Πώς μπορεί μια ομάδα μουσικά
απροσάρμοστων να ανταποκριθεί σε μια σαρωτική, παγκόσμιας εμβέλειας
επιτυχία, που τους ήρθε απρόσμενα και μάλιστα την επαύριο μιας μεγάλης
απώλειας;
Το καλοκαίρι του ’81 το “Back In Black” ήταν ήδη πολυπλατινένιο κι είχε τοποθετήσει και επίσημα τους AC/DC στην πρώτη γραμμή των ονομάτων που μπορούσαν να παίξουν ευπώλητο ροκ ν΄ ρολ. Ήταν ένας θρίαμβος
απροσδόκητος, ιδίως μετά την τραγωδία του θανάτου του Bon Scott, ενάμισυ περίπου χρόνο πριν. Ήταν τέτοια η εμπορική δυναμική του σχήματος, που η βιομηχανία έσπευσε να βυθίσει τα δόντια της στο ψαχνό. Ήδη από το Δεκέμβριο του ’80, ένα κανονικό φιλμ, το “Let There Be Rock”, με live υλικό και συνεντεύξεις από την γαλλική περιοδεία του “Highway To Hell” είχε βγει στις γαλλικές αίθουσες.
Ο Bon Scott, ζωντανός και διονυσιακός όσο ποτέ, έκοψε, ακόμη και μετά θάνατον, κοντά στο ένα εκατομμύριο εισιτήρια, μόνο στο Παρίσι. Η Atlantic Records βρέθηκε με χρυσάφι στα χέρια της και δε θα σταματούσε το σκάψιμο, μέχρι διαπιστώσει ότι η κοιτίδα είχε στερέψει.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, Πρόεδρος στη δισκογραφική είχε αναλάβει ο σκληρόπετσος Doug Morris. Μια από τις πρώτες του αποφάσεις ήταν να δώσει το πράσινο φως για την επανακυκλοφορία ενός δίσκου από τον κατάλογο αυτού του «λερού σχήματος από την Αυστραλία», για να σκουπίσει η Atlantic την μπάνκα, όσο πιο στεγνά και γρήγορα μπορούσε.
Το “Dirty Deeds Done Dirt Cheap”, το λιγώτερο γνωστό από τα έξι στούντιο άλμπουμ των AC/DC μέχρι τότε, ήδη πέντε χρόνια παλιό, όχι μόνο ξαναβγήκε στην αγορά πάνω που το “Back In Black” βρισκόταν στην κορυφή, αλλά στην Αμερική έφθασε στο No 3, μια θέση πιο ψηλά απ΄το ‘Back In Black”, πουλώντας από κεκτημένη ταχύτητα 2 εκατομμύρια αντίτυπα, την ώρα που το άλμπουμ με το ολόμαυρο εξώφυλλο έφτανε τα 10. Ο Phil Carson, διευθυντής της Atlantic σε όλες τις αγορές εκτός Αμερικής, διαφώνησε κάθετα, αλλά δεν ήταν στο χέρι του. «Δεν ήταν μόνο μια από τις πιο άπληστες, αλλά και μια από τις πιο άστοχες επιχειρηματικές ενέργειες που έχουν γίνει ποτέ. Πάνω που άρχισε να συνηθίζει και να επιβραβεύει ο κόσμος τον καινούριο τραγουδιστή, τους θυμίζαμε τον Bon Scott. Την ίδια στιγμή, καιγόταν η δυναμική που θα είχε το επερχόμενο άλμπουμ. Έπρεπε την προσδοκία του κοινού για το καινούριο προϊόν να τη διαχειριστούμε εντελώς διαφορετικά».
Δεν θα πρέπει καθόλου να ξενίζει καθόλου η τοποθέτηση. Η μπάντα που αφίχθηκε στα Pαthé-Marconi Studios του Παρισιού στα τέλη Μαίου του ’81 ήταν ένα καυτό «προϊόν», κάτι ανάλογο με τα ξυραφάκια Wilkinson και την κολώνια Denim, που τότε έκαναν θραύση. Είχε στο πλευρό της την διάσημη ομάδα μάνατζερ των Leber / Krebs, που χειρίζονταν τότε τις τύχες των Aerosmith και του Ted Nugent, την κορυφαία δισκογραφική του πλανήτη με το όνομα Atlantic Records και κυρίως τον υπ’ αριθ. 1 παραγωγό της αγοράς, τον Robert “Mutt” Lange, τον 33χρονο Νοτιοαφρικάνο που μετέτρεψε το γράσσο και τα βολτ ενός σχήματος που ερχόταν από τα αζήτητα των ροκ εφεδρειών σε ήχο που θύμιζε ραδιοφωνικό πιστόλι ακριβείας, φτιαγμένο για ολυμπιακές επιδόσεις. Ήταν τέτοια η αυτοπεποίθηση της ομάδας που εκπροσωπούσε τους AC/DC, ώστε η πρόταση να αμειφθούν με 1 εκατομμύριο δολλάρια για ν’ ανοίξουν την αμερικάνικη περιοδεία των Rolling Stones που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν με το “Tattoo You”, απορρίφθηκε για να δοθεί η δέουσα σημασία στην ηχογράφηση του άλμπουμ που θα διαδεχόταν το “Back In Black”. Τί θα μπορούσε να πάει στραβά;
Έχοντας επιστρέψει από το πρώτο ευρύχωρο διάλειμμα της καρριέρας τους – πέντε περίπου μήνες – τα πέντε μέλη δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που ένα χρόνο πριν περπάτησαν στην κόψη του ξυραφιού για να ξεπεράσουν την απώλεια του Bon Scott. Ο Angus είχε παντρευτεί κι αποτραβηχτεί για μερικούς μήνες στην Ολλανδία. Ο Malcolm και ο Phil Rudd είχαν αντίστοιχα υποδυθεί μετά από καιρό τον ξεχασμένο ρόλο του οικογενειάρχη σε Λονδίνο και Σύδνεϋ αντίστοιχα.
Ο Cliff Williams είχε μόλις αγοράσει μια εξωτική έπαυλη στη Χαβάη. Εκεί είχε μείνει μαζί του και ο Brian Johnson, μέχρι τουλάχιστον να ολοκληρωθεί η αγορά του δικού του πολυτελούς σπιτιού στη Φλόριντα. Όταν μαζεύτηκαν για να ξεκινήσουν τις πρόβες πάνω στο νέο υλικό σε μια αποθήκη της Μονμάρτρης στα περίχωρα του Παρισιού, κανείς τους δεν πετούσε από τη χαρά του για την επιστροφή «στη δουλειά». Παρ’ όλα αυτά, 10 καινούρια τραγούδια ήταν σχεδόν έτοιμα.
Παρά την εμπειρία δύο δίσκων ήδη μαζί του, κανείς δεν υπολόγιζε όσο έπρεπε το υπεραπαιτητικό modus operandi του Lange, ενός ανθρώπου που ήταν φανερό ότι δεν εμπιστευόταν το «μια κι έξω» καμιάς ηχογράφησης. Οι μέρες των ‘70s όπου η μπάντα έπαιζε live στο στούντιο δύο – τρεις φορές το κάθε κομμάτι, πειράζονταν μόνο τα χοντρά λάθη και μιξάρονταν τα καλύτερα στιγμιότυπα από τις πομπίνες ανήκαν στο παρελθόν. Ο Lange, μετά την παγκόσμια επιτυχία του “Back In Black” ήταν αποφασισμένος να φτιάξει έναν ήχο που να νικήσει το χρόνο τελειωτικά. Ξεκίνησε προσπαθώντας να βρει τον καλύτερο ήχο στα τύμπανα, ώστε να πετύχει την ιδανική βάση για τα ηλεκτροφόρα κύματα που οι υπόλοιποι θα ξεδίπλωναν από πάνω. Μετά από τρεις εβδομάδες και αφού άλλαξε δύο στούντιο, αποφάσισε ότι κανένα αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε, παραγγέλλοντας να μεταφερθεί το φορητό στούντιο πίσω στις υγρές κι ανήλιαγες αποθήκες της Μονμάρτρης. Το πράγμα άρχισε να στραβώνει.
Η σχολαστικότητα του Lange, η επιμονή του σε απανωτές εκτελέσεις φράσεων, γυρισμάτων, σόλο και φωνητικών σε τραγούδια γραμμένα ήδη κάτι μήνες πριν και το χρονοβόρο φτιασίδωμα από τον ίδιο των ηχητικών τους λεπτομερειών άρχισε να τη βιδώνει ειδικά στον Malcolm, που ήταν ανέκαθεν ο ιθύνων νους του συγκροτήματος. Τζάμαραν επί ώρες περιμένοντάς τον να τους παρουσιάσει ένα μικρό τμήμα κάθε φορά από το «επεξεργασμένο» υλικό.
«Λοιπόν, τί λέτε γι΄αυτό;»
τους έλεγε. Στα αυτιά των αδελφών Young, δύο πρώην σχολικών απόβλητων με τον ήχο του Chuck Berry καρφωμένο για πάντα ανάμεσα στους κροτάφους τους, τέτοια ερώτηση ήταν σκέτο ανέκδοτο. Τα demo και η «επεξεργασία» τους έμοιαζαν όλα ίδια. Η γκρίνια πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
«Τί στο διάολο τον πληρώνουμε τόσα λεφτά; Αυτό μπορούμε να το κάνουμε και μόνοι μας», γρύλιζε ο Malcolm. Και οι άλλοι όμως δεν πήγαιναν πίσω.
Εν μέσω ηχογραφήσεων, τον Αύγουστο του ’81, η μπάντα εμφανίστηκε ως headliner στο Φεστιβάλ του Donington, σε ένα line-up από τα πιο «παραδοσιακά»:
More, Blackfoot, Slade και special guests οι Whitesnake. Ανόρεχτοι και χωρίς ικανές ώρες πρόβας, οι AC/DC εμφανίστηκαν κακόφωνοι και παρωχημένοι.
Αν και δεν χρειάζονταν μεγάλη προσπάθεια για να τέρψουν, η εμφάνιση ήταν μέτρια και το ήξεραν. Την πλήρωσε ο Peter Mench, δεξί χέρι των Leber/Krebs. Ήταν o άνθρωπος που από το ’79 χειριζόταν το οικονομικό σκέλος της επιχείρησης –όλες οι τρέχουσες ανάγκες σε ρευστό περνούσαν από τα χέρια του- αυτός που μέχρι τότε συντόνιζε μπάντα, παραγωγό και εταιρία. Μόνο που τους τελευταίους μήνες ο Mench είχε ρίξει τα δίχτυα του σ’ ένα νέο αγγλικό συγκρότημα που πίστευε ότι μπορεί να οδηγήσει σε «μεγάλα πράγματα» στην Αμερική. Τους έλεγαν Def Leppard.
Ο Malcolm σπαζόταν όλο και πιο συχνά γιατί το ότι εκείνο το «συγκροτηματάκι» δεν επέτρεπε στον Mench να είναι συνεχώς δίπλα στην μπάντα. Τα αδέλφια Young τα ενοχλούσε η υποψία ότι ο Mench πρόσεχε πια μια «δική του» μπίζνα, κι ένιωθαν ανασφαλείς και ξεκρέμαστοι. Η πλήξη από την αργή, υπεραναλυτική προσέγγιση του Lange και οι τελευταίες εμφανίσεις του Mench στο Παρίσι, όπου ως «τοποτηρητής» της Atlantic διαμαρτυρόταν για την αργοπορία των ηχογραφήσεων («…Κι άλλα λεφτά, τί στο διάολο τα θέλετε και δεν τελειώνετε με δαύτο;»), έφερε τους αδελφούς Young στα όρια της παράκρουσης. Για πρώτη φορά στη ζωή τους, άλλοι κανόνιζαν για το πώς, για το πότε και για το πόσα και έδειχνε να έχουν και το πάνω χέρι στο να επιβάλλουν όρια, προθεσμίες και κατευθύνσεις. Η πίεση για να πουλήσει «το ίδιο» το επόμενο lp ερχόταν απ΄όλες τις κατευθύνσεις φανερή. Είχαν ακούσει τον Lange μια φορά, στο “Highway To Hell”. Και μια δεύτερη, όταν βρίσκονταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, για το “Black In Black”. Όμως τώρα; «Στο τέλος κανείς μας δεν μπορούσε να πει αν το καινούριο υλικό ακουγόταν καλό ή όχι ή σε τί ήθελε βελτίωση. Είχε χαθεί κάθε αίσθηση. Είχαμε αηδιάσει με το άλμπουμ πριν καν το κυκλοφορήσουμε».
