Ξεκίνησαν να ξεχωρίζουν πριν πέντε
χρόνια για την άγνοια κινδύνου που εμφάνιζαν τόσο στο στούντιο, όσο και
πάνω στη σκηνή. Προσήλωση στον αναλογικό ήχο, κομμάτια - τεμένη στα
σαμπαθικά βαρύτονα θηρία και συναυλίες γεμάτες ενέργεια.
Έφτιαξαν το όνομά τους αψηφώντας προκαταλήψεις και δυσκολίες που άλλες μπάντες τις έχουν λυγίσει. Όργωσαν 4 φορές την Ευρώπη με van, μοιραζόμενοι τη σκηνή μεταξύ άλλων με Graveyard, Brant Bjork, Colour Haze, Black Keys, The Atomic Bitchwax, Karma to Burn και συνέχισαν να γράφουν, να προβάρουν, να παίζουν (μόνο τα δύο τελευταία χρόνια σε “Rockwave Festival”, “Desertfest”, “Up in Smoke 3”, “Lake on Fire”), να κρατούν τους τόνους χαμηλά και το volume ψηλά.
Το τρίτο άλμπουμ των 1000mods, “Repeated Exposure to…” είναι η αυτοομολογούμενη κατάθεση της ενοχής τους. Της ενοχής τους στον εθισμό σε ό,τι πιο χαμηλοκουρδισμένο έχει κυκλοφορήσει μεταξύ του “Master Of Reality” και του “… And The Circus Leaves Town ” των Kyuss.
Σε παραγωγή και ηχογράφηση από τον George Leodis με αναλογικά μηχανήματα υψηλής πιστότητας και με ηχητικό φινίρισμα από τον Brad Boatright (τον άνθρωπο που βοήθησε καίρια στο να υλοποιηθεί ο ήχος σχημάτων όπως οι Sleep, Corrosion of Conformity, Nails, Beastmilk, Obituary), το νέο άλμπουμ πετυχαίνει να έχει ακριβώς την επίδραση που σκοπεύει. Ακούγεται σαφώς καλύτερα από τα δύο προηγούμενα και επειδή συμβαίνει αυτό, καταφέρνει με όχημα ένα θυμικό groove μεσαίων ταχυτήτων να παρασύρει τον ακροατή σε μια sludgy, απόκρημνη περιοχή, τραβολογώντας τον μέσα από ψυχεδελικά μονοπάτια κι αφήνοντάς τον μόνο του εκεί. Με μόνη επιλογή, να ξαναπατήσει το play.
Το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται σαν την ηχητική υπόκρουση που θά’ βαζε ένας αγουροξυπνημένος Ήφαιστος, λίγο πριν πιάσει τη βαριοπούλα και το αμόνι στο σιδεράδικο των θεών.
Τα κομμάτια περισσότερο από ποτέ ακούγονται «δικά τους». To “Loose” έχει μια εισαγωγή που υπόσχεται αέναο mood και τηρεί την υπόσχεσή του, κλείνοντας μετά από οχτώμισυ λεπτά με μια ψυχεδελική coda αλά Iron Butterfly. Το “Electric Carve” έχει μια λύσσα σαν αυτή που θά' χε κάποιο μακρινό ξαδερφάκι των πρώϊμων Soundgarden δεμένο στην ηλεκτρική καρέκλα, λίγο πριν κατέβει ο μοχλός και ψηθεί. To “Α.W.” θα προκαλέσει live επιληπτικές κρίσεις με τους νευρώνες από Monster Mognet που διαθέτει. Τo “The Son” είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους μέχρι σήμερα, ένα ώριμα παραμορφωμένο τέρας από fuzz, με psych χασίματα που ξεγελούν και μ’ έναν τον Dani σε μια γεμάτη αυτοπεποίθηση ερμηνεία. Δεν μπορεί κανείς εύκολα να απομονώσει πλεονεκτήματα, γιατί το άλμπουμ λειτουργεί σαν σύνολο, από την αρχή μέχρι το τέλος (που έρχεται με το vortexιανό “Into The Spell”), όπως και οι τέσσερις παίκτες, που ακούγονται πλήρως λοκαρισμένοι μεταξύ τους, σε στιγμές μάλιστα απορροφημένοι από τον ίδιο τους τον ήχο (“Groundhog Day”).
Το άλμπουμ είναι διπλωμένο μέσα σε μια τίμια και οπτικά δυνατή φωτογραφική έμπνευση που ανήκει στον Aris Panagopoulos (layout by Fuzz Ink.).
Θέλει κάκαλα για να ξεπεράσεις τις πολιτισμικές ατραπούς της επαρχίας και να σταθείς στο ξέφωτο της ευρωπαϊκής heavy rock σκηνής, μην ξεχνώντας να βροντοφωνάζεις την καταγωγή σου. Κι αυτοί εδώ έχουν. Γιατί βγάζουν, από τον πρώτο κιόλας μεγάλο τους δίσκο, την ακατάβλητη ώθηση που τους δίνει το μικρό μέρος απ’ όπου ορμώνται. Ένα «δε φοβάμαι τίποτα, γιατί έχω διανύσει ήδη πολύ δρόμο και βλέπω ακόμη περισσότερο μπροστά μου».
Από τα καλύτερα άλμπουμ της φετινής παραγωγής.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου