Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Stan Bush: "Dare to Dream"


Γεννημένος τον Ιούλιο του 1953 στο Ορλάντο της Φλόριδας, ο Stan Bush είναι μία από τις παλιές καραβάνες του aor/melodic rock ήχου που έχει συμβάλει καθοριστικά με τις κυκλοφορίες του στην ευρεία αποδοχή του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

Ο αμερικανός συνθέτης απογειώθηκε εμπορικά και έγινε γνωστός από το θρυλικό animated film της περίφημης τηλεοπτικής σειράς “The Transformers” με το κομμάτι "Touch" τo 1986. Παράλληλα άλλη μία σημαντική στιγμή στην καριέρα του ήρθε το 1997 με τη βράβευσή (ΕΜΜΥ) για την σύνθεση "Til I Loved by You" και επιπρόσθετα έχει γράψει κομμάτια παρέα με σημαντικούς δημιουργούς όπως ο Jonathan Cain (Journey,) Jim Vallance (Bryan Adams, Aerosmith,) και Paul Stanley (KISS) ενώ έχει τραγουδήσει σε άλμπουμ των Αlice Cooper, Jefferson Starship και αρκετών άλλων καλλιτεχνών.
Η δισκογραφική του πορεία ξεκίνησε το το 1979 με τους Boulder για ένα μοναδικό δίσκο και συνέχισε σαν σόλο και για ένα φεγγάρι σαν Stan Bush & Barrage ενώ παράλληλα είχε συμμετάσχει σε αρκετές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές.
Το "Dare to Dare" είναι η 14η σόλο στούντιο κυκλοφορία του και το άλμπουμ ξεκινά με το θαυμάσιο "Born to Fight" που νομίζεις ότι ήταν ήταν ξεχασμένο σε καποιο soundtrack με πρωταγωνιστή τον Σταλόνε ή τον Ράλφ Μάτσιο!!! Δικαιολογημένος ως ένα σημείο ο συνειρμός αφού το τραγούδι ακούγεται  στη δημοφιλή σειρά κινουμένων σχεδίων “BAKI and Kengan Ashura” που παρουσιάζει το Netflix και το συνυπογράφει ο Lenny Macaluso, με τον οποίο ο S. Bush είχε γράψει και το “The Touch” από το soundtrack της ταινίας “Transformers”.
Tο "Dare to Dream" κινείται κι αυτό στο ίδιο aor/baywatch ύφος όπως και το "The Times of Your Life" ενώ το ημιμπαλαντοειδές "A Dream of Love" είναι μία αριστουργηματική σύνθεση με τον Stan Bush να κάνει μία ανατριχιαστική ερμηνεία ειδικά στο ρεφρέν.
Το "The 80's" απλά τονίζει ποιο είναι το πνεύμα του άλμπουμ ενώ η μπαλάντα "Live and Breathe" θυμίζει Loverboy και Chicago.
Με το "Heat of Attack" έχουμε πιο ροκ ρυθμούς και το ρεφρέν να θυμίζει Survivor.
Ακολουθεί το αξιόλογο "Dream Big" ενώ μία από τις κορυφαίες συνθέσεις του άλμπουμ είναι το πραγματικά υπέροχο "True Believer" σε μία καθηλωτική εκτέλεση.

Ο δίσκος κλείνει με το AOR-άδικο "Never Give Up" και την μέτρια μπαλάντα "Home".
Ο Stan Bush με το "Dare to Dream" επιμένει να μας υπενθυμίζει την '80s εφηβεία μας σε φουλ aor παλιομοδίτικη διάθεση προσπερνώντας άνετα τα ενοχικά σύνδρομα που προσπαθεί νας μας επιβάλει η πολιτική ορθότητα των σύγxρονων life/style media.
 
Φώτης Μελέτης

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

AC/DC: "Power Up"



Υπάρχει ένα διττό μέτρο για κυκλοφορίες σαν κι αυτή, ανεξάρτητο από την μουσική «αξία» τους. Ένα ζύγι, που μ’ αυτό πρέπει να αναμετρώνται. Από τη μια ο ενθουσιασμός που μαζικά προκαλούν και από την άλλη ο σεβασμός που δείχνει να τρέφει ο καλλιτέχνης γι’ αυτόν τον ενθουσιασμό – το αν δίνει, με άλλα λίγια, το καλύτερο που του είναι δυνατόν (αν όχι κάτι παραπάνω).