Μπορεί να είχαν δίκιο, αλλά στα αυτιά εκατομμυρίων ακροατών τέτοια παράπονα έμοιαζαν άτοπα. O Lange πήρε τον ήχο του πιο κοφτερού barroom boogie σχήματος της εποχής και το ανέβασε κλάση.
Το άλμπουμ δεν έχει το «με το μαχαίρι στα δόντια» νεύρο του “Back In Black”, όμως είναι ό,τι πιο κρυστάλλινο και ευρύ έχει ηχογραφηθεί υπό το σήμα των AC/DC.
Τα ριφ είναι λεπτομερή, τα power chords γεμίζουν από μόνα τους το ίδιο καλά ένα στάδιο κι ένα living room, τα σόλο του Angus ξεσπάνε ακριβώς στο σημείο που ο ακροατής έχει κρατήσει την ανάσα του, ενώ τελειώνουν με μια λελογισμένη οικονομία, πάνω που ζητάει «κι άλλο». Τα δεύτερα “gang” vocals υπογραμμίζουν τα ρεφραίν, δίνοντας την αίσθηση ότι βρίσκεσαι εν μέσω μεθυσμένης παρέας σε συναυλία, ο Brian Johnson είναι πια ένα αναγνωρίσιμα κακόφωνο ξωτικό, που ακούγεται άλλοτε κακόβουλο, άλλοτε περιπαικτικό. Τα τύμπανα του Phil Rudd μια ρωμαλέα ρυθμική μηχανή χωρίς φιοριτούρες, με κάθε σκάσιμο απ’ τα πιατίνια πεντακάθαρο, οδηγούν το groove απ’ άκρη σ’ άκρη, λοκαρισμένα με το ευδιάκριτο, στρογγυλεμένο μπάσο του Williams.
Λόγω της λεπτομερούς δουλειάς του Lange, οι ανεξίτηλες στιγμές πληθαίνουν με το άκουσμα: Το εφέ στο ξεκίνημα του σόλο του “Inject The Venom”, λες και εξοστρακίζεται σφαίρα δίπλα στ’ αυτί σου. Οι γιγαντιαίες πρώτες συγχορδίες του δυσοίωνου όσο και εθιστικού “Evil Walks”, το Stones-ικής ελλειπτικότητας ριφ του “C.O.D.”, που εξελίσσεται σε μια cruising ροκιά με απειλητικό ρεφραίν.
Το αλύχτημα του Johnson στη mid-tempo αλητεία του “Breaking The Rules”, το evil boogie του “Night Of The Long Knives” μια παγίδα ανάμεσα σε άβολο στίχο (“Where’s that savior, where’s that light when you’re praying for your life?”) και απατηλά μελωδικό ρεφραίν.
Το σκοτεινό και παγερό “Spellbound” με το σύρσιμο των δακτύλων του Angus στην ταστιέρα να δημιουργεί ρίγη ("I can't do nothin' right - ...I can't even start a fight"). Το άλμπουμ ακούγεται ολόκληρο γιατί έχει κρυμμένες κορυφώσεις ακόμη και σε ρόκερ της σειράς όπως το “Snowballed”, το σάτυρο –στη φλέβα του Bon Scott-“Let’s Get It Up” ή το εμμονικό “Put The Finger On You”.
Όμως τίποτε από τα παραπάνω δεν θα ήταν αρκετό αν το άλμπουμ αυτό δεν άνοιγε με ένα από τα πλέον υποβλητικά κομμάτια στο σκληρό ροκ ν΄ρολ, με το ομώνυμο.
Εκεί, η μαεστρία του Lange και η ατόφια ροκ αισθητική των αδελφών Young συναντώνται σε ένα μνημειώδες αποτέλεσμα. Ένας ύμνος που ακούγεται σα να ξεπήδησε από μια fantasy πτυχή του χρόνου, από εποχή βάρβαρων υπερηρώων, ένα κάλεσμα φτιαγμένο για τα πέρατα των ακροατηρίων απ’ άκρη σ’ άκρη της γης. Για όποιον στο παρελθόν έχει εθελούσια αποθέσει την ψυχή του στη δόνηση του ροκ ν΄ρολ και για όποιον στο μέλλον προτίθεται να το κάνει.
Ένα κομμάτι που είναι ταυτόχρονα μουσική calling card, οικόσημο φυλής, επιτύμβια επιγραφή σε πεσόντες μεγάλης ιδέας, σύμβολο πίστης και καλοζυγισμένη δόση αδρεναλίνης για όσους χρειάζονται τον ήχο του ροκ ν΄ρολ για ν’ ανασάνουν, όλα φιλτραρισμένα σε 5 λεπτά και 44 δεύτερα, που αποδεικνύονται ικανά να τραντάξουν κάθε μικρομόριο οξυγόνου, όπου κι αν το κομμάτι παιχτεί ή ακουστεί. Με μια δομή εντελώς ασυνήθιστη για την μέχρι τότε δισκογραφία των AC/DC, ξεκινά σαν ένα τοπίο από μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις, σαν προειδοποίηση εισόδου σε ναρκοθετημένη ζώνη με το πρώτο φως της μέρας. Όταν τα ντραμς του Rudd σπάνε τη σιωπή τους (άξιζε η επιμονή του Lange, ποτέ τόσο απλά ντραμς δεν ακούγονται τόσο εμφατικά), χύνεται η φωνή του μεταλλαγμένου Πάνα που λέγεται Brian Johnson κι ανακοινώνει:
“We roll tonight, to the guitar bite". Είναι η φωνή του τελάλη της αγέλης του ροκ ν΄ρολ που έρχεται στην πόλη, σαν ασκέρι παρανόμων του West, έτοιμοι να ανατινάξουν τα αισθητήρια με το απόθεμά τους.
“We’re just a battery for hire with a guitar fire, ready and aimed at you – Pick up your balls and load up your cannon for the 21 gun salute”.
“For Those About To Rock …. Fire ! We Salute You !”.
Οι κανονιοβολισμοί ανοίγουν το δρόμο για την τελική επέλαση του τελευταίου ενάμισυ λεπτού, όπου όλο το συγκρότημα ανεβάζει ταχύτητα, με τον Angus να σολάρει ασταμάτητα, τον Johnson ουρλιάζει και να παραγγέλει «Πυρ!», καθώς η ρυθμική βάση των Malcolm, Williams και Rudd οδηγεί προς έναν κόλαφο ήχου. Όποιος κι αν ήταν ο στόχος, ακούγεται να καταρρέει σ’ έναν πάταγο παραμόρφωσης, ενώ τα κανόνια συνεχίζουν εκπυρσοκροτούν. 21 μετρημένες φορές.
Η Atlantic βιάστηκε να βγάλει το άλμπουμ σε παγκόσμια διανομή πριν τα Χριστούγεννα. Τελικά κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου του 1981 και στις 26 Δεκεμβρίου είχε φθάσει στο Νο 1 των άλμπουμ του Billboard, ενώ στη Βρετανία έφθασε μέχρι το Νο 3, πίσω από το “Queen’s Greatest Hits” και το “Dare” Human League. Μετά από την κορυφή των charts της Βρετανίας, την οποία είχε πατήσει λίγους μήνες νωρίτερα το κακόφωνο τρίο των underdogs με το όνομα Motorhead, είχε έρθει πια και η σειρά της Αμερικής. Το ιδίωμα που τη μακρινή εκείνη εποχή προκαλούσε ανακλαστικά τρόμου και απέχθειας στο άκουσμα του ονόματός του, το heavy metal (παρ΄ότι και τα δύο συγκροτήματα απέρριπταν διαχρονικά αυτή την κατηγοριοποίηση) είχε έρθει για να μείνει.
