Είναι αλήθεια πως από τη στιγμή που έχεις εκπληρώσει τους στόχους σου σαν καλλιτέχνης, είτε αυτοί είναι συνθετικοί (βλέπε “Master of Puppets”), είτε με γνώμονα την ευρύτερη αναγνώριση (βλέπε “Metallica”), είτε καθαρά εμπορικοί (βλέπε “Load”), τότε φτάνεις σε ένα σημείο που μπορείς να κυκλοφορείς οτιδήποτε και να μη σε νοιάζει το τι θα πει το κοινό σου, μιας και σε τελική ανάλυση, πάλι sold out θα είναι οι συναυλίες σου. Και για να είμαι ειλικρινής είμαι υπέρ στο να πειραματίζεται ο εκάστοτε καλλιτέχνης και να μην προσπαθεί απαραίτητα να ικανοποιήσει τις δυστροπίες των οπαδών του. Αλίμονο εάν υπαγόρευαν οι fan το τι θα κάνει το εκάστοτε μεγάλο συγκρότημα στην καριέρα του. Αν αυτό ήταν το σωστό, τότε ας αναλάμβαναν οι οπαδοί τη σύνθεση/ ηχογράφηση νέων κομματιών για να τελειώναμε μια ώρα αρχύτερα. Το project Lou Reed & Metallica ήταν βέβαιο εξ αρχής πως δε θα άρεσε στους μεταλάδες, όπως δε θα το έβρισκαν ενδιαφέρον και γενικά όσοι ακούνε rock. Τι γιατί; Διότι οι μεν δε θέλουν άλλο “κάρβουνο” από τους Metallica και οι δε, υπάρχει λόγος που δεν ασχολούνται γενικά με τη metal σκηνή. Το να φέρνεις κοντά δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους είναι σχεδόν αυτοκτονία, αλλά άπαξ και φέρεις τόσο μεγάλα ονόματα, τότε συγχωρείσαι από πολλούς, διότι καλώς ή κακώς υπάρχει κόσμος που δε δέχεται να υποτιμάται ο αγαπημένος του καλλιτέχνης. Όχι, δε χρειάζεται ούτε ο Lou Reed, ούτε οι Metallica να αποδείξουν κάτι στον οποιονδήποτε τυχάρπαστο ακροατή και εν δυνάμει αγοραστή… Η (μουσική) ιστορία τους, αφήνει τέτοιου είδους περιθώρια και εύλογο είναι σε ένα τέτοιο album να υπάρχουν πάμπολλες διάσπαρτες καλές ιδέες. Το πρόβλημα όμως με το “Lulu” είναι το ότι δεν πάει παραπέρα. Δεν είναι θέμα του πόσο ανοιχτόμυαλος είσαι. Θεωρώ τον εαυτό μου μη- παρωπιδικό, παρόλα αυτά μπορώ να καταλάβω πως το συγκεκριμένο project αποτελεί την υλοποίηση μιας, φαινομενικά καλής, ιδέας και τίποτα παραπάνω. Εν ολίγοις, βαρέθηκα! Δε μου φταίνε οι απαγγελίες του Reed (άλλωστε δεν είναι κάτι ξένο για όσους έχουν ασχοληθεί μαζί του), ούτε οι “wanna be 80s again, but I don’t remember how” ιδέες των Metallica… Φταίνε και οι δύο πλευρές εξίσου! Και για να γίνω πιο σαφής: άπαξ και το “Lulu” κυκλοφορούσε από οποιοδήποτε άλλο σχήμα στο γαλαξία, το οποίο δεν ήταν “όνομα”, τότε τα μόνα zine που θα του έδιναν σημασία θα ήταν κάποια που αποθεώνουν οτιδήποτε το εναλλακτικό και περίεργο, ασχέτως ποιότητας. Κανείς όμως δε θα μάθαινε την ύπαρξή του. Και προσωπικά δεν υπάρχει περίπτωση να χαριστώ στην καύλα του καθενός, άσχετα εάν τη σέβομαι. Διότι η hard rock χροιά των “Load”/ “Reload” δε με χάλασε (καθώς όπως και να το κάνουμε, συμπεριλαμβάνουν τραγουδάρες), τα τερτίπια του “St Anger” δε με απομάκρυναν (μιας και βρήκα αρκετά ενδιαφέροντα σημεία), ενώ το δήθεν “back to the roots” “Death Magnetic” το αγκάλιασα (παρόλο που είναι από κάθε άποψη κουραστικό). Υπάρχουν όμως και κάποια όρια και τα δικά μου φτάνουν στο “Lulu”. Δεν κολλάει ρε παιδί μου ο Lou Reed με το heavy metal, όπως και να το κάνουμε! Είναι λες και είναι καθαρά guest και μπήκε εμβόλιμα στο δίσκο. Σαν οι συνθέσεις να γράφτηκαν προτού αποφασιστεί το όλο θέμα… Από όποια πλευρά και να το κοιτάξω, δε μπορώ να βρω λόγους για να ξοδευτεί κάποιος για να αγοράσει το album. Ναι, έχει μια σχετική ποιότητα (αυτό έλειπε), μια avant garde ανωτερότητα, διάφορες καλές ιδέες και μια εξαιρετική παραγωγή. Από εκεί και πέρα, είναι βαρετό και δε δέχομαι σε καμία περίπτωση την καραμέλα ότι δεν απευθύνεται σε metalheads, γιατί δε μπορούν να το καταλάβουν. Εγώ δεν κραδαίνω κανένα σπαθί και δε γουστάρω τα “true”… Δε νομίζω λοιπόν πως είναι θέμα “κολλήματος”. Μήπως μερικοί απλώς επηρεάζονται από τα ονόματα που φέρει το album και φοβούνται να παραδεχτούν την αλήθεια, ή πιέζονται για να τους αρέσει κάτι για τον ίδιο λόγο; Λέω εγώ τώρα… Στέφανος Στεφανόπουλος |
Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011
LOU REED & METALLICA: "Lulu"
Απεβίωσε ο κιθαρίστας των SHY!
Πριν απο λίγο δόθηκε στην δημοσιότητα, μέσω του επίσημου site της μπάντας, η ανακοίνωση του αιφνίδιου θανάτου του κιθαρίστα και συνιδρυτή των Βρετανών melodic rockers SHY, Steve Harris. Πιο συγκεκριμένα το ανακοινωθέν έχει ως εξής:
"Με μεγάλη μας λύπη και θλίψη, ανακοινώνουμε τον θάνατο του αγαπημένου μας Steve Harris, κιθαρίστα και μουσική ιδιοφυϊα των SHY. O Steve ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων και έδινε συνεχή μάχη με τον όγκο στον εγκέφαλό του, που τον ταλαιπωρούσε απο τον Ιούνιο του 2009, κάτι που γνώριζαν μόνο οι άνθρωποι του στενού οικογενειακού του κύκλου. Πλήρης ανακοίνωση για το γεγονός, θα δοθεί πολύ σύντομα. Με αγάπη, Debbie Harris (σύζυγος του Steve) και SHY".
Θυμίζουμε οτι οι SHY, μόλις πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν το νέο τους ομότιτλο studio άλμπουμ, έπειτα από αρκετά μεγάλο διάστημα, το οποίο μέχρι στιγμής λαμβάνει εξαιρετικές κριτικές.
R.I.P Steve!
"Με μεγάλη μας λύπη και θλίψη, ανακοινώνουμε τον θάνατο του αγαπημένου μας Steve Harris, κιθαρίστα και μουσική ιδιοφυϊα των SHY. O Steve ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων και έδινε συνεχή μάχη με τον όγκο στον εγκέφαλό του, που τον ταλαιπωρούσε απο τον Ιούνιο του 2009, κάτι που γνώριζαν μόνο οι άνθρωποι του στενού οικογενειακού του κύκλου. Πλήρης ανακοίνωση για το γεγονός, θα δοθεί πολύ σύντομα. Με αγάπη, Debbie Harris (σύζυγος του Steve) και SHY".
Θυμίζουμε οτι οι SHY, μόλις πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν το νέο τους ομότιτλο studio άλμπουμ, έπειτα από αρκετά μεγάλο διάστημα, το οποίο μέχρι στιγμής λαμβάνει εξαιρετικές κριτικές.
R.I.P Steve!
Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011
Οι House Of Lords στο Rockway.gr!
Μια από τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις που μπορεί να δεχτεί κάποιος, ο οποίος γράφει για την αγαπημένη του μουσική και την υπηρετεί με πάθος, είναι το να έχει την ευκαιρία να απευθύνει 2-3 ερωτήσεις στα μουσικά του ινδάλματα. Όταν ειδικά οι ερωτήσεις αυτές στρέφονται προς έναν μουσικό ή μπάντα που έχει φροντίσει προηγουμένως να κυκλοφορήσει μία εντυπωσιακή δουλειά, τότε συνάμα με την ικανοποίηση, σου λύνονται κυριολεκτικά και τα χέρια. Δε χρειάζεται να προσποιηθείς, “να εφεύρεις ενθουσιασμό” ή να πουλήσεις φτηνό οπαδιλίκι καθώς οι ερωτήσεις και οι λέξεις σου βγαίνουν αβίαστα σαν να συζητάς με ένα παιδικό σου φίλο. Πολλές φορές μάλιστα, αρκείσαι απλά στο να πανηγυρίζεις και να εξωτερικεύεις τις αυθόρμητες σκέψεις σου χωρίς φτιασίδωμα και τεχνητές ωραιοποιήσεις. Κάπως έτσι πρέπει να έγιναν και τα πράγματα με τον σπουδαίο James Christian, τη χρυσή φωνή των House Of Lords και του μελωδικού ήχου. Με αφορμή λοιπόν το φρέσκο και εντυπωσιακό “Big Money”, του απευθύναμε μερικές ερωτήσεις, τις οποίες με χαρά απάντησε. Ιδού. Πρώτα απ’ όλα James, θα ήθελα να σε συγχαρώ για το εξαιρετικό νέο σας album. Είχα τη χαρά και την τύχη να παρουσιάσω και να γράψω τις σκέψεις μου για την εκπληκτική νέα σας δουλειά ενώ τώρα μου δίνεται και η ευκαιρία να μιλήσω μαζί σου γι’ αυτό! Λοιπόν, ποιές είναι οι σκέψεις σου για την καινούρια σας κυκλοφορία; Υπάρχουν πιστεύεις κάποια συγκεκριμένα θέματα που χρήζουν ιδιαίτερης μνείας; Διάβασα κάπου πως θεωρείς το – ομολογουμένως εκπληκτικό “One Man Down” το καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο τραγούδι των House Of Lords! Αισθάνομαι πραγματικά πολύ ικανοποιημένος με το νέο album καθώς και εγώ το πιστεύω πολύ. Ξέρεις, ποτέ δεν μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα αν αφού ολοκληρωθούν οι ηχογραφήσεις, δεν καθίσεις αναπαυτικά και το ακούσεις προσεχτικά όπως ακούς ένα δίσκο για πρώτη φορά. Μόλις λοιπόν έκανα μια καλή ακρόαση στο “Big Money” μία εβδομάδα αφού είχαμε ολοκληρώσει τη δουλειά, ήμουν βέβαιος πως είχαμε πετύχει κάτι πολύ ιδιαίτερο. Το “One Man Down” πραγματικά ξεχώρισε και εντυπωσίασε εξ’ αρχής. Νιώθω πολύ περήφανος γι’ αυτό το κομμάτι καθότι περιέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που λατρεύω και με εξιτάρουν σαν ακροατή. Με συνεπαίρνει καθ’ όλη τη διάρκειά του ενώ όταν πια ολοκληρωθεί, νιώθω εκείνο το μοναδικό αίσθημα ικανοποίησης! Αλήθεια, ο τίτλος τους album και του ομώνυμου κομματιού αντικατοπτρίζει μια συγκεκριμένη οπτική-στάση ζωής της μπάντας, που θα θέλατε να την εξωτερικεύσετε προς τον κόσμο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς; Ο τίτλος “Big Money” έχει πράγματι ένα πολύ μεστό νόημα που θα πρέπει κάποια στιγμή να αφομοιωθεί από όλους παγκοσμίως. Ζούμε σε ένα κόσμο όπου οι πολιτικοί και οι πολυεθνικές διαχειρίζονται τεράστιο πλούτο. Ποτέ, ωστόσο, αυτός ο πλούτος δεν θα τους είναι αρκετός. Ποτέ δεν είναι ικανοποιημένοι ζητώντας όλο και περισσότερα. Όπως λένε χαρακτηριστικά και οι στίχοι, “Bigger Dicks And Deeper Pockets”… Τα υλικό του album φαντάζει όλο εξαιρετικά ζυγισμένο αφού τα κομμάτια διατηρούν την επιθετικότητα και την αμεσότητα τους παρά τα μελωδικά τους ξεσπάσματα. Πίσω από τις βασικές συνθετικές γραμμές βρίσκεσαι εσύ και ο Mark Baker; Πράγματι, αλλά κάπου εκεί έρχεται και ο Jimi Bell με τα καταλυτικά κιθαριστικά του θέματα. Χωρίς αυτά τα riffs, τίποτα δεν θα ήταν ως έχει και ο ήχος δεν θα είχε αυτή την απαιτούμενη σκληράδα/επιθετικότητα. Άλλωστε πρέπει όλοι οι μουσικοί σε μια μπάντα να συνεισφέρουν για να υπάρχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ότι πρόκειται για μία ομαδική δουλειά και όχι κάτι αποκλειστικά δικό μου, είναι κάτι που με ευχαριστεί ιδιαίτερα. Ειλικρινά δε μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο μεμονωμένο κομμάτι καθώς όλο το υλικό του δίσκου ρέει τόσο όμορφα παρά την ποσότητα των κομματιών, τη συνολική διάρκεια και της ύπαρξη μίας μόνο μπαλάντας (σ.σ. “The Next Time I Hold You”). Τα κομμάτια που τελικά επιλέχθηκαν για το “Big Money”, επιλέχθηκαν μέσα από μια μεγαλύτερη συλλογή τραγουδιών; Είναι όλα τους καινούριες συνθέσεις ή ανασύρατε κάποια από κανένα σκονισμένο συρτάρι; Όλα τα κομμάτια εδώ γράφτηκαν για τις ανάγκες του καινούριου album εκτός από το “First To Cry”. Αυτό επέμενε να το ηχογραφήσω ο Mark Baker. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι που το ήθελε από την εποχή ακόμη που γράφαμε για το “Demons Down” και έτσι του πήρε μόνο κάτι περισσότερο από μία δεκαετία για να με πείσει… Πάντα μου άρεσε το συγκεκριμένο κομμάτι αλλά για κάποιο λόγο δεν ένιωθα σίγουρος αν ταίριαζε, αν ήταν κατάλληλο. Πλέον, οφείλω να ομολογήσω, πως ο Mark είχε δίκιο να επιμένει αφού τελικά απεδείχθη ιδανικό για μας. |
Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011
KAISAS: “Unify”
Έχουμε και λέμε… Θεσσαλονικιός κιθαρίστας ονόματι Babis Kaisas (πρώην Zandem). Τραγουδιστής, ο μοναδικός Tony Mills αρκετά γνωστός από τους Shy και τελευταία με τους ΤΝΤ. Στα τύμπανα ο βραζιλιάνος Acacio Carvalho (Vougan/Dark Avenger)… οπότε μάλλον θα αγωνιάτε τι είδους κομμάτια ηχογράφησαν αυτά εδώ τα παλληκάρια. Το ντεμπούτο άλμπουμ λοιπόν του ή των KAISAS τιτλοφορείται “Unify” και είναι το πρώτο θετικό βήμα μιας προσπάθειας που ευελπιστούμε να έχει και συνέχεια. Συνδυασμός κλασσικού και επικού metal με εμφανείς επιρροές από την δεκαετία του ‘80, με σύγχρονη παραγωγή που φέρνει μνήμες από τις πρώτες ηχογραφήσεις των Queensryche, Crimson Glory, και Q5 ενώ σε πολλά σημεία, του άλμπουμ υπάρχουν έντονες μελωδικές αναφορές πάντα όμως με βάση τον μεταλλικό ήχο. Οι ερμηνείες του Tony Mills είναι καθαρές και δυνατές και σίγουρα σκεπάζουν τις όποιες συνθετικές αδυναμίες του “Unify” και επιπρόσθετα το κιθαριστικό ταλέντο του Babis Kaisas (παίζει και μπάσο στο άλμπουμ) είναι εξαιρετικό και καταφέρνει με μεράκι να αναδείξει τα πολύ καλά τραγούδια του δίσκου. Συνολικά μία έντιμη και όμορφη δουλειά που αξίζει να τσεκάρετε. Φώτης Μελέτης |
Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011
GLYDER: "Backroads To Byzantium"
Οι Glyder για όσους ασχολούνται με τον κλασικό hard rock ήχο, αποτελούν ίσως την πιο δραστήρια Ιρλανδική μπάντα τη στιγμή που μιλάμε. Αυτή τη φορά επιστρέφουν με τη νέα τους δουλειά, έχοντας 3 αλλαγές μελών στο lineup τους και με περισσότερη διάθεση για ένα album που οι ίδιοι -αλλά και πολλοί άλλοι ένθεν κακείθεν- χαρακτηρίζουν ως την καλύτερή τους δουλειά μέχρι σήμερα. Το “Backroads To Byzantium” (πολύ θριαμβευτικά ελληνοπρεπές δεν ακούγεται αλήθεια;) είναι το τέταρτο πόνημα του γκρουπ, που αυτή τη φορά έρχεται να συνδυάσει τον κλασικό rock ήχο των τελών της δεκαετίας 70 και αυτόν των αρχών 80, με μια γερή δόση Αμερικανικής rock ‘n’ roll αισθητικής που, το δίχως άλλο, αναδύει μια παλιομοδίτικη και ειλικρινή διάθεση στον ακροατή. Είναι ωραίο να βλέπεις το νέο αίμα να επιστρέφει σε πιο classic rock μουσικές φόρμες. Ο νέος τραγουδιστής, Jackie Robinson, έχει αρκετό ταλέντο ενώ η χροιά του αποτελεί ένα κράμα Phil Mogg και Paul Rodgers χρωματίζοντας κατάλληλα το υλικό της μπάντας, που σαφώς γλυκοκοιτάζει πρoς αυτή τη μουσική κατεύθυνση. Αυτή δεν είναι άλλη, από μια “συνάντηση” του κλασικού ήχου των UFO και των Judas Priest με τον αντίστοιχο των Blue Oyster Cult ή των REO Speedwagon. Προσθέστε και μπόλικους Riverdogs και έχετε τη μουσική σφραγίδα των νεαρών Ιρλανδών. Οι κιθάρες είναι ατόφιες και “ακατέργαστες” και το παίξιμο και η προσωπικότητα των κομματιών χαρακτηρίζεται από μια –ας μου επιτραπεί- “αλήτικη” rock διάθεση. Μέχρι εδώ καλά, το album όμως υστερεί αρκετά στον τομέα της παραγωγής και αυτό εξηγείται εν πολλοίς. Οι ηχογραφήσεις στο μεγαλύτερο μέρος τους έγιναν σε home studios αλλά το βασικότερο είναι ότι τα φωνητικά γράφονταν εξ’ αποστάσεως μια και ο τραγουδιστής ζει μακριά από την υπόλοιπη μπάντα. Έτσι, το album ολοκληρώθηκε σε κομμάτια, μιξαρίστηκε στην Κοπεγχάγη ενώ το mastering του έγινε στη Γερμανία. Ως εκ τούτου, εύκολα παρατηρεί κανείς μια ανομοιογένεια μεταξύ των κομματιών ενώ και αυτές, οι κατ’ ομολογία “ποιοτικότερες” συνθέσεις του δίσκου, σε πολλά σημεία χωλαίνουν και δεν αναδεικνύονται όπως θα έπρεπε. Ξεχωρίζουν το δυναμικό “Long Gone”, το πολύ καλό “Fade To Dust”, το πανέμορφο AOR-ίζον “Something She Knows” (προσωπικό highlight) και το ακουστικό “Motions Of Time” όπου ο Robinson ξεδιπλώνει τις φωνητικές του αρετές. Αν μη τι άλλο, αναδεικνύεται σε γερό χαρτί για τους Glyder. Τα σχεδόν 39 λεπτά του δίσκου κυλούν στο σύνολό τους ευχάριστα και η τελική γεύση του “Backroads To Byzantium” δεν είναι σε καμία περίπτωση άσχημη, πόσο μάλλον πικρή. Το ότι δεν είναι άσχημη όμως, δε σημαίνει πως είναι και ικανοποιητικά καλή ή τέλος πάντων, αρκετή για να παροτρύνει κάποιον να επενδύσει στο νέο album των Glyder. Αναντίρρητα, η μπύρα ή ό, τι άλλο πίνει κανείς, κατεβαίνει εύκολα με την παρούσα συλλογή κομματιών και υπάρχουν πολλά σημεία για άφθονο “ροκάρισμα” καθώς και άλλα πιο “εκποπισμένα” και μελωδικά. Προσωπικά, πιστεύω, πως το καλύτερο θα ήταν να τους ακούσει ο κάθε ενδιαφερόμενος και να κρίνει ο ίδιος αν το πακέτο που προσφέρουν αυτοί οι Ιρλανδοί ταιριάζει να προστεθεί στη δισκοθήκη του. Δυστυχώς, εγώ τουλάχιστον, εισπράττω έναν ερασιτεχνισμό με την κακή έννοια του όρου. Άλλωστε, υπάρχουν και στη χώρα μας “hardworking” μπάντες γεμάτες όρεξη, με περισσό ταλέντο αλλά και πενιχρό budget για να στηρίξει κανείς και να δώσει μια ευκαιρία… Γιώργος Ευσταθίου |
PARADISE INC: "Time"
Τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχει ένας ασταμάτητος καταιγισμός αξιόλογων melodic hard rock/aor κυκλοφοριών. Η αναγέννηση του συγκεκριμένου είδους οφείλεται κυρίως στο διαδίκτυο, στις μικρές και μεγάλες ανεξάρτητες εταιρίες που έχουν την τρέλα να επιμένουν στην καλή μουσική και στην αφοσίωση των οπαδών που κατόρθωσαν να κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα για δυνατό μελωδικό ροκ. Τώρα θα μου πείτε γιατί ποιο λόγο τέτοιος πρόλογος. Η απάντηση είναι ότι όταν άκουσα τη νέα δουλειά των βραζιλογερμανών PARADISE INC. αναρωτήθηκα: έχω ακούσει δεκάδες ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα που έχουν ως βάση το melodic hard rock, σε τι διαφέρει άραγε το άλμπουμ “Time”, της εν λόγω μπάντας. Οι απαντήσεις είναι οι τετριμμένες και δεν χρειάζεται νομίζω να τις αναλύω διότι η πεντάδα που ηγείται ο Γερμανός τραγουδιστής Carsten “Lizard” Schulz (Εvidence One, Midnight Club και πρώην Domain) διαθέτει το υλικό εκείνο που λατρεύουν οι οπαδοί του είδους και επιπλέον θυμίζει μπάντες όπως τους Jaded Heart, Talisman, Pink Cream 69, Def Leppard, Firehouse που μεταφράζεται σε καλοπαιγμένο melodic hard rock με τσαγανό και δημιουργική έμπνευση. Στο “Time” υπάρχουν πολύ καλά τραγούδια όπως τα “Close Your Eyes”, “I will Wait”, “Wait and See” και το Time (Live and Learn), όπου τονίζονται με ιδιαίτερο τρόπο, οι άριστα ψυχωμένες ερμηνείες, οι μελωδικοί κιθαριστικοί περφεξιονισμοί και οι άρτιες μπασογραμμές που τις συναντάμε συνεχώς στις εισαγωγές των κομματιών. Άλλες δυνατές στιγμές του δίσκου είναι η συμμετοχή του Doogie White (Rainbow, Cornerstone, Y. Malmsteen) στο εξαιρετικό “Not In Paradise”, το ερωτικό “You” καθώς και το παθιάρικο mid tempo, “No More Mistakes”. H παραγωγή ανήκει στον Σκωτσέζο Paul Logue (Eden’s Curse) και στο mastering, το χεράκι έβαλε και πασίγνωστος πλέον Dennis Ward (Pink Cream 69, Krokus, House of Lords). Εύχομαι το “Time” να μην χαθεί στον κυκεώνα των ατελείωτων νέων κυκλοφοριών και να βρει τον δρόμο του, για τη δισκοθήκη των γνήσιων οπαδών του μελωδικού ήχου. Φώτης Μελέτης |
