Το σπουδαίο Αμερικάνικο συγκρότημα στις
αρχές της δεκαετίας του ’70, για ορισμένους “ειδικούς” πρέπει να ήταν
το πιο μισητό ροκ γκρουπ του πλανήτη. Ο πραγματικός λόγος δεν είχε να
κάνει με το κοινό που τους λάτρευε αλλά με το μένος των κριτικών
εναντίον τους, που χρησιμοποιούσαν απαξιωτικούς και μειωτικούς
χαρακτηρισμούς λες και επρόκειτο για τους πιο ατάλαντους μουσικούς.
Βέβαια στην πραγματικότητα ίσχυε ακριβώς το αντίθετο αφού οι Grand Funk Railroad κυκλοφορούσαν σπουδαία άλμπουμ (“Closer to Home”, “Survival”, “We're an American Band”, "Shinin' On")
και έκαναν υψηλές πωλήσεις και το κυριότερο ο κόσμος γέμιζε τα στάδια
όπου έπαιζαν, μιας και κάθε τους live εμφάνιση ήταν ηλεκτρισμένη και
σαρωτική.Όλη αυτή η αντιπάθεια προερχόταν όπως αποκάλυψε, ο συντοπίτης και πασίγνωστος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Michael Moore (μεγάλος οπαδός των Δημοκρατικών), διότι η μπάντα δεν ήταν δημιούργημα των δισκογραφικών εταιριών και των δημοσιογράφων αλλά γεννήθηκε σε μία βιομηχανική περιοχή, μέσα σε μία εργατούπολη (στο Φλιντ του Μίσιγκαν σχετικά κοντά στο Ντιτρόιτ) και εξέφραζε τον μέσο σκληρά εργαζόμενο Αμερικανό πολίτη. Και να σκεφθεί κανείς ότι οι Grand Funk δεν ήταν μία “αριστερή”, μπάντα λόγω της εργατικής καταγωγής των μελών της, το αντίθετο θα λέγαμε (οι στίχοι τους ήταν πιο κοντά στο ύφος των Ρεμπουπλικάνους) αλλά το μίσος των media και της ροκ ελίτ εναντίον τους ήταν ανεξήγητη αλλά και προσβλητική αφού τόσο η ιστορία όσο και η ροκ διαδρομή που έκαναν τους διέψευσαν όλους πανηγυρικά.
Οι Grand Funk από την μέρα που ξεκίνησαν και σε όποιο μέρος και έπαιζαν γινόταν χαμός και κατόρθωσαν με το σπαθί τους να επιβληθούν στην παγκόσμια ροκ βιομηχανία χάριν των οπαδών τους. Η ισοπεδωτική τους εμφάνιση τους Atlanta International Pop Festival (1969), στο ξεκίνημα της καριέρας τους απλά επιβεβαίωνε πόση τεράστια ροκ ενέργεια διοχέτευαν σε όσους τους παρακολουθούσαν.
Χαρακτηριστική της αντιπάθεια είναι μία αποκάλυψη, ότι υπήρξε κριτικός του μουσικού περιοδικού “Rolling Stone” που έβαλε μπροστά στην γραφομηχανή του, το εξώφυλλο του άλμπουμ των Grand Funk Railroad με τίτλο, “All the Girls in the World Beware!!!" και το “έθαψε” χωρίς καν να το ακούσει!!!
Απλά για την ιστορία ότι το Rolling Stone, πολλά χρόνια αργότερα σε σχετικά αφιερώματα του παραδέχτηκε, (ο κριτικός David Fricke) ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για seventies χωρίς να έχουμε σημείο αναφοράς του Grand Funk Railroad.
Αντί για διάλυση προέκυψε… Frank Zappa!
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 και το συγκρότημα είναι κουρασμένο και σχεδόν στα πρόθυρα της διάλυσης.
Είχαν προηγηθεί βέβαια τρία εξαιρετικά άλμπουμ. Αρχικά το 1974 κυκλοφόρησαν τα “Shinin' On” και “All the Girls in the World Beware!!!” ενώ την μεθεπόμενη χρονιά κυκλοφορεί το εξίσου καλό “Born to Die” (1976) δείχνοντας την αστείρευτη συνθετική έμπνευση της μπάντας αλλά συνάμα δείχνει την δυναμική που είχαν πολλά γκρουπ εκείνης της δεκαετίας που τολμούσαν μέσα στην ίδια χρονιά να κυκλοφορούν δύο άλμπουμ.
Το 1976 η μπάντα είχε φτάσει στα όρια της ήδη είχε κυκλοφορήσει δέκα στούντιο άλμπουμ μέσα σε οκτώ χρόνια, δείχνοντας πόσο παραγωγικό και δημιουργικό σχήμα ήταν. Οπότε ότι ήταν να προσφέρουν μάλλον, το είχαν ολοκληρώσει και οι ίδιοι το είχαν συνειδητοποιήσει για τα καλά. Βέβαια είχαν πετύχει την μεγάλη ανατροπή, μιας και πολλοί κριτικοί που τους έθαβαν τα προηγούμενα χρόνια είχαν αναθεωρήσει και είχαν αποδεχτεί πόσο σημαντική μπάντα είναι οι Grand Funk. Άλλωστε αρκετοί τους θεωρούσαν πλέον ισότιμους με τους Rolling Stones και τους The Who.
Η πίεση, της δισκογραφικής τους, για έναν δίσκο επιπλέον ήταν έντονη ενώ οι ίδιοι αντί να προχωρήσουν στην διάλυση αποφάσισαν να κάνουν ακόμη έναν τελευταίο στούντιο άλμπουμ, ενδέκατο στην σειρά.
Αυτή την φορά όμως δεν θα έχουν στην παραγωγή ούτε τον θρυλικό μουσικό Todd Rundgren που τους βοήθησε να αποστομώσουν όλους τους κακοπροαίρετους κριτικούς αλλά ούτε και τον Jimmy Ienner που τους είχε προσφέρει τα μέγιστα στα δύο προηγούμενα άλμπουμ.
Η μεγάλη έκπληξη και το μεγάλο δέλεαρ, άκουγε στο όνομα του Frank Zappa και αιτία ήταν ο ντράμερ και τραγουδιστής Don Brewer.
“Προσπαθήσαμε να εξελιχθούμε στον ήχο μας σε κάτι πιο ντίσκο μιας και κυριαρχούσε εκείνην την περίοδο αλλά σκεφτήκαμε ότι για εμάς ήταν αδύνατο να κάνουμε ντίσκο μουσική αλλά μπορούμε να κάνουμε λίγο περισσότερη R & B. Σε αυτό μας είχε βοηθήσει και ο προηγούμενος παραγωγός μας ο Jimmy Ienner. Μάλιστα αυτό ήδη το είχαμε δοκιμάσει με την διασκευή που κάναμε στο “Some Kind of Wonderful” της σόουλ μπάντας των “Soul Brothers Six”, που υπήρχε στον δίσκο μας “All the Girls in the World Beware!!!”
Ένα κομμάτι των επιρροών μας ήταν και ο ήχος της Motown και καλλιτέχνες όπως οι Rascals.
Όταν όμως χώρισαν οι δρόμοι μας με τον Jimmy Ienner, ψάχναμε να βρούμε ένα ήχο ώστε να προσεγγίσουμε τη μουσική που έπαιζαν εκείνη την εποχή στα ραδιόφωνα. Καθοριστικό γεγονός για εμάς ήταν, κάποια στιγμή με τον πληκτρά Craig Frost είδαμε την σουρεαλιστική ταινία του Frank Zappa με τίτλο "200 Motels" και παρότι ήταν γυρισμένη το 1971 ανακαλύψαμε την ώρα που την παρακολουθήσαμε να ακούμε ξαφνικά τον Frank Zappa να μιλάει για τους Grand Funk Railroad!!!
Ενθουσιασμένοι με αυτό που ακούσαμε, από τα χείλη, του σπουδαίου μουσικού, πάμε στην MCA Records και τους λέμε τι συνέβη και παράλληλα τους προτείνουμε να αναλάβει την παραγωγή ο Frank Zappa στο επόμενο άλμπουμ μας. Τον καλούν από την δισκογραφική τις επόμενες μέρες στο τηλέφωνο, και έγινε η μεγάλη έκπληξη, αφού είπε το πολυπόθητο ΝΑΙ!!!”.
Παράλληλα όμως έπρεπε να μαζευτεί ξανά η μπάντα αφού ήδη ο κιθαρίστας και τραγουδιστής, Mark Farner ήταν στο αγρόκτημα του στο, Μίτσιγκαν και το είχε σίγουρο ότι δεν θα συνεχίσουν. Όμως η πρόκληση-πρόσκληση ήταν τόσο μεγάλη που ήταν αδύνατο να την αρνηθεί. Η ιστορία θα έγραφε ότι το φινάλε των Grand Funk θα είχε παραγωγό των Frank Zappa. Tι πιο ιδανικό για την υστεροφημία όλων και προπάντων για την ιστορία της μπάντας.
Το γκρουπ ξεκινά άμεσα τις πρόβες για τις νέες συνθέσεις με τον Frank Zappa να εξομολογείται τα παρακάτω σε μία συνέντευξη του για την δημιουργία του “Good Singin', Good Playin'”.
“Πήγα αρχικά και άκουσα το νέο υλικό τους. Μου έδωσαν κάποια προηγούμενα άλμπουμ να τα πάρω σπίτι για να τους ακούσω πιο συγκεντρωμένα. Μετά ξανασυναντηθήκαμε για να δούμε πώς αναπτύχθηκε το συγκεκριμένο καινούργιο υλικό ύστερα από πρόβες δύο μηνών που έκαναν. Είμαστε έτοιμοι πλέον να το ηχογραφήσουμε”.
Ως άριστοι μουσικοί και επαγγελματίες οι Grand Funk ηχογράφησαν τα κομμάτια μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες και τα φωνητικά μέσα σε μία εβδομάδα ύστερα από εντατικές πρόβες δύο μηνών. Μπορεί ο Frank Zappa όλο το διάστημα των ηχογραφήσεων να κάπνιζε ασταμάτητα και να έπινε τον έναν καφέ πίσω από τον άλλο, όμως αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα, με τι ταλαντούχους μουσικούς είχε να κάνει οπότε έδειχνε κι ο ίδιος ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα και να τους περιγράφει ως εξής:
"Οι Grand Funk είναι μία μεγάλη ανεξερεύνητη τεχνική μπάντα στον κόσμο, είναι πραγματικά καλοί άνθρωποι, έχουν μια πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ, και είναι από τους λίγους άνθρωπους που βγαίνουν στην ροκ βιομηχανία και μου αρέσουν ακόμη. Σίγουρα είναι σπουδαίοι τραγουδιστές αν και δεν είχα δώσει την ανάλογη προσοχή σε αυτούς πριν.
Tα τραγούδια…των “Grand Funk Zappa”
Το άλμπουμ κυκλοφορεί στις 2 Αυγούστου του 1976 και οι αντιδράσεις είναι θετικές.
O δίσκος ξεκινά με το υπέροχο, "Just Couldn't Wait" μία κλασσική αμερικάνικη ταξιδιάρικη μελωδία με το κιθαριστικό σόλο να την κάνει ακόμη πιο συναρπαστική. Ακολουθεί το "Can You Do It" σε πιο ταχείς ρυθμούς με τα ενδιάμεσα χορωδιακά φωνητικά του κιμπορντίστα Craig Frost να ανεβάζουν την όλη σύνθεση με ένα θορυβώδες φινάλε. Την εν λόγω σύνθεση την υπογράφει ο Richard Street μέλος και τραγουδιστής της soul μπάντας των The Temptations.
Το συναρπαστικό "Pass It Around" ακολουθεί ένα μίγμα rock, pop και rhythm and blues ρυθμών με τα φωνητικά να σε ξετρελαίνουν και την κιθάρα να ροκάρει στο τέλος ατελείωτα.
Το "Don't Let 'Em Take Your Gun" είναι από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ με την ενορχήστρωση πραγματικά να ζωγραφίζει και να δίνεται βάρος στα πλήκτρα του Mike Farner που σε αυτό το κομμάτι παίζει τα πλήκτρα αντί του Craig Frost. Στιχουργικά η συγκεκριμένη σύνθεση αναφέρεται σε ένα θέμα πολυσυζητημένο θέμα που δίχασε την αμερικάνικη κοινωνία περί όπλων και “πατριωτικού” καθήκοντος. Αντίθετα η επτάλεπτη μπαλάντα "Miss My Baby", είναι ένας μικρός ερωτικός λυγμός.
Το άλμπουμ συνεχίζει με το λίγων δευτερολέπτων χιουμοριστικό "Big Buns" που κάνει πάσα στο εκρηκτικό "Out to Get You", στο οποίο συμμετέχει και ο Frank Zappa, με την κιθάρα του.
Μία καταιγιστική ροκ σύνθεση με τις κιθάρες να σολάρουν ατελείωτα. Σε δήλωση του, ο ιδιοφυής μουσικός και παραγωγός του άλμπουμ δηλώνει ότι δεν του αρέσει καθόλου το κιθαριστικό του παίξιμο που προέκυψε από ανάγκη. Το θεωρεί ηλίθιο! (Εμείς πάντως αντιληφθήκαμε το αντίθετο…).
Ακολουθεί το "Crossfire", μία επική αργόσυρτη ροκ σύνθεση, με τις όμορφες ερμηνείες να κυριαρχούν ξανά ενώ το “1976” είναι ξεσηκωτικό χάριν του παιξίματος του μπασίστα Mel Schacher με στιχουργικές αναφορές στο αμερικάνικο όνειρο ταυτόχρονα σε αντίστοιχο τέμπο είναι και το "Release Your Love". To άλμπουμ κλείνει με το “καψούρικο” "Goin' for the Pastor", με την μπάντα να ροκάρει σε funky ρυθμούς.
Η κιθαριστική πανδαισία που δημιουργεί ο Mike Farner στο “Good Singin', Good Playin'” παραμένει σε υψηλό επίπεδο, δημιουργικός και γεμάτος ενέργεια ενώ η εναλλαγή στο μικρόφωνο με τον συνοδοιπόρο του Don Brewer κάνει τους Grand Funk Railroad να τυγχάνουν καθολικής αποδοχής.
Στην επανέκδοση του άλμπουμ σε cd αρκετά χρόνια αργότερα υπάρχει και το τρομερό "Rubberneck" που δεν υπήρχε στο βινύλιο. Μία εξαιρετική σύνθεση που φαίνεται ότι έχει βάλει για τα καλά το χεράκι του ο Frank Zappa (συμμετέχει στα backing vocals) με χιουμοριστικούς στίχους, ρυθμικές γραμμές αλλά κυρίως με φωνητικές μελωδίες να παραπέμπουν στην μουσική ψυχοσύνθεση του Frank Zappa.
Δυστυχώς μετά την κυκλοφορία του “Good Singin', Good Playin'”, η μπάντα διέλυσε χωρίς καν να περιοδεύσει κάτι που εξέπληξε ακόμη και τον Frank Zappa, ο οποίος αποκαλύπτει αρκετά αργότερα σε μία συνέντευξη του:
"Η μπάντα είχε διαλύσει ουσιαστικά από την μέρα που ηχογραφούσαν τα φωνητικά και έπρεπε να τους συγκρατήσω". Δυστυχώς υπερίσχυσαν οι εγωισμοί και οι πικρίες, με αποτέλεσμα το αμερικάνικο σχήμα να κλείσει την πορεία του με ένα πολύ καλό δίσκο αλλά με ντροπιαστικό τρόπο.
Στην δεκαετία του ’80 έγινε μία απόπειρα ώστε να ξαναγεννηθούν αλλά έμεινε μόνο στην κυκλοφορία ενός μόνου άλμπουμ “What's Funk?” (1983) ενώ την δεκαετία του ’90 επανήλθαν με μερικά live show και κατάφεραν να παίξουν μπροστά σε κοινό 250 χιλιάδων ανθρώπων!
Επίσης μέχρι και σήμερα παίζουν live, σε διάφορα φεστιβάλ αποδεικνύοντας, ότι αν και έχουν περάσει ηλικιακά τα 70, συνεχίζουν να ροκάρουν ασταμάτητα!
Τέλος για να κατανοήσουν οι νεότεροι το μεγαλείο των Grand Funk Railroad να τους αναφέρουμε ότι χρωστούν την ύπαρξη τους μπάντες όπως οι: Van Halen, KISS, Bon Jovi, The White Stripes, Queens of the Stone Age και Buckcherry.
Φώτης Μελέτης