Πότε για τελευταία φορά αντιμετωπίσαμε ένα μουσικό άλμπουμ με όρους road movie; Όταν στο ο Dave Grohl συνάντησε και πάλι μετά από 20 χρόνια τον παραγωγό των Nirvana, Butch Vig, για το Wasting Light του 2011, οι Foo Fighters άρχισαν να ακούγονται σαν μπάντα που έχει, για πρώτη φορά, ανέβει επίπεδο. Αυτή τη φορά ο Vig κυριαρχεί και πάλι με τον σφιχτοδεμένο και προσηλωμένο στο στόχο ήχο του.
Όμως, ποιός είναι αυτός ο στόχος; Να το κύριο ενδιαφέρον του 8ου άλμπουμ των Foos.
Του πιο «κλασσικόηχου» άλμπουμ τους, εδώ που ακούγονται λιγώτερο δισδιάστατοι από κάθε άλλη φορά. Εδώ που τα μοτίβο τους («αργό-γρήγορο», «νευρωτικά ήπιο- εκκωφαντικό») αυτή τη φορά φωτοσκιάζονται. Ένας δίσκος που μπορεί να προσεγγιστεί πιο εύστοχα αν θυμηθούμε ποιός είναι ο κυρίως υπεύθυνος για τη δημιουργία του.
Ο Dave Grohl. Το αναπάντεχο ταλέντο που ξεπήδησε από την μετα-πανκ ανεξάρτητη σκηνή, έζησε ως παγκόσμιος ροκ σταρ για τρία χρόνια και το ξεπέρασε, βάζοντας μπρος να υλοποιήσει τον ήχο που υπήρχε μέσα στο κεφάλι του. Έναν ήχο ασυμβίβαστο, νεανικό και σκληρό. Με ριζωμένη στην ψυχή του την κολλεγιακή αγριάδα των ανεξάρτητων σχημάτων μέσα απ΄τα οποία ξεπήδησε. Το θέλουμε ή όχι, είναι ο τελάλης του ροκ ν΄ρολ της γενιάς των 40something και ευτυχώς τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει αποδιώξει από την τραγουδοποιία του τη βαριά σκιά του Cobain. Πολυτάλαντος και γεμάτος ενέργεια, δεν έχει πρόβλημα να παίζει session, να γράφει τραγούδια, να ερμηνεύει με την απαιτούμενη έκφραση, ακόμη και να σκηνοθετεί.
Προεκτείνοντας την έμπνευση που του έδωσε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το "Sound City" (2013), ένα ντοκυμανταίρ για το ομώνυμο θρυλικό στούντιο ηχογραφήσεων του L.A., ο Grohl έφτιαξε το "Sonic Highways", από άφθαρτο υλικό. Ένα παλιομοδίτικο άλμπουμ 8 κομματιών, διάρκειας 42 λεπτών, ηχογραφημένο on the road, σε μια «ταξιδιωτική» περιοδεία σε 8 πόλεις των Η.Π.Α., επιλεγμένες για το διαφορετικό χρώμα και τις μουσικές επιρροές που αναδίδει καθεμιά. Σικάγο, Νάσβιλ, Ώστιν (Τέξας), Joshua Tree (Καλιφόρνια), Νέα Ορλεάνη, Σηάτλ, Λος Άντζελες, Άρλινγκτον (Βιρτζίνια). Ως κερασάκι, σε κάθε ένα κομμάτι συμμετέχουν μουσικοί που συνδέονται ή ταυτίζονται με την περιοχή.
Παράλληλα, ο Grohl ανέλαβε να κινηματογραφήσει και να σκηνοθετήσει ένα ντοκυμανταίρ που ήδη από τον Οκτώβριο που μας πέρασε προβάλλεται σε τηλεοπτικές συνέχειες στο HBO, όπου αναπαράγεται το ταξίδι του συγκροτήματος στις 8 πόλεις και τα ντεσού των ηχογραφήσεων διανθίζονται με συνεντεύξεις από μεγάλες μορφές που διαμόρφωσαν το τοπίο της αμερικάνικης μουσικής των τελευταίων 50 ετών, από τον Willie Nelson, τον Tony Joe White, τον Rick Nielsen, τον Rodney Bigenheimer και τον Billy Gibbons έως τον Steve Albini, τον Rocky Erickson και τον Dr. John.
Είναι ένα σάουντρακ; Ένα πιασάρικο πολυμορφικό προϊόν; Μια και δεν έχουμε την ευκαιρία να δούμε τα τηλεοπτικά επεισόδια (πέραν των trailer στο site του HBO), αυτό που μας μένει είναι το μουσικό άλμπουμ. Και αυτό έχει πράγματι χαρακτήρα. "A musical map of America," όπως δηλώνει ο Grohl. Οι Foo Fighters ξεδιπλώνουν αυτό τον χάρτη μπροστά στο κοινό, τον ισιώνουν με τον ακραιφνή κιθαριστικό ήχο τους και προσφέρουν αφορμές για εξερεύνηση επιρροών, καθώς τον αναμιγνύουν με τους απόηχους από το παρελθόν και γίνονται με τον τρόπο αυτόν πρεσβευτές της «παναμερικανικότητας» του ροκ ν' ρολ.
Ακούγεται γνήσιο σε σύλληψη όσο και μεγαλεπήβολο το εγχείρημα. Στην υλοποίησή του, πάντως, αποδεικνύεται και πετυχημένο, αναδεικνύοντας το σχήμα του Grohl σαν ένα από τα πιο σημαντικά στη σημερινή ροκ σκηνή. Ανανεώνει μέσα από το μουσικό αυτό ταξίδι τα ροκ αισθητήρια. Δεν είναι απλό κάτι τέτοιο για ένα πολυπλατινένιο γκρουπ, που το σύνηθες είναι να αναμασήσει διασκευές ή να υποκύψει σε τυχοδιωκτικές και κακοχωνεμένες ηχητικές παρεκκλίσεις από τα στάνταρ του. Εδώ η ταυτότητα του γκρουπ διατηρείται, αλλά εμπλουτίζεται. Ο Grohl τα καταφέρνει γιατί δεν είναι κολλημένος στα «ανεξάρτητα» γεννοφάσκια του. Θαυμάζει το κλασσικό ροκ, αλλά είναι πάντα γκαραζοπανκ μέχρι διαρρήξεως εγκεφαλικής ουσίας, είναι θαυμαστής του Lemmy, αλλά ταυτόχρονα και των The Knack, των Abba, των Beatles και των The Germs. Έχει αποδείξει, εξάλλου, ότι ζει για το ροκ, έχοντας συνοδεύσει πίσω απ΄τα τύμπανα με ενθουσιασμό 15χρονου φαν, Tom Petty, Prodigy, Slash, David Bowie, N.I.N., Stevie Nicks και Paul McCartney μεταξύ πολλών άλλων.
Χωρίς ηχητικές παρωπίδες λοιπόν, ο δίσκος γίνεται ένα όχημα περιπλάνησης στο αχανές χωνευτήρι των «Ηνωμένων»/διχασμένων πολιτειών, απ΄όπου ξεπήδησε το σύγχρονο αμερικάνικο ροκ. Το ηχογραφημένο στο Σικάγο "Something From Nothing" έχει τη γνώριμη πυρετώδη δομή των Foos, ενώ, σκαρφαλωμένη σ΄ένα σχεδόν μεταλλικό ριφ (ενισχυμένo από τα ακκόρντα του Rick Nielsen των Cheap Trick), η απεγνωσμένη κραυγή του Grohl "...f#ck it all, I come from nothing..." γίνεται το μανιφέστο επιβίωσης του αουτσάϊντερ, πέρα από γεωγραφικά και χρονικά πλαίσια. Το ηχογραφημένο στην Washington "The Feast And The Famine" είναι ένα ανυποχώρητο punk ξέσπασμα, βγαλμένο από «το σάουντρακ της εφηβείας μου», παραδέχεται ο Grohl (Minor Threat και Fugazi έρχονται στο νου), καθώς στα "gang vocals" είναι οι παλιοί του συνοδοιπόροι στους Scream, Peter Stahl και Skeeter Thompson. Στο ηχογραφημένο στη Nashville μελωδικό δυναμό "Congregation" (σε στυλ ύστερων Bad Religion), κάνει φωνητικά ο βραβευμένος με Grammy country τραγουδιστής Zac Brown. Στο ηχογραφημένο στο Austin του Τέξας "What Did I Do?/God As My Witness" ακούγεται η κιθάρα ενός 30χρονου που έχει ήδη αναγορευθεί «το μέλλον του τεξανού blues», του Gary Clark Jr.. Το "Outside", ηχογραφημένο στην έρημο της Καλιφόρνια, θα μπορούσε να θεωρηθεί η καρδιά του άλμπουμ, μια έντονη ηλεκτρική περιήγηση με αλλαγή τόνου κάπου στη μέση και λιτές, ατμοσφαιρικές φράσεις από τον μεγάλο Joe Walsh. Τα ριφ του "In The Clear" προεκτείνονται από τα πνευστά της "Preservation Hall Jazz Band", μιας μπάντας-θεσμού για την παραδοσιακή Jazz της Νέας Ορλεάνης. Το ψυχεδελίζον "Subterranean" φέρει τη σφραγίδα του Seattle όπου και έχει ηχογραφηθεί, εξ ου και τα υπνωτικά φωνητικά από τον 38χρονο τραγουδιστή των ανεξάρτητων Death Cab For Cutie, Ben Gibbard. Το δε επτάλεπτο "I Am A River" (ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη), έχει ένα απογειωτικό φινάλε, με έγχορδα της Los Angeles Youth Orchestra και μαέστρο τον μεγάλο Toni Visconti (παραγωγό του Bowie).
Ακόμη και το σερβίρισμα του μάρκετινγκ συνηγορεί για κάτι πέρα απ΄τα συνηθισμένα. Το άλμπουμ κυκλοφορεί με 9 διαφορετικά εξώφυλλα. Στα οκτώ απεικονίζονται μεταμοντέρνες συνθέσεις των αρχιτεκτονικών σημείων αναφοράς κάθε μιας από τις πόλεις στις οποίες αυτό ηχογραφήθηκε και στο ένατο κυριαρχεί (ενώ απλώς διακρίνεται σε όλα τα προηγούμενα) το σύμβολο της αιώνιας επανάληψης (το ξαπλωτό «8»), μια αναφορά τόσο στη σειρά που έχει το άλμπουμ στη δισκογραφία των Foos, όσο και στην αέναη ροή της ηλεκτρικής μουσικής, μέσα απ΄τις "ηχητικές λεωφόρους".
"We need a monument / and dreams will come / and dreams will come/ is there anybody there? / anybody there?" ωρύεται ο Grohl στο ρεφρέν του "Feast And The Famine". Ποιό να' ναι αυτό το «μνημείο» που ο Grohl ισχυρίζεται ότι «χρειαζόμαστε»; Ποιό το «ιερό δισκοπότηρο» του ροκ, ο ιερός του μονόλιθος; Ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, το άλμπουμ των Foo Fighters μας λέει ότι αυτό που αξίζει είναι η θαρραλέα εξερεύνηση προς αναζήτησή του.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Του πιο «κλασσικόηχου» άλμπουμ τους, εδώ που ακούγονται λιγώτερο δισδιάστατοι από κάθε άλλη φορά. Εδώ που τα μοτίβο τους («αργό-γρήγορο», «νευρωτικά ήπιο- εκκωφαντικό») αυτή τη φορά φωτοσκιάζονται. Ένας δίσκος που μπορεί να προσεγγιστεί πιο εύστοχα αν θυμηθούμε ποιός είναι ο κυρίως υπεύθυνος για τη δημιουργία του.
Ο Dave Grohl. Το αναπάντεχο ταλέντο που ξεπήδησε από την μετα-πανκ ανεξάρτητη σκηνή, έζησε ως παγκόσμιος ροκ σταρ για τρία χρόνια και το ξεπέρασε, βάζοντας μπρος να υλοποιήσει τον ήχο που υπήρχε μέσα στο κεφάλι του. Έναν ήχο ασυμβίβαστο, νεανικό και σκληρό. Με ριζωμένη στην ψυχή του την κολλεγιακή αγριάδα των ανεξάρτητων σχημάτων μέσα απ΄τα οποία ξεπήδησε. Το θέλουμε ή όχι, είναι ο τελάλης του ροκ ν΄ρολ της γενιάς των 40something και ευτυχώς τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει αποδιώξει από την τραγουδοποιία του τη βαριά σκιά του Cobain. Πολυτάλαντος και γεμάτος ενέργεια, δεν έχει πρόβλημα να παίζει session, να γράφει τραγούδια, να ερμηνεύει με την απαιτούμενη έκφραση, ακόμη και να σκηνοθετεί.