CHICKENFOOT: "Chickenfoot lll"
Στην αρχή θεώρησα ότι η άτυπη κόντρα του supergroup της Αμερικής (Chickenfoot) με αυτό της Μεγ .Βρετανίας, (Black Country Communion), βγήκε κυρίως με κριτήριο την πρώτη κυκλοφορία της κάθε μπάντας, με νικητές τους BCC… και πίστεψα ότι αναμφισβήτητα νικητής σε αυτήν την άτυπη battle of the bands, ήταν οι βρετανοτραφείς μουσικοί (εντάξει!!! είπαμε κυρίως…). Όμως, η μπάντα με την “αστεία” ονομασία, αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι διαθέτει –όλα τα μέλη ανεξαίρετα- εκπληκτική αίσθηση χιούμορ και κυκλοφορόντας το δεύτερο άλμπουμ της το ονομάζει “ΙΙΙ”! Ετούτη η κυκλοφορία δεν είναι πλέον μία εξαιρετική συνέχεια της δεύτερης περιόδου των Van Halen- Sammy Hagar era (1985–1996 , 2003–2005)σε hard rock συνθέσεις. Επειδή λοιπόν πρόκειται για 4 εξαιρετικούς μουσικούς το “ΙΙΙ” σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κόπια της πρώτης κυκλοφορίας. Σύμφωνα με τις πρόσφατες δηλώσεις του Sammy Hagar, η μπάντα πειραματίζεται –γιατί μπορεί εκπληκτικά άνετα να το κάμει- με έναν διάχυτο “αέρα Led Zeppelin” έμπνευσης και θα ακούσετε σε ικανές, ταιριαστές και εξαιρετικά εκτελεσμένες συνθέσεις, που συνδυάζουν το ροκ της καρδιάς με εύστοχες “πινελιές” από R’ n’ B άνεσης και λικνίσματος. Φυσικά δε μπορώ να παραβλέψω την κατευθείαν απ’ τους Deep Purple εισαγωγή στο “Lighten Up” (για να θυμηθώ πόσο προτιμούσα, όπως και πολλοί άλλοι τον Joe Satriani για κιθαρίστα –αντικαταστάτη του τρισμέγιστου Ritchie Blackmore στα 1993/94) ή την “μπλουζιά” στο “Dubai Blues”. Ακούω το banjo σε συνδυασμό funkίζον με την ακουστική κιθάρα στο “Something Gone Wrong” και ανατριχιάζω. Το δε “No Change”, είναι όχι απλά το bonus κομμάτι αλλά με την εκπληκτική μπασογραμμή του, το ελεύθερο παίξιμο στα ντραμς του Chad Smith και ένα μοναδικό κιθαριστικό ριφ από τον Joe Satriani που επιβεβαιώνει την αίσθηση ότι πέρα από τις πρώτες σόλο κυκλοφορίες του, η ένταξη του και η έμπνευσή του σε μία μπάντα, θα αναδείκνυε το αστείρευτο ταλέντο του ακόμη περισσότερο. Συμπέρασμα: σίγουρα δεν είναι η προσπάθεια ενός super group σε στιγμές έξαρσης που “γεννάει” ή “ξεπετάει” μουσικές συνθέσεις που ακούγονται ευχάριστα για ένα Σαβ/κο , αλλά συνθέσεις που θα αντέξουν στον χρόνο. Άρα το αποτέλεσμα: Μεγάλη Βρετανία VS Η.Π.Α σημειώσατε Χ και πηγαίνετε άφοβα ταμείο… για την αγορά εννοείται… Νότης Γκιλλανίδης |
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011
Συνέντευξη με τους SYMPHONY X
Μετρώντας 16 χρόνια πορείας και 8 full-length albums, οι Symphony X πρόκειται να επισκεφτούν για πρώτη φορά τη χώρα μας στις 28 Οκτωβρίου. Μια σύντομη συζήτηση με τον frontman Russell Allen μας προϊδεάζει για ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα συναυλιακά events αυτού του χειμώνα. Λοιπόν, πρώτη σας φορά στην Ελλάδα. Ναι ναι, και είμαστε ενθουσιασμένοι γι’ αυτό! Και μάλιστα σε μια απ’ τις εθνικές μας γιορτές. Είναι καλό αυτό; Φυσικά. Σε κάτι αντίστοιχο στην Αμερική ο κόσμος δεν έρχεται. Προτιμούν να κάθονται με τις οικογένειες τους. Γιατί δεν μας επισκεφτήκατε νωρίτερα; Αυτή φαίνεται πως είναι η ερώτηση του αιώνα, πραγματικά δεν έχουμε κάποιον καλό λόγο. Εκτός ίσως απ’ το ότι ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία εξ’ αιτίας είτε χρημάτων ή χρόνου, είτε των promoters. Τέτοια πράγματα. Οπότε με τα χρόνια που πέρασαν δεν έτυχε. Το πιο σίγουρο είναι πως απ’ τη στιγμή που έχουμε οικογένειες και μεγάλες ευθύνες δε θα βγαίναμε έξω να κάνουμε οτιδήποτε χωρίς πρώτα να το έχουμε προγραμματίσει σωστά. Δυστυχώς έτσι είναι η πραγματικότητα. Τώρα όμως έχουμε μια πολύ σωστή ευκαιρία, η προσφορά είναι καλή κι εμείς δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιο χαρούμενοι. Είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι που θα παίξουμε εκεί. Όλοι εδώ ανυπομονούμε να ακούσουμε και live το “Iconoclast” το οποίο είναι αριστούργημα! Σ’ ευχαριστώ, αυτό είναι το album στο οποίο φυσικά θα επικεντρωθούμε σε όλα τα επερχόμενα lives μας. Ήδη η ανταπόκριση του κοινού παγκοσμίως είναι εξαιρετική κι εμείς χαιρόμαστε γι’ αυτό. Πως σου φαίνεται να παίζετε το νέο σας album στη σκηνή; Το λατρεύω, νομίζω ότι είναι φρέσκο και νέο και σίγουρα είναι διαφορετικό από πολλά απ’ τα πράγματα που κάναμε στο παρελθόν. Επίσης live έχει μια πολύ υψηλή ενέργεια που βγαίνει απ’ τη μπάντα και ανυπομονώ να προχωρήσουμε σ’ αυτή τη περιοδεία. Τη περιμένατε την εμπορική επιτυχία που ακολούθησε τη κυκλοφορία του album; Όχι όπως έγινε, περιμέναμε κάποια απ’ αυτή. Και αυτό επειδή γνωρίζουμε τι έχουμε καταφέρει και καθιερώσει με τους οπαδούς μας κι επίσης ξέρουμε τι προσδοκίες έχουν από εμάς. Είμαστε πάντως πολύ χαρούμενοι που άνθρωποι αγάπησαν το “Iconoclast” χωρίς πριν να μας έχουν ξανακούσει. Είναι τέλειο αυτό. Ξέρεις, υπάρχουν πάντα περίεργα αισθήματα όταν βγάζεις έναν νέο δίσκο, νομίζεις ότι είναι ο καλύτερος σου και προκύπτει απλά καλός ενώ τον βλέπεις σαν ένα standard album και βγαίνει το καλύτερο σου. Γι’ αυτό και οι προσδοκίες μας ήταν καλές αλλά δεν έφταναν και στα ύψη. Σε αυτό το σημείο λοιπόν το album πέτυχε πολύ καλά τους στόχους μας. Δυστυχώς όχι στη χώρα μας, αλλά γενικά στην Ευρώπη θα περιοδεύσετε με τους Pagan’s Mind και DGM. Ναι, εγώ προσωπικά ανυπομονώ γι’ αυτό, νομίζω πως είναι ένα καλό πακέτο που σίγουρα θα αρέσει στους fans. Είναι κάτι καινούργιο στη σκηνή, δεν είναι λες και βγαίνουν οι τρείς Symphony X να παίξουν στη σειρά. Μου αρέσει αυτό. Να φανταστώ πως είναι πολύ νωρίς να ρωτήσω για τυχόν σχέδια μετά απ’ αυτή τη περιοδεία; Προς το παρόν σχεδιάζουμε να παίξουμε στην Αμερική τον ερχόμενο Φεβρουάριο αλλά τίποτα περισσότερο για την ώρα. Όσον αφορά τους Adrenaline Mob, είχες πάντα στην άκρη του μυαλού σου το ενδεχόμενο να συνεργαστείς με τον Mike Portnoy; Ναι φυσικά, σίγουρα το είχα. Ήμουν