Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

The Cure: "Disintegration"


Η ημέρα 26η Οκτωβρίου 2016, ξημερώματα, με βρίσκει να ταξιδεύω μέσα σε ένα λεωφορείο, ανάμεσα σε αγνώστους, έχοντας όμως όλοι έναν κοινό προορισμό: τη Βουδαπέστη και τη συναυλία των Cure που λαμβάνει χώρα τη μεθεπόμενη.


Έχοντας ανάμικτα ήδη συναισθήματα για την ξαφνική (και κάπως περίεργη τουλάχιστον για τα μάτια των άλλων) απόφαση να πραγματοποιήσω ένα τόσο μεγάλο ταξίδι φθινοπωριάτικα ενώ εκκρεμούν βαριές επαγγελματικές (και οικογενειακές) υποχρεώσεις, βρίσκω άλλοθι σε γνωστό απόφθεγμα:
Μα όλα τα ωραία στη ζωή έτσι δεν γίνονται, απρόοπτα και χωρίς σχέδιο;

Σκέψεις σκόρπιες και ευκαιρία για περισυλλογή σε ένα ταξίδι που όσο περνάει η ώρα φαντάζει όλο και πιο μακρινό.
Σύνορα, οι απαραίτητοι έλεγχοι με τις εντεύθεν καθυστερήσεις, αναγκαίες στάσεις ….. και όλα αυτά να μεγαλώνουν την αναμονή. Κάποια στιγμή, ο οδηγός μας μεταφέρει τον διάλογο που είχε με υπάλληλο στα σύνορα. Όταν ρωτήθηκε ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε εκείνος με φυσικότητα απάντησε: «Γκρουπ από τη Θεσσαλονίκη που πηγαίνει στη Βουδαπέστη για συναυλία των Cure». Η απάντηση από τον υπάλληλο ήταν αυθόρμητη:
«Μα καλά, τρελοί είστε ;». Η συνοιδοπόρος του μπροστινού καθίσματος ανταποκρίθηκε ολόσωστα: «Τώρα το καταλάβατε;».
Μέσα στο κλίμα αυτό σκέφτομαι ότι πράγματι, έτσι είναι, και ότι για να γίνει κάποιος φαν των Cure πρέπει πρώτα να ξεπεράσει τα συμβατικά όρια στα μουσικά γούστα. Μόνο έτσι θα μπορέσει να διαβεί τα μονοπάτια που εκείνοι χάραξαν με τη μουσική τους, μια μουσική διαποτισμένη από απόγνωση, σκληρότητα αλλά και υπέρμετρη ευαισθησία, όπως δηλαδή ακριβώς είναι και η ζωή η ίδια.



Τα παραπάνω στοιχεία είναι αυτά ακριβώς που κυριαρχούν στο αριστουργηματικό "Disintegration", το όγδοο studio άλμπουμ του συγκροτήματος που κυκλοφόρησε στις 2 Μαϊου 1989 και συμπληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε με τα "Head on the door" και "Kiss me kiss me kiss me".
Κατά γενική ομολογία το άλμπουμ αυτό, σκοτεινά σαγηνευτικό και διαποτισμένο από μια μόνιμη μελαγχολία, αναδεικνύεται από κοινό και κριτικούς ως η καλύτερη δουλειά που είχαν να επιδείξουν οι Cure στη μέχρι τότε πορεία τους, αλλά – κατά πολλούς – και μέχρι σήμερα. Μακριά από τα «εύκολα» εμπορικά κομμάτια που τους έκαναν γνωστούς, το "Disintegration" κατάφερε να μετουσιώσει τις πρώτες εσωτερικές αναζητήσεις που εκδήλωσε το γκρουπ ήδη από τις αρχές του ’80, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η επίδραση της κατάθλιψης και της χρήσης παραισθησιογόνων ουσιών από τον Smith.
Όλα τα κομμάτια, ένα προς ένα, συνθέτουν έναν κόσμο λυρικό, αισθησιακής περισυλλογής και σκοτεινού πάθους όπου κυριαρχούν ανέλπιδες καταστάσεις, αλλά την ίδια στιγμή συντίθεται μία πολύχρωμη πραγματικότητα από την οποία αναβλύζει τελικά η πολυπόθητη αχτίδα φωτός στα αδιέξοδα που καταδείχθηκαν.
Μέσα σε όλα αυτά ο θάνατος δεν φαντάζει ως απειλή, είναι η αναπόφευκτη κατάληξη που μπορεί να προσφέρει ζεστασιά και θαλπωρή όταν τελειώσει το ταξίδι της ζωής. Σε αυτό τον σκοπό συμβάλλουν με απόλυτη επιτυχία οι «μελαγχολικές» κιθάρες και τα «πένθιμα» keyboards που με πραγματική μαεστρία ξέρει να καθοδηγεί ο Smith.
Τα φωνητικά εξάλλου είναι εύστοχα λιγοστά αφήνοντας τις ψυχεδελικές μελωδίες να κυριαρχούν.
 


Αν και "Disintegration" ο τίτλος, ο οποίος επιλέχθηκε σε μια περίοδο αντιθέσεων μεταξύ των μελών του γκρουπ, η συνοχή είναι εκείνη που κύρια χαρακτηρίζει τα κομμάτια μεταξύ τους δημιουργώντας μια ιδιοφυή αλληλουχία στις καταστάσεις που περιγράφονται.
Opening track (ιδανικά) το "Plainsong", χτυπάει στα αυτιά σαν μια βροντή που σε εισάγει αυτόματα στον παράξενο κόσμο των Cure, μέσα από την παρουσία και τα λόγια ενός κοριτσιού που συγκρίνει τον καιρό με τον θάνατο και εκφράζει το παράπονο ότι ήδη αισθάνεται σαν γέρος. Μετά από μια τέτοια εισαγωγή, είσαι πλέον έτοιμος για όλα. Ακολουθεί (ως «χαλαρωτικό» διάλειμμα) το πιο συμβατικό "Pictures of You".
Ξεπερνώντας σε διάρκεια τα 8 λεπτά μας φέρνει αντιμέτωπους με τον θλιμμένο δημιουργό του, που αναπολεί κάποια παλιά αγάπη κοιτάζοντας μια συλλογή από φωτογραφίες. Η γλυκιά λύπη του μετουσιώνεται σε τέτοιο βαθμό που μας κάνει να ευχόμαστε να μην επιστρέψει ποτέ αυτή η κοπέλα.
Τρίτο κατά σειρά το "Closedown", με το οποίο δηλώνεται αμετάκλητα ότι «τελείωσε ο χρόνος» μέσα από τη συνοδεία μελωδικών synths. Αμέσως μετά ακολουθεί το περίφημο "Love Song", το γαμήλιο δώρο του Smith στη σύζυγό, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα ένα από τα ομορφότερα τραγούδια αγάπης που γράφτηκαν ποτέ.
Εξάλλου, η δήλωση απερίφραστου έρωτα από έναν κατεξοχήν καταθλιπτικό δημιουργό αποτελεί μια ούτως ή άλλως σπάνια μουσική συγκυρία. Φυσικά η αιώνια ευτυχία είναι μια ουτοπία (κατά τον Smith), γεγονός που μας καταδεικνύεται αρκετά εύγλωττα με το "Last dance": η σχέση έχει δοκιμαστεί, ο καιρός έχει περάσει και το τέλος που πλησιάζει είναι χειρότερο και από τον χωρισμό. Σε όλα αυτά όμως έρχεται να μας κλείσει το μάτι το «ονειρικό» και υπνωτικό «Lullaby» - μια μεγάλη εμπορική επιτυχία - που μας μεταδίδει την αίσθηση που αποκόμισε ο Smith από τη χρήση ναρκωτικών.
Στη συνέχεια, ο ψυχεδελικός ήχος μιας κιθάρας μας εισάγει στο «μισανθρωπικό» "Fascination Street", συνθέτοντας μια παράξενη χορευτική μελωδία με σεξουαλικά υπονοούμενα. Τη σκυτάλη παίρνουν τα βουτηγμένα στην απελπισία αλλά απλά εξαιρετικά "Prayers for rain", "Same deep water as you" και "Disintegration" (το τελευταίο με αυτοκτονικές τάσεις), ενώ η μαύρη διάθεση κάπως μετριάζεται με τα δύο τελευταία κομμάτια "Homesick" και "Untitled". 
  Ως αποτέλεσμα λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα αληθινό αριστούργημα πραγματικής μουσικής ωριμότητας που δικαίως το περιοδικό "Rolling Stone" το κατέταξε ανάμεσα στα 500 πιο σημαντικά άλμπουμ όλων των εποχών. Γι’ αυτό όσοι το έχουν στην κατοχή τους ας το λιώσουν στην κυριολεξία ακούγοντας το δυνατά.

Mαίρη Γεωργιάδου

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Glenn Hughes: "Resonate"

To λαρύγγι του 65χρονου είναι σπάνιο και οι νότες που εκτοξεύει είναι σε θέση να τρυπήσουν οροφές, αυτό δεν αμφισβητείται. Όμως, από το 1970 και τους Trapeze έως και σήμερα, o Glenn Hughes, ένας από τους πιο «μαύρους» λευκούς soulful τραγουδιστές στην ροκ ιστορία, σημείωσε τις μνημειώδεις του ερμηνείες όταν είχε δίπλα του κορυφαίους κιθαρίστες.


Mel Galley, Ritchie Blackmore, Tommy Bolin, Pat Thrall, Gary Moore, Tony Iommi, Joe Bonamassa.
Εδώ, ο κιθαρίστας Soren Andersen (κάνει και την παραγωγή) και οι συν αυτώ Σουηδοί θεράποντες του Purple-ικού ύφους των ‘70s (hammond κι άγιος ο θεός), κάτι Pontus Engborg (drums) και Lachy Doley (keyboards) είναι φανερό ότι δεν έχουν ανάλογη στόφα (δεν είναι τυχαίο, λ.χ., ότι τα κιθαριστικά σόλο, είναι από ταπεινά έως ανύπαρκτα σε όλο το άλμπουμ).
Κατά μήκος των 11 κομματιών της συλλογής αυτής (συν ένα bonus track στη deluxe edition), η φωνή του Hughes εντυπωσιάζει, προκαλώντας αυτή τη γνώριμη ροή συνειρμών που στιγματίζει τους ακροατές κάποιας ηλικίας όταν ακούνε τους ήρωές τους.
Η ηχογράφηση είναι καθαρή και δυνατή, ζητάει ανάλογα ηχεία και η γενική αίσθηση είναι οπωσδήποτε ευχάριστη.
Όμως οι συνθέσεις δεν έχουν -πέραν της φωνής- την προσωπικότητα που θα έκανε το άλμπουμ όχι βέβαια να σταθεί δίπλα στα αρχέτυπα του παρελθόντος του
Hughes, αλλά έστω να χτυπηθεί στα ίσα με την πρόσφατη παραγωγή των Black Country Communion.
Καλή η ευκαιρία για τον Glenn ν΄αποδείξει –ξανά- ότι ως ροκ φωνή δεν έπαψε ποτέ να μετράει, αλλά ως τέτοια και μόνον μοιάζει το άλμπουμ αυτό. Ευκαιρία για άσκηση στο ροκ ύφος, γιατί είχε καιρό να καταπιαστεί μ΄αυτό. Οι ριφικά βαρύτονοι μοντερνισμοί δε λείπουν (“Let It Shine”, “Flow”, “God Of Money”), όμως είναι τα πιο ευρύχωρα κομμάτια που κερδίζουν (“Steady”, “When I Fall” ή το funky “Landmines”), με τον Hughes, συναισθηματικό και ευέλικτο, στο στοιχείο του.
Ο
Chad Smith στα τύμπανα έχει το αμίμητο νεύρο που χρειάζεται για να ανεβάζει κομμάτια όπως τα Heavyκαι “Long Time Gone” (ίσως το καλύτερο του άλμπουμ), χωρίς όμως είναι αρκετό αυτό για να απογειωθούν.
Πάντως, τις όποιες επιφυλάξεις προς τους υποψήφιους καταναλωτές, τις διαλύει ο ίδιος ο Hughes με την γνωστή του αυταρέσκεια (τί να κάνουμε, δεν έχει ονομάσει πολλούς ο Stevie Wonder ως «my favourite singer»):
"
This will be an album that is entirely Glenn Hughes music. For that reason, it is an important album".
Ασχολίαστο.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Alter Bridge: "The Last Hero"


Σε καθαρά μουσική εγκυκλοπαιδική συζήτηση με την αρχισυνταξία rocktime.gr τέθηκε η ερώτηση: "ποια είναι την εποχή αυτή η σημαντικότερη hard rock/heavy metal μπάντα; Ακόμη και εγώ τώρα που το σκέφτομαι δεν πιστεύω την απάντηση που ξεστόμισα…

Θέλετε, πως ήμουν επηρεασμένος από την προηγούμενη βδομάδα ακούγοντας διαρκώς το δώρο που έκανε κάποιος παλαιός μαθητής/απόφοιτος γνωρίζοντας την "πετριά" μου με τη μουσική, θέλετε την εκτίμηση που μουσικά τρέφω για τον κιθαρίστα Mark Tremonti και τον τραγουδιστή  Myles Kennedy.
Από τα  2004, που η μπάντα των Alter Bridge "έστηνε" το μουσικό οικοδόμημά της  μέχρι τις προάλλες που κυκλοφόρησε το πέμπτο πόνημα της, το "The Last Hero", ήταν η κατάλληλη στιγμή να δώσω την συγκεκριμένη απάντηση, που ξάφνιασε, είναι αλήθεια, τον φίλτατο αρχισυντάκτη: οι επόμενοι  Iron Maiden ή οι  Metallica των ημερών μας βρέθηκαν: είναι οι Alter Bridge!!!
 Στους περισσότερους φίλους που το ανέφερα οι αντιδράσεις ήταν κάπως έτσι: "Πώς μπορείς και το λες αυτό;"  ή "Αυτό είναι γελοίο! " .
Μπορεί να έχουν δίκιο αλλά είναι η  προσωπική μου κρίση, πως έχουμε μπροστά μας μία από τις σημαντικότερες μπάντες της δεκαετίας που διανύουμε.
Τι κάνει μία μπάντα σπουδαία; Ικανότατοι μουσικοί  και ικανότατοι συνθέτες που εκθέτουν τις ικανότητες τους χωρίς να είναι απαραίτητες οι κραυγές και οι τσιρίδες όταν τραγουδούν.
Απλά συνδυάζουν τα "κομμάτια" των μουσικών ικανοτήτων τους και πραγματικά εάν ακούσετε τους Alter Bridge, θα καταλάβετε γιατί κάνω τέτοια σύγκριση!
Μία δυναμικότατη ρυθμική γραμμή που συνδυάζει τα τύμπανα του Scott Phillips και τις ογκώδεις μπασογραμμές του Brian Marshall με "μπροστάρη" την κιθάρα και τα εκπληκτικά δεύτερα φωνητικά "αλά Michael Anthony" του βιρτουόζου  Mark Tremonti και του Myles Kennedy αυτή την μοναδική φωνή και έχετε όλα τα συστατικά για μία εξαιρετική hard rock/heavy metal μπάντα.  Γι αυτό και επιμένω να τους συγκρίνω με τους Iron Maiden, Van Halenκαι τους  Metallica, πάντοτε με το προσωπικό μου μουσικό (και όχι αλάνθαστο) κριτήριο!
Αυτό γίνεται πλέον εμφανές στην πέμπτη τους κυκλοφορία, το "The Last Hero". Από το εισαγωγικό τραγούδι  "Show Me A Leader" ξανοιγόμαστε σε ένα επικό "ταξίδι" λυρισμού.  Το επόμενο άσμα "The Writing on the Wall" είναι το απτό άκουσμα που διαπλέκεται από τα τύμπανα του Phillips και τη φωνή του  Myles. Ένα πραγματικά "θανατερό" κομμάτι. Ακολουθεί ένα βαρύτατο "υφάδι" μουσικής που εξελίσσεται σε μοτίβο  κομψοτεχνίας στο "The Other Side"!
Η πέμπτη σύνθεση του δίσκου, το "My Champion" είναι μία "ωδή" στους γονείς του Myles αλλά εγώ θα έλεγα και στους γονείς όλων μας. Αγαπημένη μου σύνθεση το "Poison in Your Veins" ένα εμπνευσμένο "κομψοτέχνημα" για την πίστη που είναι καλό να έχει κανείς και στις δικές του δυνάμεις.
Καιρό είχα να ακούσω τραγούδι αφιερωμένο σε "ήρωες" και το  "You Will Be Remembered" είναι ένα "καρδιο-παθιασμένο" τραγούδι αφιερωμένο σε αυτούς που χάρισαν τη ζωή τους για την πατρίδα μακριά από κάθε είδους απάνθρωπους -σμούς (και ο νοών νοείτο) σίγουρα η απέχθεια για τους πολιτικούς και τα άνομα κομματικά συμφέροντα βάλλονται στο  "Crows on A Wire" άλλο ένα αγαπημένο τραγούδι στο δίσκο με ένα πανέμορφο ριφ! Ο δίσκος είναι η συνέχεια του δυναμικού Fortress( η προηγούμενη δημιουργία της μπάντας), που έχει ως "απαύγασμα" του συγκροτήματος το  The Last Hero!!!
Το νέο άλμπουμ είναι ένα μοναδικό δημιούργημα με  13  συνθέσεις, μία σπουδαία δημιουργία από μία μπάντα που κάθε οπαδός του hard rock /metal θα αναζητούσε με στιχουργική επένδυση εξαιρετική, όπως ο δίσκος τούτος με απόλυτη δεξιοτεχνία κάνει.

