Η ιστορία για τους Tangier ξεκινά στην Philadelphia των Ηνωμένων Πολιτειών, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ο κιθαρίστας Doug Gordon παραβρέθηκε σε ένα live μιας τοπικής rock μπάντας (“Dead End Kids”) και άκουσε για πρώτη φορά τη φωνή του Bill Mattson. Ο Gordon είχε ήδη έτοιμα κάποια ηχογραφημένα demos και βρισκόταν σε διαδικασία αναζήτησης των υπόλοιπων μελών, προκειμένου να σχηματίσει μια μπάντα. Στην ιδιαίτερη φωνή του Mattson, ο κιθαρίστας είδε όλα αυτά που οραματιζόταν και του πρότεινε αμέσως συνεργασία, κάτι που φυσικά έγινε χωρίς δεύτερες σκέψεις από τη στιγμή που ο Mattson άκουσε τα κομμάτια. Κάπως έτσι σχηματίστηκαν οι Tangier. Η μπάντα έκανε το ξεκίνημά της παίζοντας σε club μαζί με ονόματα όπως οι Britney Fox και οι Cinderella, οι οποίοι μάλιστα θα βοηθούσαν τους Tangier λίγα χρόνια αργότερα, βάζοντας τους να ανοίξουν συναυλίες τους κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης τους περιοδείας. Το ντεμπούτο και ομώνυμο album των Tangier κυκλοφόρησε το 1985 μέσω της Wolfe Records, και περιλάμβανε τους Bill Mattson στα φωνητικά, Doug Gordon και Rocco Mazzella στις κιθάρες, Mike Kost στο μπάσο και Mark Hopkins στα τύμπανα. Την παραγωγή ανέλαβαν από κοινού η ίδια η μπάντα και ο Robert Leese. Παρόλο που αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη κυκλοφορία του συγκροτήματος, ούτε ο μουσικός τύπος, αλλά ούτε και η ίδια η μπάντα την αντιμετώπισαν ως το επίσημο ντεμπούτο τους, αλλά περισσότερο ως μια συλλογή από demos που σηματοδότησε την έναρξη της επίσημης δισκογραφίας τους. Ο ίδιος ο Gordon δήλωσε πρόσφατα: “Για ‘μένα αυτό το προϊόν αποτελεί ένα δοξασμένο demo, αλλά και μια εμπειρία από την οποία έμαθα πολλά. Σήμερα το βλέπω ως ένα ακόμα βήμα στην διαδικασία του να μάθω πώς να κάνω παραγωγές και ό,τι αυτό περιλαμβάνει”. Το “Tangier” αποτελεί ένα γνήσιο rock album αμερικανικού τύπου, με αρκετές δόσεις AOR. Η συγκεκριμένη δουλειά του συγκροτήματος κυκλοφόρησε μόνο σε βινύλιο, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και είναι πλέον δυσεύρετη και άκρως συλλεκτική. Το 1988, η σύνθεση της μπάντας αλλάζει, μετά την αποχώρηση των Mazzella, Kost και Hopkins. Την θέση τους στην κιθάρα και το μπάσο παίρνουν αντίστοιχα οι Gari Saint και Garry Nutt (και οι δύο, πρώην συνεργάτες του θρυλικού Chubby Checker), ενώ τη θέση πίσω από τα drums παίρνει αρχικά ο Jimmy Drnec (ο πρώην drummer των Cinderella), ο οποίος τελικά αντικαταστάθηκε από τον Bobby Bender. Την ίδια χρονιά, ο Tom Keifer (Cinderella), παλιός φίλος της μπάντας, χρησιμοποιεί τις γνωριμίες του και βοηθάει τους Tangier να υπογράψουν συμβόλαιο με την ATCO Records, με την βοήθεια του Derek Shulman (πρώην τραγουδιστή των Gentle Giant). Έτσι, το 1989 κυκλοφορεί η δεύτερη (ουσιαστικά πρώτη επίσημη) δουλειά τους με τον τίτλο “Four Winds” και παραγωγούς τους Doug Gordon και τον μεγάλο Andy Johns. Το νέο album σηματοδοτεί μια αισθητή αλλαγή στο μουσικό ύφος της μπάντας, περνώντας από το μελωδικό AOR στο πιο σκληρό rock, από το οποίο δεν λείπουν και οι blues πινελιές. Με hit singles όπως τα “On The Line” και “Southbound Train” (των οποίων τα video προβλήθηκαν αρκετά από το MTV εκείνη την εποχή), η αξία των Tangier αρχίζει να επιτέλους να αναγνωρίζεται. Ο ήχος των κομματιών θυμίζει μια μίξη Whitesnake και Great White, Lynyrd Skynyrd και Bad Company, ενώ ο Mattson με την αξιόλογη φωνή του, πραγματικά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον μεγάλο David Coverdale. Ακολουθεί μια επιτυχημένη συμμετοχή στο Long Cold Winter tour, ως support act στο πλευρό των Cinderella, μαζί και με άλλες μπάντες όπως Warrant, White Lion, Badlands κ.ά. Μετά το tour, οι Bill Mattson και Gari Saint αποφασίζουν να αποχωρήσουν, δίνοντας τη θέση τους στον κιθαρίστα και τραγουδιστή Mike LeCompt, ο οποίος να σημειωθεί ότι ήταν ο πρώτος τραγουδιστής του σχήματος, πριν ακόμα έρθει ο Mattson και κυκλοφορήσουν την ομώνυμη συλλογή με τα demos, το 1985. Φημολογείται ότι ο Mattson αποχώρησε επειδή δεν ήταν σύμφωνος με την αλλαγή που σχεδίαζε ο Gordon όσον αφορά την μουσική κατεύθυνση της μπάντας. Ο ίδιος προτιμούσε να συνεχίσουν να κινούνται σε blues rock μονοπάτια. Το τρίτο album της μπάντας, “Stranded”, κυκλοφορεί τελικά εν έτει 1991 και το ομότιτλο κομμάτι γίνεται επιτυχία, με την –τότε ανερχόμενη και σχετικά άγνωστη ακόμα- Pamela Anderson να πρωταγωνιστεί στο video clip. Η παραγωγή έγινε από τον ίδιο τον Gordon και τους John Purdell και Duane Barron και ο ήχος είναι εμφανώς πιο σκληρός από αυτόν του προηγούμενου. Ακολουθεί μια δεύτερη περιοδεία με μπάντες όπως Winger, Extreme κ.ά. Παρά τις προσπάθειες, που περιλάμβαναν -μεταξύ άλλων- αλλαγές στη σύνθεση της μπάντας αλλά και αλλαγή μουσικού στυλ από album σε album, οι Tangier δεν κατάφεραν να κάνουν ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία, ούτε φυσικά να συγκριθούν με τα μουσικά μεγαθήρια της πατρίδας τους. Έτσι, ο ιδρυτής του σχήματος Doug Gordon αποφασίζει να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να διαλύσει το σχήμα, αποχωρώντας και ο ίδιος από τα μουσικά δρώμενα. “Αποφάσισα να δώσω το τέλος, όταν το “Stranded” δεν τα πήγε τόσο καλά όσο περίμενα. Απλά υπήρχαν υπερβολικά πολλές μπάντες και πολύς ανταγωνισμός, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση. Οι εταιρείες είχαν επεκτείνει τις δραστηριότητές τους, η μουσική σκηνή άλλαζε… Δεν ήταν διασκέδαση για ‘μας πλέον. Τη δεδομένη φάση, ήταν μια εύκολη επιλογή (η διάλυση)”, δήλωσε σε συνέντευξη του αρκετά χρόνια αργότερα. Οι Tangier είναι μια αρκετά υποτιμημένη μπάντα που –με τέτοιους μουσικούς- σίγουρα θα άξιζε να κάνει πολλά περισσότερα πράγματα ή τουλάχιστον να τύχει ευρύτερης αναγνώρισης. Το “Four Winds” και το “Stranded” είναι αναμφισβήτητα δύο από τις καλύτερες κυκλοφορίες του είδους, παρόλο που ποτέ δεν κατόρθωσαν να γνωρίσουν ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία. Όπως και να’ χει, όταν το alternative rock άρχισε να επιβάλλεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το hard rock βρέθηκε ούτως ή άλλως “εκτός μόδας”, οπότε μπάντες όπως οι Tangier ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένες. Οι Mike Lecompt και Garry Nutt είναι τα μοναδικά πρώην μέλη που δραστηριοποιούνται ακόμα στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας. Ο LeCompt μάλιστα έχει τη δική του μπάντα (τους LeCompt), που κάποια στιγμή είχε συνεργαστεί και με τον drummer των Britny Fox, Johnny Dee. Έχουν κυκλοφορήσει τρεις δισκογραφικές δουλειές και πραγματοποιούν live εμφανίσεις στην ευρύτερη περιοχή της Philadelphia. Ο μπασίστας, Garry Nutt, έχει συνεργαστεί κατά καιρούς με ονόματα όπως: Laidlaw, Arcade, Davy Jones, Mike Tramp, Cinderella, Jean Beauvoir, ενώ περιόδευσε πρόσφατα (2010) με τον Chubby Checker. Όσο για τον κιθαρίστα και ιδρυτή των Tangier, Doug Gordon, αφού έκανε κάποιες παραγωγές για λογαριασμό των Bakers Pink και Linear, αποφάσισε τελικά να επιστρέψει στην μεγάλη του αγάπη, τη μουσική, συνθέτοντας κομμάτια με τον καλό του φίλο, Tom Keifer (ex-Cinderella), ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα κυκλοφορήσουν ως solo δουλειά του Keifer. Πρόσφατα (2008), η Wounded Bird Records, επανακυκλοφόρησε τις δύο επίσημες κυκλοφορίες του συγκροτήματος, “Four Winds” και “Stranded” σε ψηφιακή μορφή (cd). Αν μη τι άλλο, όσοι αγαπούν το παλιό καλό blues-based αμερικανικό hard rock, σίγουρα θα τα ήθελαν στη συλλογή τους. Λίλιαν Καραχρήστου |
Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011
O rock άνεμος των TANGIER
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.