Τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί
διαφορετικά για τους γερμανούς Fargo, ένα από τα δεκάδες σχήματα που
προσπάθησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Scorpions,
σχηματοποιώντας, παρά τα εμπόδια της γλώσσας, ένα hard rock προοριζόμενο
για να ακουστεί διεθνώς.
Τους έφτιαξαν το 1973 στο Αννόβερο δύο Peter, οι Knorn (μπάσο) και Ladwig (κιθάρα). Σύντομα ξεχώρισαν στο τοπικό live κύκλωμα και μερικά χρόνια αργότερα υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο. Όμως, πριν κυκλοφορήσουν ο,τιδήποτε, ο lead Κιθαρίστας τους, ονόματι Matthias Jabs προτίμησε να ενταχθεί στους Scorpions.
Παρ’ όλα αυτά, έχοντας πίσω τους το γερμανικό τμήμα της ΕΜΙ, οι Fargo κυκλοφόρησαν το 1979 το ντεμπούτο τους άλμπουμ (ακολούθησαν άλλα τρία) και περιόδευσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη σαν σαπόρτ με μεγάλα ονόματα (μ.α. AC/DC, Mothers Finest και The Small Faces). Στιβαροί και αξιόπιστοι στα live, είχαν ως ‘highlight” την κωλοτούμπα που συνήθιζε ο Knom, με το μπάσο να παίζει κανονικά – πόσο πιο Γερμανοί; Τα πράγματα εξελίχθηκαν όμως άδοξα. Μετά το ’82, το μουσικό στυλ τους για τη νέα γενιά αποτελούσε απομεινάρι των ‘70s. Το συμβόλαιο δεν ανανεώθηκε και οι Fargo διαλύθηκαν, έστω κι αν απ’ αυτούς προέκυψαν λίγα χρόνια αργότερα οι Victory.
Πάντως, αν πρόσφατα ο Peter Knorn δεν είχε γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή του ως μουσικού, μάνατζερ συγκροτημάτων και επικεφαλής δισκογραφικής εταιρίας, ανασύροντας μνήμες από την πορεία των Fargo, κανείς δεν θα μπορούσε να θυμάται ότι υπήρξαν. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Γερμανία, με αποτέλεσμα το ερώτημα να προκύψει φυσικά : Πώς θα ακούγονταν οι Fargo αν υπήρχαν σήμερα; Ακόμη καλύτερα, αν τα μέλη τους ζουν και μπορούν να επιστρέψουν;
Ο μπασίστας από το Αννόβερο συζήτησε το ενδεχόμενο με τον τραγουδιστή και κιθαρίστα των αυθεντικών Fargo, Peter Ladwig και αφού εξασφάλισαν τη βοήθεια του έμπειρου Arndt Schulz (κιθάρα, πρώην Harlis, Jane) και του νεαρού Nikolas Fritz (τύμπανα, πρώην Mob Rules) άρχισαν να περιοδεύουν, ενώπιον κοινού παλαιοροκ μπυρόβιων εντός και εκτός Γερμανίας. Φανερά γερασμένοι από πλευράς εμφάνισης οι δύο αυθεντικοί Fargo ανέτρεψαν τα δεδομένα, καθώς, όπως πρώτοι οι ίδιοι συνειδητοποίησαν, παρέμεναν ικανοί και ορεξάτοι για το δύσκολα αυθεντικό blues rock που είχαν ξεκινήσει να παίζουν τέσσερις δεκαετίες πριν.
Ο ενθουσιασμός των ίδιων αλλά και του κοινού έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε δοκίμασαν το αδιανόητο. Την ηχογράφηση ενός καινούριου άλμπουμ μετά από 36 χρόνια. Του πρώτου μετά το “Frontpage Lover” του 1982, το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε περάσει από τη δισκοκριτική του αείμνηστου Γιάννη Κουτουβού, στην πρώτη χρονιά της κυκλοφορίας στην Ελλάδα του περιοδικού "Heavy Metal”.
To άλμπουμ λέγεται “Constellation” και είναι μια ευπρόσδεκτη classic rock ανάσα, που οπωσδήποτε, χωρίς να έχει σημάδια πρωτοτυπίας ή ιδιαίτερης συνθετικής λάμψης, θα τέρψει τους πάλιουρες που ακούνε με αναλογικό αυτί, αναλογικά κομμάτια, δυσανάλογα γερά σε ψυχή με ο,τιδήποτε σύγχρονο ψευδοροκ κυκλοφορεί. Έχει διαχρονικά αποδειχθεί δύσκολο σ’ ένα απαιτητικό αυτί να δέχεται γερμανούς να παίζουν αμερικάνικες ροκ πατέντες, χωρίς να ακούγονται από ανυπόφορα ως φρικτά αντιγραφικοί (συχνά και με τραγελαφική προφορά). Όμως, εδώ το πράγμα παρουσιάζεται με αυτοπεποίθηση και ροή. Το “Step Back” ανοίγει παλιομοδίτικα με slide να το διατρέχει και λόγια για τραίνα που φεύγουν γρήγορα κι αφήνουν πίσω τους χρόνια και καιρούς.
Το “Don’t Talk” έχει το A.O.R. υπερεγώ που οδηγούσε τις περισσότερες μπάντες που προσπαθούσαν να τα καταφέρουν το 1983, το “Cross To Bear” έχει καλή μελωδική γραμμή και ελαφριά southern αύρα, τo “Loser’ s Blues” ένα ZZTop-ειο stomp, όπως και το “Leave It”. Στο “Southern Breeze” οι στίχοι – σαν inside joke- συμπεριλαμβάνουν τους τίτλους από 20 Hits του Elvis. Είναι ο ήχος που γουστάρουν οι Fargo από τότε που φτιάχτηκαν.
Στα “Buzz Buzz” και “Don’ t Talk” μάλιστα ο αρχικός του ντράμερ Franky Tolle ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, δίνοντας έναν αέρα reunion στην κυκλοφορία.
Αποτελούν κάτι τέτοιοι τύποι παραδείγματα; Έχουν θέση στη σημερινή πολυδιασπασμένη μουσική σκηνή; Εξαρτάται κυρίως από τις προσλαμβάνουσες του ακροατή και την ηλικία του. Ευθύ και τίμιο άκουσμα, με τις «γερμανικές» γωνίες πολύ καλά λαξευμένες, σε σημείο να μην αλλοιώνουν το τελικό, κατεξοχήν παλαιοροκάδικο, αποτέλεσμα. Θα πετύχαινε το στόχο του διάνα, αν κάποιος νέος ακροατής αναζητούσε τα παλιά των “Fargo”, τα οποία και όντως αξίζουν.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου