Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

VANDENBERG'S MOONKINGS: “Vandenberg's MoonKings”



Οι Vandenberg's MoonKings είναι όπως όλα δείχνουν ο καινούργιος καλλιτεχνικός έρωτας του εξηντάρη Ολλανδού κιθαρίστα Adrian Vandenberg που έγινε γνωστός από την συμμετοχή του στους Whitesnake, της πιο εμπορικής τους περιόδου.
Το ντεμπούτο άλμπουμ των VANDENBERG'S MOONKINGS περιέχει ατόφιο, τσαμπουκαλίδικο classic hard rock για γερά ποτήρια βουτηγμένο στα seventies  με τα μπουκάλια να έχουν ζωγραφισμένα στην ετικέτα τους, Led Zeppelin, Free, Humble Pie, Small Faces και Grand Funk. Η φωνή του Jan Hoving μπορεί να σε παραπέμπει στον Robert Plant αλλά περιέχει άγρια ομορφιά και γοητευτική τραχύτητα που σε κερδίζει με το πρώτη νότα ενώ οι δύο ανήλικοι- τρομεροί πιτσιρικάδες Sem Christoffel (μπάσο) και Mart Nijen Es (ντραμς) δονούν και κτυπούν ανελέητα σε ρυθμούς που αγαπήσαμε πριν από τέσσερις δεκαετίες.
Τραγούδια σαν τα “Lust And Lies”, “Close To You”, “Steal Away” και “Nothing Touches” (φλερτάρει στην αρχή με τους AC/DC) είναι ένα θρασύτατο αλλά απολαυστικό ξεπατίκωμα από κλασσικά κομμάτια των Led Zeppelin ενώ υπάρχουν και οι ελαφρώς Whitesnake στιγμές, με πιο χαρακτηριστικές τις τρυφερές μελωδίες του “Breathing” και του πανέμορφου “Out Of Reach” με τα βιολιά να δίνουν ένα υπέροχο χρώμα. Ξεχωρίζουν επίσης τα “Good Thing” και “Feel It” με τα εξαιρετικά δεύτερα φωνητικά, το ξεσηκωτικό “Line Of Fire” με το χίπικο ρεφρέν και τον αλά Cult ρυθμό του, το δυναμικό “Leave This Town” και το “One Step Behind” που ελέω του hammond μετατρέπεται σε μία γλυκιά ροκ μελωδία.
Κορυφαίο άσμα είναι το εκρηκτικό “Leeches” όπου εδώ στην ουσία κατορθώνει ο Adrian Vandenberg με το παίξιμο του να τζαμάρουν μαζί ο Jimmy Page  με τον Jimi Hendrix, οπότε καταλαβαίνετε ότι μιλάμε για έναν ατελείωτο κιθαριστικό οργασμό. Η έκπληξη βρίσκεται στο τέλος του δίσκου με τον αξιοσέβαστο κύριο David Coverdale να τιμά τον παλιό του συνεργάτη και να τραγουδά ξανά το  θαυμάσιο “Sailing Ships” που υπάρχει στο δίσκο “Slip Of The Tongue”.
Πάντα πίστευα ότι ο Adrian Vandenberg είναι σχετικά αδικημένος ως μουσικός όμως τόσο με τους Manic Eden στη δεκαετία του '90, όσο και με τους τρεις δικούς του δίσκους που είχε κυκλοφορήσει στην δεκαετία του ’80, είχε δείξει ότι είναι σπουδαίος κιθαρίστας και δημιουργός.
Με τους VANDENBERG'S MOONKINGS, ο Ολλανδός κιθαρίστας βρίσκει λοιπόν την ευκαιρία να επιστρέψει στις ρίζες του κλασσικού και ανόθευτου blues hard rock χωρίς μάλιστα να αναλωθεί σε κιθαριστικές υπερβολές αλλά με διακριτικό τρόπο πετυχαίνει να βάλει τη δική του σφραγίδα σε  ένα άλμπουμ πραγματικό hard rock δυναμίτη… που προσέξτε, δεν μιμείται αλλά αντιθέτως διδάσκει τι σημαίνει η δεκαετία του ’70 για την ροκ μουσική. 


Φώτης Μελέτης

KAMCHATKA: “The Search Goes On”

