Οι Mastercastle επιστρέφουν μετά από δύο κυκλοφορίες με δυναμικά, εμπνευσμένα, μελωδικά κομμάτια. Το ότι κάποιοι θα ακούσουν να βρίσκεται γυναίκα πίσω από το μικρόφωνο σε κάτι τόσο δυνατό και heavy ίσως τους αποτρέψει με το να ασχοληθούν, κάτι που θα είναι μεγάλο λάθος, καθώς η φωνή της Giorgia με την καθαρότητα και την αυθεντικότητα της, δένει υπέροχα με το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι τα θέματα στους στίχους των νέων τραγουδιών. Ας ασχοληθούμε με κάποια από αυτά:
Το “Dangerous Diamonds” λοιπόν είναι ένα συμπαγές album που ακούγεται πραγματικά πολύ ευχάριστα από την αρχή ως το τέλος, κάτι που σπανίζει στις μέρες μας με καλή μουσική και ποικιλία στους στίχους. Δώστε του την προσοχή που του αξίζει!!! Δημήτρης Άγας |
Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011
MASTERCASTLE: “Dangerous Diamonds”
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011
BEGGAR’S BLUES DIARY: “Back to Basics”
Θα χρησιμοποιήσω ένα κομμάτι της μπάντας, ώστε να σας δώσω στο περίπου να καταλάβετε τι παίζει με τούτη εδώ τη κυκλοφορία. “A Hard Case”!! Ακριβώς αυτό! Εκτός λοιπόν, του ότι έγινε το αγαπημένο μου κομμάτι ολάκερου του άλμπουμ (όντως πολύ καλό, μπράβο παίδες!), αντικατοπτρίζει επίσης και το αναπόφευκτο γεγονός μιας δυσκολίας, να “καταλάβω” τη μπάντα! Οι Beggar’s Blues Diary είναι μια νέα Αθηναϊκή μπάντα που καταπιάνεται με ένα είδος το οποίο παλαντζάρει μεταξύ του τσοπεράδικου Southern Rock n’ Heavy και των Blues! Όμως στα αφτιά μου δείχνουν πως δεν έχουν βρει ακόμη το δρόμο τους και δεν έχουν ξεκαθαρίσει προς τα πού να γείρουν, με αποτέλεσμα σε ορισμένα σημεία να παίζουν τόσο αργά και μονότονα χρησιμοποιώντας το ίδιο riff, φλερτάροντας έτσι με τη βαρεμάρα ιδιαίτερα έντονα! Μάλιστα η επιλογή του να τοποθετήσουν ως πρώτο κομμάτι το αργό και χαλαρό “No More”, με βρίσκει κάθετα αντίθετο, αφού η μπάντα σε γειώνει πριν καν σε απογειώσει! Επίσης η υποβόσκουσα αίσθηση ενός υπάρχοντος mainstream-“έντεχνου” περιβάλλοντος (παίζουμε παντού και θέλουμε ευρύ κοινό), δε με έψησε ιδιαιτερα, ώστε να ξεχωρίσω τη μπάντα από αντίστοιχες του είδους! Αν και τα 11 κομμάτια έχουν ένα rock feeling, με εξαίρεση το “A Hard Case” δεν ανακάλυψα κάτι το συγκλονιστικό. Καλή προσπάθεια, αλλά όχι αρκετή! Μιχάλης Κανακουσάκης |
Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011
GALLOWS POLE: “Waiting for the Mothership”
Πως μπορείς να περιγράψεις ένα είδος μουσικής, που ενώ ανήκει στο σκληρό ήχο, παράλληλα δεν ανήκει μονό σε αυτόν; Πως μπορείς να “ψήσεις” ένα κλασικό σαν και του λόγου μου metalhead, πως οι Gallows Pole είναι ποιότητα, χωρίς να μην αναγκαστείς να ψηλαφίσεις και εσύ ο ίδιος τις σκοτεινές άκρες του μυαλού σου, κάνοντας έτσι τον παραλληλισμό με πιο “έντεχνα” μονοπάτια, τα οποία σε κάνουν ν’ αηδιάζεις;
Αυτό που θέλω να πω ακριβώς, είναι ότι το 70’s Space heavy rock των γερόλυκων από την Αυστρία, δε μπορείς να το θάψεις μιας κι έχεις να κάνεις με μουσικάρα, αλλά και από την άλλη δε γίνεται να το βάλεις και πρώτη προτεραιότητα στις μουσικές αγορές του μήνα σου.
Η μπάντα υπάρχει από τα 80s όπου και κυκλοφόρησε το πρώτο της δίσκο (“In Rock We Trust”) και στο έκτο και νέο της άλμπουμ “Waiting for the Mothership”, θα βρεις heavy περάσματα όπως για παράδειγμα στο “άνοιγμα” του δίσκου με το “Old Man Cry”, μα και πιο mainstream rock όπως το “Do You Remember”, που ακούγοντας το σου έρχεται στο μυαλό από Springsteen, μέχρι και U2…
Στο “Return to Paradise” και στο ομώνυμο, ανακαλύπτεις ένα πρώιμο doom ήχο και στο “Area 51” ανακάλυψα, ή τέλος πάντων το ρεφρέν μου θύμισε έντονα κάτι από “Circle to Circle”… οκ λιγάκι, και στη συνέχεια το “A Big Mistake” σε κάνει να πεις “τι κομματάρα είναι αυτή”!
Με λίγα λόγια έχουμε να κάνουμε με μια ψαγμένη μπάντα με παρελθόν, που δε δεσμεύεται, ούτε περιορίζεται σε συγκεκριμένο ήχο, κάτι ίσως που θα απομακρύνει από μια καλή εμπειρία πολλούς που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένα μουσικά ρεύματα όπως εγώ.
Η κυκλοφορία του “Waiting for the Mothership” δε πρόκειται να ταράξει τα μουσικά σας ύδατα, αλλά προτείνετε σαν μια εναλλακτική επιλογή στα ακούσματα σας κι εάν με κάποιο μαγικό τρόπο βρεθεί στα χέρια σας, μη διστάσετε να πατήσετε το Play. Είναι μια καλή εμπειρία.
Μιχάλης Κανακουσάκης
Αυτό που θέλω να πω ακριβώς, είναι ότι το 70’s Space heavy rock των γερόλυκων από την Αυστρία, δε μπορείς να το θάψεις μιας κι έχεις να κάνεις με μουσικάρα, αλλά και από την άλλη δε γίνεται να το βάλεις και πρώτη προτεραιότητα στις μουσικές αγορές του μήνα σου.
Η μπάντα υπάρχει από τα 80s όπου και κυκλοφόρησε το πρώτο της δίσκο (“In Rock We Trust”) και στο έκτο και νέο της άλμπουμ “Waiting for the Mothership”, θα βρεις heavy περάσματα όπως για παράδειγμα στο “άνοιγμα” του δίσκου με το “Old Man Cry”, μα και πιο mainstream rock όπως το “Do You Remember”, που ακούγοντας το σου έρχεται στο μυαλό από Springsteen, μέχρι και U2…
Στο “Return to Paradise” και στο ομώνυμο, ανακαλύπτεις ένα πρώιμο doom ήχο και στο “Area 51” ανακάλυψα, ή τέλος πάντων το ρεφρέν μου θύμισε έντονα κάτι από “Circle to Circle”… οκ λιγάκι, και στη συνέχεια το “A Big Mistake” σε κάνει να πεις “τι κομματάρα είναι αυτή”!
Με λίγα λόγια έχουμε να κάνουμε με μια ψαγμένη μπάντα με παρελθόν, που δε δεσμεύεται, ούτε περιορίζεται σε συγκεκριμένο ήχο, κάτι ίσως που θα απομακρύνει από μια καλή εμπειρία πολλούς που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένα μουσικά ρεύματα όπως εγώ.
Η κυκλοφορία του “Waiting for the Mothership” δε πρόκειται να ταράξει τα μουσικά σας ύδατα, αλλά προτείνετε σαν μια εναλλακτική επιλογή στα ακούσματα σας κι εάν με κάποιο μαγικό τρόπο βρεθεί στα χέρια σας, μη διστάσετε να πατήσετε το Play. Είναι μια καλή εμπειρία.
Μιχάλης Κανακουσάκης
Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011
ELOY: “The Tides Return Forever”
Υπάρχει ένα βασικό κριτήριο, μια λεπτή γραμμή που με κάνει προσωπικά να ξεχωρίζω τα μεγαλύτερα συγκροτήματα από τα μεγάλα. Είναι η αίσθηση που αρχικά δίνει ένα συγκρότημα ότι έχει “ξοφλήσει”, ότι έχει φάει τα ψωμιά του, ότι δεν άντεξε κι αυτό στο πλήρωμα του χρόνου, παραγκωνισμένο ίσως από τα ανερχόμενα μουσικά κινήματα της εποχής. Kαι ξαφνικά, σα να υπέστη ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ, επανέρχεται δυναμικά με κυκλοφορίες αντάξιες εκείνων που το καθιέρωσαν στα πιο ιδιαίτερα συγκροτήματα της χρυσής εποχής της ροκ. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται αδιαμφισβήτητα και οι Γερμανοί Eloy… Στις αρχές της δεκαετίας του '90 οι Eloy ήταν περισσότερο ένα συνονθύλευμα guest μουσικών (εξαιρουμένου του διδύμου Bornemann- Gerlach) παρά πραγματικό συγκρότημα. Τα τελευταία στούντιο άλμπουμ τους (“Ra”και “Destination”) δεν εντυπωσίασαν, μιας και ελάχιστα θύμιζαν το ύφος της μπάντας που αγαπήθηκε από τους fan. Το 1994 όμως με την επιστροφή του Klaus-Peter Matziol στο μπάσο, του ανθρώπου που με το χαρακτηριστικό του στυλ έδωσε ξεχωριστή ταυτότητα στον ήχο της μπάντας, οι Eloy, γιορτάζοντας ταυτόχρονα και τα 25 χρόνια ύπαρξης τους, κυκλοφορούν το “The Tides Return Forever”. Είναι τo άλμπουμ που σηματοδοτεί την επιστροφή της μπάντας στις κλασικές του φόρμες, γεφυρώνοντας το παραδοσιακό ύφος των Eloy με τον ήχο της εποχής. Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία αυτή έπαιξε η χρήση αναλογικής τεχνολογίας στα πλήκτρα, ακριβώς για να προσδώσουν στα κομμάτια μια πιο vintage αίσθηση. Το “The Tides Return Forever” περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που όρισαν την μουσική ταυτότητα των Eloy και τους καθιέρωσαν ως ένα από τα πιο ξεχωριστά συγκροτήματα της δεκαετίας του '70. Από τα ατμοσφαιρικά περάσματα του Gerlach στο “FatalIllusions” και τα δυνατά κιθαριστικά riff του “Generation Of Innocence”, έως το συναισθηματικό “Childhood Memories” (τραγούδι που έγραψε ο Bornemann για τη μητέρα του) και το συμφωνικό κάλεσμα -των 120 φωνητικών παρακαλώ- του “Company Of Angels”, οι Eloy δίνουν ξεχωριστή νότα σε κάθε κομμάτι του άλμπουμ. Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στο μνημειώδης ομότιτλο κομμάτι, με τα δραματικά φωνητικά της Jocelyn B. Smith να προκαλούν κύματα ρίγους στον ακροατή. Κι όλα αυτά πάντα συνοδευόμενα από την ταξιδιάρικη φωνή του Bornemann. Στην 16-σέλιδη re-mastered έκδοση που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από την ArtistStationRecordsπροστέθηκε και μία re-mixεκτέλεση του ομότιτλoυ κομματιού επιμελημένη ασφαλώς από τον Bornemann. To “The Tides Return Forever” είναι το άλμπουμ που επανέφερε τους Eloy στο μονοπάτι που με τόση επιτυχία είχαν χαράξει μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Η επόμενη κυκλοφορία τους όμως είναι εκείνη που αποτελεί και το επιστέγασμα της πετυχημένης αυτής επιστροφής τους στο στυλ που τους καθιέρωσε, με την κυκλοφορία του εξαιρετικού “Ocean II-The Answer”. |
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011
WIDOW: “Life’s Blood”
Τώρα μάλιστα! Ε λοιπόν τέτοια θέλω ν’ ακούω και ασχέτως αν μπορεί να χαρακτηριστώ “γραφικός” (γκρρ)… λυπάμαι, μα δε μπορώ να αγνοήσω εύκολα τον ήχο και την αληθινή heavymetalική αγνή διάθεση που μου προκαλεί η μπάντα με το τέταρτο άλμπουμ τους “Life’s Blood”! Οι Αμερικανοί Widow “πετούν”, ανοίγοντας τα φτερά τους με τον ίδιο τρόπο που έκαναν πολλές μπάντες τη δεκαετία του 80-90, χωρίς όμως να αναμασούν ή να μιμούνται κανένα! Μάλιστα για να γίνω πιο σαφής μην αφήνοντας περιθώρια στις κακές και φαρμακερές γλώσσες να προλάβουν να μεταμορφωθούν σε φτυάρια, θα προσθέσω γενναία πως η μελωδικότητα της μπάντας με κάνει να τους ταυτίσω περισσότερο με Axel Rudi Pell ή πιο A.O.R συγκροτήματα, παρά με τους Crimson Glory ή τους Iron Maiden, βεβαίως περιτυλιγμένα με μια δόση από L.A Rock και Sleaze υφή! Άρα μη βιαστείτε να τους κατηγορήσετε και με το δίκιο σας, ως ένα από τα πολλά μοδάτα true συγκροτήματα που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Κομμάτια όπως τα “Another Fallen Angel”, “Judgement Day” και “Behind the Lines” (το οποίο μου έφερε στο νου μια απαλή χροιά από Manilla Road, Dio και Q5!), δε “παίζει” να μη σας αφήσουν τουλάχιστον ικανοποιημένους! Η φωνή του John Wooten ταιριάζει απόλυτα στο υλικό και μαζί με τις κιθάρες του Chris Bennet, κάνει τα δώδεκα κομμάτια του “Life’s Blood”, αρκετά ικανά ώστε να επενδύσετε σε αυτή τη κυκλοφορία άφοβα! Μιχάλης Κανακουσάκης |
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
ALFONZETTI: “Here Comes the Night”
Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011
KORN: “The Path of Totality”
Δεν περίμενα ποτέ να φτάσω στο σημείο να παρακαλάω να διαλύσουν οι Korn, προκειμένου να σταματήσουν το διασυρμό τους. Το “Untitled” ήταν πολύ μέτριο, ενώ το “Remember Who You Are” από τα πιο αδιάφορα album που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2010. Κάπου εκεί λοιπόν, εύλογα, θεωρούσα πως έφτασε το τέλος για τους Korn. Και να σου που φέτος επιλέγουν να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: να πειραματιστούν με νέους ήχους! Στο “The Path of Totality” συνεργάζονται με διάφορους παραγωγούς που ειδικεύονται σε άλλο είδος μουσικής! Στο νέο δίσκο των Korn λοιπόν, θα ακούσεις κυρίως dubstep ρυθμούς που ουδεμία σχέση έχουν με τα όσα τους είχαμε συνηθίσει, ενώ ο συνδυασμός με τον Jonathan Davis, είναι εκρηκτικός. Το όλο αποτέλεσμα λειτουργεί ως ένα πρόσκαιρο φιλί ζωής, που ενδεχομένως να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον τον απανταχού οπαδών της μπάντας. Τραγούδια όπως τα “Chaos Lives In Everything”, “My Wall”, “Narcissistic Cannibal”, “Burn the Obedient” και “Get Up” βλέπουν ξεκάθαρα μπροστά και σε αυτό βασίζεται το όλο εγχείρημα. Βέβαια, για να μην εθελοτυφλούμε (όντας fan), δεν πρόκειται για καμιά “δισκάρα”, αλλά κερδίζει πολλά credits ελέω της απουσίας των παρελθοντολάγνων στοιχείων και της έντονης θέλησης για εξέλιξη. Όχι τίποτα άλλο, αλλά άπαξ και προσέφεραν πάλι κάτι τόσο αδιάφορο, όσο το προηγούμενο, τότε ας το έκλειναν το μαγαζί να ησυχάζαμε. Το πρώτο βήμα προς την ανανέωση έγινε και στέφθηκε με επιτυχία. Για να δούμε και τη συνέχεια όμως… Στέφανος Στεφανόπουλος |
Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011
NICKELBACK: “Here and Now”
Όλοι θυμούνται το μεγάλο “μπαμ” της μπάντας στις αρχές των 00s, που για σειρά ετών μονοπωλούσε τα chart, με τη μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη. Όλος αυτός ο χαμός όμως άρχισε να συρρικνώνεται, καθώς έχει πλέον μειωθεί το ενδιαφέρον του κοινού για τέτοιου τύπου μπάντες και το “Dark Horse” του 2008, παρότι είναι για το γράφοντα από τις καλύτερες δουλειές των Nickelback, δεν είχε ανάλογη προβολή όπως τα προηγούμενα album τους. Το “Here and Now” αποτελεί την έβδομη επίσημη κυκλοφορία του σχήματος και έχει ως σκοπό να διατηρήσει τη θέση που έχει το group στην παγκόσμια σκηνή. Για να το κάνει αυτό πατάει από τη μία στο γνωστό μοτίβο που έφερε τους Nickelback ως εδώ και από την άλλη, στη συνταγή του προαναφερθέντος “Dark Horse”. Το αποτέλεσμα είναι κάπως αναμενόμενο, αλλά δε νομίζω να περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό από το συγκρότημα. Δύο- τρία εν δυνάμει single και από εκεί και πέρα δυνατές (easy listening) rock στιγμές. Ότι πρέπει δηλαδή για να διατηρηθεί το status τους και παράλληλα να ευχαριστήσουν τους οπαδούς τους. Άμα δεν είσαι fan όμως, το πιθανότερο να μη σε απασχολήσει το “Here and Now”, αν και υπάρχουν αρκετές καλές στιγμές στο δίσκο. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως από πλευράς κιθάρας και groove, η μπάντα έχει εξελιχθεί και αυτό είναι προς τιμήν της, μιας και μιλάμε για ένα καθόλα εμπορικό σχήμα, που θα μπορούσε κάλλιστα να σταματήσει να προσπαθεί. Στέφανος Στεφανόπουλος |
Με απίστευτες συμμετοχές ολοκλήρωσαν οι Metallica τις εορταστικές συναυλίες τους
Με ένα απίστευτο setlist αλλά και τρομερούς καλεσμένους ολοκληρώθηκαν οι συναυλίες που έδωσαν οι Metallica στο Fillmore γιορτάζοντας τα 30 χρόνια πορείας τους. Η παρουσία του Dave Mustaine φυσικά έκλεψε την παράσταση όπως επίσης και συμμετοχή των αρχικών μελών του γκρουπ Ron McGovney(μπάσο) και Lloyd Grant(κιθάρα) ενώ για τις συμμετοχές των Ozzy Osbourne και Geezer Butler, Jason Newsted τα λόγια είναι περιττά.
Στο εν λόγω live οι Metallica έπαιξαν άλλο ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι από το "Death Magnetic"( Rebel Of Babylon).
Στο εν λόγω live οι Metallica έπαιξαν άλλο ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι από το "Death Magnetic"( Rebel Of Babylon).
01. Orion
02. Through the Never
03. Ride the Lightning
04. The God That Failed
05. Welcome Home (Sanitarium)
06. Rebel Of Babylon (ακυκλοφόρητο κομμάτι από το "Death Magnetic)
07. Blackened (με μέλη του fan-club Dennis, Annette Diaz) 08. Dirty Window (Bob Rock)
09. Frantic (Bob Rock)
10. Sabbra Cadabra (BLACK SABBATH, Geezer Butler)
11. Iron Man (BLACK SABBATH, Ozzy Osbourne, Geezer Butler)
12. Paranoid (BLACK SABBATH, Ozzy Osbourne, Geezer Butler)
13. King Nothing (Jason Newsted)
14. Whiplash (Jason Newsted)
15. Motorbreath (Hugh Tanner)
16. Phantom Lord (Dave Mustaine)
17. Jump In The Fire ( Dave Mustaine)
18. Metal Militia ( Dave Mustaine)
19. Hit The Lights (με τους Lloyd Grant, Dave Mustaine, Ron McGovney)
20. Seek and Destroy ( Jason Newsted, Dave Mustaine, Lloyd Grant, Ron McGovney, Hugh Tanner, Mark Osegueda και THE SOUL REBELS).
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011
MYSTIC PROPHECY: “Ravenlord”
Έβδομη δουλειά των Γερμανών, οι οποίοι με τους δυο “δικούς μας” Έλληνες μαχητές στις τάξεις τους, δημιούργησαν το “Ravenlord”, ένα πολύ δυνατό power metal δίσκο, ίσως από τους δυνατότερους που έχω ακούσει τελευταία, αν και ως ακροατής έχω ένα παράπονο, το οποίο θα αναφέρω παρακάτω. Αν και η δουλειά αυτή λοιπόν, είναι τίμια και τα 11 κομμάτια είναι δυνατά φλερτάροντας ακόμη και με πιο A.O.R καταστάσεις (άκου “Eyes of the Devil”), δεν έχουν, ή τουλάχιστον εγώ δε βρήκα κανένα σημείο, ρεφρέν ή μελωδία που να είναι “πιασάρικη” και αυτό σε ένα κοινό θνητό όπως εγώ, αντιστοιχεί με τον όλεθρο, κάνοντας με να μη βρίσκω από πού να πιαστώ! Επιπλέον αν και η φωνή του Λιαπάκη ανήκει στις καλύτερες του χώρου, την οποία επίσης έχει δουλέψει αρκετά, δεν βρίσκεις ούτε εκεί τη χροιά ώστε να την ταυτοποιήσεις με το συγκρότημα ή με το πρόσωπο του! Το παράπονο μου λοιπόν είναι πως.. αρκετά πια με τη μουσική Ι.Ι.Ε.Κ!! Ενώ έχω στα χέρια μου ένα δυνατό δίσκο, δε βρήκα πουθενά καμία καινοτομία, ούτε η διασκευή στο “Miracle Man” του Ozzy έκανε κάποια ιδιαίτερη διαφορά ή αίσθηση. Ίσως να φταίει ότι η παραγωγή έγινε από τον γνωστό παραγωγό Nordstrom (Arch Enemy, Exhumation κ.α.), ίσως γιατί το επίπεδο και ο συναγωνισμός έχει ανέβει προ πολλού, ίσως γιατί κι εμείς ως ακροατές ζητάμε πολλά. Συμπερασματικά λοιπόν καταλήγω πως δεν είναι ο δίσκος που θα τον προσπεράσεις έτσι απλά, μα δε θα σταθείς κι όλας για πολύ σε αυτόν, αν και κομμάτια όπως το ομώνυμο “Ravenlord” (άραγε γιατί το έβαλαν πρώτο στο Tracklist..;;!! Άλλη μια κακή επιλογή!), είναι πολύ καλά σε γενικές γραμμές! Καλή προσπάθεια από τους Mystic Prophecy, αλλά τολμώ να πω παράλληλα και εις ανώτερα, μιας και το έχετε παίδες! Μιχάλης Κανακουσάκης |
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011
NIGHTWISH: “Imaginaerum”
Είναι φορές που δεν αρκεί απλώς ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για να ταράξεις τα νερά. Πέρα από την “ιδέα” χρειάζεσαι και τις συνθέσεις οι οποίες θα την υποστηρίξουν και θα αποτελέσουν τη μετουσίωση του μουσικού οράματός σου. Δυστυχώς, στο “Imaginaerum”, οι Nightwish δεν ανταπεξήλθαν στο δύσκολο στόχο που οι ίδιοι έθεσαν. Δεν ανήκω σε αυτούς που αναπολούν την Tarja, καθώς τα συνεχή οπερατικά φωνητικά και το αδυσώπητο “λα λα λα” με κουράζει εύκολα. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως απορρίπτω δισκάρες όπως τα “Oceanborn” και “Once”, τα οποία ακούω συχνά πυκνά. Γενικά τη συμπαθώ την Anette και το “Dark Passion Play”, είτε κάποιοι το παραδέχονται, είτε όχι, ήταν μια εξαιρετική κυκλοφορία από κάθε άποψη. Θέλοντας λοιπόν ο Tuomas Holopainen και η παρέα του, να ανεβάσει ακόμη περισσότερο τον πήχη, αποφάσισαν να δώσουν μια διαφορετική χροιά στο νέο τους πόνημα. Έτσι λοιπόν, πέρα από την άριστη παραγωγή και τις μαγικές ενορχηστρώσεις, το “Imaginaerum” φέρει έναν αέρα θεατρικού έργου. Ή τέλος πάντων, στο περίπου… Γιατί ενώ το όλο στήσιμο είναι σωστό, η απόδοση χωλαίνει! Το “Imaginaerum” είναι ένα album γεμάτο μέτρια κομμάτια, σε συσκευασία πολυτελούς soundtrack. Σαν να έχεις ένα πανάκριβο ολοκαίνουριο αμάξι, με είκοσι χρόνων μηχανή και μικρή ιπποδύναμη. Ότι θα σε πάει στον προορισμό σου είναι βέβαιο, αλλά θα σου βγάλει την ψυχή, ενώ σίγουρα δεν είναι αυτό που περίμενες όταν το αποκτούσες. Τα μόνα ίσως τραγούδια που αξίζουν είναι τα “Storytime”, “Ghost River”, “Scaretale”, “Last Ride of the Day” και “Song of Myself” (αν και το συγκεκριμένο θα έπρεπε να είναι μικρότερο σε διάρκεια). Τα υπόλοιπα δεν είναι άσχημα, αλλά αδιάφορα. Οι μπαλάντες δε, του δίσκου, όχι μόνο δε με συνεπήραν, αλλά με έκαναν να αδημονώ για το επόμενο κομμάτι… Γενικά μια πομπώδης προσέγγιση καθόλη τη διάρκεια του cd, που δεν ανταποκρίνεται στο ποιόν των συνθέσεων. Δόθηκε προφανώς μεγαλύτερο βάρος στο περιτύλιγμα (παραγωγή, ατμόσφαιρα, ενορχήστρωση) παρά στην ουσία (μουσική). Οκ, η ιδέα δεν τους πέτυχε… Αυτό φυσικά δε σημαίνει κάτι, μιας και στο είδος τους εξακολουθούν να αποτελούν μια από τις ποιοτικότερες μπάντες και όλοι κάποτε στραβοπατούν. Προσωπικά δεν κατατάσσω το “Imaginaerum” μαζί με τα χειρότερα της χρονιάς, παρότι περίμενα κάτι πολύ καλύτερο. Το θεωρώ ως μια κακή απόδοση μιας εξαιρετικής ιδέας, η οποία μπορεί να εξελιχθεί στο μέλλον και να πάει το σχήμα σε άλλα μονοπάτια. Γιατί, ωραία τα πληκτράκια και τα υψίφωνα φωνητικά, αλλά καμιά φορά χρειάζεται και κάποια διαφοροποίηση από τα τετριμμένα, έστω και εάν δε σου φτουρήσει την πρώτη φορά… Στέφανος Στεφανόπουλος |
Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011
ΥΕS: "90125"
Το ενδέκατο και πιο εμπορικό άλμπουμ των θρυλικών ΥΕS έχει αρκετό παρασκήνιο πριν κυκλοφορήσει στην αγορά. Είχε προηγηθεί το 1980, η κυκλοφορία του άλμπουμ “Drama” (πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν όντως ένα δράμα…) που έπειτα οδήγησε για αρκετό χρονικό διάστημα στο “πάγωμα” της μπάντας. Το συγκρότημα είχε σκορπίσει αφού στο “Drama” δεν συμμετείχαν οι Jon Anderson και Rick Wakeman ενώ οι υπόλοιποι Alan White (drums) και Chris Squire (μπάσο) έφτιαχναν τους Cinema και ο Steve Howe ήδη έκανε επιτυχία με τους Asia. H παρουσία του Νοτιοαφρικανού κιθαρίστα, Trevor Rabin στην επανασύσταση των Yes και της δημιουργίας του “90125” είναι καταλυτική αφού είχε συμπράξει και αυτός με τους Cinema αν και παραλίγο να καταλήξει στους Asia. O Rabin λοιπόν είχε κυκλοφορήσει μερικά καλά σόλο άλμπουμ κάτι που είχε τσεκάρει ο μπασίστας των Yes, Chris Squire μαζί με τον ντράμερ Alan White και δούλευαν εκείνο το διάστημα με το όνομα ΧΥΖ (καμία σχέση με τους αμερικανούς hard rockers) και στη συνέχεια μετεξελίχθηκαν στους Cinema με σκοπό να κυκλοφορήσουν το 1983 το πρώτους τους δίσκο. Στη πορεία όμως συναντήθηκαν οι δρόμοι τους ξανά με τον πληκτρά Tony Kaye και τον τραγουδιστή Jon Anderson, οι οποίοι δήλωσαν ενθουσιασμένοι από τον υλικό των Cinema και συμφώνησαν να συμμετάσχουν στο άλμπουμ που συνθετικά αποτελείται κυρίως από ιδέες του Trevor Rabin. Παρότι ο T. Kaye ήταν έτοιμος να ενεργοποιηθεί δεν ήθελε τον T.Horn να συμμετέχει λόγω πικρής προηγούμενης εμπειρίας και χρησιμοποιήθηκε ο Eddie Jobson (UK, Roxy Music, Jethro Tull) στα πλήκτρα που σημειωτέον είναι και στην αρχική έκδοση του video clip, “Owner of a Lonely Heart”. Όμως στη συνέχεια τα βρήκε η μπάντα με τον Kaye (λόγω νομικού κολλήματος για το όνομα) και ο E.Jobson αρνήθηκε να μοιράζεται τα keyboards μαζί του και αποχώρησε οριστικά. Έτσι λοιπόν αφού στην ουσία οι Cinema ήταν τα 4/5 των YES, αποφάσισαν να μην κυκλοφορήσουν το “90125” με το νέο τους όνομα αλλά με το θρυλικό όνομα που τους έκανε τεράστιους στην classic & progressive rock κοινότητα. Την παραγωγή αναλαμβάνει ο τρομερός Trevor Horn, που βοηθάει και στα δεύτερα φωνητικά ενώ ο τίτλος “90125” προκύπτει από τον αριθμητικό κατάλογο της ATCO Records αφού αυτό ήταν το νούμερο που τους έδωσε η εταιρία τους για την κυκλοφορία του άλμπουμ. Τώρα για να έρθουμε στα τραγούδια του δίσκου εκείνο που χαρακτηρίζει το “90125” που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1983, είναι σίγουρα η τεράστια επιτυχία που έκανε το “Owner of a Lonely Heart” σε σημείο να σκαρφαλώσει στην κορυφή του Billboard. Σε αυτό βοήθησε τόσο το παρανοϊκό και συμβολικό video clip αλλά και ο εκπληκτικός κιθαριστικός ρυθμός με την εισαγωγή να παραμένει κλασσική ακόμη και σήμερα. Το “Hold On” που ακολουθεί είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ με την κιθάρα του Rabin να δένει τέλεια με την υπέροχη φωνή του J.Anderson και το ρεφρέν να σε απογειώνει κυριολεκτικά. Το “It Can Happen” περιέχει μία μελαγχολική μελωδία που στη συνέχεια εξελίσσεται σε ένα μοναδικό ρεσιτάλ ουράνιας ερμηνείας του Anderson. Στη συνέχεια συναντάμε το κορυφαίο τραγούδι του δίσκου το φοβερό “Changes” όπου παντρεύεται σε απίστευτο βαθμό το progressive και το aor με τις εναλλαγές να είναι αλλεπάλληλες και γοητευτικές. H εισαγωγή του συγκεκριμένου κομματιού είναι εκπληκτική με τα keyboards να κυριαρχούν και στη συνέχεια να διεισδύουν οι κιθαριστικοί ρυθμοί του Rabin όπου ισορροπούν τους ενορχηστρωτικούς ακροβατισμούς ενώ όταν μπαίνει η πανέμορφη φωνή του Νοτιοαφρικανού δημιουργού, το κομμάτι γίνεται θεϊκό και στη συνέχεια έρχεται το ρεφρέν όπου γίνεται ένας art-melodic οργασμός με την φωνή του Anderson να “επεμβαίνει” μοναδικά που σε “στέλνει” στον αιώνιο ροκ παράδεισο! ‘Έπειτα ακολουθεί το “ταχύτατο” ορχηστρικό “Cinema” που παραπέμπει έντονα σε παλιότερες δουλειές του συγκροτήματος ενώ το “Leave It” επαναλαμβάνει ξανά το εμπνευσμένο παιχνίδι Rabin & Anderson στα φωνητικά (επιρροές και από Beach Boys) με λιγότερη κιθάρα και περισσότερα πλήκτρα και το οποίο πήγε αρκετά καλά στα chart αφού έφτασε μέχρι το Νο 24. Το “Our Song” είναι ένα δυνατό aor κομμάτι με τα keyboards να “σκοτώνουν” και τις μικρές του μεταμορφώσεις να είναι συναρπαστικές και φυσικά το reffrain να αποτελεί ένα “χαμένο ύμνο”. Τα “City of Love” και “Hearts” που κλείνουν το άλμπουμ είναι δύο τρομερά κομμάτια με το πρώτο να σε μαγνητίζει με τις μελωδικές του γραμμές και το δεύτερο να δίνει ένα γλυκό και λυρικό τόνο. To “90125” όταν κυκλοφόρησε λοιδορήθηκε από τους τότε ειδήμονες (μάλιστα ένας από αυτούς πρωταγωνιστεί ακόμη και σήμερα σε πετυχημένη τηλεοπτική νεανική εκπομπή). Όμως αποτελεί μία σημαντική στιγμή των βασιλιάδων του art-rock που κατάφεραν με περισσή δεξιοτεχνία να δείξουν πως παίζεται το melodic-prog rock και στην πιο εμπορική του εκδοχή . Καταπληκτικό άλμπουμ, άψογη παραγωγή και με τραγούδια όπως τα “Owner of a Lonely Heart” και “Changes” να μας σημαδεύουν παντοτινά. Ευλογημένος δίσκος… TRACKLIST “Owner of a Lonely Heart" "Hold On" "It Can Happen" "Changes" "Cinema" "Leave It" "Our Song" "City of Love “Hearts" ΜΕΛΗ Jon Anderson (φωνητικά) Tony Kaye (κήμπορντς) Trevor Rabin (κιθάρα, φωνητικά) Chris Squire (μπάσο) Alan White (drums) Φώτης Μελέτης |
Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011
SONATA ARCTICA: “Live in Finland”
Ποτέ δε κατάλαβα το λόγο ύπαρξης ενός Live cd και για να πω την αλήθεια, προσωπικά πάντα στράβωνα με τη τύχη που είχαν οι εκατοντάδες ή και χιλιάδες παρευρισκόμενοι στο live που.. θα σκότωνα ώστε να ήμουν παρών! Επίσης τα κομμάτια δεν ήταν ποτέ τόσο “ok”, όσο σε ένα στουντιακό cd, κάτι που από τη μια με χαλούσε και από την άλλη μου υπενθύμιζε την απουσία μου, κάνοντας με να πρασινίζω και να μεγαλώνω επικίνδυνα! Και όχι.. δεν εξαιρούσα ούτε τα Live dvd, εκτός και αν η τηλεόραση δεν είχε καμιά ταινιούλα αξιόλογη ή στις πρόσφατες μέρες μας, να μη βρισκόμουν να αναθεματίζω τους 29 κατασκευαστές του “Lost”, για τη μπαρούφα τέλος που μας έδωσαν κι έτσι να με ανάγκαζαν να δω ώστε να ξεσπάσω για 566 φορά το “Μπράφ”, του συντρόφου και συμπολεμιστή Mikeus στο youtube! Εντάξει παραδέχομαι ότι υπάρχουν Live dvd που λειτουργούν ως κράχτες και σε κάνουν να θέλεις να είσαι οπωσδήποτε στην επόμενη συναυλία που θα δώσει το Χ συγκρότημα, μα πείτε μου.. θα βάζατε ποτέ να ακούσετε ένα κομμάτι σε ζωντανή εκτέλεση και αν ναι, πόσες φορές; Παραδέχομαι πως με τα κατάλληλα μέσα του σήμερα (L.C.D τηλεόραση 52 ιντσών, surround 5.1 ηχεία, Blu-Ray dvd, πολυθρόνα μασάζ/ηλεκτροσόκ, φουσκωτή κούκλα κ.α), βρίσκεσαι σε μια κατάσταση ας την ονομάσουμε, “in the concert”, το ζεις με λίγα λόγια και αυτό είναι κάτι που οπτικοακουστικά οι Φιλανδοί power metallers Sonata Arctica το πέτυχαν..! Ή τέλος πάντων το ακουστικό μέρος με τα 22 τραγούδια (συν την εισαγωγή), αφού τα dvd 2 στον αριθμό, είτε σε απλή έκδοση είτε σε blu-ray, δεν ήρθαν ποτέ στα χέρια μας, οπότε περιορίζομαι στο ακουστικό μέρος της όλης δουλειάς! Στο μεν πρώτο dvd θα βρείτε 19 κομμάτια και στο δεύτερο αρκετά extra features και tour documentaries που πιστεύω να ικανοποιήσουν οποιοδήποτε οπαδό της μπάντας! Συμπερασματικά και καταλήγοντας, θα πω ότι το απόσταγμα των 370 λεπτών μουσικής, μόνο αδιάφορους δε σας αφήσει, αν και επιμένω ότι προτιμώ να βρίσκομαι παρών σε ένα live και να χρησιμοποιώ το live cd/dvd, ως ένα extra και ως ένα συμπλήρωμα στη δισκογραφία του εκάστοτε αγαπημένου μου συγκροτήματος! Μιχάλης Κανακουσάκης |
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011
STEEL PANTHER: “Balls Out”
Η μπάντα που δημιουργήθηκε για να παρωδήσει τα συγκροτήματα που μεσουρανούσαν στα 80s στο χώρο του hair metal, είναι παρούσα με την κυκλοφορία του “Balls Out”, που διαδέχεται το επιτυχημένο ντεμπούτο, “Feel The Steel”. Κριτικές έντονες δέχθηκαν για τους σεξιστικούς στίχους και την ακρότητα στις εμφανίσεις τους, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δημιουργούν σιγά-σιγά έναν πυρήνα αφοσιωμένων οπαδών ανά τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα. Βέβαια, πέρα από τις εμμονές τους σε στίχους, εμφανίσεις, συνεντεύξεις και εξώφυλλα πρόκειται για εξαιρετικούς μουσικούς με ποιότητα μουσικών επιλογών στις συνθέσεις τους. Το παρελθόν αυτής της τετράδας είναι καλοστηριγμένο διότι, κέρδισαν τη δημοφιλία τους στην αρχή τους αιώνα, εμφανιζόμενοι στα club της πασίγνωστης Sunset Strip με την αρχική επωνυμία Metal Shop (που σύντομα άλλαξε σε Metal Skool και τελικά διαμορφώθηκε σε Steel Panther). Συνέχισαν τις εμφανίσεις τους κάθε Δευτέρα βράδυ στο επίσης πασίγνωστο Viper Room, παίζοντας διασκευές από hair metal hits παρωδώντας τις μπάντες με τα hits που έγιναν γνωστές. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε, ότι ο frontman Michael Starr (φωνή, ακουστικές κιθάρες), με το πραγματικό όνομα του Ralph Saenz , ήταν παρών στους L.A. Guns κυκλοφορώντας το 6 συνθέσεων EP “Wasted”. Ομοίως και ο κιθαρίστας Satchel (Russ Parrish) ήταν μέλος των War & Peace, του πρώην μπασίστα των Dokken, του Jeff Pilson και της μπάντας Fight, που έφτιαξε ο Rob Halford. Εμφανίστηκε επίσης με τη μπάντα Electric Fence με μέλη των Racer X, τους Paul Gilbert και Jeff Martin. Διόλου άσχημα… Άρα δεν πρόκειται για πρωτάρηδες στη μουσική βιομηχανία και γιαυτό το “Balls Out” είναι μία εξαιρετική επιτομή hair metal συνθέσεων , με εξαιρετικά κιθαριστικά riffs , έξυπνους πλην όμως σεξιστικούς στίχους, μία δυναμική και ακριβέστατη rhythm section και πολύ ταιριαστά φωνητικά για το είδος, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν οι πιασάρικες και ευκολομνημόνευτες μελωδίες. Φυσικά το πνεύμα των 80s είναι διάχυτο και οι φίλοι της περιόδου θα αναγνωρίσουν τις επιρροές από Mötley Crüe της περιόδου Dr. Feelgood ενώ σε άλλα σημεία θυμίζουν λίγο από Dokken. Ξεχώρισα το “It Won’t Suck Itself”, με την εμβληματική εικόνα της hair metal περιόδου, τον κιθαρίστα των Extreme, Nuno Bettencourt, σε ένα μελωδικότατο σόλο. Και φυσικά δε θα μπορούσε να λείψει μία μπαλάντα από την περίοδο που αναφέρονται έστω και παρωδιακά, το “Weenie Ride”, η κλασική “ελαφριά” συνοδεία πιάνου σύνθεση, που κλείνει την κυκλοφορία αυτή επάξια. Γενικά το άλμπουμ απευθύνεται για τους φίλους της περιόδου που γουστάρουν την all night party φάση και η μουσική των Steel Panther είναι η κατάλληλη για αυτούς. Όσο για τους υπόλοιπους είναι… ένα εξαιρετικής μουσικής ποιότητας δημιούργημα… Άλλωστε, ούτε και οι ίδιοι παίρνουν τον εαυτό τους και πολύ σοβαρά. Νότης Γκιλλανίδης |
Levellers live report
Καταρχήν χωρίς να θέλω να επαινέσω τους διοργανωτές, οι Levellers είναι μία από τις κορυφαίες live μπάντες του πλανήτη και μπράβο σε εκείνους που τους επέλεξαν για να τους θαυμάσουμε και ζωντανά. Η βραδιά ξεκίνησε με ένα ελπιδοφόρο καλλιτέχνη τον Ορέστη Ντάντο, ο οποίος με τις φορτισμένες ελληνόφωνες ηλεκτροακουστικές συνθέσεις του και τη ζεστή ερμηνεία του, κέρδισε το λιγοστό κοινό που είχε έρθει μέχρι εκείνη την ώρα και του ευχόμαστε να συνεχίσει και στο μέλλον σε αυτό το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο. Το Gagarin αν και μισογεμάτο αφού οι υποτιθέμενοι indie rock οπαδοί δεν γέμισαν το Club (αυτοί έχασαν), έζησε απίθανες στιγμές από μία μπάντα που παίζει αυτό που λέμε ροκ για το λαό με απλότητα, κέφι και τρομερή ενέργεια. Οι σκοτσέζικες γκάιντες που ήχησαν ως εισαγωγή του “One Way” έδωσαν το σήμα για την έναρξη ενός ασταμάτητου folk-rock party. To θεότρελο βιολί του Jonathan Sevink συνδυαζόταν τέλεια με τις hard rock κιθάρες του Simon Friend (άψογος και στο μαντολίνο) και την υπέροχη φωνή του Mark Chadwick. Η επιβλητική σκηνική παρουσία του Jeremy Cunningham στο μπάσο έδινε μεγαλύτερη δύναμη στην εκτελεστική δεινότητα των μουσικών και ο κόσμος ανταποκρίθηκε άμεσα στο party που είχε ήδη ανάψει για τα καλά. Το μενού των Levellers περιλάμβανε σχεδόν όλα τα σπουδαία και υπέροχα τραγούδια της μπάντας όπως τα “The Game”, “Fifteen Years”, “Liberty Song”, “Another Man's Cause”, “Battle Of The Beanfield”, “The Riverflow” και όπως καταλαβαίνετε το θρυλικό άλμπουμ “Levelling the Land” είχε την τιμητική του. Άλλες στιγμές που ξεχώρισαν ήταν σίγουρα αυτό το τεράστιο “φουγάρο-όργανο” που βγήκε στη σκηνή και ονομάζεται Didjerido και αποτελεί μία ιδιαίτερη στιγμή του live ενώ η φανταστική διασκευή στο “The Devil Went Down to Georgia” των αξέχαστων Charlie Daniels Βand δημιούργησε μία εκρηκτική ατμόσφαιρα στο club. Η κλήρωση μίας κιθάρας για ένα τυχερό που θα είχε την υπογραφή της μπάντας αποτέλεσε ένα μικρό happening πριν από encore που ξεκίνησε με το zeppelinικό “Hope Street” και έκλεισε με δύο εξαίσια τραγούδια, τα “Carry me” και “Beatifull Day”. Για μένα που έχω δει αμέτρητα live (λόγω ηλικίας κυρίως…) ήταν μία εκπληκτική βραδιά και διαπίστωσα ότι αυτή η μπάντα ζει για το σανίδι και της εύχομαι να μείνει πολλά χρόνια εκεί πάνω και να ξαναπεράσει από τα μέρη μας και την επόμενη χρονιά. Κείμενο: Φώτης Μελέτης |
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
FIONA: “Unbroken”
Είναι θαυμάσιο να ξαναβλέπεις στο μουσικό παρόν πρόσωπα και να ακούς φωνές που σημάδεψαν την εφηβεία σου και γίνεται όμως ακόμη καλύτερο όταν διαπιστώνεις ότι η φωνή παραμένει αναλλοίωτη και η συνεργασία της με αξιόλογα ονόματα του χώρου κάνουν τη μουσική επιστροφή της, τουλάχιστον αξιάκουστη… και εξηγούμαι: Σίγουρα όλοι οι αφοσιωμένοι εντρυφήσαντες οπαδοί του μελωδικού ροκ στα 80s θυμούνται τη Fiona Flanagan. Η αμερικανίδα τραγουδίστρια (με ιρλανδέζικες ρίζες) θα θυμούνται οι παλαιότεροι, ότι είχε επιτυχίες με τα “Talk To Me”, “Hopelessly Love You” και ιδιαίτερα με το “Everything You Do (You're Sexing Me)”, σε ένα ντουέτο με τον Kip Winger, που τότε τον χρέωναν ως συνοδό της (κουτσομπόληδες γίναμε). Έκανε και το πέρασμα της ως ηθοποιός και τραγουδώντας το soundtrack στην ταινία “Hearts Of Fire” και μετά από 4 αξιοπρεπή άλμπουμ εξαφανίστηκε όμως από τη μουσική σκηνή το 1992. Δε γνωρίζω , πόσοι από εμάς περιμέναμε την επιστροφή της στο χώρο, αλλά στα 50 της η σύζυγος και μητέρα πλέον επέστρεψε και έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι η δυναμική, αισθησιακή φωνή της έχει γίνει καλύτερη με τα χρόνια με τη βοήθεια δε στην παραγωγή και την σύνθεση από τους James Christian και τον πανταχού παρόντα Tommy Denander κυκλοφορεί το “Unbroken”. Οι συνθέσεις έχουν γίνει με τους προαναφερθέντες και την εγγλέζικη ομάδα συνθετών με την επωνυμία The Elements και συνδημιουργοί είναι ο Marc Tanner (παραγωγός στο υπερεπιτυχημένο άλμπουμ “After The Rain” των NELSON) καθώς και η 80s συνθέτρια-είδωλο Holly Knight (Heart, Aerosmith, Bonnie Tyler, Rod Stewart, Tina Turner, KISS μεταξύ άλλων). Με τόσο ικανή ομάδα και την εξαιρετική φωνή της θα περίμενε κανείς ίσως το άριστο όμως… Είναι ένα άλμπουμ με τις καλές του στιγμές αλλά και τις αδύναμες π.χ το “Shadows Of The Night”, που είναι μία διασκευή στο τραγούδι της Pat Benatar, τα αισθησιακά φωνητικά της το απογειώνουν όπως και η έτερη διασκευή στην σύνθεση των Prophet, το “Everything You Are”, μία φανταστική ημι-μπαλάντα με φοβερό refrain, εκπληκτικό χορωδιακό μέρος και ένα εκπληκτικό σόλο στην κιθάρα από τον Tommy Denander στο κλείσιμο. Και για να μη θεωρηθεί ως το άλμπουμ των διασκευών, υπάρχει και το εκπληκτικό ντουέτο με την αρχόντισσα του A.O.R, Robin Beck στο “This Heart”, με διάχυτο το αίσθημα των 80s και τις φωνές τους να δένουν αρμονικότατα. Μέχρι εκεί όμως ένα μελωδικό άλμπουμ –επιστροφής που αξίζει σίγουρα του ακούσματος σας, με την αναμονή για το επόμενο της. Τελικά η κυρία Fiona Flanagan ξέρει να τραγουδά και η ζεστή, αισθησιακή φωνή της είναι καλύτερη από ποτέ… Νότης Γκιλλανίδης |
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
INFIDEL: “King of Cynical Control”
Το ντεμπούτο των Infidel, πέντε περίπου χρόνια πριν, είχε αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές. Και εάν κάποιοι νομίζουν πως αυτό οφείλεται στα “ονόματα” που απαρτίζουν το group, τότε αυτοί καλά θα κάνουν να αφήσουν παράμερα τις προκαταλήψεις τους και να το ξανακούσουν. Η δεύτερη δουλεία των Infidel καθυστέρησε αρκετά, αλλά για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Μέσα σε πέντε χρόνια πολλά αλλάζουν και σίγουρα ωριμάζουν και αυτό ακριβώς συμβαίνει στο “King of Cynical Control”! Οι μουσικοί (και κατ’ επέκταση η μουσική) παραμένουν ίδιοι μεν, αλλά όχι στάσιμοι. Δεν άλλαξαν το ύφος τους, αλλά σίγουρα αισθάνεσαι τη διαφορετικότητα της νέας τους δουλειάς. Το νεωτεριστικό doom που προτείνουν με τις διάσπαρτες stoner πινελιές και την εμβόλιμη 70ίλα που “στοιχειώνει” το album, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης πως σε άλλες, λιγότερο digital, εποχές, οι Infidel θα πρωταγωνιστούσαν στην εγχώρια σκηνή. Και εκεί που δείχνει η μπάντα την αξία της είναι πως παραδίδουν μαθήματα σοβαρότητας, μέσω της απλότητας των συνθέσεών τους. Δε χρειάζονται απαραίτητα εκατό αλλαγές ρυθμικών σε κάθε κομμάτι, για να χαρακτηριστεί “πολύπλευρο”! Μια- δυο καλές ιδέες, ένα σαρωτικό riff και μια ώριμη προσέγγιση, αρκούν για να χτίσουν ένα soundtrack μουσικής τέρψης, χωρίς φανφάρες και πολλά πολλά! Και παρόλο που οι καιροί δεν ευνοούν (εμπορικά πάντα) τους καλλιτέχνες, οι Infidel έχουν κάθε λόγο να είναι περήφανοι για το “King of Cynical Control”, καθώς βάζουν και αυτοί με τον τρόπο τους ένα ακόμη λιθαράκι στην, τόσο αδικημένη και ταλαιπωρημένη, ελληνική metal σκηνή. Στέφανος Στεφανόπουλος ΥΓ η διασκευή στο “Here Comes The Rain Again” των Eurythmics, απλά “σκοτώνει”! Και πρόκειται για “διασκευή” και όχι για καμιά κούφια και ανούσια “επανεκτέλεση”, έτσι; |
Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011
CROSSFADE: “Secret Love”
Την περίπτωση των Σουηδών CROSSFADE τυγχάνει να την παρακολουθώ από το ξεκίνημα της που συνέβη το 2004. Η μπάντα που προβάλλει ως βαρύ πυροβολικό, την έξοχη φωνή του σπουδαίου ερμηνευτή Goran Edman (Yngwie Malmsteen, Karmakanic, Street Talk, Kharma) κινείται σε λιτά, ρυθμικά και ήρεμα ηχητικά μονοπάτια. Οι Lars Hallbäck και Richard Stenström καθώς και τα αδέλφια Per και Sven Lindvall έχουν αποδώσει συνθετικά τα μέγιστα στο ύφος που φλερτάρουν ενώ με το νέο τους άλμπουμ “Secret Love” καταφέρνουν να θυμίζουν έντονα συγκροτήματα όπως τους Alan Parsons Project, Steely Dan, Toto, Sting, Eagles και Chicago. Οι μελαγχολικές μελωδίες συνδυάζονται υπέροχα με νοσταλγικές τραγουδιστικές αρμονίες και το επιπλέον στοιχείο από τα προηγούμενα άλμπουμ της μπάντας είναι οι δυνατές και οι εμπνευσμένες κιθαριστικές διαδρομές εμπλουτισμένες με μικρά και έξυπνα σόλο κι όλα αυτά αρκετά δουλεμένα ενώ η σημαντική προσθήκη των πνευστών δημιουργεί μοναδικά ηχοχρώματα στο “Secret Love”. Για τον αγαπημένο μας Goran Edman δεν χρειάζεται να κάνουμε ιδιαίτερες αναφορές μιας και αποδεικνύει και σε αυτή την κυκλοφορία ότι η λέξη “ανατριχίλα” είναι συνυφασμένη με την ερμηνευτικό του μεγαλείο. Τραγούδια όπως τα “Heart Of Hero”, “Waiting for A Miracle”, “In My Mind” και “Seconds and Eons” περιέχουν πολύ, μα πολύ συναίσθημα και μεγάλες δόσεις γλυκιάς ευαισθησίας. Την μίξη έχει αναλάβει ο Bernard Löhr, γνωστός από τις δουλειές του με τους ABBA, Celine Dion και Westlife. Γενικά θα έλεγα πως το “Secret Love” είναι μία πολύ καλή παρέα για να αποφορτίσουμε τις μπαταρίες μας μετά από μία δύσκολη μέρα στη δουλειά ή για να απολαύσουμε ένα μελαγχολικό κυριακάτικο πρωινό στο μπαλκόνι μας. Φώτης Μελέτης |
Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011
TRILLIUM: “Alloy”
Η Amanda Somerville αποτελεί μία από τις καλύτερες και πιο δραστήριες γυναικείες φωνές στο χώρο του rock/metal αυτή τη στιγμή. Έχοντας ήδη αρκετά χρόνια στο μουσικό στερέωμα, έχει προλάβει να συνεργαστεί με μπάντες όπως oι Avantasia, οι Epica, οι Kamelot, οι After Forever κ.α. Παράλληλα, συνεργάστηκε με τον Michael Kiske στο πολύ καλό περσινό Kiske/Somerville ενώ παραμένει πολυάσχολη με τις συνθετικές αναζητήσεις της, το πιάνο και τη διδασκαλία φωνητικής σε μόνιμη βάση. Σημειωτέον, όλα αυτά χωρίς να την έχουν πάρει και τα χρόνια… Οι Trillium αποτελούν πνευματικό της τέκνο καθώς -όπως η ίδια δηλώνει- αποτυπώνουν την τριαδικότητα στην ύπαρξή της και την καλλιτεχνική της φύση ενώ ο τίτλος του album “Alloy” (=κράμα δύο ή περισσότερων μετάλλων), έρχεται να συμπληρώσει τη φιλοσοφία της. Και πραγματικά, στο άκουσμα αυτού του album παρατηρεί κανείς έντονα την πολυσυλλεκτικότητα και τη συνδυαστική στη συνύπαρξη πολλών ετερόκλητων μουσικά στοιχείων και ιδεών. Το “Alloy” κατόπιν αυτού, αποτελεί την πιο ιδιότυπή της δουλειά μέχρι σήμερα και μέσα του μπορεί να ανακαλύψει κανείς πολλά διαφορετικά στυλ και ιδιώματα, άρτια συνδυασμένα και δομημένα. Αποτελεί ένα εντυπωσιακό υβρίδιο rock και metal μουσικής αισθητικής ενώ –σε στιγμές- φλερτάρει με το pop/rock ή και το hard rock ακόμη. Στην προσπάθεια αυτή έχει συμβάλλει τα μέγιστα η παρουσία του σπουδαίου Sascha Paeth, που έχει αναλάβει την παραγωγή ενώ έχει βάλει το λιθαράκι του και στη σύνθεση και ενορχήστρωση του όλου υλικού. H καθαρότητα της φωνής της Somerville σε συνδυασμό με το απίστευτο εύρος έκτασης που διαθέτει, τη βοηθά να έχει τρομερή εκφραστική ευκινησία και προσαρμοστικότητα, κάτι που γίνεται έκδηλο σε κομμάτια όπως το “Big Machine”, “Path Of Least Resistance”, “Coward”, και “Justifiable Casualty”. Ξεχωρίζουν επίσης, τα “Mistaken” και “Into The Dissonance”, που με πολύ όμορφες μελωδικές γραμμές, θα μπορούσε κάποιος κάλλιστα να τα κατατάξει στην κατηγορία του “hit”. Ακόμη, το “σκληροτράχηλο” και αμιγώς μεταλλίζον “Scream It”, όπου μας παραδίδει ένα εντυπωσιακό ντουέτο παρέα με τον Jorn Lande, αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα ενός πολύ καλού δίσκου. Το album αυτό απευθύνεται σε μεγάλο εύρος ακροατών χωρίς καμία αμφιβολία. Θα έβαζα στοίχημα, πως με το “Alloy” η Amanda θα συστηθεί σε νέους “φίλους” και θα γίνει γνωστή σε σαφώς ευρύτερο κύκλο σε σχέση με αυτόν που ήταν γνωστή μέχρι σήμερα. Πέρα από το metal κοινό, το οποίο προφανώς και θα σπεύσει να την τιμήσει, οι φίλοι των Evanescence για παράδειγμα, καλό θα ήταν να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το album. Ο μόνος κίνδυνος που διατρέχει η ξανθομαλλούσα αοιδός, είναι να περάσει στα ψιλά η παρούσα δουλειά της μέσα στη δίνη μιας εντυπωσιακά ποιοτικής χρονιάς για τα μουσικά δρώμενα. Θα ήταν άδικο. Γιώργος Ευσταθίου |
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
MITCH MALLOY: "Mitch Malloy II"
Βλέποντας τη φωτογραφία του Mitch Malloy στην κυκλοφορία-follow up, του καταπληκτικού “Mitch Malloy II” του 1992, θα έλεγα ότι ο χρόνος άφησε αναλλοίωτη όχι μόνο τη μορφή του Mitch, αλλά και ενίσχυσε με πάθος και ποιότητα και τις ήδη πλούσιες φωνητικές του ικανότητες. Σε αυτό το follow-up βέβαια έχει άξιους συμπαραστάτες, μία dream-team μουσικών όπως οι Phil Collen (Def Leppard), Pete Lesperance (Harem Scarem), Keith Howland (Chicago, Rick Springfield) στις κιθάρες, σε ένα flashback του πρώτου ομότιτλου άλμπουμ, ο Hugh McDonald (Bon Jovi, Alice Cooper) στο μπάσο και ο βιρτουόζος μαέστρος C.J. Vanston (King of Hearts, Richard Marx) που παίζει πλήκτρα και συνδημιουργεί. Και για μην υπάρξει παράπονο στα φωνητικά συμμετέχουν, οι Jeff Scott Soto, Bruno Ravel (Danger Danger) και ο θρύλος του AOR, Brett Walker που συνεισφέρει στο κομμάτι “I'm The One”, που αποτελεί και το πρώτο single. Με τέτοια επικουρία και τα φανταστικά του φωνητικά, το άλμπουμ ξεχειλίζει από την αίσθηση 80s και πρώιμων 90s συνθέσεων, οι αρμονίες, οι μελωδικότατες κιθάρες, τα πλήκτρα που “κελαηδούν” και φυσικά τα ΦΩΝΗΤΙΚΑ ενός τραγουδιστή που δεν απόλαυσε την αναγνώριση που ευρύτερα άξιζε, καθιστούν την κυκλοφορία τούτη μοναδική. Τουλάχιστον πάλι οι καλοί μου φίλοι που παραβρέθηκαν στο Firefest Festival , επικυρώνουν τα γραφόμενα μου και βεβαιώνουν περί του αληθούς. Το ξεχωριστό, με διαφορά τρίχας, “Falling To Pieces” είναι το καθημερινό άκουσμα που συντροφεύει τα ήδη καταπονημένα αυτιά μου από την κακοφωνία των δελτίων ειδήσεων και της πολύβουης Αθήνας χωρίς να παρακούω και τα υπόλοιπα. Εάν δεν ταξιδέψατε στο Nottingham στις 23 του Οκτώβρη επενδύστε με κλειστά μάτια και ορθάνοιχτα αυτιά… Νότης Γκιλλανίδης |
O B.KAISAS εξομολογείται...
Ο Babis Kaisas κατόρθωσε με το εξαιρετικό άλμπουμ “Unify” να κάνει αίσθηση σε όσους ασχολούνται με το ντόπιο hard n’ heavy rock αλλά και να ακουστεί με σοβαρότητα και σε πολλές άλλες χώρες. Σ’ αυτό βέβαια βοήθησε σημαντικά η ενεργή συμμετοχή του σπουδαίου τραγουδιστή Tony Mills (Shy, TNT, Serpentine) που έδωσε μία ξεχωριστή οντότητα στο άλμπουμ. Ο B.Kaisas εξομολογήθηκε στο Rockway.gr τα όνειρα του για το δίσκο, τα προβλήματα που αντιμετώπισε αλλά και τις εμπειρίες που αποκόμισε από την συνεργασία του με τον Tony Mill… Περιέγραψες μας συνοπτικά, με τι είχες ασχοληθεί καλλιτεχνικά τα προηγούμενα χρόνια; Πριν την κυκλοφορία του ντεμπούτου μας σαν Kaisas, εργαζόμουν κάτω από το όνομα Zandem, μαζί με τον original drummer των Βρετανών SHY, και σε κάποια φάση με τον μπασίστα των επίσης Βρετανών Karallon, Dave Deeley, ο οποίος είχε αναλάβει τα φωνητικά για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο project. Aυτά όλα έγιναν τις χρονιές 2006-07.Πιο πριν έγραφα κομμάτια μόνος μου, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό. Απλά αποτύπωνα ιδέες, είτε σαν στίχους, είτε σαν μουσική. Δεν περίμενα ότι κάποια μέρα κάποιο από τα είδωλα μου (σ.σ. Alan Kelly) θα θέλει να δουλέψει μαζί μου. Και τώρα που το σκέφτομαι, ακόμα δεν το πιστεύω (γέλια)! Ποια προβλήματα αντιμετώπισες στη δημιουργία του άλμπουμ; Προβλήματα πολλά, και διαφόρων ειδών… Ένα από αυτά ήταν, ότι ο τρόπος με τον οποίο ηχογραφούσα μόνος μου, μετά την συνεργασία μου με τον Alan Kelly, δεν ήταν και ο πιο σωστός. Οπότε όταν o Mark Stuart, που έκανε την μίξη, μου είπε “καλό θα ήταν να ξαναηχογραφήσεις το μεγαλύτερο μέρος από τις κιθάρες, για να ακούγεται καλύτερα σύμφωνα με τον τρόπο που θα σου υποδείξω”, έπεσα λίγο από τα σύννεφα. Βασικά γιατί δούλευα στα κομμάτια από το τέλος του 2007, και αυτό έγινε μέσα του 2010. Τελικά έκατσα, και ξαναηχογράφησα τα κομμάτια σε μόλις μια βδομάδα! Δεν σήκωνα ούτε τηλέφωνο! Επίσης ένα ακόμα άτομο που θα ήθελα να ευχαριστήσω, είναι ο Χρυσάφης Ταντανόζης (σ.σ. drummer των Crystal Tears), με τον οποίο γνωριζόμαστε 20 χρόνια τώρα, και με βοήθησε απίστευτα, όποτε χρειαζόμουν κάτι με τις demo ηχογραφήσεις μου. Υπάρχουν και άλλες αναποδιές που αντιμετωπίσαμε στην πορεία, αλλά “κάθε εμπόδιο σε καλό” που λένε… Ποιες οι εντυπώσεις σου από τη συνεργασία με τον Tony Mills στα φωνητικά και πως προέκυψε; Γνώριζα τον Tony μέσω internet, από την εποχή μου με τους Zandem. Τότε έτυχε να δουλεύει στο επερχόμενο άλμπουμ του Vital Designs, και μου πρότεινε να του στείλω κομμάτια που δεν θα χρησιμοποιούσαμε σαν Zandem, για ν'ακούσει. Του έστειλα 2 κομμάτια τα οποία ήταν σε πολύ αρχικό στάδιο, ήταν μόνο η βασική ιδέα, και δεν ταίριαζαν τελικά πολύ με το στυλ του άλμπουμ, που ήθελε να κάνει. Κανά 2 χρόνια μετά, αφού δούλευα πλέον μόνος σε κομμάτια, μιλήσαμε ξανά μέσω internet, και μου προσέφερε την βοήθεια του. Οπότε κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Ο Tony είναι μεγάλο κεφάλαιο στα φωνητικά, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έχει δουλέψει σε καμιά 50ριά άλμπουμ τα τελευταία 30 χρόνια! Ένα από αυτά ήταν και το “Night Songs”, των Cinderella, στο οποίο έχει κάνει τα backing φωνητικά. Τι να πω, απλά μεγάλη τιμή να συνεργάζεσαι με κάποιον με τέτοιο ταλέντο και ιστορία. Με ποιο κριτήριο συνεργάστηκες και με τον βραζιλιάνο drummer Acacio Carvalho; Ο Acacio είναι πραγματικά φοβερός drummer και είναι τιμή μου που συνεργάζομαι μαζί του. Είναι ο πρώτος που έχει ανοίξει rock μουσική σχολή στην Βραζιλία, παρότι τώρα πλέον ζει στις Η.Π.Α. Απλά είχα δει κάποια βίντεο του στην σελίδα του στο internet και τον προσέγγισα. Έχει πραγματικά προσωπικό στυλ, και τεχνικότατο και ακριβέστατο παίξιμο, χωρίς να χάνει το συναίσθημα. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από έναν drummer… Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ή χιουμοριστική στιγμή που συνέβη κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων; Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή την στιγμή κάτι ιδιαίτερα αστείο, αν και σίγουρα είχαμε τις στιγμές μας. Κάτι που ήταν πολύ ιδιαίτερο και δύσκολο, ήταν όταν ο Τony Mills έπαθε καρδιακή προσβολή, και δεν ξέραμε αν θα επιβιώσει και σε πια κατάσταση. Ήταν περίπου στο τέλος των ηχογραφήσεων μας και μας τράβηξε λίγο πίσω. Αλλά ο Τony Mills είναι πραγματικά γενναίος σαν άνθρωπος και επανήλθε, ίσως πιο δυνατός από ποτέ. Σκεφτόμουν να τον επισκεφτώ τότε στο νοσοκομείο στην Νορβηγία που ήταν αλλά όπως είπε και ο ίδιος για τον εαυτό του “εμμ...δεν νομίζω ότι θα ήμουν και τόσο καλή παρέα...!” Το “Unify” ως τίτλος υπονοεί κάτι συγκεκριμένο και επίσης πόσο σημαντικό είναι για σένα μία τέτοια κυκλοφορία; “Unify” σημαίνει “ενοποιώ”. Ο τίτλος είναι συμβολικός και αναφέρεται στα μέλη της μπάντας, που είναι όλα από διαφορετική χώρα μεταξύ τους, αλλά ενώθηκαν για να κάνουν αυτό το άλμπουμ. Επίσης είναι ένα δείγμα του ότι η μουσική πραγματικά δεν έχει σύνορα και μπορεί να γεφυρώσει πολλά πράγματα εκεί που οτιδήποτε άλλο αποτυγχάνει. Όσο για την κυκλοφορία του, ναι, εννοείται ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική για μένα. Ήμουν πίσω από σχεδόν κάθε λεπτομέρεια του album, δίνοντας κατευθύνσεις, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτό που ήθελα να κάνω. Είναι ένα ιδιαίτερα προσωπικό άλμπουμ, αφού έγραψα όλα τα κομμάτια, στίχους-μουσική, έκανα ενορχηστρώσεις και παραγωγή, ακόμα και η ιδέα για το arwork ξεκίνησε από εμένα. Είναι κάτι που ονειρευόμουν να κάνω από τότε που ήμουν έφηβος, όταν πρωτοασχολήθηκα με μουσική, αλλά που μάλλον ούτε ο ίδιος πίστευα ότι θα κατάφερνα να δω κάποτε… Ο ήχος του άλμπουμ παραπέμπει κυρίως στα κλασσικά metal συγκροτήματα του παρελθόντος. Συμφωνείς με αυτή την άποψη; Νομίζω ότι λίγο πολύ ναι. Είμαι περισσότερο κοντά στα pop-metal group των 80s. Δεν με πειράζει αν κάποιος που δεν ακούει metal, ακούσει κάποιο κομμάτι μου και του αρέσει. Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι το metal ανήκει στο underground. Για εμένα το metal ξεκίνησε κάπου στα τέλη των 60s- αρχές 70s, με group όπως οι Deep Purple, Black Sabbath, Uriah Heep, Aerosmith, Kiss κτλ… Και όλοι αυτοί πάτησαν πάνω στην “τρέλα” που είχαν οι Who, Jimmy Hendrix, Cream και πολλοί άλλοι. Οι μπάντες των 80'ς όπως οι Bon Jovi, Def Leppard που μονοπώλησαν τα charts τότε, πάνω σ' αυτούς τους μουσικούς “πατούσαν”. Ειλικρινά λυπάμαι ανθρώπους που νομίζουν ότι metal είναι μόνο οι Iron Maiden και οι Metallica και δεν μπαίνουν στον κόπο να ψάξουν παραπέρα, γιατί φοβούνται “τι θα πουν οι φίλοι τους”. Ποιους κιθαρίστες και συγκροτήματα θαυμάζεις; Θα έλεγα σαν σκηνική παρουσία και στοιχειωμένες μελωδίες τον Steve Clark από τους Def Leppard. Αν και επέλεξα να παίζω με Fender κιθάρες, κυρίως λόγο του Richie Sambora (σ.σ. Bon Jovi). Ο George Lynch είναι απίστευτος και οι Dokken μεγάλη αγάπη και επιρροή επίσης. Από την Γερμανία οι Bonfire είναι η πλέον αγαπημένη μου μπάντα. Αλλά υπάρχουν πολλοί ακόμα, που δεν φτάνει ο χώρος ν' αναφέρουμε. Και όχι μόνο από τον χώρο του hard rock… Τελικά το διαδίκτυο είναι η σωτηρία του μουσικού ή καταστροφή της δημιουργίας; Νομίζω ότι το διαδίκτυο είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Απλά η κακή χρήση του και η διάθεση για αντιγραφή μουσικής και ταινιών από κάποιους είναι αυτό που σκοτώνει και τους δυο χώρους. Πάντα όποτε ήθελα κάποιο άλμπουμ πραγματικά, το αγόραζα. Δεν μετράει για' μένα τόσο η ποσότητα όσο η ποιότητα. Αλλά απ' ότι φαίνεται σήμερα, αν δεν κατεβάσεις 10 άλμπουμ την ημέρα δεν είσαι πλέον “cool”… Ποιες είναι τελικά οι φιλοδοξίες σου και αν υπάρχουν σχέδια για συναυλίες; Η μόνη φιλοδοξία που έχω είναι αυτό που κάνω να έχει κάποια απήχηση. Να μην περνάει απαρατήρητο. Σε μια εποχή που μπάντες που κάποτε πουλούσαν εκατομμύρια album και αλώνιζαν τον πλανήτη, φτάσανε πλέον να πουλάνε κάτι ψιλά και να κάνουν live αραιά και που σε clubs. Νομίζω είναι ουτοπία να ονειρεύεσαι κάτι περισσότερο. Όπως είπε και ο David Coverdale πρόσφατα “κάποτε λεγόταν Monsters Of Rock και τώρα είναι Hamsters Of Rock”! Σχέδια για live shows δεν υπάρχουν προς το παρόν και οι λόγοι είναι ευνόητοι νομίζω. Παρ'όλα αυτά αν υπάρξει ενδιαφέρον από κάπoιον promoter για κάπoια θέση σε κάποια περιοδεία η κάτι τέτοιο, ίσως και να γίνει. Αλλά για μεμονωμένα live shows και οικονομικά είναι δύσκολο και από άποψη ενδιαφέροντος δεν με αγγίζει ιδιαίτερα. Πολλές μπάντες παγιδεύονται να παίζουν μια ζωή στην πόλη τους. Αν αυτό είναι που θέλουν έχει καλώς. Για εμένα live σημαίνει touring. Ξεπερνώντας τα σύνορα… Συνέντευξη: Φώτης Μελέτης |
Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011
MECCA: "Undeniable"
Τους Mecca τους γνωρίσαμε το 2002 με ένα album που είχε προξενήσει ιδιαίτερη αίσθηση στους κόλπους της AOR κοινότητας εκείνης της περιόδου. Με μπροστάρη τον Joe Vana και μια πλειάδα εξαιρετικών μουσικών να τον πλαισιώνει, -μεταξύ των οποίων οι Fergie Frederiksen, Bobby Kimball και David Hungate (Toto) αλλά και συμμετοχές από άλλους σπουδαίους όπως ο Mike Aquino των Pride Of Lions και ο τεράστιος Jim Peterik (Survivor/Pride Of Lions)-, είχαν συστήσει ένα supergroup που κυριολεκτικά μαζί με ελάχιστους σύγχρονούς τους, έδωσε το φιλί της ζωής σε αυτή τη μουσική και στη δοκιμαζόμενη τότε melodic rock κοινότητα που περνούσε μια μακρά παραγωγική “ανομβρία”, μια δημιουργική ύφεση. Από τότε, το ντεμπούτο τους εκείνο αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την περασμένη δεκαετία, εμφανιζόμενο σε ουκ ολίγες λίστες Best of 2001-2010. Εδώ λοιπόν και αρκετά χρόνια, αγνοούσαμε τα ίχνη της μπάντας, η οποία στην πραγματικότητα, αν και σε λανθάνουσα κατάσταση, εξακολουθούσε να δημιουργεί και να συνθέτει δια χειρός κυρίως Joe Vana. Μια σειρά ατυχών περιστατικών ωστόσο, καθυστέρησε την ολοκλήρωση του “Undeniable”, μεταξύ των οποίων ο θάνατος του συνεργάτη, συμπαραγωγού και στενού φίλου του Vana, Bryan Mitchell. Παρ’ όλες όμως τις ανακύψασες δυσκολίες, ο Joe κατάφερε και πάλι να μαζέψει γύρω του την αφρόκρεμα των διαθέσιμων σ’ αυτόν μουσικών. Ποιούς να πρωτοαναφέρει κανείς; Tommy Denander, Christian Wolf, Pat Mastelotto (Mr. Mister/King Crimson), Tony Levin (Peter Gabriel/King Crimson), Eric Ragno (Graham Bonnet/Jeff Scott Soto/Eric Martin κ.α.) και Brian Moritz (Balance) είναι μόνο μερικοί από αυτούς. Ξεχωρίζει ο υιός Vana, Joey, που έχει αναλάβει μέρος από τις κιθάρες του δίσκου και προσδίδει και μια οικογενειακή νότα στο όλο concept του έργου. Μουσικά το “Undeniable” κινείται στα κλασικά μονοπάτια των Toto, Survivor, Journey αλλά και REO Speedwagon, Foreigner. H παραγωγή είναι με μία λέξη, εντυπωσιακή. Τα όργανα προβάλλουν όλα στο σωστό ύψος στη μίξη, δίνοντας το απαραίτητο groove βγάζοντας -όπου χρειάζεται- μπροστά το rhythm section ενώ με την κρυστάλλινή, διαυγή, καλογυαλισμένη παραγωγή, οι μελωδίες αφήνονται ελεύθερες χωρίς να “καπελώνονται” ή να αποϊσχυροποιούνται. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως εδώ “παντρεύονται” μοναδικά το High-Tech AOR αριστούργημα των Mr. Mister “Welcome To The Real World” με το διαμαντένιο “The Seventh One” των Toto και αυτό βεβαίως εξηγείται από τις επιρροές αλλά και τους μουσικούς που έχουν εμπλακεί και συνεισφέρει σε αυτό το album. Με τη φωνή του Vana να ελίσσεται υπέροχα και να κινείται κάπου ανάμεσα σε Bobby Kimball, Joseph Williams και Jimi Jamison αλλά και το μπάσο μαζί με τα τύμπανα να ζωγραφίζουν, η σύγκριση με το λατρεμένο “The Seventh One” είναι αναπόφευκτη. Μπορεί οι μελωδίες εν συγκρίσει με τον ογκόλιθο των Toto να μην είναι τόσο straightforward στο πρώτο τους άκουσμα αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Οι συνθέσεις είναι σαφώς πιο σκοτεινές ενώ οι ενορχηστρώσεις περιέχουν και κάποια πιο progressive ανοίγματα που παραπέμπουν σε μπάντες όπως οι Asia ή οι It Bites, κάνοντας το πακέτο ακόμη πιο ενδιαφέρον. Τα highlights πολλά, αφού ολόκληρο το άλμπουμ τρέχει απολαυστικά στο αφτί του ακροατή. Από τα “Closing Time” και “Ten Lifetimes” που θα πλημμυρίσουν με ευχαρίστηση τους φίλους του Lukather και της παρέας του, στο Survivor-like “Did It For Love” και στα πιο funky μονοπάτια του “Life’s Too Short” ή ακόμη στο “From The Start” που μοιάζει με missing track από το πρόσφατο Williams/Friestedt album. Αξίζει ακόμη να σταθεί κανείς στο πανέμορφο “Deceptive Cadence” που τα υφέρποντα Hi-Tech στοιχεία του, του προσδίδουν μια μαγική ονειροπόλα διάθεση χωρίς την ίδια στιγμή να ακούγεται ξεπερασμένο ενώ το ομώνυμο “Undeniable” αποτελεί ίσως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Με τη μαγική δουλειά του Eric Ragno στα πλήκτρα και μια γλυκιά μελαγχολία στα φωνητικά και το στίχο, είναι πιασάρικο, όσο και απρόβλεπτο καθ’ όλη τη διάρκεια του. Τέλος το “W2W” αντιπροσωπεύει την πιο “σκληρή rock” όψη της κυκλοφορίας με τις κιθάρες να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και να συμπλέκονται με τα πλήκτρα με μοναδικό αποτέλεσμα. Το “Undeniable” δικαιώνει αναντίρρητα όσους αδημονούσαν για την επιστροφή των Mecca. Πρόκειται για έναν υπέροχο δίσκο, μεστό ωριμότητας, τιμιότητας και σοβαρότητας που κραυγάζει ότι είναι προϊόν πολυετούς κόπου, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια του και αποκαλύπτει τις χάρες του με κάθε επιπλέον ακρόαση. Έχει πολύ πλούτο και βάθος να αναδείξει πίσω από τις καλοδουλεμένες ενορχηστρώσεις του ενώ η παραγωγή του αποτελεί την επιτομή του πως πρέπει να “προσφέρεται στο πιάτο” το μελωδικό rock εν έτει 2011. Δηλαδή, χωρίς “τυμπανοκρουσίες” και αταίριαστες -κακώς εννοούμενα- μοντέρνες παραγωγές όπως δυστυχώς γίνεται κατά κόρον πλέον, μήπως και κερδηθεί και το πιο “μεταλλικό” ακροατήριο… Η μουσική είναι τέχνη, είναι αβίαστη στην αγνή της εκδοχή και δεν (πρέπει να) έχει σχέση με την “κρεατομηχανή” του marketing. Σε όλα αυτά προσθέστε και τον προσεγμένο στίχο και έχετε μια αρκετά λεπτομερή εικόνα για τη νέα δουλειά των Mecca. Διατρέχουμε ένα σωτήριο έτος για τη μουσική που αγαπάμε. Πολλές καλές κυκλοφορίες από νέα ονόματα και εντυπωσιακές επιστροφές παλιών, συνθέτουν ένα υπέροχο όσο και εκρηκτικό μίγμα. Προσωπικά πάντως, δεν θα έχω κανένα απολύτως πρόβλημα ή δισταγμό να συμπεριλάβω το παρόν δισκάκι στη αγαπημένη μου λίστα για το 2011. Για την ώρα, πατώ ξανά το “play” για να το εμπεδώσω. Γιώργος Ευσταθίου |
SCORPIONS: "Comeback"
Οι εποχές έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί… Όταν το (δήθεν) τελευταίο σου album δίδεται μέσω γνωστής εφημερίδας και στην πορεία η αμέσως επόμενη κυκλοφορία σου (ένα χρόνο περίπου μετά) διανέμεται ξανά δωρεάν μέσω της ίδιας οδού, τότε τα λόγια είναι περιττά. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα σχήμα σαν τους Scorpions, που κουβαλάει μια άλφα ιστορία στις πλάτες του. Εδώ βέβαια θα μου πείτε πως οι Maiden ήταν στα περίπτερα, τι να λέμε τώρα… Τι είναι το “Comeback”; Μια μπούρδα… μια αρπαχτή… ένας λόγος για να απασχολήσουν το κοινό τους. Όπως και να έχει, όσοι δεν το πήρατε τζάμπα, ας μην ασχοληθείτε καν να το αγοράσετε (εκτός και εάν μαζεύετε τα άπαντα, οπότε την πατήσατε)! Δεκατρείς συνθέσεις, επτά παλαιότερα τραγούδια σε επανεκτέλεση και έξι διασκευές… Ποιος άραγε θα ακούσει τη νέα εκδοχή του “Blackout” ή του “Still Loving You”, για παράδειγμα, αντί της παλιάς; Μην τρελαθούμε δηλαδή! Έχει νόημα το να ξαναπαίζεις τα κομμάτια που σε έκαναν γνωστό; Για μένα όχι! Θα μου πείτε, εδώ οι Manowar επανηχογράφησαν ολόκληρο album, οι Scorpions με τα τριακόσια “best of”, θα κωλώσουν; Ας πάμε τέλος πάντων στις διασκευές… Οκ, το παραδέχομαι, το “Tainted Love” (Gloria Jones) δε με χάλασε πολύ, αλλά πιθανότατα φταίει το ότι γενικά μου αρέσουν οι λογής επανεκτελέσεις του συγκεκριμένου κομματιού. Το ίδιο θα έλεγα πως ισχύει και για το “All Day and All of the Night” (The Kinks), μιας και πρόκειται για “εύκολο” τραγούδι κατάλληλο για bar ακροάσεις. Από εκεί και πέρα τα “Children of the Revolution” (T Rex), “Across the Universe” (The Beatles), “Tin Soldier” (Small Faces) και “Ruby Tuesday” (The Rolling Stones) δεν είναι ικανά για να δικαιολογήσουν το “Comeback”. Ναι, ακούγονται μεν χωρίς να ματώσουν τα αυτιά σου, αλλά σίγουρα έχεις καλύτερα πράγματα να κάνεις! Βέβαια, για να είμαι και δίκαιος, οι ίδιοι οι Scorpions δήλωσαν πως ο εν λόγω δίσκος απευθύνεται στους fan και μόνο, λέγοντας έτσι ένα “ευχαριστώ” για την επιτυχία που είχε η “Sting In the Tail Tour”. Αυτό φυσικά δε δικαιολογεί την προχειρότητα του όλου project, μιας και άπαξ και θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο, μπορείς να μην αρκεστείς σε ανούσιες επανεκτελέσεις και μέτριες διασκευές… Και τώρα που το σκέφτομαι, καταλαβαίνω απόλυτα γιατί δόθηκε δωρεάν μέσω εφημερίδας! Σε δύσκολες οικονομικά εποχές δε θα χαλάσει κάποιος χρήματα για κάτι που δεν τα αξίζει! Και εάν δεν είχε κυκλοφορήσει το “Lulu”, τότε το “Comeback” θα ήταν ο πιο αχρείαστος δίσκος της χρονιάς! Στέφανος Στεφανόπουλος |
Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011
KRUX: "III- He Who Sleeps Amongst the Stars"
Όταν είχε πρωτοβγεί το πρώτο, ομώνυμο, album των Krux, έτριβα τα μάτια μου αντικρίζοντας τα ονόματα Leif Edling (Candlemass, ex- Abstrakt Algebra, ex- Witchcraft), Mats Leven (Fatal Force, ex- Abstrakt Algebra, ex- At Vance, ex- Yngwie Malmsteen), Jorgen Sandstrom (The Project Hate, Vicious At, ex- Entombed) και Peter Stjarnvind (Damnation, Nifelheim, ex- Entombed), ενώ ύστερα από τις πρώτες ακροάσεις, έτριβα και τα αυτιά μου! Τεράστιο και επιβλητικό, τότε φάνταζε η πολυπόθητη νέα δουλειά των Candlemass που δεν έλεγε να έρθει! Τέσσερα χρόνια μετά (2006) έφτασε το δεύτερο μέρος, με το λιτό τίτλο “II”, με τους Fredik Akesson (Opeth, Sabbtail, ex- Arch Enemy, ex- Tiamat) και Carl Westholm (ex- Abstrakt Algebra) να εισχωρούν στην “παρέα”, δίνοντας χαρά στους οπαδούς τους, αλλά σίγουρα όχι εφάμιλλη με εκείνη της πρώτης κυκλοφορίας. Πέντε χρόνια πέρασαν από τότε και το τρίτο μέρος, ονόματι “III- He Who Sleeps Amongst the Stars” προσγειώνεται στα cd player αυτών που γνωρίζουν το τι εστί Leif Edling. Βέβαια, στο μεσοδιάστημα, οι Leif, Mats και Carl, μαζί με άλλους μουσικούς, δημιούργησαν τους Jupiter Society κυκλοφορόντας ήδη δύο full length, με ιδιαίτερη έφεση στο “space” στοιχείο, κάτι που έδωσε την ώθηση για μια σχετικά απόκοσμη χροιά στο νέο πόνημα των Krux. Μουσικά, δεν υπάρχει κάτι νέο για να περιγράψει το τελευταίο μέρος αυτής της τριλογίας, πέραν της προαναφερθείσας ατμόσφαιρας. Το “III- He Who Sleeps Amongst the Stars” κινείται ακριβώς στα ηχητικά πλαίσια που χρειάζεται μια τέτοιου είδους κυκλοφορία, έχοντας ως προφανές target group όσους αρέσκονται σε doom ακούσματα με ολίγον τι από epic, έτσι όπως οι Krux το αντιλαμβάνονται. Αργόσυρτοι, heavy ρυθμοί και επιβλητικές ερμηνείες με κερασάκι στην τούρτα τη συμμετοχή του Bruce Franklin (Trouble) με ένα solo στο κομμάτι “A Place of Crows”. Τώρα από συνθέσεις, τι να ξεχωρίσω; Επτά είναι στο σύνολο και οι πέντε “σπέρνουν” (δε χρειάζονται τίτλοι, θα τις ανακαλύψετε εύκολα μόνοι σας). Προσωπικά θεωρώ το “III- He Who Sleeps Amongst the Stars” αρκετά καλύτερο από το “II” (στο πρώτο, ομώνυμο, δεν αναφέρομαι, γιατί πολύ απλά είναι εκτός συναγωνισμού), ενώ είναι αυτονόητο πως όσοι δεν έχουν ασχοληθεί με τη μπάντα, οφείλουν στους εαυτούς τους να ψάξουν για τα cd των Krux, άμεσα! Να πω και τίποτα αρνητικό; Μισό λεπτό να ψάξω… Λοιπόν, το ψυχεδελικό εξώφυλλο δε μου αρέσει! Αυτά… Στέφανος Στεφανόπουλος |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)