Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Ambrosia: To πιο γλυκό νέκταρ του prog rock


H ιστορία των Ambrosia ξεκινά όταν το ηγετικό δίδυμο της μπάντας David Pack και Joe Puerta συναντήθηκαν σε εφηβική ηλικία (γυρω στα 15) και έφτιαξαν μία μπάντα με την επωνυμία The Sentry's.

Ψάχνοντας για συνεργάτες και περιπλανώμενοι για τρία χρόνια στο South Bay του Λος Άντζελες γνώρισαν τον Christopher North ένας φημισμένο πληκτρά της περιοχής, ο οποίος έπαιζε τρομερά με το Hammond B3, ήταν μπλουζμαν και του άρεσε η ροκ μουσική παράλληλα βρήκαν ντράμερ μέσω μιας οντισιόν που πραγματοποίησαν έναν πρωτότυπο, δημιουργικός και ωραίος τύπος, ονόματι Burleigh Drummond.
Οι Ambrosia ήταν πλέον γεγονός ως κουαρτέτο αποτελούμενο από τους David Pack (κιθάρα, φωνή), τον Joe Puerta (μπάσο, φωνή), τον Christopher North (πλήκτρα) και τον ντράμερ, Burleigh Drummond ξεκινώντας να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους. 

Το αρχικό τους όνομα ήταν "Ambergris Might" όμως κατά την διάρκεια των πρώτων συναυλιών τους, έμαθαν ότι υπάρχει μία ακόμη μπάντα με παρόμοιο όνομα και αναγκάστηκαν να το αλλάξουν. Το καινούργιο όνομα προέκυψε από ψάξιμο στο λεξικό και τους ενθουσίασε το νόημα της λέξης "αμβροσία" που σημαίνει το "νέκταρ των θεών".

Με βάση την πόλη του Σαν Πέδρο στη νότια Καλιφόρνια, οι βασικές επιρροές του γκρουπ ήταν οι Beach Boys και οι Beatles. Παράλληλά ήταν η εποχή που οι φωνητικές αρμονίες και οι μελωδικές γραμμές των Crosby, Stills, Nash & Young και Simon & Garfunkel τους είχαν σαγηνεύσει. Εκείνο όμως το γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον μετέπειτα ήχο τους ήταν όταν είδαν μία παράσταση των King Crimson στο Whisky a Go-Go τον Δεκέμβριο του 1969, η οποία άλλαξε ριζικά την αντίληψή τους για την μουσική και αποφάσισαν να δώσουν ένα πιο progressive προσανατολισμό στις συνθέσεις τους.
Ταυτόχρονα το γκρουπ συνέχιζε να δίνει αρκετές συναυλίες και  έψαχνε να υπογραψει ένα καλό συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική εταιρία.
Το 1971, ένας φίλος τους που έκανε ήχο για το Hollywood Bowl τους προσκάλεσε να παίξουν ζωντανά στη σκηνή για να δοκιμάσουν ένα νέο σύστημα ήχου που είχε εγκατασταθεί.
Ο Gordon Parry, επικεφαλής μηχανικός στο Bowl, εντυπωσιάσθηκε από το παίξιμο των Ambrosia και τους προσκάλεσε να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις της Φιλαρμονικής του Λος Άντζελες. Τους γνώρισε στον  διάσημο Ινδό μαέστρο Zubin Mehta, ο οποίος χαρακτήρισε τους Ambrosia ως μέρος της λεγόμενης All-American Dream Concert και ήταν μία καλή διαφήμιση στην μουσική βιομηχανία της εποχής
Ambrosia είχαν ξεκινήσει ήδη την πορεία τους από το 1970 παίζοντας σημαντικό ρόλο στις ΗΠΑ ενώ τους βοήθησε αρκετά και η συνεργασία του David Pack με μία από τις κορυφαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα, τον Herb Alpert.


 
Ο Herb Albert δεν ήταν απλός ένας σημαντικός μουσικός αλλά συνδύαζε τα πάντα αφού αναλάμβανε ενορχηστρώσεις, παραγωγές, συνθέσεις ήταν τρομπετίστας, τραγουδιστής μέχρι και ζωγράφος και κατάφερνε να παντρεύει με απόλυτη επιτυχία σχεδόν όλα τα είδη μουσικής από latin και jazz μεχρι pop και funk.
Οι Ambrosia αξιοποίσαν αυτή την γνωριμία του D. Pack και συμμετείχαν σε μία οντισιόν για τα Herb Alpert και A&M Records και κατάφεραν να υπογράψουν με την  20th Century Fox Records, για δύο στούντιο κυκλοφορίες.
Ο David Pack αναφέρει σχετικά για αυτή την συμφωνία:
"Αρχικά υπήρξε η σκέψη από την εταιρία να ηχογραφήσουμε 25 ποπ κομμάτια αλλά εμείς επιθυμούσαμε να γράψουμε progressive rock συνθέσεις. Τελικά σε πρώτη φάση επέλεξαν μόνο δυο τραγούδια από τις συνθέσεις που τους στείλαμε οπότε μετά από έξι μήνες στο στούντιο έπρεπε να ηχογραφήσουμε πάλι το άλμπουμ. Τότε βάζουμε ως στόχο να συνεργαστούμε με τον Alan Parsons, καθώς πιστεύαμε ότι ήταν ο μοναδικός παραγωγός που θα μπορούσε να βγάλει τον ήχο που θέλαμε αλλά και να μας βελτιώσει ακόμη περισσότερο. Ήταν θαύμα τελικα που καταφέραμε και τον πείσαμε να μας αναλάβει".
 
Το Φεβρουάριο του 1975 κυκλοφορεί το ομότιτλο ντεμπούτο της μπάντας, το οποίο πραγματικά είναι μία πανδαισία prog και rock ήχων εμπλουτισμένο από sixties μελωδίες. Στην παραγωγή είναι ο Freddie Piro αλλά την μίξη του δίσκου έχει αναλάβει ο Alan Parsons ενώ το άλμπουμ προτείνεται για βραβείο Grammy ως η καλύτερη ηχογραφηση της χρονιάς!
Ο δίσκος κάνει ιδαίτερη αίσθηση και παίρνει από από παντού θετικές κριτικές και σκαρφαλώνει μέχρι το νο 22 των HΠΑ τσαρτ ενώ βγάζει δύο σίνγκλ το πανέμορφο και μελωδικό "Holdin' on to Yesterday" και το "Nice, Nice, Very Nice" βασισμένο σε ένα ποίημα του Kurt Vonnegut Jr.
Παράλληλα ξεχωρίζει το μπητλικό "Time Waits for No One" που τελειώνει με μια ρωσική μπαλαλάικα ενώ το "World Leave Me Alone" ακολουθεί πιο rock/blues φόρμες.
Το "Make Us All Aware" περιέχει εντονα πιανιστικά jazz μέρη και μεσαιωνικές μελωδίες. Στην ατμοσφαιρική μπαλάντα "Lover Arrive" φαίνεται η σφραγίδα του Alan Parsons ενώ στο "Mamma Frog", οι prog/jazz αναφορές είναι κυρίαρχες με την ενορχήστρωση και τις ακραίες περφεξιονιστικές εναλλαγές  να εντυπωσιάζουν.
Το άλμπουμ κλείνει με το "Drink of Water" μία υπέροχη σύνθεση με τα φωνητικά των Puerta (ασύλληπτο παίξιμο στο μπάσο) και Pack να δίνουν ένα πιο μελωδικό χρώμα με τα εμπνευσμένα πλήκτρα του Christopher North να προσδίδουν μία πιο "φευγάτη" απόχρωση στην σύνθεση.
Στο άλμπουμ συμμετέχουν δύο σπουδαίους αρτίστες ο βιολινίστας Daniel Kobialka και ο James Newton Howard (synthesizer programming).

 

Το 1976 μετά από μία μικρή περιοδεία κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ των Ambrosia με τίτλο "Somewhere I've Never Travelled".
Πρωταγωνιστικό ρόλα αναλαμβάνει σε όλο τον δίσκο ο Alan Parsons αφού κάνει τόσο την παραγωγή όσο και τις μίξεις του δίσκου.
Ο ήχος του "Somewhere I've Never Travelled" θυμίζει αρκετά Pink Floyd λόγω του Alan Parsons και είναι ηχογραφημένο στα περίφημα Abbey Road Studios.
Ο δίσκος ξεκινά με τον ντράμερ Burleigh Drummond να ερμηνεύει το μόλις 47 δευτερολέπτων "And" που ουσιαστικά είναι η εισαγωγή στο ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ με τους Pack και Puerta να αναλαμβάνουν τους τραγουδιστικούς τους ρόλους σε μία ταξιδιαρικη σύνθεση.
Ακολουθεί το συγκλονιστικό "Cowboy Star" που είναι μία από τις καλύτερες συνθέσεις τους, με το ντουέτο των φωνητικών να είναι φανταστικό σε σημείο να νομίζεις ότι κάνουν δίδυμο ερμηνείας, ο Jon Anderson (Υes) και ο Peter Gabriel (Genesis) ενώ με την βοήθεια της μελωδικής μπασογραμμής η ατμόσφαιρα που δημιουργείται θυμίζει ένα μικρό soundtrack.
Ακολουθούν τα "Runnin' Away" που είναι αρκετά χαλαρό και το ολιγόλεπτο "Harvey" που παραπέμπει σε Paul Simon.
Το "I Wanna Know" ακολουθεί τα πιο rock μονοπάτια με το πομπώδες ρεφρέν και το "The Brunt" είναι κάτι μεταξύ ELP, Frank Zappa και Gentle Giant σε πιο σχιζοφρενική μορφή αφού στο ενδιάμεσο ακούγονται πολεμικές ιαχές.
To ιδιόμορφο "Danse With Me George (Chopin's Plea)" αναφέρεται στη σχέση του κλασικού συνθέτη Chopin με την George Sand, την περίφημη γυναίκα συγγραφέα που προσποιήθηκε ότι ήταν άντρας και τάραξε τα ήθη στην Γαλλία το 19 αιώνα. Εδώ ακούμε την τρομερή δουλειά που έει κάνει στα πλήκτρα ο Christopher North  αλλά και τον Ruth Underwood (Frank Zappa) που παίζει marimba και τον Andrew Powell που έχει αναλάβει το ενορχηστρωτικό τμήμα μιας και η εν λόγω σύνθεση περιέχει πλήθος από κλασικά στοιχεία. Η βοήθεια του Α. Powell στις συνθέσεις "Cowboy Star" και "We Need You Too"  είναι καθοριστική ώστε να θεωρηθεί το "Somewhere I've Never Travelled" ένα από τα ορόσημα άλμπουμ του προοδευτικού ροκ.
Τέλος το "Can't Let a Woman" είναι μία θαυμάσια ροκιά ενώ στο άλμπουμ συμμετέχουν οι Ian Underwood (σαξόφωνο) και  Daniel Kobialka (βιολί).



Τον Αύγουστο του 1978 κυκλοφορούν τον τρίτο τους δίσκο με τίτλο "Life Beyond L.A.", αυτή την φορά κάτω από την δισκογραφική στέγη της Warner Bros Records αλλά και την ενεργή συμμετοχή ενός επιπλέον κιμπορντίστα του David C. Lewis. O λόγος σύμφωνα με τα λεγόμενα του David Pack ήταν ότι:
 "O Christopher North αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχοσωματικά προβλήματα και ήδη είχε αποκοπεί από το γκρουπ ενώ ουσιαστικά παίζει μόνο σε δύο κομμάτια του δίσκου. Είχαμε όλοι ανησυχήσει πάρα πολύ και φοβόμαστε μήπως βάλει τέλος στην ζωή του". Πάντως η άποψη του C. North ήταν διαφορετική και ισχυριζόταν ότι είχε οικογενειακές υποχρεώσεις.
 
Ο Freddie Piro επιστρέφει στην παραγωγή με τον Alan Parsons να είναι πάλι στις μίξεις ενώ το κλίμα στο άλμπουμ είναι κυρίαρχο από εύπεπτους jazz ρυθμούς συνδυασμένους με το soft rock ήχο της εποχής με βάση πάντα το prog rock.
Ο δίσκος ξεκινά δυναμικά με το ομότιτλο κομμάτι σε ροκ ύφος και δεξιοτεχνικές πινελιές με το ρεφρέν να βοηθά σε αυτην την κατευθυνση.
Ακολουθεί το δίλεπτο "Art Beware" με την φυσαρμόνικα να χρωματίζει την σύνθεση και αμέσως μπαίνει το εξαιρετικό jazz-rock "Apothecary". Με το "If Heaven Could Find Me", η μπάντα μας υπενθυμίζει ότι λατρεύει το melodic soft rock ενώ το "How Much I Feel" σε soul διάθεση (σύνθεση του David Pack) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους αφού έφτασε μέχρι το νο 3 των HΠΑ τσαρτ όπως και το άλμπουμ "Life Beyond L.A." που σκαρφάλωσε μεχρι το νο 19.
Μία από τις πιο αγαπημένες συνθέσεις από το συγκεκριμενο δίσκο είναι το θαυμάσιο φάνκυ "Dancin' by Myself" με το μπάσο του Puerta να δίνει ρεσιτάλ. Το "Angola" που ακολουθεί έχει μία παιχνιδιάρικη διάθεση σε "αφρικάνικο" ρυθμό.
Το εκπληκτικό "Ηeart to Heart" έχει μία απίστευτη μελωδία, με ανατριχιαστικές ερμηνείες από τους Pack και Puerta με το βιολί της Daniel Kobialka να απογειώνει την σύνθεση και να δημιουργεί ένα  μικρό ύμνο.
Ο δίσκος κλείνει με το "Not as You Were" όπου το aor-αδικο ρεφρέν "σώνει" την σύνθεση και τέλος το αργόσυρτο "Ready For Camarillo" ακούγεται αρκετά ροκάδικο για τα "γούστα" των Ambrosia χάριν της ερμηνείας του Joe Puerta.
Το γκρουπ ήδη στην Αμερική είχε κάνει μεγάλο όνομα και προσπάθησε να περιοδεύσει στη Ευρώπη ώστε να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερο κοινό. Οι πιέσεις στη εταιρίας τους δεν εφερε αποτέλεσμα και  τελικά δεν τα κατάφεραν αφού υπήρξε κακή διαχείρηση από τους promoters καθώς και από τους managers του γκρουπ.
 
Οι Ambrosia τον Απρίλιο του 1980 κυκλοφορούν το τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους με τίτλο "One Eighty" υποδηλώνοντας το διαζύγιο με το prog rock για την συγκεκριμενη κυκλοφορία.
Στην παραγωγή είναι ξανά ο Freddie Piro αλλά όχι ο Alan Parsons, κλείνοντας έναν κύκλο δημιουργικής συνεργασίας μαζί του.


 
Στο εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζονται οι τρεις Ambrosia (Pack, Puerta, Drummond) αφού στα κιμπορντς είναι πλέον ο David C. Lewis παρόλα αυτά όμως συμμετέχει και ο Christopher North σε δευτερόντα ρόλο. Το ίδιο είχε συμβεί και στο προηγούμενο εξώφυλλο άλμπουμ της μπάντας με τους τρεις να φωτογραφίζονται και να απουσιάζει ο αρχικός τους πληκτρας λόγω των προβλημάτων που προαναφέραμε.
Ο δίσκος ξεκινά με το έξοχο "Ready" θυμίζοντας ολίγον Reo Speedwagon ενώ το "Shape I'm In" διατηρεί τα ροκ χαρακτηριστικά της μπάντας σε αξιοπρεπή επίπεδα με μία όμορφη έκπληξη στα κυρίως φωνητικά να ακούει στο όνομα του Royce Jones. Μία υπέροχη έγχρωμη φωνή που ειχε συνεργαστεί με τους Steely Dan και δείχνει ότι η μπάντα ήθελε να κάνει ένα διαφορετικό βήμα.
Το "Κamikazi" θυμίζει Police με μία πιο new wave ματιά αφού αυτός ο ήχος ήταν της μόδας εκείνη την περίοδο ενώ περιέχει και ασιάτικες μελωδίες!
Ακολουθεί το "You're the Only Woman" σε soft rock ύφος ενώ το "Rock 'n a Hard Place" είναι μία "ροκ στροφή" παραπάνω με συνθέτες εκτός από την γνωστή δυάδα και τον σκηνοθέτη  Jeremy Joe Kronsberg.
Στο "Livin' on My Own" έχουμε μία τριάδα ερμηνευτών Jones, Puerta και Pack ακολουθώντας το παράδειγμα των Doobie Brothers επηρεασμένοι κυρίως από τον Michael McDonald που εκείνη την εποχή οδήγησαν αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα να χρησιμοποιούν τριπλούς ερμηνευτές. Επίσης σε αυτό συνέβαλε  και η περιοδεία που είχαν κάνει μαζί τα δύο γκρουπ.
Το άλμπουμ συνεχίζει με το "Cryin' in the Rain" που είναι μία ροκ σύνθεση του ντράμερ Burleigh Drummond και την τραγουδάει ο ίδιος.


Το "No Big Deal" απλά είναι ένα μέτριο rock 'n roll κομάτι και ο δίσκος κλείνει με μία μεγάλη εμπορική επιτυχία των Ambrosia, το μελιστάλακτο "Biggest Part of Me" (νο 3 ΗΠΑ, τσαρτ) και στο βιολί συμμετέχει ο τζαζίστας Ernie Watts. Το "One Eighty" προτάθηκε για τρία βραβεια grammy κερδίζοντας τον τίτλο Best Pop Vocal Group.
 
Τον Μαίο του 1982 κυκλοφορούν το πέμπτο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ τους με τίτλο "Road Island".
Στην παραγωγή αυτή την φορά δεν είναι κάποιος από τους παλιούς γνώριμους αλλά ένας μηχανικός ήχου ονόματι James Guthrie, ο οποίος έχει αναλάβει πάμπολες δουλειές των Pink Floyd.
 
Το άλμπουμ ξεκινά εξαιρετικά με τα "For Openers (Welcome Home)" και "Still Not Satisfied" όπου το πνεύμα των Pink Floyd είναι έντονο και σε πιο ροκ διάθεση. Το "Kid No More" είναι ένα συμπαθητικό ροκαμπίλι κομμάτι ενώ η ποπ μπαλάντα "Feelin' Alive Again" ξεχωρίζει για την ερμηνεία του David Pack καθώς και η άλλη μπαλάντα "Fool like me" για την ερμηνευτική απόδοση του Puerta.
Το "How Can You Love Me" ανεβάζει ξανά την ροκ διάθεση του δίσκου και το "Ice Age" είναι μία ξεχωριστή prog rock σύνθεση με δαιδαλώδη ενορχήστρωση.
O δίσκος κλείνει μελωδικά το "Endings" με το  σόλο κιθάρας να είναι εμπνευσμένο από τον Gilmour.
Στην περιοδεία που ακολούθησε ο πληκτράς David C. Lewis αντικατάσταθηκε από τον Bruce Hornsby ενώ η εμπορική αποτυχία του άλμπουμ οδήγησε την μπάντα στην διάλυση.

 

Ο David Pack ακολούθησε σόλο καριέρα με πολαπλλές δράσεις (παραγωγή, ενορχηστρώσεις, σύνθεση) και συνεργάστηκε με πολλούς κορυφαίους καλλιτέχνες. Το σόλο άλμπουμ του Pack του 1985, "Anywhere You Go", περιελάμβανε το τραγούδι "Prove Me Wrong", το οποίο εμφανίστηκε επίσης στο soundtrack της ταινίας White Nights του 1985 ενώ ο Joe Puerta έγινε ιδρυτικό μέλος των Bruce Hornsby and the Range.

Το 1989, οι Ambrosia επανενώθηκαν με τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη και άρχισαν να παίζουν ξανά ζωντανά, κυρίως στη Δυτική Ακτή και στην μπάντα συμμετείχαν επίσης ο Tollak Ollestad (φωνητικά, πληκτρα, φυσαρμόνικα) και Shem von Schroeck (φωνητικά, κρουστά, μπάσο, κιθάρα).
Οι κατά καιρούς συναυλίες συνεχίστηκαν χωρίς καμία στούντιο κυκλοφορία ενώ από το 1995 και μετά οι συγκρούσεις μεταξύ Pack και Puerta πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις με συνέπεια να υπάρξει δικαστική διένεξη με τον Pack να συμμετέχει για τελευταία φορά με τους Ambrosia στις συναυλίες για την 30η επέτειο του γκρουπ το 2000.
Η προσωπικότητα του David Pack είτε σαν παραγωγός είτε σαν σόλο καλλιτεχνης ξεχώρισε τα επόμενα χρόνια αφού η συνεργασία του σε παραγωγές άλλων καλλιτεχνών (Kenny Loggins, Michael McDonald, David Benoit,  Patti Austin), σε soundtrack, σε χριστινιακά gospel άλμπουμ και σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σόου είχαν μεγάλη αποδοχή.
Μάλιστα ο θρυλικός παραγωγός Quincy Jones είχε αποθεώσει τον σπουδαίο μουσικό αναφέροντας:
"Οτιδήποτε αγγίζει ο David Pack, τo ανυψώνει και αυτό είναι ένα πραγματικό δώρο από τον Θεό."
 
Οι Ambrosia συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να υφίστανται και τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν αλλάξει αρκετά μέλη ενώ από την μπάντα έχουν περάσει σπουδαίοι μουσικοί όπως οι: Ken Stacey (Michael Jackson, Phil Collins), Tollak Ollestad ( Don Henley,Kenny Loggins), Shem von Schroeck (Toto, Sting), Robert Berry (Emerson and Carl Palmer, Alliance), Rick Cowling (Bonnie Raitt, Gladys Knight, Κenny Loggins) και Doug Jackson.

Υ.Γ.1: Τα τέσσερα μέλη της Ambrosia έπαιξαν στο πρώτο άλμπουμ των Alan Parsons Project, με τίτλο "Tales of Mystery and Imagination", το οποίο ηχογραφήθηκε λίγο μετά το πρώτο άλμπουμ της Ambrosia. Ο David Pack εμφανίστηκε αργότερα στο άλμπουμ Alan Parsons "Try Anything Once" (1993), σαν συνθέτης και τραγουδιστής σε τρία κομμάτια.

Υ.Γ.2: Το 1976, η ομάδα η μπάντα ηχογράφησε το τραγούδι των Beatles "Magical Mystery Tour" για το μουσικό ντοκιμαντέρ "All This and II War World" (Νοέμβριος 1976). Το soundtrack της ταινίας αποτελούνταν από διαφορετικούς καλλιτέχνες που παρείχαν διασκευές τραγουδιών των Beatles. Η εκδοχή τους για το "Magical Mystery Tour" σημείωσε την πρώτη τους επιτυχία. 

Υ.Γ.3:  Το 1980, το συγκρότημα ηχογράφησαν το τραγούδι "Outside" στην ταινία Inside Moves και το "Feels So Good to Win" που εμφανίστηκε στην ταινία Coast to Coast αργότερα το ίδιο έτος. Την επόμενη χρονιά έβαλαν ένα άλλο κομμάτι, το "Poor Rich Boy" (γραμμένο από τον Burt Bacharach), στο soundtrack της ταινίας Arthur.
 

Y..Γ.4: O Leonard Bernstein, ένας από τους πιο φημισμένους και επιδρατικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, ήταν μέντορας και φίλος του D.Pack  καθώς επίσης ήταν και νονός της υιοθετημένης κόρης του Beth. Μάλιστα το 1996 o D. Pack έκανε την παραγωγή του θρυλικού "The Songs of West Side Story", κάνοντας ένα λαμπρό αφιέρωμα στον πρώην φίλο του, μαέστρο Leonard Bernstein.
Συμμετείχαν μια πλειάδα σούπερ σταρ όπως η Aretha Franklin, η Natalie Cole, η Selena, η Wynonna, η Trisha Yearwood, ο Little Richard, ο Chick Corea, ο Phil Collinsκαι πολλοί άλλοι σπουδαίοι ερμηνευτές δίνοντας ένα σύγχρονο καλλιτεχνικό τρόπο, προσέγγισης στα διαχρονικά τραγούδια του West Side Story.

Φώτης Μελέτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...