Κατευθείαν από το περίφημο line up των Fleetwood
Mac, του συγκροτήματος που κέρδισε επάξια μια θέση στην ιστορία της
μουσικής, έρχεται μέσα στο 2017 μια ανέλπιστη συνεργασία, αυτή του
κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή Lindsey Buckingham και της
κημπορντίστριας και τραγουδίστριας (και παρολίγον γλύπτριας στα νιάτα
της) Christine McVie.
Για αλλαγή, χωρίς το πιο διάσημο ίσως μέλος τους, τη Nicks, αλλά με μία McVie, ως διαχρονική μουσική αξία, πανέτοιμη να αναπληρώσει το κενό που είχε αφήσει η 16χρονη απουσία της από τους Fleetwood Mac (μέχρι το 2014) και με έναν Buckingham σε μια ευαίσθητη και συνεσταλμένη μουσική φάση, το ντούο καταθέτει μπόλικη έμπνευση βγαλμένη από το καταξιωμένο παρελθόν του.
Η συνεργασία είχε ήδη ρίξει τις ρίζες της 3 χρόνια πριν τότε που η McVie επέστρεψε στο συγκρότημα για να συμμετάσχει στην περιοδεία “On With The Show”. Ήδη κατά τη διάρκεια των προβών για τη συναυλία, το ντούο είχε βρει τα μουσικά του πατήματα υλοποιώντας το εγχείρημα μέσα και από ηχογραφήσεις. Όπως καταθέτει ο Buckingham, «είχαμε μπει σε μια δημιουργική διαδικασία και το project άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Είχαμε έτσι ήδη
τον βασικό κορμό του άλμπουμ και η όλη περίσταση μας έκανε να αισθανθούμε αυτόματα: “Γιατί αργήσαμε τόσο να συναντηθούμε μουσικά;”».
Θυμίζοντας η ιδέα σε αντιστοιχία το άλμπουμ “Buckingham Nicks” από τον Σεπτέμβριο του 1973, οι δύο μεστωμένοι πλέον καλλιτέχνες αφού βρήκαν την απαραίτητη χημεία μεταξύ τους κι έχοντας ως πολύτιμη βοήθεια τους «μάγους» του είδους Mick Fleetwood και John McVie, μπήκαν στο γνωστό στούντιο ηχογραφήσεων “The Village Studios” στο Λος Άντζελες, όπου ηχογραφήθηκαν μερικά από τα πιο κλασικά άλμπουμ των Fleetwood Mac, όπως το “Tusk” (1979).
Με το άλμπουμ να φέρει έναν απλό, easy to remember τίτλο, θυμίζοντας εξώφυλλο σχολικού τετραδίου με τα ονόματα των δύο καλλιτεχνών, γίνεται το απόλυτο comeback της McVie παρέα με τον παλιό της συνεργάτη Buckingham. Η κυκλοφορία του στις 9 Ιουνίου μας συστήνει 10 κομμάτια της ίδιας δημιουργικής ορμής που χαρακτήριζε συνθέσεις – θρύλους, όπως το “Don’t Stop” και το “Think About Me”. Κυρίαρχο το ποπ σκηνικό και η κατάληξη ένα κάπως παράξενο μείγμα με ιλλουστρασιόν, καλιφορνέζικο περιτύλιγμα που κρύβει μια γερή στρώση μελαγχολίας και σκοτεινής διάθεσης.
Η αρχή γίνεται δυνατά με τρεις δυναμίτες: Το “Sleeping Around the Corner” του Buckingham, το “Feel About You,” που έγραψε μαζί με την McVie και το “In my World” πάλι από τον Buckingham.
Το εναρκτήριο “Sleeping Around The Corner”, το bonus track από το “Seeds We Sow”, μοιάζει να φτιάχτηκε από την αρχή για να υπηρετήσει το γνωστό στυλ των Fleetwood Mac με τις ροκ αρμονίες του και τις κορυφώσεις από τα κήμπορντς. Έχουμε ουσιαστικά εδώ ένα καλοφτιαγμένο δείγμα από αυτά που μας είχε συνηθίσει το συγκρότημα, με μια ιδέα προσαρμογής στα σύγχρονα μουσικά δρώμενα.
Σε χαρούμενο, παιχνιδιάρικο ρυθμό ακολουθεί το «μεσογειακό» “Feel About You” που τη διαφορά κάνουν η μαρίμπα και η μπασογραμμή του John Mc Vie.
To μεγάλο χιτ είναι το “In My World”. Καταπιάνοντας το αγαπημένο θέμα του Buckingham, την παράφορη αγάπη, η πιασάρικη μελωδία του και τα σέξυ «μουγκρητά» του μας γυρνάνε πίσω στο “Big Love”.
Κι αν εξακολουθεί κάποιος ακόμη να νοσταλγεί τη Nicks ας δώσει μια ευκαιρία ακόμη ακούγοντας το “Red Sun”. H McVie συνήθως λειτουργώντας αθόρυβα στο παρασκήνιο και με τα φώτα να πέφτουν άπλετα στη Nicks, έχει εδώ όλη την ευκαιρία δική της να μας δείξει πως εκτός από βασική συνθέτρια είναι και μια πολύ ικανή ερμηνεύτρια. Αν και κατά παράδοση εκπροσωπούσε πάντα την αισιόδοξη πλευρά του συγκροτήματος, στο κομμάτι αυτό αποφασίζει να ρίξει λίγο τους συνηθισμένους τόνους και να ξεδιπλώσει τον εσωτερικό εαυτό της, μεταδίδοντας και μια μελαγχολία. Τα φωνητικά της δυναμικά όσο πρέπει αναδύουν μια αυτοπεποίθηση που απογειώνει τη σύνθεση.
Στο πιο ροκ κομμάτι του άλμπουμ “Too Far Gone” με το ριφ να είναι δανεισμένο από το “Tusk”, τα δυνατά ντραμς του κλέβουν την παράσταση ενώ στο “Game of Pretend” η McVie από τη συνηθισμένη της θέση πίσω από το πιάνο μας ταξιδεύει με μια πολύ όμορφα μελωμένη μπαλάντα.
Ανέλπιστα ονειρικό το “Carnival begin” πάλλεται αρμονικά στη νέα σφαίρα πραγμάτων που προσπαθεί να δημιουργήσει το ντουέτο με την σπαρακτική κιθάρα του Buckingham στο τέλος να δίνει το ιδανικό ολοκλήρωμα και να μας κάνει να θέλουμε λίγο ακόμη.
Τελικά μπορεί κάποιοι να αναρωτηθούν αν αυτό το άλμπουμ άξιζε πραγματικά υπό το βάρος των ονομάτων που το προσυπογράφουν. Καταρχήν αναγνωρίζουμε ότι ήταν έξυπνο που δεν υπογράφηκε ως η επόμενη δουλειά των Fleetwood Mac. Οι δημιουργοί του απελευθερωμένοι από το βαρύ φορτίο που φέρει και μόνο το άκουσμα του ονόματος του συγκροτήματος, βάδισαν στα γνωστά μονοπάτια που τους καταξίωσαν ως ούτως ή άλλως βασικούς συνθέτες των Fleetwood Mac. Και αν και απέχει από το να θεωρηθεί ως τέλεια, είναι πολύ καλύτερη από το αναμενόμενο. Το ντούο έφτιαξε ένα αξιοπρεπέστατο υλικό, το εμπλούτισε με την πείρα του και μας παρουσίασε ένα είδος σάουντρακ παλιάς καλής κινηματογραφικής ταινίας. Έχοντας εξασφαλίσει ένα τέτοιου είδους ξεκίνημα, ευχόμαστε η συνεργασία αυτή να συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον. Διότι μας έχουν λείψει οι καλές ροκ στιγμές μιας άλλης εποχής.
Μαρία Γεωργιάδου