Ψάχνοντας στις μνήμες μου να βρω τα πιο
αγαπημένα ακούσματα έρχεται απευθείας στο νου το «There is a Light That
Never Goes Out» από τους Smiths (που δεν νομίζω ότι χρειάζονται
συστάσεις).
Ήταν χαρακτηριστική περίπτωση «love at first sight». Με στίχους γλαφυρούς, to the point, να κρύβουν μια ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια για τη μοναξιά και τον έρωτα και με τη μουσική να δένει απόλυτα δεν μπορεί παρά να κεντρίσει αμέσως το ενδιαφέρον όσων γίνονται δέκτες του. Σίγουρα όχι τυχαία και ο Irvine Welsh, συγγραφέας του Trainspotting, το επέλεξε ως τίτλο του κεφαλαίου που πραγματεύεται την ερωτική απογοήτευση ενός από τους ήρωες. Ακόμη και ο Johny Marr (ο κιθαρίστας των Smiths και συνδημιουργός μαζί με τον Morrissey των μεγάλων επιτυχιών του συγκροτήματος) ομολόγησε ότι στην πρώτη εκτέλεσή του το κομμάτι ήταν ό,τι καλύτερο είχε ακούσει. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στους εμπνευσμένους στίχους του που αποτυπώνουν άρτια την ερωτική απόγνωση η και καρφώνονται σαν πρόκες στην καρδιά:
«Take me out tonight
Where there's music and there's people
And they're young and alive
Driving in your car
I never never want to go home
Because I haven't got one
Anymore
Take me out tonight
Because I want to see people and I
Want to see life
Driving in your car
Oh, please don't drop me home
Because it's not my home, it's their
Home, and I'm welcome no more
And if a double-decker bus
Crashes into us
To die by your side
Is such a heavenly way to die
And if a ten-ton truck
Kills the both of us
To die by your side
Well, the pleasure - the privilege is mine»
Η παραπάνω σύνθεση (με υπαινικτικές αναφορές και στον τραγικό θάνατο του James Dean) περιλαμβάνεται στο άλμπουμ με τίτλο «The Queen is Dead», το οποίο κυκλοφόρησε στις 16 Ιουνίου 1986 αφήνοντας το δικό του ανεξίτηλο στίγμα στα ΄80s. Τρίτη κατά σειρά δισκογραφική δουλειά του συγκροτήματος (μετά από το ντεμπούτο «The Smiths» και το εξαίρετο «Meet is murder») αποτελεί τη μεγάλη στιγμή τους, όπου συνδυάζονται άψογα οι προσωπικές ανησυχίες των δημιουργών του με τη διάθεση για κατακραυγή των ασφυκτικών κοινωνικών συνθηκών κατά τη διακυβέρνηση της Θάτσερ, λίγο μετά από τη συντριβή της μεγάλης απεργιακής κινητοποίησης των ανθρακωρύχων (1984 – 1985).
Η μεγάλη απήχηση του δίσκου στη Βρετανία συνέβαλε στο να εξαπλωθεί η φήμη των Smiths και στην Αμερική και να τους καθιερώσει σε παγκόσμιο επίπεδο ως τη πιο δημοφιλή εναλλακτική ροκ μπάντα για τότε, κάτι που (κακά τα ψέματα) ποτέ δεν επιδίωξαν με τη στάση που υιοθέτησαν από την αρχή της καριέρας τους.
Για την επικράτηση της μπάντας ευνόησαν ασφαλώς και οι τάσεις και περιστάσεις της εποχής εκείνης: το παραδοσιακό rock ΄n roll με ό,τι αυτό πρέσβευε (sex, ναρκωτικά και τα συναφή) έμοιαζε να έχει κουράσει, το «success story» των ΄80s άρχισε να αμφισβητείται και νέα πρότυπα αναζητούνταν. Οι Smiths βρέθηκαν εκεί, την κατάλληλη στιγμή, έχοντας μια πιο φρέσκη και «αγνή» ματιά στα πράματα και εκφράζοντας τη δική τους επαναστατική εκδοχή, έχοντας για «βιτρίνα» έναν εκκεντρικό διοπτροφόρο, με αγάπη στη λογοτεχνία και που αρέσκονταν να ερμηνεύει λικινιζόμενος και σε ιδιόρρυθμες φωνητικές κλίμακες. Η ανταπόκριση των ανήσυχων εφήβων (και μετεφήβων) ήταν άμεση. Πλέον στους δρόμους, στα στέκια, στα κολλέγια και πανεπιστήμια έβλεπες νεαρά παιδιά να κυκλοφορούν φορώντας μπλουζάκια που έφεραν στάμπες με το λογότυπο των Smiths και μιμούμενοι Morrissey να περιφέρονται έχοντας υπό μάλης βιβλία με ποιήματα του Oscar r Wilde και στις τσέπες μπουκέτα από νάρκισσους αναζητώντας τρόπο εφαρμογής των ανατρεπτικών ιδεών που διέδιδε το αγαπημένο τους γκρουπ και διατεινόμενοι ότι είναι ό,τι καλύτερο έχουν βιώσει από την εποχή των Beatles.
Γυρνώντας πάλι στο άλμπουμ, αρκεί κάποιος να του ρίξει μόνο μια ματιά για να καταλάβει ότι έχει να κάνει με μια ξεχωριστή δημιουργία. Ο τίτλος του κάπως «ενοχλητικός», από αμφιλεγόμενη αμερικανική νουβέλα του 1964 («Last Exit to Brooklyn») και στο εξώφυλλο να απεικονίζεται ο Alain Delon σε μια σκηνή θανάτου εμπνευσμένη από τη γαλλική ταινία «L’ insoumis» (επίσης του 1964), αποδίδοντας ένα σχέδιο του ίδιου του Morrissey.
Στο «The Queen is Dead» ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πιο rock πλευρά του συγκροτήματος, όχι βέβαια με τη συμβατική έννοια του όρου: οι ήχοι των τραγουδιών χαρακτηρίζονται σαφώς από μία λανθάνουσα ροκ διάθεση (στα «Bigmouth Strikes Again» και «Vicar in a Tutu»), χωρίς να λείπουν οι μυστήριες ποπ μελωδίες («Cemetry Gates» και «The Boy With the Thorn in His Side») μελαγχολικού κατά βάση περιεχομένου («I Know It's Over» και «There Is a Light That Never Goes Out»), ερμηνευμένα όλα από τον Morrissey με μια «ερμαφρόδιτη» φωνή που μοιάζει να μην υπακούει σε κανέναν κανόνα φωνητικής. Οι μουσικές αυτές συνθέσεις προσέφεραν το κατάλληλο υπόστρωμα για να γραφούν κάποιοι από τους καλύτερους (αν όχι τους καλύτερους) στίχους που έχει να επιδείξει ο Morrissey στην καριέρα του. Στίχοι λυρικοί, ευαίσθητοι, εμπλουτισμένοι με σωστές δόσεις χιούμορ, που υποκρύπτουν κοινωνικά και προσωπικά μηνύματα και ενίοτε αφήνουν να φανούν και οι ανασφάλειες του δημιουργού τους.
Το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου είναι μια δυνατή ροκ σύνθεση με σαφείς επιρροές από Stooges και Velvet Underground. Οι στίχοι βάζουν στο στόχαστρο τη (βρετανική) μοναρχία, ίσως όχι με τον ίδιο (σχεδόν αναιδή) τρόπο που έκαναν οι Sex Pistols με το «God Save the Queen», αλλά πάντως το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο. Ο Morrissey βρίσκει την ευκαιρία να «πετάξει δηλητήριο» στη βασιλική οικογένεια. Σε συνέντευξή του αιτιολόγησε την επιλογή του με το επιχείρημα ότι η βασιλεία ως καθεστώς τελικά δεν μπόρεσε να προσφέρει την ευτυχία που υποσχέθηκε, σε αντίθεση συνέβαλε σε ένα ακόμη πιο μίζερο και ισοπεδωτικό για τις αξίες κοινωνικό περιβάλλον.
Ακολουθεί το ξεκάθαρα χιουμοριστικό «Frankly, Mr Shankly», που αποπνέει ατμόσφαιρα από ταινίες των ΄60’s. Σύμφωνα με (ανεπιβεβαίωτες) φήμες το κομμάτι αφορά στον Geoff Travis, τον παραγωγό και ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρίας των Smiths, της Rough Trade, με την οποία το συγκρότημα είχε (οικονομικές) διαφωνίες και ήθελε να διακόψει τη η συνεργασία («Oh, give us your money !»). Αντιδιαμετρικά αντίθετο το «I Know it’s Over», που αποδίδει μέσα από όμορφες κιθάρες τις πεποιθήσεις του Morrissey για τη μοναξιά, την προσμονή και τη χαμένη αγάπη, υπονοώντας διέξοδο στην αυτοκτονία. Η ίδια διάθεση απαντάται και στο (λίγο κατώτερο ποιοτικά) «Never Had No One Ever», που αποτελεί μια πετυχημένη έκφραση της απογοήτευσης και αποξένωσης («When you walk without ease on these streets where you were raised...»). Με φανερές επιδράσεις από τα ινδάλματα του Morrissey, James Dean (τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα για τον τρόπο που έφυγε από τη ζωή) και Oscar Wilde, προέκυψε το «Cemetry Gates». Έχοντας ως υπόβαθρο παλαιότερες περιπλανήσεις του Morrissey σε νεκροταφείο του Manchester, αποτυπώνει τις εμμονές του στον θάνατο και στις τραγικές φιγούρες μέσα από την παράθεση αποφθεγμάτων των αγαπημένων ποιητών που τον ενέπνευσαν και στοιχείωσαν την καριέρα του.
Και ερχόμαστε στο περίφημο «Bigmouth strikes again», το οποίο προόριζαν οι δημιουργοί του να αποτελέσει την απάντηση στο «Jumpin’ Jack Flash» των Rolling Stones (!). Φιλόδοξη η προσπάθεια και ακόμη πιο πρωτότυπη με καθαρές κιθάρες και ελαφρώς girly backing vocals, ενώ εντοπίζονται και κάποιοι στίχοι «δανεικοί» πάλι από ποιήματα του Oscar Wilde («Talent borrows, genius steals» )
Η συνολική εντύπωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι ίσως και η πιο σημαντική ροκ επιτυχία των Smiths στη σύντομη ιστορία τους με τον χρόνο απλά να λειτουργεί προσθετικά στην αξία της.
Εξίσου σημαντικό και το «The Boy with the Thorn in His Side», μια αληθινά γοητευτική ποπ σύνθεση, που δίνει την ευκαιρία στον Morrissey να εκφράσει την διάθεση κοινωνικής απομόνωσης που χαρακτηρίζει συχνά τους στίχους του («And when you want to live, how do you start? Where do you go? Who do you need to know?»), μεταδίδοντας ταυτόχρονα την αίσθηση που αποκόμιζε το γκρουπ ως το «μαύρο πρόβατο» της μουσικής σκηνής.
Το
γνωστό (πλέον) χιουμοριστικό και σαρκαστικό στυλ των Smiths
χαρακτηρίζει τα «Vicar in a Tutu» (παράξενα ιδιοφυές και με country
ρυθμό) όπου διακωμωδείται η υποκριτική στάση της εκκλησίας και το
(παράδοξου τίτλου) «Some Girls Are Bigger Than Others» με προφανείς
υπαινιγμούς για τα στερεότυπα της γυναικείας ομορφιάς.
Με το «The Queen Is Dead»
έχουμε λοιπόν στη διάθεσή μας ένα μωσαϊκό από ευφυείς μουσικές
δημιουργίες που καταφέρνουν να λειτουργήσουν σε πολλαπλά επίπεδα,
μεταπηδώντας εύστοχα από τα ρομαντικά αισθήματα, τους ανεκπλήρωτους
έρωτες και τους νεκρούς ποιητές στις πολιτικές προκλήσεις της βρετανικής
κοινωνίας και … τα σώματα των κοριτσιών!
Όχι λοιπόν άδικα το περιοδικό NME το ανακήρυξε το 2013 ως το
σημαντικότερο άλμπουμ όλων των εποχών - η εμπορική επιτυχία του οποίου
εξακολουθεί μέχρι και σήμερα – με τους φανατικούς οπαδούς της post punk
να ορκίζονται ακόμη στο όνομά του.
Μαρία Γεωργιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.