Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

AC/DC: "For Those About to Rock (We Salute You)"




Πώς μπορεί μια ομάδα μουσικά απροσάρμοστων να ανταποκριθεί σε μια σαρωτική, παγκόσμιας εμβέλειας επιτυχία, που τους ήρθε απρόσμενα και μάλιστα την επαύριο μιας μεγάλης απώλειας;



Μια επιτυχία που ανομολόγητα ονειρεύονταν μια ζωή, αλλά που μέσα σε λίγους μήνες έφτασε εκείνη να τους υπαγορεύει καταπιεστικά τί «πρέπει» να κάνουν και «πώς»; Είναι η ιστορία ενός από τους πιο διάσημους follow-up δίσκους στην νεώτερη περίοδο των ροκ ν΄ρολ χρονικών.
Το καλοκαίρι του ’81 το “Back In Black” ήταν ήδη πολυπλατινένιο κι είχε τοποθετήσει και επίσημα τους AC/DC στην πρώτη γραμμή των ονομάτων που μπορούσαν να παίξουν ευπώλητο ροκ ν΄ ρολ. Ήταν ένας θρίαμβος
απροσδόκητος, ιδίως μετά την τραγωδία του θανάτου του Bon Scott, ενάμισυ περίπου χρόνο πριν. Ήταν τέτοια η εμπορική δυναμική του σχήματος, που η βιομηχανία έσπευσε να βυθίσει τα δόντια της στο ψαχνό. Ήδη από το Δεκέμβριο του ’80, ένα κανονικό φιλμ, το Let There Be Rock”, με live υλικό και συνεντεύξεις από την γαλλική περιοδεία του “Highway To Hell” είχε βγει στις γαλλικές αίθουσες.
Ο Bon Scott, ζωντανός και διονυσιακός όσο ποτέ, έκοψε, ακόμη και μετά θάνατον, κοντά στο ένα εκατομμύριο εισιτήρια, μόνο στο Παρίσι. Η Atlantic Records βρέθηκε με χρυσάφι στα χέρια της και δε θα σταματούσε το σκάψιμο, μέχρι διαπιστώσει ότι η κοιτίδα είχε στερέψει.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, Πρόεδρος στη δισκογραφική είχε αναλάβει ο σκληρόπετσος Doug Morris. Μια από τις πρώτες του αποφάσεις ήταν να δώσει το πράσινο φως για την επανακυκλοφορία ενός δίσκου από τον κατάλογο αυτού του «λερού σχήματος από την Αυστραλία», για να σκουπίσει η Atlantic την μπάνκα, όσο πιο στεγνά και γρήγορα μπορούσε.
Το “Dirty Deeds Done Dirt Cheap”, το λιγώτερο γνωστό από τα έξι στούντιο άλμπουμ των AC/DC μέχρι τότε, ήδη πέντε χρόνια παλιό, όχι μόνο ξαναβγήκε στην αγορά πάνω που το Back In Black” βρισκόταν στην κορυφή, αλλά στην Αμερική έφθασε στο No 3, μια θέση πιο ψηλά απ΄το ‘Back In Black”, πουλώντας από κεκτημένη ταχύτητα 2 εκατομμύρια αντίτυπα, την ώρα που το άλμπουμ με το ολόμαυρο εξώφυλλο έφτανε τα 10. Ο Phil Carson, διευθυντής της Atlantic σε όλες τις αγορές εκτός Αμερικής, διαφώνησε κάθετα, αλλά δεν ήταν στο χέρι του. «Δεν ήταν μόνο μια από τις πιο άπληστες, αλλά και μια από τις πιο άστοχες επιχειρηματικές ενέργειες που έχουν γίνει ποτέ. Πάνω που άρχισε να συνηθίζει και να επιβραβεύει ο κόσμος τον καινούριο τραγουδιστή, τους θυμίζαμε τον Bon Scott. Την ίδια στιγμή, καιγόταν η δυναμική που θα είχε το επερχόμενο άλμπουμ. Έπρεπε την προσδοκία του κοινού για το καινούριο προϊόν να τη διαχειριστούμε εντελώς διαφορετικά».
Δεν θα πρέπει καθόλου να ξενίζει καθόλου η τοποθέτηση. Η μπάντα που αφίχθηκε στα Pαthé-Marconi Studios του Παρισιού στα τέλη Μαίου του ’81 ήταν ένα καυτό «προϊόν», κάτι ανάλογο με τα ξυραφάκια Wilkinson και την κολώνια Denim, που τότε έκαναν θραύση. Είχε στο πλευρό της την διάσημη ομάδα μάνατζερ των Leber / Krebs, που χειρίζονταν τότε τις τύχες των Aerosmith και του Ted Nugent, την κορυφαία δισκογραφική του πλανήτη με το όνομα Atlantic Records και κυρίως τον υπ’ αριθ. 1 παραγωγό της αγοράς, τον Robert “Mutt” Lange, τον 33χρονο Νοτιοαφρικάνο που μετέτρεψε το γράσσο και τα βολτ ενός σχήματος που ερχόταν από τα αζήτητα των ροκ εφεδρειών σε ήχο που θύμιζε ραδιοφωνικό πιστόλι ακριβείας, φτιαγμένο για ολυμπιακές επιδόσεις. Ήταν τέτοια η αυτοπεποίθηση της ομάδας που εκπροσωπούσε τους AC/DC, ώστε η πρόταση να αμειφθούν με 1 εκατομμύριο δολλάρια για ν’ ανοίξουν την αμερικάνικη περιοδεία των Rolling Stones που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν με το “Tattoo You”, απορρίφθηκε για να δοθεί η δέουσα σημασία στην ηχογράφηση του άλμπουμ που θα διαδεχόταν το “Back In Black”. Τί θα μπορούσε να πάει στραβά;



Έχοντας επιστρέψει από το πρώτο ευρύχωρο διάλειμμα της καρριέρας τους – πέντε περίπου μήνες – τα πέντε μέλη δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που ένα χρόνο πριν περπάτησαν στην κόψη του ξυραφιού για να ξεπεράσουν την απώλεια του Bon Scott. Ο Angus είχε παντρευτεί κι αποτραβηχτεί για μερικούς μήνες στην Ολλανδία. Ο Malcolm και ο Phil Rudd είχαν αντίστοιχα υποδυθεί μετά από καιρό τον ξεχασμένο ρόλο του οικογενειάρχη σε Λονδίνο και Σύδνεϋ αντίστοιχα.
Ο
Cliff Williams είχε μόλις αγοράσει μια εξωτική έπαυλη στη Χαβάη. Εκεί είχε μείνει μαζί του και ο Brian Johnson, μέχρι τουλάχιστον να ολοκληρωθεί η αγορά του δικού του πολυτελούς σπιτιού στη Φλόριντα. Όταν μαζεύτηκαν για να ξεκινήσουν τις πρόβες πάνω στο νέο υλικό σε μια αποθήκη της Μονμάρτρης στα περίχωρα του Παρισιού, κανείς τους δεν πετούσε από τη χαρά του για την επιστροφή «στη δουλειά». Παρ’ όλα αυτά, 10 καινούρια τραγούδια ήταν σχεδόν έτοιμα.
Παρά την εμπειρία δύο δίσκων ήδη μαζί του, κανείς δεν υπολόγιζε όσο έπρεπε το υπεραπαιτητικό modus operandi του Lange, ενός ανθρώπου που ήταν φανερό ότι δεν εμπιστευόταν το «μια κι έξω» καμιάς ηχογράφησης. Οι μέρες των ‘70s όπου η μπάντα έπαιζε live στο στούντιο δύο – τρεις φορές το κάθε κομμάτι, πειράζονταν μόνο τα χοντρά λάθη και μιξάρονταν τα καλύτερα στιγμιότυπα από τις πομπίνες ανήκαν στο  παρελθόν. Ο Lange, μετά την παγκόσμια επιτυχία του “Back In Black” ήταν αποφασισμένος να φτιάξει έναν ήχο που να νικήσει το χρόνο τελειωτικά. Ξεκίνησε προσπαθώντας να βρει τον καλύτερο ήχο στα τύμπανα, ώστε να πετύχει την ιδανική βάση για τα ηλεκτροφόρα κύματα που οι υπόλοιποι θα ξεδίπλωναν από πάνω. Μετά από τρεις εβδομάδες και αφού άλλαξε δύο στούντιο, αποφάσισε ότι κανένα αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε, παραγγέλλοντας να μεταφερθεί το φορητό στούντιο πίσω στις υγρές κι ανήλιαγες αποθήκες της Μονμάρτρης. Το πράγμα άρχισε να στραβώνει.
Η σχολαστικότητα του Lange, η επιμονή του σε απανωτές εκτελέσεις φράσεων, γυρισμάτων, σόλο και φωνητικών σε τραγούδια γραμμένα ήδη κάτι μήνες πριν και το χρονοβόρο φτιασίδωμα από τον ίδιο των ηχητικών τους λεπτομερειών άρχισε να τη βιδώνει ειδικά στον Malcolm, που ήταν ανέκαθεν ο ιθύνων νους του συγκροτήματος. Τζάμαραν επί ώρες περιμένοντάς τον να τους παρουσιάσει ένα μικρό τμήμα κάθε φορά από το «επεξεργασμένο» υλικό.
«Λοιπόν, τί λέτε γι΄αυτό;»
τους έλεγε. Στα αυτιά των αδελφών
Young, δύο πρώην σχολικών απόβλητων με τον ήχο του Chuck Berry καρφωμένο για πάντα ανάμεσα στους κροτάφους τους, τέτοια ερώτηση ήταν σκέτο ανέκδοτο. Τα demo και η «επεξεργασία» τους έμοιαζαν όλα ίδια. Η γκρίνια πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
«Τί στο διάολο τον πληρώνουμε τόσα λεφτά; Αυτό μπορούμε να το κάνουμε και μόνοι μας», γρύλιζε ο Malcolm. Και οι άλλοι όμως δεν πήγαιναν πίσω.
Εν μέσω ηχογραφήσεων, τον Αύγουστο του ’81, η μπάντα εμφανίστηκε ως headliner στο Φεστιβάλ του Donington, σε ένα line-up από τα πιο «παραδοσιακά»:
More, Blackfoot, Slade και special guests οι Whitesnake. Ανόρεχτοι και χωρίς ικανές ώρες πρόβας, οι AC/DC εμφανίστηκαν κακόφωνοι και παρωχημένοι.


Αν και δεν χρειάζονταν μεγάλη προσπάθεια για να τέρψουν, η εμφάνιση ήταν μέτρια και το ήξεραν. Την πλήρωσε ο Peter Mench, δεξί χέρι των Leber/Krebs. Ήταν o άνθρωπος που από το ’79 χειριζόταν το οικονομικό σκέλος της επιχείρησης –όλες οι τρέχουσες ανάγκες σε ρευστό περνούσαν από τα χέρια του- αυτός που μέχρι τότε συντόνιζε μπάντα, παραγωγό και εταιρία. Μόνο που τους τελευταίους μήνες ο Mench είχε ρίξει τα δίχτυα του σ’ ένα νέο αγγλικό συγκρότημα που πίστευε ότι μπορεί να οδηγήσει σε «μεγάλα πράγματα» στην Αμερική. Τους έλεγαν Def Leppard.
Ο Malcolm σπαζόταν όλο και πιο συχνά γιατί το ότι εκείνο το «συγκροτηματάκι» δεν επέτρεπε στον Mench να είναι συνεχώς δίπλα στην μπάντα. Τα αδέλφια Young τα ενοχλούσε η υποψία ότι ο Mench πρόσεχε πια μια «δική του» μπίζνα, κι ένιωθαν ανασφαλείς και ξεκρέμαστοι. Η πλήξη από την αργή, υπεραναλυτική προσέγγιση του Lange και οι τελευταίες εμφανίσεις του Mench στο Παρίσι, όπου ως «τοποτηρητής» της Atlantic διαμαρτυρόταν για την αργοπορία των ηχογραφήσεων («…Κι άλλα λεφτά, τί στο διάολο τα θέλετε και δεν τελειώνετε με δαύτο;»), έφερε τους αδελφούς Young στα όρια της παράκρουσης. Για πρώτη φορά στη ζωή τους, άλλοι κανόνιζαν για το πώς, για το πότε και για το πόσα και έδειχνε να έχουν και το πάνω χέρι στο να επιβάλλουν όρια, προθεσμίες και κατευθύνσεις. Η πίεση για να πουλήσει «το ίδιο» το επόμενο lp ερχόταν απ΄όλες τις κατευθύνσεις φανερή. Είχαν ακούσει τον Lange μια φορά, στο “Highway To Hell”. Και μια δεύτερη, όταν βρίσκονταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, για το Black In Black”. Όμως τώρα; «Στο τέλος κανείς μας δεν μπορούσε να πει αν το καινούριο υλικό ακουγόταν καλό ή όχι ή σε τί ήθελε βελτίωση. Είχε χαθεί κάθε αίσθηση. Είχαμε αηδιάσει με το άλμπουμ πριν καν το κυκλοφορήσουμε».
Μπορεί να είχαν δίκιο, αλλά στα αυτιά εκατομμυρίων ακροατών τέτοια παράπονα έμοιαζαν άτοπα. O Lange πήρε τον ήχο του πιο κοφτερού barroom boogie σχήματος της εποχής και το ανέβασε κλάση.
Το άλμπουμ δεν έχει το «με το μαχαίρι στα δόντια» νεύρο του
Back In Black”, όμως είναι ό,τι πιο κρυστάλλινο και ευρύ έχει ηχογραφηθεί υπό το σήμα των AC/DC.
Τα ριφ είναι λεπτομερή, τα
power chords γεμίζουν από μόνα τους το ίδιο καλά ένα στάδιο κι ένα living room, τα σόλο του Angus ξεσπάνε ακριβώς στο σημείο που ο ακροατής έχει κρατήσει την ανάσα του, ενώ τελειώνουν με μια λελογισμένη οικονομία, πάνω που ζητάει «κι άλλο». Τα δεύτερα “gang” vocals υπογραμμίζουν τα ρεφραίν, δίνοντας την αίσθηση ότι βρίσκεσαι εν μέσω μεθυσμένης παρέας σε συναυλία, ο Brian Johnson είναι πια ένα αναγνωρίσιμα κακόφωνο ξωτικό, που ακούγεται άλλοτε κακόβουλο, άλλοτε περιπαικτικό. Τα τύμπανα του Phil Rudd μια ρωμαλέα ρυθμική μηχανή χωρίς φιοριτούρες, με κάθε σκάσιμο απ’ τα πιατίνια πεντακάθαρο, οδηγούν το groove απ’ άκρη σ’ άκρη, λοκαρισμένα με το ευδιάκριτο, στρογγυλεμένο μπάσο του Williams.
Λόγω της λεπτομερούς δουλειάς του Lange, οι ανεξίτηλες στιγμές πληθαίνουν με το άκουσμα: Το εφέ στο ξεκίνημα του σόλο του Inject The Venom”, λες και εξοστρακίζεται σφαίρα δίπλα στ’ αυτί σου. Οι γιγαντιαίες πρώτες συγχορδίες του δυσοίωνου όσο και εθιστικού “Evil Walks”, το Stones-ικής ελλειπτικότητας ριφ του “C.O.D.”, που εξελίσσεται σε μια cruising ροκιά με απειλητικό ρεφραίν.
Το αλύχτημα του Johnson στη mid-tempo αλητεία του “Breaking The Rules”, το evil boogie του “Night Of The Long Knives” μια παγίδα ανάμεσα σε άβολο στίχο (“Wheres that savior, wheres that light when youre praying for your life?”) και απατηλά μελωδικό ρεφραίν.
Το σκοτεινό και παγερό “Spellbound με το σύρσιμο των δακτύλων του Angus στην ταστιέρα να δημιουργεί ρίγη ("I can't do nothin' right - ...I can't even start a fight"). Το άλμπουμ ακούγεται ολόκληρο γιατί έχει κρυμμένες κορυφώσεις ακόμη και σε ρόκερ της σειράς όπως το “Snowballed”, το σάτυρο –στη φλέβα του Bon Scott-“Let’s Get It Up” ή το εμμονικό “Put The Finger On You”.
Όμως τίποτε από τα παραπάνω δεν θα ήταν αρκετό αν το άλμπουμ αυτό δεν άνοιγε με ένα από τα πλέον υποβλητικά κομμάτια στο σκληρό ροκ ν΄ρολ, με το ομώνυμο.
Εκεί, η μαεστρία του
Lange και η ατόφια ροκ αισθητική των αδελφών Young συναντώνται σε ένα μνημειώδες αποτέλεσμα. Ένας ύμνος που ακούγεται σα να ξεπήδησε από μια fantasy πτυχή του χρόνου, από εποχή βάρβαρων υπερηρώων, ένα κάλεσμα φτιαγμένο για τα πέρατα των ακροατηρίων απ’ άκρη σ’ άκρη της γης. Για όποιον στο παρελθόν έχει εθελούσια αποθέσει την ψυχή του στη δόνηση του ροκ ν΄ρολ και για όποιον στο μέλλον προτίθεται να το κάνει.
Ένα κομμάτι που είναι ταυτόχρονα μουσική
calling card, οικόσημο φυλής, επιτύμβια επιγραφή σε πεσόντες μεγάλης ιδέας, σύμβολο πίστης και καλοζυγισμένη δόση αδρεναλίνης για όσους χρειάζονται τον ήχο του ροκ ν΄ρολ για ν’ ανασάνουν, όλα φιλτραρισμένα σε 5 λεπτά και 44 δεύτερα, που αποδεικνύονται ικανά να τραντάξουν κάθε μικρομόριο οξυγόνου, όπου κι αν το κομμάτι παιχτεί ή ακουστεί. Με μια δομή εντελώς ασυνήθιστη για την μέχρι τότε δισκογραφία των AC/DC, ξεκινά σαν ένα τοπίο από μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις, σαν προειδοποίηση εισόδου σε ναρκοθετημένη ζώνη με το πρώτο φως της μέρας. Όταν τα ντραμς του Rudd σπάνε τη σιωπή τους (άξιζε η επιμονή του Lange, ποτέ τόσο απλά ντραμς δεν ακούγονται τόσο εμφατικά), χύνεται η φωνή του μεταλλαγμένου Πάνα που λέγεται Brian Johnson κι ανακοινώνει:
We roll tonight, to the guitar bite". Είναι η φωνή του τελάλη της αγέλης του ροκ ν΄ρολ που έρχεται στην πόλη, σαν ασκέρι παρανόμων του West, έτοιμοι να ανατινάξουν τα αισθητήρια με το απόθεμά τους.

