Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα με τους Lynyrd Skynyrd, Bob Dylan, Johnny Cash, Elvis και Twisted Sister

 


Πληθώρα από ροκ μπάντες και σόλο καλλιτέχνες λατρεύουν τα Χριστούγεννα και το δείχνουν με ανάλογες κυκλοφορίες διασκευάζοντας κλασσικά εορταστικά παραδοσιακά τραγούδια μέχρι κάλαντα και χριστιανικούς ύμνους.
Οι περισσότεροι επιλέγουν να διατηρήσουν στις ηχογραφήσεις και στις μελωδίες τους, το πνεύμα των Χριστουγέννων ενώ άλλοι προσθέτουν πιο ροκ ρυθμούς προσαρμόζοντας και τους στίχους ανάλογα με την διάθεση.
Παρακάτω επιλέγουμε μερικά χριστουγεννιάτικα άλμπουμ που μας συγκίνησαν περισσότερο και μας ταξίδεψαν από την Βηθλεέμ μέχρι την κοσμοπολίτικη αύρα της Νέας Υόρκης και τις χιονισμένες οροσειρές της Σκανδιναβίας.

38 Special: "A Wild-Eyed Christmas Night" (2001)

Η σπουδαία Αμερικάνικη μπάντα των Donnie Van Zant και Don Barnes, με ρίζες από τους περίφημους Lynyrd Skynyrd μας χάρισαν στην αρχή του αιώνα ένα από τα πιο όμορφα και δυναμικά χριστουγεννιάτικα ροκ άλμπουμ.
Εκτός από τα παραδοσιακά και κλασσικά "Holy Night", "God Rest Ye Merry Gentlemen", "Here Comes Santa Claus" και "The Little Drummer Boy" συναντάμε δύο εξαιρετικές "νέες" συνθέσεις "It's Christmas and I Miss You"  και "A Wild-Eyed Christmas Night" με την υπογραφή του Jim Peterik (Survivor).


 

Lynyrd Skynyrd: "Christmas Time Again" (2000)
Οι θρύλοι του southern rock συμμετέχουν κι αυτοί με τον δικό τους μοναδικό τρόπο στην εορταστική ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων με πιο blues διάθεση. Διασκευάζουν εκτός από μερικά κλασικά παραδοσιακά τραγούδια και το υπέροχο "Messin' with the Kid" του μπλουζίστα Eddie C. Campbell ενώ γίνονται άκρως διασκεδαστικοί με το "Rudolph the Red-Nosed Reindeer". Απρόσμενη έκπληξη και η συγγραφή, δικών τους χριστουγεννιάτικων συνθέσεων με αποκορύφωμα το θαυμάσιο "Christmas Time Again" με την Dale Krantz Rossington να εντυπωσιάζει με την ερμηνεία της.
Οι 38 Special υπογράφουν και συμμετέχουν ως guest στην σύνθεση "Hallelujah, It's Christmas" όπως και ο Charlie Daniels στο "Santa Claus Is Comin' to Town".
 
Michael McDonald"Season of Peace: The Christmas Collection" (2001)
Η γοητευτική φωνή των The Doobie Brothers, μας βάζει σε εορταστική και οικογενειακή ατμόσφαιρα κυκλοφορώντας ένα αριστοκρατικό άλμπουμ που συμμετέχουν η σύζυγός και το παιδί του. Έντονο είναι το θρησκευτικό στοιχείο ενός οι pop, soul, country και ροκ μελωδίες εναλλάσσονται ταξιδεύοντας τον ακροατή σε χιονισμένα μέρη γεμάτους Αγιοβασίληδες.
Η εκτέλεση του "Children Go Where I Send Thee" είναι πραγματικά συγκλονιστική!
 
Charlie Daniels Band: "A Merry Christmas to All" (2002)
Mία από τις πιο εμβληματικές μορφές της country/southern rock μουσικής, ηχογράφησε ένα πανέμορφο άλμπουμ γεμάτο γλυκές χριστουγεννιάτικες μελωδίες όπου μαζί με ορισμένες κλασσικές εορταστικές συνθέσεις ο Αμερικανός καλλιτέχνης έδωσε βάρος κυρίως σε δικά του χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Το κλίμα του άλμπουμ είναι ιδιαίτερα θρησκευτικό, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα το υπέροχο "Jesus Is The Light Of The World".
 
Marshall Tucker Band: "Carolina Christmas" (2005)
Ακόμη μία σπουδαία southern rock μπάντα υποκλίνεται στα Χριστούγεννα με παραδοσιακά τραγούδια με ηγέτη τον τραγουδιστή Doug Gray. Ξεχωρίζουν οι σαγηνευτικές εκτελέσεις των "Silent Night" (απίθανα πνευστά από τον David Muse) και "Merry Christmas Baby" ντυμένες σε ροκ ύφος.
Στα ατού του συγκεκριμένου δίσκου είναι και η δική τους σύνθεση "Christmas In Carolina" παιγμένη σε πιο jazz ύφος και το  "Leave The Christmas Lights On".
 
Chicago: “Chicago XXV The Christmas Album" (1998)
Μία εξαιρετική χριστουγεννιάτικη (πλούσια) κυκλοφορία από μία θρυλική μπάντα όπου το κοσμοπολίτικο πνεύμα των εορτών πλημμυρίζει όλο τον δίσκο. Κλασσικά χριστουγεννιάτικα κομμάτια διασκευασμένα εμπλουτισμένα με παιδικές χορωδίες συνδυασμένες με εμπνευσμένες σολιστικές δημιουργίες βγαλμένες από τις σπουδαίες ορχήστρες του περασμένου αιώνα. Αγαπημένο το all time classic, "Little Drummer Boy", το ισπανικό "Feliz Navidad( José Feliciano), το ροκάδικο  "Jolly Old St. Nicholas" καθώς και το συγκινητικό "Have Yourself a Merry Little Christmas". O δίσκος επανακυκλοφόρησε το 2003 με έξι επιπλέον συνθέσεις. και με τον τίτλο "What's It Gonna Be, Santa? ". Συναρπαστικό το φωνητικό τρίο των Bill Champlin, Robert Lamm και Jason Scheff.
 
Brian Setzer Orchestra: "Christmas Comes Alive" (2010)
Πιθανόν το καλύτερο και πιο χορευτικό άλμπουμ για τα Χριστούγεννα και ειδικά σε όσους αρέσκονται σε swing και jump blues ρυθμούς. Αν λατρεύετε τον Elvis, Eddie Cochran και Gene Vincent καθώς και τις big band με τα φοβερά πνευστά και τις εντυπωσιακές ενορχηστρώσεις τότε θα λατρέψετε τούτο το άλμπουμ με την υπογραφή του ηγέτη των Stray Cats.
Οι εκτελέσεις των "Santa Claus Is Back In Town", "[Everybody's Waitin' For] The Man With The Bag" και "Boogie Woogie Santa Claus" είναι απλά καταπληκτικές!
To καλύτερο δώρο για τις γιορτές!



 
Bob Dylan: "Christmas in the Heart" (2009)
Αποφεύγοντας τα κλισέ ο σπουδαίος τραγουδοποιός δίνει μία νέα πνοή σε ένα ρεπερτόριο χριστουγεννιάτικων τραγουδιών (κάλαντα, ύμνοι) ενώ υπάρχουν και στιγμές που οι μελωδίες θυμίζοντας παλιές ταινίες της Disney. Ο Dylan αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε Εβραίος (ασπάστηκε τον Χριστιανισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1970), δεν ένιωσε ποτέ ότι έμεινε έξω από τα Χριστούγεννα κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας στη Μινεσότα. Σχετικά με τη δημοτικότητα της χριστουγεννιάτικης μουσικής, είπε, «... είναι τόσο παγκόσμια και ο καθένας μπορεί να τη συσχετίσει με τον δικό του τρόπο». Όλα τα δικαιώματα του Dylan από την πώληση αυτού του άλμπουμ ωφελούν τις φιλανθρωπικές οργανώσεις Feeding America στις ΗΠΑ, Crisis στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα στο διηνεκές.
 
Johnny Cash: "Christmas With Johnny Cash" (2003)
Λίγους μήνες μετά το θάνατο του θρυλικού καλλιτέχνη, κυκλοφορεί η χριστουγεννιάτικη εκδοχή του Johnny Cash με μία συλλογή 12 τραγουδιών που ηχογραφήθηκαν μεταξύ 1962 και 1980.  
Η πιο συγκινητική στιγμή του δίσκου είναι το ακυκλοφόρητο "Christmas as I Knew It", από μια πρόβα με τον Cash να αφηγείται ένα ποίημα για την παιδική του ηλικία ενώ ξεχωρίζει η εκτέλεση και η ερμηνεία του στο "O Come All Ye Faithful".
 
