www.rocktime.gr
Με το 21ο άλμπουμ τους σε 45 χρόνια και με μέλη (Howe/Squire/Downes/White) που συλλογικά έχουν υπογράψει περισσότερες μικρές συμφωνίες κι από συνθέτη του 18ου αιώνα, οι Yes επανέρχονται ακμαίοι. Ο Jon Anderson δεν είναι στις τάξεις τους από το 2008 και ο Καναδός Benoît David, του “Fly From Here” (2011) ήταν μια βραχύβια λύση.
Αναπόφευκτα
λοιπόν, οι προβολείς θα υποβάλλουν σε εξονυχιστική κριτική την όποια
συμβολή στον ήχο τους του νέου τραγουδιστή, αυτού που κυριαρχεί στο
μεγαλεπήβολο “Heaven And Earth”.
O 43χρονος Αμερικανός John Davison, με μια φωνή ανατριχιαστικά όμοια με
του Anderson, δεν είναι ένας κλώνος του μοναδικού αυτού ξωτικού. Με
σπουδές ηχοληψίας και μουσικής παραγωγής το Seattle, περιοδεύοντας ως
κανονικό μέλος των φευγάτων αβαν-γκαρντιστών Sky Cries Mary
απ΄το Seattle και των λάτρεων του Tolkin προγκρέσιβ ελιτιστών απ΄το
Tennessee, Glass Hammer, έχει υποβληθεί για πάνω από είκοσι χρόνια στις
δέουσες θυσίες για τα ροκ πιστοποιητικά του. Το ότι επιλέχθηκε το 2012
ως η νέα φωνή των Yes δεν είναι μόνο μια δικαίωση για
το ταλέντο και την ανθεκτικότητα των μουσικών του αισθητηρίων, αλλά και
ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα για έναν “άσημο” αλλά ισόβιο
θαυμαστή του προοδευτικού ήχου.
Ο Davison αναμίχθηκε κατά πολύ στην σύνθεση των κομματιών του καινούριου άλμπουμ, πράγμα εσκεμμένο, σύμφωνα με τον πατριάρχη του γκρουπ Chris Squire. Οι στίχοι, δε, είναι και αυτοί σχεδόν όλοι δικοί του. Ο τίτλος και η θεματική των στίχων αποπειράται να συνδυάσει τη δυαδικότητα του φθαρτού, υλικού κόσμου και του αγνώστου, του πνευματικού κόσμου, μέσα από τα μουσικά αισθητήρια ανθρώπων που κοντεύουν να ολοκληρώσουν την έβδομη δεκαετία της ζωής τους. Η ανανέωση ήταν ο στόχος και πέτυχε.
Οι Yes ήταν ούτως ή άλλως μια κολεκτίβα με ιδιάζοντα μουσικά κριτήρια. Μια μπάντα για μουσικούς – οραματιστές, ανοικτή στο κοινό των εποχών μόνον αν το κοινό είχε μάθει και ήξερε να ακούει. Είναι μια μπάντα με μακρύ παρελθόν, που υποδέχθηκε και εγκόλλησε στις τάξεις της το νέο μέλος της όπως το ’71 τον Wakeman, το ’74 τον Patric Moraz, το ’80 τον Horn και τον Downes, το ’84 τον Rabin. ‘Ηδη μετά από 45 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, επιστρατεύουν πάλι τον Roger Dean για την δημιουργία του ονειρικού εξωφύλλου, πείθοντας ότι η κολλεκτίβα τους συνεχίζει να βάζει ταιριαστές ψηφίδες στο εντυπωσιακό δια βίου καλλιτέχνημά της.
Η εκφραστική γκάμα και η μελετημένη στιχουργική ύφανση του Davison, ο εκτελεστικός αυτοέλεγχος των -larger than life- Steve Howe, Chris Squire και η μετρημένη παρουσία των κήμπορντς του δεσποτικού και ανέκαθεν με ποπ κλίσεις Geoff Downes δημιουργούν ένα άλμπουμ περιπετειώδες αλλά και μελωδικά στιβαρό, μέσα από ένα ηχητικό αποτέλεσμα που παραπέμπει απευθείας σε κλασσικές στιγμές των Yes. Ειδικά τα “Believe Again”, “It Was All We Knew”, “In A World Of Our Own”, “Subway Walls” είναι ολοκληρωμένα τραγούδια που τιμούν τον μακρύ και βαρύ κατάλογο του ιστορικού σχήματος.
Την παραγωγή υπογράφει ο Roy Thomas Baker. Μαζί του οι Yes είχαν αποπειραθεί να δουλέψουν στα τέλη ’79 στο Παρίσι, στα session που κατέληξαν στο αμφιλεγόμενο “Drama” και την προσωρινή αποχώρηση του Anderson. Ασφαλώς και δεν αποτελεί εγγύηση ποιότητας το όνομα κανενός παραγωγού, αλλά ας μη λησμονούμε ότι ακόμη και οι svengali των ποτενσιόμετρων (και πλέον των οθονών αφής), και αυτοί έχουν σήμερα αρκετά να αποδείξουν. Όπως το ότι δεν έκαναν το όνομά τους διπλαρώνοντας κάποια μουσικά μυαλά που ούτως ή άλλως θα έλαμπαν. Εδώ ο Baker αποδίδει το έργο των Yes με διαύγεια και ευστοχία. Όπως είναι γνωστό, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να το πετύχει ο ο παραγωγός όταν έχει να αντιμετωπίσει εννιάλεπτα κομμάτια
Το “Heaven And Earth” είναι ένα ενδιαφέρον άλμπουμ το οποίο κυρίως μας καλεί να αφήσουμε τις ευκολίες περί “δεινοσαύρων” κατά μέρος. Πάντοτε οι Yes έπαιζαν μουσική δυσκολοχώνευτη, αρνούμενοι να επιβιβαστούν το hype, μάλλον δημιουργώντας το (στα ‘70s) ή και εφαρμόζοντάς το στα δικά τους ποιοτικά μέτρα (με τα “90125” και “Big Generator” στα ‘80s). Κανείς δεν δικαιούται να σχολιάζει και να σφυγμομετρά την δημοφιλία ή την διαχρονικότητα της μουσικής με βάση την ηλικία των μουσικών. Ιδίως αν το αποτέλεσμα έχει το ειδικό βάρος αυτού του άλμπουμ.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Ο Davison αναμίχθηκε κατά πολύ στην σύνθεση των κομματιών του καινούριου άλμπουμ, πράγμα εσκεμμένο, σύμφωνα με τον πατριάρχη του γκρουπ Chris Squire. Οι στίχοι, δε, είναι και αυτοί σχεδόν όλοι δικοί του. Ο τίτλος και η θεματική των στίχων αποπειράται να συνδυάσει τη δυαδικότητα του φθαρτού, υλικού κόσμου και του αγνώστου, του πνευματικού κόσμου, μέσα από τα μουσικά αισθητήρια ανθρώπων που κοντεύουν να ολοκληρώσουν την έβδομη δεκαετία της ζωής τους. Η ανανέωση ήταν ο στόχος και πέτυχε.
Οι Yes ήταν ούτως ή άλλως μια κολεκτίβα με ιδιάζοντα μουσικά κριτήρια. Μια μπάντα για μουσικούς – οραματιστές, ανοικτή στο κοινό των εποχών μόνον αν το κοινό είχε μάθει και ήξερε να ακούει. Είναι μια μπάντα με μακρύ παρελθόν, που υποδέχθηκε και εγκόλλησε στις τάξεις της το νέο μέλος της όπως το ’71 τον Wakeman, το ’74 τον Patric Moraz, το ’80 τον Horn και τον Downes, το ’84 τον Rabin. ‘Ηδη μετά από 45 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, επιστρατεύουν πάλι τον Roger Dean για την δημιουργία του ονειρικού εξωφύλλου, πείθοντας ότι η κολλεκτίβα τους συνεχίζει να βάζει ταιριαστές ψηφίδες στο εντυπωσιακό δια βίου καλλιτέχνημά της.
Η εκφραστική γκάμα και η μελετημένη στιχουργική ύφανση του Davison, ο εκτελεστικός αυτοέλεγχος των -larger than life- Steve Howe, Chris Squire και η μετρημένη παρουσία των κήμπορντς του δεσποτικού και ανέκαθεν με ποπ κλίσεις Geoff Downes δημιουργούν ένα άλμπουμ περιπετειώδες αλλά και μελωδικά στιβαρό, μέσα από ένα ηχητικό αποτέλεσμα που παραπέμπει απευθείας σε κλασσικές στιγμές των Yes. Ειδικά τα “Believe Again”, “It Was All We Knew”, “In A World Of Our Own”, “Subway Walls” είναι ολοκληρωμένα τραγούδια που τιμούν τον μακρύ και βαρύ κατάλογο του ιστορικού σχήματος.
Την παραγωγή υπογράφει ο Roy Thomas Baker. Μαζί του οι Yes είχαν αποπειραθεί να δουλέψουν στα τέλη ’79 στο Παρίσι, στα session που κατέληξαν στο αμφιλεγόμενο “Drama” και την προσωρινή αποχώρηση του Anderson. Ασφαλώς και δεν αποτελεί εγγύηση ποιότητας το όνομα κανενός παραγωγού, αλλά ας μη λησμονούμε ότι ακόμη και οι svengali των ποτενσιόμετρων (και πλέον των οθονών αφής), και αυτοί έχουν σήμερα αρκετά να αποδείξουν. Όπως το ότι δεν έκαναν το όνομά τους διπλαρώνοντας κάποια μουσικά μυαλά που ούτως ή άλλως θα έλαμπαν. Εδώ ο Baker αποδίδει το έργο των Yes με διαύγεια και ευστοχία. Όπως είναι γνωστό, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να το πετύχει ο ο παραγωγός όταν έχει να αντιμετωπίσει εννιάλεπτα κομμάτια
Το “Heaven And Earth” είναι ένα ενδιαφέρον άλμπουμ το οποίο κυρίως μας καλεί να αφήσουμε τις ευκολίες περί “δεινοσαύρων” κατά μέρος. Πάντοτε οι Yes έπαιζαν μουσική δυσκολοχώνευτη, αρνούμενοι να επιβιβαστούν το hype, μάλλον δημιουργώντας το (στα ‘70s) ή και εφαρμόζοντάς το στα δικά τους ποιοτικά μέτρα (με τα “90125” και “Big Generator” στα ‘80s). Κανείς δεν δικαιούται να σχολιάζει και να σφυγμομετρά την δημοφιλία ή την διαχρονικότητα της μουσικής με βάση την ηλικία των μουσικών. Ιδίως αν το αποτέλεσμα έχει το ειδικό βάρος αυτού του άλμπουμ.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.