“We’re just a battery for hire with a guitar fire, ready and aimed at you – Pick up your balls and load up your cannon for the 21 gun salute”.

“For Those About To Rock …. Fire ! We Salute You !”.
Οι κανονιοβολισμοί ανοίγουν το δρόμο για την τελική επέλαση του τελευταίου ενάμισυ λεπτού, όπου όλο το συγκρότημα ανεβάζει ταχύτητα, με τον
Angus να σολάρει ασταμάτητα, τον Johnson ουρλιάζει και να παραγγέλει «Πυρ!», καθώς η ρυθμική βάση των Malcolm, Williams και Rudd οδηγεί προς έναν κόλαφο ήχου. Όποιος κι αν ήταν ο στόχος, ακούγεται να καταρρέει σ’ έναν πάταγο παραμόρφωσης, ενώ τα κανόνια συνεχίζουν εκπυρσοκροτούν. 21 μετρημένες φορές.


Η Atlantic βιάστηκε να βγάλει το άλμπουμ σε παγκόσμια διανομή πριν τα Χριστούγεννα. Τελικά κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου του 1981 και στις 26 Δεκεμβρίου είχε φθάσει στο Νο 1 των άλμπουμ του Billboard, ενώ στη Βρετανία έφθασε μέχρι το Νο 3, πίσω από το “Queen’s Greatest Hits” και το “Dare” Human League. Μετά από την κορυφή των charts της Βρετανίας, την οποία είχε πατήσει λίγους μήνες νωρίτερα το κακόφωνο τρίο των underdogs με το όνομα Motorhead, είχε έρθει πια και η σειρά της Αμερικής. Το ιδίωμα που τη μακρινή εκείνη εποχή προκαλούσε ανακλαστικά τρόμου και απέχθειας στο άκουσμα του ονόματός του, το heavy metal (παρ΄ότι και τα δύο συγκροτήματα απέρριπταν διαχρονικά αυτή την κατηγοριοποίηση) είχε έρθει για να μείνει.
Στο χρυσό
gatefold εξώφυλλο, δέσποζε –εκτός από το ελαφρώς ανάγλυφο logo- ένα μονολιθικό σύμβολο, ένα κανόνι του 18ου αιώνα, κι αυτό ανάγλυφο πάνω στους ξύλινους τροχούς του, με τον ακροατή να κινδυνεύει να αντιμετωπίσει την κάννη του σχεδόν κατάμουτρα. Ούτε φωτογραφίες, ούτε άλλες πληροφορίες υπήρχαν, πλην του τίτλου. For Those About To Rock (We Salute You)”.
H περιοδεία στη Βόρεια Αμερική ξεκίνησε τον Νοέμβριο του ’81 και τελείωσε την Άνοιξη του ’82. Στη σκηνή, ένα τείχος από Marshall εξαπέλυε 100.000 watts για να υποστηρίξει τη μεγαλύτερη bar band που είχε δει μέχρι τότε (και έκτοτε) ο κόσμος.
Το show ξεκινούσε με το χτύπημα μιας γιγάντιας Hell’s Bell και ολοκληρωνόταν με μια σειρά από ακριβείς ρέπλικες των κανονιών του εξωφύλλου να ανυψώνονται και να εκπυρσοκροτούν σε προγραμματισμένα χρονικά σημεία του encore. Οι ουρές από τις πιο ακριβές γκρούπις – που μέχρι τότε ανήκαν μόνο στην ακολουθία των Stones και των Zeppelin- ήταν πλέον έξω από τα καμαρίνια των AC/DC. «Μην τσιμπάτε, δεν είναι για μας, είναι για το road crew. Εμείς είμαστε όλοι παντρεμένοι», έκλεινε το μάτι ο Brian Johnson χαρίζοντας στους δημοσιογράφους ένα αυτοφυές χωρατό Newcastle Upon Tyne.
Και η αντίδρασή του ήταν χαρακτηριστική.
Mετά την εργώδη ηχογράφηση του For Those About To Rock”, οι AC/DC είχαν χαράξει άλλη πορεία. Έδιωξαν τον παραγωγό, τα έσπασαν με το μάνατζμεντ, επέλεξαν έκτοτε τις απτές, «σπιτικές» ηχογραφήσεις χωρίς λούστρο. Γρήγορα θα μετατρέπονταν σε μια κλειστή, σχεδόν εσωστρεφή μονάδα. Ό,τι συνέβαινε στις τάξεις τους ανακοινωνόταν μόνον την τελευταία στιγμή, ενώ τα αδέλφια Young ήταν κοινό μυστικό ότι βρίσκονταν πίσω από κάθε μικρή ή μεγαλύτερη απόφαση για την πορεία της μπάντας τους, για καλό ή για κακό.


Το For Those About to Rockπούλησε «μόνον» 4 εκατομμύρια αντίτυπα στις Η.Π.Α. (και πάνω από 7 μέχρι σήμερα παγκοσμίως), οπότε συγκριτικά με το μαμούθ στα βήματα του οποίου κλήθηκε να περπατήσει (πάνω από 50 εκατομμύρια του “Back In Black”), θεωρήθηκε «αποτυχία». 
Το ομώνυμο κομμάτι δεν βγήκε ποτέ από το ζωντανό σετ του συγκροτήματος, όσο κι αν η στούντιο εκτέλεσή του είναι ένα ηχογράφημα μοναδικό, δύσκολο στην live αναπαραγωγή. Κάθε φορά που ξεκινά η εισαγωγή και κάθε φορά που τα κανόνια ηχούν, οι ορδές των αφισονάδος υψώνουν ποτήρια μπύρας προς τιμήν όλων. Των παικτών, των ακροατών, των πεσόντων, του μέλλοντός τους. Όχι κι άσχημα για ένα «αποτυχημένο» άλμπουμ. 

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Overland: "Contagious"

Όταν μαθαίνω ότι κυκλοφορεί νέα δισκογραφική δουλειά με την υπογραφή του Steve Overland, (FM, Wildlife, Shadowman, The Ladder και So!) τότε είμαι σίγουρος ότι για πολλοστή φορά θα ακούσουμε κάτι εξαιρετικά όμορφο αλλά και συνάμα προβλέψιμο όχι όμως την έννοια του βαρετού αλλά με την σταθερή αξία και το μεγάλο συνθετικό ταλέντο που διακρίνει αυτόν τον άξιο μουσικό.

Η νέα κυκλοφορία των Overland,  σε κερδίζει με το καλημέρα αφού ο ορισμός της καθηλωτικής μελωδίας, των δυνατών ενορχηστρώσεων, των εμπνευσμένων κιθαριστικών  σόλων είναι η σταθερή βάση για να απολαύσεις τον απόλυτο μελωδικό/hard rock ήχο.
Σε αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα μεγάλη είναι η συνεισφορά δύο σπουδαίων μουσικών, του κιθαρίστα  Tommy Denander και του πολύπειρου μπασίστα Tony Franklin.
Ο δίσκος ξεκινά με το υπέροχο aor/ blues κομμάτι που φέρει τον τίτλο “Doctor my Heart” δείχνοντας ότι μόνο ο Steve Overland μπορεί να γράψει και να συνδυάσει άψογα δύο τελείως διαφορετικά είδη. Το “Easy on Me” ξεκινά εντυπωσιακά με τα ντραμς και τα πλήκτρα να έχουν τον πρώτο λόγο και φυσικά η σύνθεση να πλημμυρίζει από melodic/hard rock/aor μελωδίες.
Ακολουθεί το  θαυμάσιο Edge of the universe”, όπου αντιγράφει το  τέμπο του κλασσικού “Don't break my heart Again” των Whitesnake ενώ το “Every lonely night” είναι μία αριστουργηματική μπαλάντα.
Με το “Wildest dreams” συνεχίζεται το ρεσιτάλ της melodic rock/aor πανδαισίας made in Britain και με το “Intoxicated” αποκαλύπτονται οι επιρροές από Van Halen εκδηλώνοντας άλλη μία ευχάριστη ηχητική πλευρά της μπάντας. Ακολουθεί η όμορφη μπαλάντα “Define our love” με τα ουράνια φωνητικά ενώ το “Pocketful of dreams” λοξοκοιτά προκλητικά προς τον  αμερικάνικο ήχο όπως  και το “Making miracles” που φλερτάρει επικίνδυνα με τα blues.
Το άλμπουμ κλείνει με τα “Back where I belong”  και  Unforgiving world τα οποία έχουν πολύ δυνατά κουπλέ αλλά παράλληλα έχουν και ρεφρέν που σε λιώνουν κυριολεκτικά.
Τέλος στην ειδική έκδοση υπάρχει και ένα bonus κομμάτι με τίτλο “Shame on You” το οποίο ακούγεται αδιάφορο.
Συνοπτικά οι Overland επαναλαμβάνουν με απίστευτη επιτυχία τον εαυτό τους και ειδικά οι συνθέσεις του Steve Overland είναι σα να ακούς το ίδιο κομμάτι για πρώτη φορά!!!Μιλάμε ότι ο τύπος είναι μία αστείρευτη μηχανή παραγωγής ροκ μελωδιών όπου κολλάς μαζί τους για πολλές ημέρες και χρόνια και η ασθένεια αυτή να γίνεται μεταδοτική… κοινώς "Contagious"!!!

Φώτης Μελέτης

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

The Mission: "Another Fall from Grace"

Μετά από απουσία τριών ετών,πριν λίγους μήνες οι Mission κυκλοφόρησαν το νέο studio άλμπουμ τους, “Another fall from grace”, με το οποίο γιορτάζουν τη συμπλήρωση 30 συναπτών ετών παρουσίας τους στη δισκογραφία.

