O μεγαλύτερος σύγχρονος blues κιθαρίστας -μόλις
στα 42 του- συνεχίζει με το δέκατο τρίτο στούντιο άλμπουμ του, το τρίτο
συνεχόμενο αποκλειστικά με δικές του συνθέσεις - να επανεφευρίσκει τα
blues. Πρόκειται για έναν εργάτη της κιθάρας που ενώ έχει ήδη φτιάξει
ένα σώμα δουλειάς μουσικά χορταστικό, προχωρά πλέον με το μυαλό στον
τομέα της σύνθεσης.
Ο Bonamassa είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που κατάφερε να υπερβεί το βαρύ έργο των προσδοκιών που έτρεφαν οι γύρω του από το κάποτε παιδί θαύματος που είχε επαινέσει κάποτε ο B.B. King. Έχει δύο φορές έχει προταθεί για Grammy, είναι συνεπής στη δισκογραφική παραγωγή του (ένα στούντιο κι ένα live άλμπουμ κάθε χρόνο) σε μια εποχή όπου ξεκάθαρα πλέον πολύ λίγος κόσμος ενδιαφέρεται να ακούσει πόσο μάλλον να αποκτήσει ένα καινούριο «άλμπουμ» με την κλασσική έννοια. και στις εμφανίσεις του και δε φοβάται να αποκαλύψει τις επιρροές του, τιμώντας τις τακτικά (βλ. τις live του κυκλοφορίες για τους “ThreeKings” -Albert, B.B., Freddie - και το πιο πρόσφατο “Blues Explosion Live”).
Το γεγονός ότι ο ίδιος έχει μελετήσει και χωνέψει τόσο καλά αυτές τις επιρροές από μικρή ηλικία ενώ ταυτόχρονα κατέχει τη δυνατότητα να εκφράζει με την κιθάρα του με καθαρότητα και ακρίβεια τον ήχο και το συναίσθημα που έχει μέσα του είναι τα δύο στοιχεία που κάνουν κάθε άλμπουμ του συναρπαστικό, ιδίως για τους ακροατές που έχουν συναίσθηση τί εστί B.B. King, John Mayall, Stevie Ray Vaughan, Rory Gallagher, Led Zeppelin.
Η αίσθηση ότι ακούς κάτι απ’ όλους αυτούς τους ογκόλιθους στον Bonamassa είναι που δημιουργεί γερούς δεσμούς με το ηχόχρωμά του. Αυτό και οι τρομεροί μουσικοί που τον ακολουθούν.
Στο άλμπουμ αυτό είναι και πάλι δίπλα του ο μέγας AntonFig (έχει παίξει και ηχογραφήσει με όποιον μπορεί κανείς να σκεφτεί, χρόνια δε, στη μπάντα του talk show του David Letterman), ο γερο-σοφός μπασίστας Michael Rhodes, ο τεράστιος πληκτράς Reese Wynans από την μπάντα του Stevie Ray Vaughan(ναι, αυτός που παίζει στο “Soul ToSoul” και το “In Step”), οι (θεό) πνευστοι Lee Thornburg και Paulie Cerra, ο αυστραλόϊνδιάνος Gary Pinto στα δεύτερα φωνητικά και κυρίως, προεξαρχόντως ίσως, ένα συγκλονιστικό γυναικείο τρίο που φέρνει μια επιγευσάρα από Stax όπου ακούγονται, οι Mahalia Barnes, Jade Mc Rae, Juanita Tippins στα εκπληκτικά επουράνια φωνητικά (ακούστε το ομώνυμο, το οποίο και εκτινάσσουν).
Με σύσταση του επί χρόνια παραγωγού και συνεταίρου του Joe, Kevin Shirley, δύο ψημένοι κιθαρίστες συμμετείχαν στα session, οι Kenny Greenberg και Doug Lancio, απελευθερώνοντας τον Joe στο να παίξει όχι όλες τις λεπτομέρειες, αλλά να προσθέσει διάφορες κιθάρες όπου ένιωθε ότι χρειαζόταν.
Η ηχογράφηση εγινε σε διάφορα στούντιο στην Αυστραλία, στο Λας Βέγκας, στο περίφημο Criteria Hit Factory και κυρίως στη Μέκκα του roots rock Americana, τη Nashville.
Για όσους γνωρίζουν τον Bonamassa και το πόσο βγάζει τον καλό του εαυτό όταν περιστοιχίζεται από μουσικούς που μπορούν να κινηθούν στο ίδιο μήκος κύματος μ’ αυτόν, θα απολαύσουν. Ιδίως στο Ζεπελινικό “Evil Mama” που ανοίγει το δίσκο, στο “Self-Inflicted Wounds” που σε αρπάζει και σε χτυπάει στα σωθικά, με κατασταλαγμένα όλα τα στοιχεία του ήχου του Joe, το after hours jazzy “Pick Up The Pieces”, στο με country σωθικά “The Ghost of Macon Jones” όπου μοιράζεται τα φωνητικά με τον Jamey Johnson, στο “Just ‘Cos You Can", "Don’t Mean You Should” ένα πάνω από δόκιμο déjà vu των πρώτων blues άλμπουμ του Gary Moore ή στο ομώνυμο.
Ο ίδιος ο Joe ισχυρίζεται ότι περνά μια ιδιαίτερη φάση στη ζωή του – με πολλές «επανεκτιμήσεις» και «παραδοχές» - η οποία προοιωνίζει αλλαγές. Ο παραγωγός και συνεταίρος του Kevin Shirley υποσημειώνει ότι ήταν το πιο σύνθετο άλμπουμ της συνεργασίας τους, μια πρόκληση λόγω της ποικιλίας του. Στιχουργικά, το θέμα της μετάνοιας επανακάμπτει, σε ορισμένα σημεία με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Ο Bonamassa, λέμε, έχει πλέον το μυαλό του στη σύνθεση, στα blues trax που θα μείνουν ως δικά του στην ιστορία. Δε μπορεί παρά να γεμίζει με δέος και ευχάριστη προσμονή το γεγονός ότι έχει το χρόνο με το μέρος του.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου