Το δέκατο στούντιο άλμπουμ των Genesis
κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου του 1980 και παρότι είχαν υποστεί
σημαντικές απώλειες με τα μέλη της μπάντας, κατόρθωσαν όχι μόνο να
επιβιώσουν αλλά και να έχουν αιφνιδιάσει ευχάριστα και τους μουσικούς
κριτικούς της εποχής που εκείνη την περίοδο ήταν πολύ αυστηροί και
καθόλου ευχάριστοι στις παρουσιάσεις τους.
Όταν
μάλιστα το σπουδαίο τρίο καταφέρνει να έχει την μερική αποθέωση μεγάλων
μουσικών περιοδικών της εποχής όπως το The Rolling Stone και το Sounds
εν μέσω punk και new wave μόδας, τότε κατανοείς πόση σημαντική μουσική
και καλλιτεχνική δύναμη κουβαλούσαν όλα αυτά τα χρόνια, οι
χαρακτηρισμένοι κακοπροαίρετα ως prog-rock "δεινόσαυροι".
To πρώτο εξάμηνο του 1979 ήταν χρόνος αδράνειας για την μπάντα αν και οι Tony Banks και Mike Rutherford κυκλοφόρησαν σόλο άλμπουμ. Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν πολύ δύσκολη για τον Phill Collins
αφού προσπαθούσε να σώσει τον πρώτο γάμο του και για αυτό τον λόγο είχε
μετακομίσει από το Ηνωμένο Βασίλειο στο Βανκούβερ του Καναδά, μιας και η
τότε σύζυγός του, Andrea Bertorelli, είχε προβεί σε
διάφορου είδους τελεσίγραφα, προσπαθώντας και εκείνη με την σειρά της να
σώσει έναν γάμο που ήταν ήδη καταδικασμένος, μιας το πρόγραμμα και ο
τρόπος ζωής του Phiil Collins ήταν απίθανο να μπορέσει να του δώσει το φιλί της ζωής.
Τα
υπόλοιπα μέλη της μπάντας βλέποντας το δράμα που ζούσε ο frontman του
γκρουπ και λειτουργώντας ως οικογένεια αποδέχονται το αίτημα του Collins
ώστε να μπορέσει να επανέλθει πρωτίστως στις οικογενειακές του
υποχρεώσεις και μετέπειτα στις δισκογραφικές και συναυλιακές υποχρεώσεις
των Genesis. Παράλληλα ο Collins είχε
πολλά πράματα στο μυαλό του αλλά ήταν αρκετά δύσκολο όλα να
συνδυαστούν. Από την μία η εύρεση οικογενειακής γαλήνης και η μετακόμιση
στον Καναδά και από την άλλη η φιλόδοξη σκέψη του, που την είχε
ομολογήσει και στους υπόλοιπους Genesis ότι, είχε έρθει
η ώρα για την μπάντα να κάνουν την μεγαλύτερη τους εμπορική επιτυχία.
Ταυτόχρονα μέσα σε όλα αυτά υπήρχε και το jazz rock σχήμα των Brand X,
στο οποίο είχε ενεργό συμμετοχή ο δραστήριος μουσικός, οπότε όπως
καταλαβαίνετε πολλά καρπούζια στην ίδια μασχάλη ήταν λιγάκι δύσκολο να
κρατηθούν.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο γάμος του, να διαλυθεί και να του αφήσει έντονα σημάδια κατάθλιψης, μιας και με την Andrea Bertorelli
ήταν μαζί από την εφηβική τους ηλικία και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά,
οπότε το συναισθηματικό πλήγμα ήταν βαρύ. Βέβαια χάριν σε αυτό το άκρως
δυσάρεστο γεγονός ο Collins έγραψε ένα από τα καλύτερα του κομμάτια, το, "In The Air Tonight". Μάλιστα τα υπόλοιπα μέλη των Genesis, τον "κατηγόρησαν" και συγκεκριμένα ο T. Banks, γιατί το συγκεκριμένο κομμάτι δεν ήθελε ο Collins να το συμπεριληφθεί στο "Duke" αλλά προτίμησε να το κυκλοφορήσει στο πρώτο σόλο δίσκο με τίτλο "Face Value". Ο λόγος είναι μάλλον προφανής...
Εν τέλει ο γάμος του P. Collins δεν σώθηκε αλλά στάθηκε μία καλή αφορμή ώστε οι Genesis να συνθέσουν μία από τις κορυφαίες στούντιο κυκλοφορίες τους.
Άλλωστε η μπάντα ήδη μετρούσε δύο σημαντικές απώλειες (Peter Gabriel και Steve Hackett) και αντί αυτό να σταθεί αρνητικός παράγοντας, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ειδικά στα δύο προηγούμενα άλμπουμ "Wind & Wuthering" (1976) όσο και το "...And Then There Were Three..." (1978), οι Genesis
έδειξαν σημαντικές αντοχές καλλιτεχνικής δημιουργίας που ανάγκασαν
μέχρι και τους "σκληρούς" κριτικούς να παραδεχτούν ότι είναι πολύ καλά
άλμπουμ.
Βάζοντας πίσω όσα προβλήματα κουβαλούσαν (ειδικά όπως είπαμε ο Phill Collins),
το γκρουπ ξεκινά να συνθέτει νέα κομμάτια, περίπου στα μέσα του 1979
αλλάζοντας το πλάνο τους στην δημιουργία τραγουδιών δηλαδή σταμάτησαν να
δουλεύουν κυρίως με προπαρασκευασμένες ιδέες αλλά αποφάσισαν να
συν-δημιουργούν μέσα στο στούντιο κάνοντας ουσιαστικά πρόβες και jam
ώστε να προκύψει κάτι πιο αυθόρμητο και εμπνευσμένο. Επιπρόσθετα ο Phill Collins επιστρέφοντας στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε ότι κενά είχε με τους Genesis, ηχογράφησε την ίδια χρονιά το "Product" με τους Brand X (μία jazz-fussion μπάντα) αλλά παράλληλα έγραφε και συνθέσεις για το πρώτο σόλο δίσκο του με τίτλο "Face Value" ενώ ο ίδιος πειραματιζόταν
με μία μηχανή ηλεκτρονικών τυμπάνων Roland, προσπαθώντας να
καταπολεμήσει με πλήρη μουσική εργασιοθεραπεία τον χωρισμό από την
γυναίκα του.
Το φθινόπωρο του 1979, οι Banks και ο Rutherford μετακόμισαν με τον Collins στο Shalford για να ξεκινήσουν τις πρόβες για το "Duke". Ο Collins είχε γράψει ήδη ένα μεγάλο αριθμό τραγουδιών, αλλά ένιωθε ότι δεν ταίριαζαν με το μουσικό ύφος των Genesis, ενώ οι Banks και Rutherford δεν
είχαν να καταθέσουν κάποιο σημαντικό υλικό διότι πολύ απλά, όποια
μουσική ιδέα είχαν, την είχαν κυκλοφορήσει στα προσωπικά τους άλμπουμ.
Βλέποντας το αδιέξοδο αποφασίζουν ο καθένας τους να συνθέσουν από δύο
κομμάτια. Συνέπεια όλων αυτών ήταν ο κημπορντίστας Tony Banks να γράψει τα "Heathaze" και "Cul-de-Sac", ο κιθαρίστας Mike Rutherford τα "Man of Our Times" και "Alone Tonight" ενώ ο P. Collins τα "Misunderstanding" και "Please Don't Ask". Οι υπόλοιπες συνθέσεις προέκυψαν στις πρόβες που έκανε η μπάντα αν και για το κομμάτι "Cul-de-Sac", ο P. Collins είχε αντιρρήσεις (κακιστα όπως αποδείχτηκε) διότι υποστήριζε ότι δεν είναι στο ύφος του, ενώ δεν του άρεσαν και οι στίχοι.
Τελικά
όλο αυτό το σχέδιο των τριών, με τις πρόβες και τα δύο τραγούδια που
οφείλουν να συνθέσουν, o καθένας τους λειτούργησε αναζωογονητικά για το
άλμπουμ και στα μέσα Νοεμβρίου του 1979 βρέθηκαν όλοι μαζί στο Polar studios,
στην Στοκχόλμη της Σουηδίας (στούντιο που έχουν ηχογραφήσει οι ABBA και
Led Zeppelin) όπου μέχρι και το τέλος Δεκεμβρίου του 1979 ολοκλήρωσαν
και τις ηχογραφήσεις του "Duke".
Την εξαιρετική παραγωγή ανέλαβε ο David Hentschel (Ringo Starr, Queen, Nazareth, Mike Oldfield, Renaissance, Peter Hammill) και ήταν η τελευταία του συνεργασία με τους Genesis.
Την εξαιρετική παραγωγή ανέλαβε ο David Hentschel (Ringo Starr, Queen, Nazareth, Mike Oldfield, Renaissance, Peter Hammill) και ήταν η τελευταία του συνεργασία με τους Genesis.
Το άλμπουμ ξεκινά με το "Behind the Lines" που αρχικά ήταν σχεδιασμένο να είναι ένα 30λεπτο κομμάτι που θα περιλάμβανε σε μία ενότητα τα "Duchess", "Guide Vocal", "Turn It Again", "Duke's Travels" και "Duke's End" κάτι που τελικά δεν συνέβη. Το "Behind the Lines" είναι μία εξαιρετική σύνθεση όπου τα συμφωνικά πλήκτρα του Tony Banks συνδυάζονται μοναδικά με τα ρυθμικά μέρη, και την πανέμορφη κιθαριστική μελωδία του Mike Rutherford. Όλο αυτό το συνθετικό αριστούργημα συμπληρώνεται με την παθιασμένη ερμηνεία του P. Collins που
το κάνουν υπέροχο. Oι στίχοι μιλούν για έναν πρώην εραστή κάτι που
παραπέμπει στα προσωπικά "ερωτικά δράματα" του χωρισμένου ντράμερ και
που θα μας απασχολήσουν και σε ορισμένες άλλες συνθέσεις του άλμπουμ.
Για την ιστορία το "Behind the Lines" υπάρχει σε διαφορετική πιο funky εκτέλεση και στο πρώτο σόλο δίσκο του P. Collins.
H συνέχεια ανήκει σε μία φοβερή σύνθεση, το "Duchess" που αναφέρεται στην άνοδο και την πτώση μία θηλυκής ροκ σταρ. Το κομμάτι ξεκινά με ένα δίλεπτο ηχητικό ατμοσφαιρικό σίγασμα και στη συνέχεια μεταλλάσσεται σε μία μνημειώδης μελωδία, με το ρεφρέν να είναι ένας μοναδικός μελωδικός παράδεισος αλλά και τον P. Collins να κάνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες του.
Το ολιγόλεπτο "Guide Vocal" που ακολουθεί είναι μία πανέμορφη μελαγχολική σύνθεση με καθαρά αυτοβιογραφικούς στίχους και αποτελεί ουσιαστικά μία ωραία εισαγωγή για το επόμενο κομμάτι που ακολουθεί, το πιο ροκέ "Man of Our Times". Ένα τραγούδι όπου ρεφρέν φτάνει μέχρι τον ουρανό ενώ το υπόγεια φωνητικά του Collins εναλλάσσονται με τα "εμμονικά" πλήκτρα του Tony Bnaks.
H συνέχεια ανήκει σε μία φοβερή σύνθεση, το "Duchess" που αναφέρεται στην άνοδο και την πτώση μία θηλυκής ροκ σταρ. Το κομμάτι ξεκινά με ένα δίλεπτο ηχητικό ατμοσφαιρικό σίγασμα και στη συνέχεια μεταλλάσσεται σε μία μνημειώδης μελωδία, με το ρεφρέν να είναι ένας μοναδικός μελωδικός παράδεισος αλλά και τον P. Collins να κάνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες του.
Το ολιγόλεπτο "Guide Vocal" που ακολουθεί είναι μία πανέμορφη μελαγχολική σύνθεση με καθαρά αυτοβιογραφικούς στίχους και αποτελεί ουσιαστικά μία ωραία εισαγωγή για το επόμενο κομμάτι που ακολουθεί, το πιο ροκέ "Man of Our Times". Ένα τραγούδι όπου ρεφρέν φτάνει μέχρι τον ουρανό ενώ το υπόγεια φωνητικά του Collins εναλλάσσονται με τα "εμμονικά" πλήκτρα του Tony Bnaks.
Η συνέχεια ανήκει στο "Misunderstanding",
το οποίο είναι ένα μίγμα ανάμεσα στο "Hot Fun in the Summertime" των
Sly and the Family Stone, το "Hold the Line" (Toto) και το"Sail on
Sailor" των The Beach Boys και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Tony Banks και τα τρία μέλη των Genesis είναι φανατικοί θαυμαστές των Beach Boys.
Ακολουθεί το ανατριχιαστικό "Heathaze",
ένα κομμάτι που έχουν αντιγράψει ειδικά στην ενορχήστρωση του, όλες οι
σύγχρονες prog rock μπάντες. Υπέροχη και δυνατή ερμηνεία από τον P. Collins με τους ποιητικούς στίχους να το κάνουν ακόμη πιο συγκινητικό.
Στη συνέχεια ακολουθεί το ραδιοφωνικό, "Turn It On Again",
όπου οι ρυθμοί γίνονται πιο mainstream ενώ για αυτούς που "ψάχνονται"
την λεπτομέρεια θα βρουν ότι μέσα στην σύνθεση υπάρχει και ένα έξυπνο
πέρασμα από γιαπωνέζικη μελωδία.
Το "Turn It On Again" έγινε για πολλά χρόνια ένα από τα πιο συναυλιακά κομμάτια της μπάντας.
Οι ρυθμοί στη συνέχεια πέφτουν με το "Alone Tonight" και όπως περιγράφει ο τίτλος του, είναι ένα "μοναχικό" κομμάτι, κοινώς μία μπαλάντα που θυμίζει πιο πολύ τις μετέπειτα σόλο συνθέσεις του P. Collins.
To "Cul-de-sac", μπορεί ο Collins να μην ήθελε να το ερμηνεύσει αλλά ευτυχώς επικράτησε η άποψη των υπολοίπων. Εδώ μιλάμε για μία επική λυρική prog σύνθεση του γκρουπ, η οποία χάριν της μουσικής ευφυίας του Tony Banks, ακούμε μία από τις καλύτερες μελωδίες του άλμπουμ.
Οι ρυθμοί στη συνέχεια πέφτουν με το "Alone Tonight" και όπως περιγράφει ο τίτλος του, είναι ένα "μοναχικό" κομμάτι, κοινώς μία μπαλάντα που θυμίζει πιο πολύ τις μετέπειτα σόλο συνθέσεις του P. Collins.
To "Cul-de-sac", μπορεί ο Collins να μην ήθελε να το ερμηνεύσει αλλά ευτυχώς επικράτησε η άποψη των υπολοίπων. Εδώ μιλάμε για μία επική λυρική prog σύνθεση του γκρουπ, η οποία χάριν της μουσικής ευφυίας του Tony Banks, ακούμε μία από τις καλύτερες μελωδίες του άλμπουμ.
Το "Please Don't Ask" είναι μία ομαδική σύνθεση και μία λιτή όμορφη μπαλάντα όπου στιχουργικά παραπέμπει για άλλη μια φορά στον χωρισμό του P. Collins.
Ο δίσκος κλείνει με το "Duke's Travels" και το ορχηστρικό "Duke's End", όπου όσοι αγαπούν περισσότερο τα πρώτα άλμπουμ της μπάντας, εδώ θα απολαύσουν τους prog περφεξιονισμούς.
Oι 130 συναυλίες που έδωσαν οι Genesis για την προώθηση του "Duke",
ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος όπου καταγράφεται χαρακτηριστικά στη
συναυλία που έδωσαν στο Lyceum Theatre του Λονδίνου, την οποία αν δείτε
αποσπάσματα στο youtube θα νιώσετε την ένταση και την φλόγα που είχαν
εκείνη την περίοδο οι Genesis.
Το "Duke" για όσους ακολουθούν πιστά τους Genesis, αποτελεί μία από τις καλύτερες στούντιο κυκλοφορίες τους. Μπορεί οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί εποχής Peter Gabriel να κατακρίνουν την στροφή του γκρουπ. Όμως οι Genesis απέδειξαν
ότι δεν κόλλησαν σε ηχητικά στεγανά και ούτε βούλιαξαν στον ελιτισμό
που ακολούθησαν άλλα prog σχήματα και κυρίως απέφυγαν το ναυάγιο που
έπαθαν ανάλογα συγκροτήματα εκείνη την εποχή από την λαίλαπα της punk
και της new wave μουσικής.
Υ.Γ. 1.Το
άλμπουμ κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου του 1980, έφτασε μέχρι το νο1, των
τσαρτ του Ηνωμένου Βασιλείου και στις ΗΠΑ έφτασε μέχρι το νο 11 και
έγινε πλατινένιο και στις δυο πλευρες του Ατλαντικού.
Υ.Γ 2.Το εξώφυλλο του άλμπουμ επιμελήθηκε, ο Γάλλος εικονογράφος Lionel Koechlin με την βοήθεια του Bill Smith και είναι επηρεασμένο από το βιβλίο του L'Alphabet d'Albert, που δημοσιεύτηκε το 1979. Στον P. Collins δεν άρεσε το συγκεκριμένο εξώφυλλο διότι υποστήριζε ότι θεματικά δεν είχε σχέση με τις συνθέσεις του Duke".
Αντιθέτως στους Banks και Rutherford αλλά και στην Charisma Records, τους άρεσε η συγκεκριμένη εικονογράφηση και φυσικά επικράτησε η δική τους άποψη.
Υ.Γ. 3. Στα b- sides του "Misunderstanding",
υπάρχει το ρομαντικό "Evidence of Autumn" (σύνθεση του Tony Banks) ενώ
το ερωτικό "Open Door" είναι στην δεύτερη πλευρά του σινγκλ "Duchess".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.