Η μπάντα που δημιουργήθηκε για να παρωδήσει τα συγκροτήματα που μεσουρανούσαν στα 80s στο χώρο του hair metal, είναι παρούσα με την κυκλοφορία του “Balls Out”, που διαδέχεται το επιτυχημένο ντεμπούτο, “Feel The Steel”. Κριτικές έντονες δέχθηκαν για τους σεξιστικούς στίχους και την ακρότητα στις εμφανίσεις τους, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δημιουργούν σιγά-σιγά έναν πυρήνα αφοσιωμένων οπαδών ανά τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα. Βέβαια, πέρα από τις εμμονές τους σε στίχους, εμφανίσεις, συνεντεύξεις και εξώφυλλα πρόκειται για εξαιρετικούς μουσικούς με ποιότητα μουσικών επιλογών στις συνθέσεις τους. Το παρελθόν αυτής της τετράδας είναι καλοστηριγμένο διότι, κέρδισαν τη δημοφιλία τους στην αρχή τους αιώνα, εμφανιζόμενοι στα club της πασίγνωστης Sunset Strip με την αρχική επωνυμία Metal Shop (που σύντομα άλλαξε σε Metal Skool και τελικά διαμορφώθηκε σε Steel Panther). Συνέχισαν τις εμφανίσεις τους κάθε Δευτέρα βράδυ στο επίσης πασίγνωστο Viper Room, παίζοντας διασκευές από hair metal hits παρωδώντας τις μπάντες με τα hits που έγιναν γνωστές. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε, ότι ο frontman Michael Starr (φωνή, ακουστικές κιθάρες), με το πραγματικό όνομα του Ralph Saenz , ήταν παρών στους L.A. Guns κυκλοφορώντας το 6 συνθέσεων EP “Wasted”. Ομοίως και ο κιθαρίστας Satchel (Russ Parrish) ήταν μέλος των War & Peace, του πρώην μπασίστα των Dokken, του Jeff Pilson και της μπάντας Fight, που έφτιαξε ο Rob Halford. Εμφανίστηκε επίσης με τη μπάντα Electric Fence με μέλη των Racer X, τους Paul Gilbert και Jeff Martin. Διόλου άσχημα… Άρα δεν πρόκειται για πρωτάρηδες στη μουσική βιομηχανία και γιαυτό το “Balls Out” είναι μία εξαιρετική επιτομή hair metal συνθέσεων , με εξαιρετικά κιθαριστικά riffs , έξυπνους πλην όμως σεξιστικούς στίχους, μία δυναμική και ακριβέστατη rhythm section και πολύ ταιριαστά φωνητικά για το είδος, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν οι πιασάρικες και ευκολομνημόνευτες μελωδίες. Φυσικά το πνεύμα των 80s είναι διάχυτο και οι φίλοι της περιόδου θα αναγνωρίσουν τις επιρροές από Mötley Crüe της περιόδου Dr. Feelgood ενώ σε άλλα σημεία θυμίζουν λίγο από Dokken. Ξεχώρισα το “It Won’t Suck Itself”, με την εμβληματική εικόνα της hair metal περιόδου, τον κιθαρίστα των Extreme, Nuno Bettencourt, σε ένα μελωδικότατο σόλο. Και φυσικά δε θα μπορούσε να λείψει μία μπαλάντα από την περίοδο που αναφέρονται έστω και παρωδιακά, το “Weenie Ride”, η κλασική “ελαφριά” συνοδεία πιάνου σύνθεση, που κλείνει την κυκλοφορία αυτή επάξια. Γενικά το άλμπουμ απευθύνεται για τους φίλους της περιόδου που γουστάρουν την all night party φάση και η μουσική των Steel Panther είναι η κατάλληλη για αυτούς. Όσο για τους υπόλοιπους είναι… ένα εξαιρετικής μουσικής ποιότητας δημιούργημα… Άλλωστε, ούτε και οι ίδιοι παίρνουν τον εαυτό τους και πολύ σοβαρά. Νότης Γκιλλανίδης |
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011
STEEL PANTHER: “Balls Out”
Levellers live report
Καταρχήν χωρίς να θέλω να επαινέσω τους διοργανωτές, οι Levellers είναι μία από τις κορυφαίες live μπάντες του πλανήτη και μπράβο σε εκείνους που τους επέλεξαν για να τους θαυμάσουμε και ζωντανά. Η βραδιά ξεκίνησε με ένα ελπιδοφόρο καλλιτέχνη τον Ορέστη Ντάντο, ο οποίος με τις φορτισμένες ελληνόφωνες ηλεκτροακουστικές συνθέσεις του και τη ζεστή ερμηνεία του, κέρδισε το λιγοστό κοινό που είχε έρθει μέχρι εκείνη την ώρα και του ευχόμαστε να συνεχίσει και στο μέλλον σε αυτό το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο. Το Gagarin αν και μισογεμάτο αφού οι υποτιθέμενοι indie rock οπαδοί δεν γέμισαν το Club (αυτοί έχασαν), έζησε απίθανες στιγμές από μία μπάντα που παίζει αυτό που λέμε ροκ για το λαό με απλότητα, κέφι και τρομερή ενέργεια. Οι σκοτσέζικες γκάιντες που ήχησαν ως εισαγωγή του “One Way” έδωσαν το σήμα για την έναρξη ενός ασταμάτητου folk-rock party. To θεότρελο βιολί του Jonathan Sevink συνδυαζόταν τέλεια με τις hard rock κιθάρες του Simon Friend (άψογος και στο μαντολίνο) και την υπέροχη φωνή του Mark Chadwick. Η επιβλητική σκηνική παρουσία του Jeremy Cunningham στο μπάσο έδινε μεγαλύτερη δύναμη στην εκτελεστική δεινότητα των μουσικών και ο κόσμος ανταποκρίθηκε άμεσα στο party που είχε ήδη ανάψει για τα καλά. Το μενού των Levellers περιλάμβανε σχεδόν όλα τα σπουδαία και υπέροχα τραγούδια της μπάντας όπως τα “The Game”, “Fifteen Years”, “Liberty Song”, “Another Man's Cause”, “Battle Of The Beanfield”, “The Riverflow” και όπως καταλαβαίνετε το θρυλικό άλμπουμ “Levelling the Land” είχε την τιμητική του. Άλλες στιγμές που ξεχώρισαν ήταν σίγουρα αυτό το τεράστιο “φουγάρο-όργανο” που βγήκε στη σκηνή και ονομάζεται Didjerido και αποτελεί μία ιδιαίτερη στιγμή του live ενώ η φανταστική διασκευή στο “The Devil Went Down to Georgia” των αξέχαστων Charlie Daniels Βand δημιούργησε μία εκρηκτική ατμόσφαιρα στο club. Η κλήρωση μίας κιθάρας για ένα τυχερό που θα είχε την υπογραφή της μπάντας αποτέλεσε ένα μικρό happening πριν από encore που ξεκίνησε με το zeppelinικό “Hope Street” και έκλεισε με δύο εξαίσια τραγούδια, τα “Carry me” και “Beatifull Day”. Για μένα που έχω δει αμέτρητα live (λόγω ηλικίας κυρίως…) ήταν μία εκπληκτική βραδιά και διαπίστωσα ότι αυτή η μπάντα ζει για το σανίδι και της εύχομαι να μείνει πολλά χρόνια εκεί πάνω και να ξαναπεράσει από τα μέρη μας και την επόμενη χρονιά. Κείμενο: Φώτης Μελέτης |
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
FIONA: “Unbroken”
Είναι θαυμάσιο να ξαναβλέπεις στο μουσικό παρόν πρόσωπα και να ακούς φωνές που σημάδεψαν την εφηβεία σου και γίνεται όμως ακόμη καλύτερο όταν διαπιστώνεις ότι η φωνή παραμένει αναλλοίωτη και η συνεργασία της με αξιόλογα ονόματα του χώρου κάνουν τη μουσική επιστροφή της, τουλάχιστον αξιάκουστη… και εξηγούμαι: Σίγουρα όλοι οι αφοσιωμένοι εντρυφήσαντες οπαδοί του μελωδικού ροκ στα 80s θυμούνται τη Fiona Flanagan. Η αμερικανίδα τραγουδίστρια (με ιρλανδέζικες ρίζες) θα θυμούνται οι παλαιότεροι, ότι είχε επιτυχίες με τα “Talk To Me”, “Hopelessly Love You” και ιδιαίτερα με το “Everything You Do (You're Sexing Me)”, σε ένα ντουέτο με τον Kip Winger, που τότε τον χρέωναν ως συνοδό της (κουτσομπόληδες γίναμε). Έκανε και το πέρασμα της ως ηθοποιός και τραγουδώντας το soundtrack στην ταινία “Hearts Of Fire” και μετά από 4 αξιοπρεπή άλμπουμ εξαφανίστηκε όμως από τη μουσική σκηνή το 1992. Δε γνωρίζω , πόσοι από εμάς περιμέναμε την επιστροφή της στο χώρο, αλλά στα 50 της η σύζυγος και μητέρα πλέον επέστρεψε και έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι η δυναμική, αισθησιακή φωνή της έχει γίνει καλύτερη με τα χρόνια με τη βοήθεια δε στην παραγωγή και την σύνθεση από τους James Christian και τον πανταχού παρόντα Tommy Denander κυκλοφορεί το “Unbroken”. Οι συνθέσεις έχουν γίνει με τους προαναφερθέντες και την εγγλέζικη ομάδα συνθετών με την επωνυμία The Elements και συνδημιουργοί είναι ο Marc Tanner (παραγωγός στο υπερεπιτυχημένο άλμπουμ “After The Rain” των NELSON) καθώς και η 80s συνθέτρια-είδωλο Holly Knight (Heart, Aerosmith, Bonnie Tyler, Rod Stewart, Tina Turner, KISS μεταξύ άλλων). Με τόσο ικανή ομάδα και την εξαιρετική φωνή της θα περίμενε κανείς ίσως το άριστο όμως… Είναι ένα άλμπουμ με τις καλές του στιγμές αλλά και τις αδύναμες π.χ το “Shadows Of The Night”, που είναι μία διασκευή στο τραγούδι της Pat Benatar, τα αισθησιακά φωνητικά της το απογειώνουν όπως και η έτερη διασκευή στην σύνθεση των Prophet, το “Everything You Are”, μία φανταστική ημι-μπαλάντα με φοβερό refrain, εκπληκτικό χορωδιακό μέρος και ένα εκπληκτικό σόλο στην κιθάρα από τον Tommy Denander στο κλείσιμο. Και για να μη θεωρηθεί ως το άλμπουμ των διασκευών, υπάρχει και το εκπληκτικό ντουέτο με την αρχόντισσα του A.O.R, Robin Beck στο “This Heart”, με διάχυτο το αίσθημα των 80s και τις φωνές τους να δένουν αρμονικότατα. Μέχρι εκεί όμως ένα μελωδικό άλμπουμ –επιστροφής που αξίζει σίγουρα του ακούσματος σας, με την αναμονή για το επόμενο της. Τελικά η κυρία Fiona Flanagan ξέρει να τραγουδά και η ζεστή, αισθησιακή φωνή της είναι καλύτερη από ποτέ… Νότης Γκιλλανίδης |
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
INFIDEL: “King of Cynical Control”
Το ντεμπούτο των Infidel, πέντε περίπου χρόνια πριν, είχε αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές. Και εάν κάποιοι νομίζουν πως αυτό οφείλεται στα “ονόματα” που απαρτίζουν το group, τότε αυτοί καλά θα κάνουν να αφήσουν παράμερα τις προκαταλήψεις τους και να το ξανακούσουν. Η δεύτερη δουλεία των Infidel καθυστέρησε αρκετά, αλλά για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Μέσα σε πέντε χρόνια πολλά αλλάζουν και σίγουρα ωριμάζουν και αυτό ακριβώς συμβαίνει στο “King of Cynical Control”! Οι μουσικοί (και κατ’ επέκταση η μουσική) παραμένουν ίδιοι μεν, αλλά όχι στάσιμοι. Δεν άλλαξαν το ύφος τους, αλλά σίγουρα αισθάνεσαι τη διαφορετικότητα της νέας τους δουλειάς. Το νεωτεριστικό doom που προτείνουν με τις διάσπαρτες stoner πινελιές και την εμβόλιμη 70ίλα που “στοιχειώνει” το album, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης πως σε άλλες, λιγότερο digital, εποχές, οι Infidel θα πρωταγωνιστούσαν στην εγχώρια σκηνή. Και εκεί που δείχνει η μπάντα την αξία της είναι πως παραδίδουν μαθήματα σοβαρότητας, μέσω της απλότητας των συνθέσεών τους. Δε χρειάζονται απαραίτητα εκατό αλλαγές ρυθμικών σε κάθε κομμάτι, για να χαρακτηριστεί “πολύπλευρο”! Μια- δυο καλές ιδέες, ένα σαρωτικό riff και μια ώριμη προσέγγιση, αρκούν για να χτίσουν ένα soundtrack μουσικής τέρψης, χωρίς φανφάρες και πολλά πολλά! Και παρόλο που οι καιροί δεν ευνοούν (εμπορικά πάντα) τους καλλιτέχνες, οι Infidel έχουν κάθε λόγο να είναι περήφανοι για το “King of Cynical Control”, καθώς βάζουν και αυτοί με τον τρόπο τους ένα ακόμη λιθαράκι στην, τόσο αδικημένη και ταλαιπωρημένη, ελληνική metal σκηνή. Στέφανος Στεφανόπουλος ΥΓ η διασκευή στο “Here Comes The Rain Again” των Eurythmics, απλά “σκοτώνει”! Και πρόκειται για “διασκευή” και όχι για καμιά κούφια και ανούσια “επανεκτέλεση”, έτσι; |
Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011
CROSSFADE: “Secret Love”
Την περίπτωση των Σουηδών CROSSFADE τυγχάνει να την παρακολουθώ από το ξεκίνημα της που συνέβη το 2004. Η μπάντα που προβάλλει ως βαρύ πυροβολικό, την έξοχη φωνή του σπουδαίου ερμηνευτή Goran Edman (Yngwie Malmsteen, Karmakanic, Street Talk, Kharma) κινείται σε λιτά, ρυθμικά και ήρεμα ηχητικά μονοπάτια. Οι Lars Hallbäck και Richard Stenström καθώς και τα αδέλφια Per και Sven Lindvall έχουν αποδώσει συνθετικά τα μέγιστα στο ύφος που φλερτάρουν ενώ με το νέο τους άλμπουμ “Secret Love” καταφέρνουν να θυμίζουν έντονα συγκροτήματα όπως τους Alan Parsons Project, Steely Dan, Toto, Sting, Eagles και Chicago. Οι μελαγχολικές μελωδίες συνδυάζονται υπέροχα με νοσταλγικές τραγουδιστικές αρμονίες και το επιπλέον στοιχείο από τα προηγούμενα άλμπουμ της μπάντας είναι οι δυνατές και οι εμπνευσμένες κιθαριστικές διαδρομές εμπλουτισμένες με μικρά και έξυπνα σόλο κι όλα αυτά αρκετά δουλεμένα ενώ η σημαντική προσθήκη των πνευστών δημιουργεί μοναδικά ηχοχρώματα στο “Secret Love”. Για τον αγαπημένο μας Goran Edman δεν χρειάζεται να κάνουμε ιδιαίτερες αναφορές μιας και αποδεικνύει και σε αυτή την κυκλοφορία ότι η λέξη “ανατριχίλα” είναι συνυφασμένη με την ερμηνευτικό του μεγαλείο. Τραγούδια όπως τα “Heart Of Hero”, “Waiting for A Miracle”, “In My Mind” και “Seconds and Eons” περιέχουν πολύ, μα πολύ συναίσθημα και μεγάλες δόσεις γλυκιάς ευαισθησίας. Την μίξη έχει αναλάβει ο Bernard Löhr, γνωστός από τις δουλειές του με τους ABBA, Celine Dion και Westlife. Γενικά θα έλεγα πως το “Secret Love” είναι μία πολύ καλή παρέα για να αποφορτίσουμε τις μπαταρίες μας μετά από μία δύσκολη μέρα στη δουλειά ή για να απολαύσουμε ένα μελαγχολικό κυριακάτικο πρωινό στο μπαλκόνι μας. Φώτης Μελέτης |
Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011
TRILLIUM: “Alloy”
Η Amanda Somerville αποτελεί μία από τις καλύτερες και πιο δραστήριες γυναικείες φωνές στο χώρο του rock/metal αυτή τη στιγμή. Έχοντας ήδη αρκετά χρόνια στο μουσικό στερέωμα, έχει προλάβει να συνεργαστεί με μπάντες όπως oι Avantasia, οι Epica, οι Kamelot, οι After Forever κ.α. Παράλληλα, συνεργάστηκε με τον Michael Kiske στο πολύ καλό περσινό Kiske/Somerville ενώ παραμένει πολυάσχολη με τις συνθετικές αναζητήσεις της, το πιάνο και τη διδασκαλία φωνητικής σε μόνιμη βάση. Σημειωτέον, όλα αυτά χωρίς να την έχουν πάρει και τα χρόνια… Οι Trillium αποτελούν πνευματικό της τέκνο καθώς -όπως η ίδια δηλώνει- αποτυπώνουν την τριαδικότητα στην ύπαρξή της και την καλλιτεχνική της φύση ενώ ο τίτλος του album “Alloy” (=κράμα δύο ή περισσότερων μετάλλων), έρχεται να συμπληρώσει τη φιλοσοφία της. Και πραγματικά, στο άκουσμα αυτού του album παρατηρεί κανείς έντονα την πολυσυλλεκτικότητα και τη συνδυαστική στη συνύπαρξη πολλών ετερόκλητων μουσικά στοιχείων και ιδεών. Το “Alloy” κατόπιν αυτού, αποτελεί την πιο ιδιότυπή της δουλειά μέχρι σήμερα και μέσα του μπορεί να ανακαλύψει κανείς πολλά διαφορετικά στυλ και ιδιώματα, άρτια συνδυασμένα και δομημένα. Αποτελεί ένα εντυπωσιακό υβρίδιο rock και metal μουσικής αισθητικής ενώ –σε στιγμές- φλερτάρει με το pop/rock ή και το hard rock ακόμη. Στην προσπάθεια αυτή έχει συμβάλλει τα μέγιστα η παρουσία του σπουδαίου Sascha Paeth, που έχει αναλάβει την παραγωγή ενώ έχει βάλει το λιθαράκι του και στη σύνθεση και ενορχήστρωση του όλου υλικού. H καθαρότητα της φωνής της Somerville σε συνδυασμό με το απίστευτο εύρος έκτασης που διαθέτει, τη βοηθά να έχει τρομερή εκφραστική ευκινησία και προσαρμοστικότητα, κάτι που γίνεται έκδηλο σε κομμάτια όπως το “Big Machine”, “Path Of Least Resistance”, “Coward”, και “Justifiable Casualty”. Ξεχωρίζουν επίσης, τα “Mistaken” και “Into The Dissonance”, που με πολύ όμορφες μελωδικές γραμμές, θα μπορούσε κάποιος κάλλιστα να τα κατατάξει στην κατηγορία του “hit”. Ακόμη, το “σκληροτράχηλο” και αμιγώς μεταλλίζον “Scream It”, όπου μας παραδίδει ένα εντυπωσιακό ντουέτο παρέα με τον Jorn Lande, αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα ενός πολύ καλού δίσκου. Το album αυτό απευθύνεται σε μεγάλο εύρος ακροατών χωρίς καμία αμφιβολία. Θα έβαζα στοίχημα, πως με το “Alloy” η Amanda θα συστηθεί σε νέους “φίλους” και θα γίνει γνωστή σε σαφώς ευρύτερο κύκλο σε σχέση με αυτόν που ήταν γνωστή μέχρι σήμερα. Πέρα από το metal κοινό, το οποίο προφανώς και θα σπεύσει να την τιμήσει, οι φίλοι των Evanescence για παράδειγμα, καλό θα ήταν να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το album. Ο μόνος κίνδυνος που διατρέχει η ξανθομαλλούσα αοιδός, είναι να περάσει στα ψιλά η παρούσα δουλειά της μέσα στη δίνη μιας εντυπωσιακά ποιοτικής χρονιάς για τα μουσικά δρώμενα. Θα ήταν άδικο. Γιώργος Ευσταθίου |
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
MITCH MALLOY: "Mitch Malloy II"
Βλέποντας τη φωτογραφία του Mitch Malloy στην κυκλοφορία-follow up, του καταπληκτικού “Mitch Malloy II” του 1992, θα έλεγα ότι ο χρόνος άφησε αναλλοίωτη όχι μόνο τη μορφή του Mitch, αλλά και ενίσχυσε με πάθος και ποιότητα και τις ήδη πλούσιες φωνητικές του ικανότητες. Σε αυτό το follow-up βέβαια έχει άξιους συμπαραστάτες, μία dream-team μουσικών όπως οι Phil Collen (Def Leppard), Pete Lesperance (Harem Scarem), Keith Howland (Chicago, Rick Springfield) στις κιθάρες, σε ένα flashback του πρώτου ομότιτλου άλμπουμ, ο Hugh McDonald (Bon Jovi, Alice Cooper) στο μπάσο και ο βιρτουόζος μαέστρος C.J. Vanston (King of Hearts, Richard Marx) που παίζει πλήκτρα και συνδημιουργεί. Και για μην υπάρξει παράπονο στα φωνητικά συμμετέχουν, οι Jeff Scott Soto, Bruno Ravel (Danger Danger) και ο θρύλος του AOR, Brett Walker που συνεισφέρει στο κομμάτι “I'm The One”, που αποτελεί και το πρώτο single. Με τέτοια επικουρία και τα φανταστικά του φωνητικά, το άλμπουμ ξεχειλίζει από την αίσθηση 80s και πρώιμων 90s συνθέσεων, οι αρμονίες, οι μελωδικότατες κιθάρες, τα πλήκτρα που “κελαηδούν” και φυσικά τα ΦΩΝΗΤΙΚΑ ενός τραγουδιστή που δεν απόλαυσε την αναγνώριση που ευρύτερα άξιζε, καθιστούν την κυκλοφορία τούτη μοναδική. Τουλάχιστον πάλι οι καλοί μου φίλοι που παραβρέθηκαν στο Firefest Festival , επικυρώνουν τα γραφόμενα μου και βεβαιώνουν περί του αληθούς. Το ξεχωριστό, με διαφορά τρίχας, “Falling To Pieces” είναι το καθημερινό άκουσμα που συντροφεύει τα ήδη καταπονημένα αυτιά μου από την κακοφωνία των δελτίων ειδήσεων και της πολύβουης Αθήνας χωρίς να παρακούω και τα υπόλοιπα. Εάν δεν ταξιδέψατε στο Nottingham στις 23 του Οκτώβρη επενδύστε με κλειστά μάτια και ορθάνοιχτα αυτιά… Νότης Γκιλλανίδης |
O B.KAISAS εξομολογείται...
Ο Babis Kaisas κατόρθωσε με το εξαιρετικό άλμπουμ “Unify” να κάνει αίσθηση σε όσους ασχολούνται με το ντόπιο hard n’ heavy rock αλλά και να ακουστεί με σοβαρότητα και σε πολλές άλλες χώρες. Σ’ αυτό βέβαια βοήθησε σημαντικά η ενεργή συμμετοχή του σπουδαίου τραγουδιστή Tony Mills (Shy, TNT, Serpentine) που έδωσε μία ξεχωριστή οντότητα στο άλμπουμ. Ο B.Kaisas εξομολογήθηκε στο Rockway.gr τα όνειρα του για το δίσκο, τα προβλήματα που αντιμετώπισε αλλά και τις εμπειρίες που αποκόμισε από την συνεργασία του με τον Tony Mill… Περιέγραψες μας συνοπτικά, με τι είχες ασχοληθεί καλλιτεχνικά τα προηγούμενα χρόνια; Πριν την κυκλοφορία του ντεμπούτου μας σαν Kaisas, εργαζόμουν κάτω από το όνομα Zandem, μαζί με τον original drummer των Βρετανών SHY, και σε κάποια φάση με τον μπασίστα των επίσης Βρετανών Karallon, Dave Deeley, ο οποίος είχε αναλάβει τα φωνητικά για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο project. Aυτά όλα έγιναν τις χρονιές 2006-07.Πιο πριν έγραφα κομμάτια μόνος μου, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό. Απλά αποτύπωνα ιδέες, είτε σαν στίχους, είτε σαν μουσική. Δεν περίμενα ότι κάποια μέρα κάποιο από τα είδωλα μου (σ.σ. Alan Kelly) θα θέλει να δουλέψει μαζί μου. Και τώρα που το σκέφτομαι, ακόμα δεν το πιστεύω (γέλια)! Ποια προβλήματα αντιμετώπισες στη δημιουργία του άλμπουμ; Προβλήματα πολλά, και διαφόρων ειδών… Ένα από αυτά ήταν, ότι ο τρόπος με τον οποίο ηχογραφούσα μόνος μου, μετά την συνεργασία μου με τον Alan Kelly, δεν ήταν και ο πιο σωστός. Οπότε όταν o Mark Stuart, που έκανε την μίξη, μου είπε “καλό θα ήταν να ξαναηχογραφήσεις το μεγαλύτερο μέρος από τις κιθάρες, για να ακούγεται καλύτερα σύμφωνα με τον τρόπο που θα σου υποδείξω”, έπεσα λίγο από τα σύννεφα. Βασικά γιατί δούλευα στα κομμάτια από το τέλος του 2007, και αυτό έγινε μέσα του 2010. Τελικά έκατσα, και ξαναηχογράφησα τα κομμάτια σε μόλις μια βδομάδα! Δεν σήκωνα ούτε τηλέφωνο! Επίσης ένα ακόμα άτομο που θα ήθελα να ευχαριστήσω, είναι ο Χρυσάφης Ταντανόζης (σ.σ. drummer των Crystal Tears), με τον οποίο γνωριζόμαστε 20 χρόνια τώρα, και με βοήθησε απίστευτα, όποτε χρειαζόμουν κάτι με τις demo ηχογραφήσεις μου. Υπάρχουν και άλλες αναποδιές που αντιμετωπίσαμε στην πορεία, αλλά “κάθε εμπόδιο σε καλό” που λένε… Ποιες οι εντυπώσεις σου από τη συνεργασία με τον Tony Mills στα φωνητικά και πως προέκυψε; Γνώριζα τον Tony μέσω internet, από την εποχή μου με τους Zandem. Τότε έτυχε να δουλεύει στο επερχόμενο άλμπουμ του Vital Designs, και μου πρότεινε να του στείλω κομμάτια που δεν θα χρησιμοποιούσαμε σαν Zandem, για ν'ακούσει. Του έστειλα 2 κομμάτια τα οποία ήταν σε πολύ αρχικό στάδιο, ήταν μόνο η βασική ιδέα, και δεν ταίριαζαν τελικά πολύ με το στυλ του άλμπουμ, που ήθελε να κάνει. Κανά 2 χρόνια μετά, αφού δούλευα πλέον μόνος σε κομμάτια, μιλήσαμε ξανά μέσω internet, και μου προσέφερε την βοήθεια του. Οπότε κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Ο Tony είναι μεγάλο κεφάλαιο στα φωνητικά, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έχει δουλέψει σε καμιά 50ριά άλμπουμ τα τελευταία 30 χρόνια! Ένα από αυτά ήταν και το “Night Songs”, των Cinderella, στο οποίο έχει κάνει τα backing φωνητικά. Τι να πω, απλά μεγάλη τιμή να συνεργάζεσαι με κάποιον με τέτοιο ταλέντο και ιστορία. Με ποιο κριτήριο συνεργάστηκες και με τον βραζιλιάνο drummer Acacio Carvalho; Ο Acacio είναι πραγματικά φοβερός drummer και είναι τιμή μου που συνεργάζομαι μαζί του. Είναι ο πρώτος που έχει ανοίξει rock μουσική σχολή στην Βραζιλία, παρότι τώρα πλέον ζει στις Η.Π.Α. Απλά είχα δει κάποια βίντεο του στην σελίδα του στο internet και τον προσέγγισα. Έχει πραγματικά προσωπικό στυλ, και τεχνικότατο και ακριβέστατο παίξιμο, χωρίς να χάνει το συναίσθημα. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από έναν drummer… Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ή χιουμοριστική στιγμή που συνέβη κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων; Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή την στιγμή κάτι ιδιαίτερα αστείο, αν και σίγουρα είχαμε τις στιγμές μας. Κάτι που ήταν πολύ ιδιαίτερο και δύσκολο, ήταν όταν ο Τony Mills έπαθε καρδιακή προσβολή, και δεν ξέραμε αν θα επιβιώσει και σε πια κατάσταση. Ήταν περίπου στο τέλος των ηχογραφήσεων μας και μας τράβηξε λίγο πίσω. Αλλά ο Τony Mills είναι πραγματικά γενναίος σαν άνθρωπος και επανήλθε, ίσως πιο δυνατός από ποτέ. Σκεφτόμουν να τον επισκεφτώ τότε στο νοσοκομείο στην Νορβηγία που ήταν αλλά όπως είπε και ο ίδιος για τον εαυτό του “εμμ...δεν νομίζω ότι θα ήμουν και τόσο καλή παρέα...!” Το “Unify” ως τίτλος υπονοεί κάτι συγκεκριμένο και επίσης πόσο σημαντικό είναι για σένα μία τέτοια κυκλοφορία; “Unify” σημαίνει “ενοποιώ”. Ο τίτλος είναι συμβολικός και αναφέρεται στα μέλη της μπάντας, που είναι όλα από διαφορετική χώρα μεταξύ τους, αλλά ενώθηκαν για να κάνουν αυτό το άλμπουμ. Επίσης είναι ένα δείγμα του ότι η μουσική πραγματικά δεν έχει σύνορα και μπορεί να γεφυρώσει πολλά πράγματα εκεί που οτιδήποτε άλλο αποτυγχάνει. Όσο για την κυκλοφορία του, ναι, εννοείται ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική για μένα. Ήμουν πίσω από σχεδόν κάθε λεπτομέρεια του album, δίνοντας κατευθύνσεις, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτό που ήθελα να κάνω. Είναι ένα ιδιαίτερα προσωπικό άλμπουμ, αφού έγραψα όλα τα κομμάτια, στίχους-μουσική, έκανα ενορχηστρώσεις και παραγωγή, ακόμα και η ιδέα για το arwork ξεκίνησε από εμένα. Είναι κάτι που ονειρευόμουν να κάνω από τότε που ήμουν έφηβος, όταν πρωτοασχολήθηκα με μουσική, αλλά που μάλλον ούτε ο ίδιος πίστευα ότι θα κατάφερνα να δω κάποτε… Ο ήχος του άλμπουμ παραπέμπει κυρίως στα κλασσικά metal συγκροτήματα του παρελθόντος. Συμφωνείς με αυτή την άποψη; Νομίζω ότι λίγο πολύ ναι. Είμαι περισσότερο κοντά στα pop-metal group των 80s. Δεν με πειράζει αν κάποιος που δεν ακούει metal, ακούσει κάποιο κομμάτι μου και του αρέσει. Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι το metal ανήκει στο underground. Για εμένα το metal ξεκίνησε κάπου στα τέλη των 60s- αρχές 70s, με group όπως οι Deep Purple, Black Sabbath, Uriah Heep, Aerosmith, Kiss κτλ… Και όλοι αυτοί πάτησαν πάνω στην “τρέλα” που είχαν οι Who, Jimmy Hendrix, Cream και πολλοί άλλοι. Οι μπάντες των 80'ς όπως οι Bon Jovi, Def Leppard που μονοπώλησαν τα charts τότε, πάνω σ' αυτούς τους μουσικούς “πατούσαν”. Ειλικρινά λυπάμαι ανθρώπους που νομίζουν ότι metal είναι μόνο οι Iron Maiden και οι Metallica και δεν μπαίνουν στον κόπο να ψάξουν παραπέρα, γιατί φοβούνται “τι θα πουν οι φίλοι τους”. Ποιους κιθαρίστες και συγκροτήματα θαυμάζεις; Θα έλεγα σαν σκηνική παρουσία και στοιχειωμένες μελωδίες τον Steve Clark από τους Def Leppard. Αν και επέλεξα να παίζω με Fender κιθάρες, κυρίως λόγο του Richie Sambora (σ.σ. Bon Jovi). Ο George Lynch είναι απίστευτος και οι Dokken μεγάλη αγάπη και επιρροή επίσης. Από την Γερμανία οι Bonfire είναι η πλέον αγαπημένη μου μπάντα. Αλλά υπάρχουν πολλοί ακόμα, που δεν φτάνει ο χώρος ν' αναφέρουμε. Και όχι μόνο από τον χώρο του hard rock… Τελικά το διαδίκτυο είναι η σωτηρία του μουσικού ή καταστροφή της δημιουργίας; Νομίζω ότι το διαδίκτυο είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Απλά η κακή χρήση του και η διάθεση για αντιγραφή μουσικής και ταινιών από κάποιους είναι αυτό που σκοτώνει και τους δυο χώρους. Πάντα όποτε ήθελα κάποιο άλμπουμ πραγματικά, το αγόραζα. Δεν μετράει για' μένα τόσο η ποσότητα όσο η ποιότητα. Αλλά απ' ότι φαίνεται σήμερα, αν δεν κατεβάσεις 10 άλμπουμ την ημέρα δεν είσαι πλέον “cool”… Ποιες είναι τελικά οι φιλοδοξίες σου και αν υπάρχουν σχέδια για συναυλίες; Η μόνη φιλοδοξία που έχω είναι αυτό που κάνω να έχει κάποια απήχηση. Να μην περνάει απαρατήρητο. Σε μια εποχή που μπάντες που κάποτε πουλούσαν εκατομμύρια album και αλώνιζαν τον πλανήτη, φτάσανε πλέον να πουλάνε κάτι ψιλά και να κάνουν live αραιά και που σε clubs. Νομίζω είναι ουτοπία να ονειρεύεσαι κάτι περισσότερο. Όπως είπε και ο David Coverdale πρόσφατα “κάποτε λεγόταν Monsters Of Rock και τώρα είναι Hamsters Of Rock”! Σχέδια για live shows δεν υπάρχουν προς το παρόν και οι λόγοι είναι ευνόητοι νομίζω. Παρ'όλα αυτά αν υπάρξει ενδιαφέρον από κάπoιον promoter για κάπoια θέση σε κάποια περιοδεία η κάτι τέτοιο, ίσως και να γίνει. Αλλά για μεμονωμένα live shows και οικονομικά είναι δύσκολο και από άποψη ενδιαφέροντος δεν με αγγίζει ιδιαίτερα. Πολλές μπάντες παγιδεύονται να παίζουν μια ζωή στην πόλη τους. Αν αυτό είναι που θέλουν έχει καλώς. Για εμένα live σημαίνει touring. Ξεπερνώντας τα σύνορα… Συνέντευξη: Φώτης Μελέτης |
Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011
MECCA: "Undeniable"
Τους Mecca τους γνωρίσαμε το 2002 με ένα album που είχε προξενήσει ιδιαίτερη αίσθηση στους κόλπους της AOR κοινότητας εκείνης της περιόδου. Με μπροστάρη τον Joe Vana και μια πλειάδα εξαιρετικών μουσικών να τον πλαισιώνει, -μεταξύ των οποίων οι Fergie Frederiksen, Bobby Kimball και David Hungate (Toto) αλλά και συμμετοχές από άλλους σπουδαίους όπως ο Mike Aquino των Pride Of Lions και ο τεράστιος Jim Peterik (Survivor/Pride Of Lions)-, είχαν συστήσει ένα supergroup που κυριολεκτικά μαζί με ελάχιστους σύγχρονούς τους, έδωσε το φιλί της ζωής σε αυτή τη μουσική και στη δοκιμαζόμενη τότε melodic rock κοινότητα που περνούσε μια μακρά παραγωγική “ανομβρία”, μια δημιουργική ύφεση. Από τότε, το ντεμπούτο τους εκείνο αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την περασμένη δεκαετία, εμφανιζόμενο σε ουκ ολίγες λίστες Best of 2001-2010. Εδώ λοιπόν και αρκετά χρόνια, αγνοούσαμε τα ίχνη της μπάντας, η οποία στην πραγματικότητα, αν και σε λανθάνουσα κατάσταση, εξακολουθούσε να δημιουργεί και να συνθέτει δια χειρός κυρίως Joe Vana. Μια σειρά ατυχών περιστατικών ωστόσο, καθυστέρησε την ολοκλήρωση του “Undeniable”, μεταξύ των οποίων ο θάνατος του συνεργάτη, συμπαραγωγού και στενού φίλου του Vana, Bryan Mitchell. Παρ’ όλες όμως τις ανακύψασες δυσκολίες, ο Joe κατάφερε και πάλι να μαζέψει γύρω του την αφρόκρεμα των διαθέσιμων σ’ αυτόν μουσικών. Ποιούς να πρωτοαναφέρει κανείς; Tommy Denander, Christian Wolf, Pat Mastelotto (Mr. Mister/King Crimson), Tony Levin (Peter Gabriel/King Crimson), Eric Ragno (Graham Bonnet/Jeff Scott Soto/Eric Martin κ.α.) και Brian Moritz (Balance) είναι μόνο μερικοί από αυτούς. Ξεχωρίζει ο υιός Vana, Joey, που έχει αναλάβει μέρος από τις κιθάρες του δίσκου και προσδίδει και μια οικογενειακή νότα στο όλο concept του έργου. Μουσικά το “Undeniable” κινείται στα κλασικά μονοπάτια των Toto, Survivor, Journey αλλά και REO Speedwagon, Foreigner. H παραγωγή είναι με μία λέξη, εντυπωσιακή. Τα όργανα προβάλλουν όλα στο σωστό ύψος στη μίξη, δίνοντας το απαραίτητο groove βγάζοντας -όπου χρειάζεται- μπροστά το rhythm section ενώ με την κρυστάλλινή, διαυγή, καλογυαλισμένη παραγωγή, οι μελωδίες αφήνονται ελεύθερες χωρίς να “καπελώνονται” ή να αποϊσχυροποιούνται. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως εδώ “παντρεύονται” μοναδικά το High-Tech AOR αριστούργημα των Mr. Mister “Welcome To The Real World” με το διαμαντένιο “The Seventh One” των Toto και αυτό βεβαίως εξηγείται από τις επιρροές αλλά και τους μουσικούς που έχουν εμπλακεί και συνεισφέρει σε αυτό το album. Με τη φωνή του Vana να ελίσσεται υπέροχα και να κινείται κάπου ανάμεσα σε Bobby Kimball, Joseph Williams και Jimi Jamison αλλά και το μπάσο μαζί με τα τύμπανα να ζωγραφίζουν, η σύγκριση με το λατρεμένο “The Seventh One” είναι αναπόφευκτη. Μπορεί οι μελωδίες εν συγκρίσει με τον ογκόλιθο των Toto να μην είναι τόσο straightforward στο πρώτο τους άκουσμα αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Οι συνθέσεις είναι σαφώς πιο σκοτεινές ενώ οι ενορχηστρώσεις περιέχουν και κάποια πιο progressive ανοίγματα που παραπέμπουν σε μπάντες όπως οι Asia ή οι It Bites, κάνοντας το πακέτο ακόμη πιο ενδιαφέρον. Τα highlights πολλά, αφού ολόκληρο το άλμπουμ τρέχει απολαυστικά στο αφτί του ακροατή. Από τα “Closing Time” και “Ten Lifetimes” που θα πλημμυρίσουν με ευχαρίστηση τους φίλους του Lukather και της παρέας του, στο Survivor-like “Did It For Love” και στα πιο funky μονοπάτια του “Life’s Too Short” ή ακόμη στο “From The Start” που μοιάζει με missing track από το πρόσφατο Williams/Friestedt album. Αξίζει ακόμη να σταθεί κανείς στο πανέμορφο “Deceptive Cadence” που τα υφέρποντα Hi-Tech στοιχεία του, του προσδίδουν μια μαγική ονειροπόλα διάθεση χωρίς την ίδια στιγμή να ακούγεται ξεπερασμένο ενώ το ομώνυμο “Undeniable” αποτελεί ίσως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Με τη μαγική δουλειά του Eric Ragno στα πλήκτρα και μια γλυκιά μελαγχολία στα φωνητικά και το στίχο, είναι πιασάρικο, όσο και απρόβλεπτο καθ’ όλη τη διάρκεια του. Τέλος το “W2W” αντιπροσωπεύει την πιο “σκληρή rock” όψη της κυκλοφορίας με τις κιθάρες να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και να συμπλέκονται με τα πλήκτρα με μοναδικό αποτέλεσμα. Το “Undeniable” δικαιώνει αναντίρρητα όσους αδημονούσαν για την επιστροφή των Mecca. Πρόκειται για έναν υπέροχο δίσκο, μεστό ωριμότητας, τιμιότητας και σοβαρότητας που κραυγάζει ότι είναι προϊόν πολυετούς κόπου, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια του και αποκαλύπτει τις χάρες του με κάθε επιπλέον ακρόαση. Έχει πολύ πλούτο και βάθος να αναδείξει πίσω από τις καλοδουλεμένες ενορχηστρώσεις του ενώ η παραγωγή του αποτελεί την επιτομή του πως πρέπει να “προσφέρεται στο πιάτο” το μελωδικό rock εν έτει 2011. Δηλαδή, χωρίς “τυμπανοκρουσίες” και αταίριαστες -κακώς εννοούμενα- μοντέρνες παραγωγές όπως δυστυχώς γίνεται κατά κόρον πλέον, μήπως και κερδηθεί και το πιο “μεταλλικό” ακροατήριο… Η μουσική είναι τέχνη, είναι αβίαστη στην αγνή της εκδοχή και δεν (πρέπει να) έχει σχέση με την “κρεατομηχανή” του marketing. Σε όλα αυτά προσθέστε και τον προσεγμένο στίχο και έχετε μια αρκετά λεπτομερή εικόνα για τη νέα δουλειά των Mecca. Διατρέχουμε ένα σωτήριο έτος για τη μουσική που αγαπάμε. Πολλές καλές κυκλοφορίες από νέα ονόματα και εντυπωσιακές επιστροφές παλιών, συνθέτουν ένα υπέροχο όσο και εκρηκτικό μίγμα. Προσωπικά πάντως, δεν θα έχω κανένα απολύτως πρόβλημα ή δισταγμό να συμπεριλάβω το παρόν δισκάκι στη αγαπημένη μου λίστα για το 2011. Για την ώρα, πατώ ξανά το “play” για να το εμπεδώσω. Γιώργος Ευσταθίου |
SCORPIONS: "Comeback"
