Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Eclipse: “Viva La Victouria”


Είκοσι χρόνια παρουσίας και δράσης οι Σουηδοί Eclipse, με εξαιρετικές στούντιο κυκλοφορίες ειδικά την τελευταία δεκαετία αποδεικνύοντας ότι έχουν περίσσειο ταλέντο και μπόλικο ροκ νεύρο που χρειάζεται μία μπάντα η οποία τιμά το ψωμί που βγάζει αλλά κυρίως σέβεται απεριόριστα τους οπαδούς της.

Η παρέα λοιπόν του τραγουδιστή Erik Mårtensson, του κιθαρίστα Magnus Henriksson, του ντράμερ Philip Crusner και του μπασίστα Victor Crusner δημιουργούν μία εκρηκτική live hard rock εμπειρία γεμάτη ενέργεια, ένταση και διασκέδαση.
Ο κόσμος συμμετέχει συνεχώς, είτε τραγουδώντας είτε κραυγάζοντας δημιουργώντας μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που λείπει από πολλές αντίστοιχες live κυκλοφορίες αυτού του αιώνα.
Οι περιγραφές και οι κριτικές για το "Viva La Victouria" νομίζω ότι περισσεύουν διότι πολύ απλά είναι μία σπουδαία εμφάνιση της μπάντας που ευτυχώς κυκλοφορεί σε όλες τις μορφές (cd, dvd, vinyl, blu-ray, digital). Eίναι μία μοναδική hard 'n heavy rock πανδαισία που δεν πρέπει να αγνοήσετε
Tο "Viva La Victouria" είναι ένα υπέροχο δώρο για το εαυτό σας που αξίζει να το απολαύσετε  μέχρι τελευταία νότας, σε αυτές τις δύσκολες μέρες που ζούμε αφού η συναυλιακή ατμόσφαιρα έχει λείψει σε όλους μας όσο οτιδήποτε αλλο.
Στα έχτρα της συγκεκριμένης περιλαμβάνονται η στούντιο ηχογράφηση για το “Drive One Of Your Cars” (διασκευή στη Lisa Miskovsky), οι ακουστικές εκτελέσεις των "The Downfall Of Eden" και “When The Winter Ends’, καθώς και τρία συνθέσεις από το “Live From The Quarantine”, ένα σπέσιαλ pay-per-view show που μαγνητοσκοπήθηκε στο Studio Grondahl στη Στοκχόλμη την 1η Απριλίου 2020 στην περίοδο της καραντίνας. Παράλληλα η τριπλή έκδοση βινυλίου περιέχει δυο bonus tracks, τα "Hurt" και ‘"Mary Leigh".
Τέλος
“Viva La Victouria” το είναι βιντεοσκοπημένο και ηχογραφημένο στις 21 Δεκεμβρίου του 2019 στο Gothenburg ενώ στο DVD και το Blu-Ray περιλαμβάνονται συνεντεύξεις του γκρουπ και υλικό από την τουρνέ για το άλμπουμ “Paradigm”.
 
Φώτης Μελέτης

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Niki Tor: "Liar"


Μία νέα εξαιρετική γυναικεία φωνή, η Niki Tor μας δείχνει το πολύπλευρο ερμηνευτικό της ταλέντο με τον παρθενικό της δίσκο που τιτλοφορείται "Liar". Μία σπουδαία φωνή που ξεκινάει με βάση την Beth Hart και την Donna Missal και φτάνει σε σημείο που εκπλήσσει με τις δυνατότητες της και τους πιο δύσπιστους.

Χωρίς να υπάρχουν οι εντυπωσιακές παραγωγές και οι πολυδαίδαλες ενορχηστρώσεις ακούμε μία λαμπερή φωνή και ένα πανέμορφο δίσκο που είναι γεμάτο πάθος, ένταση και μελωδία.
Το άλμπουμ ξεκινά με το "Cry", με αρκετή blues/rock διάθεση και την φωνή της Niki Tor να σε κερδίζει ολοκληρωτικά με το καλημέρα ενώ ακολουθεί το μελωδικό "Don't mean a Thing" προσθέτοντας μία πιο ποπ οπτική.
Το "Give It a Try" ακούγεται γοητευτικό διότι συνδυάζεται η ερωτική ερμηνεία γεμάτη αισθαντικότητα της Niki Tor παιγμένη σε funky/rock ρυθμό ενώ έπεται το "Liar" που κινείται σε ροκ φόρμες εμπλουτισμένο με ψυχεδελικές στιγμές, θυμίζοντας ερμηνευτικά σε μερικά σημεία την Grace Slick (Jefferson Airplane).
Η συνέχεια ανήκει στο φάνκυ, "Live the Dream" με το μπάσο να κάνει εμπνευσμένες ακροβασίες, σε μία σύνθεση που το κιθαριστικό πνεύμα του Prince κυριαρχεί στον επίλογο.
Το άλμπουμ κλείνει με το υπέροχο "Stay Now" και την τρυφερή μπαλάντα "Wasted Love" που τα φωνητικά φλερτάρουν με την Dolores O'Riordan και την Tarja.
Παράλληλα στο άλμπουμ υπάρχουν και δυο ακουστικές εκτελέσεις των κομματιών "Cry" και "Don't mean a Thing" στα οποία απλά επιβεβαιώνεται το σπουδαίο τραγουδιστικό ταλέντο της Niki Tor.
Οφείλουμε να επισημάνουμε πως η δημιουργικότητα του συνθέτη, παραγωγού και στιχουργού του άλμπουμ John Jeff Touch είναι σε υψηλά επίπεδα και κατορθώνει να παρουσιάσει μέσω της θαυμάσιας φωνής της Νiki Tor λατρεμένους ήχους από το παρελθόν σε αρκετά σύγχρονο ύφος.
Τέλος σημαντική και καθοριστική είναι η συμβολή του Stathis Karipidis που παίζει κιθάρα και μπάσο δίνοντας ένα μοναδικό χρώμα και μία πανέμορφη ρυθμικότητα σε όλες τις συνθέσεις του άλμπουμ ενώ ο Stelios Sioulas στα τύμπανα ανέδειξε με την σειρά του το πάθος και την ένταση του άλμπουμ.

Φώτης Μελέτης

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Stan Bush: "Dare to Dream"


Γεννημένος τον Ιούλιο του 1953 στο Ορλάντο της Φλόριδας, ο Stan Bush είναι μία από τις παλιές καραβάνες του aor/melodic rock ήχου που έχει συμβάλει καθοριστικά με τις κυκλοφορίες του στην ευρεία αποδοχή του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

Ο αμερικανός συνθέτης απογειώθηκε εμπορικά και έγινε γνωστός από το θρυλικό animated film της περίφημης τηλεοπτικής σειράς “The Transformers” με το κομμάτι "Touch" τo 1986. Παράλληλα άλλη μία σημαντική στιγμή στην καριέρα του ήρθε το 1997 με τη βράβευσή (ΕΜΜΥ) για την σύνθεση "Til I Loved by You" και επιπρόσθετα έχει γράψει κομμάτια παρέα με σημαντικούς δημιουργούς όπως ο Jonathan Cain (Journey,) Jim Vallance (Bryan Adams, Aerosmith,) και Paul Stanley (KISS) ενώ έχει τραγουδήσει σε άλμπουμ των Αlice Cooper, Jefferson Starship και αρκετών άλλων καλλιτεχνών.
Η δισκογραφική του πορεία ξεκίνησε το το 1979 με τους Boulder για ένα μοναδικό δίσκο και συνέχισε σαν σόλο και για ένα φεγγάρι σαν Stan Bush & Barrage ενώ παράλληλα είχε συμμετάσχει σε αρκετές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές.
Το "Dare to Dare" είναι η 14η σόλο στούντιο κυκλοφορία του και το άλμπουμ ξεκινά με το θαυμάσιο "Born to Fight" που νομίζεις ότι ήταν ήταν ξεχασμένο σε καποιο soundtrack με πρωταγωνιστή τον Σταλόνε ή τον Ράλφ Μάτσιο!!! Δικαιολογημένος ως ένα σημείο ο συνειρμός αφού το τραγούδι ακούγεται  στη δημοφιλή σειρά κινουμένων σχεδίων “BAKI and Kengan Ashura” που παρουσιάζει το Netflix και το συνυπογράφει ο Lenny Macaluso, με τον οποίο ο S. Bush είχε γράψει και το “The Touch” από το soundtrack της ταινίας “Transformers”.
Tο "Dare to Dream" κινείται κι αυτό στο ίδιο aor/baywatch ύφος όπως και το "The Times of Your Life" ενώ το ημιμπαλαντοειδές "A Dream of Love" είναι μία αριστουργηματική σύνθεση με τον Stan Bush να κάνει μία ανατριχιαστική ερμηνεία ειδικά στο ρεφρέν.
Το "The 80's" απλά τονίζει ποιο είναι το πνεύμα του άλμπουμ ενώ η μπαλάντα "Live and Breathe" θυμίζει Loverboy και Chicago.
Με το "Heat of Attack" έχουμε πιο ροκ ρυθμούς και το ρεφρέν να θυμίζει Survivor.
Ακολουθεί το αξιόλογο "Dream Big" ενώ μία από τις κορυφαίες συνθέσεις του άλμπουμ είναι το πραγματικά υπέροχο "True Believer" σε μία καθηλωτική εκτέλεση.

Ο δίσκος κλείνει με το AOR-άδικο "Never Give Up" και την μέτρια μπαλάντα "Home".
Ο Stan Bush με το "Dare to Dream" επιμένει να μας υπενθυμίζει την '80s εφηβεία μας σε φουλ aor παλιομοδίτικη διάθεση προσπερνώντας άνετα τα ενοχικά σύνδρομα που προσπαθεί νας μας επιβάλει η πολιτική ορθότητα των σύγxρονων life/style media.
 
Φώτης Μελέτης

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

AC/DC: "Power Up"



Υπάρχει ένα διττό μέτρο για κυκλοφορίες σαν κι αυτή, ανεξάρτητο από την μουσική «αξία» τους. Ένα ζύγι, που μ’ αυτό πρέπει να αναμετρώνται. Από τη μια ο ενθουσιασμός που μαζικά προκαλούν και από την άλλη ο σεβασμός που δείχνει να τρέφει ο καλλιτέχνης γι’ αυτόν τον ενθουσιασμό – το αν δίνει, με άλλα λίγια, το καλύτερο που του είναι δυνατόν (αν όχι κάτι παραπάνω).

 

Όταν η ζυγαριά ισορροπεί με αντίβαρα αυτά τα δύο στοιχεία, η καινούρια κυκλοφορία κάθε θρύλου είναι δικαιολογημένο, αφενός να απασχολεί εμάς, ως ακροατές περισσότερο απ’ ό,τι η μέση μουσική επικαιρότητα, αφετέρου την ιστορία του ροκ-εν-ρολ, ως κάτι παραπάνω από μια απλή υποσημείωση.  
Για κεφάλαια όπως οι AC/DC που επιμένουν σε πείσμα των πάντων να αναπνέουν, Πετριδισμοί (εξαντικειμενικοποιήσεις) και υπερθετικά έχουν πάψει να εχουν νόημα εδώ και πολλά χρόνια.  
Δεν υπάρχει, γράφεται από ‘δω κι από κει, η λέξη “Rock” στον τίτλο τραγουδιού τους, για πρώτη φορά εδώ και 32 χρόνια.
Τί λέτε ρε; Πάρτε παραμάσχαλα τα ξενεροκ μυαλά σας και πείτε μας τίποτε για την Αριάννα Γκράντε, ξέρω ’γω.  


Είναι το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορεί, αφ’ ότου ο άνθρωπος ριφομηχανή, o Μalcolm Young δεν υπάρχει πια. Το “Rock Or Bust” του ’14, που κυκλοφόρησε με τον Malcolm βαριά άρρωστο, δεν ήταν παρά βεβιασμένο, κουρασμένο και πρόχειρο. Έξι χρόνια μετά, ο Angus, αφού έψαξε στα αρχεία της μπάντας για ακυκλοφόρητα κομμάτια, δηλώνει ότι το “Power Up” είναι ένα tribute στο μακαρίτη αδερφό του, «όπως το Back In Black ήταν για τον Bon Scott».  
Τέτοιες δηλώσεις, προφανώς, είναι ανόητο να απομονώνονται και να χρησιμοποιούνται ακόμη κι ως διαφημιστικά κόλπα.
Ο διεθνής τύπος, απαρτιζόμενος κατά μεγάλη πλειοψηφία από ανιστόρητους αναμασητές κλισέ έπεσε στην παγίδα.
Ασφαλώς και το άλμπουμ δ ε ν είναι “το νέο Back In Black”.  
Από τη στιγμή, όμως, που η οικογένεια Young κατέφυγε στη -μόνη λογική- λύση, να διατηρήσει το DNA του ήχου και κυριολεκτικά, εντάσσοντας στη μπάντα τον 64χρονο Stevie Young (αυτόν που το Μάη του ’88, στην περιοδεία του “Blow Up Your Video” είχε και πάλι ντουμπλάρει το μακαρίτη Malcolm που εκείνη την περίοδο είχε δυσεπίλυτες διαφορές με το μπουκάλι) – γιο του μεγαλύτερου αδελφού της οικογένειας, Stephen Young, ανηψιό του .. 65χρονου Angus και του μακαρίτη Malcolm- το στοίχημα είναι ένα: Να διατηρηθεί και να αποτυπωθεί στην καινούρια κυκλοφορία το πνεύμα του Malcolm.
Και το στοίχημα αυτό κερδίζεται με το παραπάνω.    
Το υλικό είναι πολύ πιο ζωηρό από το “Rock Or Bust”, πιο συνεκτικό και με λιγώτερα γεμίσματα από το “Black Ice” και αποδίδεται με αμεσότητα και καθαρότητα τέτοια που ακυρώνει τα ηλικιακά ίχνη των μουσικών που το αποδίδουν.
O73χρονος Brian Johnson –μετά την περιπέτεια με την ακοή του- ακούγεται εντυπωσιακά πιο δυνατός και σταθερός στις χαμηλές.
Ο 60χρονος Brendan O’ Brian –καθόλου τυχαίος [Black Crowes, Red Hot Chili Peppers, Pearl Jam, Neil Young, Bruce Springsteen]- δίνει λίγo μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτό, το τρίτο του άλμπουμ μαζί τους (λ.χ. τα δεύτερα φωνητικά επανακάμπτουν πιο συχνά και πιο λειτουργικά) και το αποτέλεσμα –ακόμη κι αν πολλές φορές θυμίζει έντονα κάτι προηγούμενο- χτυπάει ανάμεσα στα μάτια.  
ΤοRealize, ένα από τα πιο ενθουσιώδη εναρκτήρια κομμάτια  της δισκογραφίας τους, με moodακάθεκτο όπως το “Heatseeker”, ξυπνάει από τα πρώτα δευτερόλεπτα την ιδιαίτερη αίσθηση που μοιράζονται οι ανά τη γη AC/DCόβιοι. «ΓΑΜΩ!».  


Το “Rejection”, ένα πιο κοφτό “Shot Down In Flames” με στίχους που θα κάνουν τους δικαιωματιστές να πετάξουν καντήλες (“If you reject me, I'll take what I want - Take what I want - Disrespect me, and you get burned”), δίνειτη  θέση τουστο“Shot In The Dark”, την πρώτη γεύση που μας έδωσαν από το δίσκο, μέσα στον Οκτώβριο. Ακούγεται τετριμμένο, όμως με τις απανωτές ακροάσεις περνάει ύπουλα κάτω από το δέρμα.  Το Through the Mists Of Timeσε πρώτη ακρόαση μοιάζει με κάτι που έμεινε έξω από το “Black Ice”, όμως τα δεύτερα φωνητικά χρησιμοποιούνται έξυπνα και προσδίδουν στη σκληρή φωνή του Johnson μια διάσταση πραγματικής νοσταλγίας.
To Kick You When Youre Downείναι ένα μανιακό boogieπαράπονο, σχεδόν βλέπεις τον μακαρίτη Μάλκολμ να γκρινιάζει με την λεπτή, ένρινη φωνή του επειδή κάποια γυναίκα τον ξεβολεύει (από το άραγμα, από το στούντιο, απ’ ο,τιδήποτε).  
Η ροή σ’ ένα άλμπουμ σαν κι αυτό είναι τεράστια υπόθεση και στο “Power Up”  είναι μελετημένη να μεγεθύνει την επίδραση. Φτάνοντας στο Witchs Spell” – φέρνει κάπως στο “Sportin’ For A Fight”- πρωταγωνιστής αναγκάζεσαι να παραδεχθείς ότι είναι, εξίσου με τους Angus και Johnson αυτή η διαολεμένη η ρυθμική βάση -ο CliffWilliams και ο PhilRudd- που δεύτερή της δεν υπάρχει στον πλανήτη. Κάτι που ενισχύεται από το γρήγορο Demon Fire-σαν ένα outtakeτου “Safe In New York City” με πρωϊνές σηκωμάρες και το Wild Reputationμε τo cruisingfeeling ανάμεσα σε και “C.O.D.” και “Shot Of Love”. Το No Mans Land είναι πιθανόν το λιγώτερο αξιομνημόνευτο από όλο το άλμπουμ, το οποίο όμως κλείνει δυνατά – σε ευχάριστη αντίθεση με τα τελευταία τουλάχιστον 3 τους άλμπουμ που παραχώνουν τα λιγώτερο δυνατά κομμάτια προς το τέλος – με τρία καλοζυγισμένα χτυπήματα:
Το Systems Down με το θανατερό ρυθμό κι ένα σόλο σπάστα όλα. Το “Money Shot” με το άχαστο groove – σαν το “What Do You Do For Money Honey”, 40 χρόνια μετά το αυθεντικό- και τη ρεφραινάρα Doctor, what's the antidote? - Lady, try the money shot”. Και τέλος το σκληρόCode Redπου μας κρατάει σε επιφυλακή. 

Σημειωτέον ότι ο Angus, από το πρώτο κομμάτι μέχρι το τελευταίο, εξαπολύει τις πωρωτικές του ηλεκτροφόρες εκκενώσεις πιο υπολογισμένα και ελεγχόμενα σε έκταση, όπως τα τελευταία 20 χρόνια.  
Ο δίσκος, χωρίς να έχει κομμάτι – κράχτη, λειτουργεί σαν σύνολο πολύ καλύτερα από ο,τιδήποτε έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία 30 χρόνια, όταν και μετατράπηκαν, θέλοντας και μη, σε μπάντα με single– λαγούς. Κατά τούτο, όντως διατρέχεται από το πνεύμα του Malcolm. Το οποίο, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος ο μακαρίτης συνοψίζεται στο: “If I didn’t know any better, the mission is to party, ‘till broad daylight”.  
Αν θα είναι αυτό το τελευταίο τους άλμπουμ, κανείς δεν ξέρει. Σε περίπτωση που είναι, η ιστορία θα γράψει ότι μέχρι τέλους συμπύκνωσαν την ουσία του ροκ εν ρολ. Όπως, πάντως, φαίνεται από την ενέργεια που εκλύεται από το “Power Up”,  δεν πρόκειται για εξόδιο, αλλά για προειδοποίηση:  
«Το νου σας καργιόλια, ο Chuck Berry έπαιζε μέχρι τα ενενήντα».  

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Warrior Soul: "Cocaine and Other Good Stuff"

 


Στην ανατολή της δεκαετίας του ’90s, ξεπήδησε μία εκρηκτική μπάντα που κατάφερνε να συνδυάζει τον punk θυμό, τα metal ριφ και την hard rock δυναμική. Κριτικοί και οπαδοί ενθουσιάστηκαν τόσο από τον ροκ τσαμπουκά τους αλλά και από τον επιθετικό κοινωνικοπολιτικό στίχο τους.

Ειδικά τα τρία πρώτα τους άλμπουμ, “Last Decade Dead Century” (1990), “Drugs, God and the New Republic” (1991) , “Salutations from the Ghetto Nation” (1992)  αλλά και το εκπληκτικό “The Space Age Playboys” (1994) πρέπει να βρίσκονται σε κάθε σοβαρή δισκοθήκη μιας και έδωσαν άλλον αέρα στον ροκ ήχο της εποχής.
Aπό τότε η αμερικάνικη μπάντα έχει κυκλοφορήσει μία σειρά αξιόλογων δίσκων ενώ το 2016 μας τίμησαν αφού κυκλοφόρησαν το live album, με τίτλο "Tough As Fuck: Live in Athens".
Εν έτει 2020 οι Αμερικανοί punk-rockers, Warrior Soul διασκευάζουν στο δικό τους μουσικό ύφος έντεκα αγαπημένες τους συνθέσεις.
Ο δίσκος ξεκινά κάπως μέτρια με  το "Good Times Roll" των The Cars και συνεχίζεται με το κλασσικό "Cocaine" (J.J. Cale) φυσικά σε πιο heavy εκδοχή και με τα κιθαριστικά σόλα να παίρνουν φωτιά.
Ακολουθεί το καταιγιστικό "Crosstown Traffic" του θρυλικού Jimi Hendrix  με το οποίο αποκαλύπτουν μία από τις βασικές τους επιρροές.
Σίγουρα οι Kiss είναι από τα λατρεμένα γκρουπ της μπάντας αφού αρχικά διασκευάζουν μία σύνθεση του Ace Frehley από τον πρώτο δίσκο των Kiss, το "Cold Gin" ενώ το κόλλημα τους με το συγκεκριμένο άλμπουμ φαίνεται και με την πολύ καλή διασκευή στο "Firehouse".
Εξαιρετική είναι η διασκευή που κάνουν στο "D.O.A." που υπάρχει στο δεύτερο άλμπουμ των Van Halen, στο οποίο συνδυάζουν πετυχημένα το δεξιοτεχνικό παίξιμο του μακαρίτη Eddie Van Halen με το βρώμικο ριφ του κουπλέ βγάζοντας όλη την ένταση και το πάθος του κομματιού με άψογο τρόπο.
Με το "Elected" (Alice Cooper) και το "Outlaw" (Motörhead), οι Warrior Soul βρίσκονται στο στοιχείο τους και φαίνεται να το διασκεδάζουν ανάλογα.
Άλλη μία απρόσμενη διασκευή είναι στο "Get Down Tonight" (KC And The Sunshine Band) με την οποία η αμερικάνικη μπάντα ξεδιπλώνει την disco/funk πλευρά της κάτι στο οποίο δεν μας είχε αποκαλύψει ποτέ, παίζοντας μία ενδιαφέρουσα και αρκετά ροκ εκδοχή του κλασικού κομματιού.
Με το "We’re An American Band" των θρυλικών Grand Funk Railroad απλά επιβεβαιώνουν ότι χωρίς τον ήχο και το μανιώδες παίξιμο των G.F.R. δύσκολα θα ξεφύτρωναν μπάντες όπως είναι η παρέα του Kory Clarke ενώ με το απολαυστικό "Living After Midnight" (Judas Priest) μπαίνει το κερασάκι στην "τούρτα μολότοφ" που μας σερβίρει μία από τις πιο γνήσιες αναρχο/ροκ μπάντες του πλανήτη.
 
Φώτης Μελέτης

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Euphoria: "Euphoria"


Το δίδυμο των Euphoria μπορεί να έχει τις ρίζες του, στη Νέα Υόρκη αλλά η βάση τους εδώ και χρόνια είναι η Ελλάδα. Ο λόγος για τον κιθαρίστα Τony Kash που συμμετείχε στις πρώτες δουλειές των Outloud και για την Chrisanthi που συμμετείχε συνθετικά σε ντόπιους pop καλλιτέχνες αλλά και τραγουδιστικά σε αξιόλογα country και rock events.

Η ομότιτλη παρθενική κυκλοφορία των Euphoria, έχει σαφείς επιρροές από σπουδαίους mainstream συνθέτες όπως ο Desmond Child και παράλληλα οι ερμηνείες παραπέμπουν σε υπέροχες γυναικείες φωνές όπως, η Robin Beck, η Laura Branigan, η Marie Fredriksson (Roxette), η Amy Lee( Evanescence) και η Cher!
Ο δίσκος ξεκινά με το "Higher" μία δυναμική ροκ σύνθεση, με αρκετά σύγχρονο ύφος και ιδιαίτερα φωνητικά ενώ μέρος του κιθαριστικού σόλο είναι "δανεισμένο" από το "The Price" των Twisted Sister.
Ακολουθεί το "Looking For Love" που θυμίζει έντονα το "Hide Your Heart" (Robin Beck, Kiss) και σε γυρνά σε άλλες εποχές ενώ το θαυμάσιο "Heaven's A Breath Away" συνεχίζει στο ίδιο μελωδικό/aor ύφος.
Τα "Bitter & Wise" και "Whisper A Prayer" (έχει κάτι από Roxette) αποτελούν μία νοσταλγική ωδή στα '80s ενώ το "Survivors" με το ταξιδιάρικο ρεφρέν αναδεικνύει την υπέροχη φωνή της Chrisanthi.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το "Edge Of The World" όπου το ρεφρέν λες και είναι γραμμένο από τον Desmond Child.
Ο επίλογος ανήκει στην μπαλάντα "Victims Of Circumstance" με την Chrisanthi να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας θυμίζοντας την Amy Lee (Evanescence) και τον Tony Kash να κάνει τα δικά του “μαγικά” και να μετατρέπει, την εν λόγω σύνθεση σε metal χείμαρρο λίγο πριν το τελείωμα της.
Επίσης οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στον δίσκο συμμετέχουν ο Theodore Ziras στην κιθάρα, ο Kevin Harper στο μπάσο, ο Brian Cox στα τύμπανα και ο Greg Herndon στα πλήκτρα ενώ οι ηχογραφήσεις του άλμπουμ έγιναν στα Kevin Harper Studio στο Nashville.
Συνοπτικά έχουμε να κάνουμε με μία όμορφη μελωδική ροκ κυκλοφορία που αξίζει να την ακούσετε ειδικά για όσους το καλοκαίρι διαρκεί δώδεκα μήνες το χρόνο!

Φώτης Μελέτης

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Tokyo Motor Fist: "Lions"


Καμία φορά από το πουθενά και μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη, ακούγοντας έναν δίσκο σε εντυπωσιάζει τόσο πολύ που ακούγοντας τον, ξανά και ξανά αποφασίζεις πως είναι σίγουρα ένας από τους καλύτερους των τελευταίων ετών!!!

