Από το Stavanger της Νορβηγίας, οι Sirenia είναι μια μπάντα που δημιουργήθηκε το 2001 από τον Morten Veland (κιθαρίστας και βασικός συνθέτης της μπάντας), μετά το χωρισμό του από τους Tristania, τους οποίους ίδρυσε στα μέσα της δεκαετίας του '90 και οι οποίοι διατηρούσαν ένα αρκετά σεβαστό status στους κύκλους του symphonic/gothic metal.
Με το νέο υλικό, οι Sirenia επιχειρούν μια επιστροφή στον ήχο της πρώτης τους περιόδου (κυρίως στα “An Elixir for Existence” και “Nine Destinies and a Downfall” albums) έχοντας δανειστεί πάμπολλα σημεία της τεχνοτροπίας των (μεσαίας περιόδου) Nightwish, με βαρύτερα riff, περισσότερα σκοτεινά περάσματα και τους βρυχηθμούς του Morten που αναμειγνύονται με τη χαρακτηριστική μελωδική φωνή της Ailyn, της γυναικείας φωνής του συγκροτήματος, η οποία δείχνει να έχει ωριμάσει ως τραγουδίστρια και performer.
Από το εναρκτήριο track “Ducere Me In Lucem”, μια ημι-κλασική ερμηνεία, οι Sirenia καταθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά που δομούν το album. H μπάντα αποτυπώνει την άποψή της με, ως επί το πλείστον αργό, ατμοσφαιρικό gothic/doom, βασισμένο στις πατέντες που ορίζουν το είδος στο οποίο κινούνται στιλιστικά. Ανάλογη η συνέχεια με το “Sevens Widows Weep” με τα χορωδιακά μέρη να συγκρούονται με τις κιθαριστικές αλλαγές και την αρκετά εύηχη αντίθεση των guttural φωνητικών του Morten και της εύθραυστης, σχεδόν παιδικής, φωνής της Ailyn.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του συγκροτήματος, αποφάσισαν να επιλέξουν τη μητρική τους γλώσσα ως μέσο έκφρασης, όπως φαίνεται στα θέματα των “Ditt Endelikt” και “Stille Kom Doden”. Στο “Ditt Endelikt”, επιλέχθηκε ο Joakim Naess για τα ανδρικά φωνητικά και η σύνθεση είναι αρκετά μελωδική, με στυλ που παραπέμπει στα album που ανέφερα παραπάνω, με πιασάρικες μελωδίες και την Ailyn να αφηγείται στα ισπανικά. Αντίστοιχα, στο “Stille Kom Doden”, ένα κομμάτι σχεδόν 13 λεπτών, αναδεικνύεται μια αργή και heavy πλευρά που πολύ λίγες φορές παρατηρήθηκε στην ιστορία του συγκροτήματος. Ίσως, το βαρύτερο του δίσκου.
Θα μπορούσε να εκληφθεί ως νέο στοιχείο για τους Sirenia, η χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων που εμπλουτίζουν τη γκάμα στα “Decadence” και “Profound Scars” και αλληλοσυμπληρώνονται με τα περίτεχνα solo του Michael S. Krumins (κιθάρα) και τα (ηχητικώς, όχι τόσο δυνατά όσο θα ήθελα, είναι η αλήθεια) drums του Jonathan A.Perez.
Επίσης, σημαντική για την ατμόσφαιρα του δίσκου, είναι η συμμετοχή χορωδίας εγχόρδων (Sirenian Choir) που δίνει μια αίσθηση σταθερότητας. H παραγωγή είναι υπέρ του δέοντος συμπαγής, πομπώδης και βαριά σε σημείο που να αποτελεί ανά στιγμές, δίκοπο μαχαίρι. Οι συνθέσεις, σπάνια αναπνέουν, λίγα αλλά πολύ καλά speed breakthroughs (που με κάνει να απορώ για την μικρή, σε έκταση, χρησιμοποίησή τους σε σχέση με την ποιότητα τους) και θα έλεγα ότι και η διάρκεια της πλειοψηφίας των κομματιών δεν ακολουθείται και από αντίστοιχο ενδιαφέρον.
Ως τελικό απολογισμό, θα επιλέξω να διαχωρίσω τα πράγματα. Για τους θιασώτες του συγκεκριμένου ήχου και ειδικά για αφοσιωμένους φίλους της μπάντας, το “Perils Of The Deep Blue” είναι ένας αξιοπρεπέστατος symphonic/gothic δίσκος, με βεβαιότητα υποδεέστερος από τις παρελθούσες δουλειές τους, που ακούγεται σχετικά ευχάριστα και δεν απογοητεύει, χωρίς όμως και να δημιουργεί τους τόνους ανατριχίλας που περιμένει κανείς. Για τον ευρύτερο metal/rock/orchestral κόσμο που τυχόν να ενδιαφερθεί, μια αυτιά δεν έβλαψε ποτέ κανέναν και ανάλογα με το τι στροφές παίρνει ο λογισμός σου ίσως και να το βρεις και συμπαθητικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.