Προεκτείνοντας την έμπνευση που του έδωσε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το "Sound City" (2013), ένα ντοκυμανταίρ για το ομώνυμο θρυλικό στούντιο ηχογραφήσεων του L.A., ο Grohl έφτιαξε το "Sonic Highways", από άφθαρτο υλικό. Ένα παλιομοδίτικο άλμπουμ 8 κομματιών, διάρκειας 42 λεπτών, ηχογραφημένο on the road, σε μια «ταξιδιωτική» περιοδεία σε 8 πόλεις των Η.Π.Α., επιλεγμένες για το διαφορετικό χρώμα και τις μουσικές επιρροές που αναδίδει καθεμιά. Σικάγο, Νάσβιλ, Ώστιν (Τέξας), Joshua Tree (Καλιφόρνια), Νέα Ορλεάνη, Σηάτλ, Λος Άντζελες, Άρλινγκτον (Βιρτζίνια). Ως κερασάκι, σε κάθε ένα κομμάτι συμμετέχουν μουσικοί που συνδέονται ή ταυτίζονται με την περιοχή.
Παράλληλα, ο Grohl ανέλαβε να κινηματογραφήσει και να σκηνοθετήσει ένα ντοκυμανταίρ που ήδη από τον Οκτώβριο που μας πέρασε προβάλλεται σε τηλεοπτικές συνέχειες στο HBO, όπου αναπαράγεται το ταξίδι του συγκροτήματος στις 8 πόλεις και τα ντεσού των ηχογραφήσεων διανθίζονται με συνεντεύξεις από μεγάλες μορφές που διαμόρφωσαν το τοπίο της αμερικάνικης μουσικής των τελευταίων 50 ετών, από τον Willie Nelson, τον Tony Joe White, τον Rick Nielsen, τον Rodney Bigenheimer και τον Billy Gibbons έως τον Steve Albini, τον Rocky Erickson και τον Dr. John.
Είναι ένα σάουντρακ; Ένα πιασάρικο πολυμορφικό προϊόν; Μια και δεν έχουμε την ευκαιρία να δούμε τα τηλεοπτικά επεισόδια (πέραν των trailer στο site του HBO), αυτό που μας μένει είναι το μουσικό άλμπουμ. Και αυτό έχει πράγματι χαρακτήρα. "A musical map of America," όπως δηλώνει ο Grohl. Οι Foo Fighters ξεδιπλώνουν αυτό τον χάρτη μπροστά στο κοινό, τον ισιώνουν με τον ακραιφνή κιθαριστικό ήχο τους και προσφέρουν αφορμές για εξερεύνηση επιρροών, καθώς τον αναμιγνύουν με τους απόηχους από το παρελθόν και γίνονται με τον τρόπο αυτόν πρεσβευτές της «παναμερικανικότητας» του ροκ ν' ρολ.
Ακούγεται γνήσιο σε σύλληψη όσο και μεγαλεπήβολο το εγχείρημα. Στην υλοποίησή του, πάντως, αποδεικνύεται και πετυχημένο, αναδεικνύοντας το σχήμα του Grohl σαν ένα από τα πιο σημαντικά στη σημερινή ροκ σκηνή. Ανανεώνει μέσα από το μουσικό αυτό ταξίδι τα ροκ αισθητήρια. Δεν είναι απλό κάτι τέτοιο για ένα πολυπλατινένιο γκρουπ, που το σύνηθες είναι να αναμασήσει διασκευές ή να υποκύψει σε τυχοδιωκτικές και κακοχωνεμένες ηχητικές παρεκκλίσεις από τα στάνταρ του. Εδώ η ταυτότητα του γκρουπ διατηρείται, αλλά εμπλουτίζεται. Ο Grohl τα καταφέρνει γιατί δεν είναι κολλημένος στα «ανεξάρτητα» γεννοφάσκια του. Θαυμάζει το κλασσικό ροκ, αλλά είναι πάντα γκαραζοπανκ μέχρι διαρρήξεως εγκεφαλικής ουσίας, είναι θαυμαστής του Lemmy, αλλά ταυτόχρονα και των The Knack, των Abba, των Beatles και των The Germs. Έχει αποδείξει, εξάλλου, ότι ζει για το ροκ, έχοντας συνοδεύσει πίσω απ΄τα τύμπανα με ενθουσιασμό 15χρονου φαν, Tom Petty, Prodigy, Slash, David Bowie, N.I.N., Stevie Nicks και Paul McCartney μεταξύ πολλών άλλων.
