Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, έχουμε ανάγκη
από μούρες που επιβίωσαν, που να σημαίνουν κάτι και – στην καλύτερη
περίπτωση – να έχουν κ α ι να πουν κάτι. Ο 63χρονος Dee Snider των
Twisted Sister είναι μια από αυτές.
Ενώ οι ύμνοι που συνειρμικά μας τον θυμίζουν κοντεύουν να συμπληρώσουν τα 35 χρόνια ζωής, ο ίδιος δεν πνίγηκε, όπως πολλοί συνομήλικοί του, στα καυσαέρια που άφησε ο μύθος του καθώς άφηνε πίσω του τις ένδοξες εποχές και προχωρούσε προς το άγνωστο. Κοίταξε να πάρει τη μπίζνα στα χέρια του. Δεν έκανε κόνσεπτ άλμπουμ και δεν αναζήτησε να παίξει με συμφωνικές ορχήστρες. Έμεινε σταθερός, υγιής, εύγλωττος, αιχμηρός.
«Δεν έγραψα ούτε μία νότα, ούτε έναν στίχο σ’ αυτό το δίσκο. I'm not gonna bullshit you; I don't bullshit anybody. Ο Jamey Jasta, αυτός το πιστώνεται. Με μελέτησε εξονυχιστικά πριν μου παρουσιάσει το δίσκο. Με ψυχολόγησε με απίστευτο τρόπο, την φωνή μου, τους στίχους που έχω γράψει στο παρελθόν. Όλο το υλικό το ένιωσα από την πρώτη στιγμή σα να το’χα γράψει ο ίδιος, σα νά' ρχεται μέσα από την ψυχή μου. Μου μίλησε».
Ο πολυπράγμων Jamey Jasta, 41 ετών, σεσημασμένος hardcore sludgoκέφαλος (βλ. HATEBREED), μουσικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, προέβη στο διάβημα επειδή είναι fan. Και το να κάνει ένας fan ένα tribute στον ήρωά του, βάζοντας μέσα στοιχεία από τον εαυτό του και προσφέροντας το tribute στον ίδιο τον ήρωά του να το τραγουδήσει, είναι από τα πράγματα που στον σημερινό χαοτικό μουσικό κόσμο δίνουν μια κάποια λογική. Είναι η πρώτη φορά από το 1992 και τους Widowmaker που ο Snider νιώθει άνετα να υπογράψει καινούριο υλικό με τέτοια φρεσκάδα και σχέση με το σήμερα.
Κατά την ηχογράφηση του άλμπουμ η 85χρονη μητέρα του Snider, ενεργός καθηγήτρια ζωγραφικής, υπήρξε θύμα τροχαίου. Υπέστη εγκεφαλική βλάβη, έμεινε φυτό και μετά από δύο μήνες στην εντατική πέθανε. Και ο γιος της, έκανε αυτό που κάνει μια ζωή. Διοχέτευσε όλη την ενέργεια, την ένταση, την αγριάδα και την απόγνωση στην ερμηνεία στίχων που τρυπάνε το κιθαριστικό μπαράζ και εξωθούν σε headbanging. Ο δίσκος αποτελείται από 12 κομμάτια που επενεργούν με τον τρόπο αυτό το ένα μετά το άλλο. Όλα μεταξύ 3 και 4 λεπτών, μια ενεσάρα αδρεναλίνης που συνδέει τις κλασσικές μελωδίες του Dee με τον όγκο και την ταχύτητα της νέας γενιάς του metal, χωρίς αυτό σε καμία στιγμή να ξεπέφτει σε εκμοντερνισμό. Κυριαρχούν οι φορτισμένες μελωδίες, τα καθαρά κουπλέ και τα κοψίματα που παίρνουν κεφάλια. Τα “Tomorrow’s No Concern”, “I’m Ready”, “Become The Storm” Και το ομώνυμο “For The Love Of Metal” είναι τα πλέον χαρακτηριστικά. Υπεύθυνοι γι΄αυτό – και εδώ είναι το πλέον ελπιδοφόρο – είναι μια συμμαχία νεαρών metal μουσικών που δεν πρόλαβαν καν τον Dee στην ακμή του, μεταξύ ’84 και ’85.