πάντα σίγουρος πως με κάποιον τρόπο οι δρόμοι μας θα συναντηθούν και πως θα κάναμε κάτι μαζί. Δεν ήθελα βέβαια να κάνουμε κάτι που ήδη κάναμε οπότε αυτό είναι τέλειο για ‘μας. Θέλαμε να ενώσουμε τα ταλέντα μας και να κάνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό μπροστά από ένα κοινό που δεν μας γνώριζε. Αυτό είναι το κυριότερο που θέλαμε από τους Mob απ’ την αρχή. Το ότι μπορέσαμε να το κάνουμε σημαίνει ότι είμαστε αρκετά τυχεροί. Θες να προσθέσεις κάτι σχετικά με το τι να περιμένουμε από το show των Symphony X στη χώρα μας; Θα παίξουμε πολύ υλικό από το “Iconoclast” και ίσως μερικές εκπλήξεις ειδικά για την Ελλάδα. Δεν γνωρίζω ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες. Είναι πάντως τιμή μας να παίξουμε εκεί και πρέπει να πούμε στους fans ένα “ευχαριστώ” για την αναμονή και το ενδιαφέρον τους. Συνέντευξη: Παναγιώτης Πετρόπουλος |
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
TRACER: "Spaces In Between"
Οι Tracer ίσως τελικά αποτελέσουν για το γράφοντα την έκπληξη της χρονιάς! Διαβάζοντας το δελτίο τύπου για το “Spaces In Between”, πίστευα πως θα ακούσω μια από τα ίδια. Δε φανταζόμουν όμως πως αυτά τα “ίδια” θα ήταν τόσο καλά δοσμένα, που θα με κέρδιζαν από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Το τρίο από την Αυστραλία, κατάφερε μέσα σε δώδεκα συνθέσεις να ισορροπήσει όλες τις stoner/ grudge επιρροές του και να κυκλοφορήσει ένα δίσκο που πολλές άλλες μπάντες του χώρου θα ζήλευαν. Άμα είσαι οπαδός των Kyuss, Audioslave και Queens of the Stone Age, η αγορά του “Spaces In Between” επιβάλλεται! Καταρχάς ο Michael Brown (κιθάρα, φωνητικά) αποδεικνύεται καλός μαθητής του Chris Cornell, χωρίς όμως να τον μιμείται, ενώ και τα τρία μέλη, εκτελεστικά, καθιστούν σαφές πως μεγάλωσαν με τις προαναφερθείσες μπάντες και δε θέλουν επ ουδενί να το κρύψουν. Ενδεικτικά να αναφέρω τα “Too Much”, “Push”, “Voice In the Rain”, “Save My Breath”, “All In My Head”, “Won’t Let It Die (Run Mary)” και το ομώνυμο, ως κομμάτια που κάλλιστα θα μπορούσαν να βρίσκονται μέσα στις κυκλοφορίες των παραπάνω “ηρώων” τους. Το σχήμα έχει πολύ μέλλον μπροστά του και οι fan του είδους μπορούν για λίγο καιρό να σταματήσουν να ασχολούνται με την αργοπορία των QOTSA ή τα μπλιμπλίκια του Cornell και να ανακαλύψουν τους Tracer. Το να περάσει ένα album σαν το “Spaces In Between” απαρατήρητο, είναι έγκλημα! Στέφανος Στεφανόπουλος |
KING MOB: "Force 9"
Όταν μία μπάντα αποτελείται από τον θρυλικό κιθαρίστα Chris Spedding (Roxy Music, Elton John, John Cale, Paul McCartney), τον περίφημο μπασίστα Glen Matlock (Sex Pistols, Iggy Pop, Faces), τον εξαιρετικό ντράμερ Martin Chambers (Pretenders) και τον τραγουδιστή Stephen W Parsons (Snips, Sharks) τότε το ενδιαφέρον για το τι θα ακούσουμε αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Στημένο σχεδόν όλο το άλμπουμ σε μία καθαρά western-soundtrack ατμόσφαιρα με τις rock ‘n roll, boogie και blues μελωδίες να σφυρίζουν ανάμεσα σε γέρικα αλλά παθιασμένα φωνητικά και συνάμα να προστίθενται επιμελώς στα κομμάτια, οι punk καταβολές που είχαν οι περισσότεροι μουσικοί που αποτελούν τους KING MOB. Το πνεύμα των Duke Ellington και Jimmy Page είναι διάχυτο σε αρκετές συνθέσεις του “Force 9” και εκείνο που εντυπωσιάζει τον ακροατή είναι η ορμή και ο απλός δυναμισμός και ξεσηκωτικός χαρακτήρας των τραγουδιών. Απολαυστικά και εκρηκτικά τα “Love of high Renown”, “Who’s Chasing who”, Vah Vah Voom”, “American Slaves”, “I Was There” και το “Selene-Selene” όπου το rockabilly είναι το πρωτογενές συστατικό όλων σχεδόν των συνθέσεων. Το “Force 9” των King Mob όχι απλά είναι ένας τίμιος και ειλικρινής δίσκος αλλά είναι μία υπέροχη κυκλοφορία από μία αποφασισμένη χούφτα γερόλυκων του είδους που απευθύνεται κυρίως σε όσους μεγάλωσαν με sixties και seventies ρυθμούς. Φώτης Μελέτης |
Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011
MASTODON: "The Hunter"
Ότι και να πεις για τους Mastodon σε ότι αφορά τη μουσική τους συνέπεια είναι λίγο. Εδώ και χρόνια κυκλοφορούν μόνο πολύ καλές δουλειές, κακομαθαίνοντάς μας, καθώς δεν περιμένει κανείς από τη μπάντα ένα μέτριο δίσκο. Εννοείται πως και αυτήν τη φορά δεν απογοητεύουν και κινούνται πάλι στα υψηλά επίπεδα που τους έχουμε συνηθίσει. Μέσω του “The Hunter” το σχήμα παρουσιάζει μια άλλη όψη του, πιο άμεση εκτελεστικά, την οποία την είχαμε γνωρίσει μεν, αλλά δεν είχαμε εντρυφήσει ιδιαίτερα. Λιγότερο πειραματικό λοιπόν από το “Crack The Skye”, χωρίς όμως να υπολείπεται έμπνευσης και προσωπικότητας. Το να αναφερθώ στα τραγούδια ξεχωριστά είναι μάλλον περιττό, μιας και οι Mastodon είναι συγκρότημα που βασίζεται στη συνολική απόρροια του κάθε έργου που κυκλοφορεί και δεν ψάχνει εν δυνάμει “επιτυχίες”. Και κρίνοντας από τη μέχρι τώρα πορεία του group, καλά κάνει! Είναι σίγουρο πως βρίσκεται στο σωστό δρόμο και δεν είναι τυχαίο το ότι με κάθε νέα δουλειά κερδίζουν ολοένα και περισσότερους fan! Προσωπικά δε μπορώ να καταλάβω γιατί να μην αρέσει σε κάποιον το “The Hunter”! Εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται ένας σύγχρονος metalhead στη μουσική του, ενώ συνθετικά είναι ώριμο, καλοφτιαγμένο και πολυεπίπεδο. Επίσης, είναι δεδομένο το ότι θα βρει κάποια θέση μέσα στα καλύτερα της χρονιάς και αυτό είναι και το λογικό. Όχι τίποτα άλλο, αλλά βαδίζοντας προς το τέλος του 2011, σκεφτόμουν πως δεν είχαμε όσες καλές δουλειές όσες πέρυσι. Οι Mastodon όμως ξέρουν πώς να αλλάζουν τα δεδομένα για μια ακόμη φορά. Στέφανος Στεφανόπουλος |
SOUL SELLER: "Back to Life"
Τα αδέλφια Dave (κιθάρες) και Mike Zublena (μπάσο) ξεκίνησαν την πορεία των Soul Seller από μία μικρή πόλη της βόρειας Ιταλίας το 1999 . Στη διαδρομή είχαν τις γνωστές ασθένειες των συγκροτημάτων με τις αλλαγές στα μέλη τους και παράλληλα είχαν και ένα “χαμένο” δισκογραφικό πόνημα το 2000 (“Underground Freedom” το έλεγαν). Μετά λοιπόν από αρκετά χρόνια απραξίας οι Soul Seller επέστρεψαν με ένα αξιόλογο melodic rock δίσκο και με δύο κυρίως όπλα στη φαρέτρα τους. Το πρώτο είναι ο παραγωγός Alessandro Del Vecchio (Edge of Forever, Ian Paice, Glenn Hughes, Lionville, Eden’s Curse, Shining Line) και το δεύτερο είναι ο δημιουργός των εξαιρετικών Wheels of Fire, κύριος Davide “Dave Rox” Barbieri που βοηθάει ώστε η φωνή του Michael Carrata να “κεντάει” στις πανέμορφες μελωδικές ερμηνευτικές γραμμές του άλμπουμ που ονομάζεται “Back to Life”. Ο δίσκος ολόκληρος είναι μία καλοστημένη και συμπαθητική ξεπατικούρα των Bon Jovi με αντιγραφές ακόμα και στα solo του R. Sambora και ενώ περιμένεις να εκνευριστείς με αυτό το αποτέλεσμα συμβαίνει το αντίθετο και τα τραγούδια των Soul Seller λειτουργούν καταλυτικά και θετικά διότι σε αναγκάζουν να τους συγχωρέσεις για το “ατόπημα» που έκαναν! Ακούστε μόνο τα “Change Your Heart Tonight” (εδώ το κιθαριστικό solo το παίζει ο Danilo Bar από τους White Skull), το “All I Can Promise”, το “Old Hero’s Prayer”, το οποίο νομίζεις ότι είναι κάποιο ξεχασμένο track από το “Keep the Faith” ή το “New Jersey” ενώ το ίδιο ισχύει και για το συγκινητικό “Hell of Tears”. H πιο hard rock διάθεση της μπάντας ακούγεται στο καταπληκτικό “New Power Day”, στο ομότιτλο κομμάτι καθώς και στο πολύ καλό ντουέτο ανάμεσα στον Michael Carrata και τον Oliver Hartmann (Avantasia, At Vance) στο έξοχο “Keep On Moving”. Oι Soul Seller καταλήγω στο συμπέρασμα ότι περιέχουν άκρως “φορτωμένες” συναισθηματικές μελωδίες παιγμένες σε ύφος Bon Jovi (κάπου- κάπου στο άλμπουμ κλέβουν και λίγο από Talisman) και δημιουργούν ένα χαρούμενο και αισιόδοξο άκουσμα ειδικά για όσους δεν κολλάνε με τον όρο, melodic hard rock. Ακούστε το “Wings of Freedom” και θα καταλάβετε… Φώτης Μελέτης |
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011
MESSAGE..."Where were You"
Πόσοι άραγε θαυμαστές των Bon Jovi και ειδικά του κιθαρίστα Richie Sampora γνωρίζουν τους Message. Μάλλον ελάχιστοι αλλά δεν πειράζει το Rockway.gr είναι εδώ για να σας πάει αρκετά χρόνια πίσω και να μάθετε όμορφες ροκ ιστορίες από τις περασμένες δεκαετίες από μία σχεδόν άγνωστη μπάντα στην οποία το πνεύμα των Bon Jovi ήταν αρκετά έντονο. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 στο New Jersey, οι "κολλητοί" Richie Sampora και Dean Fasano (μετέπειτα Prophet) παρέα με τους Simon Gannett (organ), Bruce Foster (keyboard), Andy Rubbo (drums) αλλά και το έτερο μέλος αργότερα των Bon Jovi μπασίστα Alec John Such, δημιουργούν τους MESSAGE οι οποίοι συνδυάζουν υπέροχα τις aor μελωδίες με τους hard rock ρυθμούς. Κυκλοφορούν σχεδόν γρήγορα το παρθενικό τους άλμπουμ αρχικά μόνο σε 1800 κομμάτια λόγω οικονομικών προβλημάτων. Στο δίσκο υπάρχουν μερικά τρομερά τραγούδια όπως τα "Medicine Man", "Stories" και "Where were You" όπου στο πρώτο, τη σύνθεση συνυπογράφουν οι Aldo Nova και Jon Bon Jovi! Στη παραγωγή συναντάμε τον Andy Wallace ο οποίος αργότερα διέπρεψε με group όπως οι Slayer, Nirvana, The Cult, Faith No More, Foo Fighters, Sepultura και άλλων πολλών ανάλογων σχημάτων ενώ το άλμπουμ αργότερα ζητήθηκε και από ευρωπαίους οπαδούς και πούλησε πάνω από 8.500 χιλιάδες κομμάτια. Το συγκρότημα στη συνέχεια προσπάθησε να καταπολεμήσει τις οικονομικές δυσχέρειες και κατάφερε να ανοίξει μερικές συναυλίες του Joe Cocker. Όμως δεν μπόρεσε να ακολουθήσει όλη τη περιοδεία και γύρισαν πίσω στο New Jersey. Στις συναυλίες που έδιναν στην πόλη τους, μερικές από τις μπάντες που άνοιγαν τα live τους ήταν οι… "Jon Bon Jovi and the Wild Ones" και οι "Steel Fortune του κιθαρίστα Dave Sabo των Skid Row. Έτσι λοιπόν δικαιολογείται λίγο αργότερα η αποχώρηση των R.Sampora και A.J.Such, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του J.Bon Jovi και τον ακολούθησαν στη μεγάλη πορεία (τα υπόλοιπα είναι ιστορία). Οι Message χωρίς τον κιθαρίστα τους δεν είχαν τα κουράγια να συνεχίσουν και ο ηγέτης του γκρουπ D.Fasano διαλύει το συγκρότημα και συνεχίζει προσωρινά την καριέρα του στους Prophet με τους οποίους κυκλοφόρησε το 1985 ένα εκπληκτικό δίσκο. Στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα ξανασυναντάμε τον D.Fasano να συμμετέχει στα προσωπικά άλμπουμ του R.Sampora, του J.B.Jovi, των πλατινένιων Trixter, Phantom's Opera και Adrian Dodz όπου φαίνεται έντονα το τεράστιο συνθετικό του χάρισμα. Το 1995 o D.Fasano αποφασίζει να ξαναδημιουργήσει τους Message, αυτή τη φορά με νέα μέλη ενώ προηγείται η επανακυκλοφορία του ντεμπούτου τους (ξανακυκλοφόρησε το 2000 με τον τίτλο "Lessons") με τέσσερα bonus τραγούδια (ακούστε το εκπληκτικό "Living in the Night"). Τα καινούργια μέλη των Message ήταν λοιπόν οι: ο Mike Walsh (κιθάρα, πλήκτρα) από τους Departure, o Tom DeRossi (κιθάρα), o Jeff Thompsen (μπάσο) και ο Steve D’Acurtis (κιθάρα, μπάσο) καθώς και άλλοι μουσικοί. Το 1998 ηχογραφούν το εξαιρετικό "Fine Line" που κυκλοφορεί το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και συνεχίζει σε ακόμη πιο μελωδικούς ρυθμούς με το κομμάτι "Wild One" να θυμίζει λίγο από το "Livin On Prayer" ενώ στις συνθέσεις και τις ενορχηστρώσεις βοηθούν οι Jon Bon Jovi, Aldo Nova, Al Greenwood (Foreigner/SPYS), και ο Dave Rosenthal (Departure, Red Dawn, Deep Purple). Την παραγωγή αυτή τη φορά έχει αναλάβει ο Kenny Kaos, μηχανικός ήχου ο Steve DeAcutis και στη μίξη ο Paul Dean (Loverboy) ενώ το χεράκι του έβαλε και ο Aldo Nova. Το 2000 ακολουθεί άλλο ένα μικρό aor δισκογραφικό διαμάντι από τους Message που ονομάζεται "Outside Looking In" και είναι το τρίτο πόνημα του συγκροτήματος. Αυτή τη φορά το συνθετικό ταλέντο του D.Fasano παντρεύεται με εκείνο του Chris Ousey (Heartland) ενώ άλλη μία guest εμφάνιση είναι του κημπορντίστα Dave Chapman από τους Change of Heart. Το γκρουπ συμπληρώνουν οι Tim Hewitt (μπάσο) και ο Aaron Anderson (Trooper) στα ντραμς. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Dean Fasano το συγκρότημα δεν είχε την αναγνώριση που έπρεπε με αποτέλεσμα να παγώσουν την δράση τους. Το 2006 ο D.Fasano αποφασίζει να κυκλοφορήσει το "Message Live" που περιλαμβάνει τις εμφανίσεις που έκαναν οι Message το 1982 από την περιοδεία με τον Joe Cocker με το αρχικό line up (δηλαδή τους R.Sampora και A.J.Such) και περιέχει ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι, το "Just One Step Away". Δυστυχώς το Δεκέμβριο του 2009 σε ηλικία μόλις 54 ετών, ο σπουδαίος συνθέτης, τραγουδιστής και δημιουργός Dean Fasano πεθαίνει και αφήνει ένα μεγάλο κενό στην aor κοινότητα. Φώτης Μελέτης |
