Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

The Cure: "Disintegration"

 The Cure - Disintegration - CD | Dirty Noise Record Store

Η ημέρα 26η Οκτωβρίου 2016, ξημερώματα, με βρίσκει να ταξιδεύω μέσα σε ένα λεωφορείο, ανάμεσα σε αγνώστους, έχοντας όμως όλοι έναν κοινό προορισμό: τη Βουδαπέστη και τη συναυλία των Cure που λαμβάνει χώρα τη μεθεπόμενη.

Έχοντας ανάμικτα ήδη συναισθήματα για την ξαφνική (και κάπως περίεργη τουλάχιστον για τα μάτια των άλλων) απόφαση να πραγματοποιήσω ένα τόσο μεγάλο ταξίδι φθινοπωριάτικα ενώ εκκρεμούν βαριές επαγγελματικές (και οικογενειακές) υποχρεώσεις, βρίσκω άλλοθι σε γνωστό απόφθεγμα:
Μα όλα τα ωραία στη ζωή έτσι δεν γίνονται, απρόοπτα και χωρίς σχέδιο;

Σκέψεις σκόρπιες και ευκαιρία για περισυλλογή σε ένα ταξίδι που όσο περνάει η ώρα φαντάζει όλο και πιο μακρινό.
Σύνορα, οι απαραίτητοι έλεγχοι με τις εντεύθεν καθυστερήσεις, αναγκαίες στάσεις ….. και όλα αυτά να μεγαλώνουν την αναμονή. Κάποια στιγμή, ο οδηγός μας μεταφέρει τον διάλογο που είχε με υπάλληλο στα σύνορα. Όταν ρωτήθηκε ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε εκείνος με φυσικότητα απάντησε: «Γκρουπ από τη Θεσσαλονίκη που πηγαίνει στη Βουδαπέστη για συναυλία των Cure». Η απάντηση από τον υπάλληλο ήταν αυθόρμητη:
«Μα καλά, τρελοί είστε ;». Η συνοιδοπόρος του μπροστινού καθίσματος ανταποκρίθηκε ολόσωστα: «Τώρα το καταλάβατε;».
Μέσα στο κλίμα αυτό σκέφτομαι ότι πράγματι, έτσι είναι, και ότι για να γίνει κάποιος φαν των Cure πρέπει πρώτα να ξεπεράσει τα συμβατικά όρια στα μουσικά γούστα. Μόνο έτσι θα μπορέσει να διαβεί τα μονοπάτια που εκείνοι χάραξαν με τη μουσική τους, μια μουσική διαποτισμένη από απόγνωση, σκληρότητα αλλά και υπέρμετρη ευαισθησία, όπως δηλαδή ακριβώς είναι και η ζωή η ίδια.


Τα παραπάνω στοιχεία είναι αυτά ακριβώς που κυριαρχούν στο αριστουργηματικό "Disintegration", το όγδοο studio άλμπουμ του συγκροτήματος που κυκλοφόρησε στις 2 Μαϊου 1989 και συμπληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε με τα "Head on the door" και "Kiss me kiss me kiss me".
Κατά γενική ομολογία το άλμπουμ αυτό, σκοτεινά σαγηνευτικό και διαποτισμένο από μια μόνιμη μελαγχολία, αναδεικνύεται από κοινό και κριτικούς ως η καλύτερη δουλειά που είχαν να επιδείξουν οι Cure στη μέχρι τότε πορεία τους, αλλά – κατά πολλούς – και μέχρι σήμερα. Μακριά από τα «εύκολα» εμπορικά κομμάτια που τους έκαναν γνωστούς, το "Disintegration" κατάφερε να μετουσιώσει τις πρώτες εσωτερικές αναζητήσεις που εκδήλωσε το γκρουπ ήδη από τις αρχές του ’80, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η επίδραση της κατάθλιψης και της χρήσης παραισθησιογόνων ουσιών από τον Smith.
Όλα τα κομμάτια, ένα προς ένα, συνθέτουν έναν κόσμο λυρικό, αισθησιακής περισυλλογής και σκοτεινού πάθους όπου κυριαρχούν ανέλπιδες καταστάσεις, αλλά την ίδια στιγμή συντίθεται μία πολύχρωμη πραγματικότητα από την οποία αναβλύζει τελικά η πολυπόθητη αχτίδα φωτός στα αδιέξοδα που καταδείχθηκαν.
Μέσα σε όλα αυτά ο θάνατος δεν φαντάζει ως απειλή, είναι η αναπόφευκτη κατάληξη που μπορεί να προσφέρει ζεστασιά και θαλπωρή όταν τελειώσει το ταξίδι της ζωής. Σε αυτό τον σκοπό συμβάλλουν με απόλυτη επιτυχία οι «μελαγχολικές» κιθάρες και τα «πένθιμα» keyboards που με πραγματική μαεστρία ξέρει να καθοδηγεί ο Smith.
Τα φωνητικά εξάλλου είναι εύστοχα λιγοστά αφήνοντας τις ψυχεδελικές μελωδίες να κυριαρχούν.
 

