Από αμνημονεύτων, εδώ και τριάντα κάτι χρόνια που άρχισε να γράφει το δικό μου μουσικό ρολόι, κάθε καινούριο της συμμορίας των Αυστραλών ήταν η χρυσή μας ευκαιρία. Να επιβεβαιώσουμε γιατί ακούμε αυτή τη μουσική. Να επιχειρηματολογήσουμε για ποιό λόγο το καθαρόαιμο ροκ ν΄ρολ δε χρειάζεται πειράματα. Να παραδειγματίσουμε πώς ένα μεγάλο γκρουπ ξέρει να επιστρέφει, όσο κι αν απουσιάζει.
Να πανηγυρίσουμε που μέσα σους διάφορους εποχιακούς μουσικούς συρμούς κατορθώνει και γίνεται γίνεται mainstream, με ταυτότητά του του έναν μικροσκοπικό σάτυρο με σχολική στολή και μια διαολεμένη Gibson ανά χείρας.
Μετά την οριακή συναυλία τους στο Ο.Α.Κ.Α. το Μάϊο του '09, οι αφοσιωμένοι πιστέψαμε ότι ναι, το είδαμε, μπορεί να υπάρχει παράδεισος. Ακόμη και οι άπιστοι Θωμάδες προσκύνησαν. Αγέραστοι. Άφθαρτοι. Οι δεύτεροι Stones. Ξεχάσαμε φαίνεται ότι όλων η φτιάξη, ταλαντούχων κι ατάλαντων, γράφει στην ούγια περίπου τα ίδια υλικά.
Τα νέα για τον Malcolm όσο καθυστερούσαν να επιβεβαιωθούν, τόσο περισσότερο μας προετοίμαζαν για το χειρότερο. Η αδόκητη καταδίκη του σε αργό κι επώδυνο εκφυλισμό των εγκεφαλικών του λειτουργιών από alzheimer στα 61, κανονικά θα έπρεπε να διαλύσουν την τελευταία πιο αξιόπιστη και πιο ξεροκέφαλη μηχανή του ροκ. Η κατάσταση έμοιζε να μην έχει γυρισμό, όταν έγινε γνωστή και η σύλληψη του ντράμερ Phil Rudd για συμμετοχή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας. Το γκρουπ, σε χειρότερη ίσως θέση ακόμη κι από κείνον τον Φεβρουάριο τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια πίσω, όταν έχασε τον Bon Scott. Κι όμως το "Rock Or Bust", το 15ο άλμπουμ τους σε 40κάτι χρόνια ιστορίας, προαναγγέλθηκε μέσα στο καλοκαίρι και μόλις κυκλοφόρησε. Ως γνωστόν, ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουν τα χτυπήματα, είναι να προχωρήσουν.
Ο μεγαλος απών έχει συμμετάσχει, λέει ο Angus, στο γράψιμο των τραγουδιών και αυτού του δίσκου. Ακούγεται περισσότερο με φόρο τιμής παρά με αλήθεια. Ηχογραφημένο σε τρεις εβδομάδες, το άλμπουμ είναι πολύ μικρό σε διάρκεια (μόλις 34'), με τα περισσότερα απ΄τα 11 κομμάτια του να στριμώχνονται στα τρία λεπτά. Ο Angus -πιο κουρασμένος από ποτέ, αδελφός είναι αυτός- με το γνωστό αυστραλιανό του τραύλισμα έχει δηλώσει ότι ήταν σκόπιμο να προσεγγίσουν ένα «'60s κλίμα», να δώσουν μια αίσθηση αμεσότητας στο αποτέλεσμα.