Χωρίς ηχητικές παρωπίδες λοιπόν, ο δίσκος γίνεται ένα όχημα περιπλάνησης στο αχανές χωνευτήρι των «Ηνωμένων»/διχασμένων πολιτειών, απ΄όπου ξεπήδησε το σύγχρονο αμερικάνικο ροκ. Το ηχογραφημένο στο Σικάγο "Something From Nothing" έχει τη γνώριμη πυρετώδη δομή των Foos, ενώ, σκαρφαλωμένη σ΄ένα σχεδόν μεταλλικό ριφ (ενισχυμένo από τα ακκόρντα του Rick Nielsen των Cheap Trick), η απεγνωσμένη κραυγή του Grohl "...f#ck it all, I come from nothing..." γίνεται το μανιφέστο επιβίωσης του αουτσάϊντερ, πέρα από γεωγραφικά και χρονικά πλαίσια. Το ηχογραφημένο στην Washington "The Feast And The Famine" είναι ένα ανυποχώρητο punk ξέσπασμα, βγαλμένο από «το σάουντρακ της εφηβείας μου», παραδέχεται ο Grohl (Minor Threat και Fugazi έρχονται στο νου), καθώς στα "gang vocals" είναι οι παλιοί του συνοδοιπόροι στους Scream, Peter Stahl και Skeeter Thompson. Στο ηχογραφημένο στη Nashville μελωδικό δυναμό "Congregation" (σε στυλ ύστερων Bad Religion), κάνει φωνητικά ο βραβευμένος με Grammy country τραγουδιστής Zac Brown. Στο ηχογραφημένο στο Austin του Τέξας "What Did I Do?/God As My Witness" ακούγεται η κιθάρα ενός 30χρονου που έχει ήδη αναγορευθεί «το μέλλον του τεξανού blues», του Gary Clark Jr.. Το "Outside", ηχογραφημένο στην έρημο της Καλιφόρνια, θα μπορούσε να θεωρηθεί η καρδιά του άλμπουμ, μια έντονη ηλεκτρική περιήγηση με αλλαγή τόνου κάπου στη μέση και λιτές, ατμοσφαιρικές φράσεις από τον μεγάλο Joe Walsh. Τα ριφ του "In The Clear" προεκτείνονται από τα πνευστά της "Preservation Hall Jazz Band", μιας μπάντας-θεσμού για την παραδοσιακή Jazz της Νέας Ορλεάνης. Το ψυχεδελίζον "Subterranean" φέρει τη σφραγίδα του Seattle όπου και έχει ηχογραφηθεί, εξ ου και τα υπνωτικά φωνητικά από τον 38χρονο τραγουδιστή των ανεξάρτητων Death Cab For Cutie, Ben Gibbard. Το δε επτάλεπτο "I Am A River" (ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη), έχει ένα απογειωτικό φινάλε, με έγχορδα της Los Angeles Youth Orchestra και μαέστρο τον μεγάλο Toni Visconti (παραγωγό του Bowie).
Ακόμη και το σερβίρισμα του μάρκετινγκ συνηγορεί για κάτι πέρα απ΄τα συνηθισμένα. Το άλμπουμ κυκλοφορεί με 9 διαφορετικά εξώφυλλα. Στα οκτώ απεικονίζονται μεταμοντέρνες συνθέσεις των αρχιτεκτονικών σημείων αναφοράς κάθε μιας από τις πόλεις στις οποίες αυτό ηχογραφήθηκε και στο ένατο κυριαρχεί (ενώ απλώς διακρίνεται σε όλα τα προηγούμενα) το σύμβολο της αιώνιας επανάληψης (το ξαπλωτό «8»), μια αναφορά τόσο στη σειρά που έχει το άλμπουμ στη δισκογραφία των Foos, όσο και στην αέναη ροή της ηλεκτρικής μουσικής, μέσα απ΄τις "ηχητικές λεωφόρους".
"We need a monument / and dreams will come / and dreams will come/ is there anybody there? / anybody there?" ωρύεται ο Grohl στο ρεφρέν του "Feast And The Famine". Ποιό να' ναι αυτό το «μνημείο» που ο Grohl ισχυρίζεται ότι «χρειαζόμαστε»; Ποιό το «ιερό δισκοπότηρο» του ροκ, ο ιερός του μονόλιθος; Ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, το άλμπουμ των Foo Fighters μας λέει ότι αυτό που αξίζει είναι η θαρραλέα εξερεύνηση προς αναζήτησή του.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.