Παρά τη χαμένη ευκαιρία του “Summertime Girls”
(US#55, 24/8/85), ο David Meniketti δεν το έβαλε κάτω. Θα έκανε μία
ακόμη συνειδητή προσπάθεια να λουστράρει τον ήχο της μπάντας του, μήπως
και να πετύχει αυτό που γκρουπάκια με το ένα δέκατο της μουσικής
ικανότητας και της ροκ φλέβας των Y&T ήδη απολάμβαναν:
'Eναν
χρυσό δίσκο. Η Geffen Records, η πιο hot εταιρική ετικέττα του '87
δέχθηκε να εντάξει στο ρόστερ της μια μπάντα χρεωμένη και απογοητευμένη
μετά το τέλος του 4ετούς συμβολαίου της με την A&M. Θετικό δείγμα
και το έγινε δεκτό να παραμείνει στην επίβλεψη της παραγωγής του
επόμενου δίσκου ο αρτίστας απ' το Berkeley, Kevin Beamish.
Ο Meniketti τον εμπιστευόταν, σίγουρος ότι από το “Down For The Count” (US#91,
14/12/85) ήταν η εταιρική υποστήριξη που έλειψε και όχι καλλιτεχνική
διεύθυνση, πολλώ μάλλον τα ίδια τα τραγούδια. Ο Beamish είχε φτάσει τους
REO Speedwagon στο Νο1 το ’82 με το ”High In-fidelity”, εγχείρημα που
παραλίγο να επαναλάβει λίγο μετά με τους Jefferson Starship, ενώ το ’84
δίχασε το πιο παραδοσιακό metal κοινό με το “Crusader” των Saxon,
αποτυγχάνοντας να τους εξαμερικανίσει. Δίπλα στον Beamish, η
Geffen έβαλε τον Scott Boorey, έναν μάνατζερ με μουσική άποψη, που
έμελλε να μείνει για καιρό με τους Y&T, παρά τις δυσκολίες που
προέκυψαν τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται το καλοκαίρι του ’87 και στις 5
Σεπτεμβρίου οι Y&T κυκλοφορούν τον 8ο δίσκο τους με τίτλο
“Contagious”. Για πρώτη φορά από τότε που έγιναν μπάντα, το '74, πίσω
από τα τύμπανα δεν κάθεται ο Leonard Haze, αλλά ο 24χρονος Jimmy De
Grasso, πεινασμένος για το πρώτο δισκογραφικό του credit: είχε γράψει
όλα τα demo των ντραμς στο "Ultimate Sin" του Ozzy, που όμως επισήμως
"δεν χρησιμοποιήθηκαν" στην τελική ηχογράφηση. Στην αντικατάσταση του
Haze, διάφοροι παράγοντες, όλοι δυσάρεστοι, έπαιξαν αθροιστικά ρόλο.
Ο 32χρονος ανοικονόμητος σωσίας του John Belushi μπορεί μεν να ανανέωνε
τακτικά τα προσωπικά του ρεκόρ στο πιώμα και τα συναφή σπορ, όμως ήταν η
«εικόνα» του που ψιθυρίστηκε από αρμόδια χείλη ότι «δεν ταιριάζει»
σε μπάντα που θέλει να γίνει ανταγωνιστική δίπλα σε πρίγκηπες του Aqua
Net όπως οι Cinderella, οι Poison και οι Bon Jovi που είχαν εγκατασταθεί
στα τσαρτ.
Ο ήχος σκάει φρέσκος και πλούσιος, μέσα από δεκάδες κανάλια, με πυκνά μιξαρισμένες τις κιθάρες του Meniketti και του Joey Alves από τον μάστορα Kevin Elson. Tο μπάσο του Kennemore ακούγεται ζωντανό και ογκώδες και «o μικρός» De Grasso γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η φωνή του Meniketti, σφιγηλή
και blues όπως σε όλους τους δίσκους, σε σημεία οδηγείται να προτάξει
μια αδρή ποιότητα σάτυρου, μια χροιά David Lee Roth, ενώ ενισχύεται από
πολυστρωματικά δεύτερα φωνητικά, ηχογραφημένα από τον ίδιο, τον
Kennemore και τον παραγωγό Kevin Beamish. Session
πλήκτρα δένουν τον εξωστρεφή, αιχμηρό ήχο, όπως περίπου το κάνουν και
στο άλμπουμ - πρότυπο της εποχής, το “Whitesnake 87”, ενώ η σόλο κιθάρα
του Meniketti είναι όπως πάντα παθιασμένη, κάνοντας κάθε νότα να μετράει.
Ο Meniketti ήταν αποφασιμένος να δεχθεί τις απαιτούμενες
συμβουλές και επεμβάσεις προκειμένου να γίνουν όλα «σωστά»: ο in-house
συνθέτης της Geffen, Taylor Rhodes -μετέπειτα διάσημος για τα '90s
πολυπλατινένια άλμπουμ των Aerosmith- βρήκε χώρο και συνέθεσε μαζί του
σε δύο κομμάτια. Όλο το γκρουπ πρωταγωνίστησε σ’ ένα τετράλεπτο
σκρούμπολ b-movie που επιλέχθηκε ως κλιπ για το ομώνυμο κομμάτι -και
πρώτο single.
