Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Ambrosia: To πιο γλυκό νέκταρ του prog rock


H ιστορία των Ambrosia ξεκινά όταν το ηγετικό δίδυμο της μπάντας David Pack και Joe Puerta συναντήθηκαν σε εφηβική ηλικία (γυρω στα 15) και έφτιαξαν μία μπάντα με την επωνυμία The Sentry's.

Ψάχνοντας για συνεργάτες και περιπλανώμενοι για τρία χρόνια στο South Bay του Λος Άντζελες γνώρισαν τον Christopher North ένας φημισμένο πληκτρά της περιοχής, ο οποίος έπαιζε τρομερά με το Hammond B3, ήταν μπλουζμαν και του άρεσε η ροκ μουσική παράλληλα βρήκαν ντράμερ μέσω μιας οντισιόν που πραγματοποίησαν έναν πρωτότυπο, δημιουργικός και ωραίος τύπος, ονόματι Burleigh Drummond.
Οι Ambrosia ήταν πλέον γεγονός ως κουαρτέτο αποτελούμενο από τους David Pack (κιθάρα, φωνή), τον Joe Puerta (μπάσο, φωνή), τον Christopher North (πλήκτρα) και τον ντράμερ, Burleigh Drummond ξεκινώντας να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους. 

Το αρχικό τους όνομα ήταν "Ambergris Might" όμως κατά την διάρκεια των πρώτων συναυλιών τους, έμαθαν ότι υπάρχει μία ακόμη μπάντα με παρόμοιο όνομα και αναγκάστηκαν να το αλλάξουν. Το καινούργιο όνομα προέκυψε από ψάξιμο στο λεξικό και τους ενθουσίασε το νόημα της λέξης "αμβροσία" που σημαίνει το "νέκταρ των θεών".

Με βάση την πόλη του Σαν Πέδρο στη νότια Καλιφόρνια, οι βασικές επιρροές του γκρουπ ήταν οι Beach Boys και οι Beatles. Παράλληλά ήταν η εποχή που οι φωνητικές αρμονίες και οι μελωδικές γραμμές των Crosby, Stills, Nash & Young και Simon & Garfunkel τους είχαν σαγηνεύσει. Εκείνο όμως το γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον μετέπειτα ήχο τους ήταν όταν είδαν μία παράσταση των King Crimson στο Whisky a Go-Go τον Δεκέμβριο του 1969, η οποία άλλαξε ριζικά την αντίληψή τους για την μουσική και αποφάσισαν να δώσουν ένα πιο progressive προσανατολισμό στις συνθέσεις τους.
Ταυτόχρονα το γκρουπ συνέχιζε να δίνει αρκετές συναυλίες και  έψαχνε να υπογραψει ένα καλό συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική εταιρία.
Το 1971, ένας φίλος τους που έκανε ήχο για το Hollywood Bowl τους προσκάλεσε να παίξουν ζωντανά στη σκηνή για να δοκιμάσουν ένα νέο σύστημα ήχου που είχε εγκατασταθεί.
Ο Gordon Parry, επικεφαλής μηχανικός στο Bowl, εντυπωσιάσθηκε από το παίξιμο των Ambrosia και τους προσκάλεσε να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις της Φιλαρμονικής του Λος Άντζελες. Τους γνώρισε στον  διάσημο Ινδό μαέστρο Zubin Mehta, ο οποίος χαρακτήρισε τους Ambrosia ως μέρος της λεγόμενης All-American Dream Concert και ήταν μία καλή διαφήμιση στην μουσική βιομηχανία της εποχής
Ambrosia είχαν ξεκινήσει ήδη την πορεία τους από το 1970 παίζοντας σημαντικό ρόλο στις ΗΠΑ ενώ τους βοήθησε αρκετά και η συνεργασία του David Pack με μία από τις κορυφαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα, τον Herb Alpert.


 
Ο Herb Albert δεν ήταν απλός ένας σημαντικός μουσικός αλλά συνδύαζε τα πάντα αφού αναλάμβανε ενορχηστρώσεις, παραγωγές, συνθέσεις ήταν τρομπετίστας, τραγουδιστής μέχρι και ζωγράφος και κατάφερνε να παντρεύει με απόλυτη επιτυχία σχεδόν όλα τα είδη μουσικής από latin και jazz μεχρι pop και funk.
Οι Ambrosia αξιοποίσαν αυτή την γνωριμία του D. Pack και συμμετείχαν σε μία οντισιόν για τα Herb Alpert και A&M Records και κατάφεραν να υπογράψουν με την  20th Century Fox Records, για δύο στούντιο κυκλοφορίες.
Ο David Pack αναφέρει σχετικά για αυτή την συμφωνία:
"Αρχικά υπήρξε η σκέψη από την εταιρία να ηχογραφήσουμε 25 ποπ κομμάτια αλλά εμείς επιθυμούσαμε να γράψουμε progressive rock συνθέσεις. Τελικά σε πρώτη φάση επέλεξαν μόνο δυο τραγούδια από τις συνθέσεις που τους στείλαμε οπότε μετά από έξι μήνες στο στούντιο έπρεπε να ηχογραφήσουμε πάλι το άλμπουμ. Τότε βάζουμε ως στόχο να συνεργαστούμε με τον Alan Parsons, καθώς πιστεύαμε ότι ήταν ο μοναδικός παραγωγός που θα μπορούσε να βγάλει τον ήχο που θέλαμε αλλά και να μας βελτιώσει ακόμη περισσότερο. Ήταν θαύμα τελικα που καταφέραμε και τον πείσαμε να μας αναλάβει".
 
Το Φεβρουάριο του 1975 κυκλοφορεί το ομότιτλο ντεμπούτο της μπάντας, το οποίο πραγματικά είναι μία πανδαισία prog και rock ήχων εμπλουτισμένο από sixties μελωδίες. Στην παραγωγή είναι ο Freddie Piro αλλά την μίξη του δίσκου έχει αναλάβει ο Alan Parsons ενώ το άλμπουμ προτείνεται για βραβείο Grammy ως η καλύτερη ηχογραφηση της χρονιάς!
Ο δίσκος κάνει ιδαίτερη αίσθηση και παίρνει από από παντού θετικές κριτικές και σκαρφαλώνει μέχρι το νο 22 των HΠΑ τσαρτ ενώ βγάζει δύο σίνγκλ το πανέμορφο και μελωδικό "Holdin' on to Yesterday" και το "Nice, Nice, Very Nice" βασισμένο σε ένα ποίημα του Kurt Vonnegut Jr.
Παράλληλα ξεχωρίζει το μπητλικό "Time Waits for No One" που τελειώνει με μια ρωσική μπαλαλάικα ενώ το "World Leave Me Alone" ακολουθεί πιο rock/blues φόρμες.
Το "Make Us All Aware" περιέχει εντονα πιανιστικά jazz μέρη και μεσαιωνικές μελωδίες. Στην ατμοσφαιρική μπαλάντα "Lover Arrive" φαίνεται η σφραγίδα του Alan Parsons ενώ στο "Mamma Frog", οι prog/jazz αναφορές είναι κυρίαρχες με την ενορχήστρωση και τις ακραίες περφεξιονιστικές εναλλαγές  να εντυπωσιάζουν.
Το άλμπουμ κλείνει με το "Drink of Water" μία υπέροχη σύνθεση με τα φωνητικά των Puerta (ασύλληπτο παίξιμο στο μπάσο) και Pack να δίνουν ένα πιο μελωδικό χρώμα με τα εμπνευσμένα πλήκτρα του Christopher North να προσδίδουν μία πιο "φευγάτη" απόχρωση στην σύνθεση.
Στο άλμπουμ συμμετέχουν δύο σπουδαίους αρτίστες ο βιολινίστας Daniel Kobialka και ο James Newton Howard (synthesizer programming).

 

Το 1976 μετά από μία μικρή περιοδεία κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ των Ambrosia με τίτλο "Somewhere I've Never Travelled".
Πρωταγωνιστικό ρόλα αναλαμβάνει σε όλο τον δίσκο ο Alan Parsons αφού κάνει τόσο την παραγωγή όσο και τις μίξεις του δίσκου.
Ο ήχος του "Somewhere I've Never Travelled" θυμίζει αρκετά Pink Floyd λόγω του Alan Parsons και είναι ηχογραφημένο στα περίφημα Abbey Road Studios.
Ο δίσκος ξεκινά με τον ντράμερ Burleigh Drummond να ερμηνεύει το μόλις 47 δευτερολέπτων "And" που ουσιαστικά είναι η εισαγωγή στο ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ με τους Pack και Puerta να αναλαμβάνουν τους τραγουδιστικούς τους ρόλους σε μία ταξιδιαρικη σύνθεση.
Ακολουθεί το συγκλονιστικό "Cowboy Star" που είναι μία από τις καλύτερες συνθέσεις τους, με το ντουέτο των φωνητικών να είναι φανταστικό σε σημείο να νομίζεις ότι κάνουν δίδυμο ερμηνείας, ο Jon Anderson (Υes) και ο Peter Gabriel (Genesis) ενώ με την βοήθεια της μελωδικής μπασογραμμής η ατμόσφαιρα που δημιουργείται θυμίζει ένα μικρό soundtrack.
Ακολουθούν τα "Runnin' Away" που είναι αρκετά χαλαρό και το ολιγόλεπτο "Harvey" που παραπέμπει σε Paul Simon.
Το "I Wanna Know" ακολουθεί τα πιο rock μονοπάτια με το πομπώδες ρεφρέν και το "The Brunt" είναι κάτι μεταξύ ELP, Frank Zappa και Gentle Giant σε πιο σχιζοφρενική μορφή αφού στο ενδιάμεσο ακούγονται πολεμικές ιαχές.
To ιδιόμορφο "Danse With Me George (Chopin's Plea)" αναφέρεται στη σχέση του κλασικού συνθέτη Chopin με την George Sand, την περίφημη γυναίκα συγγραφέα που προσποιήθηκε ότι ήταν άντρας και τάραξε τα ήθη στην Γαλλία το 19 αιώνα. Εδώ ακούμε την τρομερή δουλειά που έει κάνει στα πλήκτρα ο Christopher North  αλλά και τον Ruth Underwood (Frank Zappa) που παίζει marimba και τον Andrew Powell που έχει αναλάβει το ενορχηστρωτικό τμήμα μιας και η εν λόγω σύνθεση περιέχει πλήθος από κλασικά στοιχεία. Η βοήθεια του Α. Powell στις συνθέσεις "Cowboy Star" και "We Need You Too"  είναι καθοριστική ώστε να θεωρηθεί το "Somewhere I've Never Travelled" ένα από τα ορόσημα άλμπουμ του προοδευτικού ροκ.
Τέλος το "Can't Let a Woman" είναι μία θαυμάσια ροκιά ενώ στο άλμπουμ συμμετέχουν οι Ian Underwood (σαξόφωνο) και  Daniel Kobialka (βιολί).