GOTTHARD: "Homegrown (Alive In Lugano)"
Ανοίγοντας νέα σελίδα στη καριέρα τους,, οι Gotthard διάλεξαν να κλείσουν το κεφάλαιο αυτό με μια live νοσταλγική κυκλοφορία. Το άλμπουμ λέγεται “Homegrown – Alive In Lugano” και όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς από το τίτλο, είναι ηχογραφημένο στη γενέτειρα τους. Η συναυλία πρόκειται για μία από τις τελευταίες που έδωσαν με τον Steve Lee στο μικρόφωνο και λαμβάνει χώρα στις 17 Ιουλίου 2010. Συνολικά 79 λεπτά μουσικής και 17 κομμάτια (εκ των οποίων το ένα είναι το εισαγωγικό, ένα είναι ακουστικό medley και ένα τρίτο πρόκειται για κιθαριστικό και ακαπέλα σόλο). Το dvd που συνοδεύει τη κυκλοφορία συμπεριλαμβάνει ένα άλλο ιστορικό show που είχαν δώσει στις 31 Δεκεμβρίου 1999 (επίσης στο Lugano και μια από τις καλύτερες συναυλίες τους έως σήμερα), ένα ακυκλοφόρητο studio κομμάτι και συνεντεύξεις με τα εναπομείναντα μέλη. Κυκλοφορεί στη μνήμη του Steve Lee (πέθανε στις 5 Οκτωβρίου 2010 σε ηλικία 47 ετών), οπότε όπως καταλαβαίνετε για τους οπαδούς της μπάντας αποτελεί σημαντικό κομμάτι. Για τους υπόλοιπους έχει τη λειτουργία best of για μια πρώτη γνωριμία μαζί τους και όχι μόνο. |
Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
KIMBALL-JAMISON: "Kimball-Jamison"
|
Aποκαλύψεις από τους Nightrage
|
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ: ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ LIVE ΤΩΝ PAIN OF SALVATION
To Rockway.gr κληρώνει για τους αναγνώστες του δύο μονές προσκλήσεις για τη συναυλία των Pain of Salvation στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου! Για συμμετοχή, στείλτε το ονοματεπώνυμό σας και ένα τηλέφωνο επικοινωνίας στο your_way@otenet.gr (με την ένδειξη “POS”)
Η κλήρωση θα πραγματοποιηθεί στις 9 Οκτωβρίου και οι νικητές θα ενημερωθούν μέσω mail!
Pain of Salvation LIVE @ FUZZ CLUB
PAIN OF SALVATION (Sweden)
VON HERTZEN BROTHERS (Finland)
Τιμές εισιτηρίων: 27€
Προπώληση Εισιτηρίων
TICKET HOUSE
METAL ERA
TICKET PRO (Ηλεκτρονικά από την διεύθυνση www.ticketpro.gr, γύρω στα τέλη Αυγούστου)
H προπώληση έχει ήδη ξεκινήσει.
Η κλήρωση θα πραγματοποιηθεί στις 9 Οκτωβρίου και οι νικητές θα ενημερωθούν μέσω mail!
Pain of Salvation LIVE @ FUZZ CLUB
PAIN OF SALVATION (Sweden)
VON HERTZEN BROTHERS (Finland)
Τιμές εισιτηρίων: 27€
Προπώληση Εισιτηρίων
TICKET HOUSE
METAL ERA
TICKET PRO (Ηλεκτρονικά από την διεύθυνση www.ticketpro.gr, γύρω στα τέλη Αυγούστου)
H προπώληση έχει ήδη ξεκινήσει.
ICED EARTH: "Dystopia"
Ο John Schaffer δε λέει να το βάλει κάτω. Μπορεί να έχει να βγάλει καλό δίσκο από το 1998 (όχι, το “Horror Show” δε μου αρέσει!), αλλά παρόλα αυτά κάνει ότι μπορεί για να αναβιώσει το κάποτε μεγάλο όνομα των Iced Earth. Βασικά η φυγή του Matt Barlow πίσω από το μικρόφωνο, σε συνδυασμό με τις, σε σύνολο, μέτριες κυκλοφορίες, ήταν οι λόγοι που χάθηκε η παλιά αίγλη του group. Ο Tim Owens, παρότι φωνάρα, δεν κατάφερε να βοηθήσει, ενώ η επιστροφή (για ένα μόλις album όπως αποδείχτηκε) του Barlow δεν έπεισε, μιας και το αποτέλεσμα ήταν απλά καλό, απέχοντας πολύ από αυτό που προσδοκούσαν οι fan. Εννοείται πως δεν περιμένω πλέον ένα “Burnt Offerings” ή ένα “Dark Saga” (δεν αναφέρω καν το “Night of the Stormrider”), αλλά από την άλλη, δε γίνεται να επαναπαύεσαι στο ένδοξο παρελθόν. Για τις ανάγκες του “Dystopia”, επιστρατεύτηκε ο πολύπλευρος/ καταπληκτικός/ ακούραστος Stu Block, γνωστός από τους Into Eternity. Οι φωνητικές του ικανότητες ήταν λίγο πολύ γνωστές στους περισσότερους και η αλήθεια είναι πως δίνει μια άλλη χροιά στους Iced Earth, λόγω του τεράστιου εύρους που έχει. Αυτό βασικά είναι και το μεγάλο ατού του “Dystopia”… γιατί κατά τ’ άλλα δεν υπάρχει κάτι καινούριο στον ήχο ή στις συνθέσεις που να βάλει ξανά το σχήμα στο δρόμο της μεγάλης επιτυχίας. Έξυπνη κίνηση η μνεία σε διάφορες ταινίες όπως Dark City, V for Vendetta και Soylent Green, ενώ οι αναφορές στην “Something Wicked” ιστορία μπορούν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως κράχτες. Δεν είναι αυτά όμως που θα κάνουν το group να (ξαν)ανέβει επίπεδο… Ουδεμία πρωτοτυπία λοιπόν στο “Dystopia”. Παρόλα αυτά, διανύουμε μια εποχή που τα απλά ακούσματα του παρελθόντος εκλείπουν, οπότε οι όποιες ελπίδες για μια σωστή αναβίωση (και όχι με βάση την παρελθοντολαγνεία) βασίζονται σε μπάντες τύπου Iced Earth. Έλα όμως που και για αυτήν την κυκλοφορία τους δε μπορώ να πω κάτι παραπάνω από το “καλή είναι”… Έχει κάποια όντως αξιοπρόσεκτα κομμάτια, τα οποία όμως δεν αρκούν φυσικά για μια καθόλα θετική κριτική. Οκ, σίγουρα είναι ότι καλύτερο έχουν βγάλει εδώ και χρόνια, αλλά αυτό (ξαναλέω) οφείλεται στον Stu Block. Εάν δε, είστε αμετανόητοι λάτρεις των Iced Earth θα γουστάρετε μια χαρά με το “Dystopia”. Γιατί; Καλπασμοί από Schaffer (τι τιρι τι τιρι τιρι), επικά refrain, ένα δύο μπαλάντες για να “σπάει” λίγο η “αγριάδα” και φτου και από την αρχή. Πάντως, και σε περίπτωση που δεν αλλάξει πάλι ο τραγουδιστής, έχω καλό προαίσθημα για τον επόμενο δίσκο… Στέφανος Στεφανόπουλος |
Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011
Work of Art : Τα πλήκτρα μας είναι χαρακτηριστικά...