Δεν ξέρω τι ψάχνουν τρεις Σουηδοί στην ανατολικότερη χερσόνησο της Ρωσίας.
Ότι και να ψάχνουν, φαίνεται να μην το έχουν βρει, για αυτό και επανέρχονται με το album τους, “The Search Goes On”, να μας θυμίσουν πως το ηφαίστειο Kamchatka ακόμα πετάει λάβα blues rock.
Εμείς όμως, στη μουσική τους έχουμε βρει μια πολύ όμορφη και σύγχρονη εκδοχή του 70s blues rock.
Τρία χρόνια μετά το “Bury Your Roots” έρχονται με λύσσα και νοσταλγία, ανοίγοντας το νέο album, με ένα hit (“Somedays”).
To γκρουβάτο “Tango Decadence” με τα ρυθμικά παλαμάκια να δίνουν ρυθμό, αραιά και που σε προετοιμάζουν για κάτι που κοιτά το παρελθόν στα μάτια.
Η παραγωγή δεν είναι τάχα “βρώμικη” και δίνει ένα ακόμα point στο όλο αποτέλεσμα και μαζί με το εξώφυλλο, που παρουσιάζει αυτόν που ακόμα ψάχνει, μέσα σε ένα σκάφανδρο στον αχανή θαλάσσιο βυθό, φτιάχνουν όμορφη ατμόσφαιρα.
Κιθαριστικά σόλο θέτε (“Son Of The Sea”), feeling από Coverdale (“Broken Man”), αλλαγές ρυθμού που δείχνουν την ικανότητα του drummer;
Οι κιθάρες από άλλη εποχή (Thomas Andersson), το μπάσο δυνατό και μπλουζαριστό (Per Wiberg, ναι, ο γνωστός από Opeth, Candlemass, Spiritual Beggars) και τα τύμπανα στακάτα (Tobias Strandvik), πίσω από την μπάσα σε χροιά, φωνή του Thomas Andersson (τα φωνητικά τα μοιράζεται βέβαια και με τον Wiberg) αποτελούν μια ομάδα που δεν χάνει εύκολα το ματς.
Τι και αν έφυγε από την ομάδα ο τραγουδιστής, μπασίστας και συνθέτης Roger Örjesson; Έλαμψε πιο καλά το άστρο του ηγέτη της μπάντας Thomas Andersson.
Αν σας αρέσει το όμορφο hard rock, τότε αυτό είναι ένα must.


Δημήτρης Μαρσέλος

CUTTING CREW( αφιέρωμα)



Πολλά ήταν τα συγκροτήματα που με μία και μόνο εμπορική επιτυχία κατάφεραν να μείνουν στην ιστορία αλλά έπειτα δεν κατόρθωσαν να έχουν ανάλογη συνέχεια με συνέπεια να ξεχαστούν από το κοινό, αφενός διότι δεν μπόρεσαν να συνθέσουν ένα ανάλογο hit και αφετέρου διότι η δισκογραφική τους εταιρεία δεν του πρόβαλε όπως όφειλε.
Οι Cutting Crew ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία αφού το εκπληκτικό κομμάτι τους "(I Just) Died in Your Arms" έχει γράψει την δική του ιστορία αλλά από τότε ελάχιστοι γνωρίζουν την τύχη τους.

Η ιστορία του συγκροτήματος ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 όταν ο εγγλέζος τραγουδιστής και συνθέτης Nick Van Eede είχε σχηματίσει τους The Drivers και support έπαιζαν για αυτούς οι Fast Forward, στους οποίους κιθάρα έπαιζε ο μελλοντικός συνεργάτης του, καναδός Kevin MacMichael.
Προηγουμένως όμως ο Nick Van Eede είχε ξεκινήσει τη μουσική του περιπέτεια ανοίγοντας συναυλίες των Slade, David Essex, Hot Chocolate, Alan Price (Τhe Animals) ενώ είχε κυκλοφορήσει στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και αρχές ‘80 πέντε προσωπικά single χωρίς καμία επιτυχία. Το 1983 λοιπόν διαλύονται οι Drivers και η γνωριμία των δύο ταλαντούχων μουσικών είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των Cutting Crew.

Ξεκίνησαν να ηχογραφήσουν δύο demo με σκοπό να υπογράψουν δισκογραφικό συμβόλαιο με κάποια μεγάλη εταιρεία και το πέτυχαν αφού η τότε πανίσχυρη Virgin Records τους αναλαμβάνει και την επόμενη χρονιά  κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους “Broadcast” (1986). Τα υπόλοιπα μέλη των Cutting Crew ήταν ο μπασίστας Colin Farley, ο ντράμερ  Martin Beadle και ο κημπορντίστας Tony Moore, ο οποίος ήταν μέλος των θρυλικών IRON MAIDEN όταν πρωτοδημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ‘70!
Με το που κυκλοφόρησε το “Broadcast”, και ξεχώρισε το "(I Just) Died in Your Arms", οι πωλήσεις εκτοξεύθηκαν στα ύψη και το άλμπουμ στην Αμερική σκαρφάλωσε μέχρι την 16 θέση των τσαρτ ενώ στη Μ. Βρετανία μέχρι το νο 41. Φυσικά το "(I Just) Died in Your Arms" έγινε νούμερο 1 σε Αμερική και Καναδά, και το ανάλογο πέτυχε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, βραβεύτηκε με Grammy και το MTV το έπαιζε συνεχώς βοηθώντας έτσι να γίνει πασίγνωστο παντού.

Το “Broadcast” κινείτο κυρίως σε melodic rock, pop και aor ήχους με δυνατό του όπλο τα πανέμορφα κιθαριστικά σόλο του Kevin MacMichael  που έδιναν μοναδικό χρώμα σε όλες τις συνθέσεις. Βέβαια υπήρχαν και άλλα πολύ καλά τραγούδια με τα "Life in a Dangerous Time" και "One for the Mockingbird" να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα καθώς και η υπέροχη μπαλάντα "I've Been in Love Before".
Στη συμπαραγωγή του δίσκου συμμετέχει ο Terry Brown (The Rolling Stones, Joe Cocker, The Who, Rush, The Moody Blues κ.α) και ο Michael Barbiero (Metallica, Guns N' Roses, Scorpions, John Lennon κ.α).

Την τεράστια λοιπόν επιτυχία του παρθενικού άλμπουμ των Cutting Crew, διαδέχεται το 1989 το δεύτερο πόνημα τους, που τιτλοφορείται “The Scattering”, το οποίο ακούγεται πιο ενδιαφέρον και μελωδικό με την υπέροχη φωνή του Nick Van Eede να αποτελεί μία σπουδαία ερμηνευτική όαση. Ο δίσκος όμως δεν πάει καλά εμπορικά και παρότι είχε αξιόλογα τραγούδια δεν καταφέρνουν  να φτάσουν στην κορυφή των αμερικάνικων και ευρωπαϊκών καταλόγων επιτυχιών. Τα τραγούδια “(Between A) Rock And A Hard Place”, “Tip Of Your Tongue”, “Feel The Wedge”, και το φανταστικό “Handcuffs For Houdini” είναι από τα καλύτερα του δίσκου.

To group προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί μετά την απότομη προσγείωση και την εμπορική αποτυχία του “The Scattering” και το 1992 κυκλοφορεί το “Compus Mentus” σε παραγωγή του Chris Neil. To album μπορεί να ήταν εξαιρετικό και πιο ώριμο καθώς περιείχε τις κομματάρες “Julie Don't Dance” και “Frigid As England” όμως μία η καταιγίδα του grunge εκείνη τη χρονιά και από την άλλη η κακή προώθηση της εταιρείας τους έκαναν τους Cutting Crew αναχρονιστικούς και ξεπερασμένους.
Οι Cutting Crew βλέποντας ότι η αποδοχή του κόσμου όλο και μικραίνει αποφασίζουν να διαλυθούν και οι δύο βασικοί συνθέτες του συγκροτήματος ακολουθούν μοναχικούς δρόμους, με τον κιθαρίστα Kevin Scott MacMichael να συμμετάσχει στο δίσκο του Robert Plant, με τίτλο Fate of Nations (1993) στη συνέχεια να δημιουργεί μερικά δικά του σχήματα και δυστυχώς την τελευταία μέρα του 2002 να πεθάνει από καρκίνο στον πνεύμονα.

Ο Nick Van Eede το 1996 προσπάθησε στην περίφημη audition για τη θέση τραγουδιστή στους GENESIS να κερδίσει την θέση του Phil Collins αλλά η μπάντα προτίμησε τον Ray Wilson (Stiltskin) ενώ το 2001 συνυπόγραψε το κομμάτι των MARILLION με τίτλο "Map of the World" που βρίσκεται στο άλμπουμ "Anoraknophobia". Τα τελευταία χρόνια παίζει σε διάφορα μικρά club, κάνει παραγωγές και κυκλοφορεί ενίοτε σόλο δίσκους.

Το 2006 ο Nick Van Eede αποφασίζει να ξαναζωντανέψει τους Cutting Crew και το συγκρότημα επιστρέφει με ένα συμπαθητικό άλμπουμ που ονομάζεται “Grinning Souls” σε παραγωγή του Terry Brown και λίγο έχει σχέση με το εμπορικό τους παρελθόν αν και περιέχει όμορφα τραγούδια όπως τα “Shot of Democracy”, “Hard on You” και “No Problem Child”.
Τη μπάντα εκείνη την περίοδο αποτελούν οι Gareth Moulton (κιθάρα), Sam Flynn (keyboards), Dominic Finley (μπάσο) και Tom Arnold (τύμπανα).
Ακολούθησε ένα σημαντικό πρόγραμμα συναυλιών σε Αγγλία, Αμερική, Δανία και Γερμανία όπου και αποθεώθηκαν από τους λίγους πλέον αλλά πιστούς οπαδούς τους.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

W.E.T: “One Live / In Stockholm”



Έχετε αναρωτηθεί γιατί τα ιερά τέρατα που λέγονται Foreigner, Journey, REO Speedwagon, Boston, Toto δεν έχουν στη δισκογραφία της εποχής που μεσουρανούσαν ένα δίσκο live που να θεωρείται σημείο αναφοράς;
Η εξήγηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, αλλά οι κυριότεροι λόγοι είναι, πρώτον, ότι δεν τους το ζητούσε η μουσική βιομηχανία, που βασισμένη σε ραδιόφωνο και MTV απαιτούσε “καινούριο προϊόν” και, δεύτερον, ότι η ενέργεια που έβγαζαν στο live τους θεωρείτο δεύτερης ταχύτητας σε σύγκριση με τα βαρύτερα σχήματα που έρχονταν με φόρα από τα 70s (τυχαία παραδείγματα U.F.O, Rush, Cheap Trick, Whitesnake, Michael Schenker – όλοι είχαν τα πιο πετυχημένα τους live μεταξύ ’78 και ’82).
Τριάντα και κάτι χρόνια μετά τη δύση της βασιλείας της χρυσής εποχής του A.O.R, απελευθερωμένο από τις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας, από τον κορσέ του διλήμματος “μονό ή διπλό βινύλιο” και έχοντας δρέψει διεθνώς το κοινό που αναζητά “κανονικές” μελωδίες για το σάουντρακ της όλο και πιο δύσκολης ζωής του, το φορμουλαρισμένο μεν, αλλά μουσικά αξιόπιστο ρεύμα που βαφτίστηκε “melodic rock”, παίρνει την εκδίκησή του πάνω από το σανίδι. Η εκδίκηση αυτή έχει όνομα και λέγεται W.E.T.
Το project, όπως πιθανότατα γνωρίζετε είναι μια μίνι μικτή επιλέκτων του σύγχρονου μελωδικού ήχου: ο Robert Säll (το “W” των Work of Art, σε πλήκτρα, κιθάρα και φωνητικά), ο Erik Mårtensson (το “E” των Eclipse σε ρυθμική, lead και φωνητικά) και ο τεράστιος Jeff Scott Soto (το“T” των Talisman στην πρώτη φωνή και σε κάποια πλήκτρα), μαζί με τους Magnus Henriksson (σε ρυθμική, lead και φωνητικά), Robban Bäck (τύμπανα) και Andreas Passmark (μπάσο), οι οποίοι έχουν παράγει δύο δίσκους από (not so) soft rock διαμάντια, καθένα από τα οποία θα αρκούσε για να φτιάξει καριέρες. Όλο το οπλοστάσιο αυτό απλώνεται σ΄ένα live με 19 κομμάτια, έκταση που δεν θα μπορούσε -τουλάχιστον για τεχνικούς λόγους- να έχει στη διάθεσή του κανένας από τους ογκόλιθους του A.O.R. στο peak του.
Στις 17 Ιανουαρίου του 2013 οι W.E.T. έδωσαν ένα ειδικά προγραμματισμένο show στο Debaser Club της Στοκχόλμης για να γιορτάσουν την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους, “Rise Up”. Η συναυλία προωθήθηκε μαεστρικά ως ξεχωριστό event μέσω διαδικτύου και τη βραδυά εκείνη fans από διάφορα μέρη εντός και εκτός Σουηδίας συνέρρευσαν ενθουσιωδώς στο Debaser. Οι W.E.T. έπαιξαν σχεδόν ολόκληρο τόσο το “καινούριο” όσο και το ντεμπούτο τους του 2009, πετώντας μέσα στο σετ δύο κομμάτια των Talisman (“I’ll Be Waiting”, “Mysterious”), ένα των Eclipse ("Bleed & Scream") και ένα των Work Of Art ("The Great Fall", το οποίο ερμηνεύει ως guest ο ίδιος ο Lars Säfsund των W.O.A.). Η συναυλία ηχογραφήθηκε ολόκληρη σε διπλό cd (και dvd), το οποίο περιέχει ως επιδόρπιο και δύο studio κομμάτια από τα sessions του “Rise Up”. 
Το όλο περιεχόμενο αστράφτει: Η φωνή του Soto δεν χρειάζεται περιγραφές, καθώς απογειώνει με χαρακτηριστική άνεση τις καλοδομημένες μελωδίες του παιδιού-θαύματος του σύγχρονου Α.Ο.R, Mårtensson, πρώτα και δεύτερα φωνητικά που ξετινάζουν την οροφή του συναυλιακού χώρου, ακρίβεια και νεανική δύναμη στην εκτέλεση, ήχος κρυστάλλινος που ανεβάζει με τη ζωντάνια του ακόμη και αυτές τις άρτιες στουντιακές εκτελέσεις. Πρόκειται για απολαυστικό live που σε κάνει να εύχεσαι να ήσουν εκεί.
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με το πώς το έθεσε ο Jeff Scott Soto μιλώντας για την κυκλοφορία: “Για μας ήταν μια μαγική, όσο και αγχώδης νύχτα. (...) Έχετε μπροστά σας κάτι που πιστεύω ότι σε 10-20 χρόνια από τώρα, όλοι θα το θυμόμαστε σαν κάτι εξαιρετικό, το οποίο αποτυπώθηκε σε φιλμ και σε ηχογράφηση σαν μια χρονική στιγμή που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ”.

OVERLAND: “Epic”