Τον Αύγουστο του 1978 κυκλοφορούν τον τρίτο τους δίσκο με τίτλο "Life Beyond L.A.", αυτή την φορά κάτω από την δισκογραφική στέγη της Warner Bros Records αλλά και την ενεργή συμμετοχή ενός επιπλέον κιμπορντίστα του David C. Lewis. O λόγος σύμφωνα με τα λεγόμενα του David Pack ήταν ότι:
 "O Christopher North αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχοσωματικά προβλήματα και ήδη είχε αποκοπεί από το γκρουπ ενώ ουσιαστικά παίζει μόνο σε δύο κομμάτια του δίσκου. Είχαμε όλοι ανησυχήσει πάρα πολύ και φοβόμαστε μήπως βάλει τέλος στην ζωή του". Πάντως η άποψη του C. North ήταν διαφορετική και ισχυριζόταν ότι είχε οικογενειακές υποχρεώσεις.
 
Ο Freddie Piro επιστρέφει στην παραγωγή με τον Alan Parsons να είναι πάλι στις μίξεις ενώ το κλίμα στο άλμπουμ είναι κυρίαρχο από εύπεπτους jazz ρυθμούς συνδυασμένους με το soft rock ήχο της εποχής με βάση πάντα το prog rock.
Ο δίσκος ξεκινά δυναμικά με το ομότιτλο κομμάτι σε ροκ ύφος και δεξιοτεχνικές πινελιές με το ρεφρέν να βοηθά σε αυτην την κατευθυνση.
Ακολουθεί το δίλεπτο "Art Beware" με την φυσαρμόνικα να χρωματίζει την σύνθεση και αμέσως μπαίνει το εξαιρετικό jazz-rock "Apothecary". Με το "If Heaven Could Find Me", η μπάντα μας υπενθυμίζει ότι λατρεύει το melodic soft rock ενώ το "How Much I Feel" σε soul διάθεση (σύνθεση του David Pack) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους αφού έφτασε μέχρι το νο 3 των HΠΑ τσαρτ όπως και το άλμπουμ "Life Beyond L.A." που σκαρφάλωσε μεχρι το νο 19.
Μία από τις πιο αγαπημένες συνθέσεις από το συγκεκριμενο δίσκο είναι το θαυμάσιο φάνκυ "Dancin' by Myself" με το μπάσο του Puerta να δίνει ρεσιτάλ. Το "Angola" που ακολουθεί έχει μία παιχνιδιάρικη διάθεση σε "αφρικάνικο" ρυθμό.
Το εκπληκτικό "Ηeart to Heart" έχει μία απίστευτη μελωδία, με ανατριχιαστικές ερμηνείες από τους Pack και Puerta με το βιολί της Daniel Kobialka να απογειώνει την σύνθεση και να δημιουργεί ένα  μικρό ύμνο.
Ο δίσκος κλείνει με το "Not as You Were" όπου το aor-αδικο ρεφρέν "σώνει" την σύνθεση και τέλος το αργόσυρτο "Ready For Camarillo" ακούγεται αρκετά ροκάδικο για τα "γούστα" των Ambrosia χάριν της ερμηνείας του Joe Puerta.
Το γκρουπ ήδη στην Αμερική είχε κάνει μεγάλο όνομα και προσπάθησε να περιοδεύσει στη Ευρώπη ώστε να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερο κοινό. Οι πιέσεις στη εταιρίας τους δεν εφερε αποτέλεσμα και  τελικά δεν τα κατάφεραν αφού υπήρξε κακή διαχείρηση από τους promoters καθώς και από τους managers του γκρουπ.
 
Οι Ambrosia τον Απρίλιο του 1980 κυκλοφορούν το τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους με τίτλο "One Eighty" υποδηλώνοντας το διαζύγιο με το prog rock για την συγκεκριμενη κυκλοφορία.
Στην παραγωγή είναι ξανά ο Freddie Piro αλλά όχι ο Alan Parsons, κλείνοντας έναν κύκλο δημιουργικής συνεργασίας μαζί του.


 
Στο εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζονται οι τρεις Ambrosia (Pack, Puerta, Drummond) αφού στα κιμπορντς είναι πλέον ο David C. Lewis παρόλα αυτά όμως συμμετέχει και ο Christopher North σε δευτερόντα ρόλο. Το ίδιο είχε συμβεί και στο προηγούμενο εξώφυλλο άλμπουμ της μπάντας με τους τρεις να φωτογραφίζονται και να απουσιάζει ο αρχικός τους πληκτρας λόγω των προβλημάτων που προαναφέραμε.
Ο δίσκος ξεκινά με το έξοχο "Ready" θυμίζοντας ολίγον Reo Speedwagon ενώ το "Shape I'm In" διατηρεί τα ροκ χαρακτηριστικά της μπάντας σε αξιοπρεπή επίπεδα με μία όμορφη έκπληξη στα κυρίως φωνητικά να ακούει στο όνομα του Royce Jones. Μία υπέροχη έγχρωμη φωνή που ειχε συνεργαστεί με τους Steely Dan και δείχνει ότι η μπάντα ήθελε να κάνει ένα διαφορετικό βήμα.
Το "Κamikazi" θυμίζει Police με μία πιο new wave ματιά αφού αυτός ο ήχος ήταν της μόδας εκείνη την περίοδο ενώ περιέχει και ασιάτικες μελωδίες!
Ακολουθεί το "You're the Only Woman" σε soft rock ύφος ενώ το "Rock 'n a Hard Place" είναι μία "ροκ στροφή" παραπάνω με συνθέτες εκτός από την γνωστή δυάδα και τον σκηνοθέτη  Jeremy Joe Kronsberg.
Στο "Livin' on My Own" έχουμε μία τριάδα ερμηνευτών Jones, Puerta και Pack ακολουθώντας το παράδειγμα των Doobie Brothers επηρεασμένοι κυρίως από τον Michael McDonald που εκείνη την εποχή οδήγησαν αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα να χρησιμοποιούν τριπλούς ερμηνευτές. Επίσης σε αυτό συνέβαλε  και η περιοδεία που είχαν κάνει μαζί τα δύο γκρουπ.
Το άλμπουμ συνεχίζει με το "Cryin' in the Rain" που είναι μία ροκ σύνθεση του ντράμερ Burleigh Drummond και την τραγουδάει ο ίδιος.


Το "No Big Deal" απλά είναι ένα μέτριο rock 'n roll κομάτι και ο δίσκος κλείνει με μία μεγάλη εμπορική επιτυχία των Ambrosia, το μελιστάλακτο "Biggest Part of Me" (νο 3 ΗΠΑ, τσαρτ) και στο βιολί συμμετέχει ο τζαζίστας Ernie Watts. Το "One Eighty" προτάθηκε για τρία βραβεια grammy κερδίζοντας τον τίτλο Best Pop Vocal Group.
 
Τον Μαίο του 1982 κυκλοφορούν το πέμπτο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ τους με τίτλο "Road Island".
Στην παραγωγή αυτή την φορά δεν είναι κάποιος από τους παλιούς γνώριμους αλλά ένας μηχανικός ήχου ονόματι James Guthrie, ο οποίος έχει αναλάβει πάμπολες δουλειές των Pink Floyd.
 
Το άλμπουμ ξεκινά εξαιρετικά με τα "For Openers (Welcome Home)" και "Still Not Satisfied" όπου το πνεύμα των Pink Floyd είναι έντονο και σε πιο ροκ διάθεση. Το "Kid No More" είναι ένα συμπαθητικό ροκαμπίλι κομμάτι ενώ η ποπ μπαλάντα "Feelin' Alive Again" ξεχωρίζει για την ερμηνεία του David Pack καθώς και η άλλη μπαλάντα "Fool like me" για την ερμηνευτική απόδοση του Puerta.
Το "How Can You Love Me" ανεβάζει ξανά την ροκ διάθεση του δίσκου και το "Ice Age" είναι μία ξεχωριστή prog rock σύνθεση με δαιδαλώδη ενορχήστρωση.
O δίσκος κλείνει μελωδικά το "Endings" με το  σόλο κιθάρας να είναι εμπνευσμένο από τον Gilmour.
Στην περιοδεία που ακολούθησε ο πληκτράς David C. Lewis αντικατάσταθηκε από τον Bruce Hornsby ενώ η εμπορική αποτυχία του άλμπουμ οδήγησε την μπάντα στην διάλυση.

 

Ο David Pack ακολούθησε σόλο καριέρα με πολαπλλές δράσεις (παραγωγή, ενορχηστρώσεις, σύνθεση) και συνεργάστηκε με πολλούς κορυφαίους καλλιτέχνες. Το σόλο άλμπουμ του Pack του 1985, "Anywhere You Go", περιελάμβανε το τραγούδι "Prove Me Wrong", το οποίο εμφανίστηκε επίσης στο soundtrack της ταινίας White Nights του 1985 ενώ ο Joe Puerta έγινε ιδρυτικό μέλος των Bruce Hornsby and the Range.

Το 1989, οι Ambrosia επανενώθηκαν με τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη και άρχισαν να παίζουν ξανά ζωντανά, κυρίως στη Δυτική Ακτή και στην μπάντα συμμετείχαν επίσης ο Tollak Ollestad (φωνητικά, πληκτρα, φυσαρμόνικα) και Shem von Schroeck (φωνητικά, κρουστά, μπάσο, κιθάρα).
Οι κατά καιρούς συναυλίες συνεχίστηκαν χωρίς καμία στούντιο κυκλοφορία ενώ από το 1995 και μετά οι συγκρούσεις μεταξύ Pack και Puerta πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις με συνέπεια να υπάρξει δικαστική διένεξη με τον Pack να συμμετέχει για τελευταία φορά με τους Ambrosia στις συναυλίες για την 30η επέτειο του γκρουπ το 2000.
Η προσωπικότητα του David Pack είτε σαν παραγωγός είτε σαν σόλο καλλιτεχνης ξεχώρισε τα επόμενα χρόνια αφού η συνεργασία του σε παραγωγές άλλων καλλιτεχνών (Kenny Loggins, Michael McDonald, David Benoit,  Patti Austin), σε soundtrack, σε χριστινιακά gospel άλμπουμ και σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σόου είχαν μεγάλη αποδοχή.
Μάλιστα ο θρυλικός παραγωγός Quincy Jones είχε αποθεώσει τον σπουδαίο μουσικό αναφέροντας:
"Οτιδήποτε αγγίζει ο David Pack, τo ανυψώνει και αυτό είναι ένα πραγματικό δώρο από τον Θεό."
 