Αν και "Disintegration" ο τίτλος, ο οποίος επιλέχθηκε σε μια περίοδο αντιθέσεων μεταξύ των μελών του γκρουπ, η συνοχή είναι εκείνη που κύρια χαρακτηρίζει τα κομμάτια μεταξύ τους δημιουργώντας μια ιδιοφυή αλληλουχία στις καταστάσεις που περιγράφονται.
Opening track (ιδανικά) το "Plainsong", χτυπάει στα αυτιά σαν μια βροντή που σε εισάγει αυτόματα στον παράξενο κόσμο των Cure, μέσα από την παρουσία και τα λόγια ενός κοριτσιού που συγκρίνει τον καιρό με τον θάνατο και εκφράζει το παράπονο ότι ήδη αισθάνεται σαν γέρος. Μετά από μια τέτοια εισαγωγή, είσαι πλέον έτοιμος για όλα. Ακολουθεί (ως «χαλαρωτικό» διάλειμμα) το πιο συμβατικό "Pictures of You".
Ξεπερνώντας σε διάρκεια τα 8 λεπτά μας φέρνει αντιμέτωπους με τον θλιμμένο δημιουργό του, που αναπολεί κάποια παλιά αγάπη κοιτάζοντας μια συλλογή από φωτογραφίες. Η γλυκιά λύπη του μετουσιώνεται σε τέτοιο βαθμό που μας κάνει να ευχόμαστε να μην επιστρέψει ποτέ αυτή η κοπέλα.
Τρίτο κατά σειρά το "Closedown", με το οποίο δηλώνεται αμετάκλητα ότι «τελείωσε ο χρόνος» μέσα από τη συνοδεία μελωδικών synths. Αμέσως μετά ακολουθεί το περίφημο "Love Song", το γαμήλιο δώρο του Smith στη σύζυγό, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα ένα από τα ομορφότερα τραγούδια αγάπης που γράφτηκαν ποτέ.
Εξάλλου, η δήλωση απερίφραστου έρωτα από έναν κατεξοχήν καταθλιπτικό δημιουργό αποτελεί μια ούτως ή άλλως σπάνια μουσική συγκυρία. Φυσικά η αιώνια ευτυχία είναι μια ουτοπία (κατά τον Smith), γεγονός που μας καταδεικνύεται αρκετά εύγλωττα με το "Last dance": η σχέση έχει δοκιμαστεί, ο καιρός έχει περάσει και το τέλος που πλησιάζει είναι χειρότερο και από τον χωρισμό. Σε όλα αυτά όμως έρχεται να μας κλείσει το μάτι το «ονειρικό» και υπνωτικό «Lullaby» - μια μεγάλη εμπορική επιτυχία - που μας μεταδίδει την αίσθηση που αποκόμισε ο Smith από τη χρήση ναρκωτικών.
Στη συνέχεια, ο ψυχεδελικός ήχος μιας κιθάρας μας εισάγει στο «μισανθρωπικό» "Fascination Street", συνθέτοντας μια παράξενη χορευτική μελωδία με σεξουαλικά υπονοούμενα. Τη σκυτάλη παίρνουν τα βουτηγμένα στην απελπισία αλλά απλά εξαιρετικά "Prayers for rain", "Same deep water as you" και "Disintegration" (το τελευταίο με αυτοκτονικές τάσεις), ενώ η μαύρη διάθεση κάπως μετριάζεται με τα δύο τελευταία κομμάτια "Homesick" και "Untitled". 
Ως αποτέλεσμα λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα αληθινό αριστούργημα πραγματικής μουσικής ωριμότητας που δικαίως το περιοδικό "Rolling Stone" το κατέταξε ανάμεσα στα 500 πιο σημαντικά άλμπουμ όλων των εποχών. Γι’ αυτό όσοι το έχουν στην κατοχή τους ας το λιώσουν στην κυριολεξία ακούγοντας το δυνατά.

Mαίρη Γεωργιάδου

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Jefferson Starship: Ταξίδι με 20+1 αγαπημένα τραγούδια

 


Οι Αμερικανοί Jefferson Starship κατάγονται από το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια και δημιουργήθηκαν το 1974 από τις στάχτες του περίφημου ψυχεδελικού ροκ συγκροτήματος Jefferson Airplane.
Βασικός πυρήνας ήταν ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Paul Kantner, παρέα με την σπουδαία ερμηνεύτρια Grace Slick, τον πολυοργανίστα και συνθέτη David Freiberg (Quicksilver Messenger Service), τον κιθαρίστα Craig Chaquico, τον ντράμερ John Barbata, τον μπασίστα Pete Sears (Rod Stewart), τον Marty Balin (φωνητικά) και τον βιολινίστα Papa John Creach.
Αυτή η ομάδα ηχογράφησε μαζί τα τέσσερα πρώτα άλμπουμ ενώ η Slick και ο Balin αποχώρησαν και οι δύο από το συγκρότημα το 1978, αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη να προσλάβουν τον Mickey Thomas ως αντικαταστάτη τους και ο οποίος έδωσε ένα πιο aor ύφος στις συνθέσεις των μετέπειτα άλμπουμ.
Η Slick επέστρεψε στο γκρουπ το 1981 και συνοδεύτηκε με μικρή επιτυχία στα chart. Ο Kantner παραιτήθηκε το 1984 απογοητευμένος από την καλλιτεχνική κατεύθυνση του γκρουπ και κινήθηκε νομικά για τη χρήση του ονόματος καθώς τα υπόλοιπα μέλη αφού πήραν το μερίδιο που τους αναλογούσε δημιούργησαν τους Starship, με τους οποίους γνώρισαν τεράστια εμπορική επιτυχία. Όμως τα δικαιώματα του ονόματος Jefferson Starship ανήκαν πλέον στην Grace Slick και στον μάνατζερ της μπάντας Bill Thompson.
Ο Kantner αρκετά χρόνια αργότερα ξαναπήρε τα δικαιώματα και αναμόρφωσε ξανά τους Jefferson Starship προσθέτοντας την επωνυμία The Next Generation ενώ το 1992 και έκανε τακτικές περιοδείες κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας και στον 21ο αιώνα. Μετά τον θάνατο του Kantner το 2016, η ομάδα συνέχισε με νέα μέλη και τον David Freiberg μοναδικό εναπομείναντα.

Οι Jefferson Starship έχουν κυκλοφορήσει συνολικά 11 στούντιο άλμπουμ και η περίοδος που μεγαλούργησαν ήταν μεταξύ 1974 και 1984 ενώ οι οκτώ πρώτοι δίσκοι που κυκλοφόρησαν έγιναν χρυσοί ή πλατινένιοι από πλευρά πωλήσεων με αποκορύφωμα το άλμπουμ "Red Octopus" που έγινε διπλά πλατινένιο, φτάνοντας στο Νο. 1 στο Billboard 200 chart το 1975.
 
Οι Jefferson Starship είχαν αρκετές σημαντικές αλλαγές στα μέλη τους και αρκετές προστριβές μεταξύ τους (μηνύσεις, αγωγές και τα σχετικά που στο τέλος πάντα διευθετούνται) διατηρώντας παράλληλα το όνομα Jefferson Starship.
Το όνομα του συγκροτήματος αποσύρθηκε το 1984, αλλά επανήλθε το 1992 από την αναβίωση του γκρουπ υπό τον Paul Kantner, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατό του το 2016 αν και η μπάντα συνεχίζει να υφίσταται με μοναδικό ιδρυτικό μέλος τον David Freiberg ο οποίος είναι γεννημένος το 1938 (!!!) και το 2020 κυκλοφόρησαν το αξιόλογο "Mother of the Sun". 
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1998 κυκλοφόρησαν το θαυμάσιο "Windows of Heaven" που ηχητικά κινείται σε πιο Jefferson Airplane ρυθμούς και το 2008 το  "Jefferson's Tree of Liberty" που περιλαμβάνει διασκευασμένες παραδοσιακές συνθέσεις από την Ιρλανδία, Λατινική Αμερική και Αγγλία.
Οι πρώτοι δίσκοι της μπάντας των είχαν έναν συνδυασμό λίγο από όλα που ξεκίναγε με ροκ και ψυχεδελικές μελωδίες αλλά δεν έλειπαν οι latin και funky ρυθμοί. Η σημαντική αλλαγή στον ήχο τους συνέβη με τον δίσκο "Modern Times" (1981) όπου οι συνθέσεις έγιναν πιο μελωδικές και aor και χάριν της ερμηνευτικής δεινότητας του Mickey Thomas αλλά ήταν και απαίτηση της δισκογραφικής τους εταιρίας ελέω ΜΤV ώστε να κάνουν ακόμη περισσότερες εμπορικές επιτυχίες. 
Βέβαια τα πρώτα σημάδια της αλλαγής είχαν φανεί με το προηγούμενο δίσκο τους "Freedom at Point Zero" (1979)  και το υπέροχο τραγούδι "Jane".
 

Παρακάτω επιλέγουμε μερικές από τις πιο αγαπημένες συνθέσεις Jefferson Starship με το ανάλογο σχόλιο μας.
 
"Ride the Tiger"
Album: "Dragon Fly" (1974)
Το ντεμπούτο άλμπουμ τω Αμερικανών δεν κάνει ιδιαίτερη επιτυχία ενώ το πνεύμα των Jefferson Airplane παραμένει ζωντανό όπου κυριαρχεί αυτό που λέμε "αυθαίρετα" το χίπικο ροκ. Τόσο η κιθάρα του Paul Kantner όσο και τα διπλά φωνητικά μας χαρίζουν ένα θαυμάσιο κομμάτι.

"Miracles"
Album: "Red Octopus" (1975)
Με το δεύτερο άλμπουμ τους οι Jefferson Starship κτυπούν την κορυφή των ΗΠΑ τσαρτ και οι πωλήσεις εκτοξεύονται. Η συγκεκριμένη σύνθεση είναι εμπνευσμένη από τον Ινδό γκουρού Sathya Sai Baba και ουσιαστικά είναι μια ωραία, καλά ενορχηστρωμένη ερωτική μπαλάντα που φέρνει την υπογραφή του Marty Balin και έφτασε μέχρι το νο 3 του Billboard.

"Play on Love"
Album: "Red Octopus" (1975)
Η συμβολή του βιολινίστα Papa John Creach και των πλήκτρων στην εν λόγω σύνθεση είναι σημαντική αλλά η ερμηνεία της Grace Slick είναι εξίσου απολαυστική δίνοντας ένα πιο χαρούμενο χαρακτήρα.
 

"Ηot Water"
Album: "Spitfire" (1976)
Δυναμική ροκ σύνθεση με την Grace Slick να την απογειώνει με την ερμηνεία της σε μία ξέφρενη εκτέλεση. Τα εύσημα ανήκουν και στον μπασίστα Pete Sears που είναι και ο εμπνευστής του κομματιού.

"St. Charles"
Album: "Spitfire" (1976)
Ένα ταξιδιάρικο κομμάτι σε μουσική των Kantner και Chaquico αλλά αυτό που χαρακτηρίζει την σύνθεση είναι οι ποιητικοί στίχοι βάζοντας ένα Άγιο να τραγουδά για την αγάπη. Εξίσου δυνατό σημείο και το κιθαριστικό σόλο.

"Count on Me"
Album: "Earth" (1978)
Εδώ την σύνθεση υπογράφει ο παραγωγός Jesse Barish που βοηθούσε το σχήμα αλλά δεν ήταν επίσημο μέλος του. Μια γλυκιά μπαλάντα που κυριαρχεί το πιάνο και σκαρφάλωσε μέχρι το νο 8 των ΗΠΑ τσαρτ.
 "Runaway"
Album: "Earth" (1978)
Ακόμη μία όμορφη μπαλάντα με την υπέροχη φωνή του Marty Balinκαι είναι γραμμένη από τον Nicholas Q. Dewey ενώ έφτασε  στο #12 στο αμερικανικό Billboard Hot 100.
 

"Jane"
Album: "Freedom at Point Zero" (1979)
Ένα από τα κορυφαία τραγούδια των Jefferson Starship όπου πλήκτρα, κιθάρες και φωνητικά δημιουργούν μία μοναδική μελωδική ροκ πανδαισία και κατάφερε να φτάσει το #14 των ΗΠΑ τσαρτ ενώ το περιοδικό Billboard το αποθέωσε στην κριτική του.
 
"Rock Music"
Album: "Freedom at Point Zero" (1979)
Στο συγκεκριμένο άλμπουμ ντεμπούτο με την μπάντα εκτός από τον τραγουδιστή Mickey Thomas έκανε και ο πολύπειρος ντράμερ Aynsley Dunbar που μόλις είχε φύγει από τους Journey παίζοντας εδώ σε μία κλασική αμερικάνικη δυναμική ροκ σύνθεση.
 
 "Just the Same"
Album: "Freedom at Point Zero" (1979)
Από τα τραγούδια που έχουν μία ξεχωριστή γοητεία και τρομερή ενορχήστρωση με τον Mickey Thomas να εντυπωσιάζει τόσο με το πάθος του όσο και με τις υψηλές φωνητικές του επιδόσεις.
 
"Find Your Way Back"
Album: "Modern Times" (1981)
Όλο το άλμπουμ έχει έναν aor χαρακτήρα με το MTV να δίνει αρκετό βήμα στους Jefferson Starship για ευνόητους λόγους. Θαυμάσια μελωδική σύνθεση που φέρει τη υπογραφή του κιθαρίστα Craig Chaquico.
 
"Stranger"
Album: "Modern Times" (1981)
Η Grace Slick έχει επιστρέψει στην μπάντα μετά από τρία χρόνια απουσίας κάνοντας μία υπέροχη ερμηνεία και μαζί με τα επίμονα τύμπανα του Aynsley Dunbar μας χαρίζουν μία εκπληκτική σύνθεση.
 
"Save Your Love"
Album: "Modern Times" (1981)
Λιτή, όμορφη σύνθεση χωρίς να εντυπωσιάζει αλλά με ένα ρεφρέν που σου κολλάει το μυαλό. Όλα αυτά με την σφραγίδα του μπασίστα Pete Sears.
 
"Winds of Change"
Album: "Winds of Change" (1982)
Μία μελαγχολική-νοσταλγική σύνθεση όπου το φωνητικό ντουέτο των Grace Slick και Mickey Thomas μόνο ανατριχίλες μπορεί να προκαλέσει. 

"Be My Lady"
Album: "Winds of Change" (1982)
Πάλι ο μπασίστας Pete Sears αναδεικνύει το συνθετικό του ταλέντο γράφοντας μία πανέμορφη μπαλάντα ενώ το αντίστοιχο βίντεο κλιπ δημιουργεί μία ανάλογη ατμόσφαιρα.
 
 "Can't Find Love"
Album: "Winds of Change" (1982)
Απίθανο κομμάτι που ξεκινά ήρεμα και ατμοσφαιρικά και εξελίσσεται σε μία ορμητική μελωδική ροκ σύνθεση.
 
"No Way Out"
Album: "Nuclear Furniture" (1984)
Κλασική aor σύνθεση, την οποία υπογράφει ο Αυστριακός παραγωγός Peter Wolf και η γυναίκα του Ina (καμία σχέση με τους J. Geils Band) ενώ το ανάλογο βίντεο κλιπ αποτελεί τον ορισμό της '80ς αισθητικής.
 
 
"Layin' It on the Line"
Album: "Nuclear Furniture" (1984)
Σε αυτό το άλμπουμ ο Paul Kantner, είχε αγανακτήσει με τη πορεία του γκρουπ σε σημείο να κλέψει τις ταινίες των ηχογραφήσεων και δεν θα τις επέστρεφε αν δεν είχε τον πρώτο λόγο στην μίξη του δίσκου. Τελικά του έγινε το χατίρι  αλλά μετά την κυκλοφορία αποχώρησε από την μπάντα. Το εν λόγω τραγούδι έχει και κοινωνικοπολιτικό στίχο.
 
"Sorry Me, Sorry You"
Album: "Nuclear Furniture" (1984)
Μοναδική αλλά αδικημένη σύνθεση για τους Jefferson Starship . Φανταστικό ρεφρέν με το φωνητικό ντουέτο των Grace Slick και Mickey Thomas  να σε καθηλώνουν με τις ερμηνείες τους. Από τους απόλυτους AOR ύμνους!
 

