Οι Pride of Lions κυκλοφόρησαν το πρώτο άλμπουμ τους το «μακρυνό» 2003, όταν όλοι αναρωτιούνταν αν θα είναι ένα απλό project, από τα πολλά που ανακύπτουν μεταξύ γνωστών μουσικών και μετά λίγο – πολύ ξεχνιούνται. 14 χρόνια αργότερα, η απάντησή τους έρχεται με το πέμπτο τους άλμπουμ. Ωραία.
Έχουν πια βρει -και κρατάνε καλά- το κοινό τους, έτσι ώστε να συνεχίσει να γράφει και παίζει ο Jim Peterik το
στυλιζαρισμένο, απολαυστικά κολλημένο κάπου μεταξύ 1983 και 1987 A.O.R.
τους, άφοβα μπολιασμένο με τις σημερινές “production values”, δηλαδή
τον Alessandro Del Vecchio (τον ιταλό που έχει
πατεντάρει τη διάσωση του ραδιοφωνικού ήχου των ‘80s σε μια δική του
φόρμουλα, κάπου μεταξύ αντιγραφικής ιδιοφυίας και βαρετής επανάληψης).
To “The Tell” έχει όλα τα mid tempo στοιχεία του “Desperate Dreams”, λόγου χάριν. Και από κει και πέρα, εξαρτάται κυρίως από την ηλικία του ακροατή. Αν είναι κανείς πολύ μικρός για να έχει νιώσει το σκίρτημα του πώς είναι να πιάνεις το βινύλιο του “When Seconds Count” μέσα στον πρώτο μήνα κυκλοφορίας του, θα αγαπήσει (αν δεν αγαπάει ήδη) τους Pride Of Lions και θα τους θεωρήσει υπερέχον άκουσμα. Δίκιο θα’ χει, γιατί η καλοδουλεμένη μελωδία μπροστά στο σημερινό άθλιο κακόηχο τοπίο έτσι ακούγεται.
Αν είναι κανείς λίγο πιο μεγάλος, θα το ευχαριστηθεί και θα το ξαναβάλει κάποιες φορές να παίξει, αλλά οι λεπτομέρειες θα το υποβιβάσουν στην περιοχή όπου καταλήγουν πολλά από τα ακούσματα της Frontiers.
Κάπου μεταξύ ευχάριστου και αναλώσιμου. Σα να καταβροχθίζεις το πιο σπέσιαλ τσηζμπέργκερ της αγαπημένης του αλυσίδας φαστ φουντ. Φέρνει στιγμιαία ικανοποίηση και ευχάριστες γευστικές αναμνήσεις, αλλά δεν μπορεί να σου δώσει τίποτε παραπάνω από ένα ελαφρύ φούσκωμα για κανα μισάωρο και σίγουρα δεν σου θέτει στάνταρ γευσιγνωσίας.
O ήχος τη σήμερον ημέρα στις συντριπτικά περισσότερες σύγχρονες παραγωγές (ειδικά του “melodic rock”) δεν γίνεται να ακουστεί στρογγυλός και ζεστός όπως στην εποχή που που το A.O.R. κάλυπτε την ανάγκη για ακρόαση rock ηχοχρωμάτων του ακροατή του ραδιοφώνου.
Ακούγεται είτε επίπεδα digital, είτε παραφουσκωμένος αλλά χωρίς ειδικό βάρος (αν τον ακούσεις σε μεγάλο μηχάνημα). Ο δε Toby Hitchcock έχει τις οκτάβες, αλλά από προσωπικότητα όχι και πολλά πράγματα, για το δε ποζάρισμά του, θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου. Το Α.Ο.R. είναι μουσική που πρέπει να μπορεί να παρακολουθείται εξίσου καλά με το πώς ακούγεται. Το στυλάκι «το πουκάμισο έξω απ΄το παντελόνι να μη φαίνεται η μπάκα» και το ψευδοfantasy εξώφυλλο που είναι «φιλοτεχνημένο» με πρόγραμμα ζωγραφικής ενός υπολογιστή της σειράς, σημαίνουν μια φτήνεια, δυστυχώς συνώνυμη με τις αγοραστικές ανάγκες τις εποχής, δηλαδή σύντονη με το επίπεδο του μέσου ακροατή. Τουλάχιστον, ο γερο-Πέτερικ που οπτικά έχει εξελιχθεί σε μια χαρισματικά ακομπλεξάριστη εκδοχή Φλωρινιώτη, έχει, τέλος πάντων, «στυλ».