Όσον αφορά το πόσο λείπει όμως απ΄αυτό το τελικό αποτέλεσμα η ρυθμική ραχοκοκκαλιά και το συνθετικό άγγιγμα του Malcolm, δεν μπορεί κανείς να πει ψέμματα. Κανένα χέρι δεν είναι ίδιο με του Malcolm στο να εκδικείται τις χορδές, κανένα κοφτό ακκόρντο δεν παίζεται με την ίδια ρηξικέλευθη μονομανία του ανθρώπου που δημιούργησε αυτή την ίδια την αίσθηση. Πάντως, η οικογένεια Young κατέφυγε στην μόνη λογική λύση: να διατηρήσει το DNA του ήχου και κυριολεκτικά. Ο 58χρονος Stevie Young - ανιψιός των αδελφών Young, γιος του άλλου αδελφού, Stephen Young (ήταν ο ίδιος που το Μάη του '88, στην περιοδεία του "Blow Up Your Video" είχε και πάλι ντουμπλάρει το θείο Malcolm που εκείνη την περίοδο είχε δυσεπίλυτες διαφορές με το μπουκάλι) αναλαμβάνει τη ρυθμική κιθάρα. Τότε ήταν φτυστός ο θείος, τώρα είναι ένα αγριεμένο γεροπαλλήκαρο, με κόμμωση που προδίδει την ηλικία του (αν και δίπλα σε τοτέμ όπως ο Malcolm δεν έχει τύχη κανένας αντικαταστάτης).
Η παγκόσμια προσμονή για το καινούριο υλικό έχει επιταθεί από την κυκλοφορία των δύο σινγκλ, νωρίτερα μέσα στο φθινόπωρο. Με που μπαίνει το ημίαιμο αγρίμι (διασταύρωση "Nervous Shakedown" με "Back In Black"), "Rock Or Bust", νιώθει κανείς τη σχεδόν ενδοφλέβια επίδραση του πατενταρισμένου ηλεκτρισμού των AC/DC. Το βίντεο με την κυκλική αρένα τω παπουδοειδών οπαδών, γεμάτων τατού και ραφτά, είναι ό,τι πιο κοντινό σε εκκλησίασμα - Βοήθειά μας. Κατά πόδας ακολουθεί το "Play Ball", μ΄αυτό το ελλειπτικό Keithrichardειο ριφ κι ένα βίντεο γεμάτο καμπυλοειδείς προκλήσεις (το λογοπαίγνιο με το "balls" τον έχουν εφεύρει οι ίδιοι καμιά σαρανταριά χρόνια πριν). Τα σινγκλ, από το '88 και μετά, είναι κατά κανόνα μέσα στα καλύτερα κομμάτια των δίσκων τους. Πάντα σφιχτοδεμένα, φέρνουν στο μυαλό τα βασικά συστατικά του ήχου τους, με ρεφραίν που κρατάνε. Αυτό συμβαίνει και εδώ. Από το τρίτο κομμάτι και μετά όμως, μια αναμονή για μια έξαρση που δεν έρχεται. Το "Rock The Blues Away" κρατάει το ενδιαφέρον με τα ράθυμα gang vocals, αλλά το "Miss Adventure" είναι σαν outtake από οποιοδήποτε άλμπουμ τους από το "Razor's Edge" και μετά. Το "Dogs Of War", αργόσυρτο και αυθεντικά απειλητικό προβιβάζεται, αλλά το "Got Some Rock & Roll Thunder" μοιάζει με επανεκτέλεση του "Money Made" (από τα λίγα μέτρια του ".Ice"). Το "Hard Times" είναι ξαδερφάκι του "Danger", με λιγώτερα δεύτερα φωνητικά και το "Baptism By Fire" είναι σαν κάτι που έμεινε δίκαια έξω απ΄το "Ballbreaker". Το "Rock The House", άλλο ένα mid-tempo με τον Johnson να κυριαρχεί, θα χρειαζόταν επιμελές γυάλισμα και 20'' παραπάνω χώρο για ένα κανονικό σόλο του Angus. Πάνω που το "Sweet Candy" χτυπάει στόχο -ένας ηλεκτροκίνητος δεινόσαυρος με αναβάτη τον Angus να ξεχειλώνει την SG- κλείνει στα γρήγορα το δίσκο το "Emission Control", ένα boogie της σειράς, που ακόμη κι αν το άφηναν σε κάποιο box set για το μέλλον, κανείς δεν θα παραπονιόταν.
Η ρυθμική βάση (Rudd/ Williams) είναι πάλι στιβαρή, ο Angus είναι που μερικές φορές κρύβεται από την κάπως βιαστική μίξη. Κρίμα, μια και η φωνή του Brian Johnson ακούγεται 20 χρόνια νεώτερη, κάτι που έχει να κάνει σίγουρα με τα Warehouse Studios του Vancouver, τον παραγωγό Brendan O' Brien και τον μίκτη Mike Fraser.
Το όλο άλμπουμ παραπέμπει σε "Flick Of The Switch", μ΄εκείνο το εμμονικό, ξερό μεταλλαγμένο blues της μετά-Mutt Lange- εποχής, αυτή τη φορά πιο δυνατά ηχογραφημένο, αλλά σχεδόν καθόλου ραφιναρισμένο. Το πάθος στην εκτέλεση πάντα εκεί, τα θανατηφόρα hooks όμως περιορισμένα. Σχεδόν όλο το υλικό μια ταχύτητα πιο κάτω (το "Play Ball" είναι το πιο γρήγορο). Η ένταση και τα δαιμονιώδη κομμάτια του μόλις έξι χρόνια παλιού "Black Ice", απουσιάζουν χαρακτηριστικά. Αν εξαιρέσει κανείς τα δύο σινγκλ, υποφέρουν σχεδόν όλα από τετριμμένους τίτλους. Αυτό και το και το "Stiff Upper Lip" θα πρέπει να είναι τα δύο άλμπουμ με τα λιγώτερα αξιομνημόνευτα κομμάτια. Πώς νιώθει ο πιστός fan αναλογιζόμενος ότι μπορεί να είναι η τελευταία τους στουντιακή παραγωγή; Άβολα...
Και οι πλέον αιθεροβάμονες γνωρίζουν ότι δεν είναι η εποχή για να περιμένουμε τη δευτέρα παρουσία από τους όλο και λιγώτερους ζώντες θρύλους της μουσικής. Προτιμώτερο ως πιστοί, κάθε δισκογραφικό σημάδι απ΄το θεό του ροκ ν΄ρολ να το καλοδεχόμαστε με αγαλλίαση, αλλά και με τη δέουσα συγκατάβαση. Δεν υπάρχει κι επιλογή, εδώ που τα λέμε. Τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω, it's rock or bust. Για σήμερα, για αύριο, για όσο πάει...
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Μετά την οριακή συναυλία τους στο Ο.Α.Κ.Α. το Μάϊο του '09, οι αφοσιωμένοι πιστέψαμε ότι ναι, το είδαμε, μπορεί να υπάρχει παράδεισος. Ακόμη και οι άπιστοι Θωμάδες προσκύνησαν. Αγέραστοι. Άφθαρτοι. Οι δεύτεροι Stones. Ξεχάσαμε φαίνεται ότι όλων η φτιάξη, ταλαντούχων κι ατάλαντων, γράφει στην ούγια περίπου τα ίδια υλικά.
Τα νέα για τον Malcolm όσο καθυστερούσαν να επιβεβαιωθούν, τόσο περισσότερο μας προετοίμαζαν για το χειρότερο. Η αδόκητη καταδίκη του σε αργό κι επώδυνο εκφυλισμό των εγκεφαλικών του λειτουργιών από alzheimer στα 61, κανονικά θα έπρεπε να διαλύσουν την τελευταία πιο αξιόπιστη και πιο ξεροκέφαλη μηχανή του ροκ. Η κατάσταση έμοιζε να μην έχει γυρισμό, όταν έγινε γνωστή και η σύλληψη του ντράμερ Phil Rudd για συμμετοχή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας. Το γκρουπ, σε χειρότερη ίσως θέση ακόμη κι από κείνον τον Φεβρουάριο τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια πίσω, όταν έχασε τον Bon Scott. Κι όμως το "Rock Or Bust", το 15ο άλμπουμ τους σε 40κάτι χρόνια ιστορίας, προαναγγέλθηκε μέσα στο καλοκαίρι και μόλις κυκλοφόρησε. Ως γνωστόν, ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουν τα χτυπήματα, είναι να προχωρήσουν.
