Γεννημένος τον Αύγουστο του 1949, σε ένα
προάστιο κοντά στο Σύδνεϋ, γιος στρατιωτικού (όχι ιδιαίτερα αυστηρού
σύμφωνα με τον Rick Springfield). Aιτία όλων όσων ακολούθησαν στη ζωή
του ήταν μία συναυλία που έδωσαν οι Beatles στη Μελβούρνη στο Festival
Hall όταν ήταν 14 ετών που καθόρισε για πάντα την μετέπειτα μουσική
πορεία του Αυστραλού τραγουδιστή.
Για τον μικρό Rick η δική του μουσική, περιπέτεια ξεκίνησε στην Αγγλία και ο λόγος ήταν ότι ο πατέρας του, αποσπάστηκε ως στρατιωτικός στο Ηνωμένο Βασίλειο τη χρονική περίοδο 1958 μέχρι το 1963 οπότε εκεί στη νέα χώρα (έστω και προσωρινή) άρχισε να μαθαίνει ο Αυστραλός δημιουργός, κιθάρα και να επηρεάζεται από τις ποπ μελωδίες που έπαιζε τότε το βρετανικό ραδιόφωνο.
To δισκογραφικό του ξεκίνημα, έγινε με την μπάντα των Zoot όπου βασικά έπαιζε κιθάρα και έκανε τα δεύτερα φωνητικά και έμεινε μαζί τους μόνο για λίγα χρόνια (1969-1971). Μετά την αποχώρηση του από την μπάντα των Zoot συνεχίζει σε σόλο καριέρα. Το πρώτο σίνγκλ που κυκλοφορεί είναι το “Speak to the Sky” από το ντεμπούτο του σόλο άλμπουμ με τίτλο “Beginnings” (1972) και κάνει μεγάλη επιτυχία στην χώρα του αλλά σε ΗΠΑ και Καναδά.
Eκτός από τους Beatles τον είχαν επηρεάσει ο David Cassidy και Donny Osmond, οι οποίοι ήταν παράλληλα τραγουδιστές αλλά και ηθοποιοί κάτι που άρεσε πολύ στον Springfield και το έπραξε κι ο ίδιος στη συνέχεια της καριέρας του.
Η πορεία στην δεκαετία του ’70, για τον Αυστραλό τραγουδιστή ήταν ανερχόμενη με δύο καλά και πετυχημένα άλμπουμ τα “Mission: Magic!” (1974) και “Wait for Night” (1976). Παράλληλα άρχισε να συμμετάσχει σε διάφορα επεισόδια τηλεοπτικών σειρών (Saga of a Star World, Battlestar Galactica, The Rockford Files ) ενώ η συμμετοχή του στις αρχές της δεκαετίας από το 1981-1983 στην σαπουνόπερα “General Hospital” ως Dr. Noah Drake, τον βοήθησε να τον μάθει μέχρι και η τελευταία νοικοκυρά.
Μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα από την δισκογραφία λόγω τηλεόρασης φτάνουμε στο 1981 όπου κυκλοφορεί το πετυχημένο εμπορικά “Working Class Dog” (1981) και περιέχει την μεγάλη του επιτυχία “Jessie's Girl”. Η συγκεκριμένη σύνθεση κατορθώνει να κερδίσει το grammy ως καλύτερη ροκ ερμηνεία της χρονιάς εκτοξεύοντας κι άλλο την δημοφιλία του στα ύψη ενώ στο ίδιο άλμπουμ συνεργάζεται με τον Sammy Hagar στο κομμάτι “I've Done Everything for You”.
Η επιτυχία του, συνεχίζεται με το επόμενο άλμπουμ “Success Hasn't Spoiled Me Yet” (1982) και με τις περιοδείες του να είναι σχεδόν sold out ταυτόχρονα είναι και το αγαπημένο παιδί του MTV, βοηθώντας κι αυτό στη καθολική αποδοχή του.
“Η επιτυχία του Living in Oz”,
Η αγωνία και το άγχος ώστε να συνεχιστεί η επιτυχία και με το νέο δίσκο είναι μεγάλη αλλά ακόμη μεγαλύτερη με την πλευρά της RCA Records η οποία πιέζει περισσότερο τα πράματα ενώ ο Αυστραλός ρόκερ να έχει κουραστεί με το τρίπτυχο: περιοδεία, γυρίσματα για το General Hospital και δισκογραφικές υποχρεώσεις.
Τον Απρίλιο του 1983 κυκλοφορεί το “Living in Oz”, που είναι το καλύτερο άλμπουμ στην μέχρι τότε πορεία του αλλά και συνολικά μέσα στην τριάδα των καλύτερων του άλμπουμ σε μισό αιώνα καριέρας!!!
Οι ηχογραφήσεις όμως δεν ξεκίνησαν καλά αφού ήδη υπήρξαν διαφωνίες με τον παραγωγό Keith Olsen για ποια θα είναι τα κομμάτια που θα περιληφθούν στον δίσκο με συνέπεια να χωρίσουν οι δρόμοι τους και την παραγωγή να αναλαμβάνει ο ίδιος o Springfield με την βοήθεια του Bill Drescher ώστε να δοθεί πιο έμφαση στις κιθάρες ώστε το άλμπουμ να έχει πιο ροκ ύφος. Έπρεπε όμως να βρεθεί και ο πιασάρικος τίτλος του άλμπουμ με τον R. Springfield να λέει σε μία συνέντευξη που έδωσε τότε σε αμερικάνικο ραδιόφωνο.
"Ο τίτλος του άλμπουμ έχει διπλή έννοια. Το "Oz" είναι ένας όρος που χρησιμοποιούν οι Αυστραλοί όταν μιλάμε για την πατρίδα μας- το αποκαλούμε Oz για σύντομο χρονικό διάστημα - και μερικά τραγούδια αναφέρονται για εκείνα τα χρόνια που ζούσα στην Αυστραλία. Παράλληλα έχει και την έννοια ότι σε αυτόν τον "κόσμο του Οζ” υπάρχει ένα φανταστικό σύμπαν που ξαφνικά όλοι θέλουν να μάθουν τι είναι".
Έτσι λοιπόν ο Rick Springfield προσπαθούσε να καλλιεργήσει τον μύθο της μακρυνής αλλά συνάμα συναρπαστικής χώρας ώστε το θέμα Aυστραλία να έχει ακόμη περισσότερο μυστήριο για το ομορφόπαιδο από το Σίδνεϋ.
Ο δίσκος ξεκινά με το "Human Touch" σε tech-aor ρυθμούς, και η καινοτομία είναι το εξαίσιο σόλο σαξόφωνο του Richard Elliot . Το μεγάλο όπλο όμως σε αυτό το άλμπουμ και η μεγάλη ανακάλυψη είναι η συνεισφορά του ταλαντούχου κιθαρίστα Tim Pierce, ο οποίος αργότερα διέπρεψε με καλλιτέχνες όπως οι Crowded House, Michael Jackson,Roger Waters, Alice Cooper, Johnny Hallyday, Phil Collins.
Όμως η αγωνία όλων, για το πώς θα ακουγόταν το “Livig in Oz” στο όποιο είχαν συντελεστεί δύο σημαντικές άλλαγες από τις προηγούμενες κυκλοφορίες (νέο παραγωγός, νέος κιθαρίστας) δημιούργησε προβληματισμούς.
“Το "Human Touch" ήταν λιγάκι έξω από τον ήχο που είχαν συνηθίσει οι οπαδοί μου, μιας και είχαμε ορισμένους πειραματισμούς με τα κίμπορντς και με ένα όργανο που το ονόμαζαν synth woodwind και είμαστε από τους πρώτους που το χρησιμοποιούσαμε σε δίσκο”.
Kαι μπορεί όντως η συγκεκριμένη σύνθεση να ήταν σε θέμα ήχου λίγο διαφορετικό από την εποχή του, όμως κατάφερε να κάνει την σχετική επιτυχία στις ΗΠΑ (νο 18) αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο (νο 23) εκεί που ο Αυστραλός ρόκερ δεν είχε καταφέρει σπουδαία πράματα.
Ο δίσκος συνεχίζεται με το αυτοβιογραφικό “Alyson”, μία απίθανη σύνθεση με τον κιθαρίστα Tim Pierce να συμπληρώνει άψογα το ορμητικό ρεφρέν του κομματιού.
Ακολουθεί το μνημειώδες “Affair of the Heart” μία εξαιρετική δυνατή ροκ σύνθεση με τον R. Springfield να κάνει μία παθιασμένης ερμηνεία. Την εν λόγω σύνθεση συνυπογράφει ο Danny Tate με τον οποίο μαζί του έχουν συνεργαστεί σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως οι Jeff Healey, Kenny Wayne Shepherd, Lynyrd Skynyrd, , Billy Ray Cyrus και Doro Pesch.
Το “Affair of the Heart” έκανε μεγάλο πάταγο στα αμερικάνικα ραδιόφωνα και οι οπαδοί το είχαν λατρέψει σε σημείο να διεκδικεί μέχρι και το βραβείο grammy καλύτερης ερμηνείας αλλά δυστυχώς το έχασε από το “Βeat It” του Michael Jackson.
Η συνέχεια ανήκει στο τρομερό ομότιτλο κομμάτι σε δυναμικό τέμπο με τον Tim Pierce να ξεδιπλώνει το ταλέντο του ενώ ακολουθεί το πιο μελωδικό "Me & Johnny" που περιγράφει μία κοινή εφηβική ιστορία (όχι αγάπης) που είχε με έναν παιδικό του φίλου.
Οι ερωτικοί στίχοι του “Motel Eyes”, απλά συμπληρώνουν τον μύθο του στα έφηβα κοριτσάκια ενώ το κομμάτι ξεκινά αργά και μεταλλάσσεται σε μία εκρηκτική ροκ σύνθεση με την ερμηνεία του Αυστραλού τραγουδιστή να εντυπωσιάζει.
Για το "Tiger by the Tail" που θυμίζει ελαφρώς τους συμπατριώτες του Men at Work και κινείται σε ρέγκε-φάνκυ ρυθμούς o Αυστραλός έκανε μία ενδιαφέρουσα αποκάλυψη:
"Το "Tiger By The Tail" σηματοδοτεί πολλά για εμένα είναι από τα πιο προσωπικά τραγούδια αφού το είχα γράψει για μία φίλη μου που αργότερα έτυχε να γίνει σύζυγός μου”.
Ο λόγος για την τυχερή Barbara Porter με την οποία απέκτησε δύο γιους.
Το άλμπουμ συνεχίζεται με το "Souls". Μία πανέμορφη σύνθεση γεμάτη μελωδία και λυρισμό. To aor στα καλύτερα του με το ρεφρέν να σε καθηλώνει.
“Ένα από τα πράγματα που πιστεύω είναι ότι οι ίδιες ψυχές (souls) ταξιδεύουν με τις ίδιες ψυχές μέσα από τις διαφορετικές ζωές. Έχω συναντήσει ανθρώπους εδώ στις ΗΠΑ που ενώ τους γνώρισα πριν από λίγο ένιωσα ότι είχα ζήσει την δική τους ιστορία. Ειδικά αυτό μου συμβαίνει, όταν συναντώ ανθρώπους από την χώρα μου την Αυστραλία”.
Το "I Can't Stop Hurting You" είναι ένα ακόμη εξαιρετικό κομμάτι. Με εισαγωγή που φέρνει σε “The Eye of the Tiger” και σε ημιμπλαντοειδές ύφος. Στο ρεφρέν για πολλοστή φορά ο Rick Springfield καταθέτει πραγματικά την ψυχή του και στιχουργικά θυμίζει οικογενειακές ιστορίες χωρισμένων γονιών.
Το άλμπουμ κλείνει με του θρησκευτικού χαρακτήρα "Like Father, Like Son" όπου ακούγεται μόνο η φωνή του Rick Springfield με τα ηχοχρώματα των εγχόρδων σε μορφή βιολιού να δίνουν ένα άρτιο ύφος.
Το άλμπουμ κατάφερε να γίνει πλατινένιο στις ΗΠΑ και να κάνει την επιτυχία που επιθυμούσαν όλες οι πλευρές και φυσικά να γίνει το πιο πολυαγαπημένο άλμπουμ των οπαδών του πολυτάλαντου ρόκερ.
“Φοβήθηκα επειδή το κοινό μου ήταν κυρίως κορίτσια , μήπως νιώσουν αποξενωμένοι από τον συγκεκριμένο ήχο που ήταν λίγο πιο heavy από τα προηγούμενα άλμπουμ αλλά ευτυχώς το "Living in Oz" μιλώντας μετά από χρόνια με τους πιστούς φαν, μου εξομολογούνται ότι είναι από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ τους”.
Υ.Γ 1.: Το βίντεο κλιπ του “Human Touch” έχει δανειστεί χαρακτήρες από τα αμερικάνικα κόμικ της Marvel καθώς και από το Nova Corps.
Υ.Γ.2: Δεύτερα φωνητικά στο άλμπουμ κάνουν ο Richard Page (Mr. Mister) και ο Tom Kelly (συνθέτης Bnagles, Cyndi Lauper).
Φώτης Μελέτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.