Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

SIRENIA: “Perils of the Deep Blue”



Από το Stavanger της Νορβηγίας, οι Sirenia είναι μια μπάντα που δημιουργήθηκε το 2001 από τον Morten Veland (κιθαρίστας και βασικός συνθέτης της μπάντας), μετά το χωρισμό του από τους Tristania, τους οποίους ίδρυσε στα μέσα της δεκαετίας του '90 και οι οποίοι διατηρούσαν ένα αρκετά σεβαστό status στους κύκλους του symphonic/gothic metal.
Με 5 LPs και διάφορες αλλαγές στο line-up, o Morten και οι συνεργάτες του, μας παρουσιάζουν τη νέα τους δουλειά “Perils of the Deep Blue”.
Με το νέο υλικό, οι Sirenia επιχειρούν μια επιστροφή στον ήχο της πρώτης τους περιόδου (κυρίως στα “An Elixir for Existence” και “Nine Destinies and a Downfall” albums) έχοντας δανειστεί πάμπολλα σημεία της τεχνοτροπίας των (μεσαίας περιόδου) Nightwish, με βαρύτερα riff, περισσότερα σκοτεινά περάσματα και τους βρυχηθμούς του Morten που αναμειγνύονται με τη χαρακτηριστική μελωδική φωνή της Ailyn, της γυναικείας φωνής του συγκροτήματος, η οποία δείχνει να έχει ωριμάσει ως τραγουδίστρια και performer.

Από το εναρκτήριο track “Ducere Me In Lucem”, μια ημι-κλασική ερμηνεία, οι Sirenia καταθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά που δομούν το album. H μπάντα αποτυπώνει την άποψή της με, ως επί το πλείστον αργό, ατμοσφαιρικό gothic/doom, βασισμένο στις πατέντες που ορίζουν το είδος στο οποίο κινούνται στιλιστικά. Ανάλογη η συνέχεια με το “Sevens Widows Weep” με τα χορωδιακά μέρη να συγκρούονται με τις κιθαριστικές αλλαγές και την αρκετά εύηχη αντίθεση των guttural φωνητικών του Morten και της εύθραυστης, σχεδόν παιδικής, φωνής της Ailyn.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του συγκροτήματος, αποφάσισαν να επιλέξουν τη μητρική τους γλώσσα ως μέσο έκφρασης, όπως φαίνεται στα θέματα των “Ditt Endelikt” και “Stille Kom Doden”. Στο “Ditt Endelikt”, επιλέχθηκε ο Joakim Naess για τα ανδρικά φωνητικά και η σύνθεση είναι αρκετά μελωδική, με στυλ που παραπέμπει στα album που ανέφερα παραπάνω, με πιασάρικες μελωδίες και την Ailyn να αφηγείται στα ισπανικά. Αντίστοιχα, στο “Stille Kom Doden”, ένα κομμάτι σχεδόν 13 λεπτών, αναδεικνύεται μια αργή και heavy πλευρά που πολύ λίγες φορές παρατηρήθηκε στην ιστορία του συγκροτήματος. Ίσως, το βαρύτερο του δίσκου.

Θα μπορούσε να εκληφθεί ως νέο στοιχείο για τους Sirenia, η χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων που εμπλουτίζουν τη γκάμα στα “Decadence” και “Profound Scars” και αλληλοσυμπληρώνονται με τα περίτεχνα solo του Michael S. Krumins (κιθάρα) και τα (ηχητικώς, όχι τόσο δυνατά όσο θα ήθελα, είναι η αλήθεια) drums του Jonathan A.Perez.

Επίσης, σημαντική για την ατμόσφαιρα του δίσκου, είναι η συμμετοχή χορωδίας εγχόρδων (Sirenian Choir) που δίνει μια αίσθηση σταθερότητας. H παραγωγή είναι υπέρ του δέοντος συμπαγής, πομπώδης και βαριά σε σημείο που να αποτελεί ανά στιγμές, δίκοπο μαχαίρι. Οι συνθέσεις, σπάνια αναπνέουν, λίγα αλλά πολύ καλά speed breakthroughs (που με κάνει να απορώ για την μικρή, σε έκταση, χρησιμοποίησή τους σε σχέση με την ποιότητα τους) και θα έλεγα ότι και η διάρκεια της πλειοψηφίας των κομματιών δεν ακολουθείται και από αντίστοιχο ενδιαφέρον.

Ως τελικό απολογισμό, θα επιλέξω να διαχωρίσω τα πράγματα. Για τους θιασώτες του συγκεκριμένου ήχου και ειδικά για αφοσιωμένους φίλους της μπάντας, το “Perils Of The Deep Blue” είναι ένας αξιοπρεπέστατος symphonic/gothic δίσκος, με βεβαιότητα υποδεέστερος από τις παρελθούσες δουλειές τους, που ακούγεται σχετικά ευχάριστα και δεν απογοητεύει, χωρίς όμως και να δημιουργεί τους τόνους ανατριχίλας που περιμένει κανείς. Για τον ευρύτερο metal/rock/orchestral κόσμο που τυχόν να ενδιαφερθεί, μια αυτιά δεν έβλαψε ποτέ κανέναν και ανάλογα με το τι στροφές παίρνει ο λογισμός σου ίσως και να το βρεις και συμπαθητικό. 



Ιορδάνης Κιουρτσίδης

THE TANGENT: “Le Sacre Du Travail”


Έβδομο στουντιακό βήμα με τίτλο "Le Sacre Du Travail" από τους εξαιρετικούς The Tangent και η όμορφη παρέα του ηγέτη του συγκροτήματος Andy Tillison συνεχίζει ακάθεκτη στο progressive δρόμο που κινείται εδώ και μια δεκαετία.
Η αρχική τους συνεργασία με  σπουδαίους μουσικούς κυρίως με μέλη των The Flower Kings στην αρχή της πορείας τους έχει κλείσει τον κύκλο της και οι The Tangent παλεύουν να επιβεβαιώσουν τους εαυτούς τους ώστε να μην σταματήσουν να  χαρίζουν δυνατές και υπέροχες μουσικές στιγμές γεμάτες μελωδία και δημιουργία στους οπαδούς του συγκεκριμένου είδους.
Oι Camel, οι Emerson Lake and Palmer, οι YES  σίγουρα έχουν στοιχειώσει πολλές νύχτες τον πολυτάλαντο Andy Tillison (keyboards, guitars, vocals) αλλά εκείνο το συγκρότημα στο οποίο φαίνεται ότι παραπέμπει το "Le Sacre Du Travail" είναι στους Moody Blues και στο δίσκο τους “Days of Future Passed” (1967). Διότι όπως υποστηρίζει και ο Andy Tillison, το "Le Sacre Du Travail" είναι “ένα αρκετά μεγαλεπήβολο ως ιδέα και ως concept άλμπουμ το οποίο περιλαμβάνει πολλά συναισθήματα πολλών ανθρώπων που έχουν την εμπειρία της εργασίας. Είτε είσαι λοιπόν γιατρός, δάσκαλος, βοηθός καταστήματος, οδηγός φορτηγού, αστυνομικός ή υπάλληλος γραφείου, όλο αυτό το τελετουργικό της καθημερινής ζωής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου έχει αποξενώσει συχνά το άτομο”.
Αυτή η συνηθισμένη αλλά και διαχρονική πλέον διαπίστωση του Andy Tillison έγινε δίσκος και φιλοδοξεί να γράψει ιστορία στον χώρου του λεγόμενου prog-rock. Η εμπνευσμένη τους διάθεση στο θέμα των στίχων όπου ακολουθώντας τη μεγάλη κληρονομιά των συγκροτημάτων της γενιάς του ’70, συνθέτουν ένα πανέξυπνο concept που αναφέρεται και βασίζεται στη σχέση ανθρώπου και εργασίας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στο δυτικό κόσμο.
Ο δίσκος αποτελείται από πέντε μέρη, το καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει ένα μέρος της εργάσιμης ημέρας. Οι Tangent τα έχουν όλα, από ταξιδιάρικους ήχους και δαιδαλώδεις ενορχηστρώσεις αλλά και απίθανα περφεξιονιστικά εκτελεστικά μέρη με ατμοσφαιρικές και αφηγηματικές ερμηνείες όπου  συνδυάζουν το κλασσικό παλιομοδίτικο prog-rock βασισμένο στα πλήκτρα και στις “χαμένες” μελωδικές γραμμές όπου παρεμβαίνουν δυναμικά οι jazz και classic rock ρυθμοί.
Κορυφαία στιγμή είναι το εκπληκτικό “2nd movement: Morning Journey & The Arrival” ενώ και το “5th movement: Evening TV” σε κερδίζει με τα επιβλητικά πλήκτρα και τις ουράνιες μελωδίες του. To "Le Sacre Du Travail" περιλαμβάνει και τρία bonus κομμάτια με την έκπληξη να μας έρχεται με το πανκοειδές “Hat” ηχογραφημένο ζωντανά  το 1979 στο Mexborough School όταν ο Andy Tillison δεν είχε καν σκεφτεί να σχηματίσει τη σημερινή του μπάντα!
Όσοι επιμένετε να λατρεύετε τα seventies και την progressive πλευρά του οφείλετε να τσεκάρετε τους The Tangent.


