Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

W.A.S.P.: "Golgotha"

Ο ινδιάνος Blackie και η παρέα του έξι χρόνια μετά και έπειτα από πολλές συναυλίες για το καταπληκτικό “Babylon”, αποφάσισαν να καθίσουν επιτέλους και να γράψουν νέο υλικό. Και μέσα από εννέα καινούριες συνθέσεις, εγένετο “Golgotha” .

Ο ινδιάνος Blackie και η παρέα του έξι χρόνια μετά και έπειτα από πολλές συναυλίες για το καταπληκτικό Babylon”, αποφάσισαν να καθίσουν επιτέλους και να γράψουν νέο υλικό. Και μέσα από εννέα καινούριες συνθέσεις, εγένετο Golgotha .
 Το άλμπουμ κάνει άλλη μια εξόρμηση στη βίβλο αλλά αυτή  τη φορά με επίκεντρο πάνω στα ιερά εδάφη, όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός («Γολγοθάς» είναι η Εβραϊκή λέξη για «τον τόπο του κρανίου»).
Ο Blackie Lawless έχει βιώσει την θρησκευτική αναγέννηση, θεωρώντας ότι ορκίστηκε πριν από τέσσερα χρόνια πως δεν θα παίξει ποτέ ξανά live το κομμάτι Animal” (Fuck Like A Beast) και λογοκρίθηκε για κάποια  μέρη του “Chainsaw Charlie” (Murders In The Rue Morgue) επί σκηνής.
Το άλμπουμ είναι μια δυναμική προσπάθεια με μια υποτιθέμενη καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος να δίνει συνείδηση και συγκέντρωση, όπως στο Eyes Of My Maker”.
Παρακαλώντας «Ιησού, σε χρειάζομαι τώρα» στο ομώνυμο τραγούδι, o Blackie είναι ένας εντελώς νέος άνθρωπος αλλά αυτή τη φορά με τεράστια πεποίθηση.
 Μπορεί να μην είναι εξ’ ολοκλήρου ένα concept άλμπουμ όμως δεν διαφέρει ως προς τη δομή από οποιαδήποτε W.A.S.P. άλμπουμ έχω ακούσει στο παρελθόν περιμετρικά.
  Το "Scream" που ανοίγει το άλμπουμ, είναι ένα σφιχτό αρχέτυπο W.A.S.P. με δυνατό μπάσο και φωνητικά. Τα δεύτερα φωνητικά και τα πλήκτρα στο όργανο το κάνουν ακόμα καλύτερο. Επίσης ξεχωρίζει και το επικό Slaves Of the New World Order με τα 8 περίπου λεπτά του να ξετυλίγονται προοδευτικά ενώ τα αφτιά στέκονται στο σόλο του Doug Blair, τόσο σε αυτό όσο και στην επίσης επτάλεπτη μπαλάντα Miss You”.
  Το καλπάζον μπάσο όπως σε κάθε σχεδόν άλμπουμ τους πρωταγωνιστεί σε πολλά κομμάτια, το ίδιο και η δίκαση στα τύμπανα και τα υπόλοιπα γνωστά στοιχεία τους, ειδικά των W.A.S.P. των τελευταίων 4 δίσκων.
  Αν ο Blackie Lawless θεωρεί τον εαυτό του αναγεννημένο,  ας είναι έτσι, δικό του θέμα. Εμάς μας ενδιαφέρει να παίζει καλή μουσική και να ακούμε αυτό που αγαπήσαμε στους W.A.S.P. .
Πόσο καλό όμως μπορεί να του κάνει αυτό μουσικά ώστε να το διατυμπανίζει και να χαίρεται για αυτό;
 Αναρωτιέμαι όμως και πόσο καλός “χριστιανός” μπορεί να είναι όταν κάνει αρπαχτές για τα χρήματα, εκμεταλλευόμενος τους οπαδούς του, στεκούμενος φυσικά στη τελευταία τους εμφάνιση στην Αθήνα που εξ’ αιτίας ενός προβλήματος με το merchandise αρνήθηκαν να παίξουν ολόκληρο το πρόγραμμα ενώ την επόμενη ημέρα δεν απαντούσαν καν στο τηλέφωνο.. Επαγγελματική και χριστιανική συμπεριφορά;
Και φυσικά αυτός που είναι στο τέλος θύμα είναι ο ίδιος ο ακροατής που τον στηρίζει αλλά δεν θα ακούσει ποτέ ζωντανά το Animal και από ότι φαίνεται και το Chainsaw Charlie θα βγει και αυτό από το set list τους.
  Όσον αφορά τον δίσκο σαν δίσκο, αν δεν είχε προηγηθεί το Babylonθα ήταν ένα διαμάντι. Επειδή όμως τα πράγματα έχουν όπως έχουν, το  Golgothaκρίνεται ως πιστή αντιγραφή του προηγούμενου, στην προσπάθειά τους να κάνουν ένα τόσο καλό άλμπουμ.
Καλό το να θες να πατήσεις σε κάτι που αγάπησε ο κόσμος γιατί θα το αγαπήσει το ίδιο και αυτό, όμως μη το ξεπατικώνεις.
Εκεί για εμένα φαίνεται ότι το παιχνίδια χάθηκε κάπου. Ακούστε το και μετά αποφασίζετε.

Γιώργος Βαλιμίτης

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Υpsilon: Το μελωδικό παιδί των Αphrodite's Child

Μετά το οριστικό τέλος των περίφημων Αphrodite's Child με τους οποίους μεγαλούργησε, ο θρυλικός ντράμερ Λουκάς Σιδεράς αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα από το Παρίσι (στο οποίο ζούσε) και αναζητά με διάφορους γνωστούς μουσικούς και φίλους του να δημιουργήσει μία εμπνευσμένη μπάντα.

Πρώτα επιχείρησε με τον κιθαρίστα Παντελή Δεληγιαννίδη (Δάμων & Φιντίας, Olympians) και με την προσωπική του μπάντα, τους Lucas Sideras Band να κάνει αίσθηση στην ελληνική ροκ κοινότητα κάτι που δεν ευδοκίμησε και τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Γαλλία.
 Εκεί σχημάτισε με τον Λάκη Βλαβιανό (Demmis Roussos Band, Juniors) στο πιάνο, fender rhodes, moog, πλήκτρα, και τον Δημήτρη Κατακουζηνό (Axis) στο μπάσο και φωνή,  τους βραχύβιους Ypsilon, τους οποίος πολλούς μπερδεύουν με τους γερμανούς Epsilon.
Το 1977 στο Παρίσι λοιπόν οι Ypsilon ξεκίνησαν το σύντομο ταξίδι τους στο χώρο του προοδευτικού ροκ και ποπ ήχου.
Το άλμπουμ που ηχογράφησαν το ονόμασαν "Metro Music Man"  και πούλησε πάνω από 60 χιλιάδες παγκοσμίως ένα νούμερο μέτριο για την εποχή αλλά εξαιρετικό  με τα σημερινά δεδομένα.
O ήχος θυμίζει έντονα Procol Harum, Supertramp και Moody Blues λόγω των πλήκτρων και των μελωδικών συνθέσεων αλλά  περιέχει και πολλά στοιχεία από τους Αphrodite's Child.
Συναισθηματικές ερμηνείες συνδυασμένες με λιτές ενορχηστρώσεις όπου παιχνιδίζουν οι prog, folk και mellow rock ρυθμοί που δίνουν μία υπέροχη ομορφιά στο ένα και μοναδικό άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Ypsilon.
Tους στίχους υπέγραφε η Sharon Woods και σε μερικά τραγούδια κιθάρα παίζει ο  José Sour ενώ στην πορεία, οι Ypsilon συνεργάζονται με τον δημοφιλή κινηματογραφικό συνθέτη Georges Garvarentz για τη ταινία  "Marche Pas Sur Mes Lacets!", εκτελώντας τα “Let me sing my song” και “Cosmic ride” και συμμετέχοντας και σε διάφορες ροκ/ποπ συλλογές της εποχής.

Στα τέλη του 1977, ο Κατακουζηνός και Βλαβιανός αποχωρούν και ο Σιδεράς είχε αναλάβει σχεδόν ολοκληρωτικά τα φωνητικά  παράλληλα, έρχονται αντικαταστάτες στο συγκρότημα και το άλμπουμ κατορθώνει παρά τα εσωτερικά προβλήματα να σκαρφαλώσει στο νο 6 στη Γαλλία, στο Νο 17 στη Γερμανία, στο νο 19 στην Ιταλία, στο νο 20 στην Ολλανδία.
Στην Ελλάδα οι Ypsilon επιχείρησαν να εμφανιστούν στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού της ΔΕΘ που δυστυχώς δεν συνέβη ποτέ.

Το γκρουπ  στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη με την δισκογραφική του εταιρία την Philips  και διαλύθηκε οριστικά ενώ ο ντράμερ Λουκάς Σιδεράς, συνέχισε την πορεία του στην Αθήνα και συμμετείχε αργότερα στους δίσκους του Στ. Λογαρίδη, των Diesel παρέα με την Sigma Fay και τον κιθαρίστα Γιάννη Δρόλαπα (ΜουσικέςΤαξιαρχίες) και συνεχίζει να παίζει live με τους  Los-Tres και με διάφορα άλλα σχήματα μέχρι και σήμερα.

Φώτης Μελέτης

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Keith Richards: "Crosseyed Heart"


Το τρίτο σόλο άλμπουμ του 72χρονου Κηφ μετά το "Main
Offender" του '92 ήταν αναμενόμενο ότι θα κινήσει μεγάλο ενδιαφέρον. Και πράγματι, περιέχει ικανές δόσεις απ΄ όλα αυτά που μπορούν να τραβήξουν την προσοχή σε κάθε ζώσα γενιά του ροκ.

Από κακοτράχαλα blues (βλ. "Blues in the Morning"), ορμητικά σκαριφήματα προοριζόμενα πιθανόν για το επόμενο άλμπουμ των Stones (που μετά από 10 χρόνια αναμονής δεν άντεξε και βγήκε στην επιφάνεια - βλ. "Heartstopper"), μια διασκευή στην ανέκαθεν προσφιλή του reggae ("Love Overdue"), μια φολκ ανάγνωση ενός παλιού αγαπημένου του κομματιού από τα '50s ("Goodnight Irene"), μερικά αλητήρια αυτοβιογραφικά στάνταρ ("Trouble", "Robbed Blind", "Amnesia" [για τότε που έπεσε από το δέντρο]) με σαρδόνιο στίχο, ακόμη και μπαλάντες που αποκαλύπτουν κοιτίδες ευαισθησίας πίσω από την μπαρουτοκαπνισμένη-αρσενική Marianne Faithful με βρογχίτιδα- φωνή του (μεταξύ των οποίων πιο άμεση η επίδραση του "Nothing on Me").
Το δε ντουέτο με την Norah Jones "Illusion" προσδίδει την mainstream πινελιά που χρειάζεται για να λανσαριστεί το άλμπουμ ως σημερινό.
Μετά το 2011, όταν και ολοκλήρωσε τη συγγραφή, την κυκλοφορία και την προώθηση της αυτοβιογραφίας του ("Life"), ο Richards προσπάθησε ανεπιτυχώς να μαζέψει τους Stones για μια νέα κυκλοφορία.
Το μόνο που απέδωσε η επαναδραστηριοποίησή τους ήταν τα δύο καινούρια κομμάτια της συλλογής "
GRRR!" και κάπου εκεί ο ρόκερ που κατέχει το ρεκόρ σε φορές που έχει ξεγελάσει το χάρο, άρχισε -για πρώτη φορά- να αντικρίζει κατάματα την ιδέα του να αποσυρθεί. Όμως η ανάγκη του για να εκφραστεί μέσα από τη μουσική παραμέρισε, για μια ακόμη φορά, τις δεύτερες σκέψεις που προκαλεί η θνητότητα και ο κορεσμός.
Όπως ακούγεται να λέει στο
documentary "Crossfire Hurricane", «Θα έπαιρνα το ο,τιδήποτε που θα με βοηθούσε να μείνω ξύπνιος τόσο ώστε να τελειώσω με ένα ακόμη καταραμένο κομμάτι».
Έτσι κάπως ο Κηφ στράτευσε ξανά τον πολύτιμο συναυτουργό του στους X-Pensive Winos, Steve Jordan στα τύμπαναν, και με μια ομάδα έμπειρη και στο ίδιο μήκος κύματος με τον ίδιο (Ivan Neville στα πλήκτρα, Waddy Wachtel στην κιθάρα, Bobby Keys στο σαξόφωνο) προέκυψε το "Crosseyed Heart". O ήχος του αρχηγού της φυλής που ακολουθεί με το ένστικτο της ιδιότητας αυτής το προσωπικό του -μουσικό- αισθητήριο.
Δεν έχει σημασία αν ένα τέτοιο άλμπουμ είναι «καλό» με όρους της εποχής του, ή ακόμη και συγκρισιμότητας με τα προηγούμενα δύο προσωπικά του Richards (που μοιάζουν αιώνες παλιά).
Πρόκειται για σελίδες από ένα άχρονο σημειωματάριο του προπάτωρος of all things rock. Ένα άλμπουμ με 15 κομμάτια που αν μη τί άλλο αποδεικνύει ότι η πρώτη ύλη όλης αυτής της πρώτης γενιάς των τοτέμ του ροκ ν΄ρολ είναι το μπλουζ.
Στην περίπτωση, δε, του Κηφ, οι επιρροές είναι τόσο ευρείες και βαθειές, η βιωματική εκφορά των στίχων ηχεί τόσο χαρακτηριστική και η αμεσότητα στη σύνθεση και την εκτέλεση είναι τόσο επιδραστική στον ακροατή, ώστε να μιλά κανείς δικαιωματικά για τον ένα, τον εξ αδιαθέτου απόγονο του ίδιου του
Robert Johnson.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Buddy Guy: "Born To Play Guitar"


