Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Fargo: "Constellation"


Τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά για τους γερμανούς Fargo, ένα από τα δεκάδες σχήματα που προσπάθησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Scorpions, σχηματοποιώντας, παρά τα εμπόδια της γλώσσας, ένα hard rock προοριζόμενο για να ακουστεί διεθνώς.

Τους έφτιαξαν το 1973 στο Αννόβερο δύο Peter, οι Knorn (μπάσο) και Ladwig (κιθάρα). Σύντομα ξεχώρισαν στο τοπικό live κύκλωμα και μερικά χρόνια αργότερα υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο. Όμως, πριν κυκλοφορήσουν ο,τιδήποτε, ο lead Κιθαρίστας τους, ονόματι Matthias Jabs προτίμησε να ενταχθεί στους Scorpions.
Παρ’ όλα αυτά, έχοντας πίσω τους το γερμανικό τμήμα της ΕΜΙ, οι Fargo κυκλοφόρησαν το 1979 το ντεμπούτο τους άλμπουμ (ακολούθησαν άλλα τρία) και περιόδευσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη σαν σαπόρτ με μεγάλα ονόματα (μ.α. AC/DC, Mothers Finest και The Small Faces). Στιβαροί και αξιόπιστοι στα live, είχαν ως ‘highlight” την κωλοτούμπα που συνήθιζε ο Knom, με το μπάσο να παίζει κανονικά – πόσο πιο Γερμανοί;  Τα πράγματα εξελίχθηκαν όμως άδοξα. Μετά το ’82, το μουσικό στυλ τους για τη νέα γενιά αποτελούσε απομεινάρι των ‘70s. Το συμβόλαιο δεν ανανεώθηκε και οι Fargo διαλύθηκαν, έστω κι αν απ’ αυτούς προέκυψαν λίγα χρόνια αργότερα οι Victory.
Πάντως, αν πρόσφατα ο Peter Knorn δεν είχε γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή του ως μουσικού, μάνατζερ συγκροτημάτων και επικεφαλής δισκογραφικής εταιρίας, ανασύροντας μνήμες από την πορεία των Fargo, κανείς δεν θα μπορούσε να θυμάται ότι υπήρξαν. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Γερμανία, με αποτέλεσμα το ερώτημα να προκύψει φυσικά : Πώς θα ακούγονταν οι Fargo αν υπήρχαν σήμερα; Ακόμη καλύτερα, αν τα μέλη τους ζουν και μπορούν να επιστρέψουν;
Ο μπασίστας από το Αννόβερο συζήτησε το ενδεχόμενο με τον τραγουδιστή και κιθαρίστα των αυθεντικών Fargo, Peter Ladwig και αφού εξασφάλισαν τη βοήθεια του έμπειρου Arndt Schulz (κιθάρα, πρώην Harlis, Jane) και του νεαρού Nikolas Fritz (τύμπανα, πρώην Mob Rules) άρχισαν να περιοδεύουν, ενώπιον κοινού παλαιοροκ μπυρόβιων εντός και εκτός Γερμανίας. Φανερά γερασμένοι από πλευράς εμφάνισης οι δύο αυθεντικοί Fargo ανέτρεψαν τα δεδομένα, καθώς, όπως πρώτοι οι ίδιοι συνειδητοποίησαν, παρέμεναν ικανοί και ορεξάτοι για το δύσκολα αυθεντικό blues rock που είχαν ξεκινήσει να παίζουν τέσσερις δεκαετίες πριν.
Ο ενθουσιασμός των ίδιων αλλά και του κοινού έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε δοκίμασαν το αδιανόητο. Την ηχογράφηση ενός καινούριου άλμπουμ μετά από 36 χρόνια. Του πρώτου μετά το “Frontpage Lover” του 1982, το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε περάσει από τη δισκοκριτική του αείμνηστου Γιάννη Κουτουβού, στην πρώτη χρονιά της κυκλοφορίας στην Ελλάδα του περιοδικού "Heavy Metal”.
To άλμπουμ λέγεται “Constellation” και είναι μια ευπρόσδεκτη classic rock ανάσα, που οπωσδήποτε, χωρίς να έχει σημάδια πρωτοτυπίας ή ιδιαίτερης συνθετικής λάμψης, θα τέρψει τους πάλιουρες που ακούνε με αναλογικό αυτί, αναλογικά κομμάτια, δυσανάλογα γερά σε ψυχή με ο,τιδήποτε σύγχρονο ψευδοροκ κυκλοφορεί. Έχει διαχρονικά αποδειχθεί δύσκολο σ’ ένα απαιτητικό αυτί να δέχεται γερμανούς να παίζουν αμερικάνικες ροκ πατέντες, χωρίς να ακούγονται από ανυπόφορα ως φρικτά αντιγραφικοί (συχνά και με τραγελαφική προφορά). Όμως, εδώ το πράγμα παρουσιάζεται με αυτοπεποίθηση και ροή. Το “Step Back” ανοίγει παλιομοδίτικα με slide να το διατρέχει και λόγια για τραίνα που φεύγουν γρήγορα κι αφήνουν πίσω τους χρόνια και καιρούς.
Το “Don’t Talk” έχει το A.O.R. υπερεγώ που οδηγούσε τις περισσότερες μπάντες που προσπαθούσαν να τα καταφέρουν το 1983, το “Cross To Bear” έχει καλή μελωδική γραμμή και ελαφριά southern αύρα, τo “Losers Blues ένα ZZTop-ειο stomp, όπως και το Leave It”. Στο Southern Breezeοι στίχοι – σαν inside joke- συμπεριλαμβάνουν τους τίτλους από 20 Hits του Elvis. Είναι ο ήχος που γουστάρουν οι Fargo από τότε που φτιάχτηκαν.
Στα Buzz Buzz και “Dont Talk” μάλιστα ο αρχικός του ντράμερ Franky Tolle ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, δίνοντας έναν αέρα reunion στην κυκλοφορία.
Αποτελούν κάτι τέτοιοι τύποι παραδείγματα; Έχουν θέση στη σημερινή πολυδιασπασμένη μουσική σκηνή; Εξαρτάται κυρίως από τις προσλαμβάνουσες του ακροατή και την ηλικία του. Ευθύ και τίμιο άκουσμα, με τις «γερμανικές» γωνίες πολύ καλά λαξευμένες, σε σημείο να μην αλλοιώνουν το τελικό, κατεξοχήν παλαιοροκάδικο, αποτέλεσμα. Θα πετύχαινε το στόχο του διάνα, αν κάποιος νέος ακροατής αναζητούσε τα παλιά των “Fargo”, τα οποία και όντως αξίζουν.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Gioel/Castronovo: “Set the World on Fire”


Από την μία ο Johnny Gioeli (Hardline, Axel Rudi Pell) είναι ένας εξαιρετικός τραγουδιστής. Από την άλλη ο Deen Castronovo (Hardline, Revolution Saints, The Dead Daises και Journey) είναι ένας σπουδαίος μουσικός. Οι δυο τους γνωρίζονται από το σωτήριο έτος (του μελωδικού hard rock) 1992 που συνεργαστήκανε στο μαγικό ντεμπούτο των Hardline.

Σήμερα και μετά από 25 χρόνια περίπου, οι δυο τους συνεργάζονται για άλλη μια φορά για να μας προσφέρουν ένα ακόμη κορυφαίο άλμπουμ.
Το εναρκτήριο άσμα του άλμπουμ είναι το  "Set The World On Fire" και πρόκειται για ένα από τα κορυφαία κομμάτια του δίσκου.
Στη συνέχεια με το "Through" η μπάντα μας προσφέρει ακόμη ένα τραγούδι που θα συναρπάσει κάθε οπαδό των Revolution Saints αλλά και αυτούς που αναπολούν τους παλιούς καλούς Hardline.
Έξυπνες  μελωδίες, σπουδαία φωνητικά  (πραγματικά αγαπώ τη φωνή του Castronovo), υπέροχες ενορχηστρώσεις και γενικότερα είναι από τα αγαπημένα μου.
Το ‘μπλουζάδικο’  "Who I Am" έρχεται να προστεθεί και αυτό στα highlights του άλμπουμ. Ο Mario Percudani είναι υπεύθυνος για τις κιθάρες και πιστέψτε με κάνει εκπληκτική  δουλειά σε ότι αφορά τα κιθαριστικά μέρη.  Τα σολαρίσματα του εδώ είναι γεμάτα συναισθήματα και μαζί με αυτούς τους εξαιρετικούς μουσικούς  εκτοξεύει το τραγούδι σε άλλο επίπεδο.  Τα "Fall Like An Angel" και η μπαλάντα "It's All About You" είναι και τα δύο πολύ καλά, ενώ στο "Need You Now" έχουμε να κάνουμε με μία από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ. Σύγχρονο με φανταστικό ρυθμό και με εκπληκτικές μελωδίες να το περιβάλουν το “Need You Now” είναι ακόμη ένα highlight.
Λατρεύω το επόμενο κομμάτι που ονομάζεται "Ride Of Your Life".
Αυτό μου θυμίζει λίγο απο Journey, λίγο από Night Ranger (ειδικά στη χορωδία) και όταν ‘μπαίνει’ το ρεφραίν είναι απόλαυση!! Το συναισθηματικό "Mother", το pop-rock  "Walk With Me" και το πιο δυνατό "Run For Your Life" είναι και τα τρία υπέροχα δείγματα αυτού του νέου πονήματος.
Οι κορυφαίοι μουσικοί δημιουργούν κορυφαία και ποιοτική μουσική, τέλος! Οι Gioeli και Castronovo, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι δύο από τους κορυφαίους τραγουδιστές-μουσικούς εκεί έξω και δεν χωράει αμφιβολία για αυτό.
Εάν γουστάρετε μπάντες όπως  Hardline, Journey,  Revolution Saints και Night Ranger ή απλώς αγαπάτε  AOR γενικώς, τότε το συγκεκριμένο δισκάκι είναι για εσάς.