O Steve Overland δεν είναι μία οποιαδήποτε melodic rock περσόνα αλλά αποτελεί σημείο αναφοράς για τον συγκεκριμένο ήχο εδώ και τριάντα χρόνια.
Με σπουδαία προϋπηρεσία σε μπάντες και project  όπως είναι οι Wildlife, οι Shadowman, οι The Ladder και οι So!, έχει γράψει εκατοντάδες χιλιόμετρα στο κοντέρ του, παίζοντας τραγούδια που έχουμε  λατρέψει. Φυσικά στην πατρίδα μας αντί για την προβολή και παρουσίαση του έργου του Steve Overland ορισμένοι προτιμούν να ασχολούνται και να αναλώνονται ακόμη με διαβόλους και τριβόλους, με ατάλαντους τύπους που κάνουν φοβερά brutal φωνητικά (!) και με δήθεν ψευδό-metal καλλιτέχνες. Τέλος πάντων ας μην γκρινιάξουμε άλλο και ας έλθουμε στη τρίτη κυκλοφορία των Overland που τιτλοφορείται “Epic”.
Ο δίσκος ανοίγει με ένα κλασσικό μελωδικό aor track το “Radio Radio” και συνεχίζει με την κομματάρα “If Looks Could Kill” με ένα υπέροχο ρεφρέν. Ακολουθεί το “Stranded” που κινείται στο ζεστό κλίμα του melodic/ aor ήχου ενώ sτο “Rags To Riches” οι κιθάρες κλέβουν την παράσταση. Το “Liberate My Heart” ξεκινά με μία γλυκιά blusey κιθάρα και την φωνή του Steve Overland να  είναι η καλύτερη παρέα σε περίπτωση που σου επιτρέπουν ακόμη τα οικονομικά σου (ελέω μνημονίου) να κάνεις νυχτερινή βόλτα με το αυτοκίνητο.
Η συνέχεια ανήκει στο παραδεισένιο “Down Comes The Night” με τα πλήκτρα να ξεκινούν δυναμικά και σε αυτό βοηθούν οι τονισμοί του ντράμερ Jay Schellen (Unruly Child). Η melodic πανδαισία συνεχίζεται με το “If Your Heart’s Not In It” που το λατρεύεις για το εμπνευσμένο ρεφρέν του, όπου εδώ κιθάρα, keyboards και η ερμηνεία του Steve Overland ενώνονται άψογα για να δημιουργήσουν ένα μικρό melodic ύμνο. Το “Rock Me” μας θυμίζει με απλό και πιστευτό τρόπο ότι ο Steve Overland πάντα αγαπούσε τους Bad Company και τα classic βρετανικά group των seventies, θυμίζοντας βέβαια και λίγο από το “All or Nothing” των FM .
To “So This Is Love” ξεκινά με εκείνα τα keyboards που σκοτώνουν και μας έκαναν να λατρέψουμε στα νιάτα μας το “Hold the Line” και το  “Runaway” αλλά και το “I Belong To The Night”, ενώ το  ρεφρέν του και το σπουδαίο κιθαριστικό σόλο σε απογειώνει κυριολεκτικά. Το “Wild” κινείται σε πιο hard rock μονοπάτια με ένα απίθανο κουπλέ και το ίδιο συμβαίνει με το φοβερό “The End Of The Road” όπου είναι ένα μικρό διαμάντι, με τις κιθάρες να δίνουν εξαιρετικά δείγματα ροκ τεχνοτροπίας και τα ερμηνευτικά γυρίσματα του Steve Overland να δίνουν ένα ξεχωριστό χρώμα στη συγκεκριμένη σύνθεση. 
Τέλος το “Time For Letting Go” ξεκινά σε ρυθμό που φέρνει λίγο από τους Van Halen αλλά στη συνέχεια γεννιούνται μνήμες από τους FM, κλείνοντας έτσι με τον πιο όμορφο τρόπο έναν από τους καλύτερους δίσκους της φετινής χρονιάς.
Eν κατακλείδι ο Steve Overland δημιούργησε όντως ένα “επικό” αποτέλεσμα και αποδεικνύεται στο πιο καλό μάστορα του είδους, μιας και για άλλη μια φορά δίνει ρεσιτάλ συνθετικού οίστρου ξαναφέρνοντας την γλυκιά οσμή από τους θρυλικούς FM των πρώτων άλμπουμ. Παράλληλα σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα έπαιξαν και καλοκουρδισμένα εργαλεία που συμμετέχουν στο “Epic” και ακούν στα ονόματα του κιθαρίστα Christian Wolff (Rob Moratti band), του Mike Slamer (Streets, Seventh Key), ο οποίος βοηθά στο μπάσο, στα πλήκτρα και στην γυάλινη παραγωγή, του μπασίστα Larry Antonino και του Billy Greer από τους Kansas που βοήθησε στα δεύτερα φωνητικά.


Φώτης Μελέτης

A.C.T: “Circus Pandemonium”