Ο μεγαλος απών έχει συμμετάσχει, λέει ο Angus, στο γράψιμο των τραγουδιών και αυτού του δίσκου. Ακούγεται περισσότερο με φόρο τιμής παρά με αλήθεια. Ηχογραφημένο σε τρεις εβδομάδες, το άλμπουμ είναι πολύ μικρό σε διάρκεια (μόλις 34'), με τα περισσότερα απ΄τα 11 κομμάτια του να στριμώχνονται στα τρία λεπτά. Ο Angus -πιο κουρασμένος από ποτέ, αδελφός είναι αυτός- με το γνωστό αυστραλιανό του τραύλισμα έχει δηλώσει ότι ήταν σκόπιμο να προσεγγίσουν ένα «'60s κλίμα», να δώσουν μια αίσθηση αμεσότητας στο αποτέλεσμα.
Όσον αφορά το πόσο λείπει όμως απ΄αυτό το τελικό αποτέλεσμα η ρυθμική ραχοκοκκαλιά και το συνθετικό άγγιγμα του Malcolm, δεν μπορεί κανείς να πει ψέμματα. Κανένα χέρι δεν είναι ίδιο με του Malcolm στο να εκδικείται τις χορδές, κανένα κοφτό ακκόρντο δεν παίζεται με την ίδια ρηξικέλευθη μονομανία του ανθρώπου που δημιούργησε αυτή την ίδια την αίσθηση. Πάντως, η οικογένεια Young κατέφυγε στην μόνη λογική λύση: να διατηρήσει το DNA του ήχου και κυριολεκτικά. Ο 58χρονος Stevie Young - ανιψιός των αδελφών Young, γιος του άλλου αδελφού, Stephen Young (ήταν ο ίδιος που το Μάη του '88, στην περιοδεία του "Blow Up Your Video" είχε και πάλι ντουμπλάρει το θείο Malcolm που εκείνη την περίοδο είχε δυσεπίλυτες διαφορές με το μπουκάλι) αναλαμβάνει τη ρυθμική κιθάρα. Τότε ήταν φτυστός ο θείος, τώρα είναι ένα αγριεμένο γεροπαλλήκαρο, με κόμμωση που προδίδει την ηλικία του (αν και δίπλα σε τοτέμ όπως ο Malcolm δεν έχει τύχη κανένας αντικαταστάτης).
Η παγκόσμια προσμονή για το καινούριο υλικό έχει επιταθεί από την κυκλοφορία των δύο σινγκλ, νωρίτερα μέσα στο φθινόπωρο. Με που μπαίνει το ημίαιμο αγρίμι (διασταύρωση "Nervous Shakedown" με "Back In Black"), "Rock Or Bust", νιώθει κανείς τη σχεδόν ενδοφλέβια επίδραση του πατενταρισμένου ηλεκτρισμού των AC/DC. Το βίντεο με την κυκλική αρένα τω παπουδοειδών οπαδών, γεμάτων τατού και ραφτά, είναι ό,τι πιο κοντινό σε εκκλησίασμα - Βοήθειά μας. Κατά πόδας ακολουθεί το "Play Ball", μ΄αυτό το ελλειπτικό Keithrichardειο ριφ κι ένα βίντεο γεμάτο καμπυλοειδείς προκλήσεις (το λογοπαίγνιο με το "balls" τον έχουν εφεύρει οι ίδιοι καμιά σαρανταριά χρόνια πριν). Τα σινγκλ, από το '88 και μετά, είναι κατά κανόνα μέσα στα καλύτερα κομμάτια των δίσκων τους. Πάντα σφιχτοδεμένα, φέρνουν στο μυαλό τα βασικά συστατικά του ήχου τους, με ρεφραίν που κρατάνε. Αυτό συμβαίνει και εδώ. Από το τρίτο κομμάτι και μετά όμως, μια αναμονή για μια έξαρση που δεν έρχεται. Το "Rock The Blues Away" κρατάει το ενδιαφέρον με τα ράθυμα