Πολύ πιθανόν να είναι κυριολεκτικά ο τελευταίος από τους ζώντες
πρωτομάστορες του ηλεκτρικού blues. Γέννημα - θρέμμα της Λουιζιάνα, ανηφόρισε στα 21 του προς το Σικάγο, για να γνωρίσει τη μέθεξη κοντά σε μύθους όπως ο Howlin' Wolf και ο Muddy Waters.

Παίζοντας ακατάπαυστα, ανέπτυξε σε κείνα τα μέρη έναν χαρακτηριστικό, παθιασμένο κιθαριστικό ήχο που έμελλε να επηρεάσει (κατά την ευφημιστική εκδοχή - οι κυνικοί το λένε «στεγνά αντιγραφεί») όλο το λευκό μπλουζ, από τον Jeff Beck και τον Jimmy Page, ως τον Stevie Ray Vaughan (ο οποίος δήλωνε ότι του χρωστούσε την ίδια την ύπαρξή του). Ακόμη και η αυτού ιδιοφυία ο Jimi Hendrixφημολογείται ότι είχε πει (σε ποιά κατάσταση δεν ενδιαφέρει ακριβώς) "Heaven is lying at Buddy Guy's feet while listening to him play guitar." 
Παρ' ότι διάσημος στο κύκλωμα για τις φορτωμένες ενέργεια live εμφανίσεις του, η δισκογραφία του μέχρι τα τέλη των '60s παρέμενε στη σκιά, καθώς το ορμητικό του παίξιμο απαξιωνόταν ως «θόρυβος» από τους ανθρώπους της Chess. Αρκετά αργότερα, οι διάσημοι λευκοί απόγονοί του (ιδίως ο Eric Clapton) ανταπέδωσαν, επαναφέροντάς τον στο προσκήνιο στα '80s και τα '90s και εξυμνώντας τον ως πρωταρχική επιρροή τους.
Και κείνος, εξωστρεφής και ποτέ μικρόψυχος, όπως και το παίξιμό του, δε σταμάτησε μέσα στα χρόνια να μοιράζεται τη σκηνή με νέα ταλέντα και να περιοδεύει. Με διαχρονική προσήλωση και σεβασμό στις αρχές του 
blues, τέτοια που κάνει την τεράστια δισκογραφία του να μοιάζει με ανθολογία του ίδιου του ιδιώματος.  Είναι ο Buddy Guy, που έκλεισε τα 79 τον περασμένο Ιούλιο και συνεχίζει ακάματος.

Το άλμπουμ αυτό ακολουθεί τα χνάρια μιας αποστολής ζωής, στην οποία ο Guy  αφιερώθηκε από τότε που του είπε ο Muddy Waters"keep the damn blues alive".  Γιατί αυτό ακριβώς κάνει. Από το εύγλωττο ομώνυμο track που ανοίγει, έως το υπερχειλίζον συγκίνηση ντουέτο με τον Van Morrisson "Flesh and Bone" (αφιερωμένο στον μεγάλο εκλιπόντα, B.B. King) και το ακροτελεύτιο "Come Back Muddy", μια εγκάρδια συνομιλία με τον μακαρίτη μέντορά του, Muddy Waters ("... Lord knows you can't be replaced").

Μπορεί να συνυπογράφει τέσσερα μόνο από τα 14 κομμάτια, αλλά σε όλα ο Buddy Guy κυριαρχεί, τραγουδώντας και σολάροντας με την όρεξη τριαντάρη, την αξιοπιστία ενός κιθαρίστα που ηχογραφεί 62 χρόνια ασταμάτητα και την εκφραστικότητα αιωνόβιου σοφού σπουδαγμένου σε λασπωμένα σοκάκια («τά'χω δει όλα πέντε φορές, sit back son να στα κάνω πενηνταράκια»).
Με επίκεντρο τον ήχο - υπογραφή του Σικάγο, αναμιγνύει με άνεση σόουλ, ροκ και 
delta σχήματα, σε μια συλλογή απολαυστική, με το ένα blues άπερκατ να διαδέχεται το άλλο:
το πανέμπειρο "Whiskey, Beer & Wine", το σαρκαστικό σλόου "Crying Out Of One Eye", το πλείσμον σε wah-wah"Turn Me Wild", το στοχαστικό "Crazy World", το αλητήριο "Smarter Than I Was" με τα σαρωτικά σόλο, το ενισχυμένο με πανηγυρικά πνευστά "Thick Like Mississippi Mud". 
Στο "Kiss Me Quick" την κιθάρα του σιγοντάρει η φυσαρμόνικα του Kim Wilson των Fabulous Thunderbirds, που μας πάει πίσω στις χρυσές εποχές της σύμπραξης με τον Junior Wells, μισό αιώνα πριν, στο "(Baby) You Got What ItTakes" μοιράζεται φωνητικά με το κορίτσι - θαύμα της σύγχρονης σόουλ, την 28χρονη Joss Stone, ενώ στο "Wear You Out" ενώνει δυνάμεις με το γρύλισμα και τη διαολεμένη custom made Telecaster του Billy Gibbons, σ' ένα ντουέτο φουλ στις αδυσώπητες κιθαριστικές φράσεις ("Ain't slowing down, 'till I wear you out").

"I was born to play the guitar - People, I got blues running through my veinsακούγεται απερίφραστος στο ομώνυμο.
 Δε χρειάζεται να πει τίποτ' άλλο, ούτε να εξηγήσει.
 Αυτό μετράει στα blues, ότι κάθε φράση είναι βιωμένη.
 Μιλάμε για το μπλουζ άλμπουμ της χρονιάς και από τα καλύτερα που έχουν κυκλοφορήσει φέτος.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Pat Travers Band: “Live! Go for What You Know”


Στις αρχές του 1979, ο καναδός κιθαρίστας και η μπάντα του
ηχογράφησαν το πρώτο ουσιαστικά live album, της μέχρι τότε εξέχουσας πορείας τους και την ίδια χρονιά το έδωσαν στην αγορά.

Ο δίσκος στις ΗΠΑ έγινε αμέσως χρυσός και η δημοτικότητα των Pat Travers Band εκτοξεύθηκε ακόμη περισσότερο κλείνοντας αρχικά και τον πρώτο κύκλο σπουδαίων στούντιο κυκλοφοριών αλλά και αναδεικνύοντας τον μύθο πόσο καταιγιστικοί ήταν στις ζωντανές τους εμφανίσεις.
Στο “Live! Go for What You Know φαίνεται πόσο ποτισμένη είναι η ψυχή του Pat Travers από τις εξάχορδες κλίμακες και με τι πάθος αποδίδει τις λίγες αλλά “καυτές” συνθέσεις του άλμπουμ.
Ειδικά στο κλασσικό “Stevie”, έχουμε το τρίπτυχο…  ερμηνεία, μελωδία, κιθαριστικό σόλο φτιαγμένα μαγικά και αρχέγονα και καθηλώνουν και τον πιο δύσκολο ακροατή.
Οι κιθαριστικοί οργασμοί αλλεπάλληλοι, τα άγρια σόλα σε επίκινδυνο βαθμό, τα κοψίματα και οι ταχύτητες ανεξάντλητες, το πνεύμα του Hendrix ολοζώντανο και διάχυτο παντού και όλα αυτά ο Pat Travers δεν τα έκανε μόνος τους αλλά συνείσφερε σημαντικά ο πολύτιμος συνεργάτης του για εκείνη την περίοδο, κιθαρίστας Pat Thrall.
Η εκρηκτική η διασκευή στο "Boom Boom (Out Go the Lights)" του Stan Lewis είναι όλα τα λεφτά ενώ η παραγωγή του Tom Allom (Judas Priest, Black Sabbath, Def Leppard) απλά βάζει το κερασάκι στην πιο ωραία τούρτα που φάγαμε ποτέ.
Μεγάλη συμβολή και δυναμική στο δίσκο προσφέρει ο τρομερός ντράμερ Tommy Aldridge (Black Oak Arkansas, και μετέπειτα Ozzy Osbourne, Gary Moore, Whitesnake, Ted Nugent και Thin Lizzy) μιας και με τους ντράμερ ο P.Travers είχε πάντα τους καλύτερους αφού και έχουν περάσει από το γκρουπ του, οι Nicko McBrain (Iron Maiden), Carmine Appice  και αρκετοί άλλοι.
Κλείνοντας... μία ατάκα που έπαιζε πολύ εκείνη την εποχή για τον ήχο που έβγαζε ο καναδός  κιθαρίστας και μας βρίσκει σχετικά σύμφωνους  ήταν … "the blues-rock sound of sixties and seventies metal".
Τέλος δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο ότι το Guitar Player ψήφισε το: “Live! Go for What You Know” στα καλύτερα 40 live άλμπουμ όλων των εποχών!