Elvis Presley: "Elvis’ Christmas Album" (1957)
Θεωρείται ότι είναι από τα πρώτα ροκ χριστουγεννιάτικα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν με τους blues και οι rock 'n roll ρυθμούς να δίνουν τον απαραίτητο μουσικό τόνο. Ο Elvis μόλις έχει ξεκινήσει την επιτυχημένη του πορεία ενώ ο δίσκος περιλαμβάνει ένα μείγμα από γκόσπελ, κοσμικά εορταστικά κομμάτια καθώς και παραδοσιακούς χριστουγεννιάτικους ύμνους.
Το άλμπουμ έμεινε τέσσερις εβδομάδες στο Νο. 1 του Billboard Top Pop Albums chart, έχει πουλήσει πάνω από 17 εκατομμύρια αντίτυπα και είναι επίσης το χριστουγεννιάτικο άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
 
Eric Clapton: "Happy Xmas" (2018)
Σε μία πιο κατανυκτική ή σκοτεινή (κατά άλλους), διάθεση αυτό είναι το πρώτο χριστουγεννιάτικο άλμπουμ του θρυλικού κιθαρίστα με τους blues ρυθμούς να κυριαρχούν παντού. Ο Clapton αναφέρει ότι η αρχική έμπνευση για τον δίσκο προήλθε από τη σύζυγό του Melia. Ο Clapton ήταν αρχικά απρόθυμος, να ηχογραφήσει αυτό το άλμπουμ αλλά πείστηκε αφού άρχισε να συνεργάζεται με τον πιανίστα Walt Richmond (The Tractors), ο οποίος κατέληξε σε αντισυμβατικές ενορχηστρώσεις για το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου ενώ υπάρχει και μία νέα σύνθεση με τίτλο "For Love On Christmas Day".
 
Twisted Sister: "A Twisted Christmas"
Το άλμπουμ περιλαμβάνει κλασικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια που εκτελούνται σε hard rock/metal εκδόσεις, με στιχουργικές αλλαγές.
Το κάλαντα των εορτών "Oh Come All Ye Faithful", το οποίο ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό το δημοφιλές τραγούδι του συγκροτήματος "We're Not Gonna Take It", ηχογραφήθηκε σε στυλ ακριβώς όπως η μεγάλη επιτυχία της μπάντας.
Γεννημένος και μεγαλωμένος σε ένα χριστιανικό σπίτι, ο frontman των Twisted Sister, Dee Snider, λατρεύει την συγκεκριμένη εορτή ενώ στο δίσκο συμμετέχουν στα φωνητικά η Lita Ford και η Doro Pesch.
 
Φώτης Μελέτης

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

Bernie Marsden: Η ευγενική ψυχή ενός σπουδαίου κιθαρίστα

 Bernie Marsden obituary | Pop and rock | The Guardian

"Αγαπούσα τον Hank Marvin στο The Shadows ως παιδί, αλλά ο Eric Clapton ήταν ο πρώτος κιθαρίστας που λάτρευα πραγματικά, γιατί ήμουν αρκετά μεγάλος για να σχετιστώ μαζί του. Είδα τους Fleetwood Mac αρκετές φορές με τον Peter Green. Το 1968 ταξίδεψα στο Βόρειο Λονδίνο για να τους δω σε μια παμπ στο Seven Sisters Road, αμέσως μετά την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ. Έφτασα εκεί νωρίς και βοήθησα τους roaders με τον εξοπλισμό και μετά έφυγα. Κάποιος πρέπει να είπε στον Peter Green ότι είχα βοηθήσει, οπότε αργότερα ήρθε και μου είπε: «Μοιάζεις σαν να μπορείς να πιούμε μία μπύρα μαζί». Μετά κάθισε και κουβέντιασε μαζί μου. Ήταν μια τόσο μεγάλη στιγμή για μένα".
Τάδε έφη ο σπουδαίος κιθαρίστας, συνθέτης αλλά και ερμηνευτής Bernie Marsden. Γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1953 κοντά... στο παλάτι του Buckingham.
Σε ηλικία 17ετών, φτιάχνει την πρώτη του, σοβαρή, μπάντα με την ονομασία Skinny Cat και το1973 κάνει το πρώτο του συναυλιακό ντεμπούτο με τους θρυλικούς UFO αλλά διάφορα τραγελαφικά προβλήματα που προέκυψαν δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει μαζί τους ενώ το 1974 παίζει με τους Wild Turkey όπου ηγείται ο Glenn Cornick πρώην μπασίστας των Jethro Tull.
Παράλληλα μαζί με τον θρυλικό ντράμερ Cozy Powell συμμετέχει στο συγκρότημα Hammer και το line up περιλάμβανε τον Don Airey των Deep Purple. Οι Hammer δεν άντεξαν πολύ, ηχογράφησαν μία και μοναδική επιτυχία για το RAK Label του Mickie Most και έκαναν μια περιβόητη περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη Suzi Quattro.
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 προσλαμβάνεται στους σπουδαίους Babe Ruth με πρωταγωνιστή την μαγική φωνή της Janita "Jennie" Haan με τους οποίους κυκλοφορεί δύο αξιόλογα άλμπουμ τα, "Stealin' Home" (1975) και Kid's Stuff" (1976).
Το 1977 ύστερα από εισήγηση του κουμπάρου του πλέον, Cozy Powell (Rainbow), προσλαμβάνεται στους Paice Ashton Lord, παίζοντας στο κλασσικό τους άλμπουμ "Malice in Wonderland" αναφέροντας ο ίδιος ότι ήταν "ένα από τα καλύτερα πράγματα που είχε κάνει ποτέ στην ζωή του". To συγκεκριμένο σχήμα φτιάχτηκε από τις στάχτες των Deep Purple, είχε σύντομο τέλος και κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων του δεύτερου άλμπουμ (που δεν κυκλοφόρησε ποτέ) στο Μόναχο γνωρίστηκε με τον μετέπειτα ηγέτη και τραγουδιστή των Whitesnake.
 
                                                 Whitesnake
"Υπήρχε μια άμεση σχέση μεταξύ μας. Ήταν σαν παρένθετος αδερφός (David Coverdale) για μένα. Κανένας από εμάς δεν είχε αδέρφια ή αδερφές, γεννηθήκαμε την ίδια χρονιά, και παρόλο που μεγαλώσαμε διακόσια μίλια μακριά, ανακαλύψαμε ότι είχαμε τις ίδιες επιρροές. Μόλις άρχισα να μιλάω για τον Howlin' Wolf ήταν όλο αυτιά. Αλλά δεν ήξερε πώς ακριβώς έπαιζα μέχρι που έφτιαχνε τους Whitesnake και πήγα στην οντισιόν. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήμουν ο τύπος της session και είχε κάνει όλους αυτούς τους δίσκους με διαφορετικούς μουσικούς. Το άλμπουμ των Paice Ashton Lord είναι πολύ ελεγχόμενο και γλαφυρό.. Έτσι, όταν άρχισα να παίζω ελεύθερα στην πρόβα, ο David εντυπωσιασμένος μου λέει: "Εμ, μπορώ να πω μια λέξη; Δεν είχα ιδέα ότι έπαιζες τόσο εκπληκτικά."
Το 1978 παρέα με τον David Coverdale, τον κιθαρίστα Micky Moody, τον μπασίστα Neil Murray δηλαδή το πιο δημιουργικό line up όλων των εποχών για τους Whitesnake κυκλοφορούν μία σειρά από εξαιρετικά hard rock albums μπολιασμένα από καθηλωτικά blues rock παιξίματα.
Δίσκοι όπως τα "Trouble", "Lovehunter", "Ready an' Willing", "Come an' Get It" και  "Saints & Sinners" έχουν λατρευτεί από όσους αγαπούν πραγματικά αυτόν τον σκληρό ήχο ενώ το ανεπανάληπτο  "Live...in the Heart of the City" θεωρείται δικαίως από τα καλύτερα ζωντανά άλμπουμ όλων των εποχών.