Φώτης Μελέτης

THE BURNING CROWS: “Behind the Veil”

Φανταστείτε ότι οδηγείτε το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα σας σε έναν τεραστίων διαστάσεων αυτοκινητόδρομο, εκατέρωθεν του οποίου υπάρχει μόνο φυσικό περιβάλλον (ναι, σαν και αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες του Hollywood) με ή χωρίς κάποιο ταίρι (δική σας η επιλογή).
Όλο αυτό το σκηνικό θα μπορούσε να εναρμονιστεί στο κατάλληλο μουσικό πλαίσιο και ειδικότερα τον τελευταίο δίσκο των The Burning Crows που φέρει τον τίτλο “Behind The Veil”.
Βέβαια θα υποθέσει κάποιος πως η φανταστική αυτή εικόνα είναι τετριμμένη, όπως άλλωστε και οι συνθέσεις του άλμπουμ, το ύφος του οποίου είναι UK hard rock, που διαθέτει Rock N’ Roll και blues στοιχεία της δεκαετίας του ’80 αμερικάνικου τύπου. Μην περιμένετε δηλαδή τη ριζοσπαστικότητα, η οποία ενδεχομένως θα σας δημιουργήσει μία εσωτερική επανάσταση και ευσυγκινησία που θα σπάσει τη ρουτίνα της καθημερινότητάς σας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τις παλιές καραβάνες του ήχου!
Ωστόσο πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο μουσικό υλικό που εκφράζεται με  πάθος και μεταδίδει ενέργεια στον ακροατή, χωρίς ο τελευταίος να πλήττει. Στο τελικό αποτέλεσμα συμβάλλει η άριστη παραγωγή και μίξη του ήχου από τον Nick Brine (The Darkness/ Bruce Springsteen/ Oasis), καθώς και η συμμετοχή του Keith Weir (The Quireboys/ Def Leppard) στα πλήκτρα. Πιασάρικες μελωδίες, βρώμικα και επιθετικά riff, πολύ καλά σόλο, γρέζια και σπαραγμοί στα φωνητικά που αμφιταλαντεύονται μεταξύ Paul Stanley και Jon Bon Jovi προσφέρουν ένα πολύ καλό ηχητικά αποτέλεσμα.
Άξια προσοχής είναι τα κομμάτια “High” (με το riff a la “Give Me All Your Love” των Whitesnake), το “Time” (θυμίζει το “Wanted Dead or Alive” των BON JOVI), το ομότιτλο (με την εκρηκτική εισαγωγή), τα πιο μεταλλικά “Going Down” και “Best Damn Everything” και η μοναδική μπαλάντα “Here I Am”.
Συμπερασματικά προτείνεται τόσο σ’ εκείνους που θέλουν να’ ρθουν για πρώτη φορά σε επαφή με το μουσικό αυτό ιδίωμα, όσο και στους παλαιότερους που θέλουν να δουν κάτι παλιό με μία πιο φρέσκια ματιά.

Νίκος Καπίρης

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

KING KOBRA: “ΙΙ”

Ο 67χρονος Carmine Appice είναι μία από τις θρυλικότερες φιγούρες της παγκόσμιας ροκ σκηνής,  όχι μόνο ως ντράμερ  αλλά και ως σπουδαίος μουσικός αφού σχεδόν μισό αιώνα τώρα, έχει συνεργαστεί με σημαντικά σχήματα και καλλιτέχνες όπως οι Vanilla Fudge, Cactus, Beck, Bogert & Appice, Blue Murder, Rod Stewart και πολλούς άλλους.
Όμως  αρκετοί τον ξέρουμε και τον αγαπάμε τον Carmine Appice για τουςKING KOBRA που είχαν μία ενδιαφέρουσα πορεία στα μέσα των ’80s, στη συνέχεια διαλύθηκαν και μετά από αρκετά χρόνια αδράνειας επανήλθαν το 2011 (είχε προηγηθεί το απαράδεκτο “Hollywood Trash” το 2001) με το πολύ καλό ομότιτλο δίσκο τους.
Το φετινό καλοκαίρι οι KING KOBRA επιστρέφουν ξανά με το εξαιρετικό “II”και εκτός από τον γερόλυκο ντράμερ, τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος είναι από το αρχικό line up με τους David Michael-Philips και Mick Swedaστις κιθάρες, τον μπασίστα Johnny Rod και μόνο στη φωνή αντί της MarciaFree (πρώην… Mark Free) έχουμε τον ογκόλιθο Paul Shortino (Rough Cutt, Quiet Riot), ο οποίος τραγουδά και στο προηγούμενο άλμπουμ της επανασύνδεσης.
Ο δίσκος αρχίζει με δύο τρομερά τραγούδια τα “Hell On Wheels” και “Knock ‘Em Dead” με τις κιθάρες να παίζουν με φρεσκάδα τα κλασσικά hard 'n heavy ριφ, τα τύμπανα να δίνουν την απαραίτητη δυναμική και τη φωνάρα του Paul Shortino να σε συναρπάζει με τη βραχνάδα και το ερμηνευτικό του βάθος. Τα“Don’t Keep Me Waiting” και “Running Wild” ακολουθούν πιστά και πετυχημένα τη hard rock διάθεση των συνθέσεων όπως και το κεφάτο “Have a Good Time” ενώ η υπέροχη μπαλάντα “Take Me Back” δείχνει και την πιο μελωδική πλευρά της μπάντας.
Υπάρχουν όμως και επιρροές από τα ’70s με πιο χαρακτηριστικές το “The Crunch” που έχει σαφείς και έντονες Zeppelin αναφορές και το “Got It Comin” που είναι σε ύφος και ρυθμό Creedence Clearwater Revival, ενώ το ρεφρέν του “We Go Round” θυμίζει κάποιο ξεχασμένο τραγούδι των Journey! Το υπέροχο “The Ballad of Johnny Rodd” κινείται στα μονοπάτια των Van Halen ενώ το καλύτερο κομμάτι του “ΙΙ” είναι το επικό “Deep River”, όπου κυριολεκτικά ο Paul Shortino κάνει μια ισοπεδωτική ερμηνεία, με τις φλογισμένες κιθάρες να βρίσκονται σε ντελίριο, η ενορχήστρωση να σε καθηλώνει  και το κερασάκι στην τούρτα να το βάζουν τα χορωδιακά γυναικεία backing vocals στο τέλος του τραγουδιού.
Συνοπτικά τo “ΙΙ” είναι ένας απολαυστικός hard rock δίσκος που συνδυάζει τη δεκαετία του ‘80 με το σήμερα, εμπλουτισμένος με την ειλικρίνεια και την εμπειρία που διαθέτουν οι μουσικοί των KING KOBRA που τίμησαν με τις δυνατές συνθέσεις τους την ιστορία του γκρουπ.

Φώτης Μελέτης

ARTLANTICA: “Across The Seven Seas”

O όρος "επιστήμη" στο χώρο του heavy metal δεν πάει πακέτο με κάποιο science kit για αρχάριους (ηλικίες 3+).
Σύσταση του metal-ικού στοιχείου Artlantica = εναπομείναντα μέλη των: 1. Artension (Neo-classical metal) και 2. Angel Of Eden (Power metal). 
Debut album  για τη μπάντα το "Across The Seven Seas", στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες στην ιερή τελετή ένωσης  του power με το κλασσικό heavy στοιχείο (φήμες λένε ότι οι μπομπονιέρες  έχουν ζαχαρωτό ομοίωμα του Mozart με δερμάτινο outfit).
Δεν ξέρω ποιο είναι το ακριβές ποσοστό των μουσικόφιλων που απολαμβάνουν το "ακαδημαϊκό" μέρος ενός μουσικού έργου περισσότερο από την απλότητα της ικανοποίησης από το μελωδικό και στιχουργικό μέρος του. Μάλλον για να το πω πιο σωστά, το ποσοστό που δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο "ακαδημαϊκό", στην λεπτομέρεια της σύνθεσης κ.α, αντί να κάτσει απλά να απολαύσει το κομμάτι. Από socializing εμπειρίες έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι οι μόνοι άνθρωποι που το κάνουν αυτό είναι επαγγελματίες μουσικοί. Το συγκεκριμένο το ανέφερα γιατί έχει γίνει πολύς λόγος για τη συγκεκριμένη δουλειά σε σχέση με το πόσο "κλασσικό" και "ακαδημαϊκό" είναι μουσικά. 
Όμως αγαπητά μου παιδιά, αυτό το album ζεματάει, είναι τυλιγμένο στις φλόγες, φωνάξτε την πυροσβεστική, γιατί ταυτόχρονα πυροβολεί με kalaznikof, μπαζούκας και G3. Προτείνω να φωνάξετε και το FBI και την CIA, καθώς θα σας απαγάγει για να σας ταξιδέψει στον κόσμο των 80s προς 90s για να πάρετε μια γεύση από ασταμάτητη νοσταλγία, ίσως από κάθε metal δίσκο της εποχής που πλέον θεωρείται κλασσικός. Έχει μέχρι και extra σιροπιασμένη μπαλάντα (για όλα τα γούστα, βάλτε το και εσείς στο mp3 της γιαγιάς σας... μπορείτε!), το"Ode To My Angel", το οποίο με ξάφνιασε απίστευτα (σίγουρα όχι πολύ θετικά) σε σημείο που ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι το player μακακίζεται και προχώρησε σε άσχετο κομμάτι.
Το υλικό του "Across The Seven Seas" πάει άνετα κατηγορία  elit στο χώρου της metal, η πλήρης αντίθεση στο extreme και σε κάθε παρακλάδι του. Προσεγμένες, ιδιοφυείς συνθέσεις, συμφωνικά στοιχεία, δυνατά riff, τύμπανα και solo που σκοτώνουν, οπερατικά φωνητικά και ανεβαστικά ρεφρέν, επικά κομμάτια κλπ κλπ... Πολύ τελειότητα ρε παιδί μου...! Τα μόνα αρνητικά που μπορώ να εντοπίσω (αντικειμενικά και μόνο) σε αυτό το album είναι το εξώφυλλο (προφανώς) και όλη αυτή η "perfect happy family", "πιάνο και γαλλικά" φάση, το τόσο αψεγάδιαστο που ενώ δεν του λείπει τίποτα, ταυτόχρονα φαίνεται να του λείπουν πολλά (για έμενα πολλά ουσιώδη στοιχεία), το εντελώς και τελείως "καθαρό".
Προτείνω να τεντώσετε αυτί, γιατί μουσικά έχει κάτι που "έλειπε", γιατί ο συνδυασμός του κλασσικού με το power τους πέτυχε στο ψήσιμο και απλά για να ικανοποιήσετε την περιέργειά σας για το τι είναι αυτό που μας βγήκε τόσο extra εκλεκτό (παρθένο ελαιόλαδο;) τέλος πάντων (plus: έχει δυνατά guest ονόματα).

Λένα Φιλιππούση

BLUE OYSTER CULT: “Fire of Unknown Origin”

Ίσως κάποιος να ρωτήσει, γιατί η επιλογή του συγκεκριμένου album από τα μεγαθήρια που ακούν στο όνομα Blue Oyster Cult. Χωρίς να μακρηγορήσω για την ιστορία τους, η οποία ξεκινά πίσω στα 1967 σαν έτος ίδρυσης και στα 1972 δισκογραφικά με το ομότιτλο album τους, θα ασχοληθώ καθαρά με τον συγκεκριμένο δίσκο, θεωρώντας δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ακροατών της ροκ μουσικής, γνωρίζουν για αυτούς έστω και λίγα πράγματα.
Η εν λόγω κυκλοφορία ξεπρόβαλε στα δισκοπωλεία το 1981 σηματοδοτώντας έτσι μία νέα εποχή για την μπάντα, η οποία φιλοδοξούσε να κερδίσει την απαιτητική αγορά των 80s, πασπαλίζοντας την μουσική της με στοιχεία της νέας δεκαετίας, χωρίς όμως να χάσει και την προσωπική της ταυτότητα. Η γνώμη μου; Το πέτυχε και με το παραπάνω. Η ατμόσφαιρα ξεχειλίζει στα εννέα κομμάτια του δίσκου, χωρίς να υπάρχει κάποιο που υστερεί σε σχέση με τα υπόλοιπα. Παραμερίζοντας την προσωπική μου αγάπη για το group, η συγκεκριμένη κυκλοφορία αν μη τι άλλο, συγκαταλέγεται στις καλύτερες του, κοντράροντας άνετα τις πρώιμες δουλειές του, στις αρχές των 70s, με γνωστά κομμάτια που αγαπήσαμε όλοι.

Η αρχή γίνεται με το ομώνυμο κομμάτι, το οποίο είναι χαρακτηριστικό για να καταλάβεις την συνέχεια στα υπόλοιπα οκτώ. Το “Burning For You” σίγουρα είναι το αγαπημένο hit-άκι που παίχτηκε αργότερα και όχι μόνο την εποχή εκείνη και σε κάποιους μουσικούς σταθμούς. Η συνέχεια με το “Veteran Of The Psychic Wars”, η οποία σε βάζει για τα καλά στην ατμόσφαιρα του δίσκου και είναι και το αγαπημένο κομμάτι του γράφοντος από αυτή την δουλειά. Τα “Sole Survivor” και “Heavy Metal: The Black And Silver”είναι καθεαυτού κομμάτια δεκαετίας του ‘80, ενορχηστρωμένα και προσαρμοσμένα στην υφή της εποχής, μια και η αναφορά στο Heavy Metal δεν είναι διόλου τυχαία. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι τα φωνητικά του Eric Bloomείναι πάντα σε τέλεια κατάσταση, κάνοντας τον ακροατή να θέλει να σιγοτραγουδήσει και αυτός τα όποια refrains υπάρχουν στο album. Τα“Vengeance (The Pact)” και “After Dark” είναι εξίσου επιβλητικά και “νυχτερινά” με τα προηγούμενα και φτάνουμε αισίως στο προτελευταίο άσμα του δίσκου, το οποίο ήταν μαζί με το προαναφερθέν “Burning For You”, η μεγαλύτερη επιτυχία της κυκλοφορίας, βρίσκοντας σήμερα και το αντίστοιχο videoclip, που υπάρχει αφειδώς στο διαδίκτυο. Αυτό είναι φυσικά το “Joan Crawford”, το οποίο αναφέρεται στην μεγάλη ηθοποιό που μεσουράνησε τον προηγούμενο αιώνα, πρωταγωνιστώντας σε ουκ ολίγες ταινίες της μικρής και μεγάλης οθόνης, χωρίς να αφήσει το θέατρο έξω από την καριέρα της. Ο επίλογος του δίσκου είναι το “Don’t Turn Your Back”, ίσως το καταλληλότερο από όλα τα κομμάτια της κυκλοφορίας για να κλείσει αυτό το μεγαλούργημα.

Τελειώνοντας την ακρόαση του δίσκου, αυτός που τον ακούσει για πρώτη φορά, θα διαπιστώσει πώς παίζεται η μουσική από ανθρώπους που πραγματικά την αγάπησαν, αυτός δε που τον ακούσει για πολλοστή φορά, όπως εγώ, απλά θα ταξιδέψει σε αναμνήσεις του παρελθόντος, βάζοντας τουςBlue Oyster Cult, ακόμα πιο βαθιά στην καρδιά του. Μπάντα ορόσημο για το ποιοτικό hard rock, η απάντηση της άλλης μεριάς του Ατλαντικού στα μεγαθήρια που έβγαλε η Γηραιά Αλβιώνα εκείνη την εποχή.

Τάσος Λεοντιάδης

AVENGERS ASSEMBLE

Η χαρά του “nerd”. Αναγάλλιασε η comic πλευρά όλων μας, όσοι τουλάχιστον από εμάς χαρήκαν βλέποντας το “Iron Man” ή το “Hulk”, όταν ανακοινώθηκε η ταινία “The Avengers”. Τι γιατί; Εντάξει, δεν ήταν όλες οι ταινίες-μεταφορές comic ηρώων της Marvel πετυχημένες καλλιτεχνικά (διότι εμπορικά λίγο πολύ είναι πριν καν κυκλοφορήσουν), αλλά η σκέψη να τους δεις όλους μαζί σε μια είναι ελκυστική.
Τώρα, στο παρόν κείμενο ο στόχος μας δεν είναι να κρίνουμε το αν είναι καλή η ταινία ή όχι, αλλά το να κρίνουμε την κυκλοφορία ενός συμπληρωματικού soundtrack, που αν και δεν έχει απόλυτη επαφή με το φιλμ, είναι ενδιαφέρουσα.

“Avengers Assemble – Music from and ispired by the movie” είναι ο τίτλος του soundtrack, που αν εξαιρέσουμε το “Live to rise” τωνSoundgarden, με την εξαίσια φωνή του Chris Cornell, το οποίο ο θεατής μπορεί να απολαύσει στην ταινία, όλα τα υπόλοιπα είναι φτιαγμένα επί τούτου, εμπνευσμένα από την ταινία και καθαρά για να πιάσει εμπορικά και το κομμάτι όλων ημών των ροκάδων, που δεν θα επενδύσουν στο αυτό καθεαυτό soundtrack που κυκλοφορεί με τη μουσική του Alan Silvestri.

Μια συλλογή που περιέχει μεγάλα ονόματα του σύγχρονου rock, όπωςShinedownEvanescenceKasabianBuckcherry και είναι όμορφη στο σύνολο της όπως και must για εκείνους που αγαπάνε τέτοιες συλλογές.

Κομμάτια όπως αυτό των Rise Against (“Dirt and Roses”) αξίζει να ακούγεται γενικά, αφού είναι ένα πολύ καλό δείγμα punk rock, καθώς επίσης και το γενναίο εγχείρημα των Five Finger Death Punch, να διασκευάσουν το“From Out of Nowhere” των ανυπέρβλητων Faith No More, που το κάνει να ακούγεται λίγο πιο απλό και χαλαρό, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το πρωτότυπο.

Καλή προσπάθεια από τη Marvel, να αποσπάσει από τον καθένα μας επιπλέον μπικικίνια, αλλά απευθύνεται μόνο σε σαουντρακάδες, πιστεύω.

Tracklist
1. Live to Rise - Soundgarden
2. I’m Alive - Shinedown
3. Dirt and Roses - Rise Against
4. Even If I Could - Papa Roach
5. Unbroken - Black Veil Brides
6. Breath - Scott Weiland
7. Comeback - Redlight King
8. Into the Blue -  Bush
9. A New Way to Bleed (Photek Remix) - Evanescence
10. Count Me Out - Pusherjones
11. Wherever I Go - Buckcherry
12. From Out of Nowhere - Five Finger Death Punch
13. Shake the Ground - Cherri Bomb

Δημήτρης Μαρσέλος

NEWMAN: “Siren”

Το όνομα Newman είναι γνωστό στους οπαδούς του μελωδικού ήχου και του AOR.
Από το 1998 κυκλοφορεί άλμπουμ ποιοτικά με δυνατές μελωδίες, έξυπνα και κολλητικά ρεφρενάκια και γενικά αποτελεί εγγύηση κάθε φορά που πρόκειται να κυκλοφορήσει κάποια νέα δουλειά. Το ομότιτλο πόνημα του το 1998 αποτελεί must για κάθε οπαδό της μελωδικής σκηνής, αν και είναι δυσεύρετο και πρέπει κάποιος να δαπανήσει μια περιουσία για να το αποκτήσει μέσω e-bay ή κάποιας Ιαπωνικής σελίδας!
Το 1999 κυκλοφορεί το εξίσου εκπληκτικό “One Step Closer” για να ακολουθήσουν άλλα έξι άλμπουμ και μια συλλογή που περιείχε τα σημαντικότερα τραγούδια της καριέρας του. Η συνεργασία με τον φίλο και συνεργάτη του MARK THOMPSON-SMITH είχε ως αποτέλεσμα το “Big Life” το οποίο κέρδισε κοινό και κριτικούς.
Έτσι λοιπόν και μετά από δυο χρόνια σιωπής φτάνουμε στο τώρα και στην κυκλοφορία της νέας δισκογραφικής δουλειάς του Newman η οποία τιτλοφορείται “Siren”. Στο νέο του δίσκο συνεργάζεται με κάποια από τα κορυφαία ονόματα της Ευρωπαϊκής premier-league όπως οι ROBERT SÄLL(Work Of Art, W.E.T), SHAUN BESSANTPETE NEWDECK (Eden's Curse, Tainted Nation) και NICK WORKMAN (Vega, Kick) και το αποτέλεσμα είναι για ακόμη μια φορά εγγύηση!
Το “Siren” ξεκινάει εντυπωσιακά και με αρκετό τσαμπουκά με το εκπληκτικό και heavy “Scar Of Life”. Ίσως ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχει κυκλοφορήσει ποτέ! Στο “Had Enough” ροκάρει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ενώ στο “Feel Her Again” η μελωδία είναι σε πρώτο φόντο. Ένα απλά φανταστικό τραγούδι που θα αποτελέσει τον ύμνο των AOR-άδων αυτό το καλοκαίρι! Πραγματικά θεωρώ περιττό να αναφερθώ σε κάθε τραγούδι ξεχωριστά μιας και κάθε κομμάτι εδώ έχει κάτι δικό του να προσφέρει στον ακροατή!
Όμορφες μελωδίες, εμπνευσμένες κιθαριστικές γραμμές, καλογραμμένα και καλοδουλεμένα τραγούδια και πάνω από όλα παθιασμένες ερμηνείες που σε κάνουν να θέλεις να πατήσεις το repeat button ξανά και ξανά!
Από τις καλύτερες δουλειές του συμπαθέστατου Newman και από τις ποιοτικότερες κυκλοφορίες στον χώρο του AOR (melodic rock) αυτής της χρονιάς!

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

ΕΡΙΝΥΕΣ: "Λόγια"


Δύο παιδικοί φίλοι από τους Αγίους Αναργύρους Αττικής,  ο Γιώργος Γκουβάτσος (φωνή, κιθάρα) και ο ντράμερ Φώτης Μελέτης (Destroyers, Viper Vice) έφτιαξαν το 1992 τις ΕΡΙΝΥΕΣ αφού το όνομα “Ρεβάνς” που είχαν επιλέξει αρχικά δεν μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν διότι το είχε κατοχυρώσει κάποιο άλλο γκρουπ. Στη συνέχεια στο σχήμα προστέθηκε ο συντοπίτης τους, Βαγγέλης Δημητρίου στο μπάσο και ο Παναγιώτης Γκρέτσης στην κιθάρα. Την σύνθεση των κομματιών ανέλαβαν κυρίως ο Παναγιώτης Γκρέτσης με την βοήθεια του  Γιώργου Γκουβάτσου ενώ τους περισσότερους στίχους ανέλαβε ο Φώτης Μελέτης. 
Οι μουσικές τους επιρροές ήταν κυρίως από Σπυριδούλα, Π. Σιδηρόπουλο αλλά υπήρχαν και μικρές δόσεις από τους Socrates ενώ οι στίχοι είχαν σαφείς αναφορές σε κοινωνικές και προσωπικές καταστάσεις. Μάλιστα τo δελτίο τύπου έγραφε ότι... "Οι συνθέσεις τους έχουν την ικανότητα να μπερδεύουν blues solo κλίμακες,  με punk και hard rock ρυθμούς και να ανακατεύουν τα heavy metal κιθαριστικά ριφ, με ένα τεχνο-ροκ ρυθμικό υπόβαθρο".
Το συγκρότημα την επόμενη χρονιά ηχογράφησε το πρώτο του, demo που περιλάμβανε δύο κομμάτια (“Λόγια” και “Θέλω να ζώ”) ώστε να σταλεί σε ραδιοφωνικούς σταθμούς,  σε διάφορα μουσικά περιοδικά της εποχής και σε αρκετά μουσικά  fanzines. Οι πρώτες κριτικές ήταν ενθαρρυντικές και σε αυτό συνέβαλε και η ραδιοφωνική εκπομπή του Δημήτρη Δημητράκα στο  ROCK FM που έπαιζε συνεχώς το demo της μπάντας με συνέπεια να γίνουν οι ΕΡΙΝΥΕΣ αρκετά αναγνωρίσιμοι και να αποκτήσουν και τους πρώτους τους οπαδούς. Στις αρχές του 1994 η μπάντα μπαίνει στο στούντιο της Live Records (εκεί είχαν ηχογραφήσει και το demo τους) που είναι ουσιαστικά η πρώτης της, επίσημη δισκογραφική κυκλοφορία μιας και η συγκεκριμένη πρωτοεμφανιζόμενη ανεξάρτητη εταιρεία έχει κι αυτή έδρα τους Αγίους Αναργύρους.  Οι ΕΡΙΝΥΕΣ λοιπόν ηχογραφούν το πρώτο τους mini δίσκο(Ε.Ρ.)  σε 500 αντίτυπα  μόνο σε βινύλιο, περιλαμβάνει πέντε τραγούδια  και  τιτλοφορείται “Λόγια”. Λίγο πριν αρχίσουν οι ηχογραφήσεις γίνεται μία ξαφνική αλλαγή στο μπάσο αφού ο Β. Δημητρίου αποχωρεί από το σχήμα και αντικαθίσταται από τον Θοδωρή Νάτση (Έβερεστ, Viper Vice) o οποίος συμμετέχει πολύ ενεργά στις ηχογραφήσεις και κυρίως στις ενορχηστρώσεις του Ε.Ρ. Την εξαιρετική παραγωγή  για τα δεδομένα της εποχής αναλαμβάνουν οι Νίκος Σπυρόπουλος και Παναγιώτης Νταβέλος όπου έγιναν ευρύτεροι γνωστοί και μεγαλούργησαν  με τους περίφημους  Tsopana Rave ενώ το θαυμάσιο εξώφυλλο το επιμελείται ο Ανδρέας Αντωνιάδης.
Τα “Λόγια” κυκλοφορούν την άνοιξη του 1994 και οι κριτικές είναι αρκετά θετικές με αποκορύφωμα το ιστορικό περιοδικό “ΠΟΠ και ΡΟΚ” να γράφει χαρακτηριστικά: "…Πολύ καλό παίξιμο, θαυμάσια παραγωγή και ένα από τα καλύτερα ελληνόφωνα κομμάτια που έχουμε ακούσει τον τελευταίο καιρό το «Λόγια» ενώ και το περιοδικό “Metal Hammer” το χαρακτήρισε ως εξής: "είναι ένας δίσκος που διαθέτει τον ενθουσιασμό του πρωτάρη καθώς και το πάθος για αξίες όπως η φιλία, αξιοπρέπεια rock n roll με αυτοσεβασμό, πράγματα και καταστάσεις εν ολίγοις που εδώ και χρόνια αγνοείται η τύχη τους".
Οι ΕΡΙΝΥΕΣ για να υποστηρίξουν την κυκλοφορία τους και τις καλές κριτικές που έλαβαν και από άλλα έντυπα (Μerlins Music Box, ένα από τα κορυφαία fanzine της εποχής) έκαναν στη συνέχεια μερικές επιλεκτικές ζωντανές εμφανίσεις στην  Αττική  με πιο σημαντική, την εμφάνιση τους στο πάρτι της μουσικής ροκ εφημερίδας “In Rock” στο An Club τον Ιανουάριο του 1995 με τους Panx Romana, Ηomo Sapiens, Ομάδα Περιφρούρησης και Στίγμα 90 . Μάλιστα οι αναγνώστες του In Rock ψήφισαν το τραγούδι “ Θέλω να Ζω” τρίτο καλύτερο κομμάτι της χρονιάς  μαζί με το “Βασιλιά της Σκόνης” από τα Ξυλινα Σπαθιά και το “Σεράγεβο” των Magic de Spell!!!
Την επόμενη χρονιά οι ΕΡΙΝΥΕΣ αρχίζουν να γράφουν νέα τραγούδια για να τα συμπεριλάβουν σε μία δεύτερη δισκογραφική προσπάθεια, όμως κάποια προσωπικά προβλήματα  βάζουν στο πάγο τη δράση του συγκροτήματος.
Το 1997 οι ΕΡΙΝΥΕΣ συμμετέχουν στη συλλογή "Μπροστά στο χρόνο ...όλοι τόσο μόνοι" με το τραγούδι  τους “Απόψε” το οποίο  κερδίζει τις εντυπώσεις. Την συλλογή κυκλοφορεί η ΕΜΙ και την  επιμελείται ο Μάνος Ξυδούς (Πυξ –Λαξ) μαζί με άλλα σχήματα και καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Ανεστόπουλος, Θάλαμος Αερίων και οι Domenica και παράλληλα γυρίζουν και ένα βίντεο κλιπ μέσω της ΕΡΤ από μία μίνι συνέντευξη που έδωσαν σε μία προσπάθεια να ξαναζωντανέψει η μπάντα. Δυστυχώς κάπου εκεί τελείωσε το ταξίδι για τις ΕΡΙΝΥΕΣ μιας και τα γνωστά βιοποριστικά προβλήματα των μελών του, οδήγησαν στη διάλυση του γκρουπ με συνέπεια να παραμείνουν άλλη μία χαμένη ελπίδα του ελληνόφωνου ροκ.


Mini Album: "Λόγια"
Tracklist
“Απόψε”
“Ξαφνικά”
“Θέλω Να Ζω”
“Λόγια”
“Ως Πότε
 
Νίκος Καπίρης

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

JORN: “Traveller”

H καλλιτεχνική πορεία του Νορβηγού ερμηνευτή ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘90 με τους Vagabond και να έγινε αναγνωρίσιμος με τους The Snakes (το συγκρότημα των Micky Moody και Bernie Marsden- πρώην Whitesnake) διότι τραγουδούσε live τον D. Coverdale καλύτερα και από τον ίδιο.
Για μένα όμως o Jorn Lande έχει κλείσει την προηγούμενη δεκαετία ένα μεγάλο κεφάλαιο της καριέρας του, όπου με ένα απίστευτο σερί σπουδαίων κυκλοφοριών με τους Millenium, ARK, Beyond Twilight και Masterplan. Επιπλέον με τα δικά του εξαιρετικά σόλο άλμπουμ και παράλληλα με την συμμετοχή του σε σπουδαία project όπως εκείνα των Allen/Lande, Avantasia, Nikolo Kotzev's Nostradamus και Ayreon, έδειξε ότι ένας τεράστιος τραγουδιστής στη σύγχρονη hard rock και heavy metal σκηνή.
Οπότε νομίζω ότι ο JORN τα έχει τραγουδήσει σχεδόν όλα και δύσκολα θα ξεφύγει από αυτό που με τόσο κόπο και με δημιουργικό τρόπο έκτισε τα προηγούμενα χρόνια.
Το “Traveller” είναι το όγδοο στούντιο άλμπουμ του και οι διαφορές με  τις τελευταίες κυκλοφορίες του δεν είναι μεγάλες. Το πνεύμα του Ronnie James Dio κυριαρχεί απόλυτα και υπάρχει σε όλες του τις καλές εκδοχές κυρίως όμως εποχής Black Sabbath και λιγότερο Rainbow, και σόλο Dio. Σε αυτό βοηθά σημαντικά η εξαιρετική heavy παραγωγή του Jorn Lande και του Trond Holter αφού έχουμε άλλη μία φορά ένα ογκώδες και άψογο ηχητικό ντοκουμέντο.
Η νέα του συνεργασία (και στις συνθέσεις) με τους συμπατριώτες Trond Holter στην κιθάρα και τον μπασίστα Bernt Jansen αποτελεί έκπληξη διότι εκτός από την φιλοσοφία της ανανέωσης, οι συγκεκριμένοι μουσικοί είναι μέλη των WIG WAM και καταλαβαίνετε ότι είναι λίγο απρόσμενο αυτό το ταίριασμα, όμως ευτυχώς η χημεία λειτούργησε μια χαρά και ειδικά στην κιθάρα έχουμε ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα. 
Αγαπημένα μου τραγούδια είναι το “Make Your Engine Scream”, διότι ξεφεύγει σε μερικά σημεία από την Dio ατμόσφαιρα και θυμίζει λίγο από Iron Maiden, ειδικά στην εισαγωγή και τα σόλο, και το ανατριχιαστικό “Carry The Black”, με τα εφιαλτικά πλήκτρα να σμίγουν μοναδικά με την σπαρακτική και συνάμα συναισθηματική ερμηνεία του Νορβηγού καλλιτέχνη. Τα “Overload”,“Cancer Demon” “Window Maker”“The Man Who Was King” και το ομότιτλο κομμάτι είναι θαυμάσια τραγούδια και δίνουν τη δυνατότητα στον ακροατή να μαγνητιστεί από τη φωνή , τη μελωδία και το εκτελεστικό οίστρο  των μουσικών.
Σίγουρα ο JORN με το “Traveller” δεν κάνει κάτι καινούργιο ούτε νομίζω ότι αποζητά κάποια παραπάνω επιβράβευση, αλλά θέλει απλά να υπενθυμίσει ότι η αγάπη του για τον Dio έχει μεγαλύτερη θέση στην καρδιά του από τους υπόλοιπους τραγουδιστές που κατά καιρούς έχει διασκευάσει.

Φώτης Μελέτης

POWERWORLD: “Cybersteria”

Με μοναδικό αρχικό μέλος και ψυχή του group τον Ilker Ersin (ex- bassist των Freedom Call), οι Βαυαροί Powerworld μας εκπλήσσουν κάτι παραπάνω από ευχάριστα με το 3ο τους πόνημα, “Cybersteria”.
Πολλά μεσολάβησαν από τη κυκλοφορία του προηγούμενου album της μπάντας “Human Parasite” το 2010 με βασικότερο τον ξαφνικό θάνατο του προηγούμενου τραγουδιστή και τη λόγο μουσικών διαφορών απομάκρυνση του αντικαταστάτη του λίγο πριν η μπάντα μπει στο studio για το“Cybersteria”. Δύσκολες καταστάσεις με τη μπάντα να μην το βάζει κάτω και να προσλαμβάνει τη φωνάρα που ακούει στο όνομα Michael Bormann (ex- Jaded Heart, ex- Bonfire).
Μουσικά το album κινείται στα γνώριμα χωράφια του συγκροτήματος. Μελωδικό Heavy με progressive στοιχεία και μια AOR αισθητική να σκεπάζει όλο το δίσκο. Η διαφορά όμως με τις προηγούμενες, επίσης πολύ καλές, 2 κυκλοφορίες έγκειται στο ότι όλα βρίσκονται ένα σκαλοπάτι παραπάνω. Βασικό ατού του “Cybersteria” είναι από τη μία πλευρά οι εμπνευσμένες συνθέσεις και από την άλλη η πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά που έχει γίνει στο κομμάτι της θεματολογίας των στίχων και γενικότερα του concept που καταπιάστηκε το συγκρότημα. Facebook, Twitter και γενικότερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πως αυτά αντί να φέρνουν το κόσμο πιο κοντά τον απομακρύνουν και εν-τέλει υποστηρίζουν τη μοναξιά και την αποξένωση. Αν μη τι άλλο επίκαιρο και κατανοητό σε όλους.
Αρκετά εσωστρεφές, μπολιασμένο με αίσθημα αρνητικότητας και δόσεις συναισθηματικής δυσφορίας, το album σε ταξιδεύει ακριβώς εκεί που θέλει. Το εναρκτήριο “Children of the Universe” αποτελεί τη κορυφαία στιγμή του δίσκου και ένα απο τα καλύτερα κομμάτια που έχω ακούσει στο ιδιώμα εδώ και αρκετό καιρό. Μελωδίες που σε καθηλώνουν και ένας Bormann στο μικρόφωνο να μην σε αφήνει να πάρεις ανάσα με την ερμηνεία και την εκφραστικότητα του. Μοναδικό κομμάτι του δίσκου που έχει και κάποια brutal φωνητικά, διακριτικά και υποστηρικτικά όμως για το mood στο οποίο θέλει το κομμάτι να βάλει τον ακροατή.
Το album συνεχίζει στο ίδιο υψηλό επίπεδο με κομμάτια όπως τα “Coasts of Tears”“Cybersteria”“You will find a way” και το Malmsteen-ικό “World knows your secret” να κλέβουν την παράσταση σε ένα έργο άρτια δομημένο και δουλεμένο μέχρι τη τελευταία του λεπτομέρεια. Για τη παραγωγή ούτε λόγος μιας και η δουλειά που έκανε ο ίδιος ο Ilker είναι πολύ υψηλών προδιαγραφών. Το μοναδικό που μπορεί να ξενίσει τους παλιούς fan είναι ότι το album είναι οι ελάχιστα κατεβασμένες ταχύτητες αλλά το ότι είναι σαφώς πιο σκοτεινό μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο.

Με το καινούργιο τους album οι Powerworld καταφέρνουν με την αξία τους να ανέβουν στη πρώτη κατηγορία του μελωδικού Heavy. Το αν θα μείνουν εξαρτάται απο τους ίδιους και μόνο. Το “Cybersteria” θα γίνει σίγουρα γνωστό στους κύκλους του αλλά θα ήταν σίγουρα άδικο να περιοριστεί μόνο εκεί μιας και η ποιότητά του αξίζει ευρύτερης προσοχής.


Λάμπης Κιπενής

ANVIL: “Hope in Hell”

Τα 30 και βάλε χρόνια στο κουρμπέτι με συνέπεια στις κυκλοφορίες και αναρίθμητες περιοδείες κατατάσσουν τους τρελο-καναδούς ANVIL εύκολα στην κατηγορία των βετεράνων της σκηνής.
Όσοι έχετε δεί το προ-τετραετίας ντοκιμαντέρ “The story of Anvil” που τους έκανε περισσότερο γνωστούς ανά την υφήλιο θα έχετε σαφή εικόνα για το τι θέλει να μας πεί ο ποιητής. Old school Heavy Metal, άλλoτε cult και άλλoτε γραφικό μα πάντοτε τίμιο, είναι το πακέτο που μας προσφέρουν αδιάκοπα οι Καναδοί στα χρόνια ύπαρξης τούς στο metal στερέωμα.
Το "Hope in Hell" αποτελεί το 15ο πόνημα της μπάντας και αυτό που έχω να πώ είναι πως το album είναι αρκετά καλύτερο απο αυτό που περίμενα, ειδικά μετά τα τελευταία 2 album τα οποία χωρίς να είναι άσχήμα άρχισαν να κουράζουν λίγο μέχρι και εμάς που δεν κουραζόμαστε με old school καταστάσεις. Ο λόγος ήταν ότι τα “This is thirteen” και “Juggernaut of justice” είχαν ναι μεν καλά κομμάτια αλλά άφηναν μια γεύση ανάλαφρη με τον τσαμπουκά και την αλητεία να μην βγαίνει προς τα έξω όσο θα έπρεπε.
Η τριάδα τα είδε αυτά τα σημάδια και γυρνώντας από τη 18 μηνών παγκόσμια περιοδεία αποφάσισε να γράψει έντεκα κομμάτια 100% ANVIL και να μας τα προσφέρει μπας και βρούμε ελπίδα στη κόλαση. Μπορεί να είναι παλιομοδίτικο, μπορεί να μην παίρνουν τον εαυτό τους και τόσο σοβαρά κάποιες στιγμές αλλα το album ροκάρει άσχημα. Σε κάθε κομμάτι θα βρείτε τη σφραγίδα του group απο πάνω. Σίγουρα δεν είναι το καινούργιο “Forged in Fire” ή το “Metal on Metal 2”, αλλά ηχητικά κινείται σε αυτή τη περίοδο και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι μιας και στα 80s η μπάντα έβγαλε δισκάρες που αγαπήθηκαν αρκετά απο τους οπαδούς του κλασσικού ήχου.
Το συγκρότημα έβγαλε ένα album ξέροντας ότι δεν θα προσελκύσει καινούργιους οπαδούς αλλά θα ευχαριστήσει και με το παραπάνω τους ήδη κολλημένους στην αμόνι. Δώστε βάση στα “The Fight is never won”“Call of duty” (α ρε παιχνιδάρα), “Bad ass Rock N’ Roll” και το speed-ατο “Εat your Words” και θα πιάσετε τον εαυτό σας να χαμογελάει απο μεταλλική ικανοποίηση. Να σημειώσω πως η παραγωγή του album δίνει όση βρωμιά και όση καθαρότητα χρειάζεται μια κυκλοφορία του είδους οπότε ένα μπράβο και για αυτό.
Για να το μαζέψουμε σύντροφοι. Το αμόνι είναι εδώ, δοκιμασμένο σε όλες τις συνθήκες και έτοιμο για περισσότερο σίδερο. Σφυρηλατήστε ελεύθερα πάνω του.   

Λάμπης Κιπενής


Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

TYLA J. PALLAS: “Devil’s Supper”


Ο Tyla για τους απανταχού ποζεράδες είναι γνωστός για την θητεία του στους θρυλικούς πλέον The Dogs D’ Amour οι οποίοι στις χρυσές μέρες του hard rock κυκλοφόρησαν κάποια πραγματικά πολύ καλά άλμπουμ και γνώρισαν την επιτυχία, έστω και μικρή, με τραγούδια όπως “How Come It Never Rains”, “Trail Of Tears” και “Satellite Kid”.
Βέβαια ανέκαθεν θεωρούνταν μια μπάντα δεύτερης κατηγορίας και ποτέ δεν κατάφεραν να κάνουν την υπέρβαση. Η αλήθεια είναι πως πέρα από 2-3 κυκλοφορίες των The Dogs D’ Amour δεν ασχολήθηκα και ιδιαίτερα και για αρκετά χρόνια αγνοούσα πλήρως την ύπαρξη τους και φυσικά και του τραγουδιστή τους.
Έτσι λοιπόν έχω στα χέρια μου την σόλο δουλειά του Tyla και για να είμαι ειλικρινής έχω μια μικρή αγωνία για το τι πρόκειται να ακούσω. Με το πρώτο κιόλας τραγούδι, “Love Is”, όλα τα στοιχεία των The Dogs D’ Amour βρίσκονται εδώ σε πλήρη αρμονία. Και ποια είναι αυτά; Η χαρακτηριστική βραχνάδα του, η γλυκιά μελωδία, οι ακουστικές κιθάρες σε συνδυασμό με κάποια ηλεκτρικά μικρό ξεσπάσματα και γενικά σου φέρνει ένα flashback! Τα“Long Shadows”, “All Alone”, “Judas Christ” και “That Someone”χαρακτηρίζονται ως highlights από την συγκεκριμένη κυκλοφορία και θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται σε οποιοδήποτε πόνημα της μπάντας του τότε.
Οπωσδήποτε το “Devil’s Supper” δεν με συγκλόνισε αλλά ούτε με άφησε αδιάφορο κιόλας. Ίσως το γεγονός ότι το ίδιο έργο το έχουμε ξαναδεί με τους The Dogs D’ Amour στο παρελθόν, ίσως ότι στις μέρες μας έχουμε κυκλοφορίες πολύ ανώτερες και πιο τσαμπουκαλεμένες… Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Τα τραγούδια είναι καλοδουλεμένα, με ωραίες ενορχηστρώσεις και η φωνή του Tyla σε ταξιδεύει σε άλλες αποχές. Η απόφαση δική σας. 

Βασίλης Χασιρτζόγλου



MASTERCASTLE: “On Fire”


Τέταρτο album για τους Ιταλούς Mastercastle, με μια σημαντική προσθήκη αυτή τη φορά στην θέση του ανθρώπου που κάθεται πίσω από το drum kit που δεν είναι άλλος από τον John Macaluso (Ark, Yngwie Malmsteen, James LaBrie, ενώ τώρα τελευταία κάτι ετοιμάζει με τους Symphony X).
Οι ηχογραφήσεις για το 40λεπτο “On Fire” διήρκεσαν από το Μάρτιο του 2012 έως το Δεκέμβριο του ιδίου έτους και το αποτέλεσμα ήταν ένας πιο ευθύς και μελωδικός heavy metal δίσκος σε σύγκριση με το power ύφος των προηγουμένων κυκλοφοριών τους.

Ο Pier Gonella, που είναι από τα ιδρυτικά μέλη της μπάντας, βρίσκεται για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο της προσοχής. Ένας μουσικός που δείχνει να έχει διευρυμένους μουσικούς ορίζοντες καθώς πέρα από τους Mastercastleέχει παίξει με τους Labyrinth, ενώ συνάμα είναι ο κιθαρίστας των Necrodeath. Το νεοκλασικό του κιθαριστικό στυλ στο παίξιμο δίνει το παρόν και στο “On Fire” παρότι τα power metal στοιχεία έχουν συρρικνωθεί σημαντικά. Στον τομέα των φωνητικών η Georgia Gueglio δίνει μια περισσότερο rock συνισταμένη στον ήχο της μπάντας αφήνοντας στο προσωπικό γούστο του εκάστοτε ακροατή το πόσο θα εκτιμήσει το τελικό αποτέλεσμα. Κατά την δική μου άποψη κάνει μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση και με το ιδιαίτερο ύφος της χρωματίζει τα κομμάτια με μοναδικό τρόπο.

Αυτό που με άφησε αδιάφορο ήταν η δουλειά της στο στιχουργικό τομέα, στην οποία προσπάθησε να συνθέσει ένα concept γύρω από το metal το οποίο δεν αντιλήφθηκα και τόσο επιτυχημένο και ταιριαστό με το μουσικό τους ύφος. Στο album περιλαμβάνονται 2 instrumental κομμάτια, κίνηση που τείνει πλέον να γίνει σήμα κατατεθέν τους. Το ένα είναι το “The Final Battle” και αποτελεί μια διασκευή στο κομμάτι του συνθέτη Chris Hulsbeck, ενώ το δεύτερο είναι το“Almost A Fantasy” με το οποίο αποτίουν φόρο τιμής στη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ludwig Van Beethoven. Αμφότερα επιδεικνύουν (και αποδεικνύουν) την υψηλή τεχνική κατάρτιση των μουσικών. Η παραγωγή που έχει γίνει από τον Pier Gonella φέρνει τις κιθάρες στο προσκήνιο, ενώ ο ίδιος έχει βάλει το χεράκι του και στην μίξη υποβοηθούμενος από τον John Macaluso. Την σύνθεση των Mastercastle συμπληρώνει ο Steve Vawamas(bass).

Η τελική εντύπωση που μου δίνει το “On Fire” είναι πως πρόκειται για ακόμη μια αξιόλογη δουλειά των Ιταλών, οι οποίοι σταθερά κυκλοφορούν ποιοτικά album, με την διαφοροποίηση πως υστερεί σε σημεία έναντι των προκατόχων της. Αυτό εκτιμώ πως οφείλεται κυρίως στο ότι το power metal υλικό του “Last Desire” (2010) ή του “Dangerous Diamonds” (2011) ταίριαζε περισσότερο στο κιθαριστικό ύφος του Gonella. Στροφή στη μελωδία κι όσοι πιστοί προσέλθετε..
.


Γιάννης Φράγκος


FIREWIND: “Apotheosis- Live 2012”


Λίγο πριν την εκπνοή του 2012 η μπάντα διεξάγει την περιοδεία για την προώθηση του πιο πρόσφατου studio album της, “Few Against Many”. Στην Ελλάδα μάλιστα κάνουν 4 εμφανίσεις στις οποίες, όσοι θα θυμόσαστε από τηνανταπόκρισή μας (και φυσικά όσοι παρευρεθήκατε) είχε γίνει Ο χαμός.
“Τα λόγια πετούν, οι ηχογραφήσεις μένουν” θα έλεγε κανείς σε μια παράφραση της γνωστής λατινικής παροιμίας “Verba volant, scripta manent”, για αυτό λοιπόν ο Gus G με την παρέα του επιλέγουν 17 κομμάτια και τα κυκλοφορούν στο “Apotheosis live 2012” διάρκειας 69 λεπτών.

Αυτή είναι η δεύτερη live κυκλοφορία των Firewind (είχε προηγηθεί το “Live Premonition” το 2008) και με αυτό το album σφραγίζουν τη δεκαετή τους παρουσία στον χώρο, αλλά και το τέλος εποχής του Apollo Papathanasiou στη μπάντα, αφού μετά την ολοκλήρωση της εν λόγο περιοδείας ανακοινώθηκε η οριστική του αποχώρηση, καθώς από αρκετό καιρό πριν αδυνατούσε να ακολουθήσει ολόκληρο το πρόγραμμα εμφανίσεων και συχνά η μπάντα έπαιζε με session τραγουδιστή. Για το 2013 πάντως έχουν “κλείσει” τον Kelly Sundown Carpenter (Adagio, Beyond Twilight, Outworld κ.α.) και απομένει να δούμε αν στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ισχύσει το “ουδέν μονιμότερο του προσωρινού”.

Ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς των 2 εμφανίσεων τους στην Αθήνα, μπορώ να βεβαιώσω πως το album αποτυπώνει γνήσια και αντιπροσωπευτικά τον live ήχο των Firewind αλλά και των πολλών φίλων τους που παρακολούθησαν τα show της περιοδείας τους. Η ποιότητα με την οποία μεταφέρθηκε ο ήχος από τα venues στα στερεοφωνικά μας είναι υποδειγματική, ενώ πολύ “έξυπνη” δουλειά έχει γίνει και στην επιλογή των κομματιών τα οποία τελικά μπήκαν στο tracklist της κυκλοφορίας κι αυτό επειδή δεν επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της επιλογής μόνο δημοφιλών, στο ευρύ κοινό κομματιών, αλλά κάλυψαν τα κενά του “Live Premonition”. Κι αυτό το έκαναν επιλέγοντας παλαιότερα κομμάτια που δε συνηθίζουν να παίζουν στα live τους και φυσικά κομμάτια από το πιο πρόσφατο album τους για την προώθηση του οποίου γινόταν και η περιοδεία.

Η πρώτες κόπιες του “Apotheosis” κυκλοφορούν σε digipack έκδοση από την Century Media Records και η κυκλοφορία έχει οριστεί για τις 24 Ιουνίου. Αναλυτικά το tracklist το βλέπετε παρακάτω:

FIREWIND: "Apotheosis - Live 2012"
01. Head Up High
02. Wall Of Sound
03. Allegiance
04. Few Against Many
05. The Departure
06. Heading For The Dawn
07. Losing My Mind
08. World On Fire
09. Guitar Solo 2012
10. SKG
11. Between Heaven And Hell
12. Piano Solo
13. Edge Of A Dream
14. Mercenary Man
15. Glorious
16. Maniac
17. Falling To Pieces

Γιάννης Φράγκος

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...