Οι εποχές έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί… Όταν το (δήθεν) τελευταίο σου album δίδεται μέσω γνωστής εφημερίδας και στην πορεία η αμέσως επόμενη κυκλοφορία σου (ένα χρόνο περίπου μετά) διανέμεται ξανά δωρεάν μέσω της ίδιας οδού, τότε τα λόγια είναι περιττά. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα σχήμα σαν τους Scorpions, που κουβαλάει μια άλφα ιστορία στις πλάτες του. Εδώ βέβαια θα μου πείτε πως οι Maiden ήταν στα περίπτερα, τι να λέμε τώρα… Τι είναι το “Comeback”; Μια μπούρδα… μια αρπαχτή… ένας λόγος για να απασχολήσουν το κοινό τους. Όπως και να έχει, όσοι δεν το πήρατε τζάμπα, ας μην ασχοληθείτε καν να το αγοράσετε (εκτός και εάν μαζεύετε τα άπαντα, οπότε την πατήσατε)! Δεκατρείς συνθέσεις, επτά παλαιότερα τραγούδια σε επανεκτέλεση και έξι διασκευές… Ποιος άραγε θα ακούσει τη νέα εκδοχή του “Blackout” ή του “Still Loving You”, για παράδειγμα, αντί της παλιάς; Μην τρελαθούμε δηλαδή! Έχει νόημα το να ξαναπαίζεις τα κομμάτια που σε έκαναν γνωστό; Για μένα όχι! Θα μου πείτε, εδώ οι Manowar επανηχογράφησαν ολόκληρο album, οι Scorpions με τα τριακόσια “best of”, θα κωλώσουν; Ας πάμε τέλος πάντων στις διασκευές… Οκ, το παραδέχομαι, το “Tainted Love” (Gloria Jones) δε με χάλασε πολύ, αλλά πιθανότατα φταίει το ότι γενικά μου αρέσουν οι λογής επανεκτελέσεις του συγκεκριμένου κομματιού. Το ίδιο θα έλεγα πως ισχύει και για το “All Day and All of the Night” (The Kinks), μιας και πρόκειται για “εύκολο” τραγούδι κατάλληλο για bar ακροάσεις. Από εκεί και πέρα τα “Children of the Revolution” (T Rex), “Across the Universe” (The Beatles), “Tin Soldier” (Small Faces) και “Ruby Tuesday” (The Rolling Stones) δεν είναι ικανά για να δικαιολογήσουν το “Comeback”. Ναι, ακούγονται μεν χωρίς να ματώσουν τα αυτιά σου, αλλά σίγουρα έχεις καλύτερα πράγματα να κάνεις! Βέβαια, για να είμαι και δίκαιος, οι ίδιοι οι Scorpions δήλωσαν πως ο εν λόγω δίσκος απευθύνεται στους fan και μόνο, λέγοντας έτσι ένα “ευχαριστώ” για την επιτυχία που είχε η “Sting In the Tail Tour”. Αυτό φυσικά δε δικαιολογεί την προχειρότητα του όλου project, μιας και άπαξ και θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο, μπορείς να μην αρκεστείς σε ανούσιες επανεκτελέσεις και μέτριες διασκευές… Και τώρα που το σκέφτομαι, καταλαβαίνω απόλυτα γιατί δόθηκε δωρεάν μέσω εφημερίδας! Σε δύσκολες οικονομικά εποχές δε θα χαλάσει κάποιος χρήματα για κάτι που δεν τα αξίζει! Και εάν δεν είχε κυκλοφορήσει το “Lulu”, τότε το “Comeback” θα ήταν ο πιο αχρείαστος δίσκος της χρονιάς! Στέφανος Στεφανόπουλος |
Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011
KRUX: "III- He Who Sleeps Amongst the Stars"
Όταν είχε πρωτοβγεί το πρώτο, ομώνυμο, album των Krux, έτριβα τα μάτια μου αντικρίζοντας τα ονόματα Leif Edling (Candlemass, ex- Abstrakt Algebra, ex- Witchcraft), Mats Leven (Fatal Force, ex- Abstrakt Algebra, ex- At Vance, ex- Yngwie Malmsteen), Jorgen Sandstrom (The Project Hate, Vicious At, ex- Entombed) και Peter Stjarnvind (Damnation, Nifelheim, ex- Entombed), ενώ ύστερα από τις πρώτες ακροάσεις, έτριβα και τα αυτιά μου! Τεράστιο και επιβλητικό, τότε φάνταζε η πολυπόθητη νέα δουλειά των Candlemass που δεν έλεγε να έρθει! Τέσσερα χρόνια μετά (2006) έφτασε το δεύτερο μέρος, με το λιτό τίτλο “II”, με τους Fredik Akesson (Opeth, Sabbtail, ex- Arch Enemy, ex- Tiamat) και Carl Westholm (ex- Abstrakt Algebra) να εισχωρούν στην “παρέα”, δίνοντας χαρά στους οπαδούς τους, αλλά σίγουρα όχι εφάμιλλη με εκείνη της πρώτης κυκλοφορίας. Πέντε χρόνια πέρασαν από τότε και το τρίτο μέρος, ονόματι “III- He Who Sleeps Amongst the Stars” προσγειώνεται στα cd player αυτών που γνωρίζουν το τι εστί Leif Edling. Βέβαια, στο μεσοδιάστημα, οι Leif, Mats και Carl, μαζί με άλλους μουσικούς, δημιούργησαν τους Jupiter Society κυκλοφορόντας ήδη δύο full length, με ιδιαίτερη έφεση στο “space” στοιχείο, κάτι που έδωσε την ώθηση για μια σχετικά απόκοσμη χροιά στο νέο πόνημα των Krux. Μουσικά, δεν υπάρχει κάτι νέο για να περιγράψει το τελευταίο μέρος αυτής της τριλογίας, πέραν της προαναφερθείσας ατμόσφαιρας. Το “III- He Who Sleeps Amongst the Stars” κινείται ακριβώς στα ηχητικά πλαίσια που χρειάζεται μια τέτοιου είδους κυκλοφορία, έχοντας ως προφανές target group όσους αρέσκονται σε doom ακούσματα με ολίγον τι από epic, έτσι όπως οι Krux το αντιλαμβάνονται. Αργόσυρτοι, heavy ρυθμοί και επιβλητικές ερμηνείες με κερασάκι στην τούρτα τη συμμετοχή του Bruce Franklin (Trouble) με ένα solo στο κομμάτι “A Place of Crows”. Τώρα από συνθέσεις, τι να ξεχωρίσω; Επτά είναι στο σύνολο και οι πέντε “σπέρνουν” (δε χρειάζονται τίτλοι, θα τις ανακαλύψετε εύκολα μόνοι σας). Προσωπικά θεωρώ το “III- He Who Sleeps Amongst the Stars” αρκετά καλύτερο από το “II” (στο πρώτο, ομώνυμο, δεν αναφέρομαι, γιατί πολύ απλά είναι εκτός συναγωνισμού), ενώ είναι αυτονόητο πως όσοι δεν έχουν ασχοληθεί με τη μπάντα, οφείλουν στους εαυτούς τους να ψάξουν για τα cd των Krux, άμεσα! Να πω και τίποτα αρνητικό; Μισό λεπτό να ψάξω… Λοιπόν, το ψυχεδελικό εξώφυλλο δε μου αρέσει! Αυτά… Στέφανος Στεφανόπουλος |
HARDCORE SUPERSTAR: "The Party Ain't Over 'Til We Say So"
Νέα κυκλοφορία έχουμε πάλι από τους Hardcore Superstar. Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για νέο άλμπουμ, αλλά για μια συλλογή με τα καλύτερα κομμάτια τους. Το Best Of τους τιτλοφορείται “The Party Ain't Over 'Til We Say So” και αποτελείται από 20 κομμάτια, εκ των οποίων το ένα είναι νέα σύνθεση (ή απομεινάρι του πιο πρόσφατου δίσκου τους) σχεδιασμένη για το δίσκο αυτό και ένα δεύτερο να προέρχεται από παλαιότερο single. Αναφέρομαι στο εναρκτήριο “We Don’t Need A Cure” (το οποίο μου θύμισε λίγο το refrain από το “Hard Rock Hallelujah”) και στο “Bastards”. Εν συνεχεία, τα υπόλοιπα δεκαοχτώ κομμάτια προέρχονται, τέσσερα από τον ομότιτλο δίσκο τους (“Hardcore Superstar”), τέσσερα από τη τελευταία τους κυκλοφορία (“Split Your Lip”), δύο από τα “Beg For It”, “No Regrets”, “Dreamin’ In A Casket”, “Bad Sneakers And A Pina Colada” και ένα από τα “It’s Only Rock ‘N’ Roll” και “Thank You (For Letting Us Be Our Selves)”. Κλείνουν με αυτό τον τρόπο ένα κεφάλαιο από ολόκληρη την έως τώρα καριέρα τους και ετοιμάζονται για ένα νέο. Η συλλογή είναι αντιπροσωπευτική της μπάντας και αποτελείται με μερικές από τις καλύτερες συνθέσεις της. Η λειτουργία του είναι όντως best of, αλλά το αρνητικό είναι ότι απευθύνεται σε όσους δεν έχουν τη δισκογραφία τους και σε όσους θέλουν να αποκτήσουν γνώμη για το συγκρότημα. Το ένα νέο κομμάτι που έχουν και το single, δεν αποτελούν πειρασμό για κάποιον οπαδό τους που τα έχει όλα. Το άλλο αρνητικό που βρήκα είναι ότι κυκλοφορούν άλμπουμ κάθε δύο χρόνια, το 2010 ήταν η τελευταία τους κυκλοφορία και στο δίσκο αυτό δεσπόζουν τέσσερα κομμάτια από το “Split Your Lip” όπως και από το “Hardcore Superstar”. Κυκλοφορίες που ναι μεν η πρώτη όπως και η δεύτερη είναι από τις καλύτερες δουλείες τους, όμως δεν δίνουν χώρο σε κομμάτια που απουσιάζουν. Θα μπορούσαν να μειωθούν στα δύο και στη θέση τους να υπήρχαν κομμάτια που για εμένα κακώς λείπουν όπως το ομώνυμο από το “No Regrets” και το “Sophisticated Ladies”. Επίσης δεν βρίσκω τη χρησιμότητά του (για όσους έχουν παλαιότερα cd τους) σε συνδυασμό με τον ρυθμό που κυκλοφορούν νέες δουλειές. Από την άλλη ίσως να έπρεπε να ήταν διπλό με το δεύτερο δίσκο να συμπληρώνει τα κομμάτια που λείπουν, με bonus και διάφορα live τραγούδια για αν μην έχει κανένας παράπονο. Ανακεφαλαιώνοντας, για όσους γνωρίζουν την μπάντα τη θεωρώ πολύ φτωχή κυκλοφορία χωρίς τίποτα extra, για όσους τώρα τους μαθαίνουν ή θέλουν να πάρουν μια ιδέα για το τι εστί Hardcore Superstar, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό. Διαλέξτε στρατόπεδο και πράξτε αναλόγως. Γιώργος Βαλιμίτης |
Oι ULVER στο Fuzz Club
To πιο εκλεκτικό, «γνωστό- άγνωστο» συγκρότημα της Νορβηγικής underground σκηνής, οι ULVER, επιστρέφουν στην Ελλάδα το Σάββατο 26 Νοεμβρίου, στο Fuzz Club στην Αθήνα! Πέρασαν δύο χρόνια από την πρώτη τους επίσκεψη στη χώρα μας και μέσα σε αυτά, οι Ulver έχουν πλέον μεταμορφωθεί σε συναυλιακό συγκρότημα αντιμετωπίζοντας τη μουσική κατά πρόσωπο αντί να κρύβονται στις σκιές όπως έκαναν τα πρώτα 15 χρόνια της καριέρας τους. Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με το κοινό για πρώτη φορά το 2009, στο Φεστιβάλ Λογοτεχνίας της Νορβηγίας.
Οι ...ντροπαλοί λύκοι (=ulver) από το Βορρά πήραν εξαιρετικές κριτικές και τον ίδιο χρόνο περιόδευσαν επιλεκτικά σε σημαντικά venues στην Ευρώπη, κάνοντας μια στάση και στην Αθήνα.
Έχοντας ήδη 7 album στο ενεργητικό τους επιστρέφουν με το Wars of the Roses τον Απρίλιο του 2011, όχι μόνο πιο ώριμοι και έμπειροι αλλά με κάτι διαφορετικό – όπως κάθε φορά άλλωστε!
Στην περιοδεία του 2011 παρουσιάζουν ολόκληρο τον καινούριο δίσκο.
Έχοντας ήδη 7 album στο ενεργητικό τους επιστρέφουν με το Wars of the Roses τον Απρίλιο του 2011, όχι μόνο πιο ώριμοι και έμπειροι αλλά με κάτι διαφορετικό – όπως κάθε φορά άλλωστε!
Στην περιοδεία του 2011 παρουσιάζουν ολόκληρο τον καινούριο δίσκο.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Η προπώληση των εισιτηρίων συνεχίζεται Η τιμή του εισιτηρίου είναι 27 ευρώ.
ΣΗΜΕΙΑ ΠΡΟΠΩΛΗΣΗΣ
Αθήνα
TICKET HOUSE Πανεπιστημίου 42 (εντός της στοάς).
Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 210 3608 366
Θεσσαλονίκη
MUSICLAND Μητροπόλεως 102
Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 2310 264 880
Η προπώληση των εισιτηρίων συνεχίζεται Η τιμή του εισιτηρίου είναι 27 ευρώ.
ΣΗΜΕΙΑ ΠΡΟΠΩΛΗΣΗΣ
Αθήνα
TICKET HOUSE Πανεπιστημίου 42 (εντός της στοάς).
Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 210 3608 366
Θεσσαλονίκη
MUSICLAND Μητροπόλεως 102
Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 2310 264 880
Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011
WHITE WIDDOW: "Serenade"
Πριν από λίγες εβδομάδες στο Bat City απολαύσαμε αρκετοί θεατές της aor/melodic hard rock αθηναϊκής, σαλονικιάς και όχι μόνο. κοινότητας, το συγκρότημα που επάξια καλύπτει το μελωδικό χώρο με την παρουσία του, τους White Widdow. Η κουβέντα στο bar καλύπτει το ζητούμενο: ο ένας καλύπτει την συναυλία και ο άλλος αναλαμβάνει την παρουσίαση της νέας, εξαιρετικής κυκλοφορίας η οποία είναι και καλύτερη από την προηγούμενη. Η πρώτη είχε αφήσει εμβρόντητους τους οπαδούς του μελωδικού ιδιώματος, που τους κατατάσσει στην ελπιδοφόρα, για το μέλλον, τριάδα των συγκροτημάτων του χώρου. Έτσι λοιπόν μετά από πολλαπλές ακροάσεις και μία εμφάνιση που απογείωσε τον κάθε οπαδό και προσηλύτισε αρκετούς άλλους, καταθέτω τα εξής: δεν πρόκειται να ξαναγράψω, ότι η Σκανδιναβία είναι, σχεδόν μονοπωλιακά, η πηγή της μελωδίας τα τελευταία χρόνια, αφού τούτοι εδώ έρχονται από την χώρα του Down Under, την χώρα που τείνει να γίνει τον τελευταίο χρόνο νέα χώρα μετανάστευσης των απελπισμένων Ελλήνων, την Αυστραλία. Επίσης καταθέτω έντιμα, ότι ο Jules Millis κι ο αδερφός του Xavier πληκτράς της μπάντας συνεπικουρούμενοι από τον βιρτουόζο κιθαρίστα Enzo Almanzi, μεγάλωσαν με ινδάλματά τους ήρωες των 80s (και όχι μόνο) όπως Danger Danger, White Sister, Survivor και Treat, που σημαίνει μελωδία στις συνθέσεις, καθάρια φωνή από ένα φυσικό ταλέντο, στιβαρή rhythm section από τους Trent Wilson στο μπάσο και τον Jim Nash στα τύμπανα και πολλά-πολλά πλήκτρα. Δεν ξεχωρίζω τραγούδι για να μην αδικήσω κανένα αλλά προσωπική αδυναμία είναι το “Do You Remember”, με τα φωνητικά να λάμπουν συνδυασμένα με απίθανα χορευτικά πλήκτρα. Σίγουρα θα μας απασχολούν για πολλά χρόνια με την καλή έννοια βεβαίως-βεβαίως… Νότης Γκιλλανίδης |
R.U.S.T: "Forged In The Fire Of Metal"
Οι R.U.S.T είναι μια επική heavy metal μπάντα από τη Κύπρο, διαθέτοντας όπως φαίνεται, τα “Iron Balls” ώστε να παίζει ένα κράμα επικού μετάλλου, σε μια εποχή που αυτό είναι άκρως παρεξηγήσιμο! Οτιδήποτε ανατρέχει στο παρελθόν, είναι “true”, ή επικό, υπάρχει μεγάλη περίπτωση να χλευαστεί να και χριστεί από ειδήμονες με πτυχία του χθες, ως “γραφικό” (τη μισώ αυτή τη λέξη!) και γελοίο! Στη περίπτωση μας, οι συμπατριώτες μας τα κατάφεραν μια χαρά, αφού ξεπέρασαν τις όποιες δυσκολίες και δημιούργησαν ένα πολύ καλό epic ντεμπούτο, με ‘80s ήχο! Αν και στην αρχή κοιτάζοντας το εξώφυλλο, διατρέχεις τον κίνδυνο να ολισθήσεις στα προαναφερθέντα στερεότυπα, πατώντας το play, τα πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο. Χαίρομαι λοιπόν που το λέω, μιας και τα δέκα κομμάτια είναι άξια προσοχής! Ιδιαίτερα το “Queen of the Amazons”, είναι απλά κομματάρα, ίσως μάλιστα το highlight! Όχι πως τα “The Thunder Rolls”, “We are Rock ‘n Roll”, “Lady of the Lake”, πάνε πίσω! Οι επιρροές από μπάντες όπως οι Manowar, Manilla Road, Warlord, Cirith Ungol, Iron Maiden, είναι εμφανής και με το παραπάνω, μάλιστα το συμβολάκι του συγκροτήματος, το οποίο σφυρηλατείται στη φωτιά, μοιάζει σαν ένα ανεστραμμένο “W” των Warlord! Για εμένα οι R.U.S.T ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη και αν και απειλήθηκε η ζωή μου στην αποκάλυψη της σημασίας του ονόματος τους (βλέπε Τάσος Καρονιάς), εγώ θα συνεχίσω τη διαδικασία ανακάλυψης του με κάθε κόστος, όπως και στο συνεχές άκουσμα του “Forged In The Fire Of Metal”! Χαλαρά προτεινόμενο σε κάθε επικό!! Περιμένουμε συνέχεια παίδες! Μιχάλης Κανακουσάκης |
CONSORTIUM PROJECT: "I- Criminals & Kings"
Μιας και ολοκληρώθηκε η πενταλογία του project του Ian Parry, η Lion Music (εύλογα) αποφασίζει να επανακυκλοφορήσει όλα τα υπόλοιπα μέρη της ιστορίας που ξεκίνησε δειλά δειλά το 1999. Εκείνη την περίοδο ο Parry είχε πάρει τρελή φόρα ύστερα από τα “State of Mind” και “Manifestation of Fear” των Elegy και προσπάθησε να μετουσιώσει αυτό που είχε στο μυαλό του, αντί solo καριέρας. Έτσι λοιπόν το Consortium Project απέκτησε σάρκα και οστά, εκμεταλλευόμενο την προαναφερθείσα “φόρα” και το ντεμπούτο του μέχρι και σήμερα είναι το καλύτερο και από τα πέντε μέρη που ακολούθησαν! Σε αυτό το album (το οποίο παρεμπιπτόντως δεν ονομαζόταν “Criminals & Kings”, αλλά “Ian Parry’s Consortium Project”) την κιθάρα αναλαμβάνουν οι Stephan Lill (Vanden Plas), Thomas Youngblood (Kamelot), Patrick Rondat (Elegy, Jean-Michel Jarre) και Tamas Szekeres, το μπάσο οι Barend Courbois, Martin Helmantel και Arjen Lucassen (ναι, ο γνωστός), τα drums ο Dirk Bruinenberg, το πιάνο ο Jan Vayne και τα πλήκτρα ο Tommy Newton. Στην επανέκδοση, έχει γίνει το κλασικό remastering ενώ συμπεριλαμβάνονται και δύο bonus track, αδιάφορα μεν, αλλά αχρείαστα στην προκειμένη περίπτωση μιας και το “Criminals & Kings” στέκεται και από μόνο του. Πολύ καλός δίσκος, που θα ικανοποιήσει τους fan του prog των 90s και ιδιαίτερα αυτούς των Elegy. Στέφανος Στεφανόπουλος |
Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011
FASTWAY: "Eat Dog Eat"
Οι FASTWAY ήταν το συγκρότημα που δημιούργησε το 1983, ο κιθαρίστας των MOTORHEAD, Fast Eddie Clarke. Το ομότιτλο άλμπουμ τους πήρε καλές κριτικές εκείνη την εποχή και σύντομα δημιούργησε μία ισχυρή βάση οπαδών. Έτσι, λοιπόν, η μπάντα τον επόμενο χρόνο ξαναχτύπησε με το “All Fired Up”. 'Ενας πραγματικά κλασσικός δίσκος και το εισιτήριο του συγκροτήματος για την κορυφή! Ακολούθησαν τρεις ακόμα καλοί δίσκοι, κάποια live καθώς και μία συλλογή, best-of. Έτσι φτάνουμε στο τώρα και τη πρώτη τους δισκογραφική δουλειά μετά από σχεδόν 21 χρόνια! Οι FASTWAY ποτέ δεν ήταν ένα συγκρότημα που ακολουθούσε τη μόδα. Ανέκαθεν έπαιζαν αγνό Hard Rock 'n' Roll με έμφαση στις δυνατές κιθαριστικές γραμμές του Fast Eddie Clarke. Αυτή τη φορά στη θέση του τραγουδιστή βρίσκουμε τον χαρισματικό Toby Jepsοn γνωστό από τους καταπληκτικούς Little Angels. To “Deliver Me” είναι το κομμάτι που ανοίγει την αυλαία του “Eat Dog Eat”. Δυνατό τραγούδι με έντονα τα στοιχεία από ήχους FASTWAY του παρελθόντος και έναν Toby Jepsοn να τα δίνει όλα! Στο “Fade out” προσωπικά μου δίνει την εντύπωση πως ακούω Little Angels!! Τα “Leave the light on” και “Loving fool” είναι και τα δύο δυνατές ροκιές με πιασάρικα ρεφραίν και πάνω απ' όλα απίστευτη κιθαριστική δουλειά απο τον Fast Eddie Clarke. Μια από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου είναι το “Dead and gone”. Αργοί bluesy ρυθμοί και ενίοτε παλιομοδίτικο hard rock παιγμένο με συναίσθημα! Σε αυτό το σημείο πρέπει να πω πως ο Toby Jepsοn ακούγεται καλύτερα από ποτέ και στην κυριολεξία κλέβει την παράσταση! Από τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ δεν υπάρχει κάποιο που να υστερεί σε δύναμη ή σε συναίσθημα καθώς όλα είναι καλοπαιγμένα με δυνατές ενορχηστρώσεις και αρκετό τσαμπουκά. Κλείνοντας την κριτική μου, θα έλεγα πως η συγκεκριμένη κυκλοφορία με εξέπληξε ευχάριστα και “έπιασα” τον εαυτό μου να πατάει αρκετές φορές το repeat button! Για τους οπαδούς του συγκροτήματος το “Eat Dog Eat” είναι απαραίτητο για την συλλογή σας, για τους υπόλοιπους είναι μια κυκλοφορία που πρέπει να τσεκάρετε! Βασίλης Χασιρτζόγλου |
Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011
NOEL GALLAGHER’S HIGH FLYING BIRDS: "Noel Gallagher's High Flying Birds"
Υπάρχει άραγε ζωή για τους αδερφούς Gallagher, μετά τους Oasis; Και εδώ που τα λέμε, υπάρχει ζωή για το brit rock, γενικότερα; Καλώς ή κακώς, διανύουμε μια περίοδο που ακόμη και το new rock έχει βρεθεί σε αδιέξοδο και μπάντες τύπου Killers, Keane, Franz Ferdinand, Arctic Monkeys κτλ, που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στο επίκεντρο, αρχίζουν και παραπαίουν, άσχετα με το εάν ακόμη κυκλοφορούν αξιόλογες δουλειές. Όταν λοιπόν κάτι τόσο πρόσφατο αρχίζει και ξεφτίζει, τι να πούμε για το brit rock που μετράει τουλάχιστον είκοσι χρόνια σαν ιδίωμα; Και κακά τα ψέματα, από τους τελευταίους πρεσβευτές του ήταν οι Oasis, οι οποίοι, παρά τα λογής σκαμπανεβάσματά τους, αποτελούσαν εγγύηση και κρατούσαν ζωντανό αυτό που ξεκίνησαν το 1994. Πριν μερικούς μήνες ο Liam κυκλοφόρησε δίσκο με τους Beady Eye, προσφέροντας ενδιαφέρουσες μουσικές στιγμές στον ακροατή, προσπαθώντας να δείξει πως αντέχει και χωρίς το Noel. Μέσω των High Flying Birds, ο δεύτερος, ουσιαστικά προσπαθεί να αποδείξει το αντίστροφο. Το ντεμπούτο του νέου project του Noel Gallagher λοιπόν, όπως αναμενόταν, σφύζει από easy listening rock κομμάτια, με radio friendly διάθεση και με σαφείς αναφορές στους Beatles. Το αποτέλεσμα είναι άκρως αναμενόμενο, αλλά στην περίπτωση του εν λόγω καλλιτέχνη, δε συντελεί αρνητικά. Άλλωστε δεν περιμένει κανείς ύστερα από τόσα χρόνια πορείας να βγει ένα νέο “(What’s the Story) Morning Glory” δια χειρός Noel, ούτε φυσικά να αρχίσει να συνθέτει διαφορετικού τύπου τραγούδια προς τέρψη όλων όσων θεωρούν οτιδήποτε μη πειραματικό ως περιττό. Ακούγεται ευχάριστα, ενίοτε σε ταξιδεύει και άλλες φορές σε κάνει να αναρωτιέσαι το πώς θα λειτουργούσαν κάποιες συνθέσεις σε κάποιο δίσκο των Oasis. Σε γενικές γραμμές όλα καλά λοιπόν… Μόνο που έχοντας πλέον ακούσει και τη δουλειά του Noel, θεωρώ πως (από μουσικής άποψης πάντα) κάτι λείπει και από τους High Flying Birds, όπως και από τους Beady Eye. Τι είναι αυτό; Στο ένα λείπει ο Liam και στο άλλο ο Noel. Τόσο απλά! Δε λέω, ωραίες ιδέες και από τους δύο, με έφεση στη μελωδία και στον ήχο που τους είχαμε συνηθίσει, αλλά είναι εμφανείς οι αδυναμίες που δημιουργούνται από την έλλειψη συμμετοχής του εκάστοτε αδερφού. Διότι όσο μαλάκας και εάν είναι ο Liam, υπήρχε λόγος που βρισκόταν στους Oasis και ας ήταν ο Noel που ουσιαστικά τράβαγε κουπί! Ναι, τραγούδια όπως “Everybody’s On The Run”, “Dream On”, “The Death Of You And Me”, “AKA… What A Life!”, “Broken Arrow” και “(Stranded On) The Wrong Beach” που ο Noel γράφει αβίαστα, άλλοι καλλιτέχνες θα χρειάζονταν χρόνια για να παρουσιάσουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία και ο ίδιος έχει καταθέσει πολλάκις τα μουσικά διαπιστευτήριά του! Και εννοείται πως το album αξίζει την αμέριστη προσοχή των fan. Απλώς δε μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι το πώς θα ήταν ο καινούριος δίσκος των Oasis… Στέφανος Στεφανόπουλος |
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011
CHRIS OUSEY: "Rhyme & Reason"
Όταν υπάρχουν καλλιτέχνες όπως ο Chris Ousey τότε καταλαβαίνεις γιατί ο μελωδικός ήχος παραμένει μαγικός. Με σημαντική διαδρομή στους Heartland και τους Virginia Wolf, ο σπουδαίος ερμηνευτής και συνθέτης δημιουργεί δώδεκα έξοχες συνθέσεις μαζί με τον ταλαντούχο Tommy Denander (κιθάρα, keyboards) που θα ευχαριστήσουν και τον πιο απαιτητικό οπαδό του είδους. Συνοδοιπόροι του, στο πανέμορφο “Rhyme & Reason” είναι ο Neil Murray (Whitesnake, Gary Moore) στο μπάσο, ο Gregg Bisonette (Dave Lee Roth) στα τύμπανα και ο Mike Slamer (City Boy, Streets, Seventh Key) στην κιθάρες στα πλήκτρα και στην παραγωγή που την μοιράζεται παρέα με τον Tommy Denander. Οι πολυλογίες δεν αξίζουν σε τούτη εδώ την παρουσίαση. Απλά ο Chris Ousey με καθοδηγητή τον T.Denander φλερτάρει έντονα με τους 80s aor και τους melodic rock ρυθμούς, ενορχηστρωμένους σε “πολύ αμερικάνικο” ύφος. Έντονες και φορτισμένες συναισθηματικά ερμηνείες, αριστοτεχνικά πλήκτρα και έξυπνοι κιθαριστικοί περφεξιονισμοί από το σούπερ δίδυμο των M.Slammer και T.Denander και το “Rhyme & Reason” είναι πραγματικά ένα απολαυστικό και ξεκούραστο άλμπουμ που σε μερικά του σημεία του θυμίζει τους Mr Big. Τραγουδάρες όπως τα Mother Of Invention, A Chemical High, Give Me Shelter, Any Other Day (απίστευτο refrain), Don't Wanna Dance, Watch This Space και By Any Other Name αποδεικνύουν ότι ο κάποιοι καλλιτέχνες λειτουργούν όπως το παλιό καλό κρασί που όσο περνάνε τα χρόνια γίνονται και καλύτεροι. Φώτης Μελέτης |
Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011
Οι αποκαλύψεις των Tracer
Ύστερα από μια έντονη νύχτα που περιελάμβανε άφθονο και ποικίλης ύλης αλκοόλ, κατάφερα να ξυπνήσω λίγη ώρα προτού την προκαθορισμένη συνέντευξη με τον frontman των αυστραλών Tracer, Michael Brown (φωνητικά, κιθάρα). Το ότι δε μπορούσα να πάρω τα πόδια μου το όφειλα στο ότι “ήπια λιγάκι παραπάνω”, και από τη στιγμή που δεν το άντεξα, μάλλον αρχίζει ο καιρός να συνειδητοποιήσω πως άρχισα να μεγαλώνω… Παρόλα αυτά περίμενα καρτερικά το τηλέφωνο να χτυπήσει. Είχε περάσει τουλάχιστον ένα τέταρτο από το ραντεβού, όταν έμαθα πως το σχήμα αντιμετώπιζε κάποιες δυσκολίες και δεν είχαν πάρει ούτε τους άλλους συναδέλφους από άλλα zine. Πάνω λοιπόν που ετοιμαζόμουν να κλείσω τα κιτάπια μου, ο ήχος της τηλεφωνικής συσκευής (που φάνταζε πιο υψηλός από άλλες φορές) με έβγαλε από τις σκέψεις μου, και μηχανικά σήκωσα το ακουστικό… Καλησπέρα Στέφανε! Είμαι ο Michael από τους Tracer! Καλώς τον! Σε περίμενα λίγο νωρίτερα… Ναι (γέλια)! Είχαμε ένα θεματάκι με το τηλέφωνό μας, αλλά τώρα είναι οκ! Που βρίσκεσαι τώρα; Είμαι με τη μπάντα στο Αμβούργο, στη Γερμανία! Ξεκινήσατε συναυλίες από τώρα; Ναι, θα πραγματοποιήσουμε μερικά live προτού την τουρνέ που θα κάνουμε τους Royal Republic! Μάλιστα… Για πες μου τώρα λίγα πράγματα για τους Tracer! Πως ξεκινήσατε; Παίζαμε αρκετά χρόνια μουσική με τον αδερφό μου (σ.σ. Leigh Brown- bass, keyboards) και στο γυμνάσιο γνωρίσαμε και τον Andre (σ.σ. Wise- drums) και σχηματίσαμε τους Tracer! Από τότε πέρασαν δέκα χρόνια και εξακολουθούμε να παίζουμε οι τρεις μας. Πρόσφατα κυκλοφορήσαμε και το ντεμπούτο μας, “Spaces In Between”! Ο δίσκος σας θυμίζει αρκετά Kyuss, Queens of the Stone Age και Audioslave. Να φανταστώ πως αυτό ήταν και το ζητούμενο; Κοίτα, εννοείται πως έχουμε επηρεαστεί από τις μπάντες που είπες και στην ουσία, αυτή είναι και η μουσική που μας αρέσει να ακούμε. Οπότε, δεν είναι ότι συνθέσαμε επίτηδες έτσι τα κομμάτια. Μας βγήκε εντελώς φυσικά! Όπως και να έχει, σε πολλά κομμάτια εσύ θυμίζεις αρκετά Chris Cornell! Ναι, μου το έχουν ξαναπεί και είναι μεγάλη μου τιμή! Βασικά παλαιότερα, όταν παίζαμε ακόμη διασκευές, ήξερα όλα του τραγούδια! Είμαι μεγάλος fan του! Ο άνθρωπος έχει τεράστιο εύρος στη φωνή του! Εννοείται πως είμαι αρκετά “λίγος” μπροστά του και για αυτό προσπαθώ να μην ακούγομαι σαν μια κακή αντιγραφή του! Καλά, δεν είναι ότι τον κοπιάρεις κιόλας… Σαφώς όχι, αλλά το ότι έχω επηρεαστεί μπορεί κάποιοι να το δουν πιο πονηρά και να νομίζουν πως γίνεται επίτηδες. Τι κριτικές έχετε λάβει μέχρι στιγμής για το “Spaces In Between”; Έχουμε ακούσει πολύ καλά λόγια μέχρι στιγμής! Το album μάλιστα πάει και αρκετά καλά σε ότι αφορά τις πωλήσεις, σε χώρες όπως Αγγλία, Ολλανδία και Γερμανία, οπότε είμαστε ευχαριστημένοι με το ξεκίνημα αυτό! Δεν περιμέναμε να σου πω την αλήθεια τόσο καλό feedback! Τι ταμπέλα θα έβαζες στη μουσική των Tracer; Δύσκολο να πω! Και stoner παίζουμε, και desert rock, αλλά και classic, οπότε να σου πω την αλήθεια προτιμώ να λέω classic stoner desert rock! Είναι ένας όρος που τα περικλείει όλα (γέλια)! Τα τελευταία χρόνια πάντως είναι λίγο της μόδας τα πισωγυρίσματα, έτσι δεν είναι; Μουσικές άλλων δεκαετιών έρχονται ξανά στο προσκήνιο! Ναι, όντως! Δεν ξέρω αν είναι “μόδα” όπως λες όμως. Ας πούμε στην Αυστραλία, έχουμε κυρίως indie μουσική όπως και pop, και για να είμαι ειλικρινής έχω σιχαθεί τα ίδια και τα ίδια! Στα 70s τα συγκροτήματα έγραφαν αληθινά κομμάτια και όχι κάτι για να μπουν στα charts και για αυτό η καλή μουσική βρίσκει πάντα το δρόμο της και επιστρέφει! Σκέψου, για παράδειγμα πως μετά ήρθε η disco και εκείνοι που ήθελαν να αντιταχθούν σε αυτήν, ξεκίνησαν το punk. Κάπως έτσι έγινε και με το grunge και τέλος πάντων, η καλή rock μουσική πάντα έχει τον τρόπο να ανακυκλώνεται και να επιστρέφει δριμύτερη! Από τη στιγμή λοιπόν που και στη σήμερον ημέρα υπάρχει γενικά τόσο κακή μουσική, είναι λογικό να ξεπετάγονται group που μνημονεύουν παλιότερες μπάντες! Αλήθεια, στην Αυστραλία έχετε metal σκηνή; Αμέ! Δεν είναι βέβαια τόσο μεγάλη όπως στην Ευρώπη, αλλά έχουμε… Μάλιστα στην Αυστραλία, δε χρειάζεται να είσαι “όνομα” για να σου δώσει σημασία κάποιος και να έρθει στη συναυλία σου, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Τη μουσική ποιος τη γράφει στους Tracer; Εσύ; Συνήθως τζαμάρουμε δύο φορές την εβδομάδα και τα περισσότερα τραγούδια βγαίνουν έτσι. Υπάρχουν και περιπτώσεις όμως που κάποιος φέρνει μια συγκεκριμένη ιδέα και την εξελίσσουμε στο studio. Είναι συλλογική δουλειά τέλος πάντων. Το ίδιο ισχύει και για τους στίχους! Οκ, φυσικά μπορεί κάποιος να φέρει μια έτοιμη σύνθεση από το σπίτι του και να την επεξεργαστούμε μετά, αλλά γενικά προσπαθούμε να συμμετέχουμε και οι τρεις, ώστε το αποτέλεσμα να μας αντιπροσωπεύει πλήρως! Βγάλατε και ένα video, για το “Too Much”. Θα υπάρξει και κάποιο άλλο; Αμέ! Θα γυρίσουμε video για το “Devil Ride”, απλώς περιμένουμε να γυρίσουμε στην Αυστραλία γιατί θα χρειαστούμε κάποια πλάνα στην έρημο! Τώρα λοιπόν είστε Ευρώπη και στην πορεία θα περιοδεύσετε με τους Royal Republic. Έχετε κανονίσει κάτι για μετά; Θα κοιτάξουμε Χριστούγεννα να είμαστε πίσω στην Αυστραλία, όπου θα κάνουμε και εκεί κάποιο tour. Στη συνέχεια, λέμε να ξανάρθουμε Ευρώπη το Μάιο για κάποιες εμφανίσεις και έπειτα Αμερική! Full πρόγραμμα, ε; Δε γίνεται και αλλιώς! Αφήσαμε πρόσφατα και οι τρεις τις δουλειές μας για τους Tracer, οπότε πρέπει να ζήσουμε μέσω της μπάντας (γέλια)! Που εργαζόσασταν πριν; Εγώ ήμουν graphic designer για λογαριασμό μιας εταιρείας. Δε μου άρεσε καθόλου! Ο αδερφός μου δούλευε σε ένα Πανεπιστήμιο και ο Andre ήταν μέλος ενός σωματείου υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων (σ.σ. συνδικαλιστής). Βαρετές δουλειές φίλε μου! Καμία σχέση με το να είσαι μουσικός (γέλια)! Εσύ όμως δεν έκανες το artwork του album; Περίπου. Το άγαλμα στο εξώφυλλο είναι δημιουργία του Carl Jara. Πήραμε την άδεια να το χρησιμοποιήσουμε και τα υπόλοιπα τα έκανα εγώ… Άρα έμμεσα συνεχίζεις την παλιά σου δουλειά! (γέλια) Άσε! Και με τη διαφορά πως δε θα πληρώνομαι για αυτό στους Tracer (γέλια)! Θέλεις να προσθέσεις κάτι; Νομίζω πως τα καλύψαμε όλα… Αλήθεια, παίζουμε πουθενά στα μέρη σου; Δυστυχώς όχι… Δεν έχεις ιδέα σε ποια χώρα μιλάς έτσι; Όχι (τρελά γέλια)! Με τα θέματα που είχαμε, δεν είδα καν τον αριθμό του τηλεφώνου που πήρα! Ελλάδα, Michael, Ελλάδα… Α, πολύ ωραία! Μακάρι να μπορέσουμε να παίξουμε και εκεί! Το εύχομαι… Καλή συνέχεια λοιπόν! Ευχαριστούμε! Συνέντευξη: Στέφανος Στεφανόπουλος |
MEGADETH: "Th1rt3en"
Όσο και να μη θέλεις να το παραδεχτείς, υπάρχουν αρκετά καλοί λόγοι για να θάψει κάποιος το νέο πόνημα των Megadeth… Καταρχάς, το “Th1rt3en”, σε μια μικρότερη version του, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια κυκλοφορία τύπου “Hidden Treasures”. Μια συλλογή δηλαδή με διάφορα ακυκλοφόρητα και b sides! Εντάξει, θα πείτε μερικοί, δεν είναι πως τα περισσότερα κομμάτια προέρχονται από άλλες εποχές και θα έχετε δίκιο. Αλλά από ένα νέο δίσκο δεν περιμένεις μια σύνθεση γνωστή από πέρυσι (“Sudden Death”), άλλη μια που είναι διαθέσιμη εδώ και μήνες (“Public Enemy No.1”) συν τέσσερις ακόμα παρμένες από παλαιότερα sessions του Mustaine (“New World Order”, “Black Swan”, “Millennium of the Blind”, “Deadly Nightshade”), για να θεωρήσεις πως αξίζει να πας στο ταμείο με αυτό ανά χείρας! Πέντε λοιπόν τραγούδια από το album ανήκουν στην κατηγορία “ξεπέτα”, ενώ το “Public Enemy No.1” αποτελεί μια από τις ελάχιστες καλές στιγμές του δίσκου, παρότι όταν το πρωτοάκουσα δε μου γέμιζε το μάτι. Ο μονόφθαλμος που λένε… Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα κομμάτια που περιέχονται στη δέκατη τρίτη δουλειά των Megadeth, χαρακτηρίζονται από τη μετριότητά τους. Και δεν είναι ότι σώνει και καλά συγκρίνω το “Th1rt3en” με το ένδοξο παρελθόν τους. Θεωρώ δεδομένο πως δεν πρόκειται να ξανακούσω άλλο “Rust In Peace”, “Countdown to Extinction” και “Youthanasia”. Αλλά, ρε συ Dave, μη μας δουλεύεις κιόλας! Πως δηλαδή από εκεί που φτάνεις στο σημείο να κυκλοφορείς αξιοπρεπείς δίσκους σαν το “Endgame”, στη συνέχεια μας σερβίρεις κάτι τόσο ρηχό, από πλευράς ιδεών; Ειλικρινά περιμένεις να αδημονεί κάποιος στις συναυλίες των Megadeth για να ακούσει πως και πως τα “Whose Life”, “Guns. Drugs & Money”, “Never Dead” και “Wrecker”; Βέβαια, για να λέμε όλη την αλήθεια, ο Mustaine πάντα έγραφε fillers και τα έβαζε στα album του. Από το “Cryptic Writings” ιδιαίτερα και μετά πήξαμε στις προχειρότητες (βλέπε μεταξύ άλλων “Use the Man”, “Have Cool, Will Travel”, “The Doctor Is Calling”, “Wanderlust”, “Losing My Senses”, “When” (εμετός), “Of Mice and Men”, “My Kingdom”, “Play for Blood”, “You’re Dead”)! Οπότε φανταστείτε πως τα περισσότερα τραγούδια του “Th1rt3en” ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία και δεν πρόκειται να σας απασχολήσουν ποτέ ιδιαίτερα. Εάν δε, το δούμε πιο ψύχραιμα το θέμα, βάζοντας στο παιχνίδι και τα προαναφερθέντα “Sudden Death”, “New World Order”, “Black Swan”, “Millennium of the Blind” και “Deadly Nightshade”, παρόλο που δεν αποτελούν στην ουσία κάτι καινούριο, κάποιος μπορεί να μιλήσει θετικά για το δίσκο. Αν μάλιστα βάλεις δίπλα στα “παλιά”, τα συμπαθητικά “Public Enemy No. 1”, “We the People”, “Fast Lane” και “13”, τότε έχεις να κάνεις με μια (σχετικά) καλή κυκλοφορία που εν τέλει αποφεύγει τον όλεθρο. Αλλά πόσο καλά αισθάνεσαι όταν ανάγεις σε top στιγμές κομμάτια που ο ίδιος ο Mustaine κάποτε θεωρούσε άξια μονάχα για b sides ή bonus tracks; Για να συμμαζέψω και εγώ λοιπόν τη σκέψη μου, αρνούμαι να κρίνω το “Th1rt3en” θετικά, μιας και η πικρή αλήθεια είναι πως πρόκειται ως ενός σημείου για ξαναζεσταμένο φαγητό, γαρνιρισμένο με fillers και μερικές αξιοπρόσεχτες (αλλά όχι και αξιοσημείωτες) συνθέσεις. Μήπως τελικά το “Endgame” έπρεπε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Dave; Στέφανος Στεφανόπουλος |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)