Οι Work of Art είχαν ενθουσιάσει την aor κοινότητα πριν από τρία χρόνια με το ντεμπούτο τους άλμπουμ. Το Σουηδικό τρίο επιστρέφει τη φετινή χρονιά δισκογραφικά με το “In Progress”, μια σπουδαία κυκλοφορία που αποδεικνύει το εξαιρετικό συνθετικό και μελωδικό ταλέντο της μπάντας. Ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης του γκρουπ, Robert Sall μαζί με τον ντράμερ Herman Furin μίλησαν στο Rockway.gr για τη νέα τους δουλειά, τη μουσική τους, τους Toto και φυσικά την Ελλάδα. Καλησπέρα παιδιά! Πέρασε καιρός από το ντεμπούτο σας! Υπήρχαν προβλήματα που καθυστέρησαν τη κυκλοφορία του νέου δίσκου; Herman: Είχαμε πολλά να κάνουμε σε περιορισμένο χρόνο! Όλοι μας έχουμε άλλα projects και εργασίες και ήταν κάπως δύσκολο να τα βολέψουμε όλα. Επίσης, το album είναι έτοιμο εδώ και κάποιο καιρό. Συμφωνείς στο ότι το κύριο μέρος των συνθέσεων είναι αφιερωμένο στα πλήκτρα; Robert: Μου αρέσει να το σκέφτομαι σαν να είναι 50-50 τα πλήκτρα με τις κιθάρες. Όμως επειδή οι περισσότερες AOR μπάντες ασχολιούνται περισσότερο με τις κιθάρες, τα πλήκτρα μας είναι πολύ χαρακτηριστικά στους ακροατές. Η μελωδία είναι και πάλι το βασικό στοιχείο σε δίσκο σας. Με τι τρόπο οι μεγάλες AOR μπάντες του παρελθόντος σας επηρεάζουν; Robert: Είναι οι ρίζες μας και ο τόπος που προερχόμαστε μουσικά. Μεγαλώσαμε στα 80s όπου η μελωδική μουσική κυριαρχούσε στα charts οπότε εννοείται πως μας επηρέαζε και ακόμα μας επηρεάζει άμεσα. Ποιο το νόημα στον τίτλο του album “In Progress”; Herman: Το όνομα είναι παλιό, από την αρχή ήταν “δουλειά σε εξέλιξη”. Για μένα υποδεικνύει το πώς εξελίχθηκε η μπάντα από το τελευταίο album και απέκτησε πιο άνετο ήχο. Σχέδια για συναυλίες υπάρχουν; Herman: Ναι, υπάρχουν και ετοιμαζόμαστε να δώσουμε μία σειρά εμφανίσεων. Σας ενοχλεί η σύγκριση με τους Toto; Herman: Όχι, αν μη τι άλλο αυτό είναι κομπλιμέντο! Οι Toto είναι απ’ τα καλύτερα συγκροτήματα όλων των εποχών! Δεν πιστεύω όμως πως παίζουμε σαν κι αυτούς. Μπορεί παρ’ όλα αυτά κανείς να εντοπίσει πάνω σε κομμάτια μας επιρροές από τους Toto. Ποιες διαφορές βλέπεις ανάμεσα στο νέο σας album και το ντεμπούτο σας; Herman: Από άποψη παιξίματος νομίζω πως εξελιχθήκαμε και ωριμάσαμε. Τολμήσαμε να παίξουμε περισσότερα και πιο χαλαρά. Αυτή τη φορά είχαμε στόχους οπότε εκτός από διασκεδαστικό ήταν και μια πρόκληση. Προέρχεστε από μια “παγωμένη” χώρα. Πως καταφέρνετε να γράψετε “καλοκαιρινά” τραγούδια; Robert: Είναι η αγάπη μας για το καλοκαίρι που δίνει έμπνευση σε αυτές τις μελωδίες. Όταν έχεις ζεστό καιρό για μόλις τρείς μήνες το χρόνο το σίγουρο είναι ότι τους διασκεδάζουμε κι έπειτα τους ονειρευόμαστε για το υπόλοιπο έτος. Πέρα όμως απ’ αυτό τι άλλο μπορεί να σε εμπνεύσει στο να γράψεις καλούς στίχους; Οτιδήποτε με θετική ενέργεια, φυσικά αγάπη και ελπίδα, όνειρα και πάει λέγοντας. Υπάρχει κάποια μαγική συνταγή στο να γράψεις ένα φοβερό τραγούδι; Robert: Δεν θα το έλεγα. Για να κρατήσεις κάτι φρέσκο πρέπει να είναι και εμπνευσμένο. Σίγουρα, θα μπορούσες απλά να κάθεσαι και να περιμένεις την έμπνευση αλλά αυτό δεν δουλεύει και τέλεια όταν έχεις απαιτητικό κοινό το οποίο αδημονεί για τον νέο σου δίσκο. Αυτό λοιπόν που κάνω είναι να προσπαθώ να διευρύνω τη δημιουργικότητα μου γράφοντας για παράδειγμα για διαφορετικό όργανο. Ή γράφω με άλλους ανθρώπους ή και προσπαθώ να δω τη σύνθεση από άλλη οπτική γωνία. Οπότε ακόμα κι αν το αποτέλεσμα ακούγεται γνώριμο έχει επέλθει με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά γι’ αυτό κι ακούγεται εμπνευσμένο. Υπάρχει περίπτωση να δούμε τη συνέχεια των WET ή άλλων projects; Robert: Ελπίζουμε πως ναι! Δουλεύουμε σε αυτό αλλά ακόμα τίποτα δεν έχει αποφασιστεί. Τι είναι αυτό που σας ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα rock συγκροτήματα του σήμερα; Robert: Αυτό που κάνει τους Work of Art να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες μπάντες είναι ότι με το ένα πόδι στέκονται στη παράδοση της AOR μουσικής και με το άλλο στη μουσική της Δυτικής Ακτής (West Coast). Προσπαθούμε να είμαστε αρεστοί και στις δύο κατηγορίες και μερικές φορές φαίνεται να τα έχουμε καταφέρει. Η Ελλάδα σημαίνει τίποτα για ‘σένα; Herman: Αγαπώ την Ελλάδα. Έχω βρεθεί εκεί μόνο μια φορά κι αυτό πολύ καιρό πριν αλλά το σίγουρο είναι πως είναι μια πολύ όμορφη χώρα με απίστευτη ιστορία και κουλτούρα. Θα ήταν ωραίο να παίζαμε εκεί! Παιδιά σας ευχαριστούμε για τη συνομιλία και σας ευχόμαστε καλή συνέχεια. Robert: Και εμείς ευχαριστούμε το Rockway.gr για την πολύτιμη βοήθεια και προβολή που έχετε κάνει για τους Work of Art. Συνέντευξη: Φώτης Μελέτης |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)