Η ιστορία των Mission (ή σύμφωνα με την αμερικανική εκδοχή The Mission UK για να ξεχωρίζουν από ίδιας επωνυμίας R&B μπάντα από τη Φιλαδέλφεια) ξεκίνησε πριν από 31 χρόνια.
Αρχή όλων οι Sisters of Mercy, το θρυλικό goth συγκρότημα που κατά τα ΄80’s υποστήριξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το μουσικό είδος που εκπροσωπούσε. Περί τα τέλη του 1985, διαφωνίες καλλιτεχνικής φύσης με τον «εγκέφαλο» των Sisters of Mercy, κύριο τραγουδιστή και στιχουργό Andrew Eldritch, οδήγησε τα δύο άλλα βασικά μέλη του γκρουπ, Wayne Hussey (συνδημιουργό μαζί με τον Eldritch, frontman και κιθαρίστα) και Craig Adams (μπασίστα) στην απόφαση να αποχωρήσουν. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι Hussey και Eldritch ήταν το δημιουργικό δίδυμο στους Sisters of Mercy η δράση των οποίων στη μουσική σκηνή στα ΄80’s λέγεται ότι ήταν αντίστοιχη με των Lennon και McCartney στα ΄60’s και των Simon και Garfunkel στα ΄70s (!).
Οι Hussey και Adams έχοντας αποκομίσει την όποια εμπειρία προσδοκούσαν, αποφάσισαν να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός νέου σχήματος με goth rock χαρακτήρα και πάλι, που έμελε να γίνει ένα από τα επιδραστικότερα των τελευταίων τριών δεκαετιών. Έτσι κάπως προέκυψαν οι Mission, το 1986 στο Leeds της Αγγλίας έχοντας αρχικά την ονομασία The Sisterhood, η οποία όμως σύντομα εγκαταλείφθηκε μετά από αντιδράσεις από την πλευρά του Eldritch. Επιπλέον εξασφαλίσθηκε η συμμετοχή των Simon Hinkler (κιθαρίστα στους Artery και Pulp) και Mick Brown (ντράμερ στους Red Lorry Yellow Lorry), μία σύνθεση όμως που - με εξαίρεση τη σταθερή παρουσία του Hussey – δεν παρέμεινε η ίδια στα χρόνια που ακολούθησαν.
Δύο πολύ πετυχημένα singles που έφτασαν στη θέση Νο 1 στα UK alternative charts και ένα support  σε περιοδεία των Cult ήταν αρκετά για να τραβήξουν την προσοχή της τότε Phonogram (ήδη Universal) προσφέροντας στους Mission επταετές συμβόλαιο. Το συγκρότημα άδραξε την ευκαιρία και υπέγραψε μαζί της τον Ιούλιο του 1986. Η ορμή, ο ενθουσιασμός και οι φρέσκιες ιδέες της νέας μπάντας αποτυπώθηκαν εύγλωττα στο ντεμπούτο άλμπουμ τους που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1986, με τον τίτλο “God’s Own Medicine”. Η ηχογράφησή του ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις έξι εβδομάδες με παραγωγό τον Tim Palmer, γνωστό του Hussey από την εποχή των Dead or Alive. Η δουλειά αυτή αντικατοπτρίζει την ικανότητα του Hussey να εμπλουτίσει το goth rock όπως διαμορφώθηκε από τους Sisters of Mercy, με στοιχεία της κλασικής ροκ και αντανακλάσεις από τον κόσμο του φαντασιακού πετυχαίνοντας ένα ενδιαφέρον είδος, που εξασφάλιζε τη μεγαλύτερη αποδοχή του κοινού. Με το “God’s Own Medicine” σηματοδοτήθηκε ουσιαστικά η έλευση της goth rock στα UK charts με επικεφαλής του ρεύματος τους Mission, οι οποίοι έθεσαν τις προϋποθέσεις εκείνες που τους οδήγησαν στις μελλοντικές μεγάλες επιτυχίες τους, καταφέρνοντας εν τέλει να αναδειχθούν στο γνωστό πλέον εμβληματικό συγκρότημα της goth rock σκηνής.
Η μετέπειτα εξέλιξη της μπάντας δημιουργική, αλλά και ολίγον τι θυελλώδης. Η παραγωγή των άλμπουμ σε συχνό ρυθμό (βλ. Children, Carved in Sand, Grains of Sand, Masque, Neverland, Blue, Aura, God is a Bullet, The Brightest Light), τα live που είχαν να επιδείξουν ιδιαίτερα αξιόλογα, δεν έλειψε όμως και μία διάλυση το 1996 για το αναγκαίο «φρεσκάρισμα» μυαλών και ιδεών και τον επαναπροσδιορισμό στόχων, με την  επανένωσή τους το 1999. Έχοντας πάντως οι δίσκοι τους ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 4 εκατομμύρια αντίτυπα και με την ευκαιρία της επετείου των 25 ετών από τη δημιουργία της μπάντας, το 2011 οι Mission επανερχόμενοι στο σχεδόν αυθεντικό line-up (Hussey, Hinkler και Adams) και έχοντας εξασφαλίσει έναν νέο ντράμερ (τον Mike Kelly) άνοιξαν ένα καινούργιο κεφάλαιο στις δημιουργίες και στις live εμφανίσεις τους.
Η σύντομη αυτή ανασκόπηση επιτρέπει την πληρέστερη αξιολόγηση της νέας δουλειάς των Mission που τιτλοφορείται - όπως ήδη αναφέρθηκε – “Another Fall from Grace”.
Τούτο διότι το άλμπουμ αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Hussey, λειτουργεί ως ο χαμένος συνδετικός κρίκος μεταξύ του ιστορικού “First And Last And Always” των Sisters of Mercy και του ντεμπούτου άλμπουμ των Mission “God’s Own Medicine”, προκειμένου να συμπληρωθεί το μουσικό κενό που υπήρχε μετά από το 1986 και προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα μέσα από την εξέλιξη των ιδεών που εκφράστηκαν σε αυτές τις δύο δουλειές (στις οποίες είχε ασφαλώς ενεργή συμμετοχή ο Hussey). Σαφώς μας επιτρέπεται ένα τέτοιο συμπέρασμα μέσα από το άκουσμα κομματιών που άνετα περνιούνται για γνήσιες συνθέσεις των Sister of Mercy στην αρχική μορφή τους και χωρίς την αποχώρηση των Hussey και Adams αλλά και των Mission στα πρώτα τους βήματα. Ουσιαστικά με τη δουλειά τους αυτή οι Mission επιστρέφουν συνειδητά στις ρίζες τους, στο 1986, για να θυμηθούν, να βρουν και να ενσωματώσουν τις goth rock αναφορές τους όπως κατέληξαν μέσα από τις μετέπειτα επιρροές στον χώρο, ενώ την ίδια στιγμή υιοθετούν το original στυλ των Sisters of Mercy. Πρόκειται δηλαδή για έναν δίσκο τον οποίο οι Mission θα μπορούσαν να είχαν κυκλοφορήσει οποτεδήποτε.
Η ξεκάθαρα ΄80’s αισθητική του άλμπουμ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον παραγωγό του άλμπουμ Tim Palmer που επιστρέφει στη συνεργασία του με τον Hussey μεταλαμπαδεύοντας με επιτυχία το κλασικό ύφος της δεκαετίας εκείνης, χωρίς να παραβλέπεται και η εκτεταμένη χρήση ηλεκτρικής κιθάρας. Στα πλεονεκτήματα και η φωνή Hussey που αν και πλησιάζει τα 60, ακούγεται καλύτερος από ποτέ και αποδίδει άψογα το ύφος των κομματιών.
Στο Another fall from grace έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε αξιόλογες συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες. Έτσι κάνουν την εμφάνισή τους σε guests backing vocals ο Ville Valo (frontman των HIM), η Julianne Regan (τραγουδίστρια των All About Eves) και η Evi Vine (από την underground βρετανική μουσική σκηνή). Εξαιρετική συγκυρία και η συμμετοχή των new wave icons Gary Numan και Martin Gore (των Depeche Mode) με backing vocals στο Within The Deepest Darkness (Fearful)”, ενώ φωνητικά του δεύτερου υπάρχουν και στo “Only You and You Alone το οποίο αναδεικνύεται σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μπαλάντες του γκρουπ.
 Προσεγγίζοντας το περιεχόμενο του άλμπουμ, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα μουσικό εγχείρημα σκοτεινών προθέσεων και απόγνωσης που φτάνει ενίοτε μέχρι τη θεατρικότητα και τη θριαμβολόγηση των συναισθημάτων. Χωρίς ο Hussey να αποσκοπούσε συνειδητά σ’ αυτό το αποτέλεσμα, η ψυχική, συναισθηματική και σωματική του κόπωση κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του άλμπουμ ήταν τέτοια που τον οδήγησε μοιραία σε πηγές έμπνευσης χαρακτηριζόμενες από δραματικά στοιχεία, γεγονός που αντικατοπτρίζεται τόσο στη μουσική όσο και στους στίχους των κομματιών. Όντας σε απομόνωση από οικογένεια, φίλους, αλλά και από τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να αφήσει μνήμες, ενδότερες σκέψεις και προβληματισμούς του να ξεσπάσουν και να μετουσιωθούν στις συνθέσεις του, καθιστώντας το έργο αυτό αυστηρά προσωπικό. Τελικά, όπως ομολογεί και ο ίδιος, όλη αυτή η διαδικασία αποτέλεσε γι’ αυτόν μια σωτήρια εμπειρία.
Το ομότιτλο του τίτλου του άλμπουμ track αποτελεί μια flash back αναλαμπή από το καλό μουσικό παρελθόν των Mission στα τέλη των ΄80’s, εκεί που η goth rock εκφράστηκε με τον καλύτερο τρόπο. Με τον κατάλληλο ήχο εξασφαλισμένο, σε έναν αργό και «μετρημένο» ρυθμό, τον Hussey να τραγουδά σε γνώριμο έδαφος για τη χαμένη αγάπη (“Dying a death every time I think of you”) αποδίδοντας μια ερμηνεία εξαιρετική σταθερά από την αρχή έως το τέλος και με τη συνοδεία γυναικείων φωνητικών που φαντάζουν λίγο στοιχειωμένα επιτυγχάνεται μια γνήσια Mission σύνθεση που μοιραία ξεχωρίζει.
Το προοριζόμενο για hit του δίσκου Met-Amor-Phosis” (με τη συνοδεία φωνητικών από τον Ville Valo των ΗΙΜ) ενσαρκώνει ηχητικά τις μνήμες του Hussey από το ντεμπούτο των Sisters of Mercy. Η σύνθεση αρκούντως cult χορευτική και με δυνατές κιθάρες καταφέρνει να ξεσηκώσει ακόμη και τον πιο επιφυλακτικό ακροατή, θυμίζοντας έντονα χορευτικό track από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 (ίσως το “Tower of Strength” σε μία νέα εκδοχή, ενώ εξίσου θα μπορούσαν να αναφερθούν ως σχετικά και το κλασικό τρακ των Sisters of Mercy “Walk Away” αλλά και το Wasteland” των Mission). Προς το τέλος έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τον (κιθαρίστα) Simon Hinkler σε μια πραγματικά εντυπωσιακή στιγμή του. Άξιοι μνείας και οι στίχοι του Hussey με αναφορές στον Κάφκα, καθώς και στον θάνατο του David Bowie (there’s a new blackstar in the heavens tonight”), δείχνοντας συνάμα και κάποια αισιοδοξία (“… with age comes change”).



