Ο άνθρωπος που ήταν ο συνοδοιπόρος του
μεγάλου Phil Lynott
(1969-1973), ο κιθαρίστας που ακούγεται στο
"Whiskey In The Jar" και το "The Rocker" εκδιώχθηκε από τους Thin Lizzy
επειδή ήταν «βαρετός» μετά την πρώτη αμερικάνικη περιοδεία, δεν
σταμάτησε ποτέ να ηχογραφεί, παρ΄ότι το ενδιαφέρον για τις ηχογραφήσεις
του υπήρξε διαχρονικά μικρό.
Το 9ο προσωπικό του άλμπουμ - το πρώτο μετά από κάτι παραπάνω από 6 χρόνια είναι μια stripped down προσπάθεια,
απεξαρτημένη από απαιτήσεις «παραγωγής» και φιλοδοξιών γενικώτερα. Κατά
τον ίδιο τρόπο που αρκετοί ρόκερ της ηλικίας του (Neil Young, Mark Knopfler, Bob Seger) ξεδιπλώνουν τις πρωτογενείς επιροές τους από country, folk, blues και rock n' roll, έτσι και o Bell κινείται μεταξύ προβλέψιμου, χαμηλότονου και -ενίοτε- με κάποιο δείκτη περασμένης ζωτικότητας ακούσματος.
Η βάση των στίχων δε θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτοβιογραφική και ο τόνος είναι τρίτης ηλικίας χωρίς εξάρσεις (ξεχωρίσει το ροκαμπίλυ "Rip It Up", το ηλεκτροφόρο "Concrete Jungle" και το "Deep In Your Heart" στο γνώριμο από τα προσωπικά του άλμπουμ παλαιοLizzy χρώμα), σαν το ηχητικό ισοδύναμο μιας ταινίας όπως το "The Straight Story" του Lynch, όπου από πρώτη άποψη δε συμβαίνει τίποτε, γιατί οι εντάσεις είναι στα εσώτερα του πρωταγωνιστή, με τις γωνίες των στραβών και των ανάποδων αμβλυμένες από τον χρόνο, αλλά με τα σημάδια τους πάντα εκεί. To βέβαιο είναι ότι ο Bell ακούγεται ειλικρινής και εντελώς απροσχημάτιστος απ΄την αρχή ως το τέλος. Ό,τι πιστοποιητικά αξιοσύνης χρειαζόταν τα έδωσε με τους Thin Lizzy και με τη μπάντα του Noel Redding 40 περίπου χρόνια πριν. Τώρα απλώς εκφράζεται με την κιθάρα του, σα να παίζει για τους στενούς του φίλους και μόνο.
Υπάρχει βέβαια κι ένα πραγματικά συγκινητικό τραγούδι, το τελευταίο του άλμπουμ "Song For Gary", σε ημιδιηγηματικό ύφος για τον μεγάλο Gary Moore, τον οποίο ο Bell γνώρισε ακόμη αμούστακο να κουβαλάει εδώ και κει μια κιθάρα ίσα με το μπόϊ του, κι όμως έφυγε πολύ νωρίτερα απ΄τον ίδιο, στα 58. "Ι hope someday we' ll meet again" ακούγεται να λέει ο Bell, κι όταν είναι κανείς 68 με μια τέτοια πορεία πίσω του, το εννοεί, περισσότερο από ποτέ στη ζωή του.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Η βάση των στίχων δε θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτοβιογραφική και ο τόνος είναι τρίτης ηλικίας χωρίς εξάρσεις (ξεχωρίσει το ροκαμπίλυ "Rip It Up", το ηλεκτροφόρο "Concrete Jungle" και το "Deep In Your Heart" στο γνώριμο από τα προσωπικά του άλμπουμ παλαιοLizzy χρώμα), σαν το ηχητικό ισοδύναμο μιας ταινίας όπως το "The Straight Story" του Lynch, όπου από πρώτη άποψη δε συμβαίνει τίποτε, γιατί οι εντάσεις είναι στα εσώτερα του πρωταγωνιστή, με τις γωνίες των στραβών και των ανάποδων αμβλυμένες από τον χρόνο, αλλά με τα σημάδια τους πάντα εκεί. To βέβαιο είναι ότι ο Bell ακούγεται ειλικρινής και εντελώς απροσχημάτιστος απ΄την αρχή ως το τέλος. Ό,τι πιστοποιητικά αξιοσύνης χρειαζόταν τα έδωσε με τους Thin Lizzy και με τη μπάντα του Noel Redding 40 περίπου χρόνια πριν. Τώρα απλώς εκφράζεται με την κιθάρα του, σα να παίζει για τους στενούς του φίλους και μόνο.
Υπάρχει βέβαια κι ένα πραγματικά συγκινητικό τραγούδι, το τελευταίο του άλμπουμ "Song For Gary", σε ημιδιηγηματικό ύφος για τον μεγάλο Gary Moore, τον οποίο ο Bell γνώρισε ακόμη αμούστακο να κουβαλάει εδώ και κει μια κιθάρα ίσα με το μπόϊ του, κι όμως έφυγε πολύ νωρίτερα απ΄τον ίδιο, στα 58. "Ι hope someday we' ll meet again" ακούγεται να λέει ο Bell, κι όταν είναι κανείς 68 με μια τέτοια πορεία πίσω του, το εννοεί, περισσότερο από ποτέ στη ζωή του.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.