Οι Ambrosia συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να υφίστανται και τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν αλλάξει αρκετά μέλη ενώ από την μπάντα έχουν περάσει σπουδαίοι μουσικοί όπως οι: Ken Stacey (Michael Jackson, Phil Collins), Tollak Ollestad ( Don Henley,Kenny Loggins), Shem von Schroeck (Toto, Sting), Robert Berry (Emerson and Carl Palmer, Alliance), Rick Cowling (Bonnie Raitt, Gladys Knight, Κenny Loggins) και Doug Jackson.

Υ.Γ.1: Τα τέσσερα μέλη της Ambrosia έπαιξαν στο πρώτο άλμπουμ των Alan Parsons Project, με τίτλο "Tales of Mystery and Imagination", το οποίο ηχογραφήθηκε λίγο μετά το πρώτο άλμπουμ της Ambrosia. Ο David Pack εμφανίστηκε αργότερα στο άλμπουμ Alan Parsons "Try Anything Once" (1993), σαν συνθέτης και τραγουδιστής σε τρία κομμάτια.

Υ.Γ.2: Το 1976, η ομάδα η μπάντα ηχογράφησε το τραγούδι των Beatles "Magical Mystery Tour" για το μουσικό ντοκιμαντέρ "All This and II War World" (Νοέμβριος 1976). Το soundtrack της ταινίας αποτελούνταν από διαφορετικούς καλλιτέχνες που παρείχαν διασκευές τραγουδιών των Beatles. Η εκδοχή τους για το "Magical Mystery Tour" σημείωσε την πρώτη τους επιτυχία. 

Υ.Γ.3:  Το 1980, το συγκρότημα ηχογράφησαν το τραγούδι "Outside" στην ταινία Inside Moves και το "Feels So Good to Win" που εμφανίστηκε στην ταινία Coast to Coast αργότερα το ίδιο έτος. Την επόμενη χρονιά έβαλαν ένα άλλο κομμάτι, το "Poor Rich Boy" (γραμμένο από τον Burt Bacharach), στο soundtrack της ταινίας Arthur.
 

Y..Γ.4: O Leonard Bernstein, ένας από τους πιο φημισμένους και επιδρατικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, ήταν μέντορας και φίλος του D.Pack  καθώς επίσης ήταν και νονός της υιοθετημένης κόρης του Beth. Μάλιστα το 1996 o D. Pack έκανε την παραγωγή του θρυλικού "The Songs of West Side Story", κάνοντας ένα λαμπρό αφιέρωμα στον πρώην φίλο του, μαέστρο Leonard Bernstein.
Συμμετείχαν μια πλειάδα σούπερ σταρ όπως η Aretha Franklin, η Natalie Cole, η Selena, η Wynonna, η Trisha Yearwood, ο Little Richard, ο Chick Corea, ο Phil Collinsκαι πολλοί άλλοι σπουδαίοι ερμηνευτές δίνοντας ένα σύγχρονο καλλιτεχνικό τρόπο, προσέγγισης στα διαχρονικά τραγούδια του West Side Story.

Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Journey - "Infinity": Steve Perry, ένα ταξίδι στο "άπειρο"



Πολλοί θεωρούν ακόμη και σήμερα ότι Journey χωρίς τον Steve Perry δεν πρέπει να υφίστανται παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει σχεδόν διόμισι δεκαετίες από την μέρα που έφυγε από την μπάντα ενώ ο Neal Schon και η παρέα του συνεχίζουν να κυκλοφορούν αξιόλογα άλμπουμ.
Φυσικά όσοι διαδέχτηκαν τον Perry (Steve Augeri, Arnel Pineda) θυμίζουν έντονα το ηχόχρωμα της φωνής του, οπότε η συμβολή του μεγάλου ερμηνευτή στην ιστορία της μπάντας είναι κατά την γνώμη μου αξεπέραστη.
Οι περισσότεροι από τους οπαδούς των Journey αναπολούν άλμπουμ όπως τα "Εscape" και "Frontiers" ή ορισμένοι "κολλημένοι" θεωρούν πως μόνο όταν είχαν τον prog ήχο των τριών πρώτων δίσκων ήσαν αξιοπρόσεκτοι.
Ανάμεσα όμως σε αυτές τις δύο περίοδους δηλαδή από την αγώνα της αναγνώρισης και την αποδοχής μέχρι την ολοκλήρωση της μεγάλης επιτυχίας, συνέβησαν μερικά απίθανα γεγονότα που άλλαξαν την πορεία της μπάντας  διότι  την ιστορία εκτός από τις παρέες, την γράφουν όσοι έχουν ένστικτο και μυρίζουν το ταλέντο και την επιτυχία.
Το "Infinity", το τέτρρτο στούντιο άλμπουμ του γκρουπ ήταν η αφετηρία για την μεγάλη διαδρομή που θα ακολουθούσαν οι Journey και αξίζει να μάθουμε ή να ξαναθυμηθούμε πως προέκυψε τούτος ο θαυμάσιος δίσκος.
     
Ο Stephen Ray Perry γεννήθηκε στο Χάνφορντ της Καλιφόρνια από Πορτογάλους γονείς και η αγάπη που είχε για την μουσική την ενίσχυσε ο πατέρας του Raymond Perry (Pereira), που ήταν τραγουδιστής και συνιδιοκτήτης ενός ραδιοφωνικού σταθμού ονόματι KNGS. 
Οι γονείς του S. Perry χώρισαν όταν ήταν οκτώ ετών και με την μητέρα του μετακόμισαν στη φάρμα των παππούδων του ενώ το τραγούδι που τον σημάδεψε στην παιδική του ηλικία ήταν η σύνθεση του Sam Cooke με τίτλο "Cupid".
Ο Perry μετακομίζει ξανά λίγα χρόνια αργότερα στο Lemoore της Καλιφόρνια και στο γυμνάσιο μαθαίνει να παίζει, ντραμς και να συμμετέχει στις πρώτες του εξωσχολικές μπάντες. Μετά την αποφοίτησή του, παρακολούθησε το College of the Sequoias, στην Visalia της Καλιφόρνια, όπου τραγούδησε μαζί με τον πρώτο τενόρο στη χορωδίας ενώ η μητέρα του, τον ενθάρρυνε σε όλες τις μουσικές δραστηριότητες που έκανε.
Εκείνη την εποχή η ποπ, ροκ και σόουλ μουσική είχαν τρομερή δημοτικότητα και τα ακούσματα του Perry ξεκίναγαν από τον Elvis, τους Beatles, τους Cream, τους The Beach Boys και έφτανε μέχρι τον Frankie Valli, τον Marvin Gaye και τον Joe Tex ενώ λάτρευε τις γυναικείες φωνές όπως της Diana Ross, της Dee Dee Sharp και της μεγάλης Aretha Franklin. Όμως η μεγάλη του αγάπη ήταν οι ηχογραφήσεις της Motown και τα κομμάτια του Sam Cooke.
Στην δεκαετία του '70 σχηματίζει τους Ice, παρέα με τον μελλοντικό μουσικό παραγωγό Scott Mathews που διαλύονται λίγο καιρό αργότερα και το μόνο θετικό από αυτή την ιστορία ήταν η γνωριμία του με ένα από τα είδωλά του, τον Steve Wonder αφού οι Ice ηχογραφούσαν στα Record Plant στούντιο στο Λος Άντζελες και ακριβώς δίπλα ηχογραφούσε ο Stevie Wonder το άλμπουμ του "Talking Book".
Το 1975, ο Perry μετακομίζει στο Thousand Oaks της Καλιφόρνια, και δημιουργεί ένα προοδευτικό ροκ συγκρότημα που ονομάζεται Pieces με τον Tim Bogert (συνεργάτη  για ένα διάστημα με τον Jeff Beck), τον Denver Cross και Eddie Tuduri, οι οποίοι μετά από ενάμισι χρόνο διαλύονται αφού δεν μπόρεσαν να κλείσουν ένα ικανοποιητικό συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική εταιρία ενώ το ίδιο "άτυχος" ήταν και με τους Captain Beyond οι οποίοι αναζητούσαν εκείνη την περίοδο τον αντικαταστάτη του Rod Evans (πρώην Deep Purple).
 
                              "Η απροσδόκητη πρόταση"
Μπορεί λοιπόν ο Steve Perry να έψαχνε την χρυσή ευκαιρία για να κάνει το ροκ όνειρο του πραγματικότητα όμως εκείνο που όρισε την μοίρα του ήταν ένα οδυνηρό γεγονός αλλά κυρίως
η πρόταση του μάνατζερ των Journey, Walter "Herbie" Herbert,  η οποία ήρθε την στιγμή που ο σπουδαίος ερμηνευτής θρηνούσε για τον χαμό από τροχαίο, του μπασίστα φίλου και συνεργάτη του Richard Michaels που έπαιζαν μαζί στους Alien Project (προηγούμενο όνομα Street Talk).
Παράλληλα η Columpia Records μέσω του Don Ellis προσπαθούσε να τους φέρει ένα καλό συμβόλαιο, όμως το τραγικό συμβάν έφερε το πρόωρο τέλος στο σχήμα.


Ο Perry επέστρεψε στο Lemoore και αποφάσισε να μην συνεχίσει την καριέρα του, μη μπορώντας να ξεπεράσει τον χαμό του φίλου του αλλά για μία ακόμη φορά η γονική στοργή έφερε αποτέλεσμα και με την παρότρυνση της μητέρας του, απάντησε στα επίμονες τηλεφωνικές κλήσεις του Walter "Herbie" Herbert, που είχε πιστέψει πάρα πολύ στις ερμηνευτικές δυνατότητες των S.Perry. Άλλωστε ο Herbert είχε μέντορα τον περίφημο Γερμανό-Αμερικανό ιμπρεσάριο και πετυχημένο διοργανωτή συναυλιών Bill Graham, ο οποίος είχε αναδείξει ονόματα όπως οι Grateful Dead, Jefferson Airplane,  Big Brother and the Holding Company, δείχνοντας τον δρόμο πόσο κερδοφόρος είναι ο συνδυασμός επιχειρηματικού μυαλού αλλά και μουσικής επίγνωσης  και αξιοποίησης των υπάρχοντων ταλέντων.
Αντιλαμβανόμενος ο δαιμόνιος μάνατζερ (με βάση όσα του είχε μάθει ο Bill Graham), ότι οι Journey για να κάνουν το παραπάνω βήμα και να αποκτήσουν επιπλεόν εμπορικό αντίκτυπο τα άλμπουμ τους, όφειλαν σιγά-σιγά να βάλουν στην άκρη τον progressive ήχο τους και να ακολουθήσουν πιο mainstream μονοπάτια.
Εν τω μεταξύ το demo με τα κομμάτια των Alien Project, το είχε ακούσει ο Walter "Herbie" Herbert, και ακούγοντας τη φωνή του Steve Perry ονειρεύτηκε ότι αυτή ήταν η καθοριστική αλλαγή που έπρεπε να κάνουν οι Journey και παράλληλα αποκτούν επιτέλους έναν κανονικό frontman με την ελπίδα να κερδίσουν περισσότερους οπαδούς.
Η σύνθεση που εντυπωσίασε τον Walter "Herbie" Herbert, από το demo των Alien Project ήταν το "If You Need Me Call Me", όπου η ερμηνεία του Steve Perry είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική και του έδωσε το διαβατήριο για τους Journey!
Όμως η πραγματικότητα στην μπάντα εκείνη την χρονική περίοδο ήταν πολύ διαφορετική μιας και λίγους μήνες πριν είχαν προσλάβει τον Robert Fleischman, ως frontman στους Journey ο οποίος είχε προλάβει από το Ιούνιο μέχρι το Νοέμβριο του 1977 (τόσο έμεινε στο γκρουπ) να έχει κάνει αρκετές εμφανίσεις και να έχει γράψει υλικό για το επόμενο άλμπουμ της μπάντας, το υπέροχο "Infinity".
 
