Σαν να είναι βγαλμένοι από τη δεκαετία του ‘80 οι Seargent Steel χτυπάνε με ένα πολύ καλό δίσκο που βάφτισαν “Lovers & Maniacs”. Ο ήχος πολύ οικείος, κοντά στα χνάρια των KISS και των παρεμφερή συγκροτημάτων που στιγμάτισαν με τη μουσική τους (άλλοτε glam, sleeze και πότε ευθύ heavy metal) τις δεκαετίες που μας πέρασαν. Παραγωγή δυναμίτης παλιού τύπου μεν, με τα σύγχρονα μέσα δε. Οι κιθάρες κάνουν πάρτι και τα πλήκτρα χρωματίζουν όσο ακριβώς χρειάζονται τα κομμάτια. Μπαίνουν δυναμικά στη μουσική μας παρέα, με τραγούδια σαν τα “Hammer Of Love”, τις μπαλάντες “Still In Love” και “Miss U Tonite”, το “High On Life”, όπου ακούγοντάς τα φαντάζουν κλασσικά και σου δείχνουν ότι ήρθαν για να μείνουν. Το αλά Judas Priest “Taking The World By Storm” κάνει αισθητή την παρουσία του και δεν περνάει και αυτό απαρατήρητο, προσθέτοντας ένα ακόμα συν στο άλμπουμ. Όμορφες ενορχηστρώσεις, καταπληκτικά φωνητικά και δουλεμένες συνθέσεις. Όλα αυτά, σαφώς, θα σας παραπέμπουν σε μπάντα με ανάλογες εμπειρίες, φτασμένοι και στον όγδοο, ένατο δίσκο τους πχ. Και όμως η ωριμότητα που δείχνουν μέσα από αυτό το υλικό, πρόκειται για το ντεμπούτο τους και μας συστήνονται αξιοπρεπέστατα. Ας τους δώσουμε και εμείς μια ευκαιρία να μας δείξουν που μπορούν να φτάσουν. Γιώργος Βαλιμίτης |
Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011
SEARGENT STEEL: “Lovers & Maniacs”
Κυριακή 28 Αυγούστου 2011
LOVERBOY:"The Kid is Hot Tonight"
Στη χώρα τους συνεχίζουν να παραμένουν διάσημοι, στην Ευρώπη όμως τους έχουν “ξεχάσει” εδώ και πολλά χρόνια. Τα πρώτα τους άλμπουμ έχουν γίνει πολυπλατινένια και η πανέμορφη φωνή του τραγουδιστή Mike Reno (πρώην Moxy) μαζί με την κιθάρα του Paul Dean (Streetheart) αλλά και την αρμονική συνύπαρξη με το σπουδαίο συνθετικό ταλέντο, του κιμπορντίστα Doug Johnson έδωσαν το δικό τους στίγμα στους Loverboy. Ο ομώνυμος παρθενικός τους δίσκος κυκλοφόρησε το 1980 σε παραγωγή του Bruce Fairbairn και πήγε απίστευτα στις πωλήσεις (δύο φορές πλατινένιος στις ΗΠΑ και πέντε στο Καναδά) ενώ μουσικά συνδύαζε το τυπικό αμερικάνικο μελωδικό ροκ με το funk και το new wave.
Έβγαλε δύο καταπληκτικά τραγούδια το κλασικό "Turn me Loose" και το "The Kid is Hot Tonight" ενώ παράλληλα κατάφεραν με την «καλημέρα» να γίνουν διάσημοι, να πωλούν εκατομμύρια άλμπουμ και κάνουν sold out συναυλίες. Η πετυχημένη φόρμουλα συνεχίστηκε και στα δύο επόμενα άλμπουμ…
Αρχικά με το "Get Lucky" (1981) όπου ανέβηκε ως το Νο 7 του αμερικάνικου τσαρτ και πούλησε πάνω από τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα. Τραγούδια που ξεχώρισαν ήταν τα υπέροχα "Working for the Weekend", "When It's Over", "Lucky Ones", "Gangs In the Street" και "Take Me to the Top" ενώ εντυπωσίασε και το προκλητικό εξώφυλλο του δίσκου για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Το "Get Lucky" επανακυκλοφόρησε το 2006 με τέσσερα bonus tracks. Στη συνέχεια το 1983 κυκλοφόρησε το εξαιρετικό “Keep it Up” ακολουθώντας την ίδια πετυχημένη συνταγή των εμπορικών μελωδιών συνδυασμένη με αρκετό rock δυναμισμό αλλά και την εξαίσια φωνή του Mike Reno να απογειώνει τις θαυμάσιες συνθέσεις ("Hot Girls in Love", "Strike Zone", "It's Never Easy","Chance of a Lifetime" και "Queen of the Broken Hearts"). Στο "Keep it Up" φάνηκαν και κάποιες μικρές progressive επιρροές λόγω των πολλών keyboards που κυριαρχούσαν στο δίσκο και το "Hot Girls In Love" έκανε την σχετική επιτυχία στα τσαρτς. Εν τω μεταξύ ο Mike Reno τραγουδά εκείνη την περίοδο ντουέτο με την Ann Wilson από τις Heart το τρυφερό "Almost Paradise" από την ταινία Footloose ενώ το γκρουπ συμμετέχει λίγα χρόνια αργότερα με το τραγούδι "Heaven in Your Eyes" στη πασίγνωστη ταινία Top Gun. Επίσης άλλη μία σημαντική στιγμή για το γκρουπ είναι το δικό τους κομμάτι “Nothings Gonna Stop You Now” που περιλαμβάνετε στο άλμπουμ-συλλογή για την μουσική των Ολυμπιακών Αγώνων του 1984 στο Λος Άντζελες καθώς και η συμμετοχή τους στο soundtrack της ταινίας “Metropolis” με το κομμάτι "Destruction".
Το 1985 έρχεται το πιο “hard rock” άλμπουμ τους, "Lovin Every Minute Of It" (έγινε δύο φορές πλατινένιο στην Αμερική) με νέο παραγωγό τον Tom Allom (Black Sabbath, Judas Priest, Kix, Def Leppard, Y&T)και στο τραγούδι "Dangerous" συμμετέχουν o Bryan Adams και ο Jim Vallance για να βοηθήσουν εμπορικά το άλμπουμ κάτι που όμως δεν το πέτυχαν στο βαθμό που επιθυμούσε η μπάντα και οι πωλήσεις έπεσαν σταδιακά. ‘Άλλη μία σημαντική λεπτομέρεια για το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ότι στο πασίγνωστο ομότιτλο τραγούδι, στη σύνθεση συναντάμε τον κορυφαίο βρετανό παραγωγό Robert John Lange και τον κιμπορντίστα Jonathan Chain(Journey).
Aναζητώντας λοιπόν οι LOVERBOY την μεγάλη εμπορική επιτυχία των πρώτων δίσκων ξαναφέρνουν στην παραγωγή τον Bruce Fairbairn (μηχανικός ήχου είναι ο Bob Rock) και κυκλοφορούν το 1987, το πέμπτο άλμπουμ τους "Wildside" με τους κριτικούς να είναι διχασμένους και το “Wildside” να είναι ο πρώτος δίσκος στην ιστορία του συγκροτήματος που δεν γίνεται πλατινένιος. Το τραγούδι που γνωρίζει επιτυχία είναι το "Notoriοus" και στην σύνθεση του κομματιού υπάρχει μια μεγάλη έκπληξη αφού συμμετέχουν ο Bon Jovi και ο R.Sambora! Η περιοδεία που ακολουθεί πάει σχετικά καλά στην Αμερική κάτι που δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Ευρώπη με συνέπεια οι φήμες για διάλυση του γκρουπ να φουντώνουν κάτι που δυστυχώς συμβαίνει την επόμενη χρονιά.
Επίσης στο άλμπουμ αυτό υπάρχει και ένα μικρό διαμάντι της AOR μουσικής το ανεπανάληπτο "Love Will Rise Again".
Οι Καναδοί επανέρχονται το 1992 με την προδρομή του Bon Jovi και άλλων φίλων (Foreigner, Reo Speedwagon, Night Ranger) όπου περιόδευσαν μαζί και το 1997 κυκλοφορούν το έκτο άλμπουμ τους που φέρει τον τίτλο “Six” και το οποίο είναι αρκετά μέτριο και χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση.
Νωρίτερα ο κιθαρίστας Paul Dean το 1989 κυκλοφόρησε την πρώτη του προσωπική δουλειά με τίτλο "Hardcore" (έχει κυκλοφορήσει άλλα δύο άλμπουμ) που περιλαμβάνει την φοβερή σύνθεση των Desmond Child/Paul Stanley/Bruce Kulick, το περίφημο "Sword and Stone" που διασκεύασαν μετέπειτα και οι Γερμανοί BONFIRE ενώ ο M.Reno παρέα με τον ντράμερ Matt Frenette δημιούργησαν τους εξαιρετικούς JUST IF I.
Βέβαια οι LOVERBOY δεν πτοήθηκαν από την εμπορική αποτυχία του δίσκου και συνέχισαν ακάθεκτοι τις συναυλίες και τις ζωντανές εμφανίσεις και το 2001 έβγαλαν στην αγορά το εξαιρετικό "Live, Loud and Loose" αφιερωμένο στη μνήμη του original μπασίστα των LOVERBOY, τον Scott Smith (πέθανε το Νοέμβριο του 2000).
Στη συνέχεια το 2007 το γκρουπ έκανε την ευχάριστη έκπληξη και παρά τα χρονάκια του έβγαλε ένα σπουδαίο δίσκο με τίτλο "Just Getting Started" (εκπληκτικό το κομμάτι "Alive", είναι bonus track) που ψηφίστηκε από τους κριτικούς ως το καλύτερος άλμπουμ της χρονιάς κι νομίζουμε ότι έχουν απόλυτο δίκαιο.
Οι LOVERBOY ευτυχώς υπάρχουν ακόμα και σήμερα και περιοδεύουν κυρίως στην Β. Αμερική όπου εκεί επιμένουν να τους λατρεύουν και να αναγνωρίζουν την μεγάλη τους αξία.
Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011
Jani Lane tribute
Ο Jani Lane, η φωνή και η ψυχή των Warrant, γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1964, στην πόλη Akron του Ohio των Ηνωμένων Πολιτειών. Το πραγματικό του όνομα ήταν John Kennedy Oswald, προς τιμήν του προσφάτως -τότε- αδικοχαμένου αμερικανού προέδρου, John F. Kennedy (τραγική ειρωνεία: και οι δύο “έφυγαν” στην ίδια περίπου ηλικία). Εντελώς συμπτωματικά, το όνομά του συνδύαζε εκτός από το όνομα του προέδρου, και το όνομα του δολοφόνου του J.F.K. (Lee Harvey Oswald). Αργότερα, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Lane, οι γονείς του άλλαξαν το όνομά του σε John Patrick Oswald. Ο John ήταν ο μικρότερος από τα 5 παιδιά του Robert και της Eileen Oswald. Είχε άλλες 3 αδελφές και έναν αδελφό 13 χρόνια μεγαλύτερο, τον Eric Oswald, ο οποίος ήταν σπουδαίος κιθαρίστας και το βιογραφικό του περιλάμβανε συνεργασίες με γνωστά ονόματα, όπως τον Joe Walsh. Από τον αδελφό του, o μικρός John “κόλλησε” το μικρόβιο της rock μουσικής. Από πολύ νωρίς μυήθηκε σε ακούσματα όπως αυτά των Beatles και, στην τρυφερή ηλικία των 6 μόλις ετών, έμαθε να παίζει drums. Μέχρι και τα 11 του εμφανιζόταν ως drummer- παιδί- “θαύμα” δίπλα στον Eric, σε διάφορα club της περιοχής, υπό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο "Mitch Dynamite", ενώ μέχρι τα 15 τζάμαρε με τους Cyren, την πρώτη του μπάντα. Στο Γυμνάσιο, αποδείχθηκε ότι έχει μεγάλη έφεση και στον αθλητισμό, έχοντας κερδίσει πολλές διακρίσεις στις διάφορες ομάδες που συμμετείχε. Παρόλα αυτά, η μουσική ήταν αυτή που τον είχε κερδίσει προ πολλού, αφού εκτός από drums, ήξερε επίσης να παίζει πολύ καλή κιθάρα και πιάνο και πρωταγωνιστούσε σε διάφορες σχολικές μουσικο-θεατρικές παραστάσεις. Μετά την αποφοίτησή του, το 1982, ζητά τη συμβουλή του πατέρα του, "Ozzie", όπως τον αποκαλούσε (το ίδιο παρατσούκλι είχε και ο ίδιος ως παιδί), ο οποίος του συνέστησε να πάει στο κολλέγιο και να πάρει πτυχίο. Λογικό, για έναν μορφωμένο συγγραφέα, όπως ήταν ο Robert Oswald, να θέλει το παιδί του να σπουδάσει. Μετά από έναν μεγάλο καβγά, και αποφασισμένος να κυνηγήσει το μεγάλο του όνειρο, ο νεαρός Lane απορρίπτει την υποτροφία στις μουσικο-θεατρικές σπουδές και μετακομίζει στη Florida, όπου παίζει drums και τραγουδάει για τους Dorian Gray, μια cover μπάντα, με τους οποίους περιόδευσε επί 3 χρόνια. Σύντομα ο Lane κατάλαβε ότι αυτό που πραγματικά επιθυμούσε ήταν να βγει μπροστά τραγουδώντας τις δικές του συνθέσεις, και όχι απλά να παίζει “κρυμμένος” πίσω από ένα drum kit. Μη χάνοντας καιρό, ξεκινά μαθήματα φωνητικής και μαζί με τον καλό του φίλο, Steven Chamberlin “Sweet”, ξεκινούν με προορισμό το Hollywood, την πόλη των μεγάλων ευκαιριών και των εκπληρωμένων ονείρων. Για τα πρώτα έξοδα, αναγκάζεται να πουλήσει τα drums του. Στο L.A., ιδρύει τους Plain Jane, με τους οποίους ανοίγουν συναυλίες για μπάντες όπως οι Guns N' Roses. Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο Lane υιοθετεί το καλλιτεχνικό όνομα “Jani Lane”, εμπνευσμένο από τον τρόπο που πρόφεραν οι Γερμανοί παππούδες του το Johnny (ως “Jani”). Την ίδια περίοδο, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην, ο Lane αναζητά εργασία σε μια αποθήκη πορνογραφικών εμπορευμάτων. Οι Plain Jane δεν κατάφεραν να κλείσουν κάποια ενδιαφέρουσα επαγγελματική συμφωνία και πάνω που ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν και να γυρίσουν πίσω στη Florida, μια μπάντα ονόματι Warrant τους προσεγγίζει. Ο Lane θυμάται χαρακτηριστικά: “Βρήκαμε ένα σημείωμα στην πόρτα που έγραφε: “Είμαστε τα παιδιά από τους Warrant. Ο τραγουδιστής και ο drummer μας μόλις αποχώρησαν. Εάν μπορείτε να γράψετε κομμάτια, ελάτε στο studio και θα δούμε τι θα γίνει…” Ο Steve κι εγώ πήγαμε και τους παίξαμε τα “Down Boys”, “Heaven” και “DRFSR”. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία…” Κάπως έτσι σχηματίστηκαν οι Warrant, με την μορφή που τους μάθαμε. Στην αρχή ήταν δύσκολο να κλείσουν δισκογραφική συμφωνία. Στον δρόμο τους όμως βρέθηκε η manager, Jamie S., η οποία τους βοήθησε σημαντικά, χρηματοδοτώντας τα πρώτα demo τους και συστήνοντάς τους σε ανθρώπους του χώρου. Αμέσως προσήλκυσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων της A&M records, οι οποίοι συμπεριέλαβαν ένα από τα demo τους στο soundtrack της ταινίας “Bill& Ted’s Excellent Adventure” (1989). Τότε γνωρίζουν και τον manager Tom Hullet (Beach Boys, Led Zeppelin, Elvis Presley, etc.) που τους κανονίζει συμβόλαιο με την Columbia Records ένα μήνα αργότερα. Ο Hullet έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Lane. Για αυτόν υπήρξε φίλος, σύμβουλος και πνευματικός καθοδηγητής, μια δεύτερη πατρική φιγούρα στη ζωή του. Ο χαμός του το 1993, του στοίχισε πολύ. Το ντεμπούτο των Warrant πραγματοποιείται με το album “Dirty Rotten Filthy Stinking Rich”, που κυκλοφορεί την ημέρα των γενεθλίων του Lane, το 1989, και από το οποίο προκύπτουν 3 επιτυχημένα single: τα “Heaven”, “Down Boys” και “Sometimes She Cries”, όλα συνθέσεις του Lane. Σημειωτέον ότι το “Heaven” το είχε γράψει ο τραγουδιστής για τον πατέρα του, το 1982, όταν είχε κινδυνεύσει η ζωή του μετά από δυο σοβαρά εγκεφαλικά επεισόδια. Το καλοκαίρι του 1990 οι Warrant ξαναμπαίνουν στο studio για την ηχογράφηση του επερχόμενου νέου δίσκου τους. Μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, ο διευθυντής της Columbia ζητά από τον Lane ένα επιπλέον κομμάτι, και συγκεκριμένα κάτι αντίστοιχο του “Love In An Elevator”, των αγαπημένων του Aerosmith. Φτάνουν μόνο ελάχιστα λεπτά, και ο Lane γράφει το “Cherry Pie”, τη μεγαλύτερη επιτυχία των Warrant και το κομμάτι που οδήγησε την μπάντα στην απόλυτη δόξα. Η… “κερασόπιτα” γράφτηκε πάνω σε ένα κουτί πίτσας, το οποίο αποτελεί και έκθεμα στο Hard Rock Café της Florida. Το ομώνυμο album έγινε τελικά 3 φορές πλατινένιο, και οι Warrant αναδείχθηκαν στους απόλυτους rock superstars. Παραδόξως, ο Lane φαίνεται ότι είχε ανάμεικτα συναισθήματα όσον αφορά το “Cherry Pie”. Από τη μία ήταν ευγνώμων για την τεράστια επιτυχία, αλλά από την άλλη μετάνιωνε που τελικά οι Warrant κατέληξαν να είναι γνωστοί από ένα κομμάτι που γράφτηκε κυριολεκτικά στο πόδι, ενώ είχαν τόση ποιότητα να προσφέρουν. Σε ντοκιμαντέρ του VH1, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: “Θα μπορούσα να αυτοπυροβοληθώ που έγραψα αυτό το κομμάτι”. Πράγματι, πολλοί έχουν στο μυαλό τους τον Lane ως “τον τύπο από το Cherry Pie” και τους Warrant ως την μπάντα της μιας επιτυχίας. Αυτό ήταν που και ο ίδιος μισούσε. Στην πραγματικότητα, και για όσους το έχουν ψάξει λίγο παραπάνω, τα κομμάτια των Warrant είναι από τα λίγα ποιοτικά του λεγόμενου 80’s hair-metal, τόσο από στιχουργικής, όσο και από μουσικής άποψης. Στα γυρίσματα του video-clip για το “Cherry Pie”, ο Lane γνωρίζει το μοντέλο Bobbie Brown, με την οποία ερωτεύονται και τελικά παντρεύονται τον Ιούλιο του 1991. Με την ξανθιά σεξοβόμβα ο τραγουδιστής απέκτησε την πρώτη του κόρη, Taylar Jayne Lane, τον Ιανουάριο του 1992. Ο Lane δήλωνε τότε: “Η Bobbie είναι η πιο υπομονετική κοπέλα που έχω γνωρίσει ποτέ. Όλα είναι υπέροχα στη ζωή μου!” Από το δεύτερο album των Warrant, προέκυψαν 2 ακόμα επιτυχημένα single, τα “I Saw Red” και “Uncle Tom's Cabin”. Το 1992 η μπάντα συμμετέχει στο soundtrack της ταινίας “Gladiator” με δυο κομμάτια: το “The Power” και μια εξαιρετική διασκευή του κλασσικού “We Will Rock You”. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το “Dog Eat Dog”, το οποίο γράφτηκε εξ’ ολοκλήρου από τον Lane. Δυστυχώς, η τρίτη δουλειά των Warrant δεν είχε την τύχη των δυο προηγούμενων και κατάφερε απλά να γίνει χρυσή, πουλώντας μόλις 500.000 κόπιες. Το ενδιαφέρον τόσο του κοινού όσο και των εταιρειών εκείνη την εποχή μονοπωλούσε, φυσικά, το νεοσύστατο grunge, κάνοντας τα πράγματα ιδιαίτερα δύσκολα για τους -άλλοτε επιτυχημένους- Warrant. Ειδικότερα ο Lane, φαίνεται ότι διένυε τη δυσκολότερη περίοδο της ζωής του, αφού πρώτα χάνει τον manager του και στενό του φίλο, Tom Hullet, από καρκίνο το 1993, έπειτα χωρίζει από τη γυναίκα του (1994) και το 1995 χάνει και τον πατέρα του. Απογοητευμένος, ο τραγουδιστής εγκαταλείπει το σχήμα τον Μάρτιο του 1993 και κάνει την πρώτη του επιχειρηματική κίνηση ανοίγοντας το δικό του club στη Florida (“Jani Lane’s Sunset Strip”). Ποτέ βέβαια δεν σταμάτησε να γράφει τραγούδια, αφού όπως έχει δηλώσει, αυτό αποτελούσε ανέκαθεν την ψυχοθεραπεία του και τον καλύτερό του φίλο. Το φθινόπωρο του 1994, αποφασίζει να επιστρέψει στους Warrant και μαζί κυκλοφορούν δύο νέα album, το “Ultraphobic” (1995) και το “Belly to Belly” (1996), μέσω της ανεξάρτητης CMC International. Περιττό να αναφέρουμε, βέβαια, ότι και οι δυο δουλειές δεν πήγαν καθόλου καλά, δεδομένης της γενικότερης κατάστασης στα μουσικά δρώμενα στα 90’s... Παρά την αποτυχία, και οι δυο αυτές δουλειές δεν παύουν να αποτελούν ένα ακόμη πειστήριο της συνθετικής δεινότητας του Lane... Το 1996, ο τραγουδιστής κάνει τον δεύτερο γάμο του, αυτή τη φορά με την Rowanne Brewer, πρώην μοντέλο και “Miss Maryland USA”, και αποκτά τη δεύτερη κόρη του, Madison Michelle Lane, το 1997 (ο γάμος τους έληξε το 2004). Την ίδια χρονιά (1997) οι Warrant κυκλοφορούν το “Warrant Live 86-97”, ενώ το 1999 το “Greatest & Latest”. Το 2001, κυκλοφορεί το “Under the Influence”, ένα album με διασκευές που αποτελεί και την τελευταία ηχογράφηση του Lane με τους Warrant. Ο τραγουδιστής αποχωρεί για δεύτερη φορά το 2002, λόγω προσωπικών και επαγγελματικών διαφορών με τους υπόλοιπους. Την ίδια περίοδο, δουλεύει πάνω σε ένα solo project με τον τίτλο “Jabberwocky”, το οποίο όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ επισήμως. Η πρώτη του προσωπική δουλειά κυκλοφορεί τελικά το 2003 με τον τίτλο “Back Down To One”, μέσω της αγγλικής Z Records. Το 2004 αποτέλεσε μια δύσκολη χρονιά για τον τραγουδιστή, αφού χάνει την πολυαγαπημένη του μητέρα. Σε δήλωσή του αργότερα αποκάλυψε: “Δεν έχω ξεπεράσει, ούτε και πρόκειται να ξεπεράσω ποτέ, τον θάνατο της μητέρας μου”. Το 2005, ο Lane συμμετέχει στο reality show του VH1 με τον τίτλο “Celebrity Fit Club 2”, όπου, μαζί με άλλους διάσημους, συναγωνίζονταν στην απώλεια βάρους. Εν τω μεταξύ, οι Warrant κυκλοφορούν το 7ο studio album τους, με τον τίτλο “Born Again”, το 2006, με τον Jaime St. James (ex-Black N' Blue) στα φωνητικά. Το 2008, η μπάντα ενώνει για μια ακόμη φορά τις δυνάμεις της με τον Lane, και με την αρχική αυθεντική σύνθεση, πραγματοποιούν μια σειρά από συναυλίες το καλοκαίρι του 2008. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του ‘08, λίγους μόλις μήνες μετά την επανένωση, ο Lane αποχωρεί για τρίτη και οριστική φορά από το σχήμα. Τη θέση του παίρνει ο Robert Mason, με τον οποίο οι Warrant κυκλοφόρησαν το 8ο σε σειρά album τους, με τον τίτλο “Rockaholic”, τον Μάιο του 2011. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ο Lane δάνεισε τα φωνητικά του σε δουλειές άλλων καλλιτεχνών, συμμετείχε στο super-group Saints of the Underground (με τους οποίους κυκλοφόρησε το album “Love the Sin, Hate the Sinner”, το 2008), ενώ έχει συμμετάσχει και σε ταινίες (το ενδιαφέρον του για την υποκριτική είχε ξεκινήσει από το σχολείο, αλλά και πολύ αργότερα, όταν στις αρχές του ’90 εμφανίστηκε στις ταινίες “Caged Fear” και “High Strung”). Τα τελευταία χρόνια, είχε γίνει γνωστό ότι ο τραγουδιστής αντιμετώπισε αρκετά σοβαρά προβλήματα με τον αλκοολισμό, την κατάθλιψη και τη παχυσαρκία. Το 2009, μάλιστα, είχε συλληφθεί να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ, ενώ το 2010 εξέτισε ποινή 4μηνης φυλάκισης για τον ίδιο λόγο. Σε μια ειλικρινή δήλωση ψυχής, είχε πει τότε: “Οι άνθρωποι έχουν την εκπληκτική ικανότητα να συγχωρούν. Εγώ πρέπει να αρχίσω με το να συγχωρήσω τον εαυτό μου”. Στις 13 Μαρτίου του 2010, σε μια τελευταία προσπάθεια να φτιάξει τη ζωή του, ο Lane παντρεύεται για 3η φορά, με τον “έρωτα της ζωής του” (όπως ο ίδιος την έχει αποκαλέσει), Kimberly Nash. Την ίδια χρονιά, περιόδευσε με τους Great White, αντικαθιστώντας τον Jack Russell, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Στις 11 Αυγούστου του 2011, ο κόσμος του rock ‘n roll χάνει έναν από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς του. Ο Jani Lane βρίσκεται νεκρός στο ξενοδοχείο Comfort Inn, στην California. Ήταν μόνο 47 ετών. Πηγές αναφέρουν ότι στο δωμάτιο βρέθηκαν χάπια και ένα μπουκάλι vodka. Οι ειδικοί αποκλείουν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας και πιθανολογούν -κατά λάθος- υπερκατανάλωση ουσιών. Τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων αναμένονται να δώσουν σαφή απάντηση στα ερωτήματα. Ο Jani Lane ήταν ένας χαρισματικός καλλιτέχνης, ο οποίος, με τις εμπνευσμένες δημιουργίες του, κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων. Σαν άνθρωπος, υπερευαίσθητος και εύθραυστος –όπως όλοι οι καλλιτέχνες-, ζούσε καθημερινά παλεύοντας με τους δαίμονές του και τελικά νικήθηκε από τα ίδια του τα πάθη. Είναι πραγματικά θλιβερό αν σκεφτεί κανείς ότι ο άνθρωπος αυτός, που αγαπήθηκε από τόσο πολύ κόσμο, πέρασε το τελευταίο του βράδυ με χάπια και αλκοόλ, μόνος του σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Για έναν τόσο χαρισματικό άνθρωπο, αυτό το τέλος ήταν πρόωρο, τραγικό και χωρίς νόημα. Ο τρόπος που πέθανε δεν έχει αίγλη, αλλά ούτε αποτελεί και έκπληξη. Ο Jani Lane αποτελεί κομμάτι της ροκ ιστορίας. Ανήκει στους χαρακτήρες εκείνους που ζουν έντονα και πεθαίνουν νέοι (“live hard, die young”, αγγλιστί). Στο τέλος της αυτοβιογραφίας του στο διαδίκτυο, ο Jani είχε γράψει: “...και να ξέρετε ότι κάθε μέρα που είμαστε ζωντανοί είναι και ένα δώρο και είμαι πραγματικά ευγνώμων για όλους εσάς!” (“...and know that everyday above ground is a gift and I’m truly grateful for each and every one of you!”) ...Και εμείς ευχαριστούμε, Mr. Lane, για την υπέροχη μουσική που έντυσε στιγμές της ζωής μας... “...this is life, and sometimes life fails… thought I'd let you know, just before you go…” (Warrant, “Letter To A Friend”). Rest in peace!!... Λίλιαν Καραχρήστου |
Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011
ZENI DANUSSI: “Highspeed Rider”
Ο Zeni Danussi είναι ένας σολίστας της εξάχορδης Θεάς. Τα κομμάτια του είναι όλα ορχρηστρικά και αρέσκεται στο μελωδικό ροκ ήχο, θέτοντας εαυτόν στη κατηγορία των “βιρτουόζων” μουσικών. Το στυλ του είναι πιο κοντά σε αυτό του Uli Jon Roth, χωρίς να τον θυμίζει και χωρίς να αντιγράφει. Το EP "Highspeed Rider" είναι η φυσική συνέχεια του "My Guitar Bleeds" που κυκλοφόρησε πέρυσι, και εμπεριέχει πέντε τραγούδια άλλοτε ψυχεδελικά και φευγάτα, πότε κλασσικότροπα στο ροκ ήχο. Σου μεταδίδει την ενέργεια και τη διάθεση του, διαφέροντας από τους αντίστοιχους σολίστες, χωρίς να φλυαρεί πάνω στη ταστιέρα (όπως άλλοι), παίζοντας κομμάτια με μουσικό νόημα και ουσία. Ακούγονται πολύ ευχάριστα θαρρώ σε οποιαδήποτε κατάσταση βρισκόσαστε, είτε στο αυτοκίνητο, είτε στο σπίτι, ακόμα και σε ροκάδικα θα ήταν μια ωραία παρένθεση να ακούσει κανείς ένα από αυτά τα τραγούδια. Ένα πανέμορφο ταξίδι για όσους θέλουν να χαθούν σε ένα κόσμο αποφυγής εγνοιών μέσα από τη μουσική μας με τις κιθάρες να έχουν το πρωταγωνιστικό ρόλο και τα πλήκτρα να σιγοντάρουν το τριπάκι αυτό. Γιώργος Βαλιμίτης |
Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011
WILD ROSE: "Half Past Midnight"
Κυριακή 21 Αυγούστου 2011
MSG: “One Night at Budokan”
Από μικρός στα βάσανα ο δεξιοτέχνης γερμανός κιθαρίστας Michael Schenker, αρχικά με τον αδελφό του Rudolf στους περίφημους και άγνωστους τότε, Scorpions και έπειτα στους θρυλικούς UFO όπου κυκλοφόρησε μαζί τους στη δεκαετία του ‘70 ένα σερί εκπληκτικών δίσκων. Όταν λοιπόν τα “έσπασε” με τους UFO και πέρασε για λίγο ξανά από τους Scorpions, παίζοντας τρία κομμάτια στο δίσκο “Lovedrive” και παράλληλα λίγο έλειψε να γίνει μέλος των Aerosmith, αποφάσισε να ξεκινήσει το δικό του μουσικό σχήμα με την βοήθεια της εταιρίας του Chrysalis αλλά και με την σύμπραξη σπουδαίων και έμπειρων μουσικών. Η αρχή της δεκαετίας του 80 τον βρίσκει να ονομάζει την μπάντα του MSG (δηλαδή Michael Schenker Group) και να κυκλοφορεί δύο υπέροχους δίσκους ενώ η πρώτη και μεγάλη επιβράβευση αυτής της νέας προσωπικής του σκληρής προσπάθειας ήρθε με το ιστορικό “One Night at Budokan”, ζωντανά ηχογραφημένο τον Αύγουστο του 1981 στο Τόκυο της Ιαπωνίας. Η πεντάδα αποτελείτο τότε από τους Cozy Powell (Rainbow, Jeff Beck, Bedlam) στα τύμπανα, τον Paul Raymond (UFO) στα πλήκτρα και την κιθάρα, τον σκωτσέζο Chris Glen (The Sensational Alex Harvey Band, Ιan Gillan Band) στο μπάσο και τον Gary Barden στα φωνητικά. Στο “One Night at Budokan” υπάρχουν τραγούδια κυρίως από τους δύο πρώτους δίσκους M. Schenker με τα “Armed and Ready”, “Attack of the Mad Axeman”, “Are You Ready to Rock”, “Cry for the Nations”, “On and On” όχι μόνο να ξεχωρίζουν αλλά να αναδεικνύουν το ταλέντο, την καθαριστική ευστροφία και τα πανέξυπνα μελωδικά σόλο ενός σημαντικού δημιουργού και συνθέτη. Ειδικά τα σόλο και το παίξιμο του στο φοβερό ορχηστρικό “Into the Arena” και στη μελαγχολική σύνθεση του P.Ryamond, “Never Trust a Stranger” αλλά και στο “Lost Horizons” είναι μοναδικά! Παθιασμένο, καθαρόαιμο hard rock με δυνατές μελωδίες και heavy ενορχηστρώσεις ενώ ο Schenker κελαηδάει με τη κιθάρα του κυριολεκτικά δημιουργώντας σχολή στο είδος του. Σε αυτό βοήθησε η ιδιαίτερη ερμηνευτική βραχνάδα του Gary Barden αλλά και η απίστευτη εκτελεστική δεινότητα των υπόλοιπων εξαιρετικών μουσικών. Το μοναδικό κομμάτι που υπάρχει στο “One Night at Budokan” από την εποχή των UFO είναι το κλασσικό “Doctor Doctor” αφού ο γερμανός βιρτουόζος ήθελε να αποδείξει ότι είναι ικανός και μόνος του, να γράφει σπουδαία κομμάτια και ότι δεν είναι εγκλωβισμένος στη προηγούμενη όντως μεγάλη μπάντα του. To album επανακυκλοφόρησε το 2009 με επιπλέον ένα σόλο του μακαρίτη Cozy Powell και το ήρεμο “Tales of Mystery". Τριάντα χρόνια μετά το “One Night at Budokan” ακούγεται ακόμα φλογισμένο, ηλεκτρισμένο, συναρπαστικό. Attack of the Mad Axeman, φίλε Μιχαλάκη… TRACKLIST:
MEΛΗ
Φώτης Μελέτης |
Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011
XORIGIN: “State of the Art”
Το πρώτο από αυτά και κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο είναι η Σκανδιναβική πρόταση που ακούει στο όνομα Xorigin και τη δυναμική δουλειά τους “State of the Art”. Πολύ καλή παραγωγή από τον Daniel Flores (Mind’s Eye, The Murder of My Sweet), με ένα άκουσμα που παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές των Giant, Toto, Foreigner, με δυνατές μελωδίες, εξαιρετικά φωνητικά από το Νορβηγό της παρέας Johannes Stole που κυκλοφόρησε ένα καλό άλμπουμ με την progressive rock μπάντα P:O:B. ενώ ο Σουηδός της παρέας Daniel Palmqvist μετά από μία προσωπική instrumental κυκλοφορία, μερικές session δουλειές και την παρουσία του ως ιδρυτικό μέλος των The Murder Of My Sweet, εδώ παρουσιάζεται με τη μελωδική hard rock πλευρά του οι οποίες μας αρέσουν και οι δύο πάρα πολύ. Η μπάντα αρχικά ονομαζόταν Orange Crush και δημιουργήθηκε στο Los Angeles στα 1999, όταν και τα δύο παλληκάρια σπούδαζαν στο Musicians Institute. Με αυτήν εδώ την παρουσία ελπίζουν να λάβουν θέση στο μελωδικό στερέωμα, κάτι που φαίνεται πολύ πιθανόν. Πολύ ιδιαίτερο το space kind εξώφυλλο του δίσκου. Ξεχώρισα το εναρκτήριο “Can´t Keep Running”, δυναμικό και συναυλιακό και την εξαιρετικά “πλούσια’’ σε ήχο μπαλάντα “Mend My Heart”. Ρίξτε επίσης και μια ματιά στο videoclip του “Can’t Keep Running” για να πάρετε μία γεύση… Ο καλός μου φίλος το είδε και δε βλέπει την ώρα κυκλοφορίας…
Νότης Γκιλλανίδης
FIGHT FOR YOUR DREAMS
Αυτό που με έκανε να αγαπήσω μια μπάντα όπως οι Nightwish για παράδειγμα, είναι πως στο εσώφυλλο ενός δίσκου τους, γραφούν ακριβώς το εξής: “Every dream, is just a journey away”!! Με αυτή τη μαγική φράση προσπαθώ να πορεύομαι στη ζωή μου και πολλές φορές, έχω νιώσει το γλυκό της αποτέλεσμα!
Όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να ονειρευόμαστε και να κυνηγάμε τα πιστεύω μας, είτε αυτά έχουν να κάνουν με την οικονομική μας κατάσταση, είτε με την επαγγελματική μας σταδιοδρομία, είτε σε προσωπικό επίπεδο και έχουμε χρέος.. ναι χρέος να αποφεύγουμε τους δολοφόνους των ονείρων μας, όπως ο διάβολος το λιβάνι!
Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τις φράσεις: “είναι παράτολμο”, “δε θα τα καταφέρεις”, “αυτό είναι μια ουτοπία”, “αυτή την εποχή βρήκες να ρισκάρεις;” (προσέξτε, αυτό λεγόταν πολλά χρόνια πριν τη σημερινή κρίση!!), “όνειρα θερινής νυκτός” κ.τ.λ.
Άνθρωποι που μας ζηλεύουν, άνθρωποι που μας αγαπούν, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι από βαρεμάρα, βάζουμε φραγμούς και σκοτώνουμε τα όνειρα μας καθημερινά! Αναρωτηθήκατε τι θα συνέβαινε αν οι Black Sabbath ή οι Iron Maiden, άκουγαν τα “σκυλιά που γαυγίζουν” και τα παρατούσαν, μιας και πίστευαν πως τίποτα απολύτως δε θα μπορούσε να συμβεί;! Ξέρετε τι θα γινόταν; Θα σας πω εγώ! Τίποτα απολύτως!
Τώρα θα σκέπτεστε γιατί σας τα λέω όλα αυτά! Γιατί πριν λίγες μέρες γνώρισα μέσο του “νέου”, μα κατά πολλούς διαβολικού διαδικτύου, ένα συμφορουμίτη και συνχομπίστα, ο οποίος πέρα από τη λατρεία μας για την υδρόβια ζωή και τα αγαπημένα μας ψαράκια/pet (όχι ρε δε τα τρώμε, τα μεγαλώνουμε. γκρρρ..!), βρεθήκαμε να έχουμε και κοινό μουσικό ενδιαφέρον, κάτι που μας έκανε πέρα από τις συνηθισμένες χομπίστικες συζητήσεις μας, να μιλάμε και για τη μουσική, την οποία και οι δυο μας, ανάγουμε σε τρόπο ζωής!
Ο φίλος λοιπόν, με το avatar name “mikrosaquaristas”, λόγο της μέγιστης λατρείας που έχει για τους Pink Floyd και κατ’ επέκταση για τον Roger Waters, βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να δει Live πρόσφατα το παραπάνω ίνδαλμα του.. με αποτέλεσμα, τα επανωτά σοκ! Μετά το πέρας της “λαχτάρας” και την επάνοδο του στη πραγματικότητα, αποφάσισε ένα και μόνο πράγμα, το οποίο υιοθέτησε ως ένα από τους σκοπούς της ζωής του! Να δει και να ξαναζήσει το ίδιο Live, αλλά αντί για το “The Wall”, να ακούσει τα “The Dark Side Of The Moon”. “Animals” και Wish You Where Here”!!
Με το “άκουσμα” της απαίτησης του ή μάλλον πόθου του, έκανα τη προσπάθεια να του απαντήσω πως αυτό ίσως να μη γίνει ποτέ, αλλά πριν προλάβω να του στείλω αυτή την απάντηση, εκείνος μου αναφέρει πως έχει προβεί στη δημιουργία ενός blog, με σκοπό την συγκέντρωση υπογραφών, ώστε να “αναγκάσουμε” διοργανωτές ή και τον Rogers τον ίδιο, να επιστρέψει στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας ακριβός αυτό! Ένα ακόμη Live, με τα παραπάνω προαναφερθέντα άλμπουμ στο set list του!!
Φυσικά εντυπωσιάστηκα με τη πίστη και τη “τρέλα” που δείχνει αυτός ο συνάνθρωπος μας, ώστε με κάθε τρόπο προσπαθεί να κάνει πραγματικότητα τα πιο τρελά του όνειρα! Μαγκιά; Και βέβαια ναι! Γι’ αυτό και αμέσως έκανα Sign Petition στη διεύθυνση: http://www.petitiononline.com/RogerW/petition.html .
Ακόμη κι αν δεν είστε λάτρεις του εν λόγο καλλιτέχνη/συγκροτήματος, θα ηθελα να σας παρακινήσω ώστε να κάνετε sign in όλοι εσεις, πρώτων για να τιμήσουμε τη κίνηση του metal brother μας και δεύτερον για να θυμίσουμε στους εαυτούς μας, εκείνο που έγραψε ο Tim “Ripper” Owens στους γονείς του, όταν πήρε τη θέση του Halford στους Judas Priest!
“Dreams Come True”!!
Μη το ξεχάσετε ποτέ αυτό..
ΚΑΝΑΚΟΥΣΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