Μετά από  οκτώ χρόνια δισκογραφικής αδράνειας οι Σουηδοί A.C.T. επιστρέφουν με το έξοχο “Circus Pandemonium”
Το γκρουπ έχει αφήσει έντονα τα σημάδια του την περασμένη δεκαετία και είχε ενθουσιάσει με την καλλιτεχνική του ευφυΐα, κριτικούς και κοινό, αφού κατορθώνει και συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τη  θεατρικότητα και τα φωνητικά των Queen (και ολίγον Saga) με  τις μελωδίες των Beatles και την τεχνική αρτιότητα των σπουδαίων prog γκρουπ των 70s και όλα αυτά ποτισμένα με μπόλικες μεταλλικές πινελιές. 
Η διαφορά των A.C.T. με τα υπόλοιπα σχήματα του χώρου είναι καθαρά στην  απίστευτη ευρηματικότητα που δείχνουν στις μελωδίες όπου κάνουν σχεδόν όλες τις συνθέσεις συναρπαστικές. Μεγάλο όπλο αποτελεί για το συγκρότημα η  ιδιαίτερη ερμηνευτική ικανότητα του Herman Saming όπου  καταφέρνει με χαρισματικό τρόπο να  ξεφεύγει από τα τετριμμένα που χαρακτηρίζουν ένα καλό τραγουδιστή και να μεταφορτώνεται παράλληλα σε ένα αφηγηματικό και ποιητικό ερμηνευτή κάτι που διακρίνεται έντονα στο φανταστικό “Manager's Wish”.
Η ενορχηστρωτική δομή ολόκληρου του “Circus Pandemonium” είναι εκπληκτική όπου  εκτός από τις κύριες συνθέσεις υπάρχουν αρκετές μικρές γέφυρες που σε ξαφνιάζουν  και σε αιφνιδιάζουν ευχάριστα. Ειδικά αυτό γίνεται αντιληπτό στα τσιρκοειδές “Look At The Freak” και στο “Confrontation” με τα εφιαλτικά πλήκτρα ενώ τα χορωδιακά σε ύφος φωνητικά μαζί με τα οπερετικά bacing vocals δίνουν ξεχωριστή δυναμική στο δίσκο. Παράλληλα κυριαρχεί η ορμητική και συνάμα άψογη εκτελεστική απόδοση των Σουηδών με τα “Lady In White”, “A Failed Escape Attempt”, “Everything's Falling” να δίνουν γερές melodic/ prog δονήσεις ενώ δεν λείπουν και οι τρυφερές στιγμές τους όπως αυτές ακούγονται στο πανέμορφο “A Mother's Love”.
Αλλά και στιχουργικά οι A.C.T. είναι εξαιρετικοί αφού  αποδεικνύουν ότι είναι  συγκρότημα που ξέρει να φτιάχνει ιστορίες, να περιγράφει συναισθήματα και να τις μεταδίδει στον ακροατή άμεσα και χωρίς κουραστικές πολυπλοκότητες.
Κορυφαία τραγούδια το “The Funniest Man Alive” που είναι σε πιο ροκ κλίμα, το θαυμάσιο “The End” το “Freak Of Nature”, που φέρνει μνήμες από το “Look at Yourself” των θρυλικών Uriah Heep και τo “A Truly Gifted Man” που καταφέρνει να παντρεύει τα υποτιθέμενα πιο αταίριαστα πράματα όπου από την μία ακούγεται σαν ρεφρέν του Prince, με τεχνοτροπία των Toto και άλλοτε σαν σύνθεση των Uriah Heep με pop προεκτάσεις.
Συνοπτικά οι Σουηδοί φίλοι μας έφτιαξαν ένα μοναδικό καλλιτεχνικό prog-rock δημιούργημα γεμάτο από ένα πανδαιμόνιο μελωδιών και ήχων που τους βάζει στην κορυφή των κυκλοφοριών για τη φετινή χρονιά.


Φώτης Μελέτης

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

BIGELF: “Into the Maelstrom”



Οι καλιφορνέζοι progressivάδες Bigelf δε φημίζονται για τη συχνότητα των κυκλοφοριών τους, αλλά σίγουρα με κάθε album κερδίζουν ολοένα και περισσότερο κοινό.
Τέσσερα χρόνια μετά το “Cheat the Gallows”, και με νέες προσθήκες στο line up, το “Into the Maelstrom” έρχεται να αποδείξει πως ο όποιος ντόρος έχει γίνει γύρω από το όνομα των Bigelf (οι οποίοι αισίως μετρούν κοντά 20 χρόνια ύπαρξης), δεν είναι τυχαίος.
Νέο πρόσωπο στις κιθάρες ο Luis Maldonado, καλύπτοντας πλήρως το κενό που άφησε ο Ace Mark, ενώ η (έστω προσωρινή) μεταγραφή του Mike Portnoy πίσω από τα drums, μόνο θετικά μπορεί να συντελέσει.

