θλίβουν. Για αυτούς τους ανθρώπους οφείλω να τραγουδήσω και να παίξω μουσική. Αυτό ήταν ένα είδος μπλουζ για το οποίο τραγουδούσα. Το οποίο το είχα λιγάκι μπερδεμένο στο μυαλό μου αλλά μετά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όσοι παίζουν με την ψυχή τους τα blues, δεν έχει καμία σχέση με οικονομικά ή χρήματα. Ο Robert Johnson το είπε με δύο φράσεις: "Αγαπώ το μωρό μου. Το μωρό μου όμως δεν με αγαπάει".
Στην συνέχεια έπεται το αριστουργηματικό "Ballad of Youth" (στο #63 στο Billboard Hot 100) όπου είναι ένας ύμνος στην εφηβεία και έχει να κάνει με το να μην σπαταλάμε τον χρόνο, σκεπτόμενοι τα λάθη του παρελθόντος και οφείλουμε να προχωρήσουμε με το παρόν.
"Young hearts
Better hold on
Beyond the innocence
Your youth is gone
Look in your mirror
It'll tell you the truth
Don't waste your time away
Don't waste your life away, no, no
Live today
There's no time to lose
Cause when tomorrow comes
It's all just yesterday's news"
Το "One Light Burning" ακολουθεί μπαλαντοειδείς ρυθμούς με τον Richie Sambora να αναζητά το φως και τον Randy Jackson (Journey) στο μπάσο να προσδίδει ένα ιδιαίτερο χρώμα.
Στο "Mr. Bluesman" ο Sambora εκπληρώνει ένα παιδικό του όνειρο αφού συμμετέχει ο θρυλικός Eric Clapton. Η συνεργασία τους προέκυψε όταν συναντήθηκαν στα International Rock Awards το 1990 και τρεις μέρες νωρίτερα, ο Richie κλήθηκε να δώσει στον Eric το βραβείο MVP (Most Valuable Player) κιθάρας και μετά μια μέρα αργότερα, τον ρώτησε αν θα έπαιζε μαζί του στο τέλος του show κάτι που τελικά συνέβη.
H καλλιτεχνική ανάγκη του Sampora  για την κυκλοφορία του "Stranger in This Town"  ήταν πολύ μεγάλη κάτι που το εξομολογήθηκε ο ίδιος σε μία συνέντευξή του, όπου αναφέρει τα εξής:
"Προσπάθησα να επιστρέψω και να βρω αυτό που με έκανε να θέλω να παίξω μουσική από την αρχή. Ουσιαστικά, νομίζω ότι αυτό είναι γίνεται στο "Mr. Bluesman". Είναι ένα τραγούδι για ένα αγόρι που θέλει να γίνει κιθαρίστας. Ουσιαστικά ήθελα να είμαι ο Eric Clapton, o Jimmy Page ή ο Johnny Winter!
Όταν έπιασα για πρώτη φορά την κιθάρα, προσπαθούσα να μιμηθώ τον Eric Clapton. Ήταν αστείο που αυτό το τραγούδι αφορούσε εμάς και που μπόρεσε να το παίξει μαζί μου. Ήταν μία από τις πιο συναρπαστικές στιγμές της ζωής μου. Είναι σαν να μου λέει ο δάσκαλός μου ότι είμαι στο σωστό δρόμο".
Το "Rosie" έχει δικαιολογημένα την σφραγίδα των Bon Jovi μιας και το συνυπογράφουν εκτός από τον Richie,  ο Jon Bon Jovi, o Desmond Child και η πολυβραβευμένη Diane Warren ενώ παραλίγο να βρισκόταν στο άλμπουμ "New Jersey". Βέβαια άνετα θα υπήρχε το "Rosie" και σε οποιοδήποτε άλλο άλμπουμ της αμερικάνικης μπάντας και σίγουρα το ρεφρέν είναι από τα καλύτερα της συνθετικής διαδρομής όλων των προαναφερομένων.
Το "River of Love" ακολουθεί κι αυτό όλη την blues φιλοσοφία του άλμπουμ με μπόλικα southern/rock στοιχεία ενώ το μπάσο του Tony Levin και τα τύμπανα του Tico Torres προσδίδουν μία ξεχωριστή δυναμική στην σύνθεση.
Η συνέχεια ανήκει στο συγκλονιστικό "Father Time" το οποίο ξεκινά με τα ανατριχιαστικά πλήκτρα και τη σπουδαία ενορχήστρωση του David Bryan να δίνουν ένα πιο δραματικό τόνο σε έναν ακόμη ανεκπλήρωτο έρωτα. Πιθανά το "Father Time" να συγκαταλέγεται μία από τις κορυφαίες στιγμές, τόσο του Sambora όσο και του Desmond Child που βάζει για τα καλά το χεράκι του.
O επίλογος ανήκει σε ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια του άλμπουμ την συγκλονιστική μπαλάντα "The Answer" με τον Sambora να αποκαλύπτει: "Λάμβανα συνεχώς γράμματα από ανθρώπους που έλεγαν ότι ήθελαν να παιχτεί το κομμάτι στην κηδεία τους. Είναι αστείο γιατί ποτέ δεν είχα σκεφτεί να είναι έτσι. Το έγραψα σαν να ζεις τη στιγμή, και είτε πιστεύεις στον Θεό είτε όχι".
"They say for every living thing
There's a guide up in the sky
That helps you pass from world to world
So you never really die"
Το "Stranger in This Town" έλαβε παρά πολλές θετικές κριτικές και έκανε σχετική επιτυχία αν και ήταν άτυχος μιας και δεν προβλήθηκε αρκετά από την δισκογραφική του εταιρία λόγω αλλαγών και εσωτερικών ανακατατάξεων. Παράλληλα όμως ήταν μία κυκλοφορία που έχει μείνει κλασική στις καρδιές των οπαδών του σπουδαίου κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή με τραγούδια και ερμηνείες που ακόμη και σήμερα ακούγονται ευχάριστα και απολαυστικά.
άλλωστε και ο ίδιος το ευχαριστήθηκε λέγοντας χαρακτηριστικά:
"Με το "Stranger in This Town", επέστρεψα στις ρίζες μου, όπου έμαθα περισσότερα".
 
Υ.Γ.: Στην Ιαπωνική έκδοση του άλμπουμ περιλαμβάνεται επιπλέον η διασκευή στο "The Wind Cries Mary" του Jimi Hendrix ενώ το "Stranger in This Town" έφτασε στο Νο. 36 του Top 200 άλμπουμ του Billboard και Νο 20 στα τσαρτ του Ηνωμένου Βασιλείου.
 
Φώτης Μελέτης

Richard Marx: Τα 10 τραγούδια που αγαπήσαμε

 Richard Marx Talks Twitter, '80s Music, and Stories To Tell

Ο Richard Marx καταξιώθηκε σε βάθος και απέδειξε περίτρανα ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ακόμα συνηθισμένο teen είδωλο από τα πολλά που πέρασαν στη δεκαετία του '80 και που αναλώθηκαν σε εύπεπτα τραγούδια ευρείας κατανάλωσης .

 

Υπήρξε και παραμένει ένας δεινός στιχουργός καθώς και ένας ταλαντούχος μουσικός δημιουργός με αστείρευτες ιδέες που ξέφευγε από τα τετριμμένα και κράτησε ψηλά την τιμή της pop και melodic rock μουσικής με συγκλονιστικές μπαλάντες που μιλούν κατευθείαν μέσα στις καρδιές μας, δυναμικά και καλογραμμένα  τραγούδια που αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου
Ναι, έγραψε εμπορική μουσική, αλλά γιατί αυτό πρέπει να είναι απαραίτητα κακό;;;
Ίσα ίσα τα τραγούδια του ακριβώς καλλιεργούν την παιδεία του ακροατή, διότι έχουν το ιερό τρίπτυχο της μουσικής: Ρυθμό-Μελωδία - Αρμονία.
Το επίτευγμά του είναι ακριβώς αυτό, ότι μέσα από τη δημοτικότητα της μουσικής του ανέβαζε το πνευματικό επίπεδο των θαυμαστών του.
Ας αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια από τα επιτεύγματα του που αναδεικνύουν τη σπουδαιότητά του ως καλλιτέχνη.
Στην ηλικία των πέντε τραγουδούσε διαφημιστικά jingles για λογαριασμό της εταιρείας του πατέρα του, ώσπου τον ανακάλυψε στα 17 του, ο Lionel Richie. Eίναι ο μοναδικός άνδρας καλλιτέχνης του οποίου τα πρώτα επτά τραγούδια μπήκαν στο ΤΟP 5 του Billboard Hot 100. Ta  άλμπουμ του έχουν αποδώσει μέχρι σήμερα 30.000.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Έχει προταθεί πέντε φορές για Grammy το οποίο κέρδισε τελικώς το 2003, ως στιχουργός για το ‘’Dance With My Father’’ που ερμήνευσε ο Luther Vandross. Eίναι ιδιαίτερα καταξιωμένος και στο να γράφει τραγούδια για άλλους καλλιτέχνες, με κορυφαία παραδείγματα τα  "What About Me’’ - Kenny Rogers, Kim Carnes, James Ingram (1984), "Surrender To Me’’ με Robin Zander - Ann Wilson (1988), "Edge Of A Broken Heart’’ (Vixen),  ανάμεσα σε άλλα.
Βαδίζοντας τα 61 έτη ζωής, ο Richard Marx, έχει το κάθε δικαίωμα πλέον, να καμαρώνει και να είναι περήφανος για την παρακαταθήκη που έχει αφήσει, για μελωδίες οι οποίες, με το που τις ακούει κανείς, δακρύζει, συγκινείται, εμψυχώνεται, νοσταλγεί .
Ανεκπλήρωτοι καλοκαιρινοί έρωτες, η καταπίεση της αδίστακτης και απρόσωπης μουσικής βιομηχανίας, ένας ύμνος στην αγάπη και στον Έρωτα, η σύγκρουση ονειροπόλου ρομαντισμού και πραγματικότητας, η μάθηση από τα λάθη, η τραγική απώλεια μια ς μεγάλης αγάπης είναι κάποια από τα θέματα που εξερευνούν με μοναδικό τρόπο τα δέκα καλύτερα τραγούδια του.
 
10. "Another One Down’’ - Album: ’’Limitless’’ (2019) 
Ξεκινάμε από το τέλος με το πλέον πρόσφατο τραγούδι του από το άλμπουμ "Limitless’’ το 2019, ένα τραγούδι ασφαλώς προσαρμοσμένο στην εποχή του autotune και του beat, είναι όμως εκείνη η μοναδική ποιότητα του Marx στη φωνή και στους στίχους που του προσδίδει αξία. Και αυτό μάλιστα εκτιμήθηκε δεόντως από τους κριτικούς αλλά και τους θαυμαστές του, οι οποίοι του έδωσαν το νούμερο 14 στο Billboard Adult Contemporary Chart, την υψηλότερη θέση που είχε πάρει σε λίστα από το 1997. Το "Another One Down’’ ήταν παραγωγή του γιού του Lukas Marx και κεντρικό του θέμα είναι η μακροχρόνια σχέση του Marx με τα μεγάλα μουσικά studio, κατά τη διάρκεια της καριέρας του.

9. "Don’t Mean Nothing’’ - Album: ’’Richard Marx’’ (1987)
O Marx ονομάζει το πρώτο του άλμπουμ με το δικό του όνομα και μπαίνει πολύ δυνατά και εντυπωσιακά με το pop blues rock τραγούδι "Don’t Mean Nothing’’, με το οποίο εκθέτει με νεανική ‘’θρασύτητα’’ τη σκληρότητα της μουσικής βιομηχανίας, απεικονίζοντας ουσιαστικά τις δικές του εμπειρίες. Το τραγούδι έχει έντονο άρωμα Eagles (των οποίων ο Marx είναι μεγάλος fan), καθώς έχουμε τη συνδρομή του Joe Walsh στην κιθάρα και των Randy Meisner και Timothy Schmit στα background φωνητικά. Το 1988,o Μarx, κέρδισε μια υποψηφιότητα Grammy για αυτό το τραγούδι, έχοντας ως συνυποψήφιους στην ίδια κατηγορία τους Bruce Springsteen, Tina Turner, Bob Seger και Joe Cocker.
Στο video του τραγουδιού, εμφανίζεται η ηθοποιός και μετέπειτα πρώτη του γυναίκα Cynthia Rhodes (γνωστή από τη συμμετοχή της σε ταινίες όπως τα Flashdance και Dirty Dancing).

 
 

8. "Should ve Known Better’’ - Album: ’’Richard Marx’’ (1987)
Riff γεμάτα με απίστευτη ενέργεια, φοβερά ρυθμικό τραγούδι, πάλι από το παρθενικό του άλμπουμ, ίσως ο καλύτερος συνδυασμός pop και rock, που έχουμε δει ποτέ στη σύγχρονη μουσική ιστορία. Αλλά και η δυναμική φωνή ενός Marx, που ομολογουμένως βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα εδώ, μας μεταδίδει έναν μοναδικό ενθουσιασμό σε ένα up tempo τραγούδι, που μας προκαλεί να το ακούμε κατ εξακολούθηση. Οι στίχοι περιγράφουν την αδυναμία του κεντρικού ήρωα, να ξεπεράσει τον σφοδρό έρωτα που νιώθει για την πρώην αγαπημένη του, στο βαθμό μάλιστα που μετανιώνει πικρά που είχε σχέση μαζί της.
Το "Should ve Known Better’’ δικαίως πήγε κατευθείαν στο νούμερο 3 του Billboard Hot 100 καθορίζοντας μάλιστα το κομβικό εκείνο σημείο που ο Richard Marx καθιερώθηκε ως ανερχόμενο αστέρι. Το video είναι σκηνοθετημένο από τον εξπέρ βιντεοκλιπά Dominic Sena (έχει σκηνοθετήσει video για καλλιτέχνες όπως οι Janet Jackson, Sheena Easton, Michael Bolton, Tina Turner κ.ά), που καταξιώθηκε αργότερα και στον κινηματογράφο.

7. "Now And Forever’’ - Album: ’’Paid Vacation’’ (1994)
‘Ένα τραγούδι ύμνος για τον ‘Ερωτα και την Αγάπη, τόσο δημοφιλές σε βαθμό που να έχει καθιερωθεί ως τραγούδι γάμου. Συγκαταλέγεται στο τέταρτο άλμπουμ του "Paid Vacation’’ του 1994 και σκαρφάλωσε με άνεση στα TOP 10 των ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Νορβηγίας, παραμένοντας μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Είναι μια πολύ αργή μπαλάντα με πανέμορφους και συναισθηματικά φορτισμένους στίχους, αφιερωμένη αποκλειστικά στην πρώτη του γυναίκα, τη Cynthia Rhodes. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: ’’Δούλευα πάνω στο τέταρτο άλμπουμ μου και συνειδητοποίησα ότι δεν είχα γράψει ποτέ ένα τραγούδι για τη γυναίκα μου, από τότε που είχαμε παντρευτεί, με την οποία αποκτήσαμε και τρία παιδιά. Είναι ένα μοναδικό τραγούδι, το οποίο περιγράφει τη σπουδαιότητα της σχέσης μας.’’
Ο Marx ηχογράφησε και μια ισπανόφωνη εκδοχή με τίτλο ’’Αhora Y Siempre’’.

6. "Hold On To The Nights’’ - Album: "Richard Marx’’ (1987)
Το συγκεκριμένο τραγούδι θα μπορούσε να αφορά όλους μας και ακριβώς επειδή ο ακροατής μπορεί να ταυτιστεί, εκεί έγκειται και η μεγάλη επιτυχία του. Οι στίχοι είναι απλοί, για αυτό ακριβώς και συνάμα σπουδαίοι, βρίθουν και ξεχειλίζουν από νοσταλγία, συγκίνηση και ρομαντισμό. ’’Ηold On To The Nights, Hold On To The Memories’’... ένας ανολοκλήρωτος έρωτας από το παρελθόν και το μόνο που μένει ως παρηγοριά είναι το καταφύγιο των αναμνήσεων κατά τη διάρκεια της νύχτας, η καλύτερη χρονική στιγμή για περισυλλογή. Και από την άλλη πλευρά, η σκληρή πραγματικότητα του παρόντος και η αναγκαιότητα του προχωράμε μπροστά στη ζωή. Πολύ σημαντική στιγμή στην σταδιοδρομία του Marx, καθώς είναι το πρώτο τραγούδι του που άγγιξε το νούμερο 1 στο US Billboard Hot 100, στο οποίο παρέμεινε μάλιστα για 21 (!!!) εβδομάδες, αφήνοντας το "Pour Some Sugar On Me’’των Def Leppard στη δεύτερη θέση. Τον επέβαλε ως έναν από τους ικανότερους και πλέον ταλαντούχους στιχουργούς στα τέλη των 80s.

5. "Satisfied’’ - Album: "Repeat Offender’’ (1989)
To τραγούδι-‘’ναυαρχίδα’’ του δεύτερού του άλμπουμ "Repeat Offender’’ δικαιολογεί απολύτως τον τίτλο του, καθώς είναι ερμηνευμένο με φοβερό ενθουσιασμό και χαρά, συναισθήματα που μεταφέρονται άμεσα στον ακροατή.
Ο Marx τραγουδάει με μοναδικό δυναμισμό και κέφι και συνεπικουρείται σημαντικά από τον αριστοτεχνικό συνδυασμό κιθάρας και synthesizer, σε άλλο ένα τραγούδι το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό επιτυχημένο δείγμα pop και rock σύνθεσης από τα τέλη της δεκαετίας του '80. Πραγματικά αυτό το uptempo pop rock τραγούδι μεταδίδει ευφορία και ενθουσιασμό ακόμα και στον πλεον αναίσθητο ακροατή και τελικώς ο Marx δίνει περισσότερα και από όσα περιμέναμε. Και στα αλήθεια ο ήχος του έχει μια δύναμη που εμψυχώνει, ανεβάζει και δίνει αισιοδοξία. ‘’We work our bodies weary to stay alive, there must be more to living than nine to five..’’, αλήθεια πόσο μας εκφράζουν όλους αυτοί οι στίχοι…!!! Το "Satisfied’’ κινήθηκε υψηλά στα charts από τον Μάιο μέχρι και τον Ιούνιο του 1989, όποτε και κατέκτησε το νούμερο 1 στο Billboard Hot 100.

4. "Angelia’’ -  Album: "Repeat Offender’’ (1989)
Aν το αριστουργηματικό αυτό ερωτικό τραγούδι θυμίζει σε κάποιους μια κάποια αίσθηση ήχου των Def Leppard, έστω και αμυδρά, τότε πέφτουν μέσα και ισχύει στο ακέραιο. Όντως ο Richard Marx κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης αυτού του τραγουδιού προσπάθησε μαζί με τον συνεργάτη του, μηχανικό ήχου και παραγωγό David Cole, να ‘’αντιγράψουν τρόπον τινά, συγκεκριμένα τους ήχους από τα drums και τις κιθάρες, που χρησιμοποίησε ο Robert John "Mutt’’ Lange, στα θρυλικά άλμπουμ "Pyromania’’ και "Hysteria’’. Αργότερα, το 1992, οι Leppard, έκαναν περίπου το ίδιο στο άλμπουμ "Adrenalize’’ παίρνοντας στοιχεία από τον ήχο του 'Angelia’’ στο τραγούδι τους "Stand Up’’, σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψε στον Marx ο κιθαρίστας Phil Collen σε μια συνάντηση που είχαν , εκείνη την εποχή. To "Angelia’’ είναι ίσως η επιτομή της ρομαντικής pop power ballad της δεκαετίας του 80 και έφτασε στο νούμερο 4 του Billboard Hot 100. O Marx έχει αναφέρει ότι εμπνεύσθηκε το τραγούδι από μια ευγενέστατη, πανέμορφη και χαμογελαστή αεροσυνοδό που είχε γνωρίσει σε μια πτήση, όταν ταξίδευε με τη μπάντα του στο Dallas. Eπιπροσθέτως, άλλο ένα κίνητρο που είχε, ήταν ότι επιθυμούσε διακαώς να γράψει ένα τραγούδι με τίτλο γυναικείο όνομα, καθώς πολλοί επιτυχημένοι συνάδελφοί του είχαν κάνει το ίδιο. Οι στίχοι αποδίδουν μοναδικά πολύ περιγραφικά τον πόνο του χωρισμού ενός ζευγαριού, με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά του άντρα. Το εντυπωσιακό video, που σκηνοθέτησε ο Michael Bay ( μετέπειτα δημιουργός διάσημων blockbuster ταινιών, όπως τα "The Rock’’, "Pearl Harbor’’, "Transformers’’κ.ά), μας παρουσιάζει την τραγική ιστορία ενός νεαρού που η πρώτη του αγάπη σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

 

3. "Hazard’’-  Album: "Rush Street’’ (1991)
Μια συγκλονιστική δραματική ιστορία, με προεκτάσεις αστυνομικού θρίλερ μας ξετυλίγεται στο "Hazard’’από το τρίτο του άλμπουμ "Rush Street’’ του 1991, ίσως το πιο ‘’σοβαρό’’ τραγούδι του Richard Marx. H γεμάτη προκαταλήψεις, σκοτεινή και κλειστή αμερικανική επαρχία και συγκεκριμένα η κωμόπολη Hazard της Πολιτείας Nebraska, κάθε άλλο παρά φιλική είναι με τον κεντρικό πρωταγωνιστή- αντιήρωα, που υπήρξε θύμα bullying από τα 7 του χρόνια από τους αφιλόξενους ντόπιους.
Ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο μας αφηγείται μέσα από τους στίχους του τραγουδιού, τις σκληρές δοκιμασίες που υφίσταται, καθώς στοχοποιείται από την τοπική κοινωνία και τις αρχές για την εξαφάνιση(και την πιθανή δολοφονία) μιας κοπέλας με την οποία είχε δεσμό, χωρίς να υπάρχουν ουσιαστικές αποδείξεις. To εξαιρετικό video ενισχύει κατά πολύ την κινηματογραφική αίσθηση του τραγουδιού, θα μπορούσε να λειτουργήσει άνετα ως μια μικρού μήκους ταινία. Πρωταγωνιστής κραυγάζει απελπισμένα για την αθωότητά του "I swear I left her by the river, I swear I left safe and sound’’. Αλλά μάταια, καθώς οι προκατειλημμένοι κάτοικοι της μικρής αυτής πόλης τον έχουν καταδικάσει στις καρδιές τους. Η μελωδία είναι απίστευτα μελαγχολική και ατμοσφαιρική και εισάγει τον ακροατή αποτελεσματικά μέσα στην ιστορία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το πιο "σκεπτόμενο" δημιούργημα του Marx.

2. ’’Right Here Waiting’’Album: "Repeat Offender’’ (1989)
To πιο διάσημο και αναγνωρίσιμο τραγούδι του, πασίγνωστο ακόμα και στις γενιές του σήμερα αποτελεί  άλλη μια ωδή στη Cynthia Rhodes, την πρώτη του γυναίκα, η οποία εκείνο τον καιρό ήταν μακριά του, καθώς βρισκόταν στη Νότιο Αφρική για το γύρισμα μιας ταινίας. ’’Oceans apart, day after day, and I slowly go insane, I hear your voice on the line and it doesn’t stop the pain’’ λέει από τα έγκατα της ψυχής του ο Marx, αισθανόμενος απόλυτα τον πόνο της έλλειψης και της απόστασης με τη Cynthia, γράφοντας τους πλέον αριστουργηματικούς και εμπνευσμένους στίχους. Λίγοι γνωρίζουν ότι αρχικά ο Richard Marx προόριζε το τραγούδι για την Barbara Streisand, εκείνη  όμως αρνήθηκε να το ερμηνεύσει, γεγονός για το οποίο της είναι ευγνώμων μέχρι σήμερα. Τα καλλιτεχνικά και εμπορικά αποτελέσματα υπήρξαν, κατά συνέπεια, εντυπωσιακά.
Το "Right Here Waiting’’ αγκιστρώθηκε στο νούμερο του US Billboard Hot 100 για τρεις εβδομάδες, ταυτόχρονα άγγιξε την κορυφή και στα charts πολλών άλλων χωρών. Τον Οκτώβριο του 1989 πήρε τον χαρακτηρισμό του "πλατινένιου’’ και έγινε το πιο εμπορικό single του Μarx. To video γυρίστηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, λόγω έλλειψης χρόνου, και παρουσιάζει τον Richard Marx να ερμηνεύει το τραγούδι παίζοντας σε ένα άδειο θέατρο. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, μιλώντας για μια "σπουδαία και πανέμορφη μπαλάντα προορισμένη να γίνει κλασική’’. Τα υπόλοιπα , φυσικά, είναι Ιστορία…

1. "Endless Summer Nights"Album: ’’Richard Marx’’ (1987)
Eίναι ίσως το αξεπέραστο και μαγευτικό σαξόφωνο του ταλαντούχου Dave Koz που δίνει ταυτότητα στο τραγούδι. Είναι επίσης και το γεγονός ότι όντως οι καλοκαιρινοί έρωτες έχουν ημερομηνία λήξης, και είναι αναπόφευκτο να ταυτιστούμε πλήρως.
Και πραγματικά το τραγούδι αυτό πετυχαίνει να μας κάνει να νιώσουμε αυτήν την γλυκόπικρη αλήθεια με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Λέγεται ότι η έμπνευση για τη δημιουργία αυτού του κλασικού πλέον single, προήλθε από τις εφηβικές εμπειρίες του Marx στο Chicago. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή η ιδέα για το "Endless Summer Nights‘", κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Hawaii, συνοδευόμενος τότε από την Cynthia Rhodes πριν παντρευτούν. Το demo του τραγουδιού, το είχαν απορρίψει όλες οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες για δυο χρόνια, ώσπου ο Richard Marx υπέγραψε τελικώς με την ΕΜΙ-Manhattan Records το 1986. Την εισαγωγή του τραγουδιού περίπου την αντέγραψαν 3 χρόνια αργότερα οι Roxette για το "It Must Have Been Love’’. Toν απόλυτο soft pop rock ύμνο του καλοκαιριού υποστηρίζει το ατμοσφαιρικό και εξαιρετικά καλογυρισμένο video, στο οποίο πρωταγωνιστεί εκτός από τον Marx, η Γαλλίδα top model Myrtille Blervaque, που κάποιοι ενδεχομένως να θυμούνται από τη συμμετοχή της και στο video του τραγουδιού "Walk On Water’’, της μεγάλης επιτυχίας του Eddie Money.
Αξίζει να αναφερθεί επίσης, ότι έγινε η πολύ έξυπνη και σοφή κίνηση από την πλευρά του Marx και των παραγωγών να προσλάβουν τον πολύ σπουδαίο Nathan East για το μπάσο, αντί να χρησιμοποιήσουν τον ήχο ενός synthesizer. Ύστερα από όλα τα παραπάνω η φυσική εξέλιξη ήταν το ’’Endless Summer Nights’’ να σαρώσει τα charts στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες και να γίνει από εκείνα τα τραγούδια που συνδέθηκαν αναπόσπαστα με το καλοκαίρι.


Δημήτρης Πολίτης

Camel: "A Live Record"

 A Live Record - Album by Camel | Spotify

Οι θρυλικοί CAMEL χωρίς να έχουν την υπερ-προβολή των υπολοίπων μεγαθήριων του χώρου (Yes, Genesis, Pink Floyd) κατόρθωσαν να αποκτήσουν με το σπαθί τους ένα μεγάλο και πιστό κοινό του prog-rock ήχου.

Η Βρετανική μπάντα μεγαλούργησε κυρίως στα '70ς ξεκινώντας στο Γκίλφορντ, της Αγγλίας με επικεφαλής τον κιθαρίστα Andrew Latimer κυκλοφορώντας  τρομερούς δίσκους όπως τα "Μirage" (1974), "The Snow Goose" (1975), "Moonmadness" (1976) και "Rain Dances" (1977) ενώ συνέχισαν να κυκλοφορούν στούντιο άλμπουμ μέχρι και το 2002 με το "A Nod and a Wink" .
Οι Camel κατάφεραν να πρωτοπορήσουν με τον ήχο τους αφού με το αστείρευτο ταλέντο που διέθεταν πέτυχαν να συνδυάσουν στοιχεία από ροκ, ποπ, τζαζ, μπλουζ, φολκ, κλασική και ηλεκτρονική μουσική, αψηφώντας τις σύγχρονες μουσικές τάσεις της εποχής και ακολουθούσαν πάντα το δικό τους καλλιτεχνικό μονοπάτι.
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε την πρώτη και ιστορική ζωντανή ηχογράφηση της θρυλικής μπάντας που κυκλοφόρησε το 1978 ενώ και εδώ στην Ελλάδα είχαμε  την χαρά να τους απολαύσουμε το 2000  σε δύο απίθανες συναυλίες όπου ζήσαμε το αξεπέραστο μεγαλείο των Camel σε όλα τα επίπεδα.

 
                                                     
                                                    "A Live Record"
Τον Απρίλιο του 1978 οι Camel κυκλοφορούν το πρώτο τους επίσημο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ με τίτλο "A Live Record" και περιλαμβάνει κυρίως εμφανίσεις που έγιναν από το 1974 έως και το 1977 στο Λονδίνο σε ιστορικούς live χώρους της Βρετανικής πρωτεύουσας όπως τα, The Marquee Club, The Royal Albert Hall και  Hammersmith Odeon ενώ περιλαμβάνει και συναυλίες που δόθηκαν στο Μπρίστολ και στο Ληντς.
Ο πρώτος δίσκος του διπλού άλμπουμ περιέχει μία σειρά εξαιρετικών κομματιών από τα πρώτα πέντε άλμπουμ της μπάντας μαζί με ένα ακυκλοφόρητο instrumental το "Ligging at Louis'". Επιπρόσθετα ακούγονται μερικά κλασικά τραγούδια από την πρώιμη περίοδο των CAMEL όπως τα "Metrognome" και "1st Light" από το άλμπουμ "Rain Dances", το "Lunar Sea" από το "Moonmadness" και το αθάνατο "Lady Fantasy" (Mirage) σε μία εκτέλεση που είναι λίγο πιο σκληρή από το στούντιο. Επίπρόσθετα περιέχει το υπέροχο και συνάμα μελαγχολικό "A Song Within A Song" όπου μιξάρονται δύο μελωδίες στο ίδιο κομμάτι εξ ου και ο τίτλος του.
Η παρουσία στο μπάσο των Doug Ferguson καθώς και του αντικαταστάτη του στην ίδια κυκλοφορία, Richard Sinclair είναι πραγματικό σεμινάριο σε συνδυασμό με την έξοχη δουλειά του Andy Ward στα τύμπανα. Φυσικά οι Peter Bardens (πλήκτρα) και ο Andrew Latimer (φωνή, κιθάρα, φλάουτο) συναρπάζουν με την εκτελεστική και συνθετική δεινότητα που διεθέτουν ενώ η παρουσία του Mel Collins (σαξόφωνο και το φλάουτο), διευρύνει ακόμη περισσότερο τον ήχο του συγκροτήματος.
Στο δεύτερο δίσκο περιλαμβάνεται ολόκληρο το αριστουργηματικό "The Snow Goose" σε συνεργασία με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του David Bedford και το αποτέλεσμα είναι εξίσου καταπληκτικό με το στούντιο άλμπουμ τους, τα οποία είναι ηχογραφημένα εξ ολοκλήρου στο Royal Albert Hall τον Οκτώβριο του 1975. Bέβαια σύμφωνα με τον Latimer είχαν προκύψει μερικά προβλήματα αφού έγινε μόνο μία πρόβα με την Ορχήστρα και αυτή όχι όπως ήθελε αλλά ευτυχώς αυτό δεν επηρέασε τη απόδοση της μπάντας.
Ωστόσο, σε αυτή την ζωντανά ηχογραφημένη έκδοση, υπάρχει πολύ περισσότερο πάθος στα τραγούδια με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον εντυπωσιακό επίλογο στο περίτεχνο "Dunkirk" και τις θαυμάσιες εναλλαγές που συμβαίνουν στο "Migration" αλλά και τα "Rhayader Goes to Town" και "La Princesse Perdue" διατηρούν αξιέπαινα το υπέροχο ηχητικό στυλ της μπάντας.

Η μουσική των Camel στο "A Live Record" μπορεί σήμερα για ορισμένους να παραπέμπει σε ένα ξεχασμένο παρελθόν όμως τότε κατόρθωνε να συνδυάζει μοναδικά την συμφωνική και κλασική ροκ μουσική με τις εμπνευσμένες μελωδίες να κυριαρχούν παντού και να αφήνουν σημαντική παρακαταθήκη για τις μετέπειτα μπάντες τους prog ήχου.
Μάλιστα ένα περιοδικό για να τονίσει τον επαγγελματισμό και την σπουδαία απόδοση τους έγραψε για τη συγκεκριμένη κυκλοφορία:
"Ούτε μια νότα λάθος! Όλα είναι πιο συναρπαστικά και η ποιότητα της ηχογράφησης είναι κρυστάλλινη".

Υ.Γ.: Το 1981, ο Latimer  δήλωσε για το "A Live Record", ότι ήθελε ένα ζωντανό άλμπουμ για να θυμίζει την ιστορία του Camel ενώ στην remastered εκδοχή που κυκλοφόρησε το 2002, υπάρχουν αρκετά bonus κομμάτια ιδιαίτερα από το  άλμπουμ "Raindances".
 
Φώτης Μελέτης

Styx: Από την αποθέωση του "The Grand Illusion" στην αποκορύφωση του "Piece of Eight"

 Winterland, San Francisco 1978 by Styx (Bootleg): Reviews, Ratings,  Credits, Song list - Rate Your Music

Πολλοί του χαρακτήρισαν σαν τους Queen της Αμερικής και μπορεί ο χαρακτηρισμός να είναι υπερβολικός ή αδόκιμος σίγουρα όμως οι Styx μισό αιώνα τώρα δείχνουν τον δρόμο ότι εκτός από την σκληρή δουλειά, την καλή συνεργασία και την θεά τύχη χρειάζεται μπόλικο ταλέντο και θεία έμπνευση ώστε μία μπάντα να γράψει ιστορία και να συγκινεί εκατομμύρια ροκ οπαδών ανά την υφήλιο.
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε δύο άλμπουμ τα "The Grand Illusion" και "Piece of Eight" που θεωρούνται το καλλιτεχνικό αποκορύφωμα της μπάντας σε όλα τα επίπεδα αφού εκτός από τα σπουδαία μουσικά μέρη οι Styx διαθέτουν σπάνια πνευματικότητα και αξεπέραστο ροκ λυρισμό.
                                                                 
                      Σύντομη αναδρομή
Τα αδέλφια Chuck και John Panozzo (μπάσο και ντραμς αντίστοιχα) μαζί με τον τραγουδιστή Dennis De Young (πλήκτρα) και τους κιθαρίστες James Young και John Curulewski (Tradewinds) κυκλοφορούν το παρθενικό τους άλμπουμ τον Μάρτιο του 1972, με τίτλο το όνομά τους και το ύφος τους συνδυάζει το κλασσικό hard rock με μπόλικα prog στοιχεία και φοβερά χορωδιακά φωνητικά. Toν Ιούλιο του 1973 κυκλοφορούν το "STYX 2" στο ίδιο μουσικό μοτίβο με την μπαλάντα "Lady" να γίνεται η πρώτη εμπορική επιτυχία της μπάντας.
Στη συνέχεια το γκρουπ κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1973 το, "Τhe Serpent is Rising"  με κλασσικές αναφορές στους μεγάλους μουσουργούς του μεσαίωνα.

Επόμενο άλμπουμ το "Man Of Miracles" (1974)  όπου αναδεικνύονται ξανά τα επικά φωνητικά, οι progressive επιρροές και ο μελωδικός λυρισμός και τον
Δεκέμβριο του 1975, κυκλοφορούν το "Equinox" όπου ξεχωρίζουν τα "Lorelei" και το εκπληκτικό  "Suite Madame Blue".
Το 1976 έρχεται μια σημαντική αλλαγή στο συγκρότημα αφού ο Tommy Shaw (φωνή, κιθάρα) αντικαθιστά τον John Curulewski (πέθανε δυστυχώς το 1988) και κυκλοφορούν το έξοχο "Crystall Ball".
Το ομότιλο τραγούδι μαζί με τα πολύ καλά "Mademoiselle", "Jennifer" και το εκπληκτικό  "This Old Man" δίνουν το συνθετικό στίγμα του Tommy Shaw ενώ από εναρκτήριο “Put Me On”, η ενορχηστρωτική καταιγίδα της μπάντας έχει δώσει άλλον αέρα στο γκρουπ, το οποίο έχει μεταμορφωθεί ακόμη πιο δυναμικά και στο εκτελεστικό επίπεδο
Οι STYX πλέον καθιερώνονται για τα καλά στο ροκ χάρτη καιοι περιοδείες που ακολουθουν γνωρίζουν τεράστια απήχηση στο κοινό. 


 
                                     "The Grand Illusion"
Το "The Grand Illusion" κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 1977 και το άλμπουμ ξεκινά με το ομότιτλο πομπώδες κομμάτι, όπου τα επικά και prog μέρη εναλλάσσονται με τα μελωδικά κουπλέ με την φωνή του Dennis De Young να δίνει το απαραίτητο ύφος. Η παρουσία του T. Shaw στο δίσκο είναι πλέον καθοριστική αλλά τα ηνία διατηρεί ο DeYoung γράφοντας αυτόν τον μικρό ύμνο περιγράφοντας την παρακμή του Αμερικάνικου ονείρου και την εμμονή στον καταναλωτισμό ενώ το εξώφυλλο του δίσκου βασίζεται στον πίνακα του Βέλγου σουρεαλιστή ζωγράφου Rene Magritte με τίτλο "Le Blanc-Seing" με κεντρικό θέμα ότι το μυαλό είναι ικανό να κατασκευάσει το αδύνατο.
 
Welcome to the Grand illusion
Come on in and see what's happening
Pay the price, get your tickets for the show
The stage is set, the band starts playing
Suddenly your heart is pounding
Wishing secretly you were a star.

But don't be fooled by the radio
The TV or the magazines
They show you photographs of how your life should be
But they're just someone else's fantasy
So if you think your life is complete confusion
Because you never win the game
Just remember that it's a Grand illusion
And deep inside we're all the same.
We're all the same...

So if you think your life is complete confusion
Because your neighbors got it made
Just remember that it's a Grand illusion
And deep inside we're all the same.
We're all the same...

America spells competition, join us in our blind ambition
Get yourself a brand new motor car
Someday soon we'll stop to ponder what on Earth's this spell we're under
We made the grade and still we wonder who the hell we are


 

Ακολουθεί το "Fooling Yourself (The Angry Young Man)",(#29 ΗΠΑ , τσαρτ) με τον Tommy Shaw να υπογράφει και να ερμηνεύει την εν λόγω σύνθεση με τα πλήκτρα και τις λυρικές μελωδίες να έχουν τον πρώτο λόγο. Το κομμάτι έχει υπέροχο χορωδιακό ρεφρέν και εμπνευσμένο παίξιμο από τον μπασίστα Chuck Panozzo.
Το "Superstars", μπορεί να είναι από τα άγνωστα κομμάτια της μπάντας αλλά εδώ συναντάμε ξανά δυνατές φωνητικές μελωδίες εμπλουτισμένο με ένα πανέμορφο κιθαριστικό σόλο. Ο μάνατζερ της μπάντας, ο Derek Sutton και ο συνεργάτης του Jim Cahill, ήθελαν να είναι το "Superstars" το πρώτο single αλλά οι Styx το απέρριψαν πανηγυρικά και το θεωρούσαν το πιο αδύναμο τραγούδι στο άλμπουμ όταν μάλιστα βρίσκεται ενδιάμεσα σε δύο σπουδαίες συνθέσεις του δίσκου: του "Fooling Yourself" και του "Come Sail Away" που ακολουθούσε.
Το κλασικό "Come Sail Away" ξεκινά ως μία επική μπαλάντα αλλά στην συνέχεια η σύνθεση γίνεται απολαυστική, δυναμική και άκρως μελωδική με τον DeYoung να  θεωρεί πως  επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία του"Stairway to Heaven".
Οι στίχοι του κομματιού μιλούν νοσταλγικά για την παιδική φιλία συνδυασμένη με ένα βιβλικό θέμα με τη προφητεία του Ιεζεκιήλ που αφορά την "συγκέντρωση αγγέλων" και για την μεταφορική έννοια ένος σκάφος που ανέβηκε στους ουρανούς. Αρκετά χρόνια αργότερα ο De Young αποκάλυψε ότι το κομμάτι όταν γράφηκε πέρναγε ο ίδιος περίοδο κατάθλιψης.
Το "Miss America" είναι σύνθεση του κιθαρίστα James Young, που την ερμηνεύει δυναμικά δίνοντας μία πιο ροκ διάσταση αν και τα πλήκτρα μαζί με το χορωδιακό ρεφρέν έχουν κυρίως τον πρώτο λόγο. H σύνθεση χλεύαζε τα αμερικάνικα καλλιστεία ομορφιάς με το περιοδικό Rolling Stone να κατηγορεί τους Styx για μισιγυνισμό!
Το άλμπουμ κλείνει με δύο εξαιρετικά τραγούδια. Το ονειρικό "Man in the Wilderness" το οποίο είναι σίγουρα από τις πιο συγκλονιστικές συνθέσεις των Styx με την ερμηνεία του Tommy Shaw να είναι ανατριχιαστική και τις κιθάρες να προσθέτουν ένα μοναδικό επίλογο. Οι στίχοι αναφέρονται στον πόλεμο του Βιετνάμ και στους πολιτικούς ενώ ο T. Shaw δήλωσε πως το μουσικά το κομμάτι είναι επηρεασμένο από μία εμφάνιση των Kansas στο Ντιτρόιτ που τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα.
Λίγο πριν το τέλος του "The Grand Illusion" απολαμβάνουμε το αργόσυρτο "Castle Walls" που καταφέρνει να δημιουργεί μία μυστηριακή ατμόσφαιρα με την ερμηνεία του DeYoung να μας χαρίζει ένα ξεχωριστό prog/melodic έπος! Στιχουργικά το "Castle Walls" περιγράφει διάφορους συμβολισμούς και για τον δημιουργό Dennis DeYoung η περίοδος που έγραψε το κομμάτι ήταν αρκετά σκοτεινή με κρυφά νοήματα που αφορούσαν τον ρόλο της οικογένειας.


 
Το δίλεπτο "The Grand Finale" ολοκληρώνει σε μία πολύ σύντομη μίξη μελωδιών και ρυθμών της ίδιας της μπάντας στην πιο κλασική κυκλοφορία του Αμερικάνικου σχήματος. Ο δίσκος πουλά 3 εκατομμύρια αντίτυπα ενώ μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει τα 6 εκατομμύρια πωλήσεις φτάνοντας μέχρι το νο 6 των Billboard τσαρτ δείχνοντας το μέγεθος της τεράστιας επιτυχίας της μπάντας.

 
                                "Piece of Eight"
Πρωτομηνιά του Σεπτεμβρίου του 1978 και οι Αμερικανοί κυκλοφορούν ακόμη ένα μεγαλειώδες άλμπουμ ηχογραφημένο στα Paragon Recording Studios του Σικάγο. Βασικό θέμα του άλμπουμ είναι η αναζήτηση πνευματικών όπλων έναντι των υλικών αγαθών σε μία δικιά τους concept εκδοχή.
Ο δίσκος ξεκινά με το ορμητικό "Great White Hope", γραμμένη και ερμηνευμένη από τον κιθαρίστα James Young όπου ο συνδυασμός prog/ aor και hard rock ρυθμών δημιουργούν μία πανδαισία ήχων.
Στο "I'm O.K." ο μπασίστας Chuck Panozzo δίνει τα ρέστα του ενώ το ρεφρέν εκπέμπει μία απέραντη αισιοδοξία και χαρά, επηρεασμένο από Beatles.
To "Sing for the Day" είναι μία σύνθεση που θυμίζει Yes με το μαντολίνο του και την ερμηνεία του T. Shaw να τις προσδίδει μία μεσαιωνική μελωδική χροιά.
Ακολουθεί το μονόλεπτο "The Message", το οποίο ουσιαστικά είναι η εισαγωγή στο επόμενο κομμάτι, το σπουδαίο "Lords of the Ring". Η συγκεκριμένη σύνθεση μπορεί με το πρώτο άκουσμα να σε παραπέμπει στο βιβλίο του Tolkin αλλά τελικά δεν έχει καμία σχέση. Ο λυρισμός και η αρτιότητα ξεχειλίζει με τον κιθαρίστα James Young να έχει αναλάβει τα κυρίως φωνητικά ενώ το χορωδιακό ρεφρέν με την αριστουργηματική ενορχήστρωση δίνουν ένα τόνο προοδευτικής ροκ αποθέωσης στην σύνθεση.
Μάλιστα DeYoung αποκαλύπτει σε μία παλιότερη συνέντευξή του:
Το "The Lords of the Ring' δεν αφορούσε τον J.R.R Tolkien. Υπάρχει αυτή η ανύψωση του ροκ σταρ στον πολιτισμό μας και το βλέπεις παντού μέχρι και στην πολιτική όπως έγινε πρόσφατα με τον Ομπάμα. Οι άνθρωποι λένε, "Θα ροκάρουμε" ή λένε, "Let’s Rock n 'Roll". Το να είσαι ροκ σταρ σημαίνει ότι είσαι ένας γαμ@#$... βασιλιάς του κόσμου της ψυχαγωγίας και μέσω του κομματιού σχολιάζουμε - σε μεταφορικό πάντα ύφος -  ότι μπορεί και εμείς να είμαστε οι "άρχοντες του δακτυλιδιού" αλλά δεν καυχώμαι για τη επιτυχία μας. Διότι το να είσαι ο βασιλιάς ψυχαγωγίας είναι καθαρή μία φανταστική κατάσταση και δεν σημαίνει ότι είμαστε καλύτεροι άνθρωποι από όσους μας θαυμάζουν. Αυτός είναι ο ρόλος του media να παράγουν αυτήν την μυθολογία. Απλά όλοι έχουμε την ανάγκη για ένα όραμα για μία ελπίδα."
 

Επόμενο κομμάτι του άλμπουμ το θρυλικό "Blue Collar Man (Long Nights)" το οποίο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες περιγραφές αφού αποτελεί τον ιδανικό ύμνο των Styx που τα περιλαμβάνει όλα.
Δυνατό ρεφρέν, έξοχη ερμηνεία, εξαιρετικό κιθαριστικό σόλο και μία απίθανη εισαγωγή των πλήκτρων που δημιουργούν ένα από τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών!  Ο Τ. Shaw είχε αποκαλύψει πως την την περίφημη εισαγωγή του κομματιού με τα πλήκτρα την είχε εμπνευστεί στο σκάφος του όταν κάποια στιγμή η μηχανή του δεν έπαιρνε μπροστά, κάνοντας έναν ξεχωριστό κατά την άποψη του θόρυβο.
Ο κιθαρίστας James Young δίνει μία άλλη διάσταση στο "Blue Collar Man" δηλώνοντας:
"Αυτό το τραγούδι βασίζεται σε έναν φίλο του Tommy που ήθελε απεγνωσμένα να βρει δουλειά και δεν μπόρεσε να βρει και μισούσε να βρίσκεται στο όριο της ανεργίας. Οι στίχοι είναι επηρεασμένοι από τις δοκιμασίες του φίλου του και πολλοί  στις συναυλίες όταν ακούν το συγκεκριμένο τραγούδι νιώθουν ότι έχουν περάσει ή περνούν μία παρόμοια κατάσταση ειδικά στην καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε όπου το κυνήγι του χρήματος είναι η μέγιστη ανάγκη του ανθρώπου".


 
Το "Queen of Spades" έχει την σφραγίδα του Dennis DeYoung. Εκπληκτική ερμηνεία με το μπαλαντοειδές ξεκίνημα να μετατρέπεται σε μία κλασικοροκάδικη σύνθεση που το space ρεφρέν και το εκρηκτικό κιθαριστικό σόλο το απογειώνει κυριολεκτικά.
Το "Renegade" διαθέτει πάθος και τσαμπουκά που εκπλήσσει και είναι σίγουρα η πιο ροκ στιγμή του άλμπουμ με τα φωνητικά να θυμίζουν έντονα C.S.N.Y. ενώ για την ποδοσφιαρική ομάδα του Pittsburgh Steelers, αποτελεί μέχρι και σήμερα ο ύμνος των οπαδών.
Ακολουθεί η πιο θεατρική στιγμή του δίσκου με το ομότιτλο κομμάτι να αναδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο όλων των μελών της μπάντας και ο δίσκος κλείνει ήρεμα με το "Aku-Aku" ίσως ο πιο παράξενος ή ιδιόμορφος επίλογος ενός αριστουργήματος όπως είναι το "Piece of Eight".
Το μεγαλείο και το σπουδαίο συνθετικό αλλά και συνάμα στιχουργικό ταλέντο των Styx είναι ανυπέρβλητο και αυτά δεν είναι ούτε λόγια υπερβολής ούτε φράσεις εντυπωσιασμού.
Οι Styx κάνοντας μία σύνοψη της καριέρας τους και τιμώντας ως όφειλαν ετούτες τις μοναδικές δημιουργίες τους το 2010 και 2011 έκαναν περιοδεία παίζοντας μόνο κομμάτια από τα δύο κορυφαία άλμπουμ τους και το 2012 κυκλοφόρησαν το σχετικό dvd/2cd με τίτλο "The Grand Illusion/Pieces of Eight"  βιντεοσκοπημένο από την συναυλία που έδωσαν στο Orpheum Theater στο Memphis, που αξίζει να αποκτήσετε
 
Διαβάστε παρακάτω τους στίχους του ομότιτλου "Piece of Eight" για να διαπιστώσετε ότι όσο θα υπάρχει αυτός ο πλανήτης άλλο τόσο οι στίχοι αυτοί θα είναι επίκαιροι και διαχρονικοί...

It's six O'clock, good morning sounds are everywhere
The warmth of spring, a gentle breeze blows through my hair
I hurry through my life never stopping to see
How beautiful it was meant to be
I'm just a prisoner in a king's disguise
Broken dreams as we shuffle by
It's six O'clock, it's quitting time I'm done for the day
Out on the streets, I overheard a lady say
We now have everything, or so people say
But now this emptiness haunts me every day
We seek the lion's share never knowing why
Come alive spread your wings and fly
Pieces of eight, the search for the money tree
Don't cash your freedoms in for gold
Pieces of eight can't buy you everything
Don't let it turn your heart to stone
Pieces of eight, the search for…
 
ΥΓ.1: Η μπάντα αντέδρασε έντονα με το εξώφυλλο του "Piece of Eight", το οποίο είχε σχεδιάσει η περίφημη της Hipgnosis. Βλέποντας οι Styx, τις τρεις συμπαθητικές ηλικιωμένες γυναίκες φορώντας ένα σκουλαρίκι με άγαλμα από τη Νήσο του Πάσχα απογοητεύτηκαν πλήρως ενώ όταν διαπίστωσαν ότι στο οπισθόφυλλο δεν υπήρχαν ούτε η φωτογράφία τους όπως συνήθως γίνεται τότε σοκαρίστηκαν εντελώς. Η μπάντα αναγκάστηκε να αποδεχτεί τις απαιτήσεις της δισκογραφικής τους εταιρίας...
ΥΓ.2: Ο ντράμερ και ιδρυτικό μέλος του γκρουπ, John Panozzo απεβίωσε στις 16 Ιουλίου του 1996 από κίρωση του ήπατος σε ηλικία 47 ετών και ήταν δίδυμος αδελφός του μπασίστα Chuck Panozzo. Οι Styx αφιέρωσανε την περιοδεία "Return to Paradise" του 1996 σε αυτόν, και ο Tommy Shaw,  έγραψε το τραγούδι "Dear John" εις μνήμην του.
Υ.Γ.3:
Ο Dennis DeYoung σε μία προσωπική εξομολόγησή του σχετικά με το "Grand Illusiοn" αναφέρει: "Το 1977 χαρακτηρίστηκε από δύο τραγικά γεγονότα. Από τον θάνατο του Elvis και το τραγικό αεροπορικό  δυστύχημα των Lynyrd Skynyrd. Αλλά για τους Styx, αυτή ήταν η χρονιά του μεγαλύτερου θριάμβου μας. Το "Grand Illusion" είναι μακράν το καλύτερο άλμπουμ μας», λέει ο Young. "Ήμασταν στο αποκορύφωμα της δημιουργίας μας".
 
Φώτης Μελέτης

Β. Springsteen: "Μέχρι το τέλος του σκοταδιού, βρήκα την φωνή της ενηλικίωσης μου"

 Bruce Springsteen - Darkness On The Edge Of Town (Vinyl Record, 1978, JC  35318)

"Όσο διήρκεσε το χρονικό διάστημα της διένεξης με τον πρώην μάνατζερ μου, είχα αφιερωθεί να ακούω συνειδητοποιημένα ποπ σχήματα στην κλάση των Animals, τα beat γκρουπ των '60s και αρκετό punk.
Ταυτόχρονα άρχισα να ακούω πιο σοβαρά την country μουσική ώσπου ανακάλυψα τον Hank Williams. Όλα αυτά μου έδωσαν έμπνευση σε τραγούδια όπως το "Factory" και "The Promised Land" αλλά και ένα σύνθημα που με χαρακτηρίζει πλέον και λέει: "Ανατίναξε τα όνειρα που σπάζουν την καρδιά σου. Το "Darkness On The Edge Of Town" ήταν ο δικός μου Σαμουράι δίσκος. Όλα ψυχικά απογυμνωμένα για την μεγάλη μάχη".
Κάπως έτσι περίγραψε ο Bruce Springsteen με ποιο τρόπο βίωσε την ηχογράφηση του εμβληματικού του, άλμπουμ "Darkness On The Edge Of Town" στη φημισμένη αυτοβιογραφία του "Born to Run" το 2016".
Παράλληλα την ίδια αυτή πολύ δύσκολη περίοδο για τον Bruce, αποκαλύπτεται στην συγκεκριμένη αυτοβιογραφία, ότι έβλεπε ταινίες των John Ford, Howard Hawks και John Huston και διάβαζε τα μυθιστορήματα των John Steinbeck και John Dos Passos που του είχε δώσει ο φίλος του και μετέπειτα παραγωγό του Jon Landau. Οι κοινωνικές ανησυχίες μιας σκληρής καθημερινότητας της κατώτερης και μεσαίας τάξης που απέρρεαν μέσω της τέχνης από όλους τους παραπάνω δημιουργούς έγιναν και ανησυχίες του Springsteen για τις οποίες άρχισε να αισθάνεται παθιασμένος και ταυτισμένος μαζί τους.
Όλη αυτή η δύσκολη κατάσταση που ζούσε ο Springsteen με τις διαμάχες με το άγχος που του είχε δημιουργήσει η τεράστια επιτυχία του "Born to Run", αντικατοπτρίζονται στην συγγραφή των στίχων του με αποτέλεσμα το γράψιμό του να γίνει πιο άμεσο και σίγουρα πιο ανθρώπινο.

 
 

Το "Darkness on the Edge of Town" σηματοδότησε το τέλος ενός τριετούς χάσματος του Bruce με τον πρώην μάνατζερ του, Mike Appel και τις νομικές μάχες που προέκυψαν από τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε μία τέτοια συνεργασία.
Οι συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει από τις ηχογραφήσεις του "Born to Run" (1975) αφού ήδη υπήρχε αρνητικό κλίμα στην επαγγελματική τους σχέση με τον Springsteen να προσπαθεί να τον αντικαταστήσει με τον παραγωγό Jon Landau.
Η διένεξη τους, τελείωσε οριστικά με εξωδικαστικό συμβιβασμό. Ο Appel έπειτα, δεν μπόρεσε να κάνει περαιτέρω επιτυχία και στη συνέχεια συν-έγραψε, με τον Marc Eliot, το βιβλίο Down Thunder Road (1992) για τις εμπειρίες του με τον Springsteen αλλά άθελα του βοήθησε τον Bruce μέσω αυτής της δοκιμασίας να βελτιωθεί καλλιτεχνικά και να ηχογραφήσει τα επόμενα χρόνια μία σειρά εξαιρετικών δίσκων.
Ανακάμπτοντας ο Springsteen από τα νομικά προβλήματα και αντιλαμβανόμενος πως έπρεπε με κάθε κόστος να διαχειριστεί την μεγάλη επιτυχία του "Born to Run", προχώρησε ένα ακόμη δισκογραφικό σκαλοπάτι στην καριέρα του ηχογραφώντας το λιγότερο εμπορικό άλμπουμ αλλά συνάμα αριστουργηματικό, "Darkness on the Edge of Town".
Σε αντίθεση με το "Born to Run", τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν από ένα πλήρες συγκρότημα τους περίφημους E Street Band, σε στίχους φυσικά του Springsteen ενώ ο κιθαρίστας Steven Van Zandt βοήθησε σημαντικά εκτός από τις ενορχηστρώσεις και στην παραγωγή του άλμπουμ. 
Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του "Darkness On The Edge of Town", ο Springsteen έγραψε πάρα πολλά τραγούδια που τελικά κατέληξαν να μην μπουν στο άλμπουμ. Η διατήρηση της θεματικής αίσθησης του δίσκου ήταν πολύ σημαντική για αυτόν και τα τραγούδια συσσωρεύτηκαν επειδή οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν για σχεδόν ένα χρόνο.
Η αρχική ιδέα ήταν να ονοματιστεί το άλμπουμ "Badlands" και ετοιμάστηκε να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 1977,  αλλά απορρίφθηκε την τελευταία στιγμή από την Springsteen, επειδή πίστευε ότι δεν είχε ολοκληρώσει όπως είχε ονειρευτεί  τις ηχογραφήσεις οι οποίες τελικά τελείωσαν τον Ιανουάριο, αλλά η μίξη συνεχίστηκε τρεις επιπλέον μήνες. 
Σύμφωνα με τον θρυλικό παραγωγό Jimmy Iovine (συμμετείχε ως τεχνικός στο άλμπουμ), ο Springsteen έγραψε τουλάχιστον 70 τραγούδια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου με τα 52 από αυτά να είναι ολοκληρωμένα και τα υπόλοιπα 18 να μην έχουν ολοκληρωθεί. 


Ορισμένα από αυτά θα βρουν το δρόμο τους σε άλμπουμ φίλων του, όπως της Patti Smith με το κλασικό "Because The Night" που βρίσκεται στο δίσκο "Easter" (1978), ενώ άλλα βρέθηκαν στο μετέπειτα  δικό του άλμπουμ "The River" (1980). 
Παράλληλα μερικά άλλα όπως το "Fire" τα δώρισε στον Robert Gordon και στις The Pointer Sisters, το "Rendezvous" στον Greg Kihn και δύο ακόμη κομμάτια στους Southside Johnny & Asbury Jukes, τα "Hearts of Stone" και "Talk to Me".
Ορισμένα άλλα τραγούδια όπως "Independence Day", "Drive All Night", "Ramrod" και "Sherry Darling" θα εμφανιστούν στο επόμενο άλμπουμ του "The River", ενώ μερικά ακόμα θα εμφανιστούν στις συλλογές του Springsteen με τίτλο "The Promise" (2010).
Πολύς λόγος επίσης έγινε για την περίφημη φωτογραφία του δίσκου που έχει από πίσω της μία ενδιαφέρουσα ιδέα.
Η φωτογραφία του εξώφυλλου αλλά και όσες υπάρχουν στο εσωτερικό του δίσκου τραβήχτηκαν από τον φωτογράφο Frank Stefanko μέσα στο σπίτι του στο Haddonfield του New Jersey με τον Sprinsteen να δηλώνει:
"Όταν είδα την εικόνα, είπα: Ναι αυτός είναι  ένας τύπος που λέει τα τραγούδια. Ήθελα να είναι αυτό το μέρος του εαυτού μου που είναι στο εξώφυλλο. Ο Frank αφαίρεσε όλη τη διασημότητα και άφησε την ουσία δηλαδή έναν απλό τύπο (και όχι έναν ροκ σταρ) που στέκεται με τα χέρια στις τσέπες του σε ένα παραμελημένο διαμέρισμα, ενσαρκώνοντας αυτή την ωμή εικόνα του δίσκου".
Το "Darkness on the Edge of Town" κυκλοφόρησε τελικά στις 2 Ιουνίου 1978 και το άλμπουμ δεν είχε την ανάλογη εμπορική επιτυχία του "Born to Run", αλλά τα πήγε αρκετά καλά στα charts, φτάνοντας Νο. 5 (στο Billboard 200) και πούλησε περισσότερα από τρία εκατομμύρια αντίγραφα. Τα single του άλμπουμ ήταν μέτριες επιτυχίες με το το "Prove It All Night" να φτάνει στο No. 33 και το "Badlands" στο No. 42. Γενικά το άλμπουμ παρέμεινε στα charts για 97 εβδομάδες και κατάφερε να γίνει τριπλά πλατινένιο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το άλμπουμ κατατάχθηκε στο νούμερο 1 μεταξύ των "Albums of the Year" για το 1978 από τον NME.
Το περιοδικό Rolling Stone, και ο συντάκτης Dave Marsh περιέγραψε, το "Darkness on the Edge of Town" ως ένα ορόσημο στο ροκ εν ρολ λόγω της σαφήνειας της παραγωγής του, της μοναδικής κιθάρας του Springsteen και του προγραμματισμού, τον οποίο είπε ότι κατόρθωσε να συνδέει τους χαρακτήρες και τα θέματα με έναν λεπτό αλλά συνεκτικό τρόπο.
Ο Marsh παρατήρησε ότι: "Αυτό που πάντα έλεγαν ήταν ότι κάποια μέρα ο Bruce Springsteen θα έκανε rock & roll που θα συγκλόνιζε τις ψυχές των ανθρώπων και θα τους έκανε να αμφισβητήσουν την κατεύθυνση της ζωής τους. Θα έκανε, εν συντομία, όλα τα υπέροχα πράγματα που το Rock είχε υποσχεθεί να κάνει".
Οι περισσότερες κριτικές  για το άλμπουμ είναι διθυραμβικές και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το "Darkness on the Edge of Town" περιλαμβάνει ένα μίγμα από σκληρές αλήθειες που αφορούν την εργατική τάξη των ΗΠΑ δοσμένα με μία μοναδική τρυφερότητα όπου o Springsteen αφηγείται την αμερικανική ζωή του κόσμου της σκληρής εργασίας μέσω της δικής του απεικόνισής. Αυτή η καθημερινότητα περιγράφεται από τον Bruce άλλοτε χαρούμενη και άλλοτε σαν καταραμένη.
Ορισμένοι άλλοι κριτικοί προσέγγισαν διαφορετικά το άλμπουμ αναφέροντας ότι ηχητικά είναι:
"επηρεασμένο από το punk-rock συνδυασμένο με τον παραδοσιακό αμερικάνικο ήχο" ενώ άλλοι το προσεγγίσανε μάλλον πιο εύστοχα αναφέροντας ότι: "Το Darkness on the Edge of Town" έδειξε πως κάποιος θα μπορούσε να παντρέψει πετυχημένα το hard rock με το πιάνο και το σαξόφωνο".
 Βέβαια στο γαϊτανάκι των κριτικών μπήκαν μέχρι και οι διανοούμενοι όπως ο συγγραφέας Rob Kirkpatrick που το θεωρούσε ως: "το άλμπουμ στο οποίο ο Springsteen αφήνει την R&B πίσω και ριζώνει σταθερά στον κόσμο τoυ σκληρού ροκ, των seventies!"
                                           
                
                                        - Τα τραγούδια του άλμπουμ -
Ο δίσκος ξεκινά με το περίφημο "Badlands" όπου ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα ενός αυτοσχεδιασμού σε μία πρόβα που έκανε Bruce με τη μπάντα του, στο στούντιο παραλλάσσοντας το θρυλικό "Don't Let Me Be Misunderstood των Animals.
Με την προσθήκη της απίθανης εκτέλεσης του σαξόφωνου του Clarence Clemons, του έντονου μελωδικού πιάνου και την ορμητική ερμηνεία του Springsteen δημιουργείται μία αξέχαστη ηχητική πανδαισία με όλη την E Street Band να αποδίδει εξαιρετικά.
Παράλληλα υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα στιχουργική παράμετρος του "Badlands" αφού σύμφωνα με τον ίδιο τον δημιουργό είναι επηρεασμένο από το κομμάτι "King of the Whole Wide World" του Elvis Presley που παιζόταν στην ταινία
Kid Galahad (1962) στις οποίες  βλέπουμε και θρησκευτικές αναφορές  ενώ για την ιστορία ο κιθαρίστας των The Who, Pete Townshend, το είχε χαρακτηρίσει το "σαν μία προσευχή επί σκηνής".
"Well, I believe in the love that you gave me
I believe in the faith that can save me
I believe in the hope and I pray
That someday it may raise me
Above these"
 
Ακολουθεί  το πιο ροκ κομμάτι του άλμπουμ, το δυναμικό "Adam Raised a Cain" σε μία οργισμένη ερμηνεία με τις κιθάρες να σπέρνουν φωτιές και με τους στίχους να έχουν βιβλικές αναφορές προσπαθώντας να εξηγήσουν την σχέση μεταξύ πατέρα και γιου.
Ο Springsteen αποκαλεί αυτό το τραγούδι: "Συναισθηματικά αυτοβιογραφικό. Η πραγματική μας σχέση ήταν πιθανώς πιο περίπλοκη από το πώς την παρουσίασα. Αυτό το τραγούδι μιλούσε για την σχέση που είχα με τον πατέρα μου εκείνη την εποχή, επειδή δεν μίλησε και δεν μιλήσαμε πολύ".
Ο Springsteen και οι E Street Band κυκλοφόρησαν μια μεγαλύτερη έκδοση του τραγουδιού στο live άλμπουμ τους το 1986 "Live / 1975–85" σε μία όντως φοβερή εκτέλεση.
Η συνέχεια ανήκει στο συγκλονιστικό "Something in the Night" που ξεκινά με πιάνο και την φωνή του Springsteen σαν λυγμό-μοιρολόι, η οποία μετά και από μπάσιμο του Weinberg στα τύμπανα μετατρέπεται σε ανατριχιαστική ροκ ψαλμωδία με αποκορύφωμα το σημείο που λέει...
"Nothing is forgotten or forgiven,
when it's your last time around,
I got stuff running 'round my head

That I just can't live down".
 