"Let me fly"
"Windows of Heaven" (1998)
Μετά την διάλυση της μπάντας στα μέσα των '80ς και την μετατροπή τους σε Starship, οι εναπομείναντες Jefferson Starship επιστρέφουν στα τέλη του περασμένου αιώνα με μόνα αρχικά μέλη τους Paul Kantner και Marty Balin. Αξιοπρεπέστατο άλμπουμ με πολλές sixties αναφορές. 

"Setting Sun"
Album: "Mother of the Sun" (2020)  
Το 2016 πεθαίνει ο Paul Kantner και το 2018 αποβιώνει ο Marty Balin με αποτέλεσμα να επιστρέψει στους Jefferson Starship ο David Freiberg στα 82 του (!!!) μαζί με τον Pete Sears δημιουργώντας ένα όντως εξαιρετικό Ε.Ρ. με το "Setting Sun" να είναι μία συναρπαστική σύνθεση.
 
Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

Schon & Hammer: H άγρια μελωδική πλευρά της jazz rock

 Schon & Hammer: Untold Passion / Here To Stay – Proper Music

Τι συμβαίνει άραγε όταν δύο μεγάλες μουσικές προσωπικότητες συναντιούνται και οι οποίες έχουν διαφορετικές ηχητικές αφετηρίες; Οι απαντήσεις ποικίλουν αλλά πάντα έχει ενδιαφέρον να ψάχνεις και να ανακαλύπτεις την γοητεία άλμπουμ που έχουν μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα.

Κάτι ανάλογο συνέβη με την σημαντική συνάντηση δύο σπουδαίων μουσικών στις αρχές της δεκαετίας του '80, η οποία ακόμη και σήμερα μνημονεύεται για το εξαιρετικό αποτέλεσμα της. Ο λόγος για την συνεργασία του Neal Schon με τον Jan Hammer που μας χάρισαν δύο πολύ καλά άλμπουμ με το πρώτο να κερδίζει τις εντυπώσεις.
Ας δούμε όμως συνοπτικά την πορεία των δύο μουσικών και έπειτα να παρουσιάσουμε τις δύο στούντιο κυκλοφορίες τους.

O Τσεχο-Αμερικανός jazz-rock οργανίστας Jan Hammer είχε από την παιδική του ηλικία όλα τα εφόδια για να γίνει ένας μεγάλος μουσικός.
Γεννημένος στην Πράγα, τον Απρίλιο του 1948, η μητέρα του ήταν επαγγελματίας τραγουδίστρια και πατέρας του ήταν γιατρός αλλά λάτρης της κλασικής μουσικής μιας έπαιζε Vibraphone και μπάσο. Από τεσσάρων ετών ξεκίνησε την διδασκαλία πιάνου και στο γυμνάσιο έφτιαξε ένα jazz τρίο με το οποίο κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ το 1968 με τίτλο "Malma Maliny".
Εκείνη την περίοδο όμως εισέβαλαν οι Σοβιετικοί στην Πράγα, και ο J. Hammer διέκοψε αναγκαστικά τις σπουδές του με συνέπεια να αναγκαστεί να πάει στις ΗΠΑ ώστε να τις συνεχίσει εκεί, λαμβάνοντας υποτροφία από το Berklee School of Music.