Δεν ξέρω εάν οφείλεται στο μεγάλο διάλειμμα που έκανε η μπάντα (το οποίο έγινε με αφορμή τις οικονομικές διαφωνίες μεταξύ των μελών), αλλά το “Into the Maelstrom” ακούγεται εξαιρετικά φρέσκο και ουσιαστικό σε ότι αφορά τις συνθέσεις του. Ως συνήθως τα ‘70s έχουν την τιμητική τους, με την κλασσική Bigelf οπτική που δίνει άλλες διαστάσεις στο “τι θα γινόταν άπαξ και ο δίσκος έβγαινε όντως εκείνη την εποχή”.
Ο πολυπράγμων Damon Fox συνεχίζει να κλέβει την παράσταση, μεταφέροντας τον ακροατή άλλοτε στο διάστημα και άλλοτε πίσω στη γη, με τα φαντάσματα των Black Sabbath, Van Der Graaf Generator, Jethro Tull, Pink Floyd, Hawkwind και Captain Beefheart να σου κλείνουν το μάτι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Απολαυστική η αρχή με το “Incredible Time Machine”, το οποίο διαδέχονται το larger than life “Hypersleep” και το “Already Gone”. Το space feeling που λέγαμε αποτυπώνεται πλήρως στο “Alien Frequency”, με τα “The Professor & the Madman” και “Mr Harry McQuhae” να αποτείνουν φόρο τιμής στα μεγάλα συγκροτήματα των ‘70s. Έντονα ρυθμικό και πολύπλευρο, με κλείσιμο που θυμίζει Queen, το “Vertigod”, του οποίου τη σκυτάλη παίρνει το “Control Freak”, του οποίου το lyric video αποτέλεσε τον προπομπό του δίσκου. Full επιρροή από Hawkwind στο εφτάλεπτο “High”, με το “Edge of Oblivion” να συνδυάζει άψογα τα πρώτα μουσικά βήματα των Queen με τους Black Sabbath (σύνθεση που σίγουρα θα ζήλευαν οι αγαπητοί Sahg).
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι έχουν πολλάκις περιοδεύσει μαζί με τους Dream Theater, και διόλου σύμπτωση που ο Portnoy δέχθηκε με μεγάλη χαρά να συνεργαστεί μαζί τους. Όπως βέβαια ο τίτλος του κομματιού “Theater of Dreams” δε μπήκε από λάθος. Ο Fox προτίμησε να πει ότι σκεφτόταν μέσω ενός Beatles-like τραγουδιού.
Ο δίσκος τελειώνει με το οκτάλεπτο “ITM”, μια space ελεγεία χωρισμένη σε τρία μέρη, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί και soundtrack παλιάς ταινίας φαντασίας. Ιδανικό κλείσιμο μιας ηχητικά γεμάτης δουλειάς.
Συμπέρασμα: το “Into the Maelstrom” είναι μια εξαιρετική δουλειά με ουσία, που για εξήντα λεπτά θα σου δώσει όλα αποζητάς από μια σοβαρή σύγχρονη ‘70s progressive μπάντα. Και ναι, ξέρω πως η παραπάνω φράση δε βγάζει ιδιαίτερο νόημα, αλλά ύστερα από μερικές ακροάσεις του δίσκου, θα καταλάβεις τι εννοώ αγαπητέ αναγνώστη.


Στέφανος Στεφανόπουλος

VANITY BLVD: “Wicked Temptation”



Για την σημερινή βιομηχανική παραγωγή παραδοσιακού 80s hard rock, οι Σκανδιναβοί έχουν εξελιχθεί σήμερα σ’ αυτό που ήταν οι Γιαπωνέζοι της δεκαετίας του ‘70 στη βιομηχανία ηλεκτρικών συσκευών. Αντιγράφουν τόσο πιστά τα πάντα, ώστε σε πείθουν ότι υπάρχει κάτι πραγματικά αυθεντικό στο τελικό προϊόν.
Εδώ έχουμε μια τέτοια περίπτωση: αν βάλεις στο σέϊκερ μιάμιση δόση Divinyls (μαλλί κουρτίνα σε στάνταρ κατράμι, πέτσινη φούστα μινιατούρα και ξετσίπωτο χειλάκι), μία δόση παλαιοπάνκ Pretenders attitude (“δε παίρνω χαμπάρι που τα τρία αγοράκια της μπάντας με κοιτάνε σε συγκεκριμένα σημεία μου”) και ρίξεις μια μυτιά από θράσος μιγάδας των πάγων, θα έχεις την frontwoman Anna Savage, μια sleaze-metal έκδοση της Bjork. Το γκρουπ πίσω της (τα ονόματα είναι σαν να τους έχεις δει κιόλας: Traci Trexx - κιθάρες, Pete Ash – μπάσο, Gebb – τύμπανα) μια αβανταδόρικη γεύση groove Motley Crue περιόδου ‘83/ ‘84. Βαμμένα μαύρα μαλλιά οι δύο απ΄τους τρεις (τί να κάνουμε, ο νότος έχει φετίχ με τις ξανθιές, εκεί πάει ανάποδα).
Η πρωτοτυπία του άλμπουμ είναι ότι κανένας, ούτε ένας, από τους τίτλους των κομματιών δεν είναι ή δεν ακούγεται πρωτότυπος. Εδώ βέβαια το ζητούμενο δεν είναι η πρωτοτυπία, αλλά η οίηση. Είναι φανερό ότι το κουαρτέτο, όπως και πολλοί βόρειοι νεόκοποι hard rockers γουστάρουν να κυλιούνται στο βούρκο του sleaze της Sunset Boulevard (‘88-‘91), ανακυκλώνοντας χωρίς σεμνοτυφία τα ριφ των ηρώων τους. Γεννήθηκαν στην Avesta της Σουηδίας και ρίχτηκαν στα βαθιά νερά με το “Rock 'n' Roll Overdose” (2008, σε παραγωγή Chris Laney [βλ. τελευταίους Europe, Candlemass]) και με το δυνατό όσο και γυναικείο "Share My Pain" πήραν το μερίδιό τους από δημοσιότητα. Το “Wicked Temptation” είναι το δεύτερο full length τους. Ηχογραφημένο στα Deep Blue Studios με παραγωγό τον Nicko Di Marino (Steelwing) και με mastering από τον Jonas Kjellgren (Amorphis, Pain, Overkill), το αποτέλεσμα μπορεί να εγγυηθεί ευφορία και αχνιστά ηχεία για όλο τον καλό κόσμο που γουστάρει περισσότερο “Girls, Girls, Girls” και ντρέπεται να το πει. 
Από κομμάτια; Το single “Do Or Die” είναι το προφανές “φωνάξτε μαζί μας” συναυλικό χαρτί, τα “Miss Dangerous”, “Hot Teaser”, “Scream Out” και “Dirty Action” αντέχουν σε απανωτά ακούσματα, ενώ το “Desperate Heart” με το ψευδοραδιοφωνικό του mid tempo είναι το πιο αυθεντικά eighties κομμάτι.
Πρώτα θα αποκτήσουν χαρακτήρα και μετά να αναμένουμε κάποιο πραγματικά αξιομνημόνευτο κομμάτι τους να τρυπώσει στο σάουντρακ της εφηβείας των teen-girls με τρυπημένη μύτη και μαλλιά βαμμένα μαύρα. Μέχρι τότε, οι Vanity Boulevard προσφέρονται ευρέως ως το ευγενές junk food του hard rock. Λες δύσκολα όχι, το καταναλώνεις βουλιμικά, θες κι άλλο και τελικά αναρωτιέσαι τί σε έκανε να το εξαφανίσεις, αφού ήξερες εξαρχής ότι δεν είναι και κάτι φοβερό. Με άλλα λόγια, ένα άλμπουμ (και γκρουπ) όπως η Anna Savage: Ιδανική για μικρές σκηνές, όχι και τόσο ιδανική για μεγάλες φαντασιώσεις, αλλά με τη δική της “ομορφιά”.  


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

SKINTRADE: “Refueled”


Oι  Skintrade είναι μία
μπάντα  που δημιουργήθηκε στα  1991, είχε την πρώτη κυκλοφορία το 1993, την επόμενη το 1995, και έπειτα η μπάντα διέλυσε και τα μέλη της ακολούθησαν καθένα το δρόμο του. Υπήρξε και μία ακόμη κυκλοφορία στα 2012 από τους Skintrade με τίτλο “Skintrade – Past & Present” που περιείχε 3 νέα κομμάτια και 12 επιλεγμένες και επεξεργασμένες ηχητικά συνθέσεις από τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους.
Ο Matti Alfonzetti είχε την πιο αξιοπρόσεκτη καριέρα στο χώρο σε σχέση με τους υπόλοιπους και συμμετείχε στους Jagged Edge (με τον  Myke Gray), Boxer (pop/rock σχήμα), Impera, ενώ μαζί με τον παλαιό συνεργάτη Myke Gray εμφανίστηκε στο φεστιβάλ  Download 2012, με ένα εξαιρετικό σχήμα τους Red, White And Blues.
Ο Alfonzetti  λοιπόν εμφανίζεται και πάλι με τo group των Skintrade για την τρίτη κυκλοφορία τους με ατόφια νέο υλικό, το “Refueled”. Το εναρκτήριο άσμα “Monster” θυμίζει το “Trash” του Alice Cooper, με μία πελώρια μπασογραμμή να καθοδηγεί την rhythm section καθώς ο Alfonzetti και η παρέα του απογειώνουν την σύνθεση! Το “Liar” είναι άλλη μία πανέμορφη σύνθεση που ξεκαθαρίζει γιατί τόσες μπάντες επιζητούν τον Alfonzetti στην σύνθεση τους, καθώς ο τύπος φτάνει τις φωνητικές του χορδές στα όρια χωρίς να χάνει διόλου τη μελωδικότητα του. Μην ξεχνάμε φυσικά και τον Stefan Bergstrom, με τα αξιοπρόσεκτα σολαρίσματά του στην κιθάρα.
Το “Close My Eyes” η πρώτη μπαλάντα του δίσκου, διατηρεί τη στιβαρότητα της και απέχει από το να είναι ένα τραγούδι όπου "οι αναπτήρες ανάβουν στον αέρα”. Ο δίσκος ολοκληρώνεται με τα “Dying in Your Arms”, “Wild One” και “Look Me in The Eye”. Το “Wild One” είναι η φυσική συνέχεια του “Wanted Dead or Alive” και ο Jon Bon Jovi  θα ήθελε πολύ να το είχε συνθέσει ο ίδιος. Το “Look Me in The Eye” αποτελεί  το ιδανικό κλείσιμο του δίσκου με χαρακτηριστικό ριφάκι στην εισαγωγή.
Για τους λάτρεις του  hard rock με αξιομνημόνευτες κιθαριστικές μελωδίες, δυναμικά μπλουζ και συνάμα  χορωδιακά φωνητικά που “κολλούν στο αυτί για μέρες, δε χρειάζεται να ψαχτείτε παραπάνω. Ας ελπίσουμε, ότι είναι μία ευκαιρία για την μπάντα να αναστήσει την επιτυχία των ‘90s. 

Νότης Γκιλλανίδης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...