Είναι φανερό τα τελευταία χρόνια ότι ο 39χρονος κιθαρίστας παίζει
χωρίς
αντίπαλο στο σύγχρονο blues τοπίο. Ή μάλλον, με μοναδικό αντίπαλο τον
πληθωρισμό από τις δικές του κυκλοφορίες. Κανένας λευκός στην ηλικία του
δεν παίζει έτσι τα μπλουζ. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που ακούει να το
λένε γι' αυτόν από τα 15 του.
Είχε προαναγγείλει ότι το επόμενο άλμπουμ του, το δεύτερο με δικές του συνθέσεις μετά το"Different Shades Of Blue" του '14, θα είναι "rock". Έχοντας στο πλευρό του τον παραγωγό Kevin Shirley (συνεχώς εδώ και 10 χρόνια), στα μέσα Μαρτίου κρέμασε στον ψηφιακό κόσμο της ακρόασης το 12ο στη σειρά δίσκο του, το "Blues of Desperation", τον οποίο ηχογράφησε μέσα σε μόλις πέντε μέρες, στην Μέκκα του roots ήχου, την Nashville,
προσφέροντας στο κοινό 11 καινούρια κομμάτια. Προεξάρχει σε όλα το
αναγνωρίσιμο κιθαριστικό του στυλ (ο μοναδικός κιθαρίστας της εποχής μας
που συνδυάζει το άριστο διάβασμα των Jimmy Page, Gary Moore, Jeff Beck, Rory Gallagher συνδυασμένο με το αβίαστο feeling των Buddy Guy, Albert Collins και B.B. King)
και η ολοένα και με μεγαλύτερο βάθος και αυτοπεποίθηση φωνή του. Το
άκουσμα ενισχύεται από ξεκάθαρες, έμπειρες συνεισφορές μουσικών που ο
καθένας έχει μακριά ιστορία πίσω του. Οι δύο ντράμερ Anton Fig
και Greg Morrow, ο μπασίστας Michael Rhodes, στα πλήκτρα ο Reese Wynans,
οι καλλιτέχνες των πνευστών Lee Thornburg, Paulie Cerra και Mark
Douthit, καθώς και οι κυρίες Mahalia Barnes, Jade McRae και Juanita Tippins στα δεύτερα φωνητικά. Τα κομμάτια είναι γεμάτα χαρακτήρα, το καθένα έχει δικό του χρώμα, συνδυάζοντας τον «παραδοσιακό» blues rock ήχο
με σύγχρονη, αυθόρμητη κιθαριστική επεξεργασία, που δε διστάζει να
μεταβάλλει ρυθμούς, στυλ και συναίσθημα για να δώσει έμφαση στην ουσία
κάθε σύνθεσης.
Το "This Train" με το σιδηροδρομικό ρυθμό και το σλάϊντ μπορεί να μην είναι τίποτε εντυπωσιακό, βάζει όμως στο κλίμα ότι επέρχεται ένα δουλεμένο άλμπουμ. Ακριβώς μετά έρχεται και σκάει το κοφτό ριφ του "Mountain Climbing", σαν βαρυκόκαλλο ξαδερφάκι του "The Ocean", που πραγματικά ορειβατεί πάνω σ' ένα αδιαπέραστο rhythm section, με ανάσες από τα γυναικεία δεύτερα φωνητικά. Ακόμη και επιδερμικός ακροατής του Bonamassa μπρεί να ποντάρει ότι το συγκεκριμένο κομμάτι θα μείνει στο live set του για καιρό. Το ομώνυμο, "Blues of Desperation, μαζί με τα "How Deep This River Runs" και "Distant Lonesome Train" έχουν έναν βαρύτονο καμβά, ιδανικό για να επεκταθεί ο Bonamassa χωρίς καθόλου να κουράζει - ένα άλλο του μεγάλο πλεονέκτημα. Το "You Left Me Nothing but the Bill and The Blues" έχει κι αυτό έναν αέρα φτιαγμένο για live, με κορύφωση τα δύο σόλο.
Όλα τα κομμάτια του άλμπουμ -εκτός από ένα- φέρουν δίπλα στην υπογραφή του Bonamassa και εκείνη ορισμένων φτασμένων συνθετών της Nashville όπως ο Tom Hambridge, ο Jeffrey Steele, ο Gary Nicholson, ο Jerry Flowers και σε έξι κομμάτια o James House. Μιλάμε για τους μάστορες του σύγχρονου blues και country ήχου (και πεπειραμένους μουσικούς), που έχουν προσδώσει αυτό το «κάτι» σε καθένα κομμάτι ώστε να στέκει αυτόνομα, όχι, ως συνήθως, σαν αφορμή να κάνει επίδειξη ο κιθαρίστας το brand name του οποίου πουλάει το άλμπουμ.