Νότης Γκιλλανίδης

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Bon Jovi: “This House Is Not for Sale”

Τα τελευταία χρόνια ο J. Bon Jovi προσπαθεί να ακολουθήσει ένα δρόμο διαφορετικό και κόντρα σε αυτό που έγινε διάσημος και πετυχημένος. Ειδικά από την κυκλοφορία του Lost Highway (2007) και μετά, έχει απογοητεύσει τους οπαδούς του με τα αμφιλεγόμενα άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει.

Προσωπικά πιστεύω ότι καλά έκαναν οι BON JOVI και ξεκόλλησαν από τις μελωδίες που τους είχαν κάνει πάμπλουτους διότι καλλιτεχνικά εκτός από το να γράφουν  επιτυχίες και όμορφες μελωδίες οφείλουν να κάνουν ένα βήμα παραπέρα να ψαχτούν με ήχους, συνθέσεις και ενορχηστρώσεις και ας αποτύχουν εμπορικά. Δεν θα τους λείψουν τα λεφτά.
Όμως το παράπονο των περισσοτέρων είναι ότι τα τελευταία χρόνια η δημοφιλής μπάντα δεν έχει γράψει τραγούδια που να έχουν χαραχθεί στο μυαλό μας οπότε μπορεί ο γραφών να τους υποστηρίζει ακόμη στον συλλογισμό τους για τα τελευταία δισκογραφικά τους βήματα όμως στις συνειδήσεις των οπαδών  που τους αγάπησαν στα ’80ς και στα ‘90ς μάλλον αρχίζουν και τους ξεγράφουν…
Πιστεύω ότι η μπάντα ήθελε να τραβήξει ένα ποιο “παραδοσιακά αμερικάνικο” ηχητικό δρόμο με βάση τις ερμηνείες και τους ρυθμούς του Bruce Springsteen, συνδυασμένο με αρκετό σύγχρονο ροκ ήχο και παράλληλα με την δυναμική του παρελθόντος που την ακολουθούσε θα μπορούσε να ενθουσιάσει όλες τις γενιές των οπαδών του γκρουπ.
Μάλλον όμως απέτυχε σε αυτό το σχέδιο ειδικά όπως προανέφερα σε εκείνους που γουστάρουν τους Bon Jovi του περασμένου αιώνα!
Νομίζω ότι καθοριστικός παράγοντας σε αυτή την πτώση έπαιξαν τα προβλήματα τον R. Sambora (ουσίες, αλκοόλ) όλα τα προηγούμενα χρόνια όπου γνωρίζοντας ο J.B.Jovi την τεράστια προσφορά του στο σχήμα και την μεγάλη αγάπη που έχουμε όλοι στο πρόσωπο του προσπαθούσε να ισορροπήσει στα πάθη και στο ταλέντο του. Όμως μεγάλος χαμένος από αυτή την κρίση ήταν το ίδιο το γκρουπ αφού ουσιαστικά στερήθηκε μία μεγάλη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Τόσο το παίξιμο όσο και η συνθετική του ικανότητα του πρώην κιθαρίστα έδιναν πάντα μία πιο ροκ αλλά και συνάμα συμπαθητική επιδερμική-blues διάσταση σε αρκετά κομμάτια της μπάντας, τα οποία  με την κατάλληλη συνταγή άλλοτε του J. Bon Jovi και άλλοτε του Desmond Child κατάφερναν να γίνονται τα πιο λατρεμένα κομμάτια της υφηλίου. Δυστυχώς όμως όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος και ο διάδοχος του στην κιθάρα, ο Phil X μπορεί να παίζει μια χαρά αλλά το συναίσθημα του R.S. δεν μπορεί να το φτάσει.
Ερχόμενοι λοιπόν στο πρώτο άλμπουμ που δεν συμμετέχει ο Richie Sambora, τα συνθετικά δεδομένα αλλάζουν και διαβάζουμε ότι τον έχει αντικαταστήσει στον ρόλο αυτό, ο Αμερικανός  John Shanks με προϋπηρεσία στην μπάντα της Melissa Etheridge ενώ έχει γράψει κομμάτια για την Bonnie Raitt και Joe Cocker, ενώ έχει κάνει παραγωγές στους Carlos Santana, Celine Dion, Sting, The Corrs, Chris Isaak,  Alanis Morissette και Stevie Nicks.
Το This House Is Not for Sale” δεν έχει κάποιο στοιχείο που θα εντυπωσιάσει και φυσικά δεν έχει καμία συνθετική έκπληξη απλά προσπαθεί να δώσει μία μοντέρνα ροκ εκδοχή των Bon Jovi όπως αυτό συμβαίνει με τα   "Living With the Ghost", "New Year's Day"    και "Roller Coaster"  ενώ  και το "The Devil's in the Temple"  φλερτάρει με το modern rock ύφος του γκρουπ με την ερμηνεία του J. Bon Jovi να είναι εξαιρετική.
Τα κομμάτια που έχουν λίγο από την αύρα του νοσταλγικού παρελθόντος είναι το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου και τα θαυμάσια  "Knockout"  και “Born Again Tomorrow"  που ξυπνούν μνήμες από το δοξασμένο παρελθόν. Αν θεωρήσουμε κάτι έκπληξη σε αυτό το άλμπουμ είναι το "Labor of Love"  που θυμίζει εκνευριστικά Chris Issak!
Στην deluxe έκδοση του άλμπουμ συμπεριλαμβάνονται άλλα πέντε κομμάτια κι αυτό που ξεχωρίζει είναι το δυναμικό "We Don't Run".
Συνολικά θα λέγαμε ότι έχουμε μία μέτρια κυκλοφορία για την ιστορία της μπάντας που μπορεί στις συναυλίες να τα πάει ακόμη εξαιρετικά όμως στο στούντιο τα πράματα φαίνεται ότι έχουν στενέψει πάρα πολύ και παρά τις μεγαλεπήβολες δηλώσεις που ανέβασαν τις προσδοκίες όλων μας για κάτι τουλάχιστον ικανοποιητικό διαπιστώνουμε ακριβώς το αντίθετο.
Ας ελπίσουμε για το άμεσο μέλλον η μπάντα να αλλάξει ρότα και φυσικά να γυρίσει ο R. Sambora ΤΩΡΑ!!!

Φώτης Μελέτης

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

John Norum: "Face It Live '97"

Αναμφίβολα η δεκαετία του '90 υπήρξε πολύ δύσκολη για όλες εκείνες τις μεγάλες μπάντες των 70’s και των 80’s που ανέβασαν και ποιοτικά και εμπορικά τον λεγόμενο σκληρό ήχο στην κορυφή των μουσικών προτιμήσεων, δύο και πλέον γενεών.

Η επανάσταση του καρό πουκάμισου και των τριών ακόρντων (grunge), σάρωσε σαν λαίλαπα όλη την δεινοσαυρική υπερβολή και καρικατουρικού τύπου εκκεντρικότητα του hair metal. Πλέον την θέση του Jon Bon Jovi, του ξανθού David Coverdale, του Axl Rose, του Joey Tempest και του Joe Elliot, πήραν ο Kurt Cobain, ο Chris Cornell, o Eddie Vedder και ο Jerry Cantrell.
Ακόμα και σοβαροί – υποτίθεται – "δεινόσαυροι" όπως οι Metallica και οι Iron Maiden πήραν την κάτω βόλτα. Αν εξαιρέσει κανείς το φαινόμενο Dream Theater και κάτι παράξενους Βρετανούς εν ονόματι Paradise Lost που ανακάτεψαν την λατρεία τους για τους Depeche Mode και τους Dead can dance με το death metal, η δεκαετία του 90 έστειλε το μεγάλο κομμάτι της σκληρής μουσικής στα υπόγεια γκαράζ. Δηλαδή εκεί όπου γεννήθηκε…
Κάπου εκεί ο John Norum (ο κιθαρίστας που άφησε σύξυλους τους Europe το 1986, δηλαδή την στιγμή ακριβώς που ήταν μαζί με τους Bon Jovi οι πιο hot ροκ μπάντες του κόσμου, συνέχιζε τον δικό του δρόμο. Αυτόν που επέλεξε. Τον δύσκολο δρόμο του μοναχικού καβαλάρη, ο οποίος συνέχιζε σε πείσμα των καιρών να βγάζει το ένα διαμάντι μετά το άλλο.
Βρισκόμαστε στο 1997.
H επανάσταση του Σιατλ πνέει τα λοίσθια. Οι δεινόσαυροι ετοιμάζονται για την μεγάλη ανασυγκρότηση και επιστροφή και ο εσωστρεφής, ντροπαλός, αλλά πηγαία ταλαντούχος Νορβηγός, μετά από 4 εκπληκτικά solo άλμπουμ, αποφάσισε να βγάλει και ένα Live. Όπως ακριβώς έκαναν και τα είδωλα του των 70’s.
Προς το τέλος του 1997 κατά την διάρκεια της Ιαπωνικής περιοδείας  ηχογράφησε  το "FACE IT LIVE ‘97". Μαζί του στην σκηνή ο πολύ καλός τραγουδιστής Leif Sundin, γνωστός από την συμμετοχή του στους Michael Schenker Group και Great King Rat καθώς και οι  Anders Fästader (Great King Rat) στο μπάσο και ο Hempo Hildén στα ντραμς.
Το "FACE IT LIVE ‘97" περιλαμβάνει τραγούδια και από τα 4 προσωπικά άλμπουμ του Norum, καθώς και διασκευές από Free, Thin Lizzy και Europe.
Ακούγοντας το cd τόσα χρόνια μετά, μπορώ να πω, ότι ο Norum είναι ίσως ο πιο υποτιμημένος κιθαρίστας της γενιάς του. Οι εκτελέσεις των τραγουδιών στο live, τις περισσότερες φορές είναι αρτιότερες απ’ ότι στα cd. Ειδικά στα solo κυριολεκτικά σπέρνει. Οι ταχύτητες σε επίπεδο Malmstee και η τεχνική σε επίπεδο Al Di Meola.
Για κάποιον που δεν γνωρίζει εκ των προτέρων τα τραγούδια από την προσωπική καριέρα του Norum, θα του αρέσουν περισσότερο οι διασκευές. Για εμάς που έχουμε επενδύσει εδώ και τρεις δεκαετίες στο απαράμιλλο ταλέντο του Νορβηγού, τον οποίο έχουν εκθειάσει κατά καιρούς δημόσια κιθαρίστες όπως ο Gary Moore, o Michael Schenker, o Scott Gorham, o Yngwie Malmsteen και ο Joe Bonamassa, μας αρέσουν τα πάντα από την αρχή ως το τέλος.

Τracklist
"Face the Truth" – 5:17 (John Norum, Glenn Hughes)
"Night Buzz" – 3:42 (Norum, Henrik Hildén, Michelle Meldrum)
"Make a Move" – 4:52 (Norum, Kelly Keeling, Alan Lorber)
"Good Man Shining" – 3:08 (Hughes, Norum, Mats Attaque, Micke Höglund, Thomas Broman)
"Wishing Well" – 4:34 (Paul Rodgers, Paul Kossoff, Simon Kirke, Tetsu Yamauchi, John Bundrick)
"Where the Grass is Green" – 3:53 (Norum, Keeling)
"Resurrection Time" – 5:08 (Norum, Keeling, Lorber)
"Opium Trail" – 5:21 (Brian Downey, Phil Lynott, Scott Gorham)
"In Your Eyes" – 4:33 (Hughes, Norum, Peter Baltes)
"Blind" – 3:57 (Norum, Marcel Jacob)
"C.Y.R." – 5:22 (Norum, Keeling, Simon Wright)
Guitar Solo – 3:43 (Norum)
"Heart of Stone" – 3:37 (Joey Tempest)
"From Outside In" – 6:12 (Baltes, Norum, Keeling)
"Let Me Love You" – 5:18 (Norum, Jacob)
"Scream of Anger" – 5:01 (Tempest, Jacob)

Aριστοτέλης Βασιλάκης

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Pretenders: “Αlone”

Δέκατη στούντιο κυκλοφορία για την παρέα της γοητευτικής Chrissie Hynde και νέο άλμπουμ μετά από οκτώ χρόνια δισκογραφικής απραξίας. Το ενδιαφέρον του “Alone” είναι ότι την παραγωγή έχει αναλάβει ο ταλαντούχος Dan Auerbach των Black Keys.

Το περιστρεφόμενο καρουσέλ του νέο δίσκου περιλαμβάνει για άλλη μια φορά alternative  rock ήχοι με μπόλικη μελωδική ατμόσφαιρα από ‘60s που ανακατεύονται με αργόσυρτους μοντέρνους blues- soul ρυθμούς όπως γίνεται στα υπέροχα "The Man You Are", "I Hate Myself" και ακόμη πιο έντονα στο εξαιρετικό ομότιτλο κομμάτι.
Η χαρακτηριστική και ιδιαίτερη φωνή της Chrissie Hynde είναι αξεπέραστη αξία αυτή της μπάντας που άλλοτε μελαγχολεί και άλλοτε δημιουργεί μία παράξενη ρομαντική ατμόσφαιρα. Υπάρχουν και στιγμές που οι συνθέσεις γυρνάνε στα ‘80ς αλλά και στα ‘60ς όπως το θαυμάσιο "Holy Commotion" που ακούγεται αρκετά ποπ ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα "Roadie Man" και το ερωτικό "Never Be Together".
Η πινελιά του Dan Auerbach είναι σημαντική αφού δίνει ένα μικρό τόνο ανανέωσης στους Pretenders αφού το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι που δεν έχει ξανασυναντηθεί σε προηγούμενες δουλειές τους και παράλληλα δείχνει απέραντο σεβασμό στην ιστορία του γκρουπ  χωρίς να  αλλοιώνει τίποτα από τον ήχο τους. Βέβαια υπάρχουν και δυνατά κομμάτια σαν τα "Gotta Wait"  και "Chord Lord" με πιο ροκ διάθεση  που θα μπορούσαν να είχαν γράψει άνετα και οι Black Keys.
Συνοπτικά θα λέγαμε ότι η Chrissie Hynde με τούτο το δίσκο αναπολεί το παρελθόν και επιστρέφει στους ήχους που την μάγεψαν στην εφηβεία της και μπορεί να έχει πατήσει τα 65 έτη, όμως παραμένει ένα ευαίσθητο,  ρομαντικό  και πάνω από όλα ροκ πλάσμα.

Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...