Ο ίδιος είμαι μικρός και δεν τα έζησα, δεν είναι όμως λίγες οι φορές που έχω ακούσει μεγαλύτερους σε ηλικία (λάτρεις όλων των ειδών, όχι απαραίτητα του stoner) να μιλούν σαν τρελαμένοι – και με μια δόση νοσταλγίας- για τις εποχές που μαζεύονταν παρέες και πήγαιναν να δουν Nightstalker για να περάσουν καλά. Δεν ξέρω τώρα τι γίνεται μ’ αυτούς, πάντως από τον Argy και την παρέα του παίρνω το μήνυμα πως περνούν ακόμη καλά. Αυτό διαπίστωσα ακούγοντας το “Superfreak”, το άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μόλις τον περασμένο Σεπτέμβρη. Το απροσποίητο feeling της και η έμφυτη διάθεση της μουσικής του για…τέτοια περιστατικά καλοπέρασης όπως τα παραπάνω με ώθησαν να ψάξω το παρελθόν τους και να ανακαλύψω πως καλά stoner rock albums βρίσκονται εδώ και μιάμιση δεκαετία κάτω από τη μύτη μου. Από την αρχή έδειχναν πως είχαν πολλά να προσφέρουν. Ακόμα κι από το πρώτο τους EP, “SideFX” (1995) καταλαβαίνει κανείς πως ήταν αποφασισμένοι από πάντα να πετύχουν σ’ έναν χώρο που, μέχρι τότε, διατηρούσε πλήρη ξηρασία. Βασικά, για να με διορθώσω, για την ακρίβεια ήταν αποφασισμένοι να δημιουργήσουν έναν χώρο που μέχρι τότε ήταν ανύπαρκτος.
Το 1996 λοιπόν θα κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο τους, ένα πραγματικό ακατέργαστο διαμάντι για την ελληνική μουσική σκηνή (και γιατί όχι και παραέξω), το “Use”. Το ομώνυμο κομμάτι μαζί με τα This is U, Give Me, Raw, Brainmaker και τα υπόλοιπα του δίσκου, τους καθιερώνουν ως ένα must-see ελληνικό act, ειδικά για τη μερίδα εκείνη του κοινού που διψούσε τόσο καιρό για ποιοτικό, αλκοολούχο rock n’ roll. Δισκογραφικά θα ξαναχτυπήσουν τέσσερα χρόνια αργότερα με ένα ακόμη EP, το “The Ritual” με το οποίο θα φανερώσουν την καθαρόαιμη stoner, ψυχεδελική τους πλευρά (παίζοντας και λίγο Motorhead βέβαια…). Οι συναυλίες τους πλέον θεωρούνται cult γεγονός, εξ‘ού και η τρέλα που έπιανε τους τότε συνομήλικούς μου τότε και θα τους πάρει μια τετραετία ακόμα μέχρι να ολοκληρώσουν το δεύτερο full length άλμπουμ τους.
Το εκρηκτικό “Just A Burn” θα κυκλοφορήσει το 2004 κάνοντας και πάλι επίδειξη των συνθετικών δυνατοτήτων της μπάντας –ειδικά με τα Voodoo U Do, Just A Burn, Line και Iron- ενώ παράλληλα το κοινό τους ολοένα και διευρύνεται. Έτσι φτάνουμε στο πρόσφατο παρόν. Στην επιστροφή των Nightstalker μετά από έξι χρόνια με ένα άλμπουμ που πιθανότατα άξιζε την αναμονή, το “Superfreak”. Καυστικοί στίχοι, riffs τεστοστερόνης και αλητεία (ξεχωρίζω πρόχειρα τα Baby, God Is Dead, Heavy Mental, The Light και Enough Is Enough) είναι τα πρωταγωνιστικά στοιχεία όπως ήταν πάντα αποδεικνύοντας τελικά πως ή γουστάρεις Nightstalker ή απλώς δεν τους ξέρεις.
Mανώλης Γιαννίκιος
Mανώλης Γιαννίκιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.