Μπροστά σε αυτό το εμπόδιο που άκουγε στο όνομα Robert Fleischman, μία γραφειοκρατική παράλειψη λογιστών και συμβολαιογράφων, βοήθησε τον πανέξυπνο μάνατζερ να απολύσει διακριτικά τον R. Fleiscman ο οποίος έκανε το λάθος να μην έχει υπογράψει επίσημα κάποια συμφωνίαμε την εταιρία του Herbert ενώ του χρέωσαν και διάφορου είδους προβλήματα συμπεριφοράς ώστε να δικαιολογηθεί στον τύπο η συγκεκριμένη απόφαση.
Επιπρόσθετα ο "πανούργος" Walter "Herbie" Herbert, δεν είχε μείνει όλο το προηγούμενο διάστημα απαθής αφού μοναδικός σκοπός του, ήταν να προσλάβει τον Perry στους Journey εν αγνοία του "άτυχου" Fleischman.
Το σχέδιο του Herbert, ήταν λιγάκι ριψοκίνδυνο αφού σε μία περιοδεία των Journey, "κουβάλησε" μαζί του τον Steve Perry και τον "βάπτισε" "ξάδερφο του" ώστε να αποφύγει τις ερωτήσεις και τα τυχόν παράπονα του Fleischman, ενώ η μπάντα τον δοκιμάζε κρυφά.
Με την σειρά του ο Steve Perry δεν διέψευσε τις προσδοκίες του ανήσυχου μάνατζερ με αποτέλεσμα η "κρυφή" πρόβα να εντυπωσιάσει όλους τους παρεβρισκόμενους και στις 28 Οκτωβρίου 1977 στο Σαν Φρανσίσκο ανακοινώνεται και επίσημα ότι ο Perry είναι ο νέος τραγουδιστής των Journey.
 
Aς δούμε όμως πως περιγράφει Steve Perry τις δικές του πρώτες εντυπώσεις με τους Journey:
"Νομίζω ότι ήταν στο Ντένβερ του Κολοράντο - άνοiγαν την συναυλία των Emerson, Lake και Palmer εκείνη την περίοδο Έτσι βρέθηκα, παρέα με το συγκρότημα ώστε να γνωριστούμε καλύτερα.  Ο Neal και εγώ γράψαμε το πρώτο μας τραγούδι εκείνο το βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, μετά την παράσταση. Ονομάζεται "Patiently" και τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά.
Εκείνη την χρονική περίοδο η Κολούμπια πίεζε αφόρητα τους Journey να γράψουν περισσότερη εμπορική μουσική ώστε να μπορεί να τα παίζει το ραδιόφωνο συχνότερα".
Ταυτόχρονα και ο κιθαρίστας Neal Schon  σε μία συνέντευξη του περίπου το 2000, επιβεβαιώνει τα όσα είχαν συμβεί τότε με τον σχεδιασμό για το μέλλον των Journey αναφέροντας τα εξής:
"Mετά τα τρία πρώτα άλμπουμ είχαμε κλείσει έναν κύκλο σημαντικής πορείας κάνοντας αυτό που ονειρευόμαστε. Με το πρώτο μας άλμπουμ πουλήσαμε λίγο πάνω από 100.000 δίσκους σχετικά καλά για τα δεδομένα της εποχής αν και σήμερα αυτό το νούμερο είναι αξιοσέβαστο!
Για πέντε χρόνια όλα ήσαν εξαντλητικά. Περιοδεύαμε συνεχώς, σχεδόν δέκα μήνες τον χρόνο για να μείνουμε γνωστοί και τους υπόλοιπους μήνες βρισκόμαστε στο στούντιο και ηχογραφούσαμε νέα μουσική. Κυκλοφορήσαμε τρία άλμπουμ και είδαμε πλέον ότι χρειαζόμαστε ένα κανονικό frontman.
Ήδη τα μηνύματα από την εταιρία μας ήταν ανησυχητικά δίνοντας μας τελεσίγραφο ότι για να μας παίξουν τα ραδιόφωνα και να πουλήσουμε περισσότερους δίσκους πρέπει να ππροσλάβουμε κανονικό frontman αλλιώς θα διακόψουν την συνεργασία μαζί μας. Η απογόητευση μας ήταν μεγάλη και είχαμε αγχωθεί αφού όλοι νιώθαμε ότι είχαμε κουραστεί υπερβολικά για όλο εκείνο το χρονικό διάστημα.
Όταν βρεθήκαμε με τον Perry ήμουν γοητευμένος με την φωνή του από κάποιες δοκιμαστικές πρόβες που κάναμε και κολλήσαμε εξ αρχής. Γράψαμε αμέσως το "Patiently" και μετά στο σπίτι το Greg Rollie την μπαλάντα "Lights".

 
                             "Ταξίδι στο άπειρο"
Η μεγάλη αλλαγή στους Journey είναι πλεόν γεγονός αφού εκτός από την αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης και την πρόσληψη νέου τραγουδιστή έχουμε επίσης άλλη μία δυνατή μεταγραφή που ακούει στο όνομα Roy Thomas Baker, τον περίφημο παραγωγό των Queen.
Οι ηχογραφήσεις κρατούν περίπου τρεις μήνες και τον Ιανούριο του 1978 το "Infinity" βρίσκεται στα ράφια των δισκοπωλείων, σηματοδοτώντας μία μεγάλη στροφή της μπάντας και ανοίγοντας νέους ορίζοντες σε όλα τα επίπεδα.
Ένα ακόμη δυνατό όπλο των Journey είναι ότι από το ξεκίνημα τους υπήρχε μία θαυμάσια βάση τριών σπουδαίων μουσικών που είχαν ενεργή παρουσία τόσο στο στούντιο με την ηχογράφηση ήδη τριών άλμπουμ αλλά κυρίως με την δεξιοτεχνία και το άριστο παίξιμο τους στις αμέτρητες συναυλίες που έδιναν σε όλες τις πόλεις των ΗΠΑ.
Ο λόγος για τον μπασίστα Ross Valory, τον ντράμερ Aynsley Dunbar και φυσικά τον πολυτάλαντο Gregg Rolie, με τον τελευταίο να έχει επωμιστεί μεγάλος βάρος της μπάντας (σύνθεση, ερμηνεία, πλήκτρα). Αν και ηλικιακά όλοι κοντευαν τα τριάντα, η εμπειρία που είχαν αποκτήσει ήταν μεγάλη. Οι Schon και Rolie είχαν παίξει ήδη με τον Santana στο Woodstock αλλά και στα πρώτα στούντιο άλμπουμ του Μεξικανού κιθαρίστα ενώ o Ross Valory, είχε ήδη δείξει το ταλέντο του με τους Steve Miller Band.
Ο Aynsley Dunbar είναι μία κατηγορία από μόνος του, ο οποίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του, την δεκαετία του '60 με τον John Mayall & the Bluesbreakers ενώ πριν τους Journey είχε παίξει σε αρκετά άλμπουμ σημαντικών καλλιτεχνών όπως ο Frank Zappa and the Mothers, ο David Bowie, ο Lou Redd ενώ ήδη είχε κυκλοφορήσει δικά του σόλο άλμπουμ. Μετά την φυγή του από τους Journey ήταν ο πιο περιζήτητος session ντράμερ και συνεργάστηκε με τον Sammy Hagar Whitesnake, Jefferson Starship, UFO και πολλούς άλλους.
Όλη αυτή η δυνατή ομάδα είχε πλέον στην διάθεσή της, μία τρομερή φωνή, τον Steve Perry και με το "Infinity" αρχίζει ένα ταξίδι στο "άπειρο" που θα άφηνε τις καλύτερες αναμνήσεις στην παγκόσμια ροκ κοινότητα.
Το άλμπουμ ξεκινά με την αθάνατη μπαλάντα "Lights", που είναι το δεύτερο κομμάτι που έγραψαν μαζί το δίδυμο Schon-Perry και αναφέρεται στην πόλη που είχαν ως βάση το San Francisco, αν και μέρος της σύνθεσης έχει γραφτεί στο Los Angeles. Το κομμάτι ακόμη και σήμερα  παίζεται συχνά στα παιχνίδια μπέιζμπολ της ομάδας του Σαν Φρανσίσκο και έφτασε μέχρι το νο 68 του Billboard.
Η συνέχεια ανήκει στα λατρεμένα "Feeling That Way" και "Anytime", όπου το φωνητικό ντουέτο ανάμεσα στον Gregg Rolie και Steve Perry είναι έξοχο, με τα χορωδιακά φωνητικά να κυριαρχούν. Το "Feeling That Way" υπήρχε ως σύνθεση γραμμένη πριν έρθει στους Journey, ο Perry και παραλίγον να κυκλοφορήσει στο προηγούμενο άλμπουμ της μπάντας το "Next" αλλά ευτυχώς όμως απολαμβάνουμε μία ονειρική στιγμή της μπάντας.
Επιπρόσθετα στο "Anytime", στους συνθέτες διαβάζουμε το όνομα του Robert Fleischman ενώ τα δύο κομμάτια επειδή ήταν ουσιαστικά κολλημένα μεταξύ τους (στην έκδοση του βινυλίου) δηλαδή χωρίς να υπάρχει το μικρό κενό, πολλοί ραδιοφωνικοί παραγωγοί μπερδευόντουσαν και πιστεύοντας ότι είναι μόνο μία σύνθεση με αποτέλεσμα να παίζουν σερί τα "Feeling That Way" και "Anytime", νομίζοντας ότι είναι ένα κομμάτι!!!
Στη συνέχεια συναντάμε το "La Do Da" που είναι μία καταιγιστική αμερικάνικη hard rock σύνθεση και η πρώτη πλευρά του βινυλίου κλείνει με το μελαγχολικό "Patiently" που είναι αφιερωμένο στην μνήμη των αδικοχαμένων μελών των Lynyrd Skynyrd, (Ronnie Van Zant, του κιθαρίστα Steve Gaines και της τραγουδίστριας Cassie Gaines) που σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα τον Οκτώβριο του 1977.
 
"Here I stand so patiently
For your lights to shine on me
For your song inside of me
This we bring to you

In the shadow of love
Time goes by leaving me helpless
Just to reach and try
To live my life
These are my reasons, so

here we stand so patiently
For your song inside of me
For your lights to shine on me
This we bring to you
One, One, in a million"
 
Η δεύτερη πλευρά του "Infinity" ξεκινά με το αφηγηματικό "Wheel in the Sky" (#57, USA chart) που είναι από τις πιο κλασικές ροκ στιγμές της μπάντας στο οποίο συναντάμε ξανά στους συνθέτες τον Robert Fleischman.

 
Ακολουθεί το ανατριχιαστικό μπαλαντοειδές "Somethin' to Hide" με τον Perry να κάνει μία "θεική" ερμηνεία συνδυάζοντας soul και rock στοιχεία και την μπάντα να παίζει μία μαγική μελωδία.
Το  "Winds of March" είναι μία επική-συγκλονιστική σύνθεση με τον Perry να σε καθηλώνει και τον N. Schon να είναι εκρηκτικός και τον Rolie σολάρει υπέροχα.
Με το "Can Do" το "σκληρό" πρόσωπο των Journey επιστρέφει θυμίζοντας Led Zeppelin!
Tο άλμπουμ κλείνει με την συγκινητική  μπαλάντα "Opened the Door" και με ένα απίστευτο κιθαριστικό επίλογο από τον N. Schon.
Το "Infinity" πουλά πάνω από τρία εκατομμύρια, φτάνει μέχρι το #21 στο Billboard και σηματοδοτεί την αλλαγή του ήχου των JOURNEY και ταυτόχρονα βάζει τα θεμέλια για να γραφτούν μερικά κλασικά άλμπουμ και μία σειρά από αθάνατα κομμάτια με την φωνή/σφραγίδα του Steve Perry.
 
 
 Υ.Γ.1: Τον Ιανουάριο του 2005, όταν το Journey έλαβαν ένα αστέρι στο Hollywood για το Walk of Fame, ο Fleischman ήταν ένας από τους προσκεκλημένους του Journey μιας και παρά την άκομψη απόλυση του, παρέμεινε φίλος με τα μέλη των Journey.
 
Υ.Γ.2: Ο ντράμερ  Aynsley Dunbar δυσαρεστημένος με την αλλαγή ήχου της μπάντας αποχώρησε αμέσως μετά από την κυκλοφορία του δίσκου και αντικαταστάθηκε από τον Steve Smith.
 
ΥΓ.3: Ο κιθαρίστας Brian May (Queen) δηλώνει μεγάλος θαυμαστής του S. Perry ενώ ο Neal Schon παρομοίασε την ερμηνευτική ικανότητα, του παλιού του συνεργάτη, ισάξια με εκείνη της Aretha Franklin.
 
Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Όταν τα φλάουτα ροκάρουν


Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 εως και τα μέσα της δεκαετίας του΄70 ο λεγόμενος prog-rock ήχος μας χάρισε σπουδαία άλμπουμ αλλά και μία σειρά από εξαιρετικά επιπέδου συγκροτήματα τα οποία πειραματίστηκαν με ήχους, όργανα και ρυθμούς που έδωσαν άλλη διάσταση στην ροκ μουσική και ανέδειξαν την πιο τεχνική και συνάμα πιο πειραματική πλευρά της.
Παρακάτω θα σας παρουσιάσουμε τραγούδια και μπάντες που έλαμψαν με τις κυκλοφορίες τους και πρόσθεσαν ένα από τα πιο όμορφα όργανα στις συνθέσεις τους δίνοντας μία ξεχωριστή ροκ γοητεία. Το φλάουτο είναι ένα από τα πιο γοητευτικά πνευστά και αρκετά ροκ και prog συγκροτήματα τον περασμένο αιώνα το τίμησαν δεόντως.
Το rocktime.gr σας υπενθυμίζει ορισμένες σπουδαίες συνθέσεις αλλά και δίσκους από ιστορικά συγκροτήματα όπου το φλάουτο είχε τον πρώτο ρόλο.

 
The Marshall Tucker Band: "Take The Highway"
Album: "The Marshall Tucker Band" (1973)
H σπουδαία southern rock μπάντα από το Spartanburg, της Νότιας Καρολίνας ξεχώριζε από τα υπόλοιπα συγκροτήματα του είδους, λόγω ότι είχε εμπλουτίσει τον ήχο της με jazz/prog και φυσικά country στοιχεία. Παράλληλα είχε και ένα άριστο μουσικό στα πνευστά, τον Jerry Eubanks που έπαιζε σαξόφωνο και φλάουτο και κατόρθωνε να δημιουργεί απίστευτες μελωδίες με το παίξιμό του.


Camel: "Air Born"
Album: Moonmadness (1976)
To τέταρτο άλμπουμ των Εγγλέζων Camel και τελευταίo με το αυθεντικό line up, θεωρείται από τα καλύτερα τους.
Eδώ συναντάμε τον φοβερό Andrew Latimer (φωνή, κιθάρα) όπου εκτός από τα γνωστά του καθήκοντα παίζει συναρπαστικά και φλάουτο χαρίζοντας μας μία παραμυθένια σύνθεση.
 
The Guess Who: "Undun"
Album: "Canned Wheat' (1969)
Το πέμπτο άλμπουμ των Καναδών ρόκερ, περιέχει μία από τις πιο γνωστές τους συνθέσεις που γνώρισε και εμπορική επιτυχία στις ΗΠΑ. Σύνθεση του Randy Bachman, με ελαφρο-ψυχεδελικές ποπ αναφορές ενώ φλάουτο παίζει ο πολυτάλαντος Burton Cummings (τραγουδιστής, κιμπορντίστας, κιθάρα φυσαρμόνικα).
 
Heart: "Sing Child"
Αlbum: "Dreamboat Annie (1975)
Αρκετοί είναι εκείνοι που δεν γνωρίζουν ότι στο ντεμπούτο άλμπουμ των αδελφών Wilson υπάρχουν τρεις συνθέσεις με την τραγουδίστρια Ann Wilson να παίζει και φλάουτο. Eκτός από το "Crazy on You" και την ομότιτλη σύνθεση, στο δίσκο υπάρχει και το "Sing Child" μία αρχέγονη ψυχεδελική ροκιά που συνοδεύεται από ένα πανέμορφο σόλο στο φλάουτο.

 
 
Eric Burdon & War: "Spill The Wine"
Αlbum:Eric Burdon Declares "War" (1970)
Ο θρυλικός τραγουδιστής των Animals, ηχογράφησε δύο άλμπουμ με την funk μπάντα των War. Στο συγκεκριμένο άλμπουμ υπάρχει η κλασική σύνθεση "Spill the Wine" όπου εκτός από την εκπληκτική ερμηνεία του E.B. ακούμε και τον εξαιρετικό φλαουτίστα (σαξοφωνίστα) Charles Miller, ο οποίος δυσυχώς δολοφονήθηκε το 1980.
 
Caravan: "Love To Love You (And Tonight Pigs Will Fly)"
Album: In the Land of Grey and Pink (1971)
Στο τρίτο άλμπουμ των εγγλέζων prog/folk rockers, συναντάμε τον Σκωτσέζο μουσικό Jimmy Hastings (Soft Machine, Bryan Ferry, Τrapeze, Chris Squire) να βάζει την δική του πινελιά με το παίξιμο του στο φλάουτο, σε μία σύνθεση που θυμίζει σε ορισμένα σημεία το "Louie Louie".
 
Van Morrison: "Moondance"
Album: "Moondance" (1970)
O Βορειοιρλανδός μουσικός μας χαρίζει ένα σπουδαίο άλμπουμ αλλά και ένα θαυμάσιο κομμάτι γεμάτο μελωδίες και ρυθμούς που συνδυάζει τα πάντα. Το φλάουτο του Collin Tilton απλά κάνει ακόμη πιο γλυκιά την εν λόγω σύνθεση και δικαιολογημένα είναι το πιο πολυπαιγμένο κομμάτι στις συναυλίες του Van Morrison.
 
Τraffic: "Hole in my Shoe"
Album: Mr. Fantasy (1967)
Μία σύνθεση του Dave Mason, ο οποίος αποχώρησε από την μπάντα λίγο μετά από την κυκλοφορία του ντεμπούτο των Traffic. Αν και κυριαρχούν οι ψυχεδελικές μελωδίες και τα ινδικά σιτάρ το φλάουτο του Chris Wood κάνει το συγκεκριμένο κομμάτι ακόμη πιο "φευγάτο".
 
The Mamas and the Papas: "California Dreamin'"
Album: "If You Can Believe Your Eyes and Ears" (1966)
Από τις πιο κλασσικές συνθέσεις των '60s την οποία πρωτοτραγούδησε ο Barry McGuire και διασκεύασε ονειρικά η μπάντα από το L.A με το φλάουτο του Jim Horn να δίνει το δικό του ρεσιτάλ. Το περιοδικό Rolling Stone το κατατάσει στο νο 89 ανάμεσα στα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών.

 

Dan Fogelberg & Tim Weisberg: "Tell Me To My Face"
Album: "Twin Sons of Different Mothers" (1978)
Η αυθεντική έκδοση του κομματιού είναι από τους Hollies το 1966 σε ερμηνεία του Graham Nash. Εδώ ο Dan Fogelberg συνεργάζεται με μία σπουδαία μουσική προσωπικότητα στο φλάουτο τον αμερικανό τζαζίστα Tim Weisberg, ο οποίος κάνει ένα πανέμορφο σόλο και δίνει άλλη διάσταση στο κομμάτι.
 
Chicago: "Colour My World"
Αlbum: "Chicago ΙΙ" (1970)
Στο δεύτερο άλμπουμ της ιστορικής μπάντας υπάρχει μία θαυμάσια ήρεμη σύνθεση στην οποία ο φλαουτίστας Walter Parazaider δίνει το στίγμα του. Το τραγούδι αγαπήθηκε πολύ την δεκαετία του '70 αφού σε σχολικούς χορούς αλλά ακόμη και σε γάμους ήταν το αγαπημένο κομμάτι για να χορέψει ένα ζευγάρι Επίσης ο Frank Sinatra ήθελε αλλά δεν κατάφερε να το διασκευάσει.
 
Genesis: "Dusk"
Αlbum: "Trespass" (1970)
Στο δεύτερο δίσκο των θρυλικών prog-rockers, υπάρχει μία αργόσυρτη υπέροχη σύνθεση στην οποία o Peter Gabriel εκτός από τα ερμηνευτικά του καθήκοντα παίζει και ένα σαγηνευτικό θέμα στο φλάουτο.
 
John Mayall: "Room To Move"
Album:"The Turning Point" (1970)
Το συγκεκριμένο live album ηχογραφήθηκε στο περίφημο Fillmore East των HΠΑ. Την παράσταση βέβαια κλέβει η φυσαρμόνικα του John Mayall αλλά οι " κόντρα διπλοσολιές" με το φλάουτο του Johnny Almond είναι και θα παραμένουν ανεπανάληπτες
 

Moody Blues: "Legend of a mine"
Album: "In Search of the Lost Chord" (1968)
Δεν επιλέξαμε το κλασικό "Nights In White Satin" αλλά μία άγνωστη σχετικά σύνθεση.
Το γκρουπ εκείνη την περίοδο ήταν επηρεασμένο από τον ανατολικό μυστικισμό (Θιβέτ) αλλά κυρίως από τον αμερικανό ψυχολόγο Timothy Leary που ήταν υπέρ των ψυχεδελικών ναρκωτικών (LSD). Το κομμάτι το έχει γράψει, το έχει ερμηνεύσει και έχει παίξει το θέμα στο φλάουτο ο τραγουδιστής της μπάντας Ray Thomas.
 
Focus: "Hocus Pocus"
Album: "Focus II" (1971)
Οι Ολλανδοί prog-rockers ήταν το alter ego των Jethro Tull και ξεκίνησαν περίπου την ίδια περίοδο. Άλλοτε σε πιο ροκ ύφος και άλλοτε σε πιο jazz μονοπάτια οι Focus έπαιζαν αριστουργηματικά ενώ ο Thijs van Leer στη συγκεκριμένη σύνθεση κάνει ένα δυναμικό σόλο στο φλάουτο.
 
Canned Heat: "Going Up The Country"
Αlbum: "Living the Blues" (1968)
Οι καλιφορνέζοι στο τρίτο τους δίσκο έγραψαν μία από τις πιο κλασικές τους συνθέσεις που θεωρείται ο ύμνος των hippies ενώ ουσιαστικά αποτελεί διασκευή σε μία blues σύνθεση του 1928 που ανήκει στον τεξανό Henry Thomas. Το φλάουτο του Jim Horn βάζει την δική του σφραγίδα.
 
King Crimson: "Talk to the Wind"
Album: "In the Court of the Crimson King" (1969)
Στο παρθενικό δίσκο της πιο "εγκεφαλικής" prog μπάντας, που περιέχει το θρυλικό "Epitaph", υπάρχει μία "απαλή σύνθεση. Το φλάουτο του Ian McDonald σε αυτό το κομμάτι είναι τόσο γαλήνιο που ένας κριτικός το χαρακτήρισε σαν "ψίθυρο περιστεριού".
 
Beatles: "You’ve Got To Hide Your Love Away"
Album: "Ηelp!" (1965)
Η ερμηνεία του John Lennon είναι μοναδική ενώ το τραγούδι σύμφωνα με το λεγόμενα του είναι επηρεασμένο από την Dylan περίοδο που πέρναγε εκείνη την εποχή.
Η μόνη διαφορά είναι ότι στο τέλος της ενορχήστρωσης αντί να χρησιμοποιήσουν φυσαρμονικα αποφάσισαν να βάλουν φλάουτο το οποίο παίζει ο σύνθετης ταινιών και μαέστρος John Scott.
 
Jade Warrior: "A Prenormal Day At Brighton"
Αlbum: "A Prenormal Day At Brighton" (1971)
Οι Βρετανοί είχαν επηρεαστεί από αφρικανικές και ιαπωνικές μελωδίες και είχαν το χάρισμα να τις προσαρμόζουν πάνω σε ροκ ρυθμούς και jazz ενορχηστρώσεις. Η ιδιαιτερότητα του άλμπουμ είναι ότι δεν παίζει κάποιος κανονικός ντράμερ αλλά παίζονται μόνο κρουστά από τον Jon Field τα οποία δεν είναι παιγμένα σε ροκ πρότυπα ενώ ο ίδιος ο Jon Field είναι και ο φλαουτίστας του τρίο.


 
Jethro Tull: "Thick as a Brick part I και ΙΙ"
Album: "Thick as a Brick" (1971)
Η παρέα του Ian Anderson σχηματίστηκε το 1967 στο Μπλάκπουλ της Αγγλίας και αποτελούν το σήμα κατατεθέν σε ότι έχει να κάνει το φλάουτο με το Rock 'n roll. To να προσπαθείς να επιλέξεις κάποιο κομμάτι των Jethro Tull σε ένα τετοιο αφιέρωμα είναι να βρίσκεσαι στην βίλα του πλειμποι Χιου Χέφνερ και να σου ζητάνε να διαλέξεις πιο "κουνελάκι" είναι το πιο σέξι. Οπότε όχι μόνο το εν λόγω άλμπουμ αλλά σχεδόν όλες οι κυκλοφορίες τους στα '70s καλύπτoυν και τους πιο απαιτητικούς ροκ οπαδούς.
 
Ozric Tentacles: "Myriapod"
Αlbum: "Arborescence" (1994)
Οι βρετανοί συνδυάζουν με μοναδικό τρόπο αρκετά είδη ξεκινώντας από psychedelic και space/jazz rock φτάνοντας μέχρι την electronic, world και ambient μουσική. Από το πέμπτο άλμπουμ τους και με τον φλαουτίστα John Egan να δίνει τα ρέστα του και σε αυτό το κομμάτι, οι Ozric Tentacles παράγουν ακόμη και σήμερα μουσικές που σε ταξιδεύουν σε άλλους πλανήτες.
 
Φώτης Μελέτης

Κansas: '80s years με Εlefante, Walsh και Morse

 

Σίγουρα η πιο αμφιλεγόμενη περίοδο των Kansas είναι η δεκαετία του '80 όπου για πρώτη φορά η θρυλική μπάντα παρουσιάζει σημαντικές αλλαγές.
Αρχικά αλλάζουν για πρώτη φορά τραγουδιστή (John Elefante), αλλάζουν ύφος (aor), αποχωρεί ο βιολινίστας Steinhardt και μαζί του το όργανο σήμα κατατεθέν του γκρουπ ενώ επίσης έχουμε και μία νέα κιθαριστική παρουσία (Steve Morse) για εκείνη την ταραχώδη περίοδο.
Αρκετοί οπαδοί της μπάντας βρίσκουν τις τέσσερις studio κυκλοφορίες των Kansas για  την δεκαετία του '80 ενδιαφέρουσες, σίγουρα πιο μελωδικές και διασκεδαστικές ενώ άλλοι τις θεωρούν μέτριες εώς αδιάφορες και απογοητευτικές.
Το Rocktime.gr γυρίζει τον χρόνο πίσω και ακούει ξανά άλμπουμ και τραγούδια από εκείνη την όμορφη περίοδο διότι Kansas δεν είναι μόνο "Dust In The Wind" και "Carry On Wayward Son" αλλά υπάρχουν αρκετές αδικημένες συνθέσεις τις οποίες αξίζει να τις αγαπήσετε...
Το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την περίοδο (τέλη '70s) στους Kansas ήταν ενετελώς αρνητικό.
Η αυξανόμενη ρήξη μεταξύ του Steve Walsh και του Kerry Livgren ήταν πλέον γνωστή στους περισσότερους οπαδούς και παράλληλα και οι δύο είχαν κυκλοφορήσει σόλο άλμπουμ τον ίδιο χρόνο, ενώ τα δημοσιεύματα για την αποχώρηση του Walsh κυκλοφορούσαν από την περιοδεία του "Point of Know Return".
Oι φήμες για υπερβολική χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ από την πλευρά του Walsh είχαν βάση αλήθειας, οι οποίες δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα στις σχέσεις των μελών του συγκροτήματος. Ωστόσο, οι περισσότεροι οπαδοί πίστευαν ότι η ένταση στους Kansas είχε να κάνει με τις φιλοσοφικές διαφορές μεταξύ Livgren και Walsh, ιδιαίτερα για τη μεγάλη πνευματική έμφαση που είχε το γράψιμο του Livgren επηρεασμένος από το βιβλίο
The Urantia Book.
Με λίγα λόγια, ο Steve ήθελε να κάνει πάρτι και ο Kerry ήθελε να προσευχηθεί!!!
Η ρήξη ανάμεσα στους δύο βασικούς συνθέτες της μπάντας είχε φτάσει σχεδόν στα άκρα σε σημείο ο Walsh να έχει πραγματοποιήσει ακρόαση για τους Bad Company.
Επιπρόσθετα η μπάντα είχε να αντιμετωπίσει κι άλλο ένα μέτωπο από τα δισκογραφικά στελέχη που τους πίεζαν για κάτι πιο εμπορικό μιας και οι πωλήσεις του "Monolith" ήταν απογοητευτικές μετά από τρία συνεχόμενα πλατινένια άλμπουμ.


 
 
                                 "Audio-Visions"
Η  νέα δεκαετία και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1980, βρίσκει τους Kansas με όσα εσωτερικά προβλήματα κουβαλούσαν  να κυκλοφορούν το έβδομο στούντιο άλμπουμ τους, με τίτλο "Audio-Visions" η οποία θα ήταν και η τελευταία κυκλοφορία με την αυθεντική σύνθεση μέχρι το εκπληκτικό "Somewhere to Elsewhere" του 2000 που ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί.
Οι σόλο καριέρες των Walsh και Livgren εκείνη την περίοδο στερούν από έμπνευση το γκρουπ μιας και ο Steve Walsh είχε κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1980 το "Schemer-Dreamer" και ο Kerry Livgren το εξαιρετικό "Seeds of Change".
Με το "Audio-Visions" ουσιαστικά ξεκινά η aor/rock πορεία της μπάντας για τη δεκαετία του '80. Οι περισσότερες συνθέσεις διαρκούν γύρω στο τετράλεπτο που σημαίνει ότι περιορίζονται σημαντικά οι διαδαλώδεις τεχνικές ενορχηστρώσεις και μειώνεται ακόμη περισσότερο ο prog ήχος.
Το άλμπουμ ξεκινά με το "Relentless", σύνθεση του Kerry Livgren με τις ροκ φόρμες, την υπέροχη μελωδικότητα και το aor ρεφρέν να κυριαρχούν δομημένο για τους πιο παρατηρητικούς στο "Carry On Wayward Son". Το επόμενο είναι το "Anything for You" που ξεκινά με ένα απίθανο πιανάκι θυμίζοντας κάτι μεταξύ Billy Joel και Supertramp.
H θαυμάσια μπαλάντα "Hold On" (#40 billboard) γράφτηκε από τον Kerry Livgren στην προσπάθεια του, να πείσει την γυναίκα του να ασπαστεί τον χριστιανισμό/ευαγγελισμό και φυσικά όταν γράφεις μία τέτοια θεόπνευστη μελωδία είναι λίγάκι δύσκολο να αρνηθείς οπιαδήποτε πρόταση.
Ακολουθούν, το ορμητικό "The Loner" που το κουπλέ του, θυμίζει Toto ενώ το "Curtain Of Iron" επαναφέρει την μπάντα στις ενορχηστρώσεις και τους prog λυρισμούς των κλασικών τους άλμπουμ από τα ΄70s και σε αυτό βοηθά αρκετά και το φωνητικό ντουέτο των Walsh και Steinhardt.
Το "Got to Rock On" είναι απλά μία χαρούμενη αδιάφορη ροκ στιγμή και το "Don't Open Your Eyes" προσπαθεί να δώσει ένα επιπλέον δυναμισμό που πετυχαίνεται από το πανέξυπνο παίξιμο του Steinhardt στο βιολί και του Walsh στα πλήκτρα αλλά κυρίως βοηθά ότι η συγκεκριμένη σύνθεση την υπογράφουν όλα τα μέλη της μπάντας κάτι που είχε να συμβεί από το επικό "Magnum Opus".
Επόμενη σύνθεση το "No One Together" που συνεχίζει στο ίδιο γνώριμο τέμπο των Kansas με εντυπωσιακή εισαγωγή με τα φωνητικά υπό την συνοδεία των πλήκτρων να σε καθηλώνουν. Το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν να συμπεριληφθεί στο προηγούμενο δίσκο των Kansas αλλά διαφώνησαν τότε μεταξύ τους οι Walsh και Livgren οπότε ευτυχώς κυκλοφόρησε στο "Audio - Visions".
Ο δίσκος κλείνει με το συμπαθητικό "No Room for a Stranger", σύνθεση του κιθαρίστα R.Williams και την όμορφη μπαλάντα "Back Door" με τις γκάιντες να κάνουν την έκπληξη.
Oι κριτικές του άλμπουμ ήταν καταστροφικές με κορυφαία την αρνητική κριτική του δημοφιλούς περιοδικού "Rolling Stone", χαρακτηρίζοντας το "Audio - Visions" ανόητο και ψεύτικο. Βέβαια οι οπαδοί των Kansas ειδικά στις ΗΠΑ, τίμησαν δεόντως τον δίσκο αφού έγινε χρυσός με πάνω από 500 χιλιάδες πωλήσεις ενώ δεν πήγε άσχημα και στα τσαρτ  (# 26, Billboard).
Aξίζει να σημειώσουμε πως δεύτερα φωνητικά σε όλο το άλμπουμ κάνουν οι σύζυγοι των Livgren, Ehart, William υπό την ονομασία "Four Bassmen", με τη προσθήκη του Joey Jelf, ενός session στούντιο τραγουδιστή και της Lisa White.


                          
                                "Vinyl Confessions
"
Τον Ιούνιο του 1982 κυκλοφορούν τον δίσκο"Vinyl Confessions" και έχουμε μία σημαντική και καθοριστική αλλαγή στον ήχο της μπάντας αφού αποχωρεί ο τραγουδιστής/κιμπορντίστας, βασικός συνθέτη και ιδρυτικό μέλος των Kansas, ο Steve Walsh, που διαφώνησε ανοικτά με την καθολική στιχουργική στροφή της μπάντας στον χριστιανικό/ευαγγελισμό. Ο ίδιος ήταν καθολικός και υιοθετημένος από μικρό παιδί από την εκκλησία του St. Joseph, Missouri. Παρακολούθησε το St James Catholic School και είχε αποφοιτήσει από το γυμνάσιο Christian Brothers και δεν είχε φυσικά πρόβλημα με τον χριστιανισμό και τον ευαγγελικό λόγο αλλά πίστευε ότι η  στιχουργική αλλαγή ήταν εκτός της δικιάς του ροκ φιλοσοφίας.
Αντικαταστάτης ήταν ο πολυτάλαντος 22χρονος μουσικός και ερμηνευτής John Elefante, που κατάφερε να ανανεώσει τον ήχο της μπάντας αλλά το τίμημα ήταν βαρύ όχι μόνο για το γκρουπ αλλά κα για τους χιλιάδες οπαδούς των Kansas αφού ο progressive ήχος είχε μπει οριστικά σε δεύτερη μοίρα και η μουσική τους κατεύθυνση είχε καθαρά πιο aor/arena rock χαρακτήρα. Στην παραγωγή του άλμπουμ οι Kansas συνεργάζονται με ένα κορυφαίο και έμπειρο παραγωγό τον Ken Scott (Elton John, Pink Floyd, Procol Harum, David Bowie, Supertramp) ώστε να δοθεί η ανάλογη δυναμική και το πετυχαίνουν σε μεγάλο βαθμό
Το άλμπουμ ξεκινά με έναν μικρό aor/hard rock ύμνο το "Play the Game Tonight" κάνοντας το τρίτο πιο πετυχημένο σινγλ της μπάντας φτάνοντας στο #17 (USA, chart) και στο ίδιο ύφος το θαυμάσιο "Right Away" με συνθέτες τον J. Elefante και τον αδελφό του Dino.
To "Fair Exchange" κινειται σε blues rock φόρμες με την φυσάρονικα του Warren Ham να συβάλει σε αυτή την κατεύθυνση με στιχουργικές αναφορές στον κόσμο του Αντίχρηστου.
Η πανέμορφη μπαλάντα"Chasing Shadows" αναδεικνύει το φωνητικό ταλέντο του Elafante τονίζοντας την ανάγκαιότητα της Βιβλικής αλήθειας. Το χαλαρό αλλά μέτριο "Diamonds and Pearls" είναι σύνθεση του Livgren και δίνει βάρος στα  φωνητικά σε ύφος C.S.N.Y και στα jazz πλήκτρα και τονίζει πόσο χρήσιμος είναι για τον άνθρωπο ο πνευματικός πλούτος έναντι του υλικού. Επόμενη σύνθεση το "Face It" που δεν εντυπωσιάζει αλλά το σαξόφωνο του Bill Bergman βάζει την δικιά του πινελιά.
Με το "Windows" η μπάντα προσθέτει ένα πιο prog χρώμα και το μπάσο του Dave Hope δίνει ένα ιδιαίτερο όγκο ενώ το "Bordeline" έχει ένα υπέροχο ρεφρέν.
 

Στο "Play On" πιάνο και φωνητικά δημιουργούν μία πανδιασία ήχων χάριν στου ταλέντου του J.Elefante και ο δίσκος κλείνει με το εξαιρετικό "Crossfire" το οποίο ερμηνεύει απίθανα ο Robby Steinhardt μαζί με τον Elefante σε ορμητικούς μελωδικούς prog/hard rock ρυθμούς, και στιχουργικά το κομμάτι έχει συμβολικές αναφορές στον Ιησού Χριστό.
Το "Vinyl Confessions" δεν πέρασε απαρατήρητο από τη νεοσύστατη βιομηχανία της σύγχρονης χριστιανικής μουσικής (CCM), η οποία μόλις είχε συσταθεί και πολλά χριστιανικά περιοδικά επιβράβευσαν τη νέα μουσική κατεύθυνση των Kansas και το CCM Magazine επέλεξε το "Vinyl Confessions" ως το Νο 1 άλμπουμ CCM του 1982.  Όλη αυτή η αλλαγή αρχικά δημιούργησε ένα  νέο κοινό ακροατών για το Kansas, αλλά έφερε και περαιτέρω εντάσεις στο συγκρότημα. οι οποίες ήταν διαρκείς στην ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ τους, "Drastic Measures".
Το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί οφείλετο και στηνπεριορισμένη συμμετοχή του βιολινίστα Robby Steinhardt, ο οποίος έδειξε την δυσαρέσκεια του λίγους μήνες αργότερα αποχωρώντας από την μπάντα.
Η μεγάλη έκπληξη στο δίσκο είναι δεύτερα φωνητικά στα "Right Away", "Diamonds and Pearls" και "Play the Game Tonight" κάνει ο ντράμερ των Queen, Roger Taylor!
Επίσης την θέση του Walsh διεκδίκησαν οι Warren Ham και Michael Gleason αλλά τελικά ο Elefante ήταν ο τυχερός ενώ οι άλλοι δύο κατέληξαν μέλη των AD.


 
                                "Drastic Mesures"
To ένατο στούντιο άλμπουμ των Kansas κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 1983 με ένα ιδιαίτερο εξώφυλλο που δημιουργεί πολλούς συνειρμούς και είναι μία φυσική συνέχεια του "Vinyl Confessions" με τα αδέλφια Elefante να έχουν τον πρώτο λόγο σε συνθετικό επίπεδο και τον Livgren να κρατά τα καλά κομμάτια για το επόμενο σόλο του άλμπουμ με τους AD.
Mπορεί οι κριτικές να ειναι αρνητικές αλλά οι Kansas με τον Elefante είναι άλλη μπάντα και πιστεύω ότι αδικούν το συγκεκριμένο δίσκο διότι ναι μεν δεν είναι αριστούργημα αλλά δεν είναι και του πεταματού. Την παραγωγή αναλαμβάνει ο χρυσοχέρης Neil Kernon και ήδη η αποχώρηση του βιολινίστα Robby Steinhardt είναι εμφανής μιας και είναι το πρώτο τους άλμπουμ χωρίς το όργανο που είναι το σήμα κατατεθεν της μπάντας από την ίδρυσή τους.
Το "Drastic Mesures" ξεκινά με μία αξιολάτρευτη σύνθεση το "Fight Fire with Fire" που ακόμη ακόμη και σήμερα την παίζουν οι Αμερικανοί prog-rockers στις συναυλίες που δίνουν.
Υπάρχουν βέβαια αρκετά μέτρια εως καλά κομμάτια σε aor/ hard rock στυλ όπως τα "Everybody's My Friend", το δυναμικό "Μainstream", το "Get Rich"  και η μελό μπαλάντα "Andi".
Όμως υπάρχουν και μικρά διαμάντια στο άλμπουμ, όπως το φανταστικό "Going Through The Motions" με τα μοναδικά πλήκτρα να μας χαρίζουν μία γοητευτική prog/aor πλευρά της μπάντας καθώς επίσης και τo εκρηκτικό "Don't Take Your Love Away" που σε εκπλήσει με την απίστευτη ερμηνεια του Elefante και τον φοβερό κιθαριστικό επίλογο. Επιπρόσθετα το "End of the Age" είναι ακόμη μία εξαιρετική σύνθεση με ασιάτικο τόνο στα κίμπορντς, δυνατό κιθαριστικό σόλο και με θαυμάσιορεφρέν. Ο δίσκος κλείνει με το "Incident On A Bridge" με τον Εlefante να χρωματίζει άψογα με την ερμηνεία του μία άκρως μελωδική και συνάμα εξαιρετική σύνθεση του γκρουπ.
H εμπορική αποτυχία του άλμπουμ αλλά και τα σχέδια του K. Livgren για σόλο καριέρα οδήγησε
στη διάλυση των Kansas, η οποία επίσημα συνέβη στην συναυλία που έδωσαν παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο τέλος της περιοδείας του 1983. Ο Livgren και ο μπασίστας Dave Hope έφυγαν από το συγκρότημα για να σχηματίσουν τους AD, ενώ ο Elefante έγινε επιτυχημένος παραγωγός σύγχρονων χριστιανικών μουσικών συγκροτημάτων όπως οι Petra, ενώ ήταν ήδη πολύ δημοφιλής καλλιτέχνης του CCM (Contemporary Christian Music).
Για την ιστορία δεύτερα φωνητικά κάνουν ο David Pack (Ambrosia), Terry Brock (Seventh Key, Strangeways) και Kyle Henderson (The Producers).


 
                                       "Power"
 
Ο χρόνος διάλυσης της μπάντας δεν είχε μεγάλη χρονική διάρκεια αφού η ψυχή των Kansas, o ντράμερ Phil Ehart ανασυντάσει δυνάμεις αρχικά με την προσκληση που κάνει στον ταλαντούχο κιθαρίστα Steve Morse (Dixie Dregs και μετέπειτα Deep Purple) αλλά κυρίως κάνει μία κίνησα ματ με την επιστροφή του Steve Walsh στα πάτρια εδάφη φέρνοντας μαζί του και τον μπασίστα Billy Greer που έπαιζαν μαζί στους Streets. Oι πρώτες πρόβες ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1985 και αφού ο Walsh ξεχρέωσε μία επαγγελματική υποχρέωση που είχε με τους Cheap Trick.
H δέκατη στούντιο κυκλοφορία της μπάντας τον Νοέμβριο του 1986 βρίσκει τον Walsh να θέλει να περάσει τον ήχο των Streets στους "νέους Kansas" σε φουλ aor ύφος με το άλμπουμ να θυμίζει έντονα Survivor.
Το άλμπουμ ξεκινά με το "Silhouettes in Disguise" και το ρεφρέν σου κολλάει στο μυαλό ενώ μαζί με το ομότιτλο κομμάτι νομίζεις ότι είναι κάποιες ξεχασμένες συνθέσεις από soundtrack του Rocky!
Το "Αll Wanted" θυμίζει έντονα σύνθεση των Foreigner και όχι δικιά τους γνωρίζοντας μικρή επιτυχία φτάνοντας σχτικά ψηλά στα τσαρτ των ΗΠΑ (#19).
Το "Secret Service" σώζεται από το επικό ρεφρέν και το "We're Not Alone Anymore" ακούγεται χάριν του φοβερού κιθαριστικού σόλο του Steve Morse.
To ορχηστρικό "Musicatto" νομίζω ότι απλά γραφτηκε για να ικανοποιήσει τους παλιούς οπαδούς αλλά τελικά κατέληξε να θυμίζει ELP!!!
Το μπαλαντοειδές "Taking In the View" στέκεται αξιοπρεπές σε ένα αλμπουμ που δεν θυμίζει καθόλου Kansas ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα "Three Pretenders" και "Tomb 19" που κυριαρχεί ο ηχος των Survivor. Η απογοήτευση για το συγκεκριμένο άλμπουμ γίνεται ακόμη πιο ισχυρή αφού επιλέγουν να διασκευάσουν μία new wave μπάντα, τους The Producers στην μπαλάντα "Can't Cry Anymore". Το παρήγορο είναι ότι Steve Walsh να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και στο αντίστοιχοστο βίντεο κλιπ παίζει ο σπουδαίος κωμικός Richard Belzer.
Οφείλουμε να επισημάνουμε την θαυμάσια παραγωγή του Εγγλέζου Andrew Powell (Cockney Rebel, Leo Sayer, Ambrosia  David Gilmour, Chris Rea) μαέστρου  σε κορυφαίες συμφωνικές ορχήστρες του Λονδίνου και μέλους των Alan Parsons Project που δίνει ένα αλλιώτικο πιο πομπώδες ύφος στο άλμπουμ.
 
 
                     "In the Spirit of Things"
 
Tον Οκτώβριο του 1988, η μπάντα βλέποντας ότι έχει ελπίδες να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί στην ροκ βιομηχανία επιστρέφει με το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ της με τίτλο "In the Spirit of Things" το οποίο στιχουργικά περιγράφει μία concept ιστορίας μιας πλημμύρας που έπληξε την πόλη του Κάνσας καταστρέφοντας τους καταρράκτες Neosho το 1951. Εμπνευστής αυτής της δημιουργίας είναι ο κιθαρίστας Rich Williams όπου επηρεάστηκε διαβάζοντας το βιβλίο Ghost Towns of Kansas, Volume II (1979) και συγκεκριμένα το κεφάλαιο για τους Neosho Falls.
Η απορία όμως που δημιουργείται είναι πως συμμετέχουν, άλλοι συνθέτες εκτός γκρουπ σε δίσκο με concept ιστορία; Η απάντηση του Walsh σε αυτή την εύλογη απορία είναι ότι τα όσα κομμάτια δεν έχουν την στιχουργική υπογραφή των Kansas ήταν λιγάκι θολή αφού σε μία παλιά συνεντεύξη του ισχυρίστηκε ότι οι στίχοι στις εν λόγω συνθέσεις εμπλέκονται στην ιστορία. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει εκατό τις εκατό μιας και πιο πιθανό είναι ότι οι τέσσερις παραγωγοί που συμμετέχουν και οι διαφορετικοί συνθέτες καταδεικνύουν ότι η δισκογραφική εταιρία άλλαξε ουσιαστικά τα σχέδια της μπάντας για εμπορικούς λόγους φοβούμενη ότι είναι εκτός εποχής.
 

Η κιθαριστική παρουσία του Steve Morse είναι εξαιρετική και δίνει ένα ιδιαίτερο τεχνικό χρώμα στος συνθέσεις του δίσκου ειδικά σε εκείνες που έχουν την υπογραφή του Walsh.
Ο δίσκος ξεκινά με την μπαλάντα "Ghosts" και το πιο ηλεκτρονικό "One Big Sky" με τον γκόσπελ τραγουδιστή Rev. James Cleveland και την χορωδία του Southern California Community Choir να απογειώνουν το ρεφρέν. Το "Inside Of Me" έχει ένα κινηματογραφικό ύφος ενώ το "One Man, One Heart", μία από τις καλύτερες και πιο μελωδικές συνθέσεις του άλμπουμ, που την υπογράφουν δύο σπουδαίες μουσικές προσωπικότητες ο Mark Spiro και ο τρομερός Dann Huff με τον Terry Brock να κάνει τα δεύτερα φωνητικά.
Το "House on Fire" είναι ακόμη μία δυνατή aor/hard rock στιγμή της μπάντας εν αντιθέσει με το μπαλαντοειδές "Once in a Lifetime" που φέρει την υπογραφή τριών πετυχημένων συνθετών (Antonina Armato, Dennis Morgan και Albert Hammond) αλλά "ξένων"με την ιστορία του γκρουπ.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την άχρωμη μπαλάντα "Stand Beside Me" όπου δύο session μουσικοί και μισθοφόροι συνθέτες (Marc Jordan και Bruce Gaitsch) επίσης άγνωστοι για το κοινό των Kansas. Ακολουθούν το "I Counted on Love" που έχει υπέροχο ρεφρέν ενώ με το "The Preacher" οι ρυθμοί ανεβαίνουν τόσο με το χορωδιακο ρεφρέν που απογειώνει το τραγούδι όσο και με το φοβερό κιθαριστικό σόλο .
Το "Rainmaker" είναι μία από τις κορυφαίες συνθέσεις όχι μόνο του άλμπουμ αλλά και της δισκογραφικής διαδρομης των Kansas με την χορωδία του Rev. James Cleveland  (Southern California Community Choir) να σε στέλνει στα ουράνια.  Επικό, λυρικό, καθηλωτικό!!!
Το ολιγόλεπτο ορχηστρικό/κιθαριστικό "T.O. Witcher" είναι ουσιαστικά η εισαγωγή του "Bells of Saint James" που κλείνει το άλμπουμ.
Την παραγωγή έχουν αναλάβει από κοινού ο θρυλικός Bob Ezrin με τον πετυχημένο παραγωγό Greg Ladanyi και τον ντράμερ του γκρουπ Phil Ehart.
Μετά και από αυτό το άλμπουμ οι Kansas επανήλθαν δισκογραφικά το 1995 με το
"Freaks of Nature" που σήμανε και την επιστροφή του βιολιού στον ήχο της μπάντας αυτή την φορά με τον David Ragsdale εώς ότου γίνει η μεγάλη επανασύνδεση του 2000 με τα ιδρυτικά μέλη με το φοβερό άλμπουμ "Somewhere to Elsewhere".
Οι Kansas ευτυχώς συνεχίζουν ακόμη και στις μέρες μας να κυκλοφορούν αξιόλογα στούντιο άλμπουμ με τελευταίο το αξιόλογο  "The Absence of Presence" (2020) με αρκετά διαφορετική σύνθεση μελών από την εποχή που τους λατρέψαμε.

 
Υ.Γ.: Το 2014 οι Κansas κάλεσαν τον John Elefante να επιστρέψει σην μπάντα, όμως ο ίδιος αρνήθηκε ενώ αρκετά χρόνια πριν είχε πει το αμίμητο:
Δεν μου άρεσε το "Drastic Measures", και μάλιστα είπα στο συγκρότημα, Hey Guys, αυτό είναι σχεδόν ένα άλμπουμ των Elefante Brothers. Αυτό δεν είναι το Kansas!!!

Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...