Με μία πλειάδα απίστευτων ''μπαρουτοκαπνισμένων'' μουσικών όπως οι Ted Poley, τραγουδιστής των Danger Danger, ο Steve Brown κιθαρίστας των Trixter  και εξαιρετικός παραγωγός, μαζί με τους Greg Smith (Ted Nugent, Rainbow, Alice Cooper) στο μπάσο και ο ντράμερ Chuck Burgi (Rainbow, Blue Oyster Cult, Joe Lynn Turner) δημιούργησαν, συνέθεσαν και κυκλοφορούν τον δεύτερο απίστευτο δίσκο των Tokyo Motor Fist. Κι αν το ομότιτλο πρωτόλειο τους ήταν πραγματικά μουσική ''αποκάλυψη'', τώρα μετά από τρία χρόνια σιγής φαίνεται πως η "corona-πανδημία" και ο κατά ανάγκην εγκλεισμός ήταν πολύ παραγωγικός για την μπάντα που συνέθεσε εξαιρετικά μοναδικές συνθέσεις.
Όσοι πάντως περιμένουν ένα μουσικό "υβρίδιο" της σπουδαίας μουσικής των Danger Danger ή των Trixter υπάρχουν γιαυτούς ''χαράς ευαγγέλια''!!!
Αν αρέσκεστε στο ύφος του party/blue sky/ανεβαστικού και πολύ μελωδικού Hard Rock θα επανέλθει στην μνήμη σας μία πλειάδα συνθέσεων που η ''χρονομηχανή της μελωδίας'' θα σας μεταφέρει άμεσα.
Οι  περισσότεροι δίσκοι σήμερα συνήθως έχουν 3-4 το πολύ συνθέσεις που τραβούν την προσοχή του ακροατή και εντυπώνονται στην ακροαστική θύμηση. Τούτος λοιπόν ο δίσκος έχει δέκα (στην Γιαπωνέζικη έκδοση που παρουσιάζουμε 11) συνθέσεις μία προς μία, θαυμάσιες.
Φανταστείτε ότι το "Lions" είναι το μουσικό "μωρό" των Trixter, των Danger Danger και των Def Leppard – ειδικά στην εκρηκτική σύνθεση "Youngblood" γόνος των πρώιμων Leppard με τις κιθάρες να δημιουργούν ένα ατόφιο μελωδικό '80ς ραδιοφιλικό Rock.
Λαμπρή σύνθεση και τα ακόμη καλύτερα έρχονται….
Το "Monster In Me" απόλυτος καλοκαιρινός "ύμνος" βγαλμένος από την πρώτη δισκάρα των Danger Danger με την ''γλυκόλαλη'' κιθάρα, το εθιστικό ρεφραίν, τις πανέμορφες αρμονίες και τα αιθέρια φωνητικά.
Και το πάρτι δεν τελειώνει εδώ: με το "Dream Your Heart Out" τις βαρύτερες κιθαρωδίες, πριν τα ''μεταξένια'' φωνητικά ''εισβάλουν'' στην σύνθεση και την ''απογειώσουν''.
Η μπαλάντα από άλλο μουσικό ''πλανήτη'', επιγράφεται "Blow Your Mind" και παραπέμπει στους θρύλους της μελωδικότητας Mr. Big.
Η κομματάρα του δίσκου είναι αδιαμφισβήτητα το "Sedona"!!!
Από τις καλύτερες συνθέσεις που άκουσα εδώ και χρόνια, ανεβασμένο επίπεδο, άλλης κλάσης ειδικά με την χρήση πνευστών, καθώς ο βιρτουόζος σαξοφωνίστας Mark Rivera (Billy Joel, Ringo Starr) συμμετέχει και χαρίζει μία απίστευτη αίσθηση στην σύνθεση που σε παραπέμει στην εποχή των μεγιστομέγιστων Foreigner και την υπερσύνθεση "Urgent".
Άλλες δύο μεγαλειώδεις συνθέσεις είναι τα εκ διαμέτρου μουσικά αντίθετα, το "Look Into Me" μία μπαλάντα που σήμερα θα ήταν για εβδομάδες "ανεβασμένη στη κορυφή" των charts και το φλογερό "Winner Takes All" που ξεκινά με λουστραρισμένα έγχορδα για να ξεπηδήσει μια απίστευτη ροκάδικη εθιστική κιθαρωδία με πλούσια φωνητικά που όταν τελειώσει το τραγούδι αναρωτιέσαι για την πληθωρικότητα της μελωδίας. Μία σύνθεση περιόδου "Slippery When Wet" των Jovi, με διάχυτη την αίσθηση των '80ς.
 Το εκρηκτικό "Around Midnight" έχει πλέρια  Tyketto-Bryan Adams (περιόδου WUTN)  διάθεση, ενώ το "Mean It" θυμίζει ξανά τους πολυπλατινένιους Def Leppard με τον Poley να τραγουδά βγάζοντας τα σώψυχα του.
Το ομότιτλο "Lions" με την επικότητα του, μεγαλοπρεπές, επενδυμένο με απίστευτη ορχηστρική ''παλέτα'' πλήκτρων από τον μοναδικό  ροκ θρύλο Dennis DeYoung.
Το απίστευτο sleazy, "Decadence On 10th St" είναι ένα "ευπρεπές" glam δυναμικό τραγούδι, ενώ οι "νέας εσοδείας" Europe αντιπροσωπεύονται με το "Dream Your Heart Out".
Μεγαλοπρεπή μελωδικά χορωδιακά φωνητικά,  πληθωρικές αρμονίες, εθιστικές κιθαρωδίες, στιβαρή ρυθμική γραμμή.
Ειλικρινά, περισσότερο "80ετίλα" πεθαίνεις…
Ακούγοντας τον δίσκο μεταφέρθηκα στο λύκειο την εποχή που κυκλοφόρησε το "Sweet Child O’ Mine" και ολημερίς το φορητό κασετόφωνο έπαιζε στην διαπασών και σε επανάληψη τον "ύμνο" των Guns n Roses.
Στην τελική, με το "Lions" οι Tokyo Motor Fist παρουσιάζουν με αριστουργηματικό τρόπο το εντυπωσιακό AOR μελωδικό τους hard rock.
Αν σας άρεσε το εντυπωσιακό πρωτόλειο τους άλμπουμ, αυτό εδώ θα το λατρέψετε!
Εγγυώμαι!!!

 Νότης "Winner Takes All" Ραβανίδης

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Vega: "Grit Your Teeth"


Όταν οι Βρετανοί VEGA κυκλοφόρησαν, το 2010 το ντεμπούτο τους άλμπουμ "Kiss of Life", ο ενθουσιασμός μου εκείνη την περίοδο ήταν τόσο μεγάλος που είχα χαρακτηρίσει την παρθενική τους δουλειά "ως ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό μελωδικό δίσκο που δεν επαναλαμβάνει τα τετριμμένα aor και τα προβλεπόμενα melodic ρεφρέν".


Αισίως λοιπόν οι VEGA συμπλήρωσαν πάνω από δέκα χρόνια ζωής και αυτή την χρονιά κυκλοφορούν τον έκτο στούντιο δίσκο τους που φέρνει τον τίτλο "Grit Your Teeth" και ουσιαστικά απέχουν αρκετά από όσες '80s επιρροές τους είχαν απομείνει. Βέβαια ο μπασίστας Tom Martin δηλώνει συνεχώς ότι δεν θέλουν πλέον να θυμίζουν μπάντες των '80s αλλά να είναι κυρίως αναγνωρίσιμοι μέσω του δικού τους μελωδικού hard rock ήχου.
Παράλληλα όλη αυτή την δεκαετία το γκρουπ κυκλοφόρησε αξιόλογα άλμπουμ, άνοιξε συναυλίες μεγάλων ονομάτων (FM, Magnum, Skidrow, Quirerboys) και κατόρθωσε να φτιάξει ένα δικό του κοινό χωρίς όμως να έχει την μεγάλη αποδοχή και την επιτυχία που θα επιθυμούσε.
Το άλμπουμ ανοίγει με το "Blind" που θυμίζει κάτι μεταξύ Guns Ν' Roses και Skidrow και συνεχίζει με το εξαιρετικό και εμπνευσμένο "(I Don’t Need) Perfection".
Ακολουθεί το ξεσηκωτικό "Grit Your Teeth" που παραπέμπει στους "σύγχρονους" Bon Jovi με ένα ρεφρέν που κολλάς μαζί του ενώ στο "Το Man On A Mission" κυριαρχούν τα επεξεργασμένα φωνητικά του N.Workman που του προσδίδουν μία ξεχωριστή hard rock γοητεία.
 Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το εκπληκτικό "Don’t Fool Yourself" που σε κερδίζει ολοκληρωτικά με το σαρωτικό ρεφρέν του.
Το "Consequence Of Having A Heart" περιέχει μελωδικά στοιχεία που παραπέμπουν στους Tears for Fears (συγκεκριμένα το "Mad World") και είναι με διαφορά η καλύτερη σύνθεση του άλμπουμ με εξαίσια προοδευτική ροκ κατεύθυνση.
Το "This One’s For You" ακολουθεί το ίδιο μεγαλεπήβολο hard rock/prog μελωδικό μοτίβο του δίσκου με τα φωνητικά του Nick Workman να το κάνουν ακόμη πιο δυναμικό.
Το "Battles Ain’t A War" κινείται σε πιο χαλαρούς ροκ ρυθμούς με τον Nick Workman για πολλοστή φορά μαζί με τα εκρηκτικά κιθαριστικά σόλα να απογειώνουν μία αξιόλογη σύνθεση. Τα "Save Me From Myself" και "How We Live" εμμένουν στα ίδια ηχητικά μονοπάτια που έχουν καθιερώσει oι Vega αποτελούμενα από δυνατά ρεφρέν, πρωτοποριακές μελωδίες και δυναμικές κιθάρες ενώ το άλμπουμ κλείνει με το αδύναμο "Done With Me".
Eν κατακλείδι οι Vega μας εξέπληξαν ευχάριστα για άλλη μια φορά αφού έβαλαν μπόλικη ψυχή και έμπνευση και το σημαντικότερο είναι ότι δεν αναλώθηκαν σε κλισέ aor μοτίβα του περασμένου αιώνα αλλά βγάζουν την δική τους προσωπικότητα και την δική τους μελωδική ροκ δυναμική.
 
Φώτης Μελέτης

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Rick Springfield: "Living In Oz"


Γεννημένος τον Αύγουστο του 1949, σε ένα προάστιο κοντά στο Σύδνεϋ, γιος στρατιωτικού (όχι ιδιαίτερα αυστηρού σύμφωνα με τον Rick Springfield). Aιτία όλων όσων ακολούθησαν στη ζωή του ήταν μία συναυλία που έδωσαν οι Beatles στη Μελβούρνη στο Festival Hall όταν ήταν 14 ετών που καθόρισε για πάντα την μετέπειτα μουσική πορεία του Αυστραλού τραγουδιστή.

Για τον μικρό Rick η δική του μουσική, περιπέτεια ξεκίνησε στην Αγγλία και ο λόγος ήταν ότι ο πατέρας του, αποσπάστηκε ως στρατιωτικός στο Ηνωμένο Βασίλειο τη χρονική περίοδο 1958 μέχρι το 1963 οπότε εκεί στη νέα χώρα (έστω και προσωρινή) άρχισε να μαθαίνει ο Αυστραλός δημιουργός, κιθάρα και να επηρεάζεται από τις ποπ μελωδίες που έπαιζε τότε το βρετανικό ραδιόφωνο.
To δισκογραφικό του ξεκίνημα, έγινε με την μπάντα των Zoot όπου βασικά έπαιζε κιθάρα και έκανε τα δεύτερα φωνητικά και έμεινε μαζί τους μόνο για λίγα χρόνια (1969-1971). Μετά την αποχώρηση του από την μπάντα των Zoot συνεχίζει σε σόλο καριέρα. Το πρώτο σίνγκλ που κυκλοφορεί είναι το “Speak to the Sky” από το ντεμπούτο του σόλο άλμπουμ με τίτλο “Beginnings” (1972) και κάνει μεγάλη επιτυχία στην χώρα του αλλά σε ΗΠΑ και Καναδά.
Eκτός από τους Beatles τον είχαν επηρεάσει ο David Cassidy και Donny Osmond, οι οποίοι ήταν παράλληλα τραγουδιστές αλλά και ηθοποιοί κάτι που άρεσε πολύ στον Springfield και το έπραξε κι ο ίδιος στη συνέχεια της καριέρας του.
Η πορεία στην δεκαετία του ’70, για τον Αυστραλό τραγουδιστή ήταν ανερχόμενη με δύο καλά και πετυχημένα άλμπουμ τα Mission: Magic!” (1974) και “Wait for Night” (1976). Παράλληλα άρχισε να συμμετάσχει σε διάφορα επεισόδια τηλεοπτικών σειρών (Saga of a Star World,  Battlestar Galactica, The Rockford Files ) ενώ η συμμετοχή του στις αρχές της δεκαετίας από το 1981-1983 στην σαπουνόπερα “General Hospital” ως Dr. Noah Drake, τον βοήθησε να τον μάθει μέχρι και η τελευταία νοικοκυρά.
Μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα από την δισκογραφία λόγω τηλεόρασης φτάνουμε στο 1981 όπου κυκλοφορεί το πετυχημένο εμπορικά “Working Class Dog” (1981) και περιέχει την μεγάλη του επιτυχία “Jessie's Girl”. Η συγκεκριμένη σύνθεση κατορθώνει να κερδίσει το grammy ως καλύτερη ροκ ερμηνεία της χρονιάς εκτοξεύοντας κι άλλο την δημοφιλία του στα ύψη ενώ στο ίδιο άλμπουμ συνεργάζεται με τον  Sammy Hagar στο κομμάτι “I've Done Everything for You”.
Η επιτυχία του, συνεχίζεται με το επόμενο άλμπουμ “Success Hasn't Spoiled Me Yet” (1982) και με τις περιοδείες του να είναι σχεδόν sold out ταυτόχρονα είναι και το αγαπημένο παιδί του MTV, βοηθώντας κι αυτό στη καθολική αποδοχή του.
 



                                “Η επιτυχία του Living in Oz”,
Η αγωνία και το άγχος ώστε να συνεχιστεί η επιτυχία και με το νέο δίσκο είναι μεγάλη αλλά ακόμη μεγαλύτερη με την πλευρά της RCA Records η οποία πιέζει περισσότερο τα πράματα ενώ ο Αυστραλός ρόκερ να έχει κουραστεί με το τρίπτυχο: περιοδεία, γυρίσματα για το General Hospital και δισκογραφικές υποχρεώσεις.
Τον Απρίλιο του 1983 κυκλοφορεί το “Living in Oz”, που είναι το καλύτερο άλμπουμ στην μέχρι τότε πορεία του αλλά και συνολικά μέσα στην τριάδα των καλύτερων του άλμπουμ σε μισό αιώνα καριέρας!!!
Οι ηχογραφήσεις όμως δεν ξεκίνησαν καλά αφού ήδη υπήρξαν διαφωνίες με τον παραγωγό Keith Olsen για ποια θα είναι τα κομμάτια που θα περιληφθούν στον δίσκο με συνέπεια να χωρίσουν οι δρόμοι τους και την παραγωγή να αναλαμβάνει ο ίδιος o Springfield με την βοήθεια του Bill Drescher ώστε να δοθεί πιο έμφαση στις κιθάρες ώστε το άλμπουμ να έχει  πιο ροκ ύφος. Έπρεπε όμως να βρεθεί και ο πιασάρικος τίτλος του άλμπουμ με τον R. Springfield να λέει σε μία συνέντευξη που έδωσε τότε σε αμερικάνικο ραδιόφωνο.
"Ο τίτλος του άλμπουμ έχει διπλή  έννοια. Το "Oz" είναι ένας όρος που χρησιμοποιούν οι Αυστραλοί όταν μιλάμε για την πατρίδα μας- το αποκαλούμε Oz για σύντομο χρονικό διάστημα - και μερικά τραγούδια  αναφέρονται για εκείνα τα χρόνια που ζούσα στην Αυστραλία. Παράλληλα έχει και την έννοια ότι σε αυτόν τον "κόσμο του Οζ”  υπάρχει ένα φανταστικό σύμπαν που ξαφνικά όλοι θέλουν να μάθουν τι είναι".
Έτσι λοιπόν ο Rick Springfield προσπαθούσε να καλλιεργήσει τον μύθο της μακρυνής αλλά συνάμα συναρπαστικής χώρας ώστε το θέμα Aυστραλία να έχει ακόμη περισσότερο μυστήριο για το ομορφόπαιδο από το Σίδνεϋ.
Ο δίσκος ξεκινά με το "Human Touch" σε tech-aor ρυθμούς, και η καινοτομία είναι το εξαίσιο σόλο σαξόφωνο του Richard Elliot . Το μεγάλο  όπλο  όμως σε αυτό το άλμπουμ και η μεγάλη ανακάλυψη είναι η συνεισφορά του ταλαντούχου κιθαρίστα Tim Pierce, ο οποίος αργότερα διέπρεψε με καλλιτέχνες όπως οι Crowded House, Michael Jackson,Roger Waters, Alice Cooper, Johnny Hallyday, Phil Collins.
Όμως  η αγωνία όλων, για το πώς θα ακουγόταν το Livig in Oz” στο όποιο είχαν συντελεστεί δύο σημαντικές άλλαγες από τις προηγούμενες κυκλοφορίες (νέο παραγωγός,  νέος κιθαρίστας) δημιούργησε προβληματισμούς.
“Το "Human Touch" ήταν λιγάκι έξω από τον ήχο που είχαν συνηθίσει οι οπαδοί μου, μιας και είχαμε ορισμένους πειραματισμούς με τα κίμπορντς και με ένα όργανο που το ονόμαζαν synth woodwind  και είμαστε από τους πρώτους που το χρησιμοποιούσαμε σε δίσκο”.
Kαι μπορεί όντως η συγκεκριμένη σύνθεση να ήταν σε θέμα ήχου λίγο διαφορετικό από την εποχή του, όμως κατάφερε να κάνει την σχετική επιτυχία στις ΗΠΑ (νο 18) αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο (νο 23) εκεί που ο Αυστραλός ρόκερ δεν είχε καταφέρει σπουδαία πράματα.
Ο δίσκος συνεχίζεται με το αυτοβιογραφικό Alyson”, μία απίθανη σύνθεση με τον κιθαρίστα Tim Pierce να συμπληρώνει άψογα το ορμητικό ρεφρέν του κομματιού.



Ακολουθεί το μνημειώδες “Affair of the Heart” μία εξαιρετική δυνατή ροκ σύνθεση με τον R. Springfield να κάνει μία παθιασμένης ερμηνεία. Την εν λόγω σύνθεση συνυπογράφει ο Danny Tate με τον οποίο μαζί του έχουν συνεργαστεί σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως οι Jeff Healey, Kenny Wayne Shepherd, Lynyrd Skynyrd, , Billy Ray Cyrus και Doro Pesch.
Το “Affair of the Heart” έκανε μεγάλο πάταγο στα αμερικάνικα ραδιόφωνα και οι οπαδοί το είχαν λατρέψει σε σημείο να διεκδικεί μέχρι και το βραβείο grammy καλύτερης ερμηνείας αλλά δυστυχώς το έχασε από το “Βeat It” του Michael Jackson.
Η συνέχεια ανήκει στο τρομερό ομότιτλο κομμάτι σε δυναμικό τέμπο με τον Tim Pierce να ξεδιπλώνει το ταλέντο του ενώ ακολουθεί το πιο μελωδικό "Me & Johnny" που περιγράφει μία κοινή εφηβική ιστορία (όχι αγάπης) που είχε με έναν παιδικό του φίλου.
Οι ερωτικοί στίχοι του “Motel Eyes”, απλά συμπληρώνουν τον μύθο του στα έφηβα κοριτσάκια ενώ το κομμάτι ξεκινά αργά και μεταλλάσσεται σε μία εκρηκτική ροκ σύνθεση με την ερμηνεία του Αυστραλού τραγουδιστή να εντυπωσιάζει.
Για το "Tiger by the Tail" που θυμίζει ελαφρώς τους συμπατριώτες του Men at Work και κινείται σε ρέγκε-φάνκυ ρυθμούς o Αυστραλός έκανε μία ενδιαφέρουσα αποκάλυψη:
"Το "Tiger By The Tail" σηματοδοτεί πολλά για εμένα είναι από τα πιο προσωπικά τραγούδια αφού το είχα γράψει για μία φίλη μου που αργότερα έτυχε να γίνει σύζυγός μου”.
Ο λόγος για την τυχερή Barbara Porter με την οποία απέκτησε δύο γιους.
Το άλμπουμ συνεχίζεται με το "Souls". Μία πανέμορφη σύνθεση γεμάτη μελωδία και λυρισμό. To aor στα καλύτερα του με το ρεφρέν να σε καθηλώνει.
“Ένα από τα πράγματα που πιστεύω είναι ότι οι ίδιες ψυχές (souls) ταξιδεύουν με τις ίδιες ψυχές μέσα από τις διαφορετικές ζωές. Έχω συναντήσει ανθρώπους εδώ στις ΗΠΑ που ενώ τους γνώρισα πριν από λίγο ένιωσα ότι είχα ζήσει την δική τους ιστορία. Ειδικά αυτό μου συμβαίνει, όταν συναντώ ανθρώπους από την χώρα μου την Αυστραλία”.
Το "I Can't Stop Hurting You"  είναι ένα ακόμη εξαιρετικό κομμάτι. Με εισαγωγή που φέρνει σε “The Eye of the Tiger”  και σε ημιμπλαντοειδές ύφος. Στο ρεφρέν για πολλοστή φορά ο Rick Springfield καταθέτει πραγματικά την ψυχή του και στιχουργικά θυμίζει οικογενειακές ιστορίες χωρισμένων γονιών.
Το άλμπουμ κλείνει με του θρησκευτικού χαρακτήρα "Like Father, Like Son" όπου ακούγεται μόνο η φωνή του Rick Springfield με τα ηχοχρώματα των εγχόρδων σε μορφή βιολιού να δίνουν ένα άρτιο ύφος.
Το άλμπουμ κατάφερε να γίνει πλατινένιο στις ΗΠΑ και να κάνει την επιτυχία που επιθυμούσαν όλες οι πλευρές και φυσικά να γίνει το πιο πολυαγαπημένο άλμπουμ των οπαδών του πολυτάλαντου ρόκερ.
“Φοβήθηκα επειδή το κοινό μου ήταν κυρίως κορίτσια , μήπως νιώσουν αποξενωμένοι από τον συγκεκριμένο ήχο που ήταν λίγο πιο heavy από τα προηγούμενα άλμπουμ αλλά ευτυχώς το "Living in Oz"  μιλώντας μετά από χρόνια με τους πιστούς φαν, μου εξομολογούνται ότι είναι από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ τους”.

Υ.Γ 1.: Το βίντεο κλιπ του “Human Touch” έχει δανειστεί χαρακτήρες από τα αμερικάνικα κόμικ της Marvel καθώς και από το Nova Corps.

Υ.Γ.2: Δεύτερα φωνητικά στο άλμπουμ κάνουν ο Richard Page (Mr. Mister) και ο Tom Kelly (συνθέτης Bnagles, Cyndi Lauper).

Φώτης Μελέτης

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

H ατελείωτη....τελειότητα των U.K.

Ένα από τα ενδιαφέροντα γκρουπ στα τέλη περίπου της δεκαετίας του '70, ήταν και το Βρετανικό σούπερ γκρουπ των U.K.
Την εποχή ακριβώς που το πανκ κυριαρχούσε παντού, τέσσερις εξαιρετικοί μουσικοί αφοσιώθηκαν σε ένα εγχείρημα βραχύβιο μεν, το οποίο όμως μας άφησε μερικές σπουδαίες συνθέσεις και δύο θαυμάσια άλμπουμ.
Την μπάντα αποτελούσαν αρχικά, ο ιδιοφυής και ευφάνταστος βιρτουόζος κιθαρίστας Allan Holdsworth, ο οποίος ήδη είχε δημιουργήσει ένα καλό όνομα στην πιάτσα τόσο από τα πρωτοποριακά σόλο άλμπουμ αλλά και από τις συμμετοχές σε μπάντες όπως οι Tempest και οι Soft Machine.
Ο βιολινίστας και κημπορντίστας Eddie Jobson (Curved Air, Roxy Music, Frank Zappa), ο μπασίστας και τραγουδιστής John Wetton (King Crimson, Family, Bryan Ferry, Uriah Heep) και ο ντράμερ Bill Bruford (Υes, King Crimson). Όπως καταλαβαίνετε όλοι αυτοί είχαν ήδη ηχογραφήσει και συνεργαστεί με κολοσσούς του prog-rock και είχαν αρκετή πείρα με τον συγκεκριμένο ήχο.
H περιπέτεια των U.K. ξεκίνησε από την γνωριμία των John Wetton και Bill Bruford την περίοδο που έπαιζαν μαζί στους King Crimson. Μετά την διάλυση τους, οι δύο μουσικοί τον Σεπτέμβριο του 1976 αποφάσισαν να συνεργαστούν με τον κημπορντίστα Rick Wakeman (Yes), όμως η δισκογραφική "A & M Records" δεν άφηνε τον Rick Wakeman να συμμετέχει στο νέο υπό ίδρυση γκρουπ.
Απογοητευμένοι οι Bruford και Wetton από την αρνητική εξέλιξη με τον R.Wakeman, πλησιάζουν τον κιθαρίστα Robert Fripp ώστε να επαναδραστηριοποιήσει τους King Crimson δεχόμενοι όμως νέα απόρριψη.
Χωρίς να το βάζουν κάτω, οι δύο μουσικοί συμφωνούν να φέρει ο καθένας τους από ένα μέλος στο υπό σύσταση γκρουπ με συνέπεια ο J.Wetton να φέρει πρώτος τον πληκτρά και βιολιστή Eddie Jobson, τον οποίο ο Wetton ήξερε από την συνεργασία του με τους Roxy Music το 1976  και παράλληλα τον "κλέβει" από τον Frank Zappa. Ο Β. Bruford με την σειρά του προσλαμβάνει τον κιθαρίστα Allan Holdsworth  που είχε παίξει κιθάρα στο σόλο άλμπουμ του Bruford  (ηχογραφημένο 1977) με τίτλο "Feel Good To Me".

 
Το νέο σούπερ γκρουπ είναι πλέον γεγονός, οι ηχογραφήσεις ξεκινούν αμέσως και τον Μάρτιο του 1978 κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους ομότιτλο άλμπουμ και παράλληλα πραγματοποιούν και δύο περιοδείες στις ΗΠΑ. Οι πωλήσεις είναι αρκετά ικανοποιητικές αφού ξεπερνούν τις 250 χιλιάδες αντίτυπα. O prog ήχος των U.K. συνέπεσε με την εισαγωγή του "Yamaha CS-80" synthesizer και το όργανο έγινε βασικό κομμάτι του ξεχωριστού ήχου τους. To πάντρεμα progressive-rock και jazz-fusion ήταν αρκετά ενδιαφέρον αφού το κυρίως συνθετικό δίδυμο Jobson και Wetton μας χαρίζουν  ιδιαίτερες και συναρπαστικές συνθέσεις που έκαναν το συγκεκριμένο δίσκο να θεωρείται ακόμη και σήμερα ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών για το progressive rock.
To άλμπουμ ξεκινά με μία υπέροχη τριλογία "Ιn The Dead of Night", "By The Light of Day" και "Presto Vivace and Reprise" με τα πλήκτρα να κυριαρχούν και να συνοδεύονται με τα μοναδικά φωνητικά του J. Wetton. Στo "Thirty Years" ο κιθαρίστας Allan Holdsworth κάνει τα μαγικά του ενώ το "Alaska" είναι μία μυστηριακή -σκοτεινή σύνθεση του Jobson κάτι που δεν συμβαίνει με το "Time To Kill" στο οποίο το ηλεκτρικό βιολί κάνει ένα εκπληκτικό σόλο.
Το άλμπουμ κλείνει με το "Nevermore" που ακούγεται αρκετά φευγάτο με τα αριστουργηματικά σόλα μεταξύ Jobson και Holdsworth να δημιουργούν μία μοναδική prog πανδαισία ενώ το επτάλεπτο "Mental Medication" απλά επιβεβαιώνει το συνθετικό και εκτελεστικό μεγαλείο των U.K. 
Εμπνευσμένες μπασογραμμές, μανιακά με την ακρίβεια ντραμς ανακατεύονται με παρανοικά jazz κιθαριστικά παιξίματα και όλα αυτά σκορπίζονται στο χάος της τελειότητα πλήκτρων και βιολιού με την ενορχήστρωση να μας αφήνει άφωνους ακόμη και σήμερα. Παρότι το άλμπουμ πήρε εξαιρετικές κριτικές και είχε την αποδοχή του κοινού, τα εσωτερικά προβλήματα ανάμεσα στα μέλη της μπάντας είχαν ήδη ξεκινήσει αφού οι 4 προσωπικότητες ήταν πολύ ισχυρές και χαρισματικές και επηρέασαν τόσο αρνητικά αλλά και εν μέρει θετικά την εξέλιξη των U.K.
Συγκεκριμένα προέκυψαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στον Α. Holdsworth με τους Wetton και Jobson με αποτέλεσμα  να αποχωρήσει ο θαυμάσιος κιθαρίστας αλλά μαζί του έφυγε και ο Β. Bruford ως πράξη αλληλεγγύης αφού εκείνος τον είχε φέρει στους U.K.
Το γκρουπ όμως δεν σταμάτησε να ηχογραφεί νέο υλικό αν και υπήρχε αρκετό από τον πρώτο δίσκο και τον Μάρτιο του 1979 κυκλοφορεί το δεύτερο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ του με τίτλο "Danger Money" και με νέο μέλος στην σύνθεση του.
Στα τύμπανα είναι πλέον ο Terry Bozzio (Frank Zappa) ενώ η θέση του κιθαρίστα έμεινε κενή και οι U.K. ως τρίο πλέον περιοδεύουν ξανά στις ΗΠΑ παρέα με τους Jethro Tull.
Οι νέες συνθέσεις των U.K. είναι ένα εκρηκτικό μίγμα αποτελούμενες από καταιγιστικές  aor- prog συνθέσεις με κορυφαίο τα "Caesar's Palace Blues" και "Nothing to Lose". Ο δίσκος φυσικά δεν άρεσε στους κολλημένους κριτικούς του art-rock  όμως μετά από τόσες δεκαετίες  πιστεύω ότι τις prog συνθέσεις του "Danger Money", οι UK τις έντυσαν άψογα με τις πιο προχωρημένες aor μελωδίες της εποχής και όλα αυτά χωρίς κιθαρίστα!!!.
Άλλωστε τόσο το αρχικό ομότιτλο κομμάτι όσο και το επιβλητικό "Carrying No Cross" αποδεικνύουν ότι μπορούν παράλληλα να συνυπάρχουν ο ακούραστος περφεξιονισμός και ο δυναμικός προοδευτικός ήχος.
Η ποπ σύνθεση "Rendezvous 6:02" ξεδιπλώνει μία άλλη μελωδική πλευρά του σχήματος ενώ το "The Only Thing She Needs" επαναφέρει την ορμητικότητα των U.K. με τον Terry Bozzio να κάνει πραγματικά όργια, τον Eddie Jobson να νομίζεις ότι παίζει πέντε όργανα μαζί και τον Wetton να βάζει τα θεμέλια για τα έπη που θα έγραφε λίγα χρόνια αργότερα με τους Asia!
 

Μετά από μια τελική ευρωπαϊκή περιοδεία τον Δεκέμβριο του 1979, και παρά τα σχέδια για την καταγραφή ενός νέου άλμπουμ τον Μάρτιο του 1980, οι U.K. ρίχνουν την αυλαία καθώς οι Jobson και Wetton είχαν διαφορετικές ιδέες για το πώς πρέπει να εξελιχθεί η μπάντα.
Ο Jobson ήθελε μία πιο prog κατεύθυνση του σχήματος ενώ ο Wetton επιθυμούσε συνθέσεις να θυμίζουν πιο πολύ "τραγούδια" με λιγότερη χρονική διάρκεια.
Πολύ αργότερα έγινε μία αποτυχημένη απόπειρα  επανένωσης των U.K. ειδικά από το 1995 έως το 1998, όταν Jobson και ο Wetton συνεργάστηκαν ξανά σε ένα προτεινόμενο άλμπουμ επανένωσης, με την βοήθεια των Bruford, Tony Levin, Steve Hackett και Francis Dunnery και θα έφερνε τον τίτλο "The Legacy". Τελικά τα κομμάτια που ηχογράφησαν δεν κυκλοφόρησαν σε δίσκο  αλλά μετά από καιρό τρεις συνθέσεις από εκείνες τις ηχογραφήσεις βρέθηκαν σε μια συλλογή της βουλγαρικής χορωδίας γυναικών που διοργάνωσε ο Jobson!!!
Τον Απρίλιο του 2011 οι U.K. επανενώνονται για τρεις εμφανίσεις στην Ιαπωνία όπου εκτός των Jobson και Wetton το σχήμα συμπληρώνουν ο τζαζίστας κιθαρίστας Alex Machacek και ο ντράμερ Marco Minnemann (The Aristocrats). To 2013 κυκλοφορούν  από τις συγκεκριμένες εμφανίσεις το "Reunion – Live in Tokyo" σε cd/dvd.
Επιπρόσθετα περιλαμβάνει και την εκτέλεση του τραγουδιού "Nevermore"  το οποίο έπαιξαν για πρώτη φορά ζωντανά στην ιστορία της μπάντας.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 2009 είχε προηγηθεί μία άτυπη  επανασύνδεση στην Πολωνία υπό το πρίσμα του project με τίτλο  U-Z Project, με τρεις live εμφανίσεις και κυκλοφόρησε με τίτλο "Ultimate Zero Tour – Live".
 

Υ.Γ.: Οφείλουμε να προσθέσουμε ότι έχει κυκλοφορήσει το 2015 και το live album με τίτλο "Curtain Call" ηχογραφημένο κι αυτό στην Ιαπωνία, τον Νοέμβριο του 2013. Τέλος το 1999 κυκλοφόρησε το "Live in Boston" από την σειρά "Concert Classics, Vol. 4" που περιλαμβάνει την εξαιρετική συναυλία που έδωσε η μπάντα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1978 στην Βοστόνη με την αρχική της σύνθεση.

 
Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Πίστη, Χριστός και Rock 'n Roll !!!


Αντί κάποιου μακροσκελή προλόγου επέλεξα να αναδημοσιεύσω ένα απόσπασμα από την συνέντευξη που έδωσε πριν μερικά χρόνια ένας από τους καινούργιους και πιο εμπνευσμένους ροκ δημιουργούς των τελευταίων ετών, ο Αμερικανός Jonathan Jackson.
Η συνέντευξη δόθηκε στην Πεμπτουσία και εξηγεί με τον δικό του τρόπο τα περί μουσικής και πίστης.
«Νομίζω ότι ο στόχος στη μουσική, όπως είχε πει ο Bob Dylan, η υψηλότερη μορφή τραγουδιού είναι η προσευχή. Και το πιστεύω αυτό. Και ο Bob Dylan και ο Bono και μερικοί άλλοι καλλιτέχνες, είπαν ότι τα καλύτερα μουσικά κομμάτια μας δεν είναι γραμμένα από εμάς, εμείς απλά τα ανακαλύψαμε, αυτά ήταν ήδη γραμμένα, και εμείς απλά τα ανακαλύψαμε. Οπότε έχουμε μία σχέση με το Θεό, ο οποίος «περπατά στο δωμάτιο» κατά κάποιο τρόπο, για να δημιουργηθεί κάτι το οποίο θα έχει πραγματική αξία. Η προσευχή για εμένα, στους στίχους και στη μουσική, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα, για να υπάρξει ένα είδος θεραπείας, ένα είδος αφύπνισης και πόθου για το Θεό.
Συνεπώς, η μουσική αυτή δεν είναι γραμμένη μόνο για Χριστιανούς, αλλά είναι για τον καθένα, και θέλω η μουσική και οι στίχοι μου να μιλούν στους ανθρώπους ανεξάρτητα με το πού βρίσκονται.

Και κλείνοντας ο Jonathn Jackson τονίζει ότι: "Το είδος της μουσικής που παίζουμε είναι φτιαγμένο για τον κόσμο. Προσπαθούμε να είμαστε στο σωστό δρόμο και να τραβούμε τον κόσμο σ’ αυτόν, χωρίς να κάνουμε κήρυγμα, αλλά με το να τον εμπνέουμε και να τον οδηγούμε… στον χώρο της καλοσύνης, της ευσπλαχνίας και της αγάπης».
Παρακάτω παραθέτουμε μία σειρά τραγουδιών, που έχουν καθαρά χριστιανικό περιεχόμενο ερμηνευμένα από σημαντικούς ροκ καλλιτέχνες. Είναι νομίζω το καλύτερο φάρμακο στο σκοτάδι των ημερών που ζούμε...

 
 
Kerry Livgren/AD: Portrait II (remake)
Αlbum: "Prime Mover" (1988)
O Kerry Allen Livgren, ήταν μία από τις ηγετικές προσωπικότητες των Kansas, ο οποίος μαζί τους, ηχογράφησε όλα τα κλασσικά τους άλμπουμ. Το 1983 αποχωρεί από την θρυλική μπάντα και σχηματίζει τους A.D. και με δηλωμένη την αγάπη του στην χριστιανική πίστη διασκευάζει ή καλύτερα ξανά-ηχογραφεί με διαφορετικούς στίχους και με κύριο θέμα τον Χριστό, το υπέροχο "Portrait (He Knew)" που βρίσκεται στο άλμπουμ των Kansas με τίτλο "Point of Know Return" (1977).
 
 
Triumph: "Fight the Good Fight"
Αlbum:  "Allied Forces" (1981)
Oι Καναδοί hard rockers, δεν είχαν σχεδόν ποτέ αναφορές σε θέματα πίστης και θρησκείας αλλά ακολουθούσαν "ευλαβικά" την ροκ πορεία τους. Στο πέμπτο άλμπουμ τους, υπάρχει το εξαιρετικό "Fight the Good Fight" που έχει αναφορές από την Βίβλο και για τα θετικά μηνύματα που στέλνει προς όλους τους ανθρώπους. Άλλωστε και ο τίτλος του κομματιού είναι σαφής και αναδεικνύεται  αριστουργηματικά από το δυναμικό του ρεφρέν.
 
 
Black Sabbath: "After Forever"
Αlbum: "Master of Reality" (1971)
Οι πατέρες της heavy metal μουσικής στα πρώτα βήματα τους λόγω του "σκοτεινού" και βαρύ ήχου τους είχαν κατηγορηθεί ότι προβάλλουν αρνητικά μηνύματα σε σημείο, ότι προωθούσαν τον σατανισμό. Η συγκεκριμένη σύνθεση ήταν μία αποστομωτική απάντησε προς όλους αυτούς που υποκριτικά τους κατηγορούσαν ειδικά τα πρώτα χρόνια της διαδρομής τους. Προς ενημέρωση για τους κακοπροαίρετους, τόσο ο Geezer Butler αλλά και ο Tonni Iommi δηλώνουν πιστοί καθολικοί.
 
Bruce Springsteen: “Jesus Was An Only Son”
Αlbum: "Devils & Dust" (2005)
Στο 13ο άλμπουμ του Boss, υπάρχει μία όμορφη ήρεμη σύνθεση, όπου αφηγείται συνοπτικά το θείο δράμα του Χριστού. Ουσιαστικά είναι ένας μικρός θρησκευτικός ύμνος που έχει ορισμένα gospel στοιχεία ενώ συνθετικά ακολουθεί τα δύο προηγούμενα ακουστικά άλμπουμ "Nebraska" και "The Ghost of Tom Joad".
 
 
Van Morrison: "Whenever God Shines His Light"
Album: "Avalon Sunset" (1989)
Ο Βορειοιρλανδός δημιουργός και τραγουδιστής σε αυτό το κομμάτι σύμφωνα με τους κριτικούς της εποχής κάνει "ομολογία πίστεως" και δηλώνει με τον δικό του ποιητικό τρόπο την πίστη του προς τον Θεό. Το κομμάτι για την ιστορία έγινε ντουέτο με το Cliff Richard και έφτασε μέχρι το νο 20 των Αγγλικών τσαρτ.
 
 
Led Zeppelin: "In My Time Of Dying"
Αlbum: "Physical Graffiti" (1976)
Το θρυλικό κουαρτέτο είχε αναφορές σε αποκρυφιστικά σύμβολα ενώ κυρίως η ζωή και οι δηλώσεις του Jimmy Page δεν παρέπεμπαν σε κάτι χριστιανικό. Η επιλογή του συγκεκριμένου παραδοσιακού κομματιού (μουσικής Ευαγγελίου και με τίτλο "Jesus Make Up My Bed Bed).  εκπλήσσει, μιας και είναι ένας άτυπος ύμνος προς τον Ιησού επηρεασμένος από τον ψαλμό 41:3 της Βίβλου.
 
Violent Femmes: “Jesus Walking On The Water”
Album: "Hallowed Ground" (1984)
Παρότι στην μπάντα ο τραγουδιστής Gordon Gano ήταν Βαπτιστής και τα υπόλοιπα δύο μέλη ήταν δηλωμένοι άθεοι, διαφώνησαν για το κομμάτι λόγω του γεγονότος ότι δεν συμβάδιζε με την αντιθρησκευτική τους ιδεολογία. Τελικά πείσθηκαν και ηχογράφησαν μία από τις πιο συμπαθητικές συνθέσεις τους αν και αρχικά ορισμένοι θεωρούσαν ότι το περιεχόμενο των στίχων είναι ειρωνικό.
 
 
Jefferson Airplane: "Son of Jesus"
Αlbum: "Long John Silver" (1972)
To ψυχεδελικό σχήμα με την υπογραφή του κιθαρίστα Paul Kantner, αναφέρονται με το δικό τους ξεχωριστό στιχουργικό ύφος για την ιστορία του Χριστού. Η υπέροχη αφηγηματική ερμηνεία της Grace Slick, μαζί με τα θαυμάσια δεύτερα φωνητικά της μπάντας αλλά και το εκπληκτικό βιολί του Papa John Creach μας χαρίζουν ένα ιδιαίτερο κομμάτι.
 
Stevie Wonder: "Have A Talk With God"
Album: "Songs in the Key of Life" (1976)
Μία πανέμορφη σύνθεση, σε soul/blues rock ύφος με τον σπουδαίο καλλιτέχνη να προτρέπει  τους συνανθρώπους του να "μιλήσουν" με τον Θεό διότι πιστεύει ότι θα τους δώσει ψυχική ηρεμία και θα τους αφαιρέσει το βάρος των προβλημάτων τους. Στο συγκεκριμένο κομμάτι όλα τα όργανα έχουν ηχογραφηθεί από τον ίδιο τον Steve Wonder με αποκορύφωμα την τρομερή απόδοσή του στην φυσαρμόνικα.



Roxy Music: “Psalm"
Album: "Stranded" (1973)
Το τρίτο άλμπουμ της περίφημης μπάντας σκαρφάλωσε μέχρι το νο 1 των τσαρτ του Ηνωμένου Βασιλείου και περιλαμβάνει ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια τους. Το "Psalm ερμηνεύεται  μοναδικά από τον Brayn Ferry θυμίζοντας μία μικρή παρακλητική προσευχή, ακολουθώντας μία μικρή κατήχηση προς τον Χριστό, με τα πνευστά του Andy Mackay να κλέβουν τις εντυπώσεις.


Neal Morsse Band:  "Jesus’ Temptation"
Αlbum: Jesus Christ: The Exorcist (2019)
Η χριστιανική αφοσίωση και η πίστη του Neal Μorse, είναι εδώ και πολλά χρόνια δημόσια δηλωμένη, οπότε δεν μας εξέπληξε η συγκεκριμένη κυκλοφορία. Η αστείρευτη έμπνευση του Αμερικανού καλλιτέχνη για άλλη μία φορά εντυπωσιάζει με την δημιουργία ενός prog-rock μιούζικαλ στα πρότυπα της κλασσικής ροκ όπερας Jesus Christ Superstar. Το "Jesus’ Temptation" ξεκινά εκρηκτικά και στη συνέχεια αποκτά μία πιο θεατρική διάσταση όπου σε καθηλώνει με την prog-rock δυναμική που εκπέμπει.
 
Elvis Presley: "Reach Out To Jesus"
Αlbum: "He Touched Me" (1972)
Ο καλλιτέχνης που επέβαλλε το Rock 'n Roll σε όλη την υφήλιο και ξεσήκωνε τα πλήθη με τις συναυλίες του, είχε μεγάλη λατρεία προς τον Χριστό. Το συγκεκριμένο άλμπουμ είχε καθαρά θεματικό gospel χαρακτήρα, πήρε δύο βραβεία Grammy και σε αυτή την υπέροχη ατμόσφαιρα συνείσφερε πάρα πολύ, το χριστιανική φωνητικό σχήμα των The Imperials.
 
Bob Dylan: "In the Garden"
Album: "Saved" (1980)
To εν λόγω άλμπουμ είναι το δεύτερο από την χριστιανική τριλογία του Εβραιο-Αμερικανού τραβαδούρου εκείνης της περιόδου που θεωρείται από τις καλύτερες του.
Εδώ ακούμε τον B. Dylan να μιλά για τον Υιό του Θεού με ευαγγελικό λόγο σε πιο ροκ διάθεση και με gospel διάθεση χάριν και τω υπέροχων δεύτερων χορωδιακών φωνητικών. Για του λόγου το αληθές ακούστε την θαυμάσια live εκτέλεση του κομματιού από την συναυλία που έδωσε μαζί με τον Tom Peety στο Σύδνευ το 1986.
 
 
U2: "The Magnificat" 
Αlbum: "No Line on the Horizon" (2009)
Πολλοί στίχοι της μπάντας ιδιαίτερα στα άλμπουμ της δεκαετίας του '80 είχαν πολλά μηνύματα που είχαν επηρεαστεί από την διδασκαλία του Χριστού και από την Βίβλο. Στο συγκεκριμένο τραγούδι ο Bono εξομολογείται ότι είναι επηρεασμένο από την Παναγία (το τραγούδι τς Μαρίας) και ειδικά από ένα απόσπασμα από το κάποιο Ευαγγέλιο του Λουκά που αναφέρεται στην φωνή της Παναγίας και το οποίο το διάβαζε ενώ παράλληλα είχε βάλει να ακούσει Bach!
 
 
Crosby & Nash: "Jesus of Rio"
Album: "Crosby & Nash" (2004)
Στο γνωστό μπαλαντοειδές ακουστικό ύφος τους, δύο παλιοί συνεργάτες, ξανασμίγουν για ένα διπλό δίσκο και περιγράφουν με τρυφερό τρόπο τον Ιησού του Ρίο με την συμβολή του πολύπειρου μουσικού Jeff Pevar. O G. Nash και ο D. Crosby μεταφέρουν τα συναισθήματα που τους ξυπνά το τεράστιο μνημειώδες άγαλμα του Χριστού που βρίσκεται στην κορυφή της βραζιλιάνικης πόλης. Κυριαρχούν στιχουργικά τα μηνύματα περί αγάπης και ανακούφισης των ανθρώπινων πόνων.

Hudson-Ford: "Jesus Said"
Album:"Worlds Collide" (1975)
To ντουέτο των John Ford και Richard Hudson όταν αποχώρησε από τους Strawbs ένωσαν τις δυνάμεις τους και κυκλοφόρησαν πέντε στούντιο άλμπουμ. Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι ένα καθαρό χριστιανικό τραγούδι, και ηχητικά προσπαθεί να μιμηθεί αρκετά εκκλησιαστικές μελωδίες δυτικού χαρακτήρα.
 
Jonathan Jackson Enation: "I See God In You"
Album: "Radio Cinematic" (2014)
Ο διάσημος και βραβευμένος Αμερικανός ηθοποιός (“General Hospital” και "Nashville") εδώ και αρκετά χρόνια παράλληλα με τα υποκριτικά του καθήκοντα κυκλοφορεί και εξαιρετικά ροκ άλμπουμ όπως το "Radio Cinematic" (2014)
αλλά και το “Anthems For The Apocalypse” (2017) που αποθεώθηκαν από έγκριτα περιοδικά όπως το Rolling Stone. Γνωστή η αγάπη του για την Ορθοδοξία και το Άγιον Όρος, το κομμάτι που λατρέψαμε ήταν το συγκεκριμένο που περιλαμβάνει ένα εκρηκτικό ροκ φινάλε και μία απίστευτη παθιασμένη ερμηνεία.
 
Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...