Στο χρυσό gatefold εξώφυλλο, δέσποζε –εκτός από το ελαφρώς ανάγλυφο logo- ένα μονολιθικό σύμβολο, ένα κανόνι του 18ου αιώνα, κι αυτό ανάγλυφο πάνω στους ξύλινους τροχούς του, με τον ακροατή να κινδυνεύει να αντιμετωπίσει την κάννη του σχεδόν κατάμουτρα. Ούτε φωτογραφίες, ούτε άλλες πληροφορίες υπήρχαν, πλην του τίτλου. “For Those About To Rock (We Salute You)”.
H περιοδεία στη Βόρεια Αμερική ξεκίνησε τον Νοέμβριο του ’81 και τελείωσε την Άνοιξη του ’82. Στη σκηνή, ένα τείχος από Marshall εξαπέλυε 100.000 watts για να υποστηρίξει τη μεγαλύτερη bar band που είχε δει μέχρι τότε (και έκτοτε) ο κόσμος.
Το show ξεκινούσε με το χτύπημα μιας γιγάντιας Hell’s Bell και ολοκληρωνόταν με μια σειρά από ακριβείς ρέπλικες των κανονιών του εξωφύλλου να ανυψώνονται και να εκπυρσοκροτούν σε προγραμματισμένα χρονικά σημεία του encore. Οι ουρές από τις πιο ακριβές γκρούπις – που μέχρι τότε ανήκαν μόνο στην ακολουθία των Stones και των Zeppelin- ήταν πλέον έξω από τα καμαρίνια των AC/DC. «Μην τσιμπάτε, δεν είναι για μας, είναι για το road crew. Εμείς είμαστε όλοι παντρεμένοι», έκλεινε το μάτι ο Brian Johnson χαρίζοντας στους δημοσιογράφους ένα αυτοφυές χωρατό Newcastle Upon Tyne.
Και η αντίδρασή του ήταν χαρακτηριστική. Mετά την εργώδη ηχογράφηση του “For Those About To Rock”, οι AC/DC είχαν χαράξει άλλη πορεία. Έδιωξαν τον παραγωγό, τα έσπασαν με το μάνατζμεντ, επέλεξαν έκτοτε τις απτές, «σπιτικές» ηχογραφήσεις χωρίς λούστρο. Γρήγορα θα μετατρέπονταν σε μια κλειστή, σχεδόν εσωστρεφή μονάδα. Ό,τι συνέβαινε στις τάξεις τους ανακοινωνόταν μόνον την τελευταία στιγμή, ενώ τα αδέλφια Young ήταν κοινό μυστικό ότι βρίσκονταν πίσω από κάθε μικρή ή μεγαλύτερη απόφαση για την πορεία της μπάντας τους, για καλό ή για κακό.
Το “For Those About to Rock” πούλησε «μόνον» 4 εκατομμύρια αντίτυπα στις Η.Π.Α. (και πάνω από 7 μέχρι σήμερα παγκοσμίως), οπότε συγκριτικά με το μαμούθ στα βήματα του οποίου κλήθηκε να περπατήσει (πάνω από 50 εκατομμύρια του “Back In Black”), θεωρήθηκε «αποτυχία».
Το ομώνυμο κομμάτι δεν βγήκε ποτέ από το ζωντανό σετ του συγκροτήματος, όσο κι αν η στούντιο εκτέλεσή του είναι ένα ηχογράφημα μοναδικό, δύσκολο στην live αναπαραγωγή. Κάθε φορά που ξεκινά η εισαγωγή και κάθε φορά που τα κανόνια ηχούν, οι ορδές των αφισονάδος υψώνουν ποτήρια μπύρας προς τιμήν όλων. Των παικτών, των ακροατών, των πεσόντων, του μέλλοντός τους. Όχι κι άσχημα για ένα «αποτυχημένο» άλμπουμ.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.