Σ’ ένα κολλάζ χορογραφημένων στιγμιοτύπων που το κοινό του MTV έχει ξαναδεί σε κλιπ των ZZ Top και των AC/DC, οι Y&T
γίνονται «μεταδοτικοί» και μεταμορφώνουν ένα αξιοθρήνητο nerd σε
υπερcool sharp dressed τυπά, που στο τέλος κερδίζει και το κορίτσι από
τον αντίζηλο, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Τρίτη στην πρώτη πλευρά
μπαίνει η προβλεπόμενη power ballad “Temptation”, ενώ η γκαρνταρόμπα και
το λουκ ανανεώνεται: με τον μπουλούκο Haze να είναι παρελθόν και τον baby face De Grasso
στη θέση του, ο με πορτορικάνικη ρίζα Alves υποχρεώνεται να
εγκαταλείψει εκείνο το μούσι που τον έκανε να μοιάζει κάτι ανάμεσα σε
παράνομο μετανάσταση και δύσμοιρο ξάδερφο της οικογενείας Σταλλόνε και
φοράει –κυριολεκτικά- επί κεφαλής τη «σωστή κώμη», ενώ Meniketti και Kennemore
μοιράζονται τις πασίγνωστες ανταύγειες Coverdale εποχής, απ’ αυτές που
εξαπατούν ότι δήθεν διώχνουν μια 5ετία ηλικίας απ’ τους ώμους κάθε ρόκερ
που θέλει να αναμετρηθεί με τον Jon απ΄το New Jersey. Τέλος, τα 10
κομμάτια τυλίγονται σε ένα αρκούντως αφηρημένο φωτογραφικό κόνσεπτ
επιμέλειας του υψηλού προφίλ ιλουστρέϊτορ Hugh Syme: η αμπούλα
θρυματίζεται και ένας κυπαρισσί ιός γεμάτος κόκκους εξαπλώνεται κατά
μήκος του εξωφύλλου. Για το οπισθόφυλλο και το εσώφυλλο που ντύνει το
σελοφάν του βινυλίου, οι τέσσερις Y&T ποζάρουν φουλ ρετουσαρισμένοι
στον μοδάτο "τσαλακωμένο" φόντο του Glen Wexler.
Με
στάνταρ Σεπτεμβρίου του ’87, δε θα μπορούσε κανείς να έχει σοβαρό
παράπονο από το μουσικό περιεχόμενο. Ούτε η γενιά του εκμοντέρνισμένου
hair metal, ούτε οι καταναλωτές του MTV, ούτε οι fans των Y&T. Στις
φλέβες του ομώνυμου τρακ τρέχει κάτι από τη φόρμουλα του “Livin’ On A
Prayer”, με τα ενισχυμένα φωνητικά να προορίζονται για αναπλήρωση στο
live από τη συμμετοχή του κοινού. Τα “L.A. Rocks” και “Kid Goes Crazy”,
αυτοαναφορικά της ροκ σταρ καλοζωίνας, στη νόρμα του “Barrom Boogie” και
του “Squeeze”, βουτηγμένα στη ρηχότητα και την αφθονία της δυτικής
ακτής.
Το “Temptation” – αν όλα πήγαιναν όπως έπρεπε – θα ήταν το δεύτερο single, με πολλές πιθανότητες να ντυθεί με ένα καλό βίντεο κλιπ. Το “Armed And Dangerous”
προχωρά σαν ελαφρύ τεθωρακισμένο, περιέχοντας σε περίληψη τα καλύτερα
στοιχεία του ήχου τους - ριφ, κουπλέ, ρεφραίν, σόλο, όλα διαυγή και
άμεσης επίδρασης. Το δίδυμο “Rhythm Or Not” και “Bodily Harm” μπορούνε με το groove να κρατήσουν οποιοδήποτε κοινό στις μύτες των ποδιών του, ενώ το “Eyes Of A Stranger”
είναι σκληρό και λάγνο, απ’ αυτά που θα έκαναν πολλές μπάντες της
σκηνής του L.A. να φλυαρούν σε συντεύξεις για την έμπνευσή τους. Μέχρι
και η outro μελωδία του “I’ll Cry For You” που κλείνει
τη δεύτερη πλευρά, ένα instrumental ανάμεσα σε Randy Roads και Gary
Moore, υπενθυμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα μουσικών, όχι
hair metal υποκριτών της σειράς.
Το φθινόπωρο έχουν βγει ήδη σε περιοδεία, ξεκινώντας από
αίθουσες των 3.000 θέσεων στην έδρα τους, το San Francisco, τις οποίες
ανέκαθεν γέμιζαν άκοπα. Όμως, πάνω που ανέμεναν ένα promo σπρώξιμο,
βρέθηκαν παγιδευμένοι στις εταιρικές επιλογές της πλέον πληθωριστικής
για το hard rock εποχής ολόκληρης της δεκαετίας: Μέσα σε λίγους μήνες η
Geffen είχε τραβήξει όλα τα σωστά χαρτιά και δεν ήξερε ποιά να
πρωτοπαίξει για να τινάξει τη μπάνκα στον αέρα.
Οι "καινούριοι", καλοσιδερωμένοι, Whitesnake ήταν κι αυτοί σε
αμερικάνικη περιοδεία, με τα “Here I Go Again” και “Is This Love” να
σαρώνουν μπαίνουν στο τοπ-10, οι αποτοξινωμένοι Aerosmith κάνουν
δυναμική επάνοδο με το “Permanent Vacation”, ενώ από τα αειθαλώς
πρεζοφόρα προάστια του L.A. έρχεται με φόρα ένα τρίτο, πρόσφατο απόκτημα
της Geffen, κάτι απροσάρμοστοι ονόματι Guns N' Roses. Μετά από μόλις 20
συναυλίες, με το “Contagious” να ξύνει τον πάτο του
Hot-200 του Billboard και τους παλιούς φανς να έχουν δεύτερες σκέψειες
για την επιτηδευμένη pop metal εικόνα των Y&T, η όλη υπόθεση φρενάρισε άδοξα.
Ο John Calodner -o μουσάτος «μάγος» του τμήματος
A&R της Geffen και γενικός κουμανταδόρος του ροκ ρόστερ της
εταιρίας- χωρίς ποτέ να το παραδεχθεί, θεώρησε το δυναμικό της μπάντας
ξοφλημένο. Έχοντας τρεις πλατινογεννούσες όρνιθες στο κοτέτσι, μπορούσε
να ζήσει και χωρίς κόκκορα. Η Geffen, στην ουσία, τράβηξε την πρίζα,
αφήνοντας τη μπάντα να χρηματοδοτήσει μόνη της την όποια περαιτέρω
πρωτοβουλία. Ούτε δεύτερο βίντεο – κλιπ, ούτε διαφήμιση σε εθνικό
δίκτυο.
«Ο δίσκος μας ήταν καλός, ίσως λίγο πιο ποπ απ’ ότι θά’
πρεπε, αλλά καλός. Όμως, πουλούσε 2.000 κομμάτια την εβδομάδα σε όλη τη
χώρα, ενώ οι αντίστοιχοι των Whitesnake και των Aerosmith 20.000. Μαντέψτε ποιοί έγιναν προτεραιότητα για τους ανθρώπους της Geffen.
Ακόμη μια φορά δε θα είχαμε την ευκαιρία να διεκδικήσουμε κάτι
μεγαλύτερο. Απογοητεύτηκα. Είπα, τέρμα, αυτό ήταν. Ήταν η τρίτη φορά
μέσα σε τρία χρόνια που μια δεύτερη εταιρία νιώθαμε ότι μας εγκατέλειψε.
Ένα ακόμη πολύ δυνατό άλμπουμ (“Ten”) ήρθε από τους Y&T μετά
τρία χρόνια, όμως η εμπορική του πορεία υπήρξε ανάλογη. Διέλυσαν μετά
από ένα επετειακό live, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1991. Όπως,
σπανιώτερα απ’ όσο θα θέλαμε, συμβαίνει, ο χρόνος δικαιώνει τις
πραγματικές αξίες. Με την εκπνοή της βασανιστικής δεκαετίας του ’90,
έγινε φανερό ότι ανά τον κόσμο εξακολουθούσαν να αναπνέουν πολυάριθμοι
πυρήνες οπαδών του παλιού hard rock, αυτού με το οποίο είχαν στο μεταξύ
γενιές ανθρώπων μεγαλώσει. Αυτοί και επανέφεραν τους Y&T στο
προσκήνιο, αφού, κινούμενοι ανεξάρτητα από τις καταναλωτικές βουλές της
μουσικής βιομηχανίας κράτησαν τη μουσική τους ζωντανή, αγοράζοντας
«άχρηστους» δίσκους όπως το “Contagious” σε προσφορά,
γράφοντάς τους σε κασσέττες και ανταλλάσσοντάς τους, μιλώντας για το
πόσο υποτιμημένοι υπήρξαν στην εποχή τους οι Y&T δίπλα σε μπάντες
που είχαν καλύτερες δημόσιες σχέσεις, αλλά ελάχιστη μουσικότητα και
ακόμη λιγώτερο rock ethic.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2012, ω του θαύματος, οι Y&T
εμφανίστηκαν ζωντανά στο «KYTTAΡΟ», σε μια συναυλία που θα περάσουν
χρόνια για να ξεχαστεί. Αποδεικνύοντας αφενός πόσα πολλά καλά κομμάτια
έχει υπογράψει, αφετέρου ότι καθένα τους αποκτά μια δική του ζωή όταν
παίζεται με τη δέουσα ορμή πάνω στη σκηνή, ο Meniketti διάλεξε κι έπαιξε από το υποτιμημένο “Contagious”, τα “Rhythm Or Not”, “Eyes Of A Stranger” και “I’ ll Cry For You”, το τελευταίο αφιερωμένο στον εκλιπόντα Phil Kennemore.
Και, μα την αλήθεια, ακούγονταν τόσο καλά, όσο ποτέ.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου