Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Όταν ο Εddie Money (δεν) έχασε τον "έλεγχο"

Ήμουν πολύ κοντά στο θάνατο. Αλκοόλ και ναρκωτικά με είχαν πραγματικά εξαντλήσει όμως δεν έλεγα να σταματήσω παρόλο που ήμουν σε άθλια κατάσταση. Πηγαίνω και αγοράζω ποτά, γίνομαι τελείως σκνίπα ταυτόχρονα παίρνω και φαιντανύλη (κάτι σαν ηρωίνη) και σχεδόν εκείνο το βράδυ σκότωσα τον εαυτό μου."

Κάπως έτσι περιγράφει ο ίδιος ο Eddie Money πως ζούσε την καθημερινότητα του, στις αρχές της δεκαετίας του '80 μιας και φλέρταρε με το θάνατο σε επικίνδυνο βαθμό.
Η ζημιά που είχε πάθει η υγεία του, ειδικά στα ζωτικά του όργανα ήταν μεγάλη αλλά κυρίως η ζημιά είχε γίνει στο ισχιακό  νεύρο, το οποίο, του περιόρισε σοβαρά την κινητικότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτή η τραγική εμπειρία  αφύπνισε τον Eddie Money και μάλιστα αποτέλεσε στιχουργική έμπνευση για το “No Control”.
Όμως τα κινητικά προβλήματα παρέμεναν και έπρεπε να περιμένει περίπου δύο χρόνια για να κυκλοφορήσει το συγκεκριμένο άλμπουμ, διότι εκτός από το μουσικό κομμάτι υπήρχε πλέον και θέμα επιβίωσης. Κοινώς έπρεπε να βγάλει το ψωμάκι του, διότι τα περισσότερα χρήματα είχαν ξοδευτεί στις καταχρήσεις.
Ο ίδιος περιγράφει σε μία παλιά του συνέντευξή τον εφιάλτη που ππερναγε εκείνη τα εποχή:
“Η επιστροφή μου στο στούντιο για το “No Control” ήταν πολύ δύσκολη, ήμουν σε κάκιστη κατάσταση και έπρεπε να χρησιμοποιήσω έναν βοηθητικό περιπατητή για να πάω από το κρεβάτι μου ως στο δωμάτιο που το είχα μετατρέψει σε στούντιο για να γράψω τα νέα κομμάτια”.
Και συνεχίζει:
"Έπεσα σε πολλές παγίδες και σε θανατηφόρους πειρασμούς που συναντούν συνήθως οι άνθρωποι που ανακατεύονται με την παγκόσμια μουσική βιομηχανία. Πολλή σκόνη, πολλά βαρβιτουρικά ενώ έπινα ταυτόχρονα και ξαφνικά βρέθηκα να είμαι σε κωματώδη κατάσταση ύστερα από υπερβολική δόση.
Όλες αυτές οι ναρκωτικές ουσίες με άφησαν εκτός λειτουργίας για πολύ καιρό, δεν μπορούσα να περπατήσω για ένα χρόνο. Όμως ευτυχώς ο παραγωγός μου, ο
Tom Dowd, με πήρε πίσω στο στούντιο και κάναμε το άλμπουμ No Control”.


 
Bέβαια το κλίμα για τον Αμερικανό ερμηνευτή είχε στραβώσει για τα καλά μιας και η προηγούμενη στούντιο δουλειά, το “Playing for Keeps”, είχε πάει άσχημα σε πωλήσεις και όλα πλέον ουσιαστικά ξεκινούσαν από την αρχή.
“Έβαλα πολλή ενέργεια, ψυχή και πίστη  για να φτιάξω το “No Control. Όλο αυτό το ζόρι που τραβούσα με τις εξαρτήσεις μου το αντιμετώπισα σαν τον Richard Gere στην ταινία “Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν”. To “Νο Control” ήταν ένα πολύ ειλικρινές και δυνατό άλμπουμ βγαλμένο μέσα από την καρδιά μου. Ήθελα να γράψω ένα άλμπουμ που θα έδινε το μήνυμα στα παιδιά να γνωρίζουν ότι δεν πρέπει να μεθύσουν ή να πάρουν ναρκωτικά για να φτάσουν ψηλά.”

Ας πάρουμε όμως τα πράματα από την αρχή...
Γεννημένος στις 21 Μαρτίου του 1949, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, από Ιρλανδούς Καθολικούς γονείς και γιος αστυνομικού, είχε ως αρχικό όνειρο να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση και γίνει κι αυτός αστυνομικός.
Όμως υπήρχε ένα σωτήριο “κόλλημα” που εμπόδισε την καριέρα του Eddie Money στην αστυνομία και αυτό ήταν τα μαλλιά του!!! Ναι… ο Αμερικανός ερμηνευτής δεν ήθελε με τίποτα να κόψει τα μακριά του μαλλιά οπότε άλλος δρόμος δεν υπήρχε ώστε να αποχωρήσει από την συγκεκριμένη εργασία.


Προηγουμένως όμως είχε δείξει την αγάπη του για την μουσική αφού ως παιδί που λάτρευε τις μελωδίες των sixties, έγινε μουσικός του δρόμου από 11 ετών και παράλληλα έπαιζε σε τοπικές ροκ μπάντες ενώ στο Γυμνάσιο αποβλήθηκε γιατί πλαστογράφησε την κάρτα των απουσιών.
Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι είναι μονόδρομος να ακολουθήσει την καριέρα του ροκ μουσικού. Στο δρόμο αυτό μοναδικό αλλά όχι ικανό εμπόδιο στάθηκε ο πατέρας του που ήταν αντίθετος με το ταλέντο του γιου του, σε σημείο μία μέρα να σκίσει τις αφίσες του Jimi Hendrix που είχε o Εddie στο δωμάτιο του. Μάταιος κόπος όμως..
Όταν τελείωσε το σχολείο ο Eddie Money πήγε στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια και εκεί η γνωριμία του, με τον καθηγητή φωνητικής Judy Davis του άλλαξε τον τρόπο σκέψης ως φιλόδοξο μουσικό και ταυτόχρονα του έμαθε πώς να τραγουδάει σωστά.
Με σημαντικό όπλο πλέον την ερμηνευτική αυτοπεποίθηση που του χάρισε ο δάσκαλός του στο Μπέρκλεϋ αναζητά την  καλλιτεχνική του τύχη και κατορθώνει να έρθει σε επαφή με τον περίφημο μάνατζερ και διοργανωτή συναυλιών Bill Graham, ο οποίος του κλείνει συμβόλαιο με την Columpia Records και κυκλοφορεί άμεσα το 1977 το ντεμπούτο του άλμπουμ.
Στον ομότιτλο δίσκο του, περιλαμβάνονται oι μεγάλες και κλασσικές του επιτυχίες “Two Tickets to Paradise” και “Baby Hold On” ενώ το άλμπουμ γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και πουλάει πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα. Το ξεκίνημα ήταν πλέον θριαμβευτικό συνδυασμένο με εμπορική επιτυχία και θετική αποδοχή από κοινό και κριτικούς.
Στη συνέχεια τον Ιανουάριο του 1979 κυκλοφορεί το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του, με τίτλο “Life for the Taking” και ξεχωρίζουν δύο κομμάτια τα “Can't Keep A Good Man Down" και "Maybe I'm A Fool".
Οι κριτικές δεν ήταν ενθουσιώδεις λόγω της πιο ποπ κατεύθυνσης του δίσκου ενώ και οι πωλήσεις ήταν μέτριες.
Η συνέχεια είναι ακόμη πιο απογοητευτική αφού το “Playing for Keeps” (1980) κατηγορήθηκε (αδίκως) ως ανέμπνευστο άλμπουμ και οι πωλήσεις έκαναν βουτιά ενώ ούτε ένα σινγκλ δεν κατάφερε να φτάσει στο top-40 των ΗΠΑ.
Τον Ιούνιο του 1982 και αφού έχουν προηγηθεί όσα περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου για την ζωή του Eddie Money  κυκλοφορεί το καλύτερο του, δίσκο με τίτλο No Control”.
Το άλμπουμ αποθεώνεται και γίνεται πλατινένιο ενώ ξαναβάζει στο παιχνίδι για τα καλά τον Αμερικανό ερμηνευτή.
                                            
                                      “No Control
To άλμπουμ αρχίζει με το περίφημο "Shakin'" μία ξεγυρισμένη ροκιά που την απολαμβάνεις ακόμη και σήμερα. Το τραγούδι ξεκινά με τα τύμπανα να σε προετοιμάζουν για το απόλυτο ρεφρέν ενώ το πιάνο με τα μικρά κιθαριστικά σόλα προσθέτουν μία μοναδική μαγεία στο κομμάτι.
Η φωνή του E. Money σε καθηλώνει με την βαθιά βραχνάδα που διαθέτει και το ίδιο κάνει και στα υπόλοιπα κομμάτια. Την σύνθεση συνυπογράφει η Αμερικανίδα μουσικός, παραγωγός και τραγουδίστρα Elizabeth Myers και ο Ralph Carter. Στο αντίστοιχο βίντεο κλιπ πρωταγωνιστεί η ηθοποιός, τραγουδίστρια και μοντέλο  Patricia Apollonia Kotero, η οποία πρωταγωνίστησε αργότερα στην ταινία του Prince, “Purple Rain”.
Ακολουθεί το "Runnin' Away" σε πιο ποπ/ροκ ρυθμούς με το σαξόφωνο του Ed Calle να δίνει μία πιο μελωδική νότα.


Στη συνέχεια συναντάμε το “Think I'm in Love” που έκανε σημαντική επιτυχία (νο 16 στις ΗΠΑ) και ηχητικά  κινείται σε γοητευτικούς αμερικάνικους ροκ ρυθμούς. Τη συγκεκριμένη σύνθεση την συνυπογράφει ο Randy Oda, γνωστός και ως συνεργάτης του Tom Fogerty των θρυλικών Creedence Clearwater Revival. Το βίντεο κλιπ έκανε θραύση στο MTV, μιας και το βαμπίρ σενάριο, σε συνδυασμό με τον Εddie Money σε ρόλο Δράκουλα, το βοήθησαν αρκετά στην προώθηση του.
To “Ηard Life είναι ένα υπέροχο αυτοβιογραφικό κομμάτι με αναφορές στην οικογένεια του, με το ρεφρέν να σε κάνει να βάζεις τα κλάματα. Υπέροχη μελωδία συνοδευμένη με εξαιρετικό κιθαριστικό σόλο.
Στο ομότιτλο κομμάτι No Control” απολαμβάνουμε μία τρομερή mid –tempo ροκιά με την κιθάρα του Jimmy Lyon να κελαηδάει. Η παθιασμένη ερμηνεία στο ρεφρέν του Εddie Money που παίζει ο ίδιος και το θέμα της φυσαρμόνικας, απογειώνει το κομμάτι.
Το "Take a Little Bit" ξεκινά με τα καταιγιστικά πλήκτρα (πιθανόν από εδώ είναι κλεμμένη η εισαγωγή του “Runway” των Bon Jovi) που εξελίσσεται σε ένα ορμητικό, ξεσηκωτικό κομμάτι με το ρεφρέν να ολοκληρώνει αυτό το μικρό διαμαντάκι.
Το  “Keep My Motor Runnin'” είναι ακόμη μία φοβερή σύνθεση με πολλά κοψίματα και τα ντραμς του Gary Ferguson  να δίνουν έναν εμπνευσμένο hard rock αέρα με την κιθάρα αυτή την φορά του Marty Walsh να δίνει τα ρέστα της.
Στη συνέχεια τα πράματα ηρεμούν με την θαυμάσια και συγκινητική μπαλάντα "My Friends, My Friends" με την φυσαρμόνικα να δίνει ακόμη πιο νοσταλγικό τόνο…“My songs are not like my life now, And its always true, Me and my friends were dreamers, Dreamin' all we do, My Friends, My Friends, Never got together again but, I love my friends”.
To "Drivin' Me Crazy" επαναφέρει τους γρήγορους ροκ ρυθμούς με τα δεύτερα φωνητικά να κάνουν πιο μελωδικό το ρεφρέν και τον Jimmy Lyon να δίνει κιθαριστικό ρεσιτάλ.
Το “Passing By the Graveyard είναι μία γλυκιά μελαγχολική σύνθεση επηρεασμένη από τα ‘60ς και είναι αφιερωμένη στον αδικοχαμένο φίλο του Eddie Money, τον θρυλικό ηθοποιό και μουσικό John Belushi που είχε πεθάνει τον Μάρτιο του 1982. Όπως δήλωσε ο E. Money έκανε πολύ παρέα με τον Belushi και το τραγούδι αναφέρεται και στους δικούς του εθισμούς με τα ναρκωτικά και την κοκαΐνη…
He was a fool, He overplayed his role, He couldn't stop, He had to go man go, He loved his whiskey, And he loved his cocaine, But he really loved that girl, And he'll never see her again”.


To άλμπουμ κλείνει με το It Could Happen to You σε χαλαρούς ρυθμούς σε  ϋφος sixties και με το σαξόφωνο  να βάζει την δικιά του πινελιά.
Όπως προείπαμε το “No Control γνώρισε μεγάλη αποδοχή και έκανε την επιτυχία που επιθυμούσε ο ίδιος ο καλλιτέχνης ενώ ο το έχει χαρακτηρίσει ως το πιο αγαπημένο του άλμπουμ.
Εμείς θα προσθέταμε και σωτήριο διότι ο κίνδυνος της καλλιτεχνικής αλλά και προσωπική τους πτώση δεν είχε εξαλειφθεί.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η επιτυχία δεν εγκατέλειψε τον Αμερικανό τραγουδιστή. Αρχικά κυκλοφόρησε ένα μέτριο και αποτυχημένο εμπορικά άλμπουμ το Where's the Party? (1983) ενώ με τον aor δίσκο “Can't Hold Back” (1987) επαναλαμβάνει την εμπορική επιτυχία του No Control” και παράλληλα γνωρίζει μία σπουδαία διάκριση με το “Take Me Home Tonight” αφού παίρνει το βραβείο Grammy ως την καλύτερη ανδρική ροκ ερμηνεία της χρονιάς.
Στην πορεία κυκλοφόρησε σταδιακά κι άλλα καλά άλμπουμ χωρίς όμως την ίδια εμπορική αποδοχή ενώ τα προβλήματα υγείας τον επισκέφθηκαν για άλλη μια φορά αφού είχε ξαναρχίσει τις καταχρήσεις ειδικά με το αλκοόλ. Αυτό που τον κράτησε στην ζωή μέχρι και στις 13 Σεπτεμβρίου του 2019 που αποδήμησε εις Κύριον, ήταν η συμπαράσταση και η ανοχή της γυναίκα του Laurie Harris (παντρεμένοι από το 1989) και των πέντε παιδιών του. Όλη η οικογένεια του, του συμπαραστάθηκε παρά το γεγονός ότι δεν είχε ξεχάσει τις καταχρήσεις (κάπνιζε μανιωδώς) μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του που πέθανε λόγω. καρκίνου στον οισοφάγο σε ηλικία 70 ετών.

Υ.Γ.1: Όπως έλεγε ο ίδιος η φράση που τον κράτησε όρθιο, ώστε να ηχογραφήσει το "No Control" ήταν "Can't Keep a Good Man Down" (τίτλος κομματιού που βρίσκεται στο δεύτερο άλμπουμ του).
 
Υ.Γ. 2: Κρυφό όπλο στην τελειοποίηση των περισσότερων συνθέσεων ήταν ο μπασίστας  Ralph Carter, ο οποίος παίζει στο "No Control".

Y.Γ. 3.: Η ενδυματολογική εμμονή του E. Money με τα μακρυά παντελόνια-καμπάνες, είχε ξεκινήσει από την εποχή που ήταν πωλητής τέτοιων ενδυμάτων από τα τέλη της δεκαετίας του΄60, τότε που προσπαθούσε να επιβιώσει οικονομικά ως φοιτητής.


Φώτης Μελέτης

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Giant: Όταν οι μελωδικοί γίγαντες ροκάρουν

Πολλοί από εμάς λατρεύουμε το άλμπουμ “1987” των Whitesnake για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης να τους αναλύσουμε άλλωστε το έχει κάνει με απίθανο τρόπο ο συνεργάτης μας Παναγιώτης Παπαϊωάννου στην στήλη του με τίτλο "To Be A Rock And Not To Roll".
Σε εκείνο το θρυλικό άλμπουμ όπου είχαν γίνει μαλλιά κουβάρια σχεδόν όλοι με όλους κρύβεται μία τελείως διαφορετική ιστορία δύο session μουσικών που όταν “κόλλαγε” το πράμα έβαζαν την πείρα τους  κάτω από τις εντολές της δισκογραφικής εταιρίας που πλήρωνε αδρά και ηχογραφούσαν για λογαριασμό άλλων ώστε να ολοκληρωθεί ότι είχαν αφήσει στην μέση τα κυρίως μέλη. H ιστορία έγραψε ότι ο Dann Huff είναι ο κιθαρίστας της USA radio εκτέλεσης του "Here I go Again" ενώ ο ίδιος είχε ήδη παίξει σε αμετρητα sessions σπουδαίων καλλιτεχνών (Joe Cocker, Amay Grant, Bob Seger, Barbra Streisand, Chaka Khan) μέχρι να σχηματίσει τους Giant.
Εκεί λοιπόν στα στούντιο που ηχογραφήθηκε το "1987" συναντήθηκαν οι δύο πολύ σπουδαίοι session μουσικοί,  Dann Huff και Alan Pasqua και αφού αντάλλαξαν τηλέφωνα και διευθύνσεις έβαλαν σκοπό μόλις τελειώσουν τις υποχρεώσεις τους να βάλουν μπροστά το δικό τους σχήμα.
Το 1988  είχαν καταλήξει τι ακριβώς αναζητούσαν οπότε βρήκαν και τους υπόλοιπους που θα τους πλαισιώνουν. Αρχικά με τον αδελφό του Dann, τον  ντράμερ David Huff με τον οποίο έπαιζαν μαζί στο θαυμάσιο χριστιανικό ροκ συγκρότημα των White Heart και το παζλ συμπληρώθηκε με τον  μπασίστα Mike Brignardelllo που συνεργαζόταν κυρίως με σπουδαίους κάντρυ καλλιτέχνες.
 

Για καιρό έψαχναν να αναλάβει κάποιος τα κυρίως φωνητικά με τον Tom Kelly να είναι στα υπόψην αλλά μάταια. Τελικά πείσθηκε με την προτροπή των υπολοίπων ο Dann Huff να γίνει ο βασικός τραγουδιστής των Giant και παράλληλα να είναικαι ο βασικός κιθαρίστας της μπάντας.
Τους Giant βοηθά ο διάσημος παραγωγός Keith Olsen να κλείσουν κάποιο συμβόλαιο, και τελικά τα καταφέρνουν μέσω του Bud Prayer, μάνατζερ- τότε- των Bad Company με την Βρετανική δισκογραφική εταιρία Α&Μ.
Μετακομίζουν στην Αγγλία για τις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου τους άλμπουμ με τίτλο Last of the Runways” που κυκλοφορεί στα τέλη Αυγούστου του 1989 υπό την καθοδήγηση στην παραγωγή του Terry Thomas πρώην τραγουδιστή και κιθαρίστα των Charlie. Tα γεμάτα πάθος φωνητικά του Dann Huff , τα αιχμηρά κιθαριστικά σόλο, τα βελούδινα πλήκτρα καi οι όμορφες μελωδίες είναι η βασική συνταγή των Giant.



To Last of the Runways” ξεκινά με ένα καταιγιστικό κιθαριστικό σόλο που μας εισάγει στο "I'm a Believer”. Mία aor-hard rock σύνθεση με το ρεφρέν να σε κολλάει στον τοίχο όπως και το επίσης υπέροχο "Innocent Days" που συνεχίζει στο ίδιο υπέροχο μελωδικό μοτίβο.
Όλα τα όργανα ισορροπούν  αρμονικά με τις ερμηνείες να εξελίσσουν τον melodic hard rock/aor ενώ παράλληλα οι κιθάρες είναι τόσο προσεγμένες που όσο τις ακούς άλλο τόσο σε εντυπωσιάζουν με την αρτιότητα τους.
Το αργόσυρτο "I Can't Get Close Enough" ακούγεται ογκώδες και επικό με εξαιρετική ενορχήστρωση  και η μπαλάντα I'll See You in My Dreams είναι από τις καλύτερες που έχει γράψει ροκ σχήμα και καταφέρνει να φτάσει ως το νο 20 των αμερικάνικων τσαρτ. Το "No Way Out" έχει ένα blues/funky στυλ ενώ το Shake Me Up" έχε αυτό το κλασσικό ξεσηκωτικό arena/rock ύφος.
Το "It Takes Two" είναι από τις πιο γοητευτικές συνθέσεις του άλμπουμ που ξεκινά ήρεμα αλλά εναλλάσσει τις ταχύτητες σε aor ημιμπαλαντοειδές φόρμες. Το “Stranger To Me” είναι μία επιβλητική αργόσυρτη hard rock σε blues ύφος σύνθεση, όπου κυριαρχούν τα πλήκτρα του Alan Pasqua.
Το "Hold Back the Night" έχει το απόλυτο μελωδικό ρεφρέν από εκείνα που σε κάνουν να λατρεύεις τα '80ς, σε αντίθεση με την μέτρια  μπαλάντα "Love Welcome Home ενώ ο δίσκος κλείνει με το "The Big Pitch", μία δυνατή party-rock σύνθεση.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τις περισσότερες συνθέσεις τις συνυπογράφει και ο Mark Spiro που έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Steve Perry, David Lee Roth, Rick Springfield και με πολλούς άλλους.
Οι Giant καταφέρνουν με το ντεμπούτο τους να κάνουν την αίσθηση που επιθυμούσαν και το παράδοξο ήταν ότι ήταν πιο αποδεκτοί στο Ηνωμένο Βασίλειο από ότι στις ΗΠΑ. Άλλωστε και οι πιο πετυχημένες live εμφανίσεις τους ήταν στην Ευρώπη κάτι που τους εξασφάλισε και την μεταγραφή τους σε μεγαλύτερη εταιρία την Epic Records στην οποία θα κυκλοφορούσαν το δεύτερο στούντιο άλμπουμ τους. άξιο αναφορά είναι ότι στην τουρνέ που ακολούθησε συμμετείχε ως δεύτερος κιθαρίστας ο Mark Oakley.


 

Στις 31 Μαρτίου του 1992 οι Giant κυκλοφορούν το "Time to Burn" με τον πληκτρά Alan Pasqua να έχει ορισμένες διαφωνίες για τις νέες συνθέσεις αλλά αυτές ξεπεράστηκαν μιας και ανήκαν πλέον σε νέα δισκογραφική εταιρία και έπρεπε να αρπάξουν την ευκαιρία που τους δόθηκε.
Για τα νέα κομμάτια του άλμπουμ εκτός από τα κυρίως μέλη, επιστρατεύονται δύο πετυχημένοι συνθέτες ο Καναδός Jim Vallance και ο Αμερικανός Van Stephenson ενώ στην παραγωγή είναι ξανά ο Terry Thomas.
To "Time to Burn" συνεχίζει με έμπνευση και δημιουργικότητα εκεί που σταμάτησε ο πρώτος δίσκος της μπάντας και φέρνει αρκετά ο ήχος σε συγκροτήματα όπως οι Foreigner,  Bad English και Loverboy.
Ο δίσκος ξεκινά με το φωνακλάδικο "Thunder and Lightning" και συνεχίζει με το φανταστικό "Chained" που ξεκινά αργά και εξελίσσεται σε μία hard rock/melodic βόμβα με το ρεφρέν να το απογειώνει.



Ακολουθούν τα "Lay It on the Line" και το αριστουργηματικό "Stay" με τις κιθάρες και τις ερμηνείες του Dann Huff να είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η μπαλάντα "Lost in Paradise" είναι απλά υπέροχη και το ομότιτλο κομμάτι κινείται σε ταχύτητες ανάμεσα σε Mr. Big και Van Halen με ένα φονικό κιθαριστικό σόλο!
Το "I'll Be There (When It's Over)" σε παραπέμπει στις χρυσές μέρες του Bryan Adams και αυτό μάλλον οφείλεται ότι την σύνθεση υπογράφει o Jim Vallance.
Ακολουθούν τα "Save me Tonight" και "Without You" σε φουλ aor-αδικη διάθεση και το  άλμπουμ κλείνει με την υπέροχη μπαλάντα "Now Until Forever" και το ροκέ "Get Used to It".
Δυστυχώς το Time to Burn” δεν πάει καθόλου καλά εμπορικά και η μπάντα ουσιαστικά διαλύεται αφού προηγήθηκε μία μεγάλη τουρνέ χωρίς όμως να συμμετέχει ο Alan Pasqua που είχε δείξει εξ αρχής τις διαφωνίες του  ενώ την  χαριστική βολή έδωσε και η επικράτηση της grunge rock σκηνής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και πριν την επανασύνδεση του 2010, ο ηγέτης των Giant, Dan Huff, έγινε  από τους πιο περιζήτητους παραγωγούς, του είδους, δουλεύοντας στη rock, heavy metal, pop και country μουσική με αμέτρητους καλλιτέχνες συμπεριλαμβανομένων των Faith Hill, Shania Twain, Megadeth, Faith Hill, Madonna και Bon Jovi.
 


Το 2001 η μπάντα επιστρέφει στην δισκογραφία με το τρίτο στούντιο άλμπουμ της, με τον κλασσικό τίτλο "III".  Τίτλος ο οποίος είχε διπλό συμβολικό χαρακτήρα μιας και ήταν το τρίτο στούντιο άλμπουμ που κυκλοφορούσαν αλλά είχαν απομείνει τρία από τα αρχικά μέλη διότι είχε αποχωρήσει οριστικά ο Alan Pasqua που ακολούθησε μία jazz μουσική πορεία.

                      Επανασύνδεση και τέλος
Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια επαγγελματικών ραντεβού και συζητήσεων με την Frontiers Records στο Σικάγο, η οποία τότε είχε αρχίσει την ανοδική της πορεία της ως η νέα δισκογραφική που στηρίζει τον melodic/hard/rock/aor ήχο. Οι υπεύθυνοι της Frontiers έδειξαν πως ήθελαν πάρα πολύ να επιστρέψουν δισκογραφικά οι "μελωδικοί γίγαντες" και κατόρθωσαν να πείσουν τους GIANT να κυκλοφορήσουν το πολυπόθητο τρίτο άλμπουμ τους.
Ο δίσκος τελικά κυκλοφορεί το 2001 και κινείται στα γνωστά μελωδικά μονοπάτια της αμερικάνικης μπάντας, με τις κιθάρες  να σαρώνουν, τις μελωδικές γραμμές να εντυπωσιάζουν και τις ερμηνείες να είναι θειικές.
Ο δίσκος ξεκινά με ένα μικρό καταιγιστικό κιθαριστικό σόλο υπό τον τίτλο “Combustion”  που μας "ζεσταίνει" χωρίς υπερβολές για την φανταστική epic/aor σύνθεση με τίτλο “ You Will Be Mine” επιπρόσθετα κάτι ανάλογο συμβαίνει με το “Over You” όπου το κιθαριστικό σόλο μαζί με το ρεφρέν «τα σπάνε» κυριολεκτικά.
Ακολουθεί η όμορφη μπαλάντα “Don't Leave Me In Love και το μελωδικό “Love Can't Help You Now” με την ερμηνεία του Dann Huff να είναι άκρως παθιασμένη. Και στις δύο παραπάνω συνθέσεις η παρουσία του Mark Spiro για ακόμη μία φορά είναι πολύ έντονη.
Έπεται το  δυναμικό The Sky Is The Limit” και η μπαλάντα “It's Not The End Of The World όπου εδώ η συνθετική βοήθεια του Van Stephenson είναι εμφανής. Ακολουθούν τα Oh Yeah”  σε ύφος Bad Company και ακόμη μία μπαλάντα, με τίτλοCan't Let Go”.
Ο δίσκος κλείνει, με μία εκρηκτική διασκευή στο “Bad Case of Loving You (Doctor, Doctor)” του Moon Martin πρωτοτραγουδισμένη από τον Robert Palmer.



Το άλμπουμ παρά τις θετικές κριτικές δεν έφερε και την ανάλογη συνέχεια στο γκρουπ αφού οι “δουλειές” του Dann  Huff είχαν ανοιχτεί πάρα πολύ και ήταν περιζήτητος τόσο σαν παραγωγός όσο και σαν μουσικός και φυσικά τα χρηματικά ποσά που απολάμβανε ήταν αρκετά μεγάλα. Oπότε ο χρόνος του σπουδαίου μουσικού, παρέμεινε περιορισμένος για να ασχοληθεί όπως πρέπει για την προώθηση των Giant σε όλα τα επίπεδα.
Η απραξία των Giant κράτησε σχεδόν μία δεκαετία και το 2010 αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν το "Promise Land", αυτή την φορά χωρίς την παρουσία του ηγέτη των Giant, Dann Huff.
Βέβαια ο ίδιος είχε φροντίσει να γράψει επτά κομμάτια για το τέταρτο άλμπουμ ενώ συμμετέχει σε δύο συνθέσεις παίζοντας τα κιθαριστικά σόλα.
Τα φωνητικά του Promise Land έχει αναλάβει ο αξιόλογος Terry Brock (Le Roux, Phantom's Opera, The Sign, Slamer, Strangeways) και τις κιθάρες ο John Roth (Winger, Black Oak Arkansas ) αλλά και συνθέτης μαζί με τον  Jimi Jamison (Survivor) του κομματιού Rock Hardτης περίφημης τηλεοπτικής σειρά  Baywatch.
Η αγωνία των οπαδών για το πώς θα ακούγεται το Promise Land ήταν έντονη αλλά ευτυχώς το άλμπουμ ήταν αντάξιο της μικρής αλλά σημαντικής πορείας του γκρουπ.
Το ξεκίνημα  του άλμπουμ ήταν στο ύφος που λατρέψαμε τους Giant, με την εξαιρετική σύνθεση “Believer” που την υπογράφει ο ταλαντούχος Σουηδός Erik Mårtensson (Eclipse, W.E.T.) με τον Robert Säll (Work of Art, W.E.T.) ενώ εδώ σολάρει ο ίδιος ο Dann Huff.
Aκολουθεί το ομότιτλο κομμάτι σε μία πλήρως aor ατμόσφαιρα με την συνέχεια να είναι πιο δυναμική. Το melodic hard rock, “Νever Surrendere” έχει καθαρά με χριστιανικές στιχουργικές αναφορές και εκπληκτικό κιθαριστικό σόλο.
Η συνέχεια ανήκει στην υπέροχη μπαλάντα “Our Love” ισάξια με άλλες κλασσικές συνθέσεις ανάλογων σχημάτων ενώ το “Prisoner Of Love πατάει πάνω σε blues/aor φόρμες.
To “Two Worlds Collide” κινείται στα ίδια μελωδικά μονοπάτια και στο “Plenty Of Love” νομίζεις ότι ακούς την κιθάρα του Joe Satriani.
Τα Through My Eyes” και “Dying To See You είναι δύο μέτριες μπαλάντες ενώ το “I'll Wait For You” έχει γραφτεί αποκλειστικά από τον κιθαρίστα John Roth σε μελωδικό ύφος.
Το Double Trouble είναι μία προβλέψιμη αλλά θαυμάσια hard rock σύνθεση ενώ το “Complicated Man” έχει ταχύτητες από Van Halen και Mr. Big με τις κιθάρες να φλέγονται. Το άλμπουμ κλείνει με το funky/rock,  “Save Me”, στο οποίο σολάρει ο ίδιος Dann Huff.
Μετά την συγκεκριμένη στούντιο κυκλοφορία, οι Giant δεν είχαν κάποια συνέχεια, δείχνοντας ότι έχουν εκπληρώσει οριστικά το μουσικό τους καθήκον.
Τελευταία νέα για αυτούς ήταν το reunion live που έδωσαν στον Νάσβιλ τον Ιούλιο του 2017, με την συμμετοχή των Dann Huff, David Huff  και  Mike Brignardello αλλά και του κιθαρίστα Mark Oakley που τους βοηθούσε στις live εμφανίσεις της δεκαετίας του ’90. Στη σκηνή βρέθηκαν μαζί τους, ο τραγουδιστής Bryan Cole και ο κιμπορντίστας Tyler Leslie και έπαιξαν όλοι μαζί μόνο τρεις συνθέσεις τα “I’m A Believer,” “Innocent Days” και την μπαλάντα “I’ll See You In My Dreams”.

Υ.Γ. 1:  Οι Giant έχουν κυκλοφορήσει επίσης  την συλλογή “It Takes Two + Giant Live” (1990) και το “Live and Acoustic - Official Bootleg” (2003).
Υ.Γ. 2: Στο “Last of the Runaways” συμμετέχει στα δεύτερα φωνητικά ο Lea Hart (Fastway,) και ο Peter Howarth (Hollies) ενώ συμμετέχει και στην συγγραφή των συνθέσεων ο βραβευμένος με Grammy  Phil Naish.

Υ.Γ.3: Ο Dann Huff  έχει βραβευτεί τρεις φορές για λογαριασμό των Country Music Association Awards και τις τελευταίες δυο δεκαετίες έχει επικεντρωθεί σε συνεργασίες με κάντρι καλλιτέχνες.

Φώτης Μελέτης

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Genesis: "Duke"

Το δέκατο στούντιο άλμπουμ των Genesis κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου του 1980 και παρότι είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες με τα μέλη της μπάντας, κατόρθωσαν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να έχουν αιφνιδιάσει ευχάριστα και τους μουσικούς κριτικούς της εποχής που εκείνη την περίοδο ήταν πολύ αυστηροί και καθόλου ευχάριστοι στις παρουσιάσεις τους.
Όταν μάλιστα το σπουδαίο τρίο καταφέρνει να έχει την μερική αποθέωση μεγάλων μουσικών περιοδικών της εποχής όπως το The Rolling Stone  και το Sounds εν μέσω punk και new wave μόδας, τότε κατανοείς πόση σημαντική μουσική και καλλιτεχνική δύναμη κουβαλούσαν όλα αυτά τα χρόνια, οι χαρακτηρισμένοι κακοπροαίρετα ως prog-rock "δεινόσαυροι".
To πρώτο εξάμηνο του 1979 ήταν χρόνος αδράνειας για την μπάντα αν και οι Tony Banks και Mike Rutherford κυκλοφόρησαν σόλο άλμπουμ. Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν πολύ δύσκολη για τον Phill Collins αφού προσπαθούσε να σώσει τον πρώτο γάμο του και για αυτό τον λόγο είχε μετακομίσει από το Ηνωμένο Βασίλειο στο Βανκούβερ του Καναδά, μιας και η τότε σύζυγός του, Andrea Bertorelli,  είχε προβεί σε διάφορου είδους τελεσίγραφα, προσπαθώντας και εκείνη με την σειρά της να σώσει έναν γάμο που ήταν ήδη καταδικασμένος, μιας το πρόγραμμα και ο τρόπος ζωής του Phiil Collins ήταν απίθανο να μπορέσει να του δώσει το φιλί της ζωής.
Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας βλέποντας το δράμα που ζούσε ο frontman του γκρουπ και λειτουργώντας ως οικογένεια αποδέχονται το αίτημα του Collins ώστε να μπορέσει να επανέλθει πρωτίστως στις οικογενειακές του υποχρεώσεις και μετέπειτα στις δισκογραφικές και συναυλιακές υποχρεώσεις των Genesis. Παράλληλα ο Collins είχε πολλά πράματα στο μυαλό του αλλά ήταν αρκετά δύσκολο όλα να συνδυαστούν. Από την μία η εύρεση οικογενειακής γαλήνης και η μετακόμιση στον Καναδά και από την άλλη η φιλόδοξη σκέψη του, που την είχε ομολογήσει και στους υπόλοιπους Genesis ότι, είχε έρθει η ώρα για την μπάντα να κάνουν την μεγαλύτερη τους εμπορική επιτυχία. Ταυτόχρονα μέσα σε όλα αυτά υπήρχε και το jazz rock σχήμα των Brand X, στο οποίο είχε ενεργό συμμετοχή ο δραστήριος μουσικός, οπότε όπως καταλαβαίνετε πολλά καρπούζια στην ίδια μασχάλη ήταν λιγάκι δύσκολο να κρατηθούν.


 
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο γάμος του, να διαλυθεί και να του αφήσει έντονα σημάδια κατάθλιψης, μιας και με την Andrea Bertorelli ήταν μαζί από την εφηβική τους ηλικία και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά, οπότε το συναισθηματικό πλήγμα ήταν βαρύ. Βέβαια χάριν σε αυτό το άκρως δυσάρεστο γεγονός ο Collins έγραψε ένα από τα καλύτερα του κομμάτια, το, "In The Air Tonight". Μάλιστα τα υπόλοιπα μέλη των Genesis, τον "κατηγόρησαν" και συγκεκριμένα ο T. Banks, γιατί το συγκεκριμένο κομμάτι δεν ήθελε ο Collins να το συμπεριληφθεί στο "Duke" αλλά προτίμησε να το κυκλοφορήσει στο πρώτο σόλο δίσκο με τίτλο "Face Value". Ο λόγος είναι μάλλον προφανής...
Εν τέλει ο γάμος του P. Collins δεν σώθηκε αλλά στάθηκε μία καλή αφορμή ώστε οι Genesis να συνθέσουν μία από τις κορυφαίες στούντιο κυκλοφορίες τους.
Άλλωστε η μπάντα ήδη μετρούσε δύο σημαντικές απώλειες (Peter Gabriel και Steve Hackett) και αντί αυτό να σταθεί αρνητικός παράγοντας, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ειδικά στα δύο προηγούμενα άλμπουμ "Wind & Wuthering" (1976) όσο και το "...And Then There Were Three..." (1978), οι Genesis έδειξαν σημαντικές αντοχές καλλιτεχνικής δημιουργίας που ανάγκασαν μέχρι και τους "σκληρούς" κριτικούς να παραδεχτούν ότι είναι πολύ καλά άλμπουμ.
Βάζοντας πίσω όσα προβλήματα κουβαλούσαν (ειδικά όπως είπαμε ο Phill Collins), το γκρουπ ξεκινά να συνθέτει νέα κομμάτια, περίπου στα μέσα του 1979 αλλάζοντας το πλάνο τους στην δημιουργία τραγουδιών δηλαδή σταμάτησαν να δουλεύουν κυρίως με προπαρασκευασμένες ιδέες αλλά αποφάσισαν να συν-δημιουργούν μέσα στο στούντιο κάνοντας ουσιαστικά πρόβες και jam ώστε να προκύψει κάτι πιο αυθόρμητο και εμπνευσμένο. Επιπρόσθετα ο Phill Collins επιστρέφοντας στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε ότι κενά είχε με τους Genesis, ηχογράφησε την ίδια χρονιά το "Product" με τους Brand X (μία jazz-fussion μπάντα) αλλά παράλληλα έγραφε και συνθέσεις για το πρώτο σόλο δίσκο του με τίτλο "Face Value" ενώ ο ίδιος πειραματιζόταν με μία μηχανή ηλεκτρονικών τυμπάνων Roland, προσπαθώντας να καταπολεμήσει με πλήρη μουσική εργασιοθεραπεία τον χωρισμό από την γυναίκα του.
 
Το φθινόπωρο του 1979, οι Banks και ο Rutherford μετακόμισαν με τον Collins στο Shalford για να ξεκινήσουν τις πρόβες για το "Duke". Ο Collins είχε γράψει ήδη ένα μεγάλο αριθμό τραγουδιών, αλλά ένιωθε ότι δεν ταίριαζαν με το μουσικό ύφος  των Genesis, ενώ οι Banks και Rutherford δεν είχαν να καταθέσουν κάποιο σημαντικό υλικό διότι πολύ απλά, όποια μουσική ιδέα είχαν, την είχαν κυκλοφορήσει στα προσωπικά τους άλμπουμ. Βλέποντας το αδιέξοδο αποφασίζουν ο καθένας τους να συνθέσουν από δύο κομμάτια. Συνέπεια όλων αυτών ήταν ο κημπορντίστας Tony Banks να γράψει τα "Heathaze" και "Cul-de-Sac", ο κιθαρίστας Mike Rutherford τα "Man of Our Times" και "Alone Tonight" ενώ ο P. Collins τα "Misunderstanding" και "Please Don't Ask". Οι υπόλοιπες συνθέσεις προέκυψαν στις πρόβες που έκανε η μπάντα αν και για το κομμάτι "Cul-de-Sac", ο P. Collins είχε αντιρρήσεις (κακιστα όπως αποδείχτηκε) διότι υποστήριζε ότι δεν είναι στο ύφος του, ενώ δεν του άρεσαν και οι στίχοι.


 
Τελικά όλο αυτό το σχέδιο των τριών, με τις πρόβες και τα δύο τραγούδια που οφείλουν να συνθέσουν, o καθένας τους λειτούργησε αναζωογονητικά για το άλμπουμ και στα μέσα Νοεμβρίου του 1979 βρέθηκαν όλοι μαζί στο Polar studios, στην Στοκχόλμη της Σουηδίας (στούντιο που έχουν ηχογραφήσει οι ABBA και Led Zeppelin) όπου μέχρι και το τέλος Δεκεμβρίου του 1979 ολοκλήρωσαν και τις ηχογραφήσεις του "Duke".
Την εξαιρετική παραγωγή ανέλαβε ο David Hentschel (Ringo Starr, Queen, Nazareth, Mike Oldfield, Renaissance, Peter Hammill) και ήταν η τελευταία του συνεργασία με τους Genesis.
Το άλμπουμ ξεκινά με το "Behind the Lines" που αρχικά ήταν σχεδιασμένο να είναι ένα 30λεπτο κομμάτι που θα περιλάμβανε  σε μία ενότητα τα "Duchess", "Guide Vocal", "Turn It Again", "Duke's Travels" και "Duke's End" κάτι που τελικά δεν συνέβη. Το "Behind the Lines"  είναι μία εξαιρετική σύνθεση όπου τα συμφωνικά  πλήκτρα του Tony Banks συνδυάζονται μοναδικά με τα ρυθμικά μέρη, και την πανέμορφη κιθαριστική μελωδία του Mike Rutherford. Όλο αυτό το συνθετικό αριστούργημα συμπληρώνεται με την παθιασμένη ερμηνεία του P. Collins που το κάνουν υπέροχο. Oι στίχοι μιλούν για έναν πρώην εραστή κάτι που παραπέμπει στα προσωπικά "ερωτικά δράματα" του χωρισμένου ντράμερ και που θα μας απασχολήσουν και σε ορισμένες άλλες συνθέσεις του άλμπουμ. Για την ιστορία το "Behind the Lines" υπάρχει σε διαφορετική πιο funky εκτέλεση και στο πρώτο σόλο δίσκο του P. Collins.
H συνέχεια ανήκει σε μία φοβερή σύνθεση, το "Duchess" που αναφέρεται στην άνοδο και την πτώση μία θηλυκής ροκ σταρ. Το κομμάτι ξεκινά με ένα δίλεπτο ηχητικό ατμοσφαιρικό σίγασμα και στη συνέχεια μεταλλάσσεται σε μία μνημειώδης μελωδία, με το ρεφρέν να είναι ένας μοναδικός μελωδικός παράδεισος αλλά και τον P. Collins να κάνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες του.
Το ολιγόλεπτο "Guide Vocal" που ακολουθεί είναι μία πανέμορφη μελαγχολική σύνθεση με καθαρά αυτοβιογραφικούς στίχους και αποτελεί ουσιαστικά μία ωραία εισαγωγή για το επόμενο κομμάτι που ακολουθεί, το πιο ροκέ "Man of Our Times". Ένα τραγούδι όπου ρεφρέν φτάνει μέχρι τον ουρανό ενώ το υπόγεια φωνητικά του Collins εναλλάσσονται με τα "εμμονικά" πλήκτρα του Tony Bnaks.
Η συνέχεια ανήκει στο "Misunderstanding", το οποίο είναι ένα μίγμα ανάμεσα στο "Hot Fun in the Summertime" των Sly and the Family Stone, το "Hold the Line" (Toto) και το"Sail on Sailor" των The Beach Boys και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Tony Banks και τα τρία μέλη των Genesis είναι φανατικοί θαυμαστές των Beach Boys.


 
Ακολουθεί το ανατριχιαστικό  "Heathaze", ένα κομμάτι που έχουν αντιγράψει ειδικά στην ενορχήστρωση του, όλες οι σύγχρονες prog rock μπάντες. Υπέροχη και δυνατή ερμηνεία από τον P. Collins με τους ποιητικούς στίχους να το κάνουν ακόμη πιο συγκινητικό.
Στη συνέχεια ακολουθεί το ραδιοφωνικό, "Turn It On Again", όπου οι ρυθμοί γίνονται πιο mainstream ενώ για αυτούς που "ψάχνονται" την λεπτομέρεια θα βρουν ότι μέσα στην σύνθεση υπάρχει και ένα έξυπνο πέρασμα από γιαπωνέζικη μελωδία.
Το "Turn It On Again" έγινε για πολλά χρόνια ένα από τα πιο συναυλιακά κομμάτια της μπάντας.
Οι ρυθμοί στη συνέχεια πέφτουν με το "Alone Tonight" και όπως περιγράφει ο τίτλος του, είναι ένα "μοναχικό" κομμάτι, κοινώς μία μπαλάντα που θυμίζει πιο πολύ τις μετέπειτα σόλο συνθέσεις του P. Collins.
To "Cul-de-sac", μπορεί ο Collins να μην ήθελε να το ερμηνεύσει αλλά ευτυχώς επικράτησε η άποψη των υπολοίπων. Εδώ μιλάμε για μία επική λυρική prog σύνθεση του γκρουπ, η οποία χάριν της μουσικής ευφυίας του Tony Banks, ακούμε μία από τις καλύτερες μελωδίες του άλμπουμ.
Το "Please Don't Ask" είναι μία ομαδική σύνθεση και μία λιτή όμορφη μπαλάντα όπου στιχουργικά παραπέμπει για άλλη μια φορά στον χωρισμό του P. Collins.
Ο δίσκος κλείνει με το "Duke's Travels" και το ορχηστρικό "Duke's End", όπου όσοι αγαπούν περισσότερο τα πρώτα άλμπουμ της μπάντας, εδώ θα απολαύσουν τους prog περφεξιονισμούς.
Oι 130 συναυλίες που έδωσαν οι Genesis για την προώθηση του "Duke", ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος όπου καταγράφεται χαρακτηριστικά στη συναυλία που έδωσαν στο Lyceum Theatre του Λονδίνου, την οποία αν δείτε αποσπάσματα στο youtube θα νιώσετε την ένταση και την φλόγα που είχαν εκείνη την περίοδο οι Genesis.
Το "Duke" για όσους ακολουθούν πιστά τους Genesis, αποτελεί μία από τις καλύτερες στούντιο κυκλοφορίες τους. Μπορεί οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί εποχής Peter Gabriel να κατακρίνουν την στροφή του γκρουπ. Όμως οι Genesis απέδειξαν ότι δεν κόλλησαν σε ηχητικά στεγανά και ούτε βούλιαξαν στον ελιτισμό που ακολούθησαν άλλα prog σχήματα και κυρίως απέφυγαν το ναυάγιο που έπαθαν ανάλογα συγκροτήματα εκείνη την εποχή από την λαίλαπα της punk και της new wave μουσικής.
 
Υ.Γ. 1.Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου του 1980, έφτασε μέχρι το νο1, των τσαρτ του Ηνωμένου Βασιλείου και στις ΗΠΑ έφτασε μέχρι το νο 11 και έγινε πλατινένιο και στις δυο πλευρες του Ατλαντικού.
 
Υ.Γ 2.Το εξώφυλλο του άλμπουμ επιμελήθηκε, ο Γάλλος εικονογράφος Lionel Koechlin με την βοήθεια  του Bill Smith και είναι επηρεασμένο από το  βιβλίο του L'Alphabet d'Albert, που δημοσιεύτηκε το 1979. Στον P. Collins δεν άρεσε το συγκεκριμένο εξώφυλλο διότι υποστήριζε ότι θεματικά δεν είχε σχέση με τις συνθέσεις του Duke".
Αντιθέτως στους Banks και Rutherford αλλά και στην Charisma Records, τους άρεσε η συγκεκριμένη εικονογράφηση και φυσικά επικράτησε η δική τους άποψη.
 
Υ.Γ. 3. Στα b- sides του "Misunderstanding", υπάρχει το  ρομαντικό "Evidence of Autumn" (σύνθεση του Tony Banks) ενώ το ερωτικό "Open Door" είναι στην δεύτερη πλευρά του σινγκλ "Duchess".
 
 
Φώτης Μελέτης

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Silvernite: "Μια ακρόαση με κλειστά μάτια θα σας πείσει!"

Χάρηκα, διότι τον τελευταίο μήνα κυκλοφορεί δίσκος του μελωδικού γένους. Xάρηκα ακόμη περισσότερο που η κυκλοφορία είναι ελληνική.
Xάρηκα πολύ, διότι οι πολυτάλαντοι και πολυοργανίστες καλλιτέχνες τόλμησαν να δημιουργήσουν έναν δίσκο αμιγώς με την αγαπημένη '80ς μουσική "φορεσιά":
σπουδαία μουσικά "άγκιστρα", καθοδηγούμενα από πλήκτρα και συνθεσάιζερ, σπουδαία φωνητικά, ευφάνταστες καθάριες κιθαριστικές γραμμές.
Στα πλαίσια προβολής λοιπόν κάθε ελληνικής μελωδικής μπάντας από το rocktime.gr, είχαμε την καλή συντυχία να μιλήσουμε με τους δημιουργούς του δίσκου και συγκεκριμένα με τον βιρτουόζο Στράτο Καραγιαννίδη (Strutter) και να παρουσιάσουμε τις επιδιώξεις και τα μουσικά όνειρα τους!

RT: Πώς δημιουργήθηκαν οι SILVERNITE και ποια η μέχρι τώρα πορεία σας; Δώστε μας λίγα στοιχεία για μία πρώτη γνωριμία για τους φίλους της καλής μελωδικής μουσικής…
Κατ' αρχήν χαιρόμαστε που ερχόμαστε σε επαφή μέσω του rocktime.gr με τους φίλους της καλής μουσικής! Οι Silvernite είναι το αποτέλεσμα μιας μουσικής ανησυχίας δικής μου και του Θανάση (Thanos G.). Πάντοτε ήμασταν λάτρεις της '80ς αισθητικής και θέλαμε μουσικά να κάνουμε κάτι αντίστοιχο. Έτσι ξεκινήσαμε από τα τέλη του 2018 να γράφουμε τα πρώτα κομμάτια, αλλά χωρίς να έχουμε σαν στόχο τότε να δημιουργήσουμε ένα νέο μουσικό συγκρότημα. Στόχος μας ήταν απλά να εκφραστούμε μέσω κάποιων τραγουδιών. Σιγά-σιγά τα τραγούδια μας άρχισαν να μαζεύονται και αρχίσαμε να συζητάμε το ενδεχόμενο μιας κυκλοφορίας αυτού του υλικού. Τότε παρουσιάστηκε και η ανάγκη μιας φωνής. Είχαμε την χαρά να συναναστρεφόμαστε με μια εξαιρετική φωνή από την Φινλανδία, την Τάνια Χαρκόνεν (Tanja Härkönen) και της ζητήσαμε να μας ηχογραφήσει κάποια δείγματα για τα τραγούδια μας. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό και έτσι την προσκαλέσαμε στην μουσική μας παρέα. Απόρροια όλων των παραπάνω ήταν να ιδρυθούν οι Silvernite. Ένα μουσικό συγκρότημα που είναι η αντανάκλαση των εφηβικών μας ονείρων.

RT:  Ο τίτλος είναι σημαδιακός, περιγραφικός για κάτι/κάποιον ή κάποια; Σχετίζεται με τους στίχους και από πού αντλείς έμπνευση για τη μουσική;
Οι Silvernite είναι ένα concept συγκρότημα. Όλη μας η μουσική και οι στίχοι βασίζονται πάνω σε μία ιστορία επιστημονικής φαντασία. Η πρώτη μας δουλειά με τίτλο "So It Began" είναι ο πρόλογός της. Αυτόν τον καιρό δουλεύουμε πάνω στην δημιουργία ενός comic περιοδικού της ιστορίας μας το οποίο σε συνδυασμό με την μουσική θα μπορεί να δώσει στους ακροατές μας ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα της αισθητικής μας. Το όνομά μας είναι κομμάτι της ιστορίας μας και για αυτόν τον λόγο δεν θα ήθελα να πω κάτι παραπάνω για να μην χαλάσω την ανάγνωση στους φίλους μας.

RT: Είναι δύσκολο για μία μπάντα να δημιουργεί σε μία κατάσταση οικονομικής κρίσης και πανδημίας, όπως αυτή που βιώνει η Ελλάδα;
-Όχι. Η δημιουργία δεν ήταν ποτέ ευκολότερη από ό,τι είναι τώρα στις μέρες μας. Πλέον η τεχνολογία είναι ένας εκπληκτικός σύμμαχος του μουσικού. Μειώνει το κόστος και μεγιστοποιεί τα διαθέσιμα εργαλεία, άρα όποια και να είναι η οικονομική κατάσταση, οι μέρες μας είναι σίγουρα πολύ καλύτερες από αυτές των δεκαετιών 60, 70, 80, 90 ακόμα και του 2000. Αυτό που θα έπρεπε να μας προβληματίσει δεν είναι το οικονομικό κομμάτι αλλά το αν υπάρχει διάθεση για δημιουργία καλής μουσικής. Όταν λέω καλή μουσική δεν εστιάζω σε κάποιο μουσικό είδος αλλά στο ταλέντο και στην αγάπη του μουσικού για έκφραση.

RT: Ποιες είναι οι μπάντες που σας επηρεάζουν στην κυκλοφορία αυτήν μουσικά;
Όλη η Hard Rock σκηνή της δεκαετίας του '80 με συγκροτήματα όπως οι: Journey, Toto, Boston, Survivor, Lita Ford, Vixen, Petra, Glenn Frey και πολλοί άλλοι. Αλλά και το σύγχρονο μουσικό ρεύμα της Synthwave σκηνής με συγκροτήματα όπως oι: The Midnight, LeBrock, Gunship, Kavinsky, September 87 κ.α.
 

RT:  Πώς θα περιγράφατε τη μουσική και τις εμφανίσεις σας σε κάποιον χωρίς ακοή και χωρίς όραση, αντίστοιχα;
Σε κάποιον χωρίς ακοή θα ήταν πολύ εύκολο να μας καταλάβει με την βοήθεια του κόμικ που ετοιμάζουμε. Όλη η ιστορία των τραγουδιών μας θα βρίσκεται μέσα στις σελίδες του περιοδικού. Σε έναν άνθρωπο χωρίς όραση η ίδια η μουσική μας δημιουργεί τόσες πολλές εικόνες που η φαντασία του θα ταξίδευε με ευκολία στον μαγικό μας κόσμο. Μια ακρόαση με κλειστά μάτια θα σας πείσει!

RT: Όταν συνθέτετε, τι προκύπτει πρώτα: η μουσική ή οι στίχοι;

Πρώτα έρχεται η ιστορία. Μετά ακολουθεί η μουσική βασισμένη πάνω στην ιστορία που θέλουμε να περιγράψουμε και μετά ντύνεται το μουσικό κομμάτι με τους αντίστοιχους στίχους. Δηλαδή δουλεύουμε με τον ίδιο τρόπο που θα συνέθεται κάποιος ένα soundtrack μιας ταινίας.

RT:Με ποιες μπάντες θα χαιρόσασταν να παίζατε /περιοδεύατε μαζί;
-Δεν υπάρχει κάποιο "απωθημένο". Όλοι μας σαν μουσικοί έχουμε μεγάλη πορεία. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να λήξει η περίεργη κατάσταση που βιώνουμε με τον κορωναϊό και να μπορέσουμε να φέρουμε την παράστασή μας στον κόσμο.

RT: Ποιος είναι ο "υπεύθυνος" για τους στίχους και τη μουσική;
Η μουσική γράφεται από εμένα και τον Θανάση και οι στίχοι είναι δικοί μου.

RT:Πώς ήταν η ατμόσφαιρα στις ηχογραφήσεις; κάποιο ιδιαίτερο περιστατικό θυμάστε;

Εξαιρετική! Υπήρχε μουσική σύμπνοια και φοβερό μεράκι, ερχόταν ο ένας και συμπλήρωνε τον άλλο σαν ένα τέλειο παζλ! Μακάρι όλοι οι μουσικοί να περνάνε τέτοιο ποιοτικό χρόνο μέσα στο στούντιο.

RT:Υπήρξαν στιγμές στη διάρκεια της πορεία σου που σκεφτήκατε να τα παρατήσετε, που νιώσατε ότι δεν βγάζει πουθενά, στην Ελληνική ταλαίπωρη μουσική ροκ σκηνή;
Με τους Silvernite όχι. Είμαστε πολύ νέο συγκρότημα! Αλλά σίγουρα με άλλα συγκροτήματα ήρθαμε πολλές φορές αντιμέτωποι με την απογοήτευση. Απλά να επισημάνω ότι η Ελληνική σκηνή δεν είναι καθόλου ταλαίπωρη. Ίσα-ίσα είναι πολύ καλύτερη σε αρκετούς
τομείς συγκρινόμενη με άλλες Ευρωπαικές χώρες. Απλά αυτό που απουσιάζει είναι η οργάνωση και η ενημέρωση των μουσικών για το πως πρέπει να λειτουργεί ένας μουσικός.

RT: Ποια είναι τα επόμενα βήματα των SILVERNITE;
-Αυτήν την περίοδο εργαζόμαστε πάνω στην σύνθεση του επόμενου άλμπουμ μας και μόλις με το καλό μπορέσουμε να βγούμε από τα σπίτια μας θα ξαναμπούμε στούντιο για την ηχογράφησή του. Επίσης η ολοκλήρωση του πρώτου μέρους της ιστορίας του κόμικς είναι προτεραιότητά μας και φυσικά αν επιτρέψουν οι συνθήκες, από την νέα σεζόν θα ξεκινήσουμε τις συναυλιακές μας δραστηριότητες.

RT: Είναι χαρά μας, που μιλήσαμε για την εξαιρετική δημιουργία σας . Ευχαριστούμε για το χρόνο σας και που μιλήσατε σε μας και στους οπαδούς σας για την τωρινή δουλειά σας…
Η χαρά είναι όλη δική μας Νότη και σας ευχαριστούμε για την ευκαιρία που μας δίνετε να επικοινωνήσουμε με φίλους της μουσικής.

  • Επιμέλεια Νότης "SILVERNITE" Γκιλλανίδης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...