Όταν ο άνθρωπος λέει ότι άκουσε προσεκτικά τα προηγούμενα τέσσερα άλμπουμ και προσπάθησε να συνδυάσει «τα καλύτερα στοιχεία», σημαίνει ότι έριξε στο τηγάνι τα γνωστά κι αλάθητα υλικά: 1/3 “Vital Signs”, 1/3 παλαιοραδιοφωνικό mid-tempo σε στυλ “American Heartbeat” και μπαλάντες που θα ήθελαν να είναι “Evelasting”. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη φόρμουλα, απλώς όσο πιο παρθένα είναι τα αυτιά, τόσο πιο εύκολα τείνουν να τη θεωρούν «πρωτότυπη», επειδή τους χαϊδεύει τ’ αυτιά.
Τέλος πάντων, για να μην έχουμε στεναχώριες, τα «καλύτερα» είναι “The Tell”, “Fearless”, “The Light In Your Eyes” το («αγαπημένο του Toby Hitchcock») “Unmasking The Mystery” και το “Freedom of the Night”. Το τελε
υταίο είναι γραμμένο μαζί με τον Hal Butler πρώην κημπορντίστα του μακαρίτη Jimi Jamison και μας κάνει να φανταζόμαστε εύκολα πώς ο αποδημήσας θα το τραγουδούσε ο ίδιος, αν δεν είχε σταματήσει τόσο άδοξα η καρδιά του τελευταία μέρα του Αυγούστου του 2014.
Στα καλά και θελτικά του άλμπουμ, το πρώτο βίντεο κλιπ, του εναρκτήριου “All I See Is You”, όπου κυριαρχεί η παρουσία της sexy μέχρι αιματοκυλίσματος 31χρονης μοντελοπερσόνας April Rose και έτσι, μοιραία, “All we hear is her”.
Η σύνθεση των Pride Of Lions: Jim Peterik: Vocals, Guitar, Keyboards, Toby Hitchcock: Vocals, Ed Breckenfeld – drums, Klem Hayes – bass, Mike Aquino – guitar και Christian Cullen – keyboards.
To “The Tell” έχει όλα τα mid tempo στοιχεία του “Desperate Dreams”, λόγου χάριν. Και από κει και πέρα, εξαρτάται κυρίως από την ηλικία του ακροατή. Αν είναι κανείς πολύ μικρός για να έχει νιώσει το σκίρτημα του πώς είναι να πιάνεις το βινύλιο του “When Seconds Count” μέσα στον πρώτο μήνα κυκλοφορίας του, θα αγαπήσει (αν δεν αγαπάει ήδη) τους Pride Of Lions και θα τους θεωρήσει υπερέχον άκουσμα. Δίκιο θα’ χει, γιατί η καλοδουλεμένη μελωδία μπροστά στο σημερινό άθλιο κακόηχο τοπίο έτσι ακούγεται.
Αν είναι κανείς λίγο πιο μεγάλος, θα το ευχαριστηθεί και θα το ξαναβάλει κάποιες φορές να παίξει, αλλά οι λεπτομέρειες θα το υποβιβάσουν στην περιοχή όπου καταλήγουν πολλά από τα ακούσματα της Frontiers.
Κάπου μεταξύ ευχάριστου και αναλώσιμου. Σα να καταβροχθίζεις το πιο σπέσιαλ τσηζμπέργκερ της αγαπημένης του αλυσίδας φαστ φουντ. Φέρνει στιγμιαία ικανοποίηση και ευχάριστες γευστικές αναμνήσεις, αλλά δεν μπορεί να σου δώσει τίποτε παραπάνω από ένα ελαφρύ φούσκωμα για κανα μισάωρο και σίγουρα δεν σου θέτει στάνταρ γευσιγνωσίας.
