Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Beauvoir/Free: "American Trash"



Θυμάμαι την μοναδική φιγούρα του Jean Beauvoir στα 80ς-90ς με
τη χαρακτηριστική μοϊκάνα στα μαλλιά και τις σκέψεις που έκανα: ο τύπος αυτός αποκλείεται να παίζει στο μελωδικό χώρο.


Μέχρι που είδα το video "Feel The Heat" στα 1986 από την ταινία  "Cobra" και έμαθα ότι με τον  Micki Free σχημάτισαν τους  Crown Of Thorns, ένα πραγματικό μαργαριτάρι του μελωδικού  rock χώρου και μάλιστα τη δύσκολη εποχή του  grunge.
Αγόρασα και το πρωτόλειο τους, " Raw Thorns" και πείσθηκα απόλυτα ότι ο τύπος έπαιζε στο αγαπημένο ιδίωμα του AOR!!
Οι δύο αυτοί πραγματικοί πρίγκηπες του  AOR, Beauvoir/Free, συναντήθηκαν μουσικά και δημιούργησαν και πάλι κάτι εξαιρετικό: το "American Trash".
Η μουσική χημεία των Beauvoir και  Free  είναι αποδεδειγμένα δεδομένη!
Απλά,  πρόκειται για ένα δίσκο μελωδικού  hard rock στα καλύτερα του σε ένα έξοχο  AOR περιτύλιγμα.
Προέρχονται ο Beauvoir και ο Free από τον πυρήνα του μελωδικού ιδιώματος και αποδεικνύεται τόσο από τα υπέροχα φωνητικά, όσο και από τις μελωδικότατες και ευρηματικές αρμονίες στις κιθαριστικές συνθέσεις!
Δυνατά σημεία του δίσκου, πέρα από τις εξαιρετικές συνθέσεις , τα γεμάτα πάθος φωνητικά του Jean Beauvoir και το παθιασμένο  παίξιμο με μπόλικο συναίσθημα του Micki Free στην κιθάρα. Πιο συγκεκριμένα αποτύπωση των γραφομένων , υπάρχει στις  συνθέσεις "Angels Cry", "Morning After", στο ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, στο "Whiplash" καθώς και στο "Shotgun To The Heart".
Στο  "Angels Cry" τα εξαιρετικά φωνητικά συνδυάζονται με ένα πιασάρικο μουσικό θέμα, όπως και τα   καθαρόαιμα Heavy Rock τεχνοδομής  “Whiplash”/ “Shotgun to the Heart” ή το παραπλήσιου ύφους  "There's Not Starting Over", για να ακούσουμε τις υπέροχες μπαλάντες  "Just Breathe" και "Never Give Up" ενώ στην σύνθεση  "Morning After"  έχουμε διάχυτο το πνεύμα των 70ς!
Φυσικά το "American Trash", πρώτα από όλα συστήνεται κυρίως για τους οπαδούς των  CROWN OF THORNS, που σίγουρα τους έχει λείψει το υπέροχο άκουσμα της μπάντας, όπως και για τους ακόλουθους του ήχου του  Micki Free στην κιθάρα , που παίζει μερικά μοναδικά υπέροχα, μελωδικά guitar σόλο!


Νότης Γκιλλανίδης

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Judas Priest: "Defenders Of the Faith-30th Anniversary Edition"


The Priest Is Back again!! Θα μπορούσαμε άνετα να πούμε για
αυτήν εδώ την επανακυκλοφορία, αν προηγουμένως δεν είχαν κυκλοφορήσει το “Redeemer Of Soul”. Σίγουρα όμως αποτελεί ευχάριστη είδηση για την μουσική, αλλά δυσάρεστα συνάμα για την τσέπη των φίλων τους.


Το άλμπουμ Defenders Of The Faith κάθε οπαδός των Priest, σίγουρα το γνωρίζει πολύ καλά, όπως και την αξία του αλλά και το πόσο αγαπήθηκε από τον κόσμο. Για περισσότερα κους - κους σχετικά με αυτό, μπορείτε να διαβάσετε δια στόματος του αρχηγού Ian Hill το τι ειπώθηκε στη συνέντευξη που έδωσε  ακολουθώντας αυτόν τον σύνδεσμο  http://rocktime.gr/index.php?view=view_articles&option=sinenteuxeis&item=1430485407&lang=el (για να μην τα γράφουμε και τα ξαναγράφουμε και σας κουράζουμε φίλτατοι αναγνώστες)
  Φέτος ο δίσκος  έκλεισε τριάντα χρόνια από όταν πρώτο έκανε το  ντεμπούτο του  πίσω στο 1985 και όπως συνηθίζεται με τέτοια άλμπουμ, δεν θα έμενε έτσι αυτό.  Για τον επετειακό του εορτασμό οι Judas το επαναφέρουν στην επικαιρότητα σε μια deluxe έκδοση τριών Cd’s.
  Το πρώτο δισκάκι αφορά καθαρά το λεύκωμα όπως είχε βγει το 1985, σε remastered μορφή όμως.
  Ο δεύτερος και ο τρίτος δίσκος που συνοδεύουν την επετειακή έκδοσή της deluxe επανακυκλοφορίας, αφορά την συναυλία που έδωσαν στο Long Beach Arena της Καλιφόρνιας στις 5 Μαΐου του 1984, στην ολότητά της, με τα κομμάτια να χωρίζουν σε δέκα για το πρώτο μέρος και έντεκα για το δεύτερο.
  Πολύ ωραία κίνηση και πολύ δελεαστική, ειδικά για όσους δεν έχουν το άλμπουμ ακόμα σε κάποια μορφή του.
  Πάμε στα αρνητικά του θέματος τώρα. Δύο κυκλοφορίες σε μικρό σχετικά διάστημα είναι αρκετές για την εποχή μας και για την τσέπη του μέσου οπαδού.  Στην προηγούμενη remastered κυκλοφορία, είχα προστεθεί 2 bonus κομμάτια τα οποία δεν καταλαβαίνω γιατί απουσιάζουν από την εν λόγω κυκλοφορία. Αναφέρομαι στα “Turn On Your Light” και “Heavy Duty/Defenders Of The Faiths (Live)”. Η έκδοση αυτή, περιλαμβάνει μόνο μια συναυλία και το κανονικό άλμπουμ , που αυτόματα αποκλείει από μόνο του όσους έχουν την προηγούμενη ή την αρχική εκδοχή του δίσκου και δεν τους ενδιαφέρουν τα συναυλιακά cd’s.  Η συγκεκριμένη συναυλία έχει βγει  το 2003 σε bootleg μορφή με πολύ καλή ποιότητα ήχου καθώς και στο you tube οπότε ακούγεται πολύ οικεία σε πολλών τα αφτιά. Αν στην λίστα αυτή, προσθέσουμε και ότι δεν έχει κάτι το παραπάνω για να τραβήξει και τους πιο δύσκολους, μάλλον μιλάμε καθαρά για μια “συλλογή” που απευθύνεται περισσότερο σε νεότερο κοινό.
  Στα θετικά από την άλλη, “νέα” κυκλοφορία Priest, είναι πάντα ένα σημαντικό γεγονός και χαράς ευαγγέλια για τους οπαδούς. Μια live κυκλοφορία, σίγουρα συγκινεί τους περισσότερους από εμάς. Το γεγονός και μόνο ότι υπάρχουν ακόμα και βγάζουν δίσκους, είναι και αυτό στα πολύ συν. Για τους οπαδούς στην Ελλάδα, επίσης θα μπορούσε να λειτουργήσει και σας προπομπός –ζέσταμα για την επερχόμενη συναυλία τους στα μέρη μας. Η συναυλία που συνοδεύει την deluxe έκδοση, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάρει μια γεύση από το ήταν αυτό που τους έκανε τόσο μεγάλους αλλά και την ενέργεια που είχαν πάνω στην σκηνή, άσχετα με το πόσο εξαντλημένοι ήταν από τις καταστάσεις ειδικά για το συγκεκριμένο άλμπουμ (διαβάστε τη συνέντευξη και θα καταλάβετε τι εννοώ).  Η χρησιμότητα του πάντως θα μπορούσε να λειτουργήσει και ανάποδα σαν μια best of live συλλογή με bonus το κεντρικό θέμα του Defenders Of The Faith σε στούντιο έκδοση αν το δει κανείς έτσι.
Η συσκευασία του, είναι άψογα προσεγμένη, αποτελεί πολύ ωραίο πακέτο (κόσμημα θα έλεγα καλύτερα) για να το έχει κανείς στην δισκοθήκη του αλλά και σαν διακοσμητικό. Επίσης το ένθετο που το συνοδεύει είναι χορταστικό με πολλές φωτογραφίες, σημειώσεις και τους στίχους φυσικά. Αυτό συνάμα το κάνει πολύ δελεαστικό από μόνο του.
Η επιλογή πλέον βρίσκεται καθαρά στα χέρια του ακροατή, στο πόσο φανατικός οπαδός είναι κάποιος  και φυσικά στη τσέπη του καθενός ανάλογα με τις επιλογές που κάνει. Οι οπαδοί των Judas Priest ήδη ξέρουμε που θα πάει η επόμενη μας επένδυση.
Γιώργος Βαλιμίτης