Το μουσικό ταλέντο και συνθετική του ιδιοφυΐα εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους Mahavishnu Orchestra, ένα σχήμα που έπαιζαν τα "ιερά τέρατα" της jazz/fussion μουσικής όπως ο κιθαρίστας John McLaughlin, ο μπασίστας Rick Laird, ο ντράμερ Billy Cobham και ο βιολινίστας Jerry Goodman. Εκτός από τον άριστο περφεξιονισμό του, ο J. Hammer ξεχώρισε και από ένα άλλο γεγονός ότι ήταν o πρώτος που έπαιξε με το συνθεσάιζερ Minimoog Moog επί σκηνής.
Έπειτα όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους αφού ακολούθησε η συνεργασία με τον κιθαρίστα Jeff Beck και με τον θρυλικό Al Di Meola καθώς και επιλεγμένες σόλο κυκλοφορίες.
Η μεγάλη επιτυχία όμως για τον Jan Hammer και ο δικός του προσωπικός θρίαμβος ήρθε με το εξαίσιο ορχηστρικό θέμα με τίτλο "Crockett's Theme" της πετυχημένης τηλεοπτικής αστυνομικής σειράς "Μiami Vice" τo 1985. Το συγκεκριμένο soundtrack κατόρθωσε να σκαρφαλώσει στο νούμερο ένα των Αμερικάνικων charts και να γίνει τέσσερις φορές πλατινένιο.
Πριν όμως από αυτή την κομβική και καθοριστική στιγμή για τον Jan Hammer με την οποία τον έμαθε όλη η υφήλιος είχαν προηγηθεί δύο στούντιο κυκλοφορίες με τον κιθαρίστα των Journey Neal Schon.
Ο Αμερικανός κιθαρίστας γεννημένος στις 27 Φεβρουαρίου του 1954, είχε κι αυτός την τύχη, οι γονείς του να λατρεύουν την μουσική μιας και η μητέρα του ήταν τραγουδίστρια και ο πατέρας του ήταν jazz παραγωγός και παράλληλα τενόρος /σαξοφωνίστας. Ο Γερμανοιταλικής καταγωγής Neal Schon έδειξε από πιτσιρικάς το μεγάλο του ταλέντο, με σημείο αναφοράς την παρουσία του ως κιθαρίστας στη μπάντα του C. Santana εμφανιζόμενος μάλιστα στο περίφημο Woodstock σε ηλικία μόλις 17 ετών ενώ συμμετείχε και σε δύο άλμπουμ τα: "Santana III' (1971) και "Caravanserai" (1972) ενώ μετά δημιούργησε τους Azteca.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή αφού σχηματίζει τους Journey με τους οποίους μεγαλουργεί, κάνει σόλο κυκλοφορίες ενώ δημιουργεί κι άλλα γκρουπ (
HSAS, Hardline, Bad English).
Την περίοδο λοιπόν που οι Journey έχουν κάνει την μεγάλη εμπορική στροφή με το εξαιρετικό "Escape" (1981), o Neal Schon αναζητούσε μία μουσική δραπέτευση που θα συνδύαζε τις art/jazz ενορχηστρώσεις, τις aor μελωδίες και παράλληλα τους πιο hard/rock ήχους.
Σύμμαχο σε αυτή την αναζήτηση βρήκε τον Jan Hammer αφού εκείνος έψαχνε ουσιαστικά το "αντίθετο" δηλαδή λιγότερη jazz και περισσότερο rock μιας και ήθελε να ξεφύγει από τα τετριμένα περφεξιονιστικά παιξίματα ενώ επιπρόσθετα δήλωνε κουρασμένος από τις περιοδείες του με τον Jeff Beck. Οπότε αφού συμφώνησαν στα διαδικαστικά (συμβόλαια, δικαιώματα) αποφάσισαν να ενώσουν  ταλέντο και έμπνευσή και κυκλοφορούν τον παρθενικό τους δίσκο.


 

To ντεμπούτο τους τιτλοφορείτο "Untold Passion" και βγήκε στην αγορά τον Νοέμβριο του 1981 ηχογραφημένο στο οικιακό στούντιο του Jan Hammer και οι σολιστικές μονομαχίες των δύο μουσικών είναι εκπληκτικές.
Το σούπερ δίδυμο συμπληρώνει o πολύπειρος μπασίστας Colin Hodgkinson (Αlexis Corner, Whitesnake, Cozy Powell, Mick Jagger), o οποίος βοηθά και στο συνθετικό επίπεδο σε πέντε κομμάτια του άλμπουμ και είναι ο αφανής ήρωας του εν λόγω project. Tα κυρίως φωνητικά αναλαμβάνει ο Neal Schon και στα τύμπανα ο Jan Hammer ξεδιπλώνει ακόμη ένα οργανοπαικτικό χάρισμά του.

