Ο Antoine Roberto Teppardo (a.k.a. Robert Tepper) γεννήθηκε στο New Jersey (Bayonne) των Ηνωμένων Πολιτειών περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Το φλερτ του με την rock μουσική ξεκίνησε από πολύ νωρίς, όταν στην ηλικία των 12 άκουσε για πρώτη φορά τους δίσκους του Elvis Presley και λίγο αργότερα των Rolling Stones και των Beatles. Μεγαλώνοντας, ο Tepper εξελίχθηκε σε έναν απίστευτα ταλαντούχο μουσικό, καθώς συνέθετε μουσική, έπαιζε κιθάρα, πλήκτρα και μπάσο και είχε μια συναρπαστική φωνή. Σε ηλικία 17 ετών, αφήνει το New Jersey και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου ξεκινά να εργάζεται σε μια εκδοτική εταιρεία (CAM America) γράφοντας στίχους. Κάποια από τα κομμάτια που έγραψε εκείνη την περίοδο δόθηκαν σε γνωστούς καλλιτέχνες, τους οποίους όμως ο Tepper δεν θέλησε ποτέ να αποκαλύψει. Έχει δηλώσει ωστόσο ότι ως δικαιούχος των πνευματικών δικαιωμάτων, εισπράττει ακόμα και σήμερα μέρος των χρημάτων από τις πωλήσεις. Ένας από τους καλλιτέχνες για τους οποίους έγραψε ο Tepper ήταν και ο Paul Anka. Το κομμάτι “This Is Love” μάλιστα, που κυκλοφόρησε το 1978, σημείωσε αρκετά μεγάλη επιτυχία και σκαρφάλωσε στο Top 100 των Billboard charts. Εκείνη την εποχή και ταυτόχρονα με την δουλειά του στην CAM, παρακολουθούσε και κάποια μαθήματα φωνητικής. Εκεί, μέσω του δασκάλου του, γνωρίζει τον τραγουδιστή Benny Mardones, ο οποίος θαύμασε τις συνθέσεις του νεαρού Tepper και του ζήτησε να συνεργαστούν λίγο αργότερα, έχοντας ήδη υπογράψει με την Polygram. Ο Tepper δέχεται την πρόταση παίζοντας μπάσο, κιθάρα, κάνοντας δεύτερα φωνητικά και συμμετέχοντας σε μεγάλο μέρος της σύνθεσης. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε την ίδια χρονιά με την μπαλάντα “Into The Night” (από το album “Never Run, Never Hide”), που έγραψε από κοινού με τον Mardones και που σκαρφάλωσε στις πρώτες θέσεις του αμερικανικού Top 10, χαρίζοντάς τους ένα βραβείο Grammy την ίδια χρονιά. Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν το μοναδικό που κατάφερε να καταταχθεί στις κορυφαίες θέσεις του Billboard Hot 100 δύο φορές: το 1980 που πρωτοκυκλοφόρησε, αλλά και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το 1989! Την επόμενη χρονιά, ο Benny Mardones κυκλοφορεί το “Too Much To Lose”, ένα album στο οποίο ο Tepper συμμετείχε στην σύνθεση των 6 εκ των 8 κομματιών του δίσκου, εκτελώντας επιπλέον και χρέη μπασίστα και background τραγουδιστή. Δυστυχώς το album δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Η συνεργασία του με τον Mardones κράτησε περίπου 4 χρόνια. Ήταν τότε που ο Tepper αισθάνθηκε έντονα την ανάγκη να γίνει γνωστός όχι μόνο ως συνθέτης, αλλά ερμηνεύοντας ο ίδιος τα δικά του τραγούδια. Εξάλλου, συγκέντρωνε όλα τα απαραίτητα προσόντα που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στην επιτυχία: μουσικές γνώσεις, σπουδαία φωνή αλλά και μια καλή εξωτερική εμφάνιση. Η Νέα Υόρκη όμως δεν είχε τίποτα να προσφέρει στον φιλόδοξο καλλιτέχνη από πλευράς ευκαιριών και έτσι, το 1985 μετακομίζει στο Los Angeles όπου γνωρίζει τον παραγωγό Richie Wise, που του υπογράφει συμβόλαιο με την Scotti Bros Records. Το μεγάλο βήμα είχε γίνει. Το 1986 και με παραγωγό τον Joe Chiccarelli, κυκλοφορεί το πρώτο του album "No Easy Way Out", με το ομότιτλο τραγούδι αλλά και το “Angel Of The City” να ξεχωρίζουν από την αρχή. Ο ήχος του δίσκου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μελωδικό rock - A.O.R. αλλά με μια πρωτόγνωρη -για τα τότε δεδομένα- ηλεκτρονική / progressive χροιά, που το κοινό έδειχνε να λατρεύει. Ήταν τότε που ο γνωστός ηθοποιός Sylvester Stallone γοητεύθηκε από το κομμάτι “No Easy Way Out” και αποφάσισε να το συμπεριλάβει στο soundtrack της ταινίας “Rocky IV” λίγο αργότερα.Η επιτυχία του κομματιού ήταν τέτοια, που επανακυκλοφόρησε σε μορφή single σκαρφαλώνοντας στην 22η θέση του Billboard's Hot 100 την ίδια χρονιά και έφερε -όπως ήταν επόμενο- τον Tepper στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τόσο του κόσμου όσο και των ανθρώπων του χώρου. Το ενδιαφέρον για το “No Easy Way Out” εκδηλώθηκε και αργότερα, όταν διάφορες ευρωπαϊκές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης και της Ministry of Sound, κυκλοφόρησαν κάποιες dance version του κομματιού. Επιπλέον, οι Ουαλοί χεβιμεταλλάδες Bullet For My Valentine ηχογράφησαν και συμπεριέλαβαν το εν λόγω κομμάτι ως bonus track στο album τους “Scream Aim Fire”, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2008. Η άλλη μεγάλη επιτυχία του δίσκου, “Angel Of The City”, αποτέλεσε μέρος του soundtrack μιας άλλης ταινίας του Stallone με τον τίτλο “Cobra”. Το 1987, ο Tepper συμμετείχε και σε ένα ακόμη soundtrack με το κομμάτι “Restless World” για την ταινία “Lady Beware” (1987) με πρωταγωνίστρια την Diane Lane. Το κομμάτι γράφτηκε από κοινού με τον Guy Marshall και ερμηνεύτηκε από τον ίδιο τον Tepper. Την ίδια περίοδο που τα κομμάτια του πρώτου album του είχαν ήδη γίνει επιτυχίες παγκοσμίως, ο Tepper δούλευε παράλληλα ως σερβιτόρος σε εστιατόριο της Νέας Υόρκης προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τα μαλλιά του ήταν αρκετά μακριά και αναγκαζόταν να τα μαζεύει σε αλογοουρά, όπως απαιτούσε η δουλειά. Πού και πού τον αναγνώριζαν κάποιοι πελάτες, αλλά ο Tepper δεν είχε πρόβλημα να τσαλακώσει την εικόνα του rock star. Εξάλλου, είχε κάνει και πολλές άλλες δουλειές (όπως οδηγός λιμουζίνας κ.ά.) όπως ο ίδιος έχει δηλώσει. Δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου του, και συγκεκριμένα μέσα στο 1988, κυκλοφορεί και το δεύτερο album του καλλιτέχνη με τον τίτλο “Modern Madness” και με τον ίδιο παραγωγό. Εδώ ο Tepper κάνει έναν σαφώς πιο pop δίσκο, διατηρώντας όμως τα rock στοιχεία, κυρίως στα φωνητικά. Το album αυτό συγκαταλέγεται αναμφίβολα στις λιγότερο πετυχημένες δουλειές του καλλιτέχνη. Ο ίδιος έχει δηλώσει για το “Modern Madness”: “Η συγκεκριμένη περίοδος δεν ήταν και η καλύτερη της ζωής μου. Ακούγοντας τα κομμάτια, θα νόμιζε κανείς ότι στριγκλίζω παρά ότι τραγουδάω. Δεν ήμουν σε καλή πνευματική κατάσταση εκείνη την εποχή. Περνούσα ένα διαζύγιο, είχα και τεράστια πίεση από την εταιρεία μου και όλη η απογοήτευση είναι έκδηλη στον ήχο. Η όλη δουλειά είναι πειραματική. Η εταιρεία προσπάθησε να κάνει κάτι καινούριο που απλά δεν τους βγήκε…” Δυστυχώς, το promotion της εταιρείας και για αυτό το album (όπως και για το προηγούμενο) ήταν ελάχιστο και κανένα από τα κομμάτια δεν κατόρθωσε να ανέβει στα top charts της εποχής. Μετά την κυκλοφορία και του δεύτερου album, ο Tepper είχε παγιδευτεί σε ένα συμβόλαιο που ουσιαστικά δεν του προσέφερε τίποτα, μην μπορώντας να κάνει κάτι ώστε να ξεφύγει από αυτή την αδρανή κατάσταση, που κράτησε αρκετά χρόνια. Χωρίς να μπορεί να ηχογραφήσει κάποιο solo album, ο Tepper συνέχισε να γράφει μουσική, ενώ συμμετείχε και σε μια blues μπάντα στην California και πηγαινοερχόταν στο Nashville για δουλειές. Επιπλέον συμμετείχε στο reunion της κλασσικής hard rock μπάντας, Iron Butterfly με τους οποίους περιόδευσαν στην Αμερική και αργότερα ξεκίνησαν να ηχογραφούν ένα album, με τον Tepper να βρίσκεται πίσω από τη σύνθεση σχεδόν όλων των κομματιών. Όταν ο Tepper επιτέλους αποδεσμεύθηκε από τη συμφωνία του με τη Scotti Bros και ήταν ελεύθερος να ηχογραφήσει πλέον ως solo καλλιτέχνης ξανά, του προσφέρθηκε η ευκαιρία από την εταιρεία των Iron Butterfly να ηχογραφήσει ένα νέο solo album και η ιδέα της δημιουργικότητας άρχισε να πλημμυρίζει με ελπίδα τον -για χρόνια ανενεργό- Tepper. Ωστόσο, πριν προλάβει να κυκλοφορήσει κάποιο νέο album από τους Iron Butterfly ή το τρίτο solo album του Tepper, η συμφωνία διαλύθηκε και ο τραγουδιστής έμεινε και πάλι εκτός. Μετά από αρκετά χρόνια πικρίας και προσμονής και αφού έγραψε πολλά κομμάτια, ο Tepper ένιωσε και πάλι δυνατός να αναλάβει δράση και αποφάσισε να προχωρήσει στην κυκλοφορία μιας νέας δουλειάς. Το 1996, βγαίνει επιτέλους στην αγορά το τρίτο solo album του Robert Tepper, με τον τίτλο “No Rest For The Wounded Heart”, μέσω της γερμανικής MTM records. Εδώ συναντάμε μια συλλογή διαφόρων κομματιών τα οποία ο Tepper ετοίμαζε τα τελευταία 4-5 χρόνια για διάφορα project και τα οποία δεν είχε κατορθώσει να κυκλοφορήσει έως εκείνη τη στιγμή. Ο ήχος του συγκεκριμένου δίσκου είναι αισθητά πιο σκληρός από αυτόν του προηγούμενου, η παραγωγή είναι πολύ πιο απλή, απαλλαγμένη εντελώς από τα μοντέρνα - ηλεκτρονικά στοιχεία των δυο προηγούμενων δίσκων και ο Tepper δηλώνει απόλυτα ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, χαρακτηρίζοντας το album από τα πιο ολοκληρωμένα και ποιοτικά της καριέρας του. Να σημειωθεί ότι η δουλειά αυτή κυκλοφόρησε αποκλειστικά και μόνο στην Ευρώπη. Το 1997, και ενώ ο Tepper ετοιμαζόταν για την επόμενη δισκογραφική του δουλειά, η MTM δεν φαινόταν να έχει στα άμεσα σχέδιά της να κυκλοφορήσει το νέο υλικό. Εκπρόσωποι τύπου της εταιρείας δήλωναν τότε: “Δεν υπάρχει πιθανότητα ο Robert Tepper να κυκλοφορήσει κάποιο άλλο rock album. Ο Robert ασχολείται περισσότερο με ακουστική και country μουσική αυτή την περίοδο και την τελευταία φορά που επικοινωνήσαμε μαζί του δεν έδειχνε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον να κάνει κάτι πιο rock…” Τα τελευταία χρόνια ο Tepper έχει παραμείνει στον χώρο της μουσικής συνθέτοντας κομμάτια και συμμετέχοντας σε δουλειές άλλων καλλιτεχνών. Συγκεκριμένα, έχει γράψει μουσική για τους: Pat Benatar (1985), James Christian (1994), Danny Tate (1997), Freebo (1999), Grady Nations (1999), αλλά έχει δανείσει και τη φωνή του σε δίσκους των: Russell Morris (1991), Windows (1996), Chris Korblein (2001) κ.ά. Το 2003 συμμετείχε σε ένα solo project μαζί με τον Steven Bliss, με το όνομα “The Tumbleweeds”. Στο album τους με τον τίτλο “Some Days Are Better Than Others” ο Tepper έκανε όλα τα φωνητικά, ενώ συμμετείχε και στη σύνθεση και την παραγωγή. Επιπλέον, έχει γράψει μουσική για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ενώ έχει συνεργαστεί και για την μουσική επένδυση ενός musical. Διατηρεί μάλιστα δικό του studio στο Valley Village, στην California, με το όνομα "Addison Sound". Το 2009 η Sony Music Entertain κυκλοφόρησε τα δυο πρώτα album του καλλιτέχνη σε ψηφιακή μορφή (cd). Φήμες θέλουν μέσα στο 2011 να κυκλοφορεί το τέταρτο solo album του καλλιτέχνη. Ωστόσο, οι θαυμαστές του καλύτερα να μην περιμένουν κάτι ανάλογο του “No Easy Way Out”, καθώς ο Tepper έχει ξεφύγει κατά πολύ από τον δυναμικό ήχο που χαρακτήριζε το rock των 80’s, ακολουθώντας μια πιο ήρεμη - ακουστική πορεία, με μια ελαφρά μόνο ηλεκτρική χροιά. Γνωρίζατε ότι: - Στο τραγούδι “When You Dream of Love” από το album “Modern Madness”, τα δεύτερα φωνητικά κάνει η -τότε άγνωστη ακόμα- Tori Amos, η μετέπειτα σύζυγος του Robert Tepper. Τους είχε συστήσει ο τότε παραγωγός του καλλιτέχνη, Joe Chiccarelli. Ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ και διαλύθηκε λίγο αργότερα. - Ο Robert Tepper έχει δυο γιούς, τον Max και τον Julian Tepper, οι οποίοι δημιούργησαν μια μπάντα με το όνομα “The Natural History”, μέσα στο 2000. Με τον Max στην κιθάρα και τα φωνητικά και τον Julian στο μπάσο, η μπάντα κυκλοφόρησε 3 studio albums και διαλύθηκε λίγα χρόνια αργότερα.
Λίλιαν Καραχρήστου |
Τρίτη 19 Ιουλίου 2011
No Easy Way Out...& o ROBERT TEPPER
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.