Υψηλού επιπέδου και το Cant See the Ocean for the Rain, ακουστικό σε μεγάλο βαθμό, δίνοντας ένα μικρό διέξοδο στη φωτεινή πλευρά της μπάντας, ξεπερνώντας τα όρια της goth rock φήμης της και πλησιάζοντας κάπως το στυλ των Echo and the Bunnymen. Η μελωδία του βγαίνει αβίαστα μέσα από τη γνωστή κιθάρα και το σταθερό μπάσο με τη φωνή του Hussey χαλαρή (όπως θα ταίριαζε σε ένα ποπ κομμάτι), να ανεβοκατεβαίνει με μαεστρία στους τόνους. Οι στίχοι, πομπώδεις και ποιητικοί, αλλά και αρκούντως «πιασάρικοι», ξεδιπλώνουν το ταλέντο του Hussey.
Ο τελευταίος σε συνέντευξή του δήλωσε ότι όσον αφορά τον ίδιο πρόκειται για ένα west coast τραγούδι (παρόλο που δεν ακούγεται σαν τέτοιο) ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες διαμορφώθηκε, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού (κατά βάση road trip) στο οποίο κατέφυγε αναζητώντας έμπνευση. Κάποια στιγμή, έβρεχε τόσο δυνατά που δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε τον ωκεανό δίπλα από τον οποίο περνούσε με το αυτοκίνητό του, οπότε προέκυψε και η ιδέα “can’t see the ocean for the rain”.
  Ξαναβρίσκουμε το γνώριμο ύφος των Sisters of Mercy (αυτή τη φορά μοιάζει πιο κοντινό από ποτέ) και πιο συγκεκριμένα κάτι από το cult hit τους του 1983 Alice” στο ψυχεδελικό Tyranny of Secrets”. Ο εκκωφαντικός ήχος της κιθάρας βγαλμένος αυτούσια από τα ΄80’s σε γρήγορο ρυθμό αναδύει μια “old school” χορευτική ατμόσφαιρα ανάγοντας το κομμάτι στο «δυνατό χαρτί» του δίσκου. Στο video clip παρουσιάζεται μια σειρά από εικόνες από όλο τον κόσμο που διαδέχονται η μία την άλλη και δείχνουν χωρίς προσχήματα τη φτώχια, τον τρόμο, τον πόλεμο και τον θάνατο.
Το Jade (με συμμετοχή στα φωνητικά του Martin Gore από τους Depeche Mode) συνιστά τυπικό παράδειγμα ρομαντικού μελωδικού μελοδράματος του οποίου την τέχνη ξέρουν καλά οι Mission: intro ορχηστρικό που μεταλλάσσεται όταν μπαίνουν τα φωνητικά, στρώσεις από κιθαρικές εκτελέσεις, υπνωτικό μπάσο και πλήκτρα απολήγουν σε έναν αποθεωτικό glam metal ύμνο με την ένταση και τον πόνο να κορυφώνονται όσο πλησιάζει στο τέλος.
Παρόμοιου ύφους και το Only you and you alone” (και πάλι με τη συμμετοχή του Gore) με κυρίαρχα στοιχεία και εδώ τη θλίψη και τη μελαγχολία (ίσως υπάρχει κάποια αντιστοιχία με τους Cure – βλ. Disintegration και Prayers for Rain) προσεγγίζοντας κατά πολύ τις πρώτες συνθέσεις των Mission. Σκοτεινά και αρκούντως ατμοσφαιρικά είναι και τα “Blood On The Road” (με καθαρά ροκ ήχο, θυμίζει το “Amelia”) και (το εξαιρετικό, στο ίδιο ύφος με το “One Hundred Years” των Cure) “Bullets & Bayonets” με αναφορές στη ρωσική επανάσταση (“When the red flag was raised, it was soaked in blood”).

Το “Never Longer than Forever– πιο «ελαφρύ» σε σχέση με τα υπόλοιπα, γι’ αυτό και πιο «εμπορικό» - αποτελεί χαρακτηριστική στιγμή των Mission (βλ. το οικείο Severina). Φουλ ατμοσφαιρικό, με μία αίσθηση κενού να αφήνεται ανάμεσα στα ρυθμικά σημεία και με ρεφρέν ΄90’s ύφους, συνιστά τον ορισμό της καλής goth rock. H ερμηνεία του Hussey - με ghost backing vocals από τη Julianne Regan (των All About Eves) και την Evi Vine - και εδώ απολαυστική, σε σταθερό τόνο, σώζει το κομμάτι από τον χαρακτηρισμό του ως υπερβολικού (έργο καθόλου εύκολο).

Σε μονοπάτια ποιητικά μας μεταφέρει το υποβλητικό Valaam, ενώ με το “Within the Deepest Darkness έχουμε ακόμη μια ακόμη μελωδία βγαλμένη από τις πρώτες συνθέσεις του συγκροτήματος. Τα αιθέρια φωνητικά από τους Gary Numan και Martin Gore υποστηρίζουν αρμονικά την χαμηλωμένη (επίτηδες) φωνή του Hussey. Η διάθεση εντελώς spooky με την κιθάρα να αποδίδει σε τόνους που παραπέμπουν σε βηματισμούς μέσα στη νύχτα προκαλώντας (αυτόματα και αυτονόητα) φόβο και ανασφάλεια και αφήνοντας τη σύνθεση να μεταβεί από το φαντασιακό, τρομακτικό σενάριο στο δυνατό outro.
 

Στο closing track Phantom Pain” (και αυτό με στοιχεία συνειρμικά από τη ρώσικη επανάσταση) η μαύρη διάθεση εμπλουτίζεται με μια σωστή δόση (υγιούς) απελπισίας, στην οποία συμβάλλει ουσιαστικά το σαξόφωνο και οι «πονεμένοι» στίχοι ("sometimes when the sky is blue...").  Το τελικό αποτέλεσμα παραπέμπει στο Garden of Delight” από το ντεμπούτο άλμπουμ των Mission, πραγματοποιώντας έναν κύκλο δισκογραφικό (εδώ βρισκόμαστε εντελώς μέσα στο 1986).
 Οι Mission γνωρίζοντας ούτως ή άλλως να προσφέρουν καλές, δομημένες σωστά μουσικές στιγμές, με το Another fall from grace μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν στον δικό τους κόσμο μέσα από ξεχωριστές ρετρό συνθέσεις με υφολογικές εναλλαγές που διαθέτουν τη σωστή goth δυναμική (αν και η goth ταμπέλα πραγματικά αδικεί το συγκεκριμένο έργο). «Ηθικός αυτουργός στο έγκλημα» ο Hussey o οποίος πήρε τα καλύτερα στοιχεία από τους Sisters of Mercy και τις πρώτες συνθέσεις των Mission και ανακατεύοντάς τα με τον χαρακτηριστικό vintage ήχο της κιθάρας του, με μία φωνή που ξέρει πώς να ερμηνεύει και με στίχους «ερωτοχτυπημένους» βγαλμένους από σκοτεινές πηγές έμπνευσης καταφέρνει να μας παρασύρει στο βαθύ σκοτάδι του μουσικού παρελθόντος του. Οι στόχοι του Hussey εκπληρώνονται βεβαίως και μέσα από την καίρια συμβολή του ταλαντούχου κιθαρίστα Simon Hinkler, του απόηχου από το μπάσο του Craig Adams και των ρυθμικών ντραμς του Mike Kelly.
 Όχι λοιπόν άδικα ο δίσκος αυτός αναδεικνύεται στην καλύτερη δουλειά της μπάντας από το Carved in Sand, με κομμάτια καθηλωτικά καθένα από τα οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό single από μόνο και που όσο περισσότερο τα ακούς τόσο περισσότερο σε κερδίζουν. Οι οπαδοί της goth rock, της goth new wave και των Mission ειδικότερα δεν μπορούν παρά να αισθάνονται ιδιαίτερα ευτυχείς που έχουν στη διάθεσή τους μια τόσο ολοκληρωμένη και ποιοτική δουλειά, ένα αληθινό αριστούργημα που φτιάχτηκε για να παίζει ξανά και ξανά και (γιατί όχι) να γίνει διαχρονικό.

Μαρία Γεωργιάδου

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Night Ranger: "35 Years And A Night In Chicago"

Οι Αμερικανοί Night Ranger γιορτάζουν την 35η επέτειο της παρουσίας τους στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Μου δημιουργεί προσωπικά την αίσθηση, ότι μεγάλωσα μάλλον αρκετά…όχι για κανέναν άλλο λόγο, διότι έτσι κι αλλιώς εάν μπορείς και ροκάρεις καλά μετά από τόσα χρόνια, τότε είσαι σίγουρα νέος.

Έχοντας πουλήσεις περίπου 17 εκατομμύρια δίσκους παγκόσμια και έχοντας εμφανιστεί  σε περισσότερες από  3000 παραστάσεις, οι Night Ranger ποτέ δεν είχαν πρόβλημα να γεμίσουν ένα συναυλιακό χώρο, όπως και έκαμαν εκείνο το βράδυ στο House of Blues στο Chicago, του Illinois στις7 Μαΐου  του 2016 .
 Οπαδοί κάθε ηλικίας γέμισαν ασφυκτικά το χώρο.
Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Jack Blades ρωτούσε τον κόσμο ποιος ήταν παρών στην αίθουσα την εποχή που είχε κυκλοφορήσει κάποιος δίσκος τους και το εντυπωσιακό ήταν ότι πέρα από ανθρώπους σχετικά κάποιας ηλικίας(χμμμ) που ανταποκρίνονταν υπήρχαν και νεότατοι οπαδοί που αποδεικνύει  ότι οι Night Ranger έχουν ένα φρέσκο κύμα νεότερων οπαδών πέρα από τους αφοσιωμένους οπαδούς δεκαετιών.
Πιθανόν γιατί τα τραγούδια των Night Ranger εμφανίζονται στη λαϊκή κουλτούρα της ροκ μουσικής που ξεκινά από τα shows της τηλεόρασης, σε βιντεοπαιχνίδια, σε ταινίες και φτάνει μέχρι σε μιούζικαλ του Broadway!
 Όπως και να αρέσκεσθε να το αποκαλείτε: Hard rock, pop metal, bubblegum metal, στα ένδοξα  ’80ς οι Night Ranger τα κατάφεραν εξαιρετικά. Οι τρεις πρώτη δίσκοι τους  (Dawn Patrol, Midnight Madness και το  7 Wishes) κατέκτησαν τα charts, πούλησαν  εκατομμύρια αντίτυπα και κυκλοφόρησαν πάμπολλα singles.
Αλλά η μοίρα τους ήταν παρόμοια όπως και άλλων συγκροτημάτων που εξαφανίστηκαν μπροστά στο τσουνάμι του grunge. Αλλά, ευτυχώς για όλους εμάς, αρκετοί επέστρεψαν   παρουσιάζοντας ζωντανά τις επιτυχίες εκείνων των χρόνων και κυκλοφορόντας νέους αξιόλογους δίσκους.
Το διπλό cd/dvd με τίτλο "35 Years and a Night in Chicago" είναι αυτό που περιγράψαμε παραπάνω.
Οι δεκαοκτώ συνθέσεις του παρουσιάζουν τις μεγάλες επιτυχίες της μπάντας μαζί με δύο πρόσφατες δημιουργίες τους από το εξαιρετικό “High Road” του 2014.
Για όλους τους ρέκτες της καλής μελωδικής σύνθεσης, όπως εμείς στο rocktime.gr, που λατρέψαμε τους Night Ranger αφοσιωμένα στα ’80ς, την μπάντα αποτελούν πλέον  από τα αυθεντικά μέλη, ο Jack Blades (μπάσο, φωνή), ο Kelly Keagy (τύμπανα, φωνή), ο Brad Gillis (κιθάρα) συνεπικουρούμενοι από τους Keri Kelly στην κιθάρα και τον  Eric Levy στα πλήκτρα. Σίγουρα μας λείπουν οι Jeff Watson και  Alan Fitzgerald καθώς ίσως η απουσία τους γίνεται πιο έντονη  στις παλαιότερες συνθέσεις μιας και λε΄΄ιπεο η ανάλογη χημεία.
Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν άλλες τέσσερις ζωντανές επίσημες κυκλοφορίες της μπάντας αρκετά καλύτερες.
Συστήνεται για τους συλλέκτες( και είμαστε αρκετοί)...για τους υπόλοιπους είπαμε!

Νότης Γκιλλανίδης

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Sting: "57th & 9th"

Μέσα στην τελευταία τριακονταετία ο μουσικός χαρακτήρας του Sting, όπως εκδηλωνόταν κατά καιρούς στις διάφορες δισκογραφικές δουλειές του (βλ. Ten Summoner’s Tales, Brand New Day, Songs from the Labyrinth), έμοιαζε να έχει χάσει τις ροκ καταβολές του και να βρίσκεται πιο κοντά στα «χωράφια» της ποπ.

Το 2016 φαίνεται ότι ήταν η χρονιά που ο Sting απλά νοστάλγησε τις παλιές, καλές εποχές των Police και αποφάσισε να αντλήσει έμπνευση από ήχους και μουσικές τάσεις που καθιέρωσαν το γκρουπ και που ανέδειξαν και τον ίδιο ως μέλος του.
 Κατάληξη των νέων αναζητήσεων και πειραματισμών το ολόφρεσκο, δωδέκατο στούντιο άλμπουμ του Βρετανού καλλιτέχνη “57th & 9th”. Ο τίτλος δεν επιλέχτηκε τυχαία, υποδηλώνοντας τη διασταύρωση των οδών στη Ν. Υόρκη, από την οποία περνούσε καθημερινά ο Sting. Ένα πέρασμα που τον οδηγούσε στα στούντιο όπου έγιναν οι ηχογραφήσεις και στη διάρκεια των οποίων ουσιαστικά διαμορφώθηκε το περιεχόμενο του άλμπουμ μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες. Το τελικό αποτέλεσμα προέκυψε αυθόρμητα, χωρίς ειδική προετοιμασία και με άφθονο αυτοσχεδιασμό από την πλευρά του Sting έχοντας βοήθεια πολύτιμη και καθοριστική από τους μακροχρόνιους συνεργάτες του Vinnie Colaiuta (ντράμερ), Dominic Miller (κιθαρίστα) καθώς και από τα μέλη της Tex-Mex μπάντας από το Σαν Αντόνιο The Last Bandoleros”.
Οι συνθέσεις δείχνουν ξεκάθαρα τη διάθεση του Sting να υιοθετήσει ένα πιο ροκ στυλ «ωμής» και καθαρής ενέργειας, με στοιχεία AOR. Στην πρώτη πλευρά του άλμπουμ επικρατεί ένας γρήγορος, δυνατός ρυθμός που υποστηρίζεται από αντίστοιχης δυναμικής φωνητικά που κρατούν σε εγρήγορση.
Συγκεκριμένα, η επιστροφή στις ροκ ρίζες γίνεται πανηγυρικά με το τραχύ, opening track I Can’t Stop Thinking About You”, όπου έχουμε ένα από τα καλύτερα solo του Sting ever, ενός Sting που δείχνει μια πεινασμένη επιθυμία να ροκάρει. Με την ενέργεια να ξεχειλίζει και την ένταση να κορυφώνεται καταλήγοντας σε μια κραυγή απελπισίας (I can’t stop thinking about you/ I don’t care if you exist”) περιγράφεται ουσιαστικά η αγωνία να βρεθούν οι σωστές λέξεις που θα δηλώσουν τον ολοκληρωτικό έρωτα, με κλίμα παραπλήσιο εκείνου τουEvery breath you take”.

Την ίδια διάθεση συναντάμε και στο εξίσου δυνατό με blues – rock χαρακτήρα “Petrol Head”, που εκπλήσσει ευχάριστα με την ιδιαιτερότητά του θυμίζοντας στη σπιρτάδα κομμάτια όπως το “Highway To Hell” των ACDC.

Η περαιτέρω επισκόπηση του “57th & 9th” οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν δίσκο επίκαιρο, σύγχρονο της εποχής του. Ο κοινωνικά πάντα ευαισθητοποιημένος και γνωστός για την ανθρωπιστική του δράση Sting εδώ βρίσκει την ευκαιρία να μοιραστεί με το κοινό του αυτά που φαίνεται ότι τον απασχολούν τον τελευταίο καιρό: τον πόλεμο, την πολιτική, το περιβάλλον. Τούτο το μεταδίδει με ποιητική διάθεση και περισσή ευαισθησία.

Ένα από τα κοινωνικά ζητήματα που απασχόλησαν ιδιαίτερα τον Sting, η εκδήλωση προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη, βρίσκεται στο στόχαστρο του “Inshallah”, όπου οι σχετικές αναφορές γίνονται μέσα από αναγκαία παραστατικές περιγραφές (“sad boats” / “anxious eyes”). Οι κλιματικές αλλαγές στον πλανήτη και οι κίνδυνοι που ενέχουν είναι ένα ακόμη φλέγον θέμα που θέλησε να καταθέσει ο Sting και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο στο φαινομενικά «αθώο» και «χορευτικό» One Fine Day”, με στίχους που ευθέως καταδεικνύουν τη σοβαρότητα της κατάστασης (“Three penguins and a bear got drowned” /“We must do something quick or die”). Στο “Pretty Young Soldier” που ακολουθεί, o Sting επιδεικνύει τη συνθετική του δεινότητα αφηγούμενος την ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού κατά τη διάρκεια κάποιου πολέμου και προξενώντας το αυτονόητο ενδιαφέρον όσων ακούν. Το τελευταίο τρακ, The Empty Chair”, πραγματεύεται την απώλεια μέσα από μια συγκινητική ελεγεία - ντοκουμέντο για τον περίφημο αποκεφαλισμό του φωτογράφου James Foley στον οποίο προέβησαν τρομοκράτες της ISIS στη Συρία το 2014. Εδώ η φωνή του Sting μετά βίας φτάνει στους υψηλούς τόνους, καταφέρνοντας όμως να μεταδώσει το απαραίτητο συναίσθημα.
Το κομμάτι που ξεχωρίζει για τη θεματική του είναι το “50,000”, που γράφτηκε εις μνήμην των θρυλικών μουσικών που έχασαν τη ζωή τους πρόσφατα: David Bowie, Prince, Glenn Frey, Lemmy κ.ά. Ο Sting στρέφοντας το βλέμμα του στον καθρέφτη προβλέπει και τη μοιραία κατάληξη της δικής του πορείας (Reflecting now on my own past/ Inside this prison I’ve made of myself/ I’m feeling a little better today/ Although the bathroom mirror is telling me something else”). Καταλυτική η συνοδεία σκοτεινών ήχων που βγαίνουν από την κιθάρα του Dominic Miller.
Στο δεύτερο μισό του άλμπουμ η άγρια ροκ διάθεση και το βαθυστόχαστο ύφος που αναπόφευκτα επιλέχτηκε για να εκφράσει τους προσωπικούς προβληματισμούς του Sting καταλαγιάζουν μέσα από πιο ήσυχες συνθέσεις. Ξεχωρίζει η όμορφη τρυφερή μπαλάντα, If You Can't Love Meπου απηχεί το jazz rock στυλ του Sting από τα ΄80’s και διαδίδει την πεποίθηση ότι η αγάπη μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της λογικής. Αναφορές στη ζωή του Sting σε νεαρή ηλικία όταν βρισκόταν ακόμη στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Newcastle της Αγγλίας, γίνονται στο “Heading South on the Great North Road”. Η αναγωγή στο παρελθόν με μία μπαλάντα παραδοσιακού (από τη Βρετανία) folk ρυθμού που αποδίδεται μόνο με μία ακουστική κιθάρα, συνιστά μια διαδικασία κάθαρσης για τον Sting επιτρέποντάς του να κάνει έναν απολογισμό της μουσικής πορείας του.

Η συνολική εντύπωση που αποκομίζεται μέσα από την ακρόαση του “57th & 9th” θα μπορούσε τελικά να συνοψιστεί στην εξής περιγραφή: Ο Sting έχοντας κερδίσει 16 Grammys και μία θέση στο “Rock and Roll Hall of Fame” σίγουρα δεν έχει αποκτήσει τυχαία το δικαίωμα του να κάνει ό,τι θέλει. Σε αυτή τη χρονική συγκυρία, βρίσκουμε έναν μουσικό που «ξεβολεύτηκε» από τις ποπ καταστάσεις που τον χαρακτήριζαν εδώ και χρόνια και αποφάσισε να «μας τρίξει τα δόντια» για να δείξει ότι είναι εδώ, είναι ροκ και μάχιμος. Οι ερμηνείες του Sting, άλλες φορές με κοινωνικό σχόλιο και άλλες με ρομαντισμό, μας χαρίζονται απλόχερα με τον γνωστό πειστικό τρόπο που τον διακρίνει εδώ και χρόνια, σαν να συνομιλεί έτσι απλά με έναν καλό φίλο. Κι εμείς δεν έχουμε παρά να τον απολαύσουμε.

Μαρία Γεωργιάδου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...