Τραγούδια:
    "Hooked on Music" (Pat Travers)
    "Gettin' Betta" (Mars Cowling, Travers)
    "Go All Night" (Travers)
    "Boom Boom (Out Go the Lights)" (Stan Lewis)
    "Stevie" (Travers) -
    "Makin' Magic" (Travers)
    "Heat in the Street" (Jeffrey Lesser, Travers)
    "Makes No Difference" (Travers)
  
ΜΕΛΗ

    Pat Travers - guitar, vocals
    Mars Cowling - bass
    Pat Thrall - guitar, backing vocals
    Tommy Aldridge - drums

Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Queensrÿche: "Condition Human"


Δεύτερη νιότη φαίνεται να διανύουν οι ‘Rÿche και με τη σκιά του
Tate, να έχει πλέον καλυφθεί εντελώς από τον – τουλάχιστον - καταπληκτικό Todd La Tore, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν ειδικά από το πρόσφατο παρελθόν τους.

Ακόμα πιο ψαγμένος φαίνεται ο καινούριος δίσκος τους.
Το “Condition Human”, έχει ένα πολύ έξυπνο εξώφυλλο το οποίο κρύβει και αυτό τα δικά του μηνύματα, καθώς είναι συμβολικό. Το κοριτσάκι που βρίσκεται σε μια ξεχασμένη σοφίτα ή ένα εγκαταλελειμμένο δωμάτιο το οποίο αντιλαμβάνεται κανείς από τις αράχνες και την παλαιότητά του είναι ντυμένο στα λευκά.
Το λευκό συμβολίζει την αθωότητα, την καθαρότητα, την αγνότητα. Κοιτάζοντας στο παράθυρο, εντοπίζει το σύμβολο τους (το Triÿche δηλαδή) να σχηματίζεται σε αυτό και μέσα από αυτό της επιτρέπεται να δει την θέα προς τα έξω. Αυτό που βλέπει, είναι ένας δυσοίωνος σκοτεινός και απρόβλεπτος κόσμος.
Συνολικά η εικόνα αυτή λοιπόν για τους Queensrÿche, συμβολίζει τον ανθρώπινο παράγοντας που έπαψε να είναι σημαντικός στην εποχή μας και ότι πλέον στον κόσμο μας, το ανθρώπινο στοιχείο έχει χαθεί από το κέντρο του. Οι συνθέσεις του είναι όλες μικρές αυτόνομες ιστορίες και κοινό στοιχείο την εποχή που ζούμε.
Δηλαδή αναπτύσσεται ένα θέμα με βάσει την απάθεια που έχει κυριεύσει τον σημερινό άνθρωπο και η οποία έχει τη ρίζα της στον γρήγορο ρυθμό που αλλάζει ο κόσμος χωρίς να αφήνει περιθώριο να συνειδητοποιήσει, να κατανοήσει και να αντιληφθεί το τι γίνεται γύρω του. Δεν του αφήνει περιθώριο να αναπνεύσει, δεν σου δίνει χρόνο. Ο χρόνος δηλαδή, είναι σαν ένα τόξο που διανύει μια συγκεκριμένη και περιορισμένης διάρκειας τροχιά.
Ο χρόνος που είναι διαθέσιμος για εσένα πάνω στη γη. Όλα αυτά, έχουν σαν στόχο να σε κάνουν να σκεφτείς το πώς θα τον ξοδέψεις, που, με ποιον τρόπο, σε τι, κάνοντας σε να τον χρησιμοποιήσεις σωστά και σε αυτό που πραγματικά έχε σημασία για εσένα. Αυτά τα θέματα θα συναντήσουμε πάνω κάτω εδώ.
Αναπόφευκτες είναι οι συγκρίσεις όμως με τους Operation Mindcrime, την μπάντα του παλιού τους τραγουδιστή. Αυτό διότι σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφορούν και οι δύο κάποιο άλμπουμ, αλλά με ξεχωριστές γραμμές και πλέον με μία μπάντα που να έχει την ονομασία “Queensrÿche” , ελευθερώνοντας και τον κόσμο από το μπέρδεμα που ο «καμένος» Tate δημιούργησε μετά τον διωγμό του.
Εδώ φαίνεται πραγματικά ποιος είναι ποιος και ποιος είναι καλύτερος από ποιον, αλλά και με ξεκάθαρο το μήνυμα για το ποιος ευθυνόταν για την καθοδική πορεία τους.
Τα συμπεράσματα βγαίνουν αβίαστα και εύκολα ακούγοντας τις δουλειές της κάθε πλευράς ξεχωριστά.
Ο ακροατής μπορεί από μόνος του, τώρα που δεν υπάρχει αυτή η κόντρα και οι δίσκοι δημιουργήθηκαν με πιο καθαρό μυαλό τι είναι τα, ποιος είναι ποιος, τι αξίζει ή όχι και να κρίνει. Για τα δικά μου γούστα, χαίρομαι που ήρθε αυτό το διαζύγιο και ξεκαθάρισε το τοπίο στις παραπάνω σκέψεις.
Όπως είναι λογικό, μιλώντας για εμένα πάντα, η θέση μου βρίσκεται υπέρ των τωρινών Queensrÿche, χωρίς να απαξιώνω το (ένδοξο) παρελθόν.
Ναι, τους προτιμώ χωρίς των Tate, τον οποίο και θεωρώ υπεύθυνο για την αρνητική πορεία τους, για την αντικοινωνικότητα που είχανε, την ψεύτικη και πλαστική σχέση με το κοινό και τον αποκλεισμό τους από συναυλιακά γεγονότα.
Τώρα έχουν μια ειλικρινή σχέση με τον κόσμο, τους καλέσανε να παίξουν για πρώτη φορά στα χρονικά τους στο Wacken, γίνανε πιο επικοινωνιακοί και κοινωνικοί και γενικότερα, αφήσανε όλα τα αρνητικά του παρελθόντος με μία και μόνο αλλαγή: αυτή του τραγουδιστή. Πλέον η ομάδα, βγάζει μια αύρα αισιοδοξίας, θετικότητας και πάνω από όλα υγείας. Όσον αφορά το άλμπουμ; Μιλάμε για επιστροφή των Queensrÿche;
Σίγουρα ναι!
Ο δίσκος είναι πάρα πολύ καλός και τα επίπεδα που κινείται είναι υψηλά.
Σίγουρα μην περιμένετε στιγμές Empire, Operation Mindcrime ή Rage For Order, αυτό γιατί τέτοιοι δίσκοι γράφονται μία φορά. Θα μπορούσε όμως να τοποθετηθεί με αξιοπρέπεια και περηφάνια δίπλα τους σε κάποια χρόνια όταν και πλέον ο κόσμος θα το έχει χωνέψει.
Επίσης, πέρα από την τροφή για σκέψη και τους προβληματισμούς που σου δίνουν συνήθως με τους στοίχους τους, απολαμβάνεις ένα δίσκο κατανεμημένο σωστά, με ουσία και φοβερές μουσικές συνθέσεις.
Αν το σκέπτεστε μετά από όλα αυτά να επενδύσετε, θα σας έλεγα, κάντε το με κλειστά μάτια και δώστε τους μιας ευκαιρία, την ευκαιρία που αξίζουν με το σπαθί τους σε αυτή την δεύτερη εποχή πια που περάσανε.

Γιώργος Βαλιμίτης

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Winery Dogs: "Hot Streak"

Αν αυτή η μπάντα υπήρχε πριν καμιά σαρανταριά χρόνια, σήμερα
θα γράφαμε μακροσκελή αφιερώματα και θα κάναμε τα συνηθισμένα "rock μνημόσυνα" ώστε να την μάθουν και πιο επιδερμικοί οπαδοί του σκληρού ήχου.

Συστήνοντας στο κοινό που δεν τους γνωρίζει, το σούπερ-τρίο των Winery Dogs, τους ενημερώνουμε ότι το αποτελούν ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Richie Kotzen (Mr. Big, Poison), ο ντράμερ Mike Portnoy (Dream Theater, Flying Colors, Transatlantic) και ο μπασίστας Billy Sheehan (Mr. Big) και από ότι φαίνεται δεν χρειάζονται κι άλλους μουσικούς στη μπάντα τους, για να σαρώσουν τα πάντα με το εκπληκτικό παίξιμό τους.
Συνήθως όταν σμίγουν εξαιρετικοί μουσικοί για να κάνουν κάποιο ευκαριακό project ή κάποιο δήθεν σούπερ γκρουπ, τα περισσότερα άλμπουμ είναι μέτρια  ή αρπαχτές. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό hardn heavy rock κομψοτέχνημα οπου το τιμημένο παρελθόν συναντιέται με το απαιτητικό παρόν.
Αρχικά τις εντυπώσεις τις κερδίζει ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Richie Kotzen, όχι μόνο για το όλοκληρωμένο κιθαριστικό feeling που εκπέμπει αλλά και για τις ερμηνευτικές ικανότητες του.
Η ζεστασιά και και χροιά της της φωνής του σε γυρίζει στα δοξασμένα seventies και με τις γκαζωμένες μπασογραμμές του ασταμάτητου και ευρηματικού Billy Sheehan αλλά και την τρομερή prog εκρηκτικότητα και δεξιοτεχνία του Mike Portnoy  έχουμε ένα δίσκο σκέτη απόλαυση.
Το άλμπουμ ξεκινά καταιγιστικά με το “Oblivion” και στη συγκεκριμένη σύνθεση το πνεύμα και οι ταχύτητες των Mr. Big είναι σχεδόν ίδιες.
Το Captain Love είναι μία εμπνευσμένη παραλλαγή του “Perfect Strangers” με ρεφρέν από AC/DC ενώ το ομότιτλο “Hot Streak”  συνδυάζει southern με funky/soul μελωδίες με τον Mike Portnoy να “κοπανά”  ατελείωτα αλλά τον Richie Kotzen να δίνει ένα εξαιρετικό κιθαριστικό ρεσιτάλ που σε καθηλώνει.
Στο “How Long” είναι η σειρά του Billy Sheehan να ισοπεδώσει τα πάντα με το παίξιμο του και  με τον αστείρευτο R. Kotzen  να δανείζεται λίγο από τα "κόλπα" του θρυλικού J. Hendrix και να δημιουργούν ένα μικρό hard rock διαμάντι. Ακολουθεί το “Empire” που ξεκινά εντυπωσιακά και μεταλλάσεται σε ένα  θαυμάσιο “παραμορφωμένο heavy blues ύμνο”  ενώ  το Fire   κάνει μία μελαγχολική και ήρεμη στάση στον hard rock τυφώνα που έχει προηγηθεί.
Το “Ghost Town” ακούγεται μελωδικό με υπέροχες ενορχηστρωτικές αλλαγές και με εξαιρετικό κιθαριστικό σόλο και “The Bridge” συνεχίζει το σερί των δυναμικών ξεκινημάτων όλων σχεδόν των συνθέσεων του νέου άλμπουμ και ξεχωρίζει για τα προσεγμένα κοψίματα και το ιδιαίτερο ρεφρέν του ενώ το  “War Machine” είναι από τις αδύναμες συνθέσεις.
Το “Spiral” σε ξαφνιάζει ευχάριστα αφού προσπαθεί να ακουστεί σαν τους Muse ή  τους Killers και το "Devil You Know" που ακολουθεί επανέρχεται στις ταχύτητες και τον δυναμισμό του άλμπουμ με τη φωνή του R. Kotzen να θυμίζει τον Glenn Hughes.
To "Think It Over" είναι η δεύτερη χαλαρή στιγμή του άλμπουμ και το  "The Lamb" αναδεικνύει το συνθετικό ταλέντο των τριών μεγάλων μουσικών σε ένα πιο σύγχρονο ύφος.
Ακούγοντας ξανά και ξανά το "Hot Streak" διαπιστώνω ότι  είναι ποτισμένο με το αθάνατο  πνεύμα των μεγάλων groups και καλλιτεχνών όπως είναι οι Grand Funk, Jimi Hendrix, Deep Purple, Free, Sly & Family Stone και Frank Zappa που επέβαλλαν τον συγκεκριμένο ήχο και τον έκαναν αιώνιο....
Εκπληκτικό άλμπουμ που πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα ωδεία!

Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...