Όσοι έχουν ζήσει μακριές νύχτες σε
μικρές σκηνές
παρακολουθώντας μπάντες να παίζουν με ηλεκτροφόρα μπλουζ
οίηση (και ευτυχώς υπάρχουν αρκετές), γνωρίζουν ότι εκεί δημιουργείται
μια απαράμιλλη αίσθηση, ένας δεσμός μεταξύ μουσικών και κοινού.
Ο απλός, ζεστός blues ήχος
βρίσκεται μακριά από τα εκτελεστικά καθωσπρέπει του ωδείου και όσο πιο
κοντά γίνεται στην ψυχή παικτών και ακροατών. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο
ότι τo ηλεκτρικό μπλουζ, από τον Walter Trout και τον Buddy Guy μέχρι τους Govt Mule και τον Joe Bonamassa ως
ένα είδος πηγαίο, έχει γνωρίσει άνθηση τα τελευταία χρόνια,
περισώζοντας ό,τι μπορεί από την έρημο της σύγχρονης μουσικής σκηνής.
To "West of Flushing, South of Frisco" είναι το ντεμπούτο ενός τρίο, των Supersonic Blues Machine, που μακάρι να εξακολουθήσουν να υπάρχουν και να μην περιοριστούν σε επίπεδο project. Tα μέλη του έχουν καθένα τεράστιο παλμαρέ, κάτι που υπογραμμίζει ότι στο δίσκο αυτό παίζουν με κύριο κριτήριο το τί αγαπούν να παίζουν.
Ο 47χρονος μπασίστας και παραγωγός Fabrizio Grossi έχει γίνει γνωστός από την παρουσία του δίπλα στον Steve Vai, ενώ έχει παίξει ή και αναλάβει καθήκοντα κονσόλας σε αναρίθμητες παραγωγές τα τελευταία 20 χρόνια (στο μυαλό έρχονται πρώτα οι Bonamassa, Leslie West, Paul Stanley, Alice Cooper, Robin Beck, George Clinton).
Ο 39χρονος κιθαρίστας και τραγουδιστής Lance Lopez, γέννημα θρέμμα της Λουζιάνα έχει μεγαλώσει με Stevie Ray Vaughn, Hendrix και James Brown και αφ' ότου στα 22 βραβεύθηκε σε τοπικό διαγωνισμό για το παίξιμό του με μια Fender Stratocaster πήρε τους δρόμους, έχοντας ανοίξει τις συναυλίες ονομάτων όπως οι B.B. King, Jeff Beck, Steve Vai και ZZ Top.
Ο 62χρονος Kenny Aronoff έχει πιάσει τις μπαγκέττες για λογαριασμό του μισού ροκ πληθυσμού (Dylan, Mellenkamp, Elton John, Bob Seger, Neville Brothers, Stevie Nicks, Santana, Joe Jackson και η λίστα μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ).
Αυτοί λοιπόν οι τρεις σοβαροί παίκτες έφτιαξαν τον πρώτο πολύ δυνατό δίσκο του 2016, συνθέτοντας δικά τους blues κομμάτια μπολιασμένα με rock και soul, που φέρνει τον ακροατή στην πρώτη θέση κάποιας απ' αυτές τις ζεστές βραδιές ψυχικής εγγύτητας που αναφέραμε παραπάνω. Η χημεία μεταξύ τους είναι αξιοθαύμαστη, οι συνθέσεις, η καθεμία τους με ιδιαίτερη δυναμική και οικονομία, συνέχονται από συναίσθημα, που φωτίζει διαφορετικά κάθε φορά η τραχιά φωνή του Lopez.
Τα καλά νέα δεν σταματούν όμως εδώ. Οι πορείες των τριών μουσικών και η φήμη που έχουν οι ίδιοι δημιουργήσει για τις ικανότητές τους και την στάση τους έχει προσφέρει στο δίσκο μια πλειάδα ονομαστών guest, που παίζοντας μαζί με το γκρουπ αναδεικνύουν τα κομμάτια ο καθένας με τον δικό του αμίμητο τρόπο.
Ο Billy Gibbons σολάρει και γρυλίζει στο γκαζωμένο "Running Whiskey".
O Warren Haynes (Govt Mule) χρωματίζει το southern διαθέσεων "Remedy'. O μέγας Walter Trout ανταλλάζει πωρωτικά σόλο με τον Lopez στο "Can't Take It No More".
O (εκ των 100 μεγαλύτερων κιθαριστών του 20ου αιώνα, σύμφωνα με το Rolling Stone) Robben Ford φτιάχνει ένα βαθύ αισθαντικό mood στο "Let's Call It A Day". O τεξανός Chris Duarte γεμίζει με βρώμικες φράσεις το βαρύ φανκ του "That's My Way" και ο ιδιοφυής Eric Gales αναδεικνύει την πιο χεντριξογενή του πλευρά στο βαρυκόκκαλο "Nightmares And Dreams".
Δεν είναι όμως ένα άλμπουμ που βασίζεται στους guest. Το "Let it be", ένα βαρύ μελωδικό κομμάτι με λυτρωτικά γυναικεία χορωδιακά στο ρεφραίν και (άλλο ένα) έντονο σόλο από τον Lopez είναι απολαυστικό, ενώ τα "Ain't Fallin Again" και "Bone Bucket" πάνε πίσω στους Free και τους ZZ Top αντίστοιχα, με ανανεωτικές συνέπειες.
Eκεί που το τρίο αποδεικνύεται άφοβο και δρέπει δικαίως το θαυμασμό είναι στην διασκευή του "Ain't no love (in the heart of the city) του Bobby Bland. Αν δεν έχει κανείς chops, δεν το ακουμπάει. Από τις πιο πειστικές διασκευές που έχουν γίνει τελευταία.
Μεγάλη υπόθεση η αμεσότητα και η αλήθεια στο ροκ. Τέτοιες ποιότητες, δε, έχουν την ικανότητα να σε γραπώνουν αμέσως.
Υποψήφιο από τώρα για blues rock άλμπουμ της χρονιάς.
To "West of Flushing, South of Frisco" είναι το ντεμπούτο ενός τρίο, των Supersonic Blues Machine, που μακάρι να εξακολουθήσουν να υπάρχουν και να μην περιοριστούν σε επίπεδο project. Tα μέλη του έχουν καθένα τεράστιο παλμαρέ, κάτι που υπογραμμίζει ότι στο δίσκο αυτό παίζουν με κύριο κριτήριο το τί αγαπούν να παίζουν.
Ο 47χρονος μπασίστας και παραγωγός Fabrizio Grossi έχει γίνει γνωστός από την παρουσία του δίπλα στον Steve Vai, ενώ έχει παίξει ή και αναλάβει καθήκοντα κονσόλας σε αναρίθμητες παραγωγές τα τελευταία 20 χρόνια (στο μυαλό έρχονται πρώτα οι Bonamassa, Leslie West, Paul Stanley, Alice Cooper, Robin Beck, George Clinton).
Ο 39χρονος κιθαρίστας και τραγουδιστής Lance Lopez, γέννημα θρέμμα της Λουζιάνα έχει μεγαλώσει με Stevie Ray Vaughn, Hendrix και James Brown και αφ' ότου στα 22 βραβεύθηκε σε τοπικό διαγωνισμό για το παίξιμό του με μια Fender Stratocaster πήρε τους δρόμους, έχοντας ανοίξει τις συναυλίες ονομάτων όπως οι B.B. King, Jeff Beck, Steve Vai και ZZ Top.
Ο 62χρονος Kenny Aronoff έχει πιάσει τις μπαγκέττες για λογαριασμό του μισού ροκ πληθυσμού (Dylan, Mellenkamp, Elton John, Bob Seger, Neville Brothers, Stevie Nicks, Santana, Joe Jackson και η λίστα μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ).
Αυτοί λοιπόν οι τρεις σοβαροί παίκτες έφτιαξαν τον πρώτο πολύ δυνατό δίσκο του 2016, συνθέτοντας δικά τους blues κομμάτια μπολιασμένα με rock και soul, που φέρνει τον ακροατή στην πρώτη θέση κάποιας απ' αυτές τις ζεστές βραδιές ψυχικής εγγύτητας που αναφέραμε παραπάνω. Η χημεία μεταξύ τους είναι αξιοθαύμαστη, οι συνθέσεις, η καθεμία τους με ιδιαίτερη δυναμική και οικονομία, συνέχονται από συναίσθημα, που φωτίζει διαφορετικά κάθε φορά η τραχιά φωνή του Lopez.
Τα καλά νέα δεν σταματούν όμως εδώ. Οι πορείες των τριών μουσικών και η φήμη που έχουν οι ίδιοι δημιουργήσει για τις ικανότητές τους και την στάση τους έχει προσφέρει στο δίσκο μια πλειάδα ονομαστών guest, που παίζοντας μαζί με το γκρουπ αναδεικνύουν τα κομμάτια ο καθένας με τον δικό του αμίμητο τρόπο.
Ο Billy Gibbons σολάρει και γρυλίζει στο γκαζωμένο "Running Whiskey".
O Warren Haynes (Govt Mule) χρωματίζει το southern διαθέσεων "Remedy'. O μέγας Walter Trout ανταλλάζει πωρωτικά σόλο με τον Lopez στο "Can't Take It No More".
O (εκ των 100 μεγαλύτερων κιθαριστών του 20ου αιώνα, σύμφωνα με το Rolling Stone) Robben Ford φτιάχνει ένα βαθύ αισθαντικό mood στο "Let's Call It A Day". O τεξανός Chris Duarte γεμίζει με βρώμικες φράσεις το βαρύ φανκ του "That's My Way" και ο ιδιοφυής Eric Gales αναδεικνύει την πιο χεντριξογενή του πλευρά στο βαρυκόκκαλο "Nightmares And Dreams".
Δεν είναι όμως ένα άλμπουμ που βασίζεται στους guest. Το "Let it be", ένα βαρύ μελωδικό κομμάτι με λυτρωτικά γυναικεία χορωδιακά στο ρεφραίν και (άλλο ένα) έντονο σόλο από τον Lopez είναι απολαυστικό, ενώ τα "Ain't Fallin Again" και "Bone Bucket" πάνε πίσω στους Free και τους ZZ Top αντίστοιχα, με ανανεωτικές συνέπειες.
Eκεί που το τρίο αποδεικνύεται άφοβο και δρέπει δικαίως το θαυμασμό είναι στην διασκευή του "Ain't no love (in the heart of the city) του Bobby Bland. Αν δεν έχει κανείς chops, δεν το ακουμπάει. Από τις πιο πειστικές διασκευές που έχουν γίνει τελευταία.
Μεγάλη υπόθεση η αμεσότητα και η αλήθεια στο ροκ. Τέτοιες ποιότητες, δε, έχουν την ικανότητα να σε γραπώνουν αμέσως.
Υποψήφιο από τώρα για blues rock άλμπουμ της χρονιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.