«Η κόρη μου με τράβαγε καιρό σε συναυλίες ακραίου μέταλ, metalcore και τέτοια. Κάθε φορά, έρχονταν μουσικοί, φανς, πρόσωπα νέα, της σημερινής σκηνής και ήθελαν να με χαιρετήσουν, να φωτογραφηθούν μαζί μου, να μου σφίξουν το χέρι. Αλλά παρ’ όλα αυτά, δεν είχα αντιληφθεί για καλά το τί σήμαινα συνολικά σαν παρουσία στην οικογένεια του metal.. με το που μαθεύτηκε ότι είπα ναι στο project άρχισαν να έρχονται για να συμμετάσχουν, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς χρήμα, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συμβόλαιο, χωρίς σχέδια προώθησης, πολλά ταλαντούχα νεαρά παιδιά. Ένιωσα τυχερός που σημαίνω τόσα πολλά σε αυτά τα παιδιά, τόσα χρόνια μετά. Και θέλω να πιστεύω ότι πηγαίνει πιο μακριά από τη μουσική που έγραψα. Πάει σε όλα αυτά που είχα πει τότε στην Ουάσινγκτον. Από τότε, πολλά παιδιά είχαν βρει σε μένα μια φωνή που τους εκπροσωπούσε».
«Όταν ξεκίνησα να ακολουθώ το moοd του λικού αυτού δεν μπορούσα να σταματήσω, τρεφόμουν από την έμπνευση που είχαν όλα αυτά τα παιδά για μένα. Έβαλα μέσα στο υλικό αυτό όλο μου το είναι, γιατί αυτή η μουσική για μένα είναι όλη μου η ζωή: το να την ακούω, να παίζω, να την τραγουδάω, να ροκάρω».
Πέρα από τον Jamey Jasta και τον 36χρονο παραγωγό και ντράμερ Nick Bellmore και τον αδελφό του Charlie των KINGDOM OF SORROW, συμμετέχουν οι Howard Jones (πρώην KILLSWITCH ENGAGE), Mark Morton των LAMB OF GOD, η Alissa White-Gluz των ARCH ENEMY (ντουέτο με τον Snider στο αντι-bullying “Dead Hearts”), Joel Grind και ο Nick Bellmore των TOXIC HOLOCAUST.
Δεν υπάρχει επίλογος, ούτε πρόλογος. Ο άνθρωπος αυτός τα λέει όλα:
«Γουστάρω το metal. Πάντα το γούσταρα. Ήμουν εκεί πριν καν αρχίσει να λέγεται metal, τότε λεγόταν hard rock. Στο πρώτο άλμπουμ των Zeppelin, στο πρώτο των Blue Cheer, το πρώτο των Grand Funk. Όλων αυτών που κατεδάφισαν τη γενιά του Γούντστοκ. Όπως είπε και ο Rob Halford, το να είσαι μέταλ είναι όπως το να είσαι πεζοναύτης Μια φορά είναι αρκετή για να είσαι headbanger μια ζωή ολόκληρη. Θυμάμαι, ήμασταν σε μια πτήση με τον μακαρίτη A.J. Pero. Εγώ είχα κλείσει τα 60, εκείνος θά’ ταν κάπου 55. Βάλαμε τα ακουστικά και τα κουμπώσαμε στο ίδιο μέταλ άλμπουμ. Ταξιδεύαμε στην πρώτη θέση και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να χτυπάμε ρυθμικά τα πόδια μας και τα πλαϊνά στις δερμάτινες θέσεις. Αν κάποιος δε μας ήξερε θα έβλεπε δύο τύπους γερασμένους να την βρίσκουν σιωπηλά, πετώντας κάτι “Yeah!”, τραγουδώντας σκόρπιους στίχους δυνατά. Πιάσαμε να τραγουδάμε, πριν το συνειδητοποιήσουμε. Αυτό λοιπόν, δε φεύγει με τίποτα. Ποτέ. Και είμαι πολύ χαρούμενος που δεν φεύγει. We are all fucking metal».
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.