Το άλμπουμ ξεκινά με έναν ροκ δυναμίτη, το "Wasting Time", όπου οι αναφορές στον J. Hendrix  είναι έντονες με τους Schon και Ηammer να κοντράρονται στα σόλα και να δίνουν μία ολίγον παρανοϊκή διάσταση στο κομμάτι. Ακολουθεί το υπέροχο "I'm Talking to You" σε μπητλική διάθεση ενώ το ορχηστρικό "The Ride" φέρει αποκλειστικά την υπογραφή του J. Hammer με τον κιθαρίστα των Journey να κάνει ένα απίστευτο καταιγιστικό σόλο στο φινάλε.
H συνέχεια ανήκει στο "I'm Down" που είναι ένα μείγμα ανάμεσα σε Frank Zappa, Cream, Hendrix και Deep Purple. Στο "Arc" κυριαρχούν οι αρμονίες και οι μελωδικές γραμμές του J. Hammer ενώ το "It's Alright" είμναι μία εκπληκτική "προοδευτική" ροκιά. Ακολουθεί το "Hooked on Love" που εκπλήσσει με την ιδιαίτερη μελωδική του γραμμή αφού ανακατεύει sixties μελωδίες, space φωνητικά που κορυφώνονται σε ένα aor ρεφρέν.  Το ορχηστρικό "On the Beach" φέρει την υπογραφή του N. Schon και είναι μία ογκώδης και συνάμα τεχνική σύνθεση στην οποία αναδεικνύεται το ταλέντο και των τριών μουσικών. Το άλμπουμ κλείνει με το ομότιτλο instrumental κομμάτι όπου η η κιθάρα του N. Schon ακούγεται συγκινητική και υπέροχη.
Οι κριτικές για το "Untold Passion" ήταν διθυραμβικές σε σημείο που ορισμένα μουσικά περιοδικά (η ευρωπαϊκή έκδοση του Rolling Stone) να το ανακηρύξουν  άλμπουμ της χρονιάς αλλά εμπορικά το άλμπουμ δεν "τράβηξε".
Οπότε το απρόβλεπτο δίδυμο ξαναμπήκε στο στούντιο παρέα με τον μπασίστα 
Colin Hodgkinson (θαυμάσια απόδοση κι σε αυτό το άλμπουμ) για την δεύτερη κυκλοφορία τους και τον Δεκέμβριο του 1982 κυκλοφορούν το "Here to Stay

 
Στα δεύτερα φωνητικά προστίθεται ο Glen Burtnik πριν γίνει ευρύτερα γνωστός αργότερα με την συμμετοχή τους στους Styx, o οποίος ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας τον John Lennon στο Broadway σε μία μια παραγωγή με την ονομασία Beatlemania στημένη από τον Paul McCartney.
Ο δίσκος ξεκινά με ένα aor ύμνο, το "No More Lies" και ακολουθεί η μπαλάντα "Dont Stay Away".
Ακολουθεί το αργόσυρτο και μέτριο "(You Think You're) So Hot" ενώ το "Turnaround" σε κερδίζει από το κιθαριστικό θέμα που παίζει ο Schon και το απίθανο σολάρισμα του Hammer! Στο ροκέ και σπιντάτο "Self Defense" επιστρατεύονται τρία μέλη των Journey. O μπασίστας Ross Valory, ο ντράμερ Steve Smith (που κάνει και την διαφορά) και η μεγάλη έκπληξη είναι ο τραγουδιστής Steve Perry που κάνει τα backing vocals.
Η συνέχεια ανήκει στο "Long Time" που έχει μία πιο μελωδική διάθεση ενώ η μπαλάντα "Time Again" ακούγεται ταξιδιάρικη θυμίζοντας αμυδρά Pink Floyd.
To "Sticks and Stones" ακολουθεί πιο mainstream φόρμες ενώ το ορχηστρικό "Peace of Mind" ακούγεται γαλήνιο. Το άλμπουμ κλείνει με το "Covered by Midnight", μία σαγηνευτική σύνθεση την οποία συνυπογράφει και ο Steve Perry.
H εμπορική απήχηση του άλμπουμ ήταν απογοητευτική παρότι το "No More Lies" προωθήθηκε από το MTV χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
Η παρέα των Schon& Hammer δεν είχε συνέχεια με τρίτο άλμπουμ με συνέπεια να μην υπάρξει κάτι καινούργιο όλα αυτά τα χρόνια. Για όλους εμάς, τους λεγόμενους "παλιοημερολογίτες" της ροκ μουσικής οι συγκεκριμένες δύο κυκλοφορίες αποτελούν μία μικρή όαση ακόμη και σήμερα γεμάτες αναμνήσεις και όμορφες συγκινήσεις.

 
ΥΓ: Στην επανέκδοση του "Untold Passion" το 2017 περιλαμβάνεται το πανέμορφο ορχηστρικό "Planet Empathy" ενώ στην επανέκδοση του "Here to Stay" της ίδιας χρονιάς περιέχεται ως bonus track το "Weekend Heaven".
Επίσης το 1998 κυκλοφόρησε η συλλογή
"Neal Schon & Jan Hammer Collection: No More Lies".
 
 
Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...