Οι EZ LIVIN’ είναι το μουσικό παιδί του Hans Ziller, γνωστού ως του βασικού κιθαρίστα και συνθέτη των Bonfire, των Γερμανών που μας άφησαν δύο έξοχα hair metal (με το ένα πόδι στο Α.Ο.R.) άλμπουμ το ’87 και το ’89 και καμιά δεκαριά άλλα από μέτρια ως αδιάφορα μέχρι και σήμερα.
Η πορεία του David Reece είχε κατά περίεργο τρόπο αντίστοιχα εντυπωσιακά σκαμπανεβάσματα. Με χαμηλότονη καριέρα πίσω του, τέλη του ’88 επιλέχθηκε (“απόφαση management” κι αυτή) να εξανθρωπίσει τη φωνή μπροστά από τα riff των Accept, σε μια προσπάθεια να ξεχαστεί (εάν ήταν ποτέ δυνατόν) το μπουλντόγκ Udo και να μπει το γκρουπ στην Αμερικάνικη αγορά, σε μια εποχή που ο κάθε πικραμένος με καλό marketing, μία μπαλάντα και επιμελημένη εφαρμογή καμιάς δεκαριάς φιαλών Vidal Sassoon στο μαλλί έκανε χρυσό δίσκο. Αν ακούσει κανείς απροκατάληπτα το “Eat The Heat” του ‘89 πιθανότατα να καταλήξει στο ότι με την πορεία του ο David Reece αδίκησε τον εαυτό του (και τους Accept). Δεν μπόρεσε - όχι ότι ήταν εύκολο- να γεμίσει τα παπούτσια του Udo, κατέφυγε στα σκληρά για ν’ αντέξει, ήταν κι αυτή η κακότυχη περιοδεία το καλοκαίρι του ‘89 στην Αμερική που πήγε άπατη, αντάλλαξε και κάτι μπουκέτα με τον Baltes (πότε βοηθάει να τα σπάσεις με τον “παλιό” του γκρουπ;), εκδιώχθηκε κι αυτός κακήν κακώς (και οι Accept το διέλυσαν). Έφτιαξε όμως τους Bangalore Choir και κυκλοφόρησε το ’92 ένα πολύ δυνατό άλμπουμ, το “On Target” (’92), γεμάτο από κομμάτια που θα έσβηναν πολλούς Winger/Warrant μια τριετία νωρίτερα. Όμως η τροφοδοτούμενη από τα αδηφάγα κοστούμια των δισκογραφικών Cobainoμάνια έσβησε στα nineties πολλούς και πιο ταλαντούχους κι από τον Reece. Κινήθηκε για πάνω από 15χρόνια below the line, χωρίς να πάψει να εμφανίζεται live, πριν ξαναβάλει το 2009 μπροστά τους Bangalore Choir. Με τα άλμπουμ τους (“Cadence” το ‘10 και “Metaphor” το ‘12 – ακούστε και το σχήμα του Tango Down στο δίσκο του ‘12 “Identity Crisis”) επανήλθε στο προσκήνιο παραπάνω από αξιοπρεπώς, τώρα που (εφ)ευρέθηκε η ταμπέλα “melodic rock” για να διαμοιραστεί το αδιάθετο απόθεμα hard & heavy βετεράνων -ιδίως- στις πεινασμένες για καλά τραγούδια γενιές που δεν πρόλαβαν τα 80s σε πρώτο χρόνο.
Όλο το ιστορικό το θυμηθήκαμε με αφορμή τις πανηγυρικές ανακοινώσεις επιστροφής Ziller/ EZ Livin’ και Reece για τη συνεργασία αυτή. Μαζί τους ο Harry Reischmann, ο ντράμερ των Bonfire, ο Ronnie Parkes (των Tango Down του Reece) στο μπάσο, ο Paul Morris (με θητεία στα νεώτερα σχήματα των Rainbow) στα πλήκτρα και ο Chris Lyne (των Mother Road και Soul Doctor) guest σε κάποιες κιθάρες. Το ενδιαφέρον για το δεύτερο άλμπουμ των EZ Livin’, με τίτλο “Firestorm” μεγάλο.
Και η δήλωση προθέσεων του σχήματος ενθουσιάζει με το “That’s How He Rocks” που ανοίγει το άλμπουμ. Το ανθυποElectric Eye εισαγωγικό ριφ δίνει τη θέση του σε ένα στιβαρό τευτονικό ρυθμό. Ο 55χρονος Ziller βγάζει από μέσα του τον μεταλλά κιθαρίστα που ενθουσιάζει και ο Reece παίζει με κλειστά μάτια, φτάνει ψηλά, ακούγεται άνετος και τον φαντάζεσαι να κυριαρχεί στη σκηνή των club της Ευρώπης στην προαναγγελθείσα περιοδεία.