 

Όταν η ζυγαριά ισορροπεί με αντίβαρα αυτά τα δύο στοιχεία, η καινούρια κυκλοφορία κάθε θρύλου είναι δικαιολογημένο, αφενός να απασχολεί εμάς, ως ακροατές περισσότερο απ’ ό,τι η μέση μουσική επικαιρότητα, αφετέρου την ιστορία του ροκ-εν-ρολ, ως κάτι παραπάνω από μια απλή υποσημείωση.  
Για κεφάλαια όπως οι AC/DC που επιμένουν σε πείσμα των πάντων να αναπνέουν, Πετριδισμοί (εξαντικειμενικοποιήσεις) και υπερθετικά έχουν πάψει να εχουν νόημα εδώ και πολλά χρόνια.  
Δεν υπάρχει, γράφεται από ‘δω κι από κει, η λέξη “Rock” στον τίτλο τραγουδιού τους, για πρώτη φορά εδώ και 32 χρόνια.
Τί λέτε ρε; Πάρτε παραμάσχαλα τα ξενεροκ μυαλά σας και πείτε μας τίποτε για την Αριάννα Γκράντε, ξέρω ’γω.  


Είναι το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορεί, αφ’ ότου ο άνθρωπος ριφομηχανή, o Μalcolm Young δεν υπάρχει πια. Το “Rock Or Bust” του ’14, που κυκλοφόρησε με τον Malcolm βαριά άρρωστο, δεν ήταν παρά βεβιασμένο, κουρασμένο και πρόχειρο. Έξι χρόνια μετά, ο Angus, αφού έψαξε στα αρχεία της μπάντας για ακυκλοφόρητα κομμάτια, δηλώνει ότι το “Power Up” είναι ένα tribute στο μακαρίτη αδερφό του, «όπως το Back In Black ήταν για τον Bon Scott».  
Τέτοιες δηλώσεις, προφανώς, είναι ανόητο να απομονώνονται και να χρησιμοποιούνται ακόμη κι ως διαφημιστικά κόλπα.
Ο διεθνής τύπος, απαρτιζόμενος κατά μεγάλη πλειοψηφία από ανιστόρητους αναμασητές κλισέ έπεσε στην παγίδα.
Ασφαλώς και το άλμπουμ δ ε ν είναι “το νέο Back In Black”.  
Από τη στιγμή, όμως, που η οικογένεια Young κατέφυγε στη -μόνη λογική- λύση, να διατηρήσει το DNA του ήχου και κυριολεκτικά, εντάσσοντας στη μπάντα τον 64χρονο Stevie Young (αυτόν που το Μάη του ’88, στην περιοδεία του “Blow Up Your Video” είχε και πάλι ντουμπλάρει το μακαρίτη Malcolm που εκείνη την περίοδο είχε δυσεπίλυτες διαφορές με το μπουκάλι) – γιο του μεγαλύτερου αδελφού της οικογένειας, Stephen Young, ανηψιό του .. 65χρονου Angus και του μακαρίτη Malcolm- το στοίχημα είναι ένα: Να διατηρηθεί και να αποτυπωθεί στην καινούρια κυκλοφορία το πνεύμα του Malcolm.
Και το στοίχημα αυτό κερδίζεται με το παραπάνω.    
Το υλικό είναι πολύ πιο ζωηρό από το “Rock Or Bust”, πιο συνεκτικό και με λιγώτερα γεμίσματα από το “Black Ice” και αποδίδεται με αμεσότητα και καθαρότητα τέτοια που ακυρώνει τα ηλικιακά ίχνη των μουσικών που το αποδίδουν.
O73χρονος Brian Johnson –μετά την περιπέτεια με την ακοή του- ακούγεται εντυπωσιακά πιο δυνατός και σταθερός στις χαμηλές.
Ο 60χρονος Brendan O’ Brian –καθόλου τυχαίος [Black Crowes, Red Hot Chili Peppers, Pearl Jam, Neil Young, Bruce Springsteen]- δίνει λίγo μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτό, το τρίτο του άλμπουμ μαζί τους (λ.χ. τα δεύτερα φωνητικά επανακάμπτουν πιο συχνά και πιο λειτουργικά) και το αποτέλεσμα –ακόμη κι αν πολλές φορές θυμίζει έντονα κάτι προηγούμενο- χτυπάει ανάμεσα στα μάτια.  
ΤοRealize, ένα από τα πιο ενθουσιώδη εναρκτήρια κομμάτια  της δισκογραφίας τους, με moodακάθεκτο όπως το “Heatseeker”, ξυπνάει από τα πρώτα δευτερόλεπτα την ιδιαίτερη αίσθηση που μοιράζονται οι ανά τη γη AC/DCόβιοι. «ΓΑΜΩ!».  


Το “Rejection”, ένα πιο κοφτό “Shot Down In Flames” με στίχους που θα κάνουν τους δικαιωματιστές να πετάξουν καντήλες (“If you reject me, I'll take what I want - Take what I want - Disrespect me, and you get burned”), δίνειτη  θέση τουστο“Shot In The Dark”, την πρώτη γεύση που μας έδωσαν από το δίσκο, μέσα στον Οκτώβριο. Ακούγεται τετριμμένο, όμως με τις απανωτές ακροάσεις περνάει ύπουλα κάτω από το δέρμα.  Το Through the Mists Of Timeσε πρώτη ακρόαση μοιάζει με κάτι που έμεινε έξω από το “Black Ice”, όμως τα δεύτερα φωνητικά χρησιμοποιούνται έξυπνα και προσδίδουν στη σκληρή φωνή του Johnson μια διάσταση πραγματικής νοσταλγίας.
To Kick You When Youre Downείναι ένα μανιακό boogieπαράπονο, σχεδόν βλέπεις τον μακαρίτη Μάλκολμ να γκρινιάζει με την λεπτή, ένρινη φωνή του επειδή κάποια γυναίκα τον ξεβολεύει (από το άραγμα, από το στούντιο, απ’ ο,τιδήποτε).  
Η ροή σ’ ένα άλμπουμ σαν κι αυτό είναι τεράστια υπόθεση και στο “Power Up”  είναι μελετημένη να μεγεθύνει την επίδραση. Φτάνοντας στο Witchs Spell” – φέρνει κάπως στο “Sportin’ For A Fight”- πρωταγωνιστής αναγκάζεσαι να παραδεχθείς ότι είναι, εξίσου με τους Angus και Johnson αυτή η διαολεμένη η ρυθμική βάση -ο CliffWilliams και ο PhilRudd- που δεύτερή της δεν υπάρχει στον πλανήτη. Κάτι που ενισχύεται από το γρήγορο Demon Fire-σαν ένα outtakeτου “Safe In New York City” με πρωϊνές σηκωμάρες και το Wild Reputationμε τo cruisingfeeling ανάμεσα σε και “C.O.D.” και “Shot Of Love”. Το No Mans Land είναι πιθανόν το λιγώτερο αξιομνημόνευτο από όλο το άλμπουμ, το οποίο όμως κλείνει δυνατά – σε ευχάριστη αντίθεση με τα τελευταία τουλάχιστον 3 τους άλμπουμ που παραχώνουν τα λιγώτερο δυνατά κομμάτια προς το τέλος – με τρία καλοζυγισμένα χτυπήματα:
Το Systems Down με το θανατερό ρυθμό κι ένα σόλο σπάστα όλα. Το “Money Shot” με το άχαστο groove – σαν το “What Do You Do For Money Honey”, 40 χρόνια μετά το αυθεντικό- και τη ρεφραινάρα Doctor, what's the antidote? - Lady, try the money shot”. Και τέλος το σκληρόCode Redπου μας κρατάει σε επιφυλακή. 

Σημειωτέον ότι ο Angus, από το πρώτο κομμάτι μέχρι το τελευταίο, εξαπολύει τις πωρωτικές του ηλεκτροφόρες εκκενώσεις πιο υπολογισμένα και ελεγχόμενα σε έκταση, όπως τα τελευταία 20 χρόνια.  
Ο δίσκος, χωρίς να έχει κομμάτι – κράχτη, λειτουργεί σαν σύνολο πολύ καλύτερα από ο,τιδήποτε έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία 30 χρόνια, όταν και μετατράπηκαν, θέλοντας και μη, σε μπάντα με single– λαγούς. Κατά τούτο, όντως διατρέχεται από το πνεύμα του Malcolm. Το οποίο, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος ο μακαρίτης συνοψίζεται στο: “If I didn’t know any better, the mission is to party, ‘till broad daylight”.  
Αν θα είναι αυτό το τελευταίο τους άλμπουμ, κανείς δεν ξέρει. Σε περίπτωση που είναι, η ιστορία θα γράψει ότι μέχρι τέλους συμπύκνωσαν την ουσία του ροκ εν ρολ. Όπως, πάντως, φαίνεται από την ενέργεια που εκλύεται από το “Power Up”,  δεν πρόκειται για εξόδιο, αλλά για προειδοποίηση:  
«Το νου σας καργιόλια, ο Chuck Berry έπαιζε μέχρι τα ενενήντα».  