Τραγούδια όπως τα: Trouble, "Walking in the Shadow of the Blues", "Love Hunter", "Fool for Your Loving", "Sweet Talker", "Child of Babylon" και φυσικά το ανεπανάληπτο "Here I Go Again" φέρουν και την δική του υπογραφή.
Υπέροχες συνθέσεις γεμάτες πάθος, συναίσθημα και δυναμισμό όπου οι ερμηνείες του David Coverdale και τα κιθαριστικά παιξίματα του Bernie Marsden τις απογείωσαν κανονικά.
Βέβαια εκτός από τα κλασσικά "Fool for Your Loving" και "Here I Go Again" υπάρχει και ένα ακόμη τραγούδι που αποθεώθηκε από τους οπαδούς των Whitesnake και στις συναυλίες που έδινε η μπάντα μέχρι και πριν λίγα χρόνια ήταν το αγαπημένο τους.
Ο λόγος για το "Ain’t No Love In The Heart Of The City"  όπου ο Marsden σε μία παλιότερη συνέντευξη του αποκαλύπτει πως:
"Σε μία πρόβα πρότεινα στον David την διασκευή του "Ain’t No Love In The Heart Of The City" του Bobby Bland και αποδείχτηκε μια βασική στιγμή στην πορεία του Whitesnake. Αυτό το τραγούδι είναι για μένα από τα πιο σημαντικά πράματα που έχουν κάνει οι Whitesnake. Ήμουν πάντα μεγάλος θαυμαστής του Bobby Bland και όταν βγήκε αυτό το άλμπουμ  "Dreamer" (1974) για περίπου ένα χρόνο ήδη έπαιζα όλα τα κιθαριστικά μέρη του. Όταν ήρθε η ώρα να κάνω πρόβα, είπα στον David : «Υπάρχει αυτό το υπέροχο μπλουζ τραγούδι του Bobby Bland και θέλω να το διασκευάσουμε και να το κυκλοφορήσουμε. Καταλήξαμε όμως να πάρουμε λάθος τους στίχους, κάτι που ήταν δικό μου λάθος γιατί δεν τα αντέγραψα σωστά. Αλλά η εκδοχή μας είναι τόσο δημοφιλής που πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι ένα τραγούδι των Whitesnake".
                                                                 
                                                     
                                                Επόμενοι σταθμοί
Επόμενος σταθμός οι Alaska (είχαν προηγηθεί οι βραχύβιοι Bernie Marsden's SOS) με σαφή πιο μελωδικό AOR/Rock ύφος με τον Robert Hawthorne στα φωνητικά και τον Richard Bailey στα πλήκτρα να είναι άξιοι συνεργάτες. Μαζί τους κυκλοφόρησε δύο πολύ καλούς δίσκους τα: "Heart of the Storm" (1984) και "The Pack" (1985).
Το 1989, ο Marsden επανενώθηκε με τον κιθαρίστα των Μ. Moody για να σχηματίσουν το συγκρότημα The Moody Marsden, ηχογραφώντας ένα ακουστικό ζωντανό άλμπουμ στη Νορβηγία με το όνομα "Live In Hell" και ένα ηλεκτρικό ζωντανό άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στην Αγγλία, "Never Turn Our Back on the Blues" που περιλάμβανε τον Zak Starkey στα ντραμς.
Οι Marsden & Moody περιόδευαν σε όλη την Ευρώπη και ηχογράφησαν ένα στούντιο άλμπουμ που ονομαζόταν "Real Faith" το 1994. Αργότερα δημιούργησαν ένα νέο συγκρότημα με το όνομα The Snakes με τον Νορβηγό τραγουδιστή Jørn Lande όπου έπαιζαν τραγούδια από την εποχή που ήταν στους Whitesnake, κυκλοφορώντας ένα στούντιο abum το "Once Bitten" και ένα ζωντανό δίσκο το "Live in Europe", και τα δύο το 1998. 
Το συγκεκριμένο σχήμα μετά από αρκετές αλλαγές στο line up μετονομάζεται σε The Company Of Snakes, με τον Don Airey στα πλήκτρα, τον παλιό τους φίλο, μπασίστα Neil Murray, τον ντράμερ John Lingwood και τον πρώην τραγουδιστής της Bad Company, Robert Hart όπου και αυτός αντικαταστάθηκε από τον τραγουδιστή Stefan Berggren. Eπιπρόσθετα έιχαν άλλες δύο στούντιο κυκλοφορίες τα "Here They Go Again" ( 2001) και "Burst the Bubble" (2002). Τελικά το συγκρότημα άλλαξε το όνομά του για άλλη μια φορά σε M3 και με συνεχείς αλλαγές στα μέλη του κατάφερε να επιβιώσει παίζοντας συνθέσεις των Whitesnake κυκλοφορώντας μόνο live dvd ενώ στα φωνητικά πέρασαν από την μπάντα ο Doogie White (Rainbow) και ο Tony Martin (Black Sabbath).

                                               
                                                         Solo
Αξιοσημείωτες είναι επίσης και οι σόλο κυκλοφορίες του Bernie Marsden με πιο χαρακτηριστικά δείγματα τα δύο πρώτα σόλο άλμπουμ του στα οποία εκτός από το άψογη κιθαριστική του απόδοση, τραγουδά θαυμάσια όλες σχεδόν τις συνθέσεις αναδεικνύοντας και το ερμηνευτικό του ταλέντο την ίδια εποχή που έπαιζε και με τους  Whitesnake.
Συγκεκριμένα το 1979 κυκλοφορεί το "And About Time Too" και το 1981 το "Look at Me Now" δείχνοντας ότι παραμένει ένας ανεξάντλητος κιθαριστικός στρατιώτης της ροκ μουσικής. Και στις δύο, εν λόγω στούντιο κυκλοφορίες ακούμε ένα πάντρεμα από κλασικό ροκ, blues, hard rock μέχρι και ΑΟR μελωδίες ενώ βρίσκουμε ότι τον πλαισιώνουν στις ηχογραφήσεις, οι παλιοί του φίλοι όπως οι: Neil Murray, Ian Paice, Jon Lord, Don Airey, Simon Phillips και Jack Bruce.
Τα επόμενα χρόνια και ταυτόχρονα με τις μπάντες που έπαιζε είχε κυκλοφορήσει, ως σόλο καλλιτέχνης μερικά άλμπουμ αφιερωμένα στους σπουδαίους κιθαρίστες όπως ο Peter Green, John Mayal, Rory Gallagher καθώς και δίσκους αφιερωμένους σε συνθέσεις της blues μουσικής που ήταν και η μεγάλη του αγάπη. 
To 2014 κυκλοφόρησε το "Shine" στο οποίο συνεργάζεται μετά από πολλές δεκαετίες με τον David Coverdale και επανεκτελούν του υπέροχο "Trouble" ενώ λίγα χρόνια πριν στο Sweden Rock Festival το 2011, ο Bernie Marsden έπαιξε με τους Whitesnake για πρώτη φορά από το 1981, οπότε έγινε το μοναδικό αρχικό μέλος των Whitesnake που έπαιξε με μεταγενέστερο line up.
Το 2017 ο Bernie δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του, "Where's My Guitar: On the Tourbus with the Snakeman" και το βιβλίο καλύπτει το μουσικό ταξίδι του Bernie, με χιούμορ και ειλικρίνεια και περιλαμβάνει πολλές προσωπικές και άγνωστες στιγμές από την πολυετή καριέρα του.
Εκτός από τη δημιουργία σόλο δίσκων, ο Bernie έχει παίξει με μερικούς από τους μεγαλύτερους μουσικούς ροκ εν ρολ όλων των εποχών. Παίζοντας δίπλα στους Robert Plant, Paul Weller, Jon Lord, Gary Moore, συμμετέχοντας στο Ringo Starr Band, Cozy Powell, Rory Gallagher, Jack Bruce, Warren Haynes, Joe Bonamassa και Ginger Baker .
Τα επόμενα χρόνια ο Marsden έπαιξε κιθάρα με τον Elkie Brooks, έναν τραγουδιστή που θαύμαζε από καιρό. με τους Diesel Band με τον John Coghlan. Εργάστηκε στο Εθνικό Θέατρο σε δύο παραγωγές του Σαίξπηρ με τον Sir Nicholas Hytner και έγραψε για τον Joe Bonamassa. και έπαιξε με τον Warren Haynes των Allman Brothers Band.
Ένα προσωπικό αποκορύφωμα της μακρόχρονης καριέρας του ήταν να παίζει κιθάρα στο Ringo Starr Band με παραστάσεις στο Μονακό και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το 2021, ο Bernie Marsden συνεργάστηκε με την Conquest Music για να κυκλοφορήσει το σόλο άλμπουμ του, "Kings", ένα αφιέρωμα στους Albert King, Freddie King και B.B. King. Το "Kings" έφτασε στο νούμερο 18 στο UK Albums Chart και ακολούθησε γρήγορα η κυκλοφορία του Chess, εμπνευσμένο από την εταιρεία Chess με έδρα το Σικάγο. Ο δισκογραφικός επίλογος γράφτηκε το 2022 με το άλμπουμ "Trios".
Το βράδυ της 24ης Αυγούστου 2023 σε ηλικία 72 ετών, ο Bernie Marsden εγκατέλειψε τα εγκόσμια αφού πέθανε από βακτηριακή μηνιγγίτιδα έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του και τις δύο κόρες του.
Η διαδρομή αυτού του σπουδαίου κιθαρίστα είναι μεγάλη και σίγουρα συναρπαστική όμως αυτό που θα μείνει χαραγμένο σε όσους τον γνώρισαν είναι η ευγένεια και το χαμόγελό του.
Bernie Marsden: "Το 1967, όταν με ρώτησαν τι θα κάνεις για μια δουλειά, δεν μπορούσες να γυρίσεις και να πεις: Θα παίξω κιθάρα, μαμά". Οι γονείς μου ήταν πάντα πολύ υποστηρικτικοί, γιατί συνειδητοποίησαν ότι μπορούσα να παίξω αρκετά καλά και τους το είχαν πει άλλοι άνθρωποι. Αλλά όταν ήρθα μια μέρα και τους είπα ότι γίνομαι επαγγελματίας, αυτό ήταν μια ανησυχία, ειδικά με τη μητέρα μου. Έλεγε: Τι γίνεται με όλα τα ποτά, τα ναρκωτικά και τις άγριες γυναίκες;
Της είπα: "Για αυτό θέλω να το κάνω!"

Προτεινόμενα τραγούδια "made by Bernie Marsden"

Babe Ruth
"Winner Takes All'
"Keep Your Distance"
"Living A Lie"
"Kid's Stuff'

Whitesnake
Here I Go Again"
"Walking in the Shadow of the Blues"
"Fool for Your Loving"
"Sweet Talker"
"Trouble"
"She s Women"
"Child of Babylon"
"Young Blood"

Bernie Marsden
"Look at Me Now”
"Behind You Dark Eyes"
"Ladyfriend"

Alaska
"Don't Say It's Over"
"The Sorcerer"
"S.o.s.""

The Snakes
Labour Of Love

 
Y.Γ.1: Το 1977 ο Bernie Marsden είχε πρόταση να πάει στους Paul McCartney's Wings αλλά (ευτυχώς) προτίμησε τους Whitesnake ενώ το 1979 συμμετέχει στο σόλο άλμπουμ του Cozy Powell με τίτλο "Over the Top" και την σύνθεση "El Sid" όπως και το 1981 συμμετέχει σε ένα ακόμη σόλο άλμπουμ του Cozy Powell με τίτλο "Tilt" στο blues κομμάτι "Living a Lie".

Y.Γ.2: To 1982 συμμετέχει και παίζει κιθάρα σε δύο συνθέσεις στο σόλο άλμπουμ του κημπορντίστα των Deep Purple, Jon Lord με τίτλο "Before I Forget". Μάλιστα στο "Chance on a Feeling" τραγουδά ο ίδιος ο Bernie Marsden ενώ στο "Bach Onto This".
To 1988 με τον Ian Gillan κυκλοφορεί το σινγκλ "South Africa" αφιερωμένο στα 70 γενέθλια του Nelson Mandela και στην συναυλία που δόθηκε εκείνη την χρονιά προς τιμήν του στο Wembley.
 
Υ.Γ.3: Ο Marsden ηχογράφησε δύο CD soundtrack. Η μουσική του έχει εμφανιστεί σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές των ΗΠΑ.
 
Φώτης Μελέτης
 

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Lynyrd Skynyrd 1991: Η χρονιά που ανέκτησαν το στέμμα τους

 LYNYRD SKYNYRD 1991

H ιστορία των Lynyrd Skynyrd εκτός από κλασικά κομμάτια, υπέροχα άλμπουμ και εξαιρετικές συναυλίες είναι γεμάτη από τραγικά γεγονότα, με απρόσμενες απώλειες, τραγικά δυστυχήματα και φυσικά με πολλά ναρκωτικά και περίσσειο αλκοόλ.
Η μοίρα των βασιλιάδων του southern rock, τους επιφύλασσε πολλά άσχημα γεγονότα που αν ήταν κάποιο άλλο συγκρότημα στην θέση τους πιθανόν να μην είχαν συνεχίσει ποτέ.
Το πρώτο και καθοριστικό κτύπημα ήρθε με το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα στις 20 Οκτωβρίου του 1977 όταν η μπάντα βρισκόταν στο ιδιωτικό της αεροσκάφος και μεταβαίνοντας από το Γκρίνβιλ της Νότιας Καρολίνας στο Μπατόν Ρουζ της Λουιζιάνα, ξαφνικά τελειώνουν τα καύσιμα του αεροπλάνου και το σκάφος συντρίβεται με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους, ο τραγουδιστής Ronnie Van Zant, ο κιθαρίστας Steve Gaines, η τραγουδίστρια Cassie Gaines (αδελφή του Steve), ο μάνατζερ Dean Kilpatrick και οι δύο πιλότοι του αεροσκάφους. Και όλα αυτά τρεις μέρες μετά την κυκλοφορία του σπουδαίου άλμπουμ τους με τον ειρωνικό τίτλο "Street Survivors".
Βέβαια στην ροκ μουσική οι ανθρώπινες απώλειες εκτός από πένθος φέρνουν και χρήματα και μάλιστα μπόλικο....
Μετά το δυστύχημα λοιπόν, οι πωλήσεις του "Street Survivors" ανέβηκαν κατακόρυφα με αποτέλεσμα να βραβευθεί ως πλατινένιο, ενώ το σινγκλ "What's Your Name" έφθασε στο # 13 του Billboard. Τα υπόλοιπα μέλη του σχήματος εφαρμόζοντας το ρητό "η ζωή συνεχίζεται ή αλλιώς οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς" αποφασίζουν να μην συνεχίσουν με το όνομα των Lynyrd Skynyrd. Όσοι όμως επέζησαν (Collins, Rossington, Wilkeson, Powell, Pyle, Hawkins και ο tour manager Ron Eckerman) σχηματίζουν έπειτα διάφορα άλλα συγκροτήματα. Η συνέχεια για τα εναπομείναντα μέλη της μπάντας όμως φύλαγε και άλλα δυσάρεστα γεγονότα, η λεγόμενη και ως κατάρα των Lynyrd Skynyrd.
Επόμενο θύμα αυτή την φορά, ο κιθαρίστας Allen Collins (ένας από τους συνθέτες του μνημειώδες "Free Bird") που ενώ γλίτωσε από την πτώση του αεροσκάφους, δεν είχε την ίδια τύχη με το μαύρο Ford Thunderbird που οδηγούσε στις 29 Ιανουαρίου του 1986, το οποίο συγκρούστηκε με άλλο αυτοκίνητο και τον άφησε παράλυτο από την μέση και κάτω, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ξαναπαίξει κιθάρα.
Πριν το τροχαίο ο Collins είχε προλάβει να κυκλοφορήσει δύο στούντιο άλμπουμ με τους Rossington-Collins Band στις αρχές της δεκαετίας του '80 και έναν δίσκο ως Allen Collins Band, το 1983 με το άλμπουμ "Here, There, and Back". 
Η τελευταία παράσταση του Collins με τον Lynyrd Skynyrd (μετά το δυστύχημα) ήταν στην πρώτη επανένωση της μπάντας  στο Volunteer Jam V στο Νάσβιλ του Τενεσί to 1979. Όλα τα εναπομείναντα μέλη του Lynyrd Skynyrd επανενώθηκαν επίσημα το 1987, αλλά λόγω του τραυματισμού του, ο Collins δεν μπορούσε να παίξει και ανέλαβε έναν άλλον ρόλο εκείνου του "μουσικού σκηνοθέτη" των συναυλιών των Skynyrd.
Δυστυχώς λίγα χρόνια αργότερα στις 23 Ιανουαρίου του 1990 , ο A. Collins απεβίωσε από χρόνια πνευμονία. 


                                                                       
                                                  Επανασύνδεση
Το 1987 οι εναπομείναντες Lynyrd Skynyrd επιθυμούν να επανέλθουν πιο δυναμικά ξεκινώντας, με μία συναυλία - μνήμης, για την 10η επέτειο της συντριβής του μοιραίου αεροσκάφους, με τραγουδιστή αυτή την φορά τον μικρότερο αδερφό του Ronnie Van Zant, τον Johnny Van Zant. Βλέποντας ότι η συγκεκριμένη συναυλία είχε τελικά μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο, αποφάσισαν να ξεκινήσουν μία τουρνέ δίνοντας 100 παραστάσεις για τα επόμενα δύο χρόνια που τελικά οδήγησε λίγα χρόνια αργότερα στη δημιουργία του "Lynyrd Skynyrd 1991", ενός νέου άλμπουμ.
Πριν όμως την επιστροφή στο στούντιο για το νέο άλμπουμ στους τραγικούς ήρωες του southern rock, η μπάντα κυκλοφόρησε ένα live album στο οποίο περιλαμβάνονται οι καλύτερες live στιγμές από την tribute τουρνέ και το ονομάτισαν "Southern by the Grace of God". Η σύνθεση του συγκροτήματος για τις αυτές συναυλίες συμπεριλαμβάνει τους "Skynyrd δεύτερης γενιάς" όπως αναφέρουν τα περιοδικά της εποχής και την αποτελούν: ο Johnny Van Zant, (μικρότερος αδερφό του Ronnie Van Zant, που αναλαμβάνει τα φωνητικά), ο Ed King στην κιθάρα, ο οποίος είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας το 1975 και ο κιθαρίστας Randall Hall, ο οποίος αντικατέστησε τον κτυπημένο από παραλυσία Allen Collins.
Οι King, Hall μαζί με το ιδρυτικό μέλος Gary Rossington είναι πλέον οι τρεις κιθαρίστας που αποτελούν το βαρύ πυροβολικό των Lynyrd Skynyrd ενώ τα δεύτερα φωνητικά αναλαμβάνουν η Carol Bristow και η Dale Krantz-Rossington.
"Ποτέ δεν ονειρευόμουν ότι θα το έκανα αυτό", είπε ο Johnny Van Zant, στο περιοδικό Μojo. "
Είχα κυκλοφορήσει εκείνη την περίοδο του δικό μου σόλο άλμπουμ (εννοεί το "Brickyard Road"του 1990) και πραγματικά δεν ήθελα να το κάνω. Δεν είμαι ο Ronnie. Αν τραγουδάω σαν κι αυτόν μερικές φορές, είναι μόνο επειδή κοιμηθήκαμε στο ίδιο δωμάτιο και φάγαμε τηγανητό κοτόπουλο μαζί. Ήμουν οπαδός των Skynyrd προτού μπω στην μπάντα και σκέφτηκα ότι οι θαυμαστές θα έλεγαν ότι κάπου εδώ είναι το τέλος". Και συνεχίζει:
"Μου πήρε δύο μήνες για να το αποφασίσω. Ήθελα να μιλήσω με τους γονείς μου, τις αδερφές μου και τον αδερφό μου Donnie. Όλοι ένιωθαν ότι o Ronnie θα είχε εγκρίνει αυτή την επιλογή. Τότε είχα μια συνάντηση με την υπόλοιπη μπάντα στο Τζάκσονβιλ. Μόλις τους αντίκρυσα όλους μαζί δεν υπήρχε τρόπος να αρνηθώ".
Παράλληλα όμως υπήρχε και ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών που αντιδρούσαν σε αυτήν την εξέλιξη αφού θεωρούσαν ότι οι Skynyrd δεν πρέπει να υφίστανται από την στιγμή που ο Ronnie Van Zant είναι νεκρός. Παράλληλα η "νέοι Lynyrd Skynyrd" είχαν να αντιμετωπίσουν και τις νομικές επιθέσεις που δεχόντουσαν από τις χήρες συζύγους των συγχωρεμένων Ronnie Van Zant και Steve Gaines,  οι οποίες απαιτούσαν να μην χρησιμοποιούν οι επιζώντες το ιστορικό όνομα της μπάντας
Ο θρυλικός πιανίστας του γκρουπ B. Powell όμως είχε αντίθετη άποψη:
"Θα ήταν αμαρτία να μην συνεχίσουμε τη μουσική και την μπάντα ώστε να την πάμε όσο μπορούμε" ενώ ο G. Rossington συμπλήρωνε: 
Μετά από όλα που έχουμε περάσει, έχουμε γίνει πιο δυνατοί με την πάροδο των ετών. Το να έχεις τον Johnny στην σκηνή είναι σαν να έχεις ένα κομμάτι του Ronnie. Νιώθεις ότι το πνεύμα του είναι στη σκηνή μαζί μας κάθε βράδυ".


 
 
                                      1991: Το άλμπουμ της επιστροφής
Το άλμπουμ που σηματοδοτεί την ολική επιστροφή του θρυλικού σχήματος φέρει τον τίτλο "Lynyrd Skynyrd 1991" και κυκλοφορεί στις 11 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς σε παραγωγή του του πολύπειρου Tom Dowd (Black Oak Arkansas, Derek and the Dominos, Rod Stewart, Wishbone Ash).
Στην μπάντα παίζουν από τα εναπομείναντα μέλη, ο Leon Wilkeson (μπάσο), Gary Rossington (κιθάρα), Ed King (κιθάρα), Artimus Pyle (ντραμς) και ο Billy Powell (πιάνο). Στην φωνή είναι ο Johnny Van Zant (ο αδελφός του αδικοχαμένου Ronnie) και αντικαταστάτης του μακαρίτη Steve Gaines, είναι o κιθαρίστας Randall Hall. Eπιπρόσθετα στα τύμπανα συμμετέχει ο Kurt Custer και στα υπέροχα δεύτερα φωνητικά, η Dale Krantz-Rossington (σύζυγος του Gary), η Stephanie Bolton και η Susan Marshall.
Ο δίσκος ξεκινά με το υπέροχο "Smokestack Lightning" και είναι γεγονός ότι η κληρονομιά που άφησε πίσω του ο αδικοχαμένος Ronnie Van Zant συνεχίζεται πλέον με πιο φρέσκο αέρα. Ακολουθεί το τρομερό "Keeping the Faith" στο οποίο φαίνεται πανηγυρικά πως οι βασιλιάδες του southern rock ανακτούν το στέμμα τους με την φωνή του Johnny να προκαλεί συγκινήσεις και τα δεύτερα φωνητικά να απογειώνουν την σύνθεση.
Το "Southern Women" κρύβει έναν γοητευτικό rock τσαμπουκά, εν αντιθέσει με το "Pure & Simple" που είναι μία τρυφερή μπαλάντα με το πιάνο του Billy Powell να δίνει το δικό του χρώμα.
Το "I've Seen Enough" βασίζεται σε φάνκυ ρυθμό και είναι αρκετά ρυθμικό με τις κιθάρες να "φλερτάρουν" μεταξύ τους.
Το "Good Thing" ξαναβάζει την μπάντα στους γνωστούς "νότιους" ρυθμούς. Μία σύνθεση δεμένη από μία καθηλωτική μουσική γέφυρα πριν το δυναμικό ρεφρέν καθώς οι κιθάρες παίρνουν φωτιά ενώ οι εναλλαγές είναι αλλεπάλληλες με τον Powell να δίνει στο τέλος ρεσιτάλ.
Το "Money Man" είναι το ιδανικό κομμάτι για τα saloon των ΗΠΑ ή για μουσική επένδυση σε ταινία western ενώ το "Backstreet Crawler" είναι από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ. Μία αυθεντική southern ροκιά που σε κάνει χίλια κομμάτια με το ρεφρέν να σπάει κόκαλα και το κιθαριστικό τρίο να προκαλεί ταχυπαλμίες.
Στο ίδιο δυναμικό μοτίβο και το "It's a Killer" όπου ξανά τα δεύτερα φωνητικά προσδίδουν μία ξεχωριστή αύρα στο κομμάτι ενώ η μπαλάντα "Mama (Afraid to Say Goodbye)" είναι απλά συγκινητική.
Ο επίλογος γράφεται με ένα μοναδικό κομμάτι που μόνο οι Lynyrd Skynyrd ξέρουν να γράφουν. Το "End of the Road" είναι ένα μικρό southern rock κομψοτέχνημα με στίχους γεμάτους νοσταλγία αλλά και αισιοδοξία που τιμούν την παράδοση, το ήθος και τον ήχο που χαρακτηρίζει τους Lynyrd Skynyrd.
"We know we've got a legacy
That's hard to live up to
But there's still a lot of reasons
Why we play these songs for you
It's a family tradition
And as long as we're around
That Freebird keeps on flyin'
And it never will come down
Oh, we can't seem to find the end of the road
Roots never grow on the seeds that we sow
We've still got our music…"


Ο μπασίστας Leon Wilkeson  αναφέρει τότε σχετικά για το άλμπουμ της επανασύνδεσης:
"Θα έπρεπε να ευχαριστήσω τους οπαδούς μας για την μεγάλη υποστήριξη που έδειξαν στο συγκρότημα όλα αυτά τα χρόνια που απουσιάζαμε και κρατήσαν τη μουσική μας ζωντανή. Ήταν η ίδια φοβερή απάντηση σε κάθε παράσταση που έχουμε εκτελέσει. Νομίζω ότι οι στίχοι του "End of the Road" το περιγράφουν χαρακτηριστικά:
"Ξέρουμε ότι έχουμε μια κληρονομιά που είναι δύσκολο να ανταποκριθούμε / Υπάρχουν ακόμα πολλοί λόγοι για τους οποίους παίζουμε αυτά τα τραγούδια για εσάς / την οικογενειακή παράδοση και ως όσο είμαστε γύρω / Αυτό το ελεύθερο πουλί συνεχίζει να πετάει και δεν θα πέσει ποτέ".
                                               Επiλογος
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα από το τραγικό δυστύχημα, οι Lynyrd Skynyrd έπαιξαν τελικά στο Baton Rouge.
"Εκεί ξεκινήσαμε επίσημα η περιοδεία", λέει ο Leon Wilkeson για το "Lynyrd Skynyrd 1991".
Η ιδέα πίσω από αυτό ήταν να αντισταθμίσει τη συναυλία που έπρεπε να συμβεί, η οποία δεν έγινε λόγω της συντριβής του αεροπλάνου. Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε ότι οι κάτοχοι εισιτηρίων για τη συναυλία που έπρεπε να συμβεί το 1977 "τιμήθηκαν" με νέα εισιτήρια για την παράσταση και όλα τα εισιτήρια ήταν προς πώληση για 10 δολάρια και τα έσοδα πήγαν σε παιδιά με ειδικές ανάγκες στο Μπατόν Ρουζ και σε ιατρικές μονάδες έκτακτης ανάγκης στο Μισισιπή. Η συναυλία πήγε πολύ καλά και καταφέραμε να θάψουμε πολλά φαντάσματα. Ήταν ένα αληθινό θείο δώρο που το πήραμε από αυτή τη συναυλία και έτσι μπορέσαμε να συνεχίσουμε".

Υ.Γ.: Η κατάρα με τους θανάτους στα αρχικά μέλη των Lynyrd Skynyrd συνεχίστηκε.
Ο μπασίστας Leonn Wilkeson πέθανε τον Ιούλιο του 2001, ο πιανίστας Billy Powell πέθανε τον Ιανουάριο του 2009 και ο Ed King απεβίωσε τον Αύγουστο του 2018.
 
Φώτης Μελέτης

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Chris Daughtry: Το "American Idol" που έγινε ροκ σταρ

 Daughtry - Alive (Official Music Video)

O Αμερικανός Chris Daughtry, γεννημένος στις 26 Δεκεμβρίου του 1979 στο Roanoke Rapids στην Βόρειο Καρολίνα, είναι από εκείνους τους τυχερούς μουσικούς που είδαν τα όνειρα τους γίνονται πραγματικότητα.
Σε ηλικία 16 ετών, ο Chris Daughtry άρχισε να ασχολείται σοβαρά με το τραγούδι ως μουσικός παίζοντας σε σχολικές εκδηλώσεις και σε τοπικούς χώρους με την μπάντα που ονομαζόταν Cadence με τους οποίους κυκλοφόρησε το 1999 το άλμπουμ με τίτλο "Eyes on You".
Αργότερα σχημάτισε τους Absent Element κυκλοφορώντας το 2005 το άλμπουμ "Uprooted".
Η συμμετοχή του στο "American Idol" τον έκανε πασίγνωστο σε όλη την Αμερική, και του έδωσε το εισιτήριο για να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο του, άλμπουμ από την RCA Records στις 21 Νοεμβρίου 2006.
Ο Chris Daughtry, ο οποίος τερμάτισε στην τέταρτη θέση στην πέμπτη σεζόν του American Idol το 2006, δήλωσε τότε ότι θα σχημάτιζε ένα νέο συγκρότημα αφού απέρριψε την προσφορά των Fuel για να αναλάβει τα φωνητικά.
Η απόφαση λήφθηκε να ονομαστεί το συγκρότημα Daughtry προκειμένου να διατηρηθεί η αναγνώριση του ονόματος. Σε μια συνέντευξή του, ο Chris Daughtry είπε: «Θα μπορούσαμε να βγούμε με ένα πραγματικά ασαφές όνομα, αλλά προερχόμενος από μια τηλεοπτική εκπομπή και έχοντας αναγνώριση του ονόματος, ήταν πιο εύκολο να πορευθώ με το επίθετό μου».
Στο παρθενικό άλμπουμ των Daughtry συμμετέχουν σπουδαίοι κιθαρίστες όπως ο Phil X (Triumph, Alice Cooper, μετέπειτα Bon Jovi), ο Slash στην σύνθεση "What I Want" αλλά και τραγουδιστής Brent Smith (Shinedown), σε ρόλο κιθαρίστα και συνθέτη για το θαυμάσιο τραγούδι "There and Back Again".
Άλλα τραγούδια  ξεχωρίζουν είναι τα, "Its Not Over", "Home", "Crashed" και η όμορφη μπαλάντα "What About Now" ενώ ο δίσκος έγινε τρεις φορές  πλατινένιος στις ΗΠΑ (τώρα έχει φτάσει τις έξι) δείχνοντας μία πρωτόγνωρη δυναμική για νεοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη.
Ο δίσκος κέρδισε τα American Music Awards το 2007 για το αγαπημένο ποπ-ροκ άλμπουμ και ήταν υποψήφια για τέσσερα βραβεία Grammy 2008.
Η ροκ φόρμουλα των Daughtry, περιλαμβάνει ορμητικούς ροκ ρυθμούς, απογειωτικά φωνητικά, εξαιρετική παραγωγή, λυρικές μπαλάντες και όλα αυτά εμπλουτισμένα με όμοφες δυναμικές μελωδικές γραμμές.
Το δεύτερο άλμπουμ κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 2009 με τίτλο "Leave This Town" και στις συνθέσεις τον βοηθούν σημαντικά ο Richard Marx, ο Chad Kroeger (Nickelback), ο Ryan Tedder (OneRepublic), ο Jason Wade (Lifehouse), ο Adam Gontier (Three Days Grace), ο Eric Dill (The Click Five), ο Tommy Henriksen (Warlock, Alice Cooper) και ο Mitch Allan (SR-71). To "Leave This Town" έκανε το ντεμπούτο του στο νούμερο ένα στο Billboard 200 chart, αποτελώντας το δεύτερο νούμερο ένα άλμπουμ των Daughtry στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι σήμερα, το "Leave This Town" έχει πουλήσει πάνω από 1,3 εκατομμύρια αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει πιστοποιηθεί ως πλατινένιο από την RIA
Ξεχωρίζουν οι συνθέσεις "What I Meant To Say", "September", "Ghost Of Me" (ακούγεται στην τηλεοπτική σειρά CSI: Miami) και το καταπληκτικό "Supernatural" αλλά το μεγάλο και κρυφό ατού αυτής της κυκλοφορίας είναι ένα εξαιρετικό iTunes Bonus Track όπου εκεί βρίσκεις μικρά διαμαντάκια όπως τα "What Have We Become" και "Traffic Light".
Επιπρόσθετα η συνεργασία με τον κάντρι καλλιτέχνη Vince Gill στο "Tennessee Line" έκανε ιδιαίτερη αίσθηση.
Το Νοέμβριο του 2011 κυκλοφορεί το τρίτο άλμπουμ με τίτλο "Break the Spell" σε παραγωγή του ταλαντούχου Howard Benson και καταφέρνει να φτάσει στο νο 8 του Billboard τσαρτ.
Αυτή την φορά στην συγγραφή των κομματιών βοηθούν ο Marti Frederiksen (Aerosmith, Ozzy), o Busbee και ο κάντρι συνθέτης Brett James.  Σύμφωνα με τον Chris Daughtry, το άλμπουμ είναι "πιο αισιόδοξο και θετικό στιχουργικά" και δήλωσε επίσης ότι το άλμπουμ "δεν ακούγεται σαν τα δύο προηγούμενα".
Τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι τα: "Renegade", "Outta My Head", "Rescue Me"καθώς και τα "Maybe We're Already Gone" και "Who's They" από την ειδική έκδοση του δίσκου αλλά και το "Never Die" που υπάρχει μόνο στη Ιαπωνική έκδοση.


 
Τον Νοέμβριο του 2013 κυκλοφορεί το τέταρτο στούντιο δίσκο του με τίτλο "Baptized" όπου οι Daughtry κάνουν μία στροφή στον πιο electro-pop ήχο με αρκετή εμπορική απήχηση στην προσπάθεια να προσελκύσουν ένα διαφορετικό κοινό απογοητεύοντας όμως τους πιστούς οπαδούς τους ενώ οι μικτές κριτικές δεν βοήθησαν ώστε το άλμπουμ να βρει την αποδοχή που επιθυμούσε ο Αμερικανός καλλιτέχνης. 
Οι συνεργασίες με άλλους συνθέτες και παραγωγούς όπως οι  Martin Johnson (Boys Like Girls,  the Night Game), Sam Hollander (Panic! at the Disco,  Weezer, blink-182, Billy Idol, Def Leppard) και Busbee (Garth Brooks, Christina Aguilera, Keith Urban) δεν βοήθησαν τα αναμενόμενα και ούτε έκανα μία μεγάλη επιτυχία παρά το βαρύ βιογραφικό τους.
Κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι το ομότιτλο, η μπαλάντα "Broken Arrows" και το "Long Live Rock & Roll" με στιχουργικές αναφορές στους ροκ ήρωες του Chris Daughtry.
Toν Ιούλιο του 2018 κυκλοφορεί την πέμπτη δισκογραφική του δουλειά με τίτλο "Cage to Rattle", επιστρέφοντας σε mainstream ποπ-ροκ ήχους. Ο Chris Daughtry, αναφέρει πως το συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν ότι πιο διασκεδαστικό έχει ηχογραφήσει ως τώρα με πολλές απαιτήσεις στην διαδικασία ολοκλήρωσης του. Εμπορικά το "Cage to Rattle" πήγε αρκετά καλά και στις δυο πλευρές του ατλαντικού ενώ και οι κριτικοί αποθέωσαν το άλμπουμ.
Την παραγωγή έχει αναλάβει ένας μαιτρ του είδους βραβευμένος με Grammy, Jacquire King (Kings Of Leon, Buddy Guy, Tom Waits).
Συνθέσεις που ξεχωρίζουν είναι τα: "Just Found Heaven", "Backbone", το ατμοσφαιρικό "Gravity" και το παθιασμένο "White Flag" όμως εκείνα που ανέβηκαν στα τσαρτ ήταν τα ημιμπαλαντοειδή "Deep End" και "As You Are" ενώ αρνητική εξέλιξη ήταν και η αποχώρηση του ντράμερ Brandon Maclin.
Τον Σεπτέμβριο του 2021 κυκλοφορεί το, εξαιρετικό έκτο άλμπουμ με τίτλο "Dearly Beloved" με τους Daughtry, να αλλάζουν δισκογραφική εταιρία μετακομίζοντας από την RCA Records στην Dogtree Records.. Ο Daughtry είπε: "Πάντα ήμασταν ένα ροκ συγκρότημα. Και όταν έχεις να κάνεις με μια μεγάλη δισκογραφική, υπάρχει πάντα αυτή η πίεση ότι πρέπει να κάνεις επιτυχίες και να πρέπει να ανταποκριθείς σε ένα συγκεκριμένο σχήμα, και εγώ το έκανα. Τώρα δεν θέλω να το κάνω πια".
Ένα τραγικό γεγονός όμως σημάδεψε εκείνο το χρονικό διάστημα τον Chris Daughtry και αυτός ήταν ο ξαφνικός θάνατος της θετής κόρης του με πιθανό αίτιο την αυτοκτονία. Γενικά ολόκληρο το άλμπουμ είναι εκπληκτικό από τις εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις και τα παθιασμένα  φωνητικά αλλά και από την μοναδική ένταση και τους ηχητικούς κραδασμούς που δημιουργεί αλλά και από τα πολιτικοποιημένα στιχουργικά μηνύματα του "Dearly Beloved".
Τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι το έξοχο "World On Fire", τα καθηλωτικά "Heavy Is the Crown" και  "Changes Are Coming", τα αργόσυρτα και συνάμα συναρπαστικά "Asylum" και Evil. Η πιανιστική μπαλάντα "Break Into My Heart" που αναδεικνύει όλο το μεγαλείο της φωνής του Chris Daughtry
Στην wallmart έκδοση του album υπάρχει extra και μία  διασκευή στο "Hunger Strike" των Temple of the Dog (σύνθεση του Chris Cornell) ερμηνευμένο παρέα με τον Lajon Witherspoon (Sevendust).
Σημαντική η συμβολή των Marti Frederiksen (Aerosmith, Carrie Underwood, Ozzy Osbourne, Mötley Crüe) και Scott Stevens (The Exies, Halestorm, Skillet) τόσο στην παραγωγή αλλά κυρίως στις συνθέσεις του δίσκου.
Στις αρχές του 2023, το συγκρότημα κυκλοφόρησε μια φοβερή διασκευή της μεγάλης επιτυχίας των Journey, "Separate Ways (Worlds Apart)", με καλεσμένη φωνητικά την frontwoman των Halestorm, Lzzy Hale.
Μέχρι σήμερα, o Chris Daughtry και η μπάντα του έχουν πουλήσει πάνω από 9 εκατομμύρια άλμπουμ και πάνω από 25,6 εκατομμύρια ψηφιακά κομμάτια στις Η.Π.Α. ενώ έχει κάνει ο ίδιος σημαντικές συνεργασίες με καλλιτέχνες και συγκροτήματα όπως οι 12 Stones, Sevendust, Timbaland, Lifehouse αλλά και με τον Carlos Santana στο "Photograph" των Def Leppard σε ένα δίσκο αφιερωμένο στην Βρετανική μπάντα.
 
Υ.Γ.: Ο Chris Daughtry έχει και υποκριτική φλέβα αφού έκανε το ντεμπούτο του, ως ηθοποιός στο  CSI: New York. Στη συνέχεια απεικόνισε τον Ιούδα Ισκαριώτη στη Βιβλική ζωντανή έκδοση του "The Passion", που προβλήθηκε στις 20 Μαρτίου 2016. Επίσης ο Daughtry υποδύθηκε τον Hugo Strange στην ταινία "Batman: Dying Is Easy" ενώ σχεδιάζει κόμικς και είναι θαυμαστής του Batman.
 
Φώτης Μελέτης

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Supertramp: "Live in Paris"

Paris (Supertramp album) - Wikipedia 

Tο live album των Supertramp ‘’Live In Paris’’ αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί ίσως στο καταλληλότερο χρονικό σημείο που θα μπορούσε να γίνει ένα τέτοιο εγχείρημα. Η μπάντα, η οποία σχηματίστηκε στο Λονδίνο το 1970, είχε ήδη εκτοξευθεί στο απόγειο της δόξας της ύστερα από σούπερ επιτυχημένο ‘’Breakfast In America’’ το οποίο είχε κυκλοφορήσει το 1979 και το οποίο μάλιστα είχε ολοκληρώσει τον χρυσό κύκλο μιας σειράς εξαιρετικών άλμπουμ (Crime Of The Century-1974, Crisis What Crisis-1975, Even In The Quietest Moments-1977) από το 1974 έως το 1980.

 

Η συγκυρία ήταν επίσης ιδανική διότι εξυπηρετούσε το γεγονός ότι τα μέλη της μπάντας ήθελαν πάση θυσία να κερδίσουν χρόνο πριν τη δημιουργία επόμενου άλμπουμ, καθώς με το "Breakfast In America’’ είχαν θέσει πολύ ψηλά τον πήχη και υπήρχε η πίεση από studio  και παραγωγούς για αναλόγως ίση ή και μεγαλύτερη επιτυχία στην επόμενη δουλειά τους, γεγονός  που τους άγχωνε.
Το όποιο επόμενο project δεν υπήρχε περίπτωση να είναι έτοιμο πριν το 1981 και σαφώς έπρεπε να επιδείξουν κάτι ενδιάμεσο προκειμένου να καλύψουν το χρονικό κενό.
Οι εγκέφαλοι του συγκροτήματος ήταν οι υπερταλαντούχοι ιδιοφυείς μουσικοί Roger Hodgson και Rick Davies.
Οι δυο τους είχαν γνωριστεί το 1969, χάρη σε μια αγγελία που είχε βάλει ο Davies στο περιοδικό Melody Maker αναζητώντας κιθαρίστα για το νεότευκτο τότε σχήμα. Ο Hodgson επελέγη ανάμεσα σε 93 ενδιαφερόμενους, όμως τελικώς ανέλαβε καθήκοντα μπασίστα, καθώς την κιθάρα ανέλαβε ο Richard Palmer.
Κατά τη διάρκεια της πορείας του γκρουπ και οι δύο Hodgson και Davies έγραφαν, συνέθεταν και τραγουδούσαν ο κάθε ένας τις δικές του συνθέσεις για τη μπάντα, γεγονός που αναδεικνύει τους Supertramp ως ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού σχήματος.

Εν αντιθέσει με άλλα progressive rock συγκροτήματα της δεκαετίας του '70, όπως οι Genesis ή οι Yes, oι Supertramp είχαν επιλέξει έναν σαφώς πιο εμπορικό, εξωστρεφή  και pop ήχο συνθέτοντας ευήκοα και  φιλικά προς το ευρύ κοινό τραγούδια, χρησιμοποιώντας δυνατά φωνητικά, μελωδική ηλεκτρική κιθάρα, γοητευτικούς ήχους από σαξόφωνο και αρκετή δόση από πιάνο. Επίσης ‘’φλέρταραν’’ συχνά με μουσικά είδη  όπως η jazz και η blues.
Η πρώτη ύλη λοιπόν για το άλμπουμ ήταν έτοιμη. Τα τέσσερα LP που προαναφέραμε είχαν τόσα πολλά hits, που σαφώς θα "γέμιζαν’’ άνετα το live album, από την άλλη πλευρά όμως την ίδια στιγμή ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός τους, ούτως ώστε κάποια τραγούδια θα έπρεπε να μείνουν εκτός.
Το υλικό συγκεντρώθηκε από τους παραγωγούς Russell Pope και Pete Henderson, οι οποίοι παρουσίασαν στα μέλη της μπάντας ηχογραφήσεις από διάφορες συναυλίες που είχαν πραγματοποιήσει στον Καναδά και την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους με τίτλο: "Breakfast In America’’, ηχογραφήσεις που γίνονταν στο κινούμενο studio το οποίο διέθεταν. Όλα τα μέλη της μπάντας αποφάσισαν να μπουν στο άλμπουμ οι live εκτελέσεις από τη συναυλία που είχαν δώσει στις 29 Νοεμβρίου του 1979 στο Παρίσι, στο Pavillon, έναν συναυλιακό χώρο, που λειτουργούσε παλαιότερα ως σφαγείο.



Να σημειωθεί ότι στη Γαλλία το "Breakfast In America’’  είχε τεράστια επιτυχία και σε εκείνη τη συναυλία αποθεώθηκαν κυριολεκτικά από 8.000 θεατές. Ασφαλώς προστέθηκαν και ορισμένα κομμάτια κι από άλλες συναυλίες και επιπροσθέτως έγινε αρκετή δουλειά σε overdubbing, δηλαδή στουντιακή επεξεργασία στα τραγούδια,  "πέρασμα’’ ήχου, κυρίως σε ότι αφορά το σκέλος του πολυοργανίστα John Helliwell στα φωνητικά και στο παίξιμο των οργάνων.
Ωστόσο ο Helliwell ισχυρίστηκε πώς η επεξεργασία αυτού του είδους είναι η ελάχιστη δυνατή εν συγκρίσει με live album άλλων συγκροτημάτων εκείνης της εποχής. Ανέφερε χαρακτηριστικά :’’Πολλοί όταν εργάζονται πάνω σε ένα live album αφήνουν μόνο τα drums και το μπάσο και ‘’πειράζουν’’ όλα τα άλλα’’.
Οι συναυλίες μαγνητοσκοπήθηκαν από τον σκηνοθέτη Derek Burbidge σε φιλμ των 16 mm αφήνοντας εκτός πέντε τραγούδια, τα "You Started Laughing’’, "A Soapbox Opera’’, "From Now On’’, "Aint Nobody But Me’’ και το "Downstream’’. Όλα εκτός από το τελευταίο συμπεριελήφθησαν, ωστόσο, στο άλμπουμ.
To εξαρχής παράδοξο να συγκαταλέγονται μόνο 3 τραγούδια από το "Breakfast In America", εξηγείται από το γεγονός ότι στην πρόθεση των μελών της μπάντας ήταν να συστήσουν στο αμερικανικό κοινό, που μόλις είχε αρχίσει να τους γνωρίζει για τα καλά, το υλικό των προηγούμενων άλμπουμ. Για αυτό εξάλλου στη set list περιλαμβάνονται σχεδόν όλα τα τραγούδια του "Crime Of The Century’’ (ένα άλμπουμ που τα μέλη του γκρουπ θεωρούν ιδιαιτέρως σημαντικό), τρία τραγούδια από το "Crisis, What Crisis’’ και δύο από το "Even In The Quietest Moments’’.
To συνολικό υλικό τελικώς περιείχε 16 τραγούδια και είναι από τις ελάχιστες φορές στην ιστορία της μουσικής, οπού οι live εκτελέσεις αγγίζουν το επίπεδο των ηχογραφήσεων του studio.
H live εκτέλεση των τραγουδιών αποτελεί τρανό παράδειγμα, του πόσο άριστη μπορεί να είναι μια ζωντανή συναυλία και πόσο μοναδικά συναισθήματα μπορεί να χαράξει στην ψυχή του καθενός μας, όταν πραγματοποιείται από πραγματικά ταλαντούχους μουσικούς που παίζουν με ψυχή, μεράκι και πάνω από όλα σέβονται το κοινό τους.
Η γνώριμη εισαγωγή με την περίφημη φυσαρμόνικα του ‘’School’’ ξεσηκώνει όπως ήταν αναμενόμενο τον ενθουσιασμό των θεατών.
Η blues είναι απόλυτα κυρίαρχη στο "Aint Nobody But Me’’ και υποστηρίζεται πολύ από τα φωνητικά και το μαγευτικό σαξόφωνο.
Το διασημότερο τραγούδι τους "Logical Song’’, δεν χρειάζεται συστάσεις και είναι βέβαιο ότι διαφέρει ελάχιστα από τη στουντιακή εκτέλεση.
To καθηλωτικό ηλεκτρικό πιάνο του Rick Davies είναι σε όλο του το μεγαλείο στο "Bloody Well Right’’ το οποίο έχει προσεγμένους στίχους και προδίδει τις progressive καταβολές του.



Πριν την υπέροχη ερμηνεία του επίσης διάσημου "Breakfast In America’’ προηγείται η απαραίτητη συνομιλία με το κοινό.
Πολύ ατμοσφαιρική η εισαγωγή του "You Started Laughing’’ το οποίο οι θεατές σε κάποιο σημείο συνοδεύουν ρυθμικά με τα παλαμάκια τους ενώ το "Hide In Your Shell’’ έχεις την αίσθηση ότι ακούγεται  κατευθείαν από το στούντιο και το πρώτο μέρος τελειώνει αξιοπρεπώς με το "From Now On’’.
Φυσικά το "Dreamer’’ στην αρχή του δεύτερου μέρους δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από τέλειο με έξοχα φωνητικά ενώ οι παριζιάνοι θεατές ενθουσιάστηκαν με το "Rudy’’ και το μοναδικό piano solo.
Ακολουθεί το 'Soapbox Opera’’ που και αυτό αναδεικνύει την πιο progressive πλευρά του συγκροτήματος.
Μακρόσυρτο και σχολαστικό το "Asylum’’, βεβαίως τέλειο στη live performance του, όχι από τα αγαπημένα μου, ωστόσο ξεσήκωσε και αυτό τους θαυμαστές.
Τα "Take A Long Way Home’’ και "Fools Overture’’ ανήκουν στις κορυφαίες στιγμές της συναυλίας και δείχνουν ότι, παρά τις απαιτήσεις, τα μέλη της μπάντας ήταν ακούραστα και γεμάτα ενέργεια.
Η αγάπη του κοινού φτάνει στην απόλυτη κορύφωση στην όμορφη μπαλάντα "Two Of Us’’ η οποία λειτουργεί ως ζέσταμα (διαρκεί μόλις ένα λεπτό και 25 δεύτερα) για την ολοκλήρωση της ανεπανάληπτης βραδιάς με το "Crime Of The Century”.
To "Paris’’, στο oποίο αρχικά ήθελαν να δώσουν τον τίτλο "Roadworks’’ στην εποχή του το 1980, σημείωσε τεράστια επιτυχία καταφέρνοντας να φτάσει στο νούμερο 8 του Billboard 200 και στο νούμερο 7 των βρετανικών charts,  φυσικά έγινε χρυσό, ενώ μάλιστα η ζωντανή εκδοχή του 'Dreamer’’ κατάφερε να διεισδύσει στο Αμερικανικό Top 20.
To 2012 κυκλοφόρησε σε διπλή εκδοχή DVD και Blue Ray Disc(οπότε έγινε επανεπεξεργασία στην εικόνα και στον ήχο), η μαγνητοσκόπηση της συναυλίας με τίτλο "Live In Paris’’, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Hodgson, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο, τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας δεν έλαβαν υπόψη τον ίδιο ή τον Davies για την ολοκλήρωση του project.Συνεπώς το 2015, κυκλοφόρησε μια ακόμη επανέκδοση μαζί με δύο cd και τη σωστή κατανομή ονομάτων και, όσον αφορά το κομμάτι του songwriting.
Η μεγάλη και ιστορική, πάντως, αξία του άλμπουμ είναι ότι σαφώς περιέχει την αφρόκρεμα των επιτυχιών, από τη "χρυσή’’ εποχή της μπάντας και με την original line up. Σημειωτέον, ότι σχεδόν αμέσως μετά ο Roger Hodgson αποχώρησε από τους Supertramp, κυρίως λόγω διαφωνιών με τον Rick Davies για την καλλιτεχνική πορεία του συγκροτήματος και έκτοτε δεν ξαναγνώρισαν την επιτυχία που είχαν πρωτύτερα.
Κάθε συλλέκτης, παλαιότερος ή και νεότερος  ο οποίος λατρεύει τη χρυσή εποχή της classic rock και σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να το έχει στη συλλογή του.

Δημήτρης Πολίτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...