O ήχος τη σήμερον ημέρα στις συντριπτικά περισσότερες σύγχρονες παραγωγές (ειδικά του “melodic rock”) δεν γίνεται να ακουστεί στρογγυλός και ζεστός όπως στην εποχή που που το A.O.R. κάλυπτε την ανάγκη για ακρόαση rock ηχοχρωμάτων του ακροατή του ραδιοφώνου.
Ακούγεται είτε επίπεδα digital, είτε παραφουσκωμένος αλλά χωρίς ειδικό βάρος (αν τον ακούσεις σε μεγάλο μηχάνημα). Ο δε Toby Hitchcock έχει τις οκτάβες, αλλά από προσωπικότητα όχι και πολλά πράγματα, για το δε ποζάρισμά του, θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου. Το Α.Ο.R. είναι μουσική που πρέπει να μπορεί να παρακολουθείται εξίσου καλά με το πώς ακούγεται. Το στυλάκι «το πουκάμισο έξω απ΄το παντελόνι να μη φαίνεται η μπάκα» και το ψευδοfantasy εξώφυλλο που είναι «φιλοτεχνημένο» με πρόγραμμα ζωγραφικής ενός υπολογιστή της σειράς, σημαίνουν μια φτήνεια, δυστυχώς συνώνυμη με τις αγοραστικές ανάγκες τις εποχής, δηλαδή σύντονη με το επίπεδο του μέσου ακροατή. Τουλάχιστον, ο γερο-Πέτερικ που οπτικά έχει εξελιχθεί σε μια χαρισματικά ακομπλεξάριστη εκδοχή Φλωρινιώτη, έχει, τέλος πάντων, «στυλ».
Όταν ο άνθρωπος λέει ότι άκουσε προσεκτικά τα προηγούμενα τέσσερα άλμπουμ και προσπάθησε να συνδυάσει «τα καλύτερα στοιχεία», σημαίνει ότι έριξε στο τηγάνι τα γνωστά κι αλάθητα υλικά: 1/3 “Vital Signs”, 1/3 παλαιοραδιοφωνικό mid-tempo σε στυλ “American Heartbeat” και μπαλάντες που θα ήθελαν να είναι “Evelasting”. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη φόρμουλα, απλώς όσο πιο παρθένα είναι τα αυτιά, τόσο πιο εύκολα τείνουν να τη θεωρούν «πρωτότυπη», επειδή τους χαϊδεύει τ’ αυτιά.
Τέλος πάντων, για να μην έχουμε στεναχώριες, τα «καλύτερα» είναι “The Tell”, “Fearless”, “The Light In Your Eyes” το («αγαπημένο του Toby Hitchcock») “Unmasking The Mystery” και το “Freedom of the Night”. Το τελε
υταίο είναι γραμμένο μαζί με τον Hal Butler πρώην κημπορντίστα του μακαρίτη Jimi Jamison και μας κάνει να φανταζόμαστε εύκολα πώς ο αποδημήσας θα το τραγουδούσε ο ίδιος, αν δεν είχε σταματήσει τόσο άδοξα η καρδιά του τελευταία μέρα του Αυγούστου του 2014.
Στα καλά και θελτικά του άλμπουμ, το πρώτο βίντεο κλιπ, του εναρκτήριου “All I See Is You”, όπου κυριαρχεί η παρουσία της sexy μέχρι αιματοκυλίσματος 31χρονης μοντελοπερσόνας April Rose και έτσι, μοιραία, “All we hear is her”.
Η σύνθεση των Pride Of Lions: Jim Peterik: Vocals, Guitar, Keyboards, Toby Hitchcock: Vocals, Ed Breckenfeld – drums, Klem Hayes – bass, Mike Aquino – guitar και Christian Cullen – keyboards.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.