Βασίλης Χασιρτζόγλου

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Dee Snider: "For The Love Of Metal"

Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, έχουμε ανάγκη από μούρες που επιβίωσαν, που να σημαίνουν κάτι και – στην καλύτερη περίπτωση – να έχουν κ α ι να πουν κάτι. Ο 63χρονος Dee Snider των Twisted Sister είναι μια από αυτές.

Ενώ οι ύμνοι που συνειρμικά μας τον θυμίζουν κοντεύουν να συμπληρώσουν τα 35 χρόνια ζωής, ο ίδιος δεν πνίγηκε, όπως πολλοί συνομήλικοί του, στα καυσαέρια που άφησε ο μύθος του καθώς άφηνε πίσω του τις ένδοξες εποχές και προχωρούσε προς το άγνωστο. Κοίταξε να πάρει τη μπίζνα στα χέρια του. Δεν έκανε κόνσεπτ άλμπουμ και δεν αναζήτησε να παίξει με συμφωνικές ορχήστρες. Έμεινε σταθερός, υγιής, εύγλωττος, αιχμηρός.
«Δεν έγραψα ούτε μία νότα, ούτε έναν στίχο σ’ αυτό το δίσκο. I'm not gonna bullshit you; I don't bullshit anybody. Ο Jamey Jasta, αυτός το πιστώνεται. Με μελέτησε εξονυχιστικά πριν μου παρουσιάσει το δίσκο. Με ψυχολόγησε με απίστευτο τρόπο, την φωνή μου, τους στίχους που έχω γράψει στο παρελθόν. Όλο το υλικό το ένιωσα από την πρώτη στιγμή σα να το’χα γράψει ο ίδιος, σα νά' ρχεται μέσα από την ψυχή μου. Μου μίλησε».
Ο πολυπράγμων Jamey Jasta, 41 ετών, σεσημασμένος hardcore sludgoκέφαλος (βλ. HATEBREED), μουσικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, προέβη στο διάβημα επειδή είναι fan. Και το να κάνει ένας fan ένα tribute στον ήρωά του, βάζοντας μέσα στοιχεία από τον εαυτό του και προσφέροντας το tribute στον ίδιο τον ήρωά του να το τραγουδήσει, είναι από τα πράγματα που στον σημερινό χαοτικό μουσικό κόσμο δίνουν μια κάποια λογική. Είναι η πρώτη φορά από το 1992 και τους Widowmaker που ο Snider νιώθει άνετα να υπογράψει καινούριο υλικό με τέτοια φρεσκάδα και σχέση με το σήμερα.
Κατά την ηχογράφηση του άλμπουμ η 85χρονη μητέρα του Snider, ενεργός καθηγήτρια ζωγραφικής, υπήρξε θύμα τροχαίου. Υπέστη εγκεφαλική βλάβη, έμεινε φυτό και μετά από δύο μήνες στην εντατική πέθανε. Και ο γιος της, έκανε αυτό που κάνει μια ζωή. Διοχέτευσε όλη την ενέργεια, την ένταση, την αγριάδα και την απόγνωση στην ερμηνεία στίχων που τρυπάνε το κιθαριστικό μπαράζ και εξωθούν σε headbanging.
Ο δίσκος αποτελείται από 12 κομμάτια που επενεργούν με τον τρόπο αυτό το ένα μετά το άλλο. Όλα μεταξύ 3 και 4 λεπτών, μια ενεσάρα αδρεναλίνης που συνδέει τις κλασσικές μελωδίες του Dee με τον όγκο και την ταχύτητα της νέας γενιάς του metal, χωρίς αυτό σε καμία στιγμή να ξεπέφτει σε εκμοντερνισμό. Κυριαρχούν οι φορτισμένες μελωδίες, τα καθαρά κουπλέ και τα κοψίματα που παίρνουν κεφάλια. Τα “Tomorrow’s No Concern”, “I’m Ready”, “Become The Storm” Και το ομώνυμο “For The Love Of Metal” είναι τα πλέον χαρακτηριστικά. Υπεύθυνοι γι΄αυτό – και εδώ είναι το πλέον ελπιδοφόρο – είναι μια συμμαχία νεαρών metal μουσικών που δεν πρόλαβαν καν τον Dee στην ακμή του, μεταξύ ’84 και ’85.



«Η κόρη μου με τράβαγε καιρό σε συναυλίες ακραίου μέταλ, metalcore και τέτοια. Κάθε φορά, έρχονταν μουσικοί, φανς, πρόσωπα νέα, της σημερινής σκηνής και ήθελαν να με χαιρετήσουν, να φωτογραφηθούν μαζί μου, να μου σφίξουν το χέρι. Αλλά παρ’ όλα αυτά, δεν είχα αντιληφθεί για καλά το τί σήμαινα συνολικά σαν παρουσία στην οικογένεια του metal.. με το που μαθεύτηκε ότι είπα ναι στο project άρχισαν να έρχονται για να συμμετάσχουν, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς χρήμα, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συμβόλαιο, χωρίς σχέδια προώθησης, πολλά ταλαντούχα νεαρά παιδιά.  Ένιωσα τυχερός που σημαίνω τόσα πολλά σε αυτά τα παιδιά, τόσα χρόνια μετά. Και θέλω να πιστεύω ότι πηγαίνει πιο μακριά από τη μουσική που έγραψα. Πάει σε όλα αυτά που είχα πει τότε στην Ουάσινγκτον. Από τότε, πολλά παιδιά είχαν βρει σε μένα μια φωνή που τους εκπροσωπούσε».
«Όταν ξεκίνησα  να ακολουθώ το moοd του λικού αυτού δεν μπορούσα να σταματήσω, τρεφόμουν από την έμπνευση που είχαν όλα αυτά τα παιδά για μένα. Έβαλα μέσα στο υλικό αυτό όλο μου το είναι, γιατί αυτή η μουσική για μένα είναι όλη μου η ζωή: το να την ακούω, να παίζω, να την τραγουδάω, να ροκάρω».

Πέρα από τον Jamey Jasta και τον 36χρονο παραγωγό και ντράμερ Nick Bellmore και τον αδελφό του Charlie των KINGDOM OF SORROW, συμμετέχουν οι Howard Jones (πρώην KILLSWITCH ENGAGE), Mark Morton των LAMB OF GOD, η Alissa White-Gluz των ARCH ENEMY (ντουέτο με τον Snider στο αντι-bullying “Dead Hearts”), Joel Grind και ο Nick Bellmore των TOXIC HOLOCAUST.
Δεν υπάρχει επίλογος, ούτε πρόλογος. Ο άνθρωπος αυτός τα λέει όλα:
«Γουστάρω το metal. Πάντα το γούσταρα. Ήμουν εκεί πριν καν αρχίσει να λέγεται metal, τότε λεγόταν hard rock. Στο πρώτο άλμπουμ των Zeppelin, στο πρώτο των Blue Cheer, το πρώτο των Grand Funk. Όλων αυτών που κατεδάφισαν τη γενιά του Γούντστοκ. Όπως είπε και ο Rob Halford, το να είσαι μέταλ είναι όπως το να είσαι πεζοναύτης Μια φορά είναι αρκετή για να είσαι headbanger μια ζωή ολόκληρη. Θυμάμαι, ήμασταν σε μια πτήση με τον μακαρίτη A.J. Pero. Εγώ είχα κλείσει τα 60, εκείνος θά’ ταν κάπου 55. Βάλαμε τα ακουστικά και τα κουμπώσαμε στο ίδιο μέταλ άλμπουμ. Ταξιδεύαμε στην πρώτη θέση και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να χτυπάμε ρυθμικά τα πόδια μας και τα πλαϊνά στις δερμάτινες θέσεις. Αν κάποιος δε μας ήξερε θα έβλεπε δύο τύπους γερασμένους να την βρίσκουν σιωπηλά, πετώντας κάτι Yeah!”, τραγουδώντας σκόρπιους στίχους δυνατά. Πιάσαμε να τραγουδάμε, πριν το συνειδητοποιήσουμε. Αυτό λοιπόν, δε φεύγει με τίποτα. Ποτέ. Και είμαι πολύ χαρούμενος που δεν φεύγει. We are all fucking metal».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...