gang vocals, αλλά το "Miss Adventure" είναι σαν outtake από οποιοδήποτε άλμπουμ τους από το "Razor's Edge" και μετά. Το "Dogs Of War", αργόσυρτο και αυθεντικά απειλητικό προβιβάζεται, αλλά το "Got Some Rock & Roll Thunder" μοιάζει με επανεκτέλεση του "Money Made" (από τα λίγα μέτρια του ".Ice"). Το "Hard Times" είναι ξαδερφάκι του "Danger", με λιγώτερα δεύτερα φωνητικά και το "Baptism By Fire" είναι σαν κάτι που έμεινε δίκαια έξω απ΄το "Ballbreaker". Το "Rock The House", άλλο ένα mid-tempo με τον Johnson να κυριαρχεί, θα χρειαζόταν επιμελές γυάλισμα και 20'' παραπάνω χώρο για ένα κανονικό σόλο του Angus. Πάνω που το "Sweet Candy" χτυπάει στόχο -ένας ηλεκτροκίνητος δεινόσαυρος με αναβάτη τον Angus να ξεχειλώνει την SG- κλείνει στα γρήγορα το δίσκο το "Emission Control", ένα boogie της σειράς, που ακόμη κι αν το άφηναν σε κάποιο box set για το μέλλον, κανείς δεν θα παραπονιόταν.
Η ρυθμική βάση (Rudd/ Williams) είναι πάλι στιβαρή, ο Angus είναι που μερικές φορές κρύβεται από την κάπως βιαστική μίξη. Κρίμα, μια και η φωνή του Brian Johnson ακούγεται 20 χρόνια νεώτερη, κάτι που έχει να κάνει σίγουρα με τα Warehouse Studios του Vancouver, τον παραγωγό Brendan O' Brien και τον μίκτη Mike Fraser.
Το όλο άλμπουμ παραπέμπει σε "Flick Of The Switch", μ΄εκείνο το εμμονικό, ξερό μεταλλαγμένο blues της μετά-Mutt Lange- εποχής, αυτή τη φορά πιο δυνατά ηχογραφημένο, αλλά σχεδόν καθόλου ραφιναρισμένο. Το πάθος στην εκτέλεση πάντα εκεί, τα θανατηφόρα hooks όμως περιορισμένα. Σχεδόν όλο το υλικό μια ταχύτητα πιο κάτω (το "Play Ball" είναι το πιο γρήγορο). Η ένταση και τα δαιμονιώδη κομμάτια του μόλις έξι χρόνια παλιού "Black Ice", απουσιάζουν χαρακτηριστικά. Αν εξαιρέσει κανείς τα δύο σινγκλ, υποφέρουν σχεδόν όλα από τετριμμένους τίτλους. Αυτό και το και το "Stiff Upper Lip" θα πρέπει να είναι τα δύο άλμπουμ με τα λιγώτερα αξιομνημόνευτα κομμάτια. Πώς νιώθει ο πιστός fan αναλογιζόμενος ότι μπορεί να είναι η τελευταία τους στουντιακή παραγωγή; Άβολα...
Και οι πλέον αιθεροβάμονες γνωρίζουν ότι δεν είναι η εποχή για να περιμένουμε τη δευτέρα παρουσία από τους όλο και λιγώτερους ζώντες θρύλους της μουσικής. Προτιμώτερο ως πιστοί, κάθε δισκογραφικό σημάδι απ΄το θεό του ροκ ν΄ρολ να το καλοδεχόμαστε με αγαλλίαση, αλλά και με τη δέουσα συγκατάβαση. Δεν υπάρχει κι επιλογή, εδώ που τα λέμε. Τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω, it's rock or bust. Για σήμερα, για αύριο, για όσο πάει...
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.