Track List
CD1 "Defenders Of The Faith" remastered
01. Freewheel Burning
02. Jawbreaker
03. Rock Hard Ride Free
04. The Sentinel
05. Love Bites
06. Eat Me Alive
07. Some Heads Are Gonna Roll
08. Night Comes Down
09. Heavy Duty
10. Defenders Of The Faith

CD2 Live at Long Beach Arena, California - May 5, 1984
01. Love Bites
02. Jawbreaker
03. Grinder
04. Metal Gods
05. Breaking The Law
06. Sinner
07. Desert Plains
08. Some Heads Are Gonna Roll
09. The Sentinel
10. Rock Hard Ride Free

CD3 Live at Long Beach Arena, California - May 5, 1984
01. Night Comes Down
02. The Hellion
03. Electric Eye
04. Heavy Duty
05. Defenders Of The Faith
06. Freewheel Burning
07. Victim Of Changes
08. The Green Manalishi (With The Two-Pronged Crown)
09. Living After Midnight
10. Hell Bent For Leather
11. You’ve Got Another Thing Coming


Γιώργος Βαλιμίτης

Η ιστορία των SURVIVOR - Εγχειρίδιο Ροκ Επιβίωσης

Αν εξαιρέσεις τους ηρωικούς συνειρμούς που φέρνει η περσόνα του Rocky Balboa σε όσους διανύει τα δεύτερα -άντα, η κακομαθημένη και για πολλά χρόνια αδιάβαστη ελληνική ροκ κοινότητα ήξερε μόνο το "Eye Of the Tiger" και έβλεπε αυτό το γκρουπ σαν μια εμπορική υποσημείωση της δεκαετίας του '80.
Πολύ μελωδικοί για να είναι "hard", πολύ αμερικάνοι για να είναι πιστευτοί, όχι και τόσο μπάνικοι για να αποκτήσουν υπολογίσιμο θηλυκό κοινό. Ο χρόνος και η ποιότητα των των τραγουδιών τους όμως επιβίωσαν. Μετά την απροσδόκητη αναχώρηση του Jimi Jamison, οφείλουμε μία λίγο πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία των Survivor...
Ο πυρήνας της hard rock μπάντας που σχηματίστηκε στο Chicago το 1978 δεν απαρτιζόταν από χθεσινούς μουσικούς.
Ο
Jim Peterik (11.11.1950) ήταν ο βασικός συνθέτης, τραγουδιστής και lead κιθαρίστας των Ides Of March, που τον Ιούνιο του '70 είχαν φθάσει στο #2 του Billboard με το κλασσικό πλέον "Vehicle" και είχαν περιοδεύσει με Hendrix, Joplin και Zeppelin.
Ο Frankie Sullivan (1.2.1955) είχε μάθει την εξάχορδη στα τέλη των '60s, τριγυρνώντας στα γκαραζ και βοηθώντας να στήσουν τα μικρόφωνα διάφορα γκρουπάκια στα προάστια του Chicago. Από το '76 είχε ήδη φτιάξει και το δικό του σκληρόηχο σχηματάκι, τους "Mariah". Ο Dave Bickler (31.3.1953), γέννημα θρέμμα του Lisle του Illinois, είχε κι εκείνος γευθεί την επιτυχία με τους Jamestown Massacre (το "Summer Sun" είχε ακουστεί αρκετά το καλοκαίρι του '72).
Το '79, έχοντας παίξει σε κάθε μικρομεσαίο club του Chicago υπό διάφορα προσωρινά ονόματα, το πενταμελές σχήμα εντοπίζεται από τον δαιμόνιο John Kalodner και τους προσφέρεται συμβόλαιο με την Scotti Bros. Είναι η εποχή των Foreigner, των Toto και των REO Speedwagon και ο άξονας κιθάρας/πλήκτρων/φωνής των τριών ψημένων μουσικών μοιάζει αξιόπιστος και μέσα στην εποχή. Όπως θα πει ο Kalodner, τo γκρoυπ θα ονομαστεί Survivor, όχι μόνον στο πρότυπο των μεσουρανούντων τότε Foreigner, αλλά επειδή η ψυχή του γκρουπ Jim Peterik είχε δείξει με την μέχρι τότε πορεία του ότι είναι ακριβώς αυτό. Ένας μάστορας της επιβίωσης στη μουσική σκηνή.
Ο πολύς
Ron Nevison (με φρέσκα τα παράσημα από την παραγωγή μεταξύ άλλων στο "Quadrophenia", το "Physical Graffitti", το "Bad Company" και το "Lights Out") αναλαμβάνει την παραγωγή του ντεμπούτου τους, "Survivor", που φθάνει όμως μόλις στο #169 του Billboard τον Απρίλιο του '80. Παρά την κακή εμπορική απόδοση του δίσκου, η ραφιναρισμένη ροκ τραγουδοποιία - με χαρακτηριστικό της μια ευδιάκριτη κιθαριστική γκαζιά παραπάνω απ΄το μέσο fm ροκ της εποχής- είναι φανερή σε κομμάτια όπως τα "Let It Be Now", "As Soon As Love Finds Me", "Nothing Can Shake Me From Your Love" και "Whatever It Takes".
Η συνεργασία
Peterik/Sullivan ήταν από την πρώτη στιγμή παραγωγική. Υπήρχε τόσο υλικό, ώστε έμεινε αρκετό έξω απ΄το δίσκο.
Ένα άμεσο ροκ κομμάτι που ο
Nevison απέρριψε ως «υπερβολικά southern» ("Rockin' Into The Night"), παραχωρήθηκε στους .38 Special και έφθασε αμέσως στο #43 το Μάρτη του '80. Κακή εκτίμηση. Το δικό τους πρώτο single, "Somewhere In America", μένει στο #70 (3.5.80).

