Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

The Clash: "Combat Rock"

«Εκεί που οι περισσότεροι ψευδοπροφήτες και μονίμως διαμαρτυρόμενοι του new wave περιμένουν έναν θαυμαστό, καινούριο κόσμο, οι Clash παλεύουν με νύχια, με δόντια και με τις κιθάρες τους να σώσουν αυτόν που έχουμε, με τον μόνο τρόπο που ξέρουν». - περιοδικό Rolling Stone, φθινόπωρο 1981.



Η αρχή της δεκαετίας του '80 είχε βρει τoν κόσμο του rock σε τραυματική αφασία από τις κραιπάλες των '70s. Με την πληγή από τον παράλογο θάνατο του Lennon χαίνουσα, τον Dylan μόλις «αναγεννημένο εν Χριστώ», τους Stones χαμένους σε disco αναζητήσεις, τους Zeppelin διαλυμένους και με τον Bonham μακαρίτη, τους Who να μη μπορούν πια, τους Eagles να έχουν προτιμήσει σόλο πορείες, τους Floyd κλεισμένους μέσα στο τείχος τους, την περηφανή γενιά του Woodstock τοξικοεξαρτημένη (όση δηλαδή είχε μείνει έξω απ΄τα ξύλινα κοστούμια), τον Bowie σε διαρκή απεξάρτηση και βαθιά ετεροφυλόφιλη περίσκεψη, τους περισσότερους παραμανοφόρους ακολούθους των Pistols να νιώθουν κι αυτοί ότι «εξαπατήθηκαν» και τον Zappa να έχει κλείσει παραπάνω από δέκα χρόνια προβλέποντας την κατάρρευση αυτή και χλευάζοντάς την, το ευπώλητο όσο ποτέ ροκ είχε, πράγματι, παραδοθεί στο «σύστημα». Από τη μια στο «ενήλικο» ροκ των άλμπουμ με ομογενοποιημένο ήχο, μαζί με κάτι πανούργα υβρίδιά του (βλ. Police) και από την άλλη στο «νέο» κύμα, μια ολόκληρη γενιά παικτών με στενές γραβάτες, κοντά μαλλιά και μια ασίγαστη απέχθεια στα σόλο κιθάρας, έτοιμη να πέσει με νέα ορμή στα σαγώνια των δισκογραφικών.

Μέσα σε όλα αυτά, the only band that matters. Οι Clash.

Αφ΄ότου όρισαν τον ήχο της μετα-πανκ αντίστασης στην επελαύνουσα τότε Θατσερική λαίλαπα με το χωρίς προηγούμενο αιχμηρό και μουσικά πλουραλιστικό "London Calling", ανάγκασαν την CBS να κυκλοφορήσει ένα τριπλό άλμπουμ στην τιμή διπλού ("Sandinista"), γεμάτο reggae, ska, dub μίξεις, jazz και hip-hop περάσματα (κατά πολλούς το πρώτο ethnic άλμπουμ από ροκ γκρουπ), συνέχισαν απτόητοι να κορυφώνουν την πρόκληση φορώντας μπλουζάκια «Μπριγκάτε Ρόσσε», ποζάροντας με κόκκινες μεσίστιες σημαίες και τοποθετούμενοι δημόσια υπέρ των αναξιοπαθούντων του τρίτου κόσμου και των ανταρτών της Νικαράγουα και του Ελ Σαλβαδόρ. Το καλοκαίρι του '81 κυριολεκτικά κατέκλυσαν με τον ήχο και την επιρροή τους τη Νέα Υόρκη. Δρώντας με ακραιφνή αδιαφορία για κάθε στυλ, στην εποχή που έμελλε να ορίσει όλα τα στυλ (τα '80s), στα τέλη του '81 άρχισαν να ετοιμάζουν το νέο τους χτύπημα. Όμως είχαν ήδη ενοχλήσει περισσότερο απ΄όσο και οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν το οικοδόμημα της μουσικής βιομηχανίας. Η παγίδα ήταν στημένη και οι μέρες τους μετρημένες.

Μέσα στο συγκρότημα, τα «εγώ» των δύο κύριων συνθετών, Strummer και Jones, είχαν υπερτροφήσει επικίνδυνα. Και οι δυό τους είχαν μπει από καιρό σε μια συγκρουσιακή δίνη με τον μάνατζερ Bernie Rhodes - που επέστρεψε στις τάξεις τους μετά από επιμονή του Joe Strummer και επιδίωκε να τους χειραγωγεί- και με τον παραγωγό Glyn Johns -που ζητούσε λιγώτερη μουσική διάχυση και πιο «μαζεμένο» μουσικό έργο. Ο ακατάβλητος και πάντα εξωστρεφής Joe Strummer είχε αρχίσει να έχει αριστερόστροφες ενοχές για την τεράστια επιτυχία και την αναγνώρισή τους στην Αμερική. Συγχρόνως, επηρεαζόμενος κατά πολύ από τον Bernie Rhodes, δεν έβλεπε με καλό μάτι το κύλισμα του Mick Jones στις μεγεθυμένες από βουνά κοκαίνης παραισθήσεις ροκ μεγαλείου, χωρίς να σημαίνει ότι ο ίδιος ήταν αθώος τέτοιων δραστηριοτήτων. Ο Jones, από την άλλη, αισθανόταν ότι οι μουσικές αναζητήσεις του ασφυκτιούσαν από τον Rhodes (που θεωρούσε ότι χωρίς αυτόν οι Clash δεν θα ήταν τίποτε). Την ίδια ώρα, η ραχοκοκκαλιά του πολυσχιδούς ήχου του γκρουπ, ο Topper Headon, ήταν ήδη εθισμένος στην ηρωίνη και ο φωτογενής μπασίστας Paul Simonon όταν δεν έμενε αμέτοχος, αλλοιθώριζε προς προσωπικά πρότζεκτ.

Το νέο άλμπουμ αρχικά προοριζόταν κι αυτό για διπλό και θα είχε τον αβανταδόρικο τίτλο "Rat Patrol from Fort Bragg", ο οποίος έφερε για μια ακόμη φορά σε σύγκρουση τα μέλη του γκρουπ και εγκαταλείφθηκε. Οι ηχογραφήσεις είχαν γίνει στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, με τον Glyn Johns να είναι αναγκασμένος να κάνει μεγάλες περικοπές, καθώς το υλικό αποτελείτο από μακρόσυρτα, ακατάτακτα σε στυλ - και πάλι - τραγούδια. 

Ο δίσκος κυκλοφόρησε τελικά το Μάϊο του '82, πάνω που το βρετανικό πολεμικό ναυτικό κατευθυνόταν προς τα Φώκλαντς. Η ασυμβίβαστη ροή της μουσικής, η δύναμη των στίχων, το εξώφυλλο (το συγκρότημα σαν αλητοσυμμορία στη μέση μιας εγκαταλελλειμμένης σιδηροδρομικής γραμμής), αλλά και ο γενικός τίτλος ("Combat Rock"), δεν αφήνουν πολλά περιθώρια : Είναι μια τελευταία, αγέρωχη, όσο και απεγνωσμένη μάχη. Η τελευταία, κατά πολλούς, αναμέτρηση του ροκ με τον βιομηχανικό κόλαφο των πλαστικών hits που θα κατακλύσουν τη δεκαετία.

Ξεκινά με το αγριεμένο ska-punk μανιφέστο "Know Your Rights" (σαν απομεινάρι του "Sandinista"), με στίχους που αρπάζουν τον ακροατή απ΄το γιακά:

"This is a public service announcement - with guitaaaar" ουρλιάζει ο Strummer.

"Know your rights, all three of them. /The right not to be killed. Murder is a crime, unless it is done by a policeman, or an aristocrat. /The right to food money, providing of course, you don't mind a little investigation, humiliation, and, if you cross your fingers, rehabilitation. /The right to free speech (as long as you're not dumb enough to actually try it)".

Το άλμπουμ έχει ορμή αλλά δε στερείται από τις εξωτικές αποχρώσεις του "Sandinista". Πίσω από το "Know Your Rights" έρχεται μια ημιτελής ψυχεδελική άσκηση βασισμένη στα κρουστά ("Car Jamming") με συνειρμικούς στίχους του Strummer. Έχει το "Red Angel Dragnet", ριγμένο με τα μούτρα σε μια dub εμμονή, που μιλά για την αυτοδικία στους σκοτεινούς δρόμους της μεγαλούπολης, με τον Kosmo Vinyl (φιγούρα του περιγύρου του γρουπ, dj και μετέπειτα παραγωγός) να κλωθογυρνάει ατάκες από τον «Ταξιτζή» του Σκορτσέζε. Το "Straight To Hell", μια off - beat κατακραυγή για την ανισότητα, την ανεργία των βιομηχανικών εργατών, τον αποκλεισμό των μεταναστών, την εγκατάλειψη των παιδιών που άφησαν πίσω τους οι αμερικάνοι στρατιώτες στο Βιετνάμ. Το "Overpowered By Funk", έναν φανκ πυρετό με εικόνες από το αμερικάνικο γυρολόγιο των Clash τα δύο προηγούμενα χρόνια. Το δυσοίωνο "Ghetto Defendant", μια αλληγορία για το πώς η αντικουλτούρα απορροφάται από το mainstream, με σχολιαστική φυσαρμόνικα και υποβλητική απαγγελία από τον beat ποιητή Allen Ginsberg.

Αλλά κυρίως, το "Combat Rock" έχει δύο κομμάτια, που πλέον ακόμη και ο τουριστικός ακροατής του ροκ αναγνωρίζει. Δύο κομμάτια που σηματοδότησαν την ραγδαία κατάπτωση του γκρουπ, πάνω ακριβώς που του έβαζαν στο χέρι το εισητήριο για το πέρασμα στις mainstream συνειδήσεις, με την τεράστια επιτυχία που σημείωσαν.

Το ένα είναι το "Should I Stay Or Should I Go". Γραμμένο και τραγουδισμένο από τον Mick Jones, ένα εθιστικό ροκ ριφ γύρω από το προαιώνιο ερώτημα για το αν πρέπει -και ποιά στιγμή- να εγκαταλείψεις το σκάφος σε μια σχέση. «Όταν παίζαμε ελεύθερα, τέτοια πράγματα μας άρεσε να γράφουμε» θα πει ο ίδιος με νόημα αργότερα. Τα "gang" backing vocals στα ισπανικά («με προφορά απ΄το Εκουαδόρ», θα διακωμωδήσει αργότερα ο Strummer) και οι κραυγές λύτρωσης στη μέση (.) βοήθησαν να καταγραφεί σε εκατομμύρια υποσυνείδητα, μέτρο προς μουσικό μέτρο. Έφθασε Νο 8 στο Billboard τον Ιανουάριο του '83. Το Μάρτη του '91, έντυσε μια τηλεοπτική διαφήμιση για τα "Levi's 501" και έφθασε στην κορυφή των αγγλικών τσαρτ. Η ύστατη ειρωνεία για ένα διαλυμένο, περίπου μια δεκαετία πίσω, συγκρότημα που όταν ξεκίνησε είχε στόχο του να βάλλει κατά του ξεπουλήματος της μουσικής στην κρεατομηχανή των εταιριών.

Και το δεύτερο κομμάτι, το "Rock The Casbah", που κτίστηκε πάνω σε ρυθμό και μελωδία στο πιάνο γραμμένη και ηχογραφημένη από τον Headon, σε μια εποχή που οι σχέσεις του γκρουπ ήταν κάκιστες, σε σημείο να μην βρίσκονται σχεδόν ποτέ όλοι μαζί στο στούντιο. «Δεν υπάρχει κανένας ρομαντισμός και καμία τρυφερότητα στο φανατισμό. Αυτό θέλει να πει το τραγούδι», θα πει αργότερα ο Strummer που έγραψε τους στίχους μονοκοντυλιά, γυρνώντας κατάκοπος κάποιο πρωί, σε μια μικρή γραφομηχανή. Οι στίχοι μιλούν για την απαγόρευση της ροκ μουσικής από κάποιον άραβα «Άρχοντα», που μάλιστα καλεί τα πολεμικά αεροπλάνα να «βομβαρδίσουν» τον πληθυσμό που παραβαίνει το νόμο. Όμως ο λαός τον αψηφά και .rocks the casbah (σε κατά προσέγγιση μετάφραση, σείει το «φρούριο»). Ήταν το πρώτο βίντεο-κλιπ των Clash που έτυχε μεγάλης προβολής από το ΜΤV, από τα πρώτα μάλιστα που περιλάμβανε τοποθέτηση προϊόντων.

Όσο για την κληρονομιά αυτής της ανεπανάληπτης, αραβοφέρνουσας ragtime ρίμας; Κατά μια θλιβερή πολιτισμική παρερμηνεία, συχνή στο χώρο της δημοφιλούς μουσικής, ο τίτλος του τραγουδιού ήταν γραμμένος πάνω σε μια από τις πρώτες βόμβες που έριξαν τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά στο Ιράκ το '91. Ο Strummer ξέσπασε σε κλάμματα όταν άκουσε την περηφανώς ηλίθια όσο και διαστροφική υφαρπαγή των στίχων του, σε κάποιο δελτίο ειδήσεων.

Ο ουσιαστικός συνθέτης του κομματιού, ο ντράμερ Topper Headon, εκδιωγμένος από το Μάϊο του '82 απ΄το συγκρότημα λόγω της εξάρτησής του απ΄την ηρωίνη, είδε κάποια μέρα την Άνοιξη του '83 στην τηλεόραση το βίντεο για το δικό του τραγούδι, υποφέροντας από στερητικά σύνδρομα σ΄ένα Λονδρέζικο καταγώγιο. Στη θέση του στα τύμπανα ήταν ο Terry Chimes. Όμως, το τελευταίο συγκρότημα που μπορούσε να σείσει τα μουσικά πράγματα, είχε φθάσει στο τέλος του δρόμου.

Παρ΄ότι οι θριαμβευτικές εμφανίσεις των Clash σαν support στην αποχαιρετιστήρια περιοδεία των Who στα τέλη του '82 χαιρετίστηκαν από την αισιόδοξη μερίδα του κοινού ως «παράδοση σκυτάλης» από τους παλιούς ασυμβίβαστους ήρωες των '60s στους φρέσκους υπέρμαχους του ροκ, η πορεία υπήρξε καταστροφική και σύντομη. Ο Mick Jones εκδιώκεται από τον Strummer και τον ραδιούργο Rhodes το Σεπτέμβριο του '83 και η μπάντα θα σέρνεται ψυχορραγώντας με δύο νέα εντελώς «ψαρωμένα» μέλη μέχρι τις αρχές του '85. Το καλοκαίρι του '85 οι «νέοι Clash» θα εμφανιστούν στο "Rock In Athens '85", αφήνοντας ενθουσιώδεις εντυπώσεις στο πεινασμένο δικό μας κοινό, αλλά ο ασθενής προ πολλού δεν ανανήπτει. Ο Mick Jones έχει σχηματίσει τους ηλεκτροφανκ Big Audio Dynamite (και γνωρίζει επιτυχία) και ο Strummer θα ταλαιπωρηθεί πολλαπλά (αποτυχημένα πρότζεκτ σε σινεμά, δισκογραφία, άρνηση από τον Jones για επανένωση του γκρουπ), πριν συνειδητοποιήσει τί φίδι υπήρξε ο μέντορας, φίλος και μάντατζέρ του, Bernie Rhodes.

Περίπου αυτό υπήρξε το "Combat Rock". Η τελευταία ηρωική πράξη αμφισβήτησης, η τελευταία προσπάθεια του ροκ να υπερβεί τον εαυτό του, η τελευταία δημιουργική συνύπαρξη δύο μεγάλων μουσικών οραματιστών, των Jones και Strummer. Ένα απαιτητικό, ακατηγοριοποίητο και σκοτεινό άλμπουμ, με παραφωνία τα δύο up-tempo σινγκλ που διέτρησαν την ποπ υποκρισία των τσαρτς από το '82 και για πάντα.

 «Κάναμε ένα προς ένα όλα τα λάθη που κάνει ένα συγκρότημα που ξεκινά από το μηδέν και θέλει να φθάσει στην κορυφή», θα πει αργότερα ο Jones. Πράγματι. Χρήμα, μωροφιλοδοξία, απειρία, ναρκωτικά, σκοπιμότητες όλων των τρωκτικών που ζώνουν κάθε ταλαντούχο συγκρότημα, αποπροσανατόλισαν και τελικά κατεδάφισαν τους Clash. "You can crush us, you can bruise us, but you'll have to answer to.". "Rock History", για να παραφράσουμε ένα στίχο απ΄το "Guns Of Brixton". Και σ΄αυτήν την πολύπαθη Ροκ Ιστορία, το "Combat Rock" έχει δυσεύρετη μουσική αξία.



Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...