Επόμενη σύνθεση το "Candy's Room" που εξιστορεί το πορτρέτο της λαγνείας που εδώ  απεικονίζεται  στο πρόσωπο μία πόρνης ή στην σχέση μιας βραδιάς ηδονής. Την δυναμική του κομματιού, την δίνουν τα ασταμάτητα και καταγιστικά τύμπανα του Weinberg, όπου μαζί με την κιθάρα δημιουργούν ένα συνεχόμενο ροκ οργασμό.
 
 
Η μπαλάντα "Racing in the Street" ξεκινά πάλι με ένα όμορφο θέμα στο πιάνο από τον Roy Bittan. 
Το “Racing in the Street” είναι μια υπέροχη αφήγηση και ένα υπέροχο τραγούδι. Οι στίχοι μιλούν για την ερήμωση, τις χαμένες πιθανότητες και τα πράγματα που κάνουν οι απελπισμένοι μόνο για να ζήσουν, τόσο στον κόσμο όσο και με τον εαυτό τους.
Ο Springsteen δίνει σε αυτά τα λόγια ζωή και ανάσα αποκαλύπτοντας την επιθυμία των Αμερικανών ανδρών για ελευθερία από την ευθύνη, όπως συμβολίζεται από την ικανότητα της οδήγησης με ένα ταχύτατο αμάξι. Η ιστορία εμπλουτίζεται με μία ρομαντική ματιά για ένα θλιμμένο κορίτσι που ταλαιπωρείται από τα συναισθήματα της. Ένα τραγούδι που λατρεύτηκε από τους  Bob Dylan και Joe Strummer (Clash) ενώ εντοπίζονται και επιρροές από Martha and the Vandellas, Van Morrison και The Crystals.
To "The Promised Land" κινείται στο γνωστό αγαπημένο ροκ μοτίβο της E Street Band και αποτίει φόρο τιμής στο τραγούδι του Chuck Berry με τίτλο "Promised Land" με την φυσαρμόνικα να δίνει ένα πιο συγκινησιακό τόνο στο κομμάτι.
Στο ντοκιμαντέρ "The Promise: The Making of Darkness On the Edge of Town", ο Springsteen είπε ότι το τραγούδι αφορά:
"το πώς τιμούμε την κοινότητα και τον τόπο από τον οποίο ήμαστε".  Στο ίδιο ντοκιμαντέρ ο Springsteen σημείωσε ότι στοιχεία του τραγουδιού αντικατοπτρίζουν τη δική του κατάσταση όταν το έγραψε. Δεν μπορούσε να ηχογραφήσει ένα νέο άλμπουμ λόγω των νομικών προβλημάτων και ένιωθε αδύναμος, ανίκανος να κάνει ό, τι ήθελε. Το τραγούδι αντικατοπτρίζει την αίσθηση της απόγνωσης, αλλά και της ανθεκτικότητας και της αποφασιστικότητας και της επιθυμίας να ξεπεράσει τους περιορισμούς που ένιωθε εκείνη τη στιγμή.


Το "Factory" είναι μια ήσυχη, προσωπική ωδή στον πατέρα του στον σκληρό τρόπο της εργασιακής του ζωής και όπως και στο "Adam Raised a Cain" έτσι και το "Factory" αφορούν σχέσεις πατέρα-γιου και ούτω καθεξής.
Μία σαγηνευτική λιτή μελωδία και ερμηνεία...

"Early in the morning factory whistle blows,
Man rises from bed and puts on his clothes,
Man takes his lunch, walks out in the morning light,
It's the working, the working, just the working life.
 
Through the mansions of fear, through the mansions of pain,
I see my daddy walking through them factory gates in the rain,
Factory takes his hearing, factory gives him life,
The working, the working, just the working life.
 
End of the day, factory whistle cries,
Men walk through these gates with death in their eyes.
And you just better believe, boy,
somebody's gonna get hurt tonight,
It's the working, the working, just the working life".
 
Στο αργόσυρτο "Streets of Fire" διαπιστώνει κανείς εύκολα από που έχει επηρεαστεί ο Bono (U2) ενώ το κιθαριστικό σόλο σε blues ύφος ακούγεται καθηλωτικό. Μία ερμηνεία που όσο φτάνει το κομμάτι προς το τέλος όλο γίνεται και πιο εκρηκτικό και σίγουρα πιο πονεμένο.
Το "Prove It All Night" θυμίζει στιγμές από τα "Rosalita (Come Out Tonight)" και "Thunder Road" εμπλουτισμένο με μία νεανική ερωτική διάθεση και ένα υπέροχο ρεφρέν. Το σόλο στο σαξόφωνο και το κιθαριστικό σόλο  κάνει την σύνθεση ακόμη πιο χαρούμενη.
Πάντως τον επίλογο του "Prove It All Night" θα τον βρείτε σε κάποιες από τις μεγάλες επιτυχίες των Bon Jovi.

To άλμπουμ κλείνει με το ομότιτλο "Darkness On The Edge of Town" όπου περιέχει μία εκπληκτική μελωδία, με το πιάνο να δημιουργεί μία κατανυκτική διάθεση και τον Springsteen να δίνει για ακόμη μια φορά ρεσιτάλ παθιασμένης ερμηνείας.
Συνοπτικά τα τραγούδι απεικονίζει τους αγώνες των λιγότερα τυχερών ανθρώπων, όχι μόνο για να επιβιώσουν, αλλά για να διατηρήσουν το πνεύμα και τη βούλησή τους να παραμείνουν ζωντανοί και ενεργοί.
"Well now some folks are born into a good life,
And other folks get it anyway, anyhow,
Well now I lost my money and I lost my wife,
Them things don't seem to matter much to me now.
Tonight I'll be on that hill 'cause I can't stop,
I'll be on that hill with everything I got,
With lives on the line where dreams are found and lost,
I'll be there on time and I'll pay the cost,
For wanting things that can only be found
In the darkness on the edge of town.
In the darkness on the edge of town."
 
 
                                                ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Για τους περισσότερους οπαδούς του Bruce, το "Darkness on the Edge of Town" παραμένει μια αξεπέραστη και συγκλονιστική ακρόαση. Ο ήχος, ο ρυθμός, οι ερμηνείες ενός καλλιτέχνη που ακονίζει την τέχνη του και λέει τις ιστορίες με μία εκλεπτυσμένη ωριμότητα καθώς ασχολείται με θέματα που σχετίζονται κυρίως με την απώλεια της δύναμης και της ψυχής της εργατικής τάξης. Αυτό είναι ένα άλμπουμ με αίμα, ιδρώτα, δάκρυα και πολύ καρδιά. Ένα αριστούργημα που αξίζει το ίδιο επίπεδο προσοχής με το ονειρικό "Born To Run", το πολιτικοποιημένο "Born In The USA", ακόμη και με το ποιητικό "Nebraska".
Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Springsteen, "μέχρι το τέλος του σκοταδιού, βρήκα την φωνή της ενηλικίωσης μου".
 
Υ.Γ.: Η Επανέκδοση σετ κουτιού με τίτλο "The Promise: The Darkness on the Edge of Town Story" κυκλοφόρησε στις 16 Νοεμβρίου 2010.  Το σετ 6 δίσκων περιλαμβάνει 3 CD και 3 δίσκους DVD ή Blu-ray. Περιέχει μια αναδιαμορφωμένη έκδοση του άλμπουμ "Darkness on the Edge of Town", ένα νέο άλμπουμ 2 CD, με τίτλο "The Promise", το οποίο περιέχει 22 προηγουμένως ακυκλοφόρητα κομμάτια και ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "The Promise: The Making of Darkness on the Edge of Town" και δύο DVD ζωντανών παραστάσεων. Το σετ της πολυτελής επανέκδοσης περιέχει επίσης ένα βιβλιαράκι 80 σελίδων από τα πρωτότυπα σημειωματάρια του Springsteen που περιλαμβάνουν άγνωστες λεπτομέρειες και προσωπικές του σημειώσεις.
Το  The Promise: The Darkness on the Edge of Town Story" κέρδισε το βραβείο Grammy 2012 για το πακέτο Best Boxed ή Special Limited Edition. 
 
Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...