Το ελληνικό κοινό των Waterboys ήταν
ανέκαθεν ένα μυστήριο μίγμα, με κέντρο βάρους έξω από τις παραδοσιακές
ροκ παρατάξεις, το ανακάλυψαν λίγοι. Τους είχαν ανακαλύψει λίγοι
νιουγουεΪβίζοντες (στα τελειώματά τους), τουε άκουσαν πολλοί το ’86,
παίρνοντάς τους κατά λάθος για ποπ, καρπώθηκαν το ύφος τους περισσότεροι
μετά το “Fisherman’s Blues”. Όλοι τους αγόραζαν δίσκους και κασσέττες
από προθήκες που έφεραν ταμπελάκι “new rock”.
To κοινό τους έγινε πολυσυλλεκτικό τα τελευταία 10-15 χρόνια, τώρα που ο άνθρωπος πίσω απ’ το όνομα, ο 61χρονος σήμερα Mike Scott, πάντα
ανήσυχος και πλουραλιστής, άφοβος να παίξει με το δικό τους τρόπο ό,τι
του άρεσε, ανήχθη εκτός από ποιητικός τραγουδοποιός και σε μουσικό
ιστοριοδίφη. Αγκάλιασε τη Nashville, το ροκαμπίλυ, το πανκ, ακόμη και το
φανκ, έγραψε κομμάτια για την αγάπη του για τον Elvis, τον Syd Barrett,
τον Hendrix, ακόμη και για τον Mick Jones των Clash.Η πρώτη μετά από 12 χρόνια εμφάνισή τους στο για πρώτη φορά με νομοθετική πρεμούρα άκαπνο Piraeus Academy ήταν βέβαιο ότι θα χαιρετιζόταν από αυτό το διευρυμένο κοινό ως ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Οι Waterboys έχουν φτάσει στο σημείο να δρέπουν τις δάφνες πρωτοτυπίας, επιμονής, oμαδικότητας, πλέον και ροκοσύνης, που δεν είχαν πλησιάσει τα προηγούμενα, μουσικά ένδοξα χρόνια τους, που όλοι τώρα πλέον επικαλούνται ως κλασσικά.
Η θέα και μόνο του εμβληματικού Scott με τον διόσκουρό του – σχεδόν χωρίς διακοπή από το ’85 – δαιμόνιο βιολιστή (πολυοργανίστα, στην ουσία) Steve Wickham γέμισε το κοινό με μια ευφορική προδιάθεση. Ο καθένας περίμενε να ακούσει τα αγαπημένα του, μια ιερά παιδική αντίδραση που δείχνει και το δέσιμο της μπάντας με το κοινό της.
Με μέτριο ήχο, που όσο περνούσε η ώρα βελτιωνόταν από την ικανότατη μπάντα, ο αγέρωχος Scott με κεκτημένο το από τη μουσική περιπλάνηση 40 ετών cool, τραγούδησε, λικνίστηκε, κλώτσησε τον αέρα, ατένισε με αυταρέσκεια, προλόγισε με φλέγμα, έπαιρνε μάτι και κάτι σημειώσεις κοντά στο μόνιτορ χωρίς να φαίνεται και κυρίως, κράτησε σχεδόν ολόκληρο το σετ με μία – τη δική του – κιθάρα, την οποία και άλλαζε ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε επόμενου τραγουδιού.
Με την γνώριμη μετρημένη του κινησιολογία, που αναδεικνύει περισσότερο την εκφραστικότητα των στίχων του, ο Scott σαν καλός bandleader έκανε συχνά κάποια βήματα πίσω για να φανούν οι συμπαίκτες που είχε δίπλα του.
Οι δύο τραγουδίστριες Jes sKav και Zeenie Summers, πιο κρίσιμες στην υποστήριξη του ήχου απ’ ό,τι φαίνεται, έδιναν μια σόουλ ζωντάνια στην εμφάνιση, την ώρα που ο γέρων «καθηγητής» Ralph Salmins πίσω από τα τύμπανα και το «νεούδι» Angus Ralston στο μπάσο (δύο χρόνια μόλις παίζει μαζί τους) κρατούσαν λοκαρισμένοι την πολύτιμη για το ξεδίπλωμα του live ήχου των Waterboysbaseline.
Ο Scott, που ένα του “Hey !” κι ένα του “Ooooh!” έχει περισσότερη ροκ-εν-ρολ ψυχή από τη μισή δισκογραφία των συγχρόνων του νιουγουεϊβ δερβίσηδων της χαρμολυπόμορφης σκοτοδίνης (ονόματα ας μη λέμε), οδήγησε τη μπάντα σε μια εμφάνιση που χωρίς να είναι συνταρακτική, υπήρξε στιβαρή και επαγγελματική. Από αυτές που σου αφήνουν, χάρις τη δύναμη των τραγουδιών, ερμηνευμένων από τον ίδιο το δημιουργό τους, μια ευχάριστη αίσθηση μέθεξης. Φεύγοντας από τη συναυλία τελικά αυτό είναι το κύριο στοιχείο που παίρνεις μαζί σου.
Αυτό είναι που έχει τη δύναμη να σε οδηγήσει, αν είσαι μουσικός τουρίστας, να ψάξεις αυτή την πολύ σημαντική μπάντα. Αυτό το ίδιο που σε κάνει, αν κουβαλάς για καιρό στις αποσκευές σου τον Mike Scott, να ξανακούσεις, εμβαθύνοντας και απολαμβάντας τις λέξεις και τις εικόνες που έχει μοιραστεί μαζί σου αυτός ο σπάνιος auteur.
Setlist:
When Ye Go Away
Dunford’s Fancy (instrumental)
Fisherman’s Blues (η τριπλέτα από το ιδιαίτερα αγαπητό προ 30ετίας “Fisherman’s Blues”, ιδανική για να ζεστάνει εξαρχής το ελληνικό κοινό)
Where The Action Is (ένα από τα καινούρια, από το φετινό άλμπουμ, δυνατό και επίμονο, “Allright. RockN’ Roll”, όπως το εισήγαγε λιτά και περιεκτικά ο Scott)
A Girl Called Johnny (το παλιότερο κομμάτι του σετ, με τον Scott στο πιάνο, ένα δώρο για τους πιο παλιούς φανς)
If The Answer Is Yeah (απ’ το προτελευταίο άλμπουμ “Out Of All This Blue”, πιο ροκ και λειτουργικό απ’ ότι το ποπ/φανκ πρωτότυπο)
Still A Freak (η καίρια, ακατάτακτη ροκ αυτοαναφορά από το “Modern Blues” του 2015)
Medicine Bow (το οποίο παίχτηκε με νεύρο και χαιρετίστηκε με αγαλλίαση)
Nashville, Tennessee (όπου ο Scott συνέστησε ένα – ένα τα μέλη της μπάντας και ο τρελλάρας Paul Brown βρήκε τη ροκ σταρ στιγμή του, πετώντας τα ρούχα του και λίγο αργότερα, αρπάζοντας ένα λευκό κρεμαστό YAMAHA keyboard βγήκε μπροστά και έκανε keybord banging με ξεκαρδιστικές μούτες προς τις πρώτες σειρές)
Ladbroke Grove Symphony (κι αυτό καινούριο, ένα απολαυστικά αυτοαναφορικό ημερολόγιο του Scott)
This Is The Sea (το έπος από το ομώνυμο άλμπουμ του ’85, η ουσία της μουσικής τους, όπου υγρό στοιχείο λυτρώνει από το παρελθόν και ωθεί προς το μέλλον, ήταν το πρώτο που έκανε μεγάλο μέρος του κοινού στο Piraeus Academy 117 να το τραγουδήσει δυνατά, λέξη προς λέξη)
Rosalind (You Married The Wrong Guy) (άλλη μια ροκάρια από
το “Modern Blues”, εξόχως συναυλιακή)
Blues for Baker (ένα συμβατικό ντραμ σόλο περισσότερο σα διάλειμμα, αφιερωμένο στον Goinger Baker– φάτε τα μουστάκια σας νιου γουέϊβ ξενερουάδες -)
We Will Not Be Lovers (το πυρετώδες τρακ από το “Fisherman’s Blues”, με το βιολί του Wickham να παίρνει φωτιά και τον ίδιο να βγαίνει, σε μια Παγκανινική στιγμή που απέσπασε πολύ χειροκρότημα)
The Pan Within (το πολυαναμενόμενο έπος παίχτηκε μόνο με κιθάρα – φωνή και βιολί, από τους διόσκουρους Scottκαι Wickham, προκαλώντας μόνο συγκίνηση)
Morning Came Too Soon (από το διπλό “Out Of All This Blue”)
The Whole Of The Moon (το δεύτερο με τον Scottστο πιάνο, μέσα σε έκρηξη ενθουσιασμού, ταιριαστό φινάλε)
Σε λιγότερο από δύο λεπτά, ξαναβγαίνουν για το μοναδικό encore. “We were in the eighties, not of the eighties”, θα προλογίσει ο Scott, δίνοντας το σύνθημα για μια δυνατή εκτέλεση του Purple Rain.
Whooo !!!
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.