Όμως η συνέχεια δεν είναι ανάλογη. Τα “White Lightning”, “Fly Away” και “Damage Is Done” ακούγονται τετριμμένα, με ικανοποιητική βέβαια κιθάρα από τον Ziller και την δέουσα υποστήριξη από τον Reece, η φωνή του οποίου βρίσκει το χώρο να δείξει ένα μέρος των ικανοτήτων του (χωρίς το ιδιαίτερο πάθος των Bangalore είναι η αλήθεια). H διασκευή του “Easy Livin'” των Heep, αργή με παχύ ήχο hammond σαν χαλί, στέκεται, αλλά κάπου εκεί έρχεται η ομολογία ότι η όποια έμπνευση εξέπνευσε. Το “Into The Night” πάει να ξυπνήσει λίγο τα αίματα με τον διμπλομποτικό του καλπασμό, αλλά λίγα πράγματα. “Firestorm”; Εντάξει, δεν πάθαμε και εγκαύματα. Και το “hard” εξώφυλλο, λίγο επιτηδευμένο.
Δυστυχώς, η συνεύρεση Ziller/Reece είναι ένα κάποια σκαλιά κατώτερη του αναμενομένου, ιδίως του αναμενομένου από τον Reece. Δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο καλύτερα κομμάτια του lp είναι (α) το δεύτερο κατά σειρά, “Loaded Gun”, που στην πραγματικότητα είναι μια επανεκτέλεση απ’ το πρώτο άλμπουμ των Bangalore Choir 22 χρόνια πίσω (φανερά υποδεέστερη απ’ την πρωτότυπη). Παρά ταύτα, με τα πλήκτρα και το εξωστεφές ρεφρέν του γέρνει τη ζυγαριά προς το “αμερικάνικο-good times roll-φέρτε πίσω το ‘87” κλίμα και προσωρινά σε ξεγελά ότι μπορείς να έχεις κάποιες προσδοκίες από το άλμπουμ και (β) το “Too Late”, μια μεταλλικότερη επανεκτέλεση του “Too Late For Paradise” του πρώτου άλμπουμ των EZ Livin’ από το ’91 (χωρίς τα πολλά δεύτερα φωνητικά).
To επίπεδο στο οποίο κινείται το “Firestorm”, χωρίς να είναι απογοητευτικό (για τους “melodic rockers” ο ήχος αυτός είναι ένα καλοδεχούμενο στάνταρ [“meat & potatoes”, όπως λέγεται]), θυμίζει έντονα για ποιό λόγο οι Bonfire, μετά τα “Fireworks” (’87) και “Point Blank” (’89) δεν τα κατάφεραν. Ενώ η εκτελεστική τους ικανότητα είναι σχεδόν πρώτης γραμμής, τα κομμάτια δεν έχουν κάτι εξαιρετικό ώστε να ξεχωρίσουν. Όταν τους ανέλαβαν παραγωγοί - ονόματα (βλ. Michael Wagener) και κατά παραγγελίαν (“εξωτερικοί”) συνθέτες (λ.χ. Jack Ponti στο “Hard On Me”, Desmond Child στο “The Price Of Loving You” και τα δύο από το Point Blank του ’89), το φινίρισμα ήταν κοντά στο πρωτοκλασάτο. Χωρίς την δεξιοτεχνία τέτοιων ονομάτων, το αποτέλεσμα διαθέτει βέβαια κάποιο στάνταρ ποιότητας αλλά κατά βάση είναι η πεζή τραγουδοποιΐα των περισσότερων Γερμανικών hard rock σχημάτων (όσοι θυμούνται ονόματα όπως οι Axxis, Steeler, Bonfire, Victory, Sinner, Paganini πιάνουν το νόημα), με λίγες εξάρσεις, που δεν είναι αρκετές. Δεν είναι όλοι Scorpions της περιόδου ‘82-‘84.
H επερχόμενη περιοδεία των ΕΖ Livin’ τον Απρίλιο υπόσχεται ότι θα έχει πέρα από τα “παλιά” κομμάτια του ντεμπούτου του ‘91 και “κομμάτια των Bonfire αλλά και των Accept”. Υποθέτω ότι στην εύκρατη οικονομικά ζώνη της Ευρώπης, όταν οι concert goers θα δουν το γκρουπ, στα -μόνον 5 στην ουσία καινούρια- κομμάτια του “Firestorm” θα κάνουν την ουρά στο μπαρ, περιμένοντας ν’ ακούσουν το “Die 4 For Rock”, το “Sweet Obsession” ή κανένα “Balls to The Wall”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.