Το οκτώμισυ λεπτών "No Good Place For The Lonely" έχει ενδοσκοπικό στίχο, έγχορδα στο background κι ένα παραμορφωμένο σλάϊντ μοτίβο (θυμίζει την υπόκωφη οργή του Gary Moore), που όσο περισσότερο το ακούει κανείς, τόσο περισσότερο λειτουργεί (για τα σόλο δε χρειάζεται να ειπωθεί κάτι άλλο). Το πρώτο σινγκλ "Drive" δικαίως σκόρπισε προσδοκίες, με το απλό, σινεματικό του feeling. Το προτελευταίο τρακ, το "Livin' Easy" με το συνδυασμό Chicago style πιάνου, ακουστικής κιθάρας και πνευστών κλέβει την παράσταση. To επίσης ακουστικό γκοσπελίζον "Valley Runs Low" και το καθοδηγούμενο από τα πνευστά σλόου What I've Known For A Very Long Time" κάνουν τον ακροατή να χάσει την αίσθηση του χρόνου. Είναι όντως σημερινά αυτά τα 60 και κάτι λεπτά μουσικής, ή έχουν γραφτεί πριν από δεκαετίες;
Συνήθως όταν κάποιο άλμπουμ καταφέρνει κάτι τέτοιο, να νικήσει το χρόνο με τις πρώτες ακροάσεις, αξίζει πολλά.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Το "This Train" με το σιδηροδρομικό ρυθμό και το σλάϊντ μπορεί να μην είναι τίποτε εντυπωσιακό, βάζει όμως στο κλίμα ότι επέρχεται ένα δουλεμένο άλμπουμ. Ακριβώς μετά έρχεται και σκάει το κοφτό ριφ του "Mountain Climbing", σαν βαρυκόκαλλο ξαδερφάκι του "The Ocean", που πραγματικά ορειβατεί πάνω σ' ένα αδιαπέραστο rhythm section, με ανάσες από τα γυναικεία δεύτερα φωνητικά. Ακόμη και επιδερμικός ακροατής του Bonamassa μπρεί να ποντάρει ότι το συγκεκριμένο κομμάτι θα μείνει στο live set του για καιρό. Το ομώνυμο, "Blues of Desperation, μαζί με τα "How Deep This River Runs" και "Distant Lonesome Train" έχουν έναν βαρύτονο καμβά, ιδανικό για να επεκταθεί ο Bonamassa χωρίς καθόλου να κουράζει - ένα άλλο του μεγάλο πλεονέκτημα. Το "You Left Me Nothing but the Bill and The Blues" έχει κι αυτό έναν αέρα φτιαγμένο για live, με κορύφωση τα δύο σόλο.
Όλα τα κομμάτια του άλμπουμ -εκτός από ένα- φέρουν δίπλα στην υπογραφή του Bonamassa και εκείνη ορισμένων φτασμένων συνθετών της Nashville όπως ο Tom Hambridge, ο Jeffrey Steele, ο Gary Nicholson, ο Jerry Flowers και σε έξι κομμάτια o James House. Μιλάμε για τους μάστορες του σύγχρονου blues και country ήχου (και πεπειραμένους μουσικούς), που έχουν προσδώσει αυτό το «κάτι» σε καθένα κομμάτι ώστε να στέκει αυτόνομα, όχι, ως συνήθως, σαν αφορμή να κάνει επίδειξη ο κιθαρίστας το brand name του οποίου πουλάει το άλμπουμ.
Το οκτώμισυ λεπτών "No Good Place For The Lonely" έχει ενδοσκοπικό στίχο, έγχορδα στο background κι ένα παραμορφωμένο σλάϊντ μοτίβο (θυμίζει την υπόκωφη οργή του Gary Moore), που όσο περισσότερο το ακούει κανείς, τόσο περισσότερο λειτουργεί (για τα σόλο δε χρειάζεται να ειπωθεί κάτι άλλο). Το πρώτο σινγκλ "Drive" δικαίως σκόρπισε προσδοκίες, με το απλό, σινεματικό του feeling. Το προτελευταίο τρακ, το "Livin' Easy" με το συνδυασμό Chicago style πιάνου, ακουστικής κιθάρας και πνευστών κλέβει την παράσταση. To επίσης ακουστικό γκοσπελίζον "Valley Runs Low" και το καθοδηγούμενο από τα πνευστά σλόου What I've Known For A Very Long Time" κάνουν τον ακροατή να χάσει την αίσθηση του χρόνου. Είναι όντως σημερινά αυτά τα 60 και κάτι λεπτά μουσικής, ή έχουν γραφτεί πριν από δεκαετίες;
Συνήθως όταν κάποιο άλμπουμ καταφέρνει κάτι τέτοιο, να νικήσει το χρόνο με τις πρώτες ακροάσεις, αξίζει πολλά.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.