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Warrior Soul: "Cocaine and Other Good Stuff"

 


Στην ανατολή της δεκαετίας του ’90s, ξεπήδησε μία εκρηκτική μπάντα που κατάφερνε να συνδυάζει τον punk θυμό, τα metal ριφ και την hard rock δυναμική. Κριτικοί και οπαδοί ενθουσιάστηκαν τόσο από τον ροκ τσαμπουκά τους αλλά και από τον επιθετικό κοινωνικοπολιτικό στίχο τους.

Ειδικά τα τρία πρώτα τους άλμπουμ, “Last Decade Dead Century” (1990), “Drugs, God and the New Republic” (1991) , “Salutations from the Ghetto Nation” (1992)  αλλά και το εκπληκτικό “The Space Age Playboys” (1994) πρέπει να βρίσκονται σε κάθε σοβαρή δισκοθήκη μιας και έδωσαν άλλον αέρα στον ροκ ήχο της εποχής.
Aπό τότε η αμερικάνικη μπάντα έχει κυκλοφορήσει μία σειρά αξιόλογων δίσκων ενώ το 2016 μας τίμησαν αφού κυκλοφόρησαν το live album, με τίτλο "Tough As Fuck: Live in Athens".
Εν έτει 2020 οι Αμερικανοί punk-rockers, Warrior Soul διασκευάζουν στο δικό τους μουσικό ύφος έντεκα αγαπημένες τους συνθέσεις.
Ο δίσκος ξεκινά κάπως μέτρια με  το "Good Times Roll" των The Cars και συνεχίζεται με το κλασσικό "Cocaine" (J.J. Cale) φυσικά σε πιο heavy εκδοχή και με τα κιθαριστικά σόλα να παίρνουν φωτιά.
Ακολουθεί το καταιγιστικό "Crosstown Traffic" του θρυλικού Jimi Hendrix  με το οποίο αποκαλύπτουν μία από τις βασικές τους επιρροές.
Σίγουρα οι Kiss είναι από τα λατρεμένα γκρουπ της μπάντας αφού αρχικά διασκευάζουν μία σύνθεση του Ace Frehley από τον πρώτο δίσκο των Kiss, το "Cold Gin" ενώ το κόλλημα τους με το συγκεκριμένο άλμπουμ φαίνεται και με την πολύ καλή διασκευή στο "Firehouse".
Εξαιρετική είναι η διασκευή που κάνουν στο "D.O.A." που υπάρχει στο δεύτερο άλμπουμ των Van Halen, στο οποίο συνδυάζουν πετυχημένα το δεξιοτεχνικό παίξιμο του μακαρίτη Eddie Van Halen με το βρώμικο ριφ του κουπλέ βγάζοντας όλη την ένταση και το πάθος του κομματιού με άψογο τρόπο.
Με το "Elected" (Alice Cooper) και το "Outlaw" (Motörhead), οι Warrior Soul βρίσκονται στο στοιχείο τους και φαίνεται να το διασκεδάζουν ανάλογα.
Άλλη μία απρόσμενη διασκευή είναι στο "Get Down Tonight" (KC And The Sunshine Band) με την οποία η αμερικάνικη μπάντα ξεδιπλώνει την disco/funk πλευρά της κάτι στο οποίο δεν μας είχε αποκαλύψει ποτέ, παίζοντας μία ενδιαφέρουσα και αρκετά ροκ εκδοχή του κλασικού κομματιού.
Με το "We’re An American Band" των θρυλικών Grand Funk Railroad απλά επιβεβαιώνουν ότι χωρίς τον ήχο και το μανιώδες παίξιμο των G.F.R. δύσκολα θα ξεφύτρωναν μπάντες όπως είναι η παρέα του Kory Clarke ενώ με το απολαυστικό "Living After Midnight" (Judas Priest) μπαίνει το κερασάκι στην "τούρτα μολότοφ" που μας σερβίρει μία από τις πιο γνήσιες αναρχο/ροκ μπάντες του πλανήτη.
 
Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...