Αποτάσσομαι, κατά κυριολεξία τρέμω, το
ενδεχόμενο να αντικρύσω βλέμμα οίκτου ή και έκπληξης μειρακίου όταν θα
πω σε κουβέντα ότι πήγα στην πρώτη προβολή του Rocky IV, τον Ιανουάριο
του ’86.
Ο άνθρωπος που μαζί με τον Benny Mardones έγραψε στα 30 του μια από τις all time classic μπαλλάντες του νυχτερινού ραδιοφώνου επιστρέφει με το 5ο μόλις άλμπουμ του σε 34 χρόνια. Γέννημα – θρέμμα του NewJersey ο Tepper υπήρξε μια ενδιαφέρουσα περίπτωση για τη μουσική βιομηχανία. Συνδυάζοντας πλούσια με μεσαίες και χαμηλές συχνότητες, εκφραστική φωνή, συνθετικές ικανότητες και εικόνα poster boy, θα κανονικά θα έπρεπε να διαπρέψει.
Πέντε χρόνια μετά το “Into The Night”, ο Stallone τον ανακαλύπτει και με το “No Way Out” (US#22, 29/3/86) γράφει ιστορία. Εκατομμύρια μάτια καρφώνονται σ’ ένα ουσιαστικά βίντεο κλιπ μέσα στην ταινία, όπου ο Rocky, υπό τους ήχους του θρυλικοιύ sequencer, χώνει το κλειδί στη μηχανή της Φερράρι και με λυμένη τη γραββάτα ξεχύνεται νύχτα στους δρόμους και θυμάται στιγμές της ζωής του: τον κτηνώδη Ντράγκο, τον Aπόλλο να πέφτει νεκρός, την πρώτη του επική νίκη, τον αδικοχαμένο Μίκυ, τις αμφιβολίες για την αξία του μπροστά στον καθρέφτη, την ανάβαση στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του μνημείου της Φιλαδέλφεια την αυγή, και ξανά τον Απόλλο να πέφτει νεκρός και να πεθαίνει στα χέρια του.
Σπάνια ένα κομμάτι περιέσωσε τον ερμηνευτή του για δεκαετίες και στάθηκε ικανό να στηρίξει μια ολόκληρη καρριέρα. Και του φωτογενούς Robert Τepper έμοιαζε ανθηρή τότε, στα 1986, ιδίως αφού ο Stallone τον ενέταξε και στο soundtrack του - cult πλέον για κάθε σοβαρό νεανία 50 ετών - “Cobra”, με το αξέχαστο "Angel Of The City”. Όμως, για κάποιο προφανώς άδοξο λόγο, το υποδειγματικό A.O.R. του παρθενικού του lp (“No Way Out”) που περιείχε και τα δύο αυτά μικρά hit, δεν πήγε καλά, ενώ το επόμενο άλμπουμ “Modern Madness” πάτωσε, παρά το καλό υλικό. Έκτοτε, μπήκε σε μια οδυνηρή διαμάχη με την Scotti Brothers, την εταιρία που είxε φτιάξει τους Survivor και συνδεόταν με τα επιχειρηματικά συμφέροντα του Stallone.
Επί οκτώ χρόνια ο Tepper δε μπορούσε να κυκλοφορήσει τίποτα στο όνομά του, έγραφε για άλλους. Όταν το επιχείρησε, όλο το έργο στη βιομηχανία είχε αλλάξει και ο ίδιος είχε καταχωρηθεί πλέον ως παλαιολιθικός one hit wonder.
Mετά από περίπου δύο δεκαετίες, ξαναμπήκε στη δισκογραφία με το "New Life Story" και στις ζωντανές εμφανίσεις. Τότε, στην Ισπανία, γνώρισε τον κιθαρίστα και συνθέτη Pablo Padilla, ικανό ενορχηστρωτή και με διάθεση να τον αναστήσει, κάτι που έδειξε ότι μπορεί να επιτευχθεί, αφού ο γεννημένος το 1950, o Tepper κρατούσε σε άψογη φόρμα τη φωνή του (αν και όχι τη χαίτη και τη διάμετρο της μέσης του). Το “Better Than The Rest” το 5ο άλμπουμ του Tepper είναι η πρώτη τους κοινή προσπάθεια.
To “Why Does Over Have To Be So Sad” ξεκινά με soul εισαγωγή, προχωρά στα εδάφη του μοντέρνου A.O.R, αφήνοντας χώρο στη φωνή και αφήνει προσδοκίες. Τις οποίες φτάνει κοντά στο να εκπληρώσει το “Better Than The Rest”, το οποίο παρά το ενοχλητικό στουντιακό παιχνίδισμα στη φωνή κατά τη διάρκεια του ρεφραίν (τί φτωχή ιδέα, τί πεπαλαιωμένο εφέ, έλεος!), είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Tepper, δυνατό στο ρεφραίν, όπως περιμένουμε τα απολειφάδια όπως ο γράφων που πήραμε εισαγωγής το “No Way Out” και το λιώσαμε. Ανάλογη ανάταση προκαλεί το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, το “My Yesterday”, το οποίο με το ρεφραίν είναι σα να εκρήγνυται μέσα στις φλέβες, παρ’ ότι ο Padilla θα έπρεπε να πάρει κόκκινη κάρτα για το ότι δεν αποτολμά ένα κιθαριστικό σόλο που άνετα θα ανήγαγε το κομμάτι σε διαμάντι.
Το “Time Just This Time” ξεχωρίζει μια παλιάς κοπής ρομαντική fmμπαλλάντα που θα μπορούσε άνετα να παιχτεί δίπλα στους Hooters το 1986, με τον Padilla να αποφασίζει να δοκιμάσει ένα κανονικό σόλο στο κατάλληλο σημείο. Το “I Don’t Want To Make You Love Me” ανακουφίζει γιατί ο Padilla ζορίζει επιτέλους την ταστιέρα, ενώ το up-tempo “Show Me Where The Light Is Going” κλωτσάει ευπρόσδεκτα σαν κομμάτι που έμεινε έξω από το “Too Hot To Sleep” των Survivor. Ένα κράμα Def Leppard εποχής “Adrenalize” και Southside Johnny (ήχος και delivery του Jersey) είναι και το “Beyond The Atmosphere”, ενώ το “Tell Me You Love Me” περνάει τη βάση - ευδόκιμο filler.
Ακριβής στο να υπογραμμίζει τη μελωδία, η φωνή του Tepper αναζητά κάτι παραπάνω από την προβλέψιμη παραγωγή, κάτι που γίνεται γρήγορα αισθητό στα “All That We Never Have”, στο άτολμο και αδύναμο να χτυπήσει το στόχο “Testimony” και το “You Know Just How You Feel”. Ενώ η φωνή ακούγεται κραταιά και γεμάτη συναίσθημα, έστω και σε ένα ρετρό ύφος, δεν παίρνει τις αιχμές που θα χρειαζόταν από την κιθάρα. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι εύηχο, ικανό να τσιτώσει τα ηχεία και να συντροφεύσει μια μακριά αυτοκινητάδα, αφήνει πάντως την αίσθηση ότι η φωνάρα του Tepper μένει αναξιοποίητη πάνω σε A.O.R. ασκήσεις που δυσκολεύουν να απογειωθούν.
Better Than The Rest, σίγουρα, αν δει πού βρίσκονται οι σύγχρονοι του RockyIV τραγουδοποιοί οι ειδικευμένοι στα soundtrack της δεκαετίας του ’80.
Οι φανατικοί του δισκογραφικά εκλεκτικού Tepper θα το αγαπήσουν έτσι κι αλλιώς, όμως το άλμπουμ αν δεν είχε τα τρία – τέσσερα πεζά κομμάτια και την κιθαριστική ατολμία του Padilla να ξεσαλώσει, θα ήταν η «επιστροφή της χρονιάς».
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.