Το γκρουπ υποχρεώνεται να αναδιοργανωθεί. Αρχές του '81 η ρυθμική βάση (οι με jazz/fusion υπόβαθρο Gary Smith και Dennis Keith Johnson) θέλουν να ακολουθήσουν άλλη πορεία και αντικαθίστανται από τους Stephan Ellis (μπάσο) και Eric Droubay (ντραμς). Στο μεταξύ, ο Jim Peterik υπογράφει και την επόμενη επιτυχία των .38 Special ("Hold On Loosely", US#27, Μάϊος '81) και δίνει άλλο ένα κομμάτι στον Don Felder ("Heavy Metal [Takin' A Ride]"), που μπαίνει στην - cult πλέον σήμερα - ταινία ενηλίκων κινουμένων σχεδίων ("Heavy Metal"), φθάνοντας στο #43. To συγκρότημα, και μόνο επειδή φέρνει χρήμα στη δισκογραφική του εταιρία, αξίζει περισσότερη προσοχή στη δεύτερη προσπάθεια.
Η οποία έρχεται τον Οκτώβριο του '81 με τον τίτλο "Premonition", σε συμπαραγωγή του Peterik (με τον Artie Ripp).
Ξεχωρίζει μακράν το "Poor Man's Son", με το κοφτό ριφ κιθάρας - πιάνου (στη συνταγή του "Jane" των Starship και του "Hold The Line" των Toto) και το αφοπλιστικό βιμπράτο του Bickler ("I'm a poor mans son- Workin' all night long - Got a bad guitar And a simple song - You're a rich man's daughter - Look at what you've done - You went and fell in love - With a poor man's son").
Παρ΄ότι τα υπόλοιπα επτά κομμάτια του άλμπουμ δεν έχουν κάτι ξεχωριστό, το "Poor Man's Son" σπάει για πρώτη φορά το τοπ-40 (US#33, 12.12.1981) και τους βάζει στο χάρτη. Και ενώ το δεύτερο single, το νοσταλγικό "Summer Nights" πασχίζει να διατηρήσει το ενδιαφέρον (US#62, 27.3.82), ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής των Survivor, Tony Scotti, κάπου στο Hollywood, βάζει το "Poor Man's Son" στον 36χρονο ηθοποιό / σκηνοθέτη ονόματι Sylvester Stallone που ψάχνει να μπει στη δεκαετία του '80 με την τρίτη ταινία ενός δικού του franchising που του έχει ήδη αποφέρει δόξα και Όσκαρ. Θα είναι το  "Rocky III", η υπεράσπιση των κεκτημένων από το πάλαι ποτέ άσημο μποξέρ από τη Φιολαδέλφεια. Το στόρυ πρέπει να δείχνει μοντέρνο και η μουσική είναι μια βασική ανησυχία του "Sly".
Επειδή δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του "
Another One Bites The Dust" των Queen, ζητάει από τον Scotti αν «το συγκρότημά του» θα μπορούσε να γράψει για την ταινία ένα «σύγχρονο» κομμάτι με δυνατό ρυθμό, σαν το "Poor Man's Son". Στο γκρουπ δίνεται μια κόπια της αμοντάριστης ακόμη ταινίας, όπου ο Apollo Creed ντοπάρει ψυχικά τον Rocky λέγοντάς του διαρκώς ότι πρέπει να ξαναβρεί τη «ματιά του τίγρη».
Το αποτέλεσμα έμελλε να είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ροκ κομμάτια όλων των εποχών, το "
Eye Of The Tiger".
Στις 24 Ιουλίου του '82 εκτοξεύεται στην κορυφή του Billboard, όπου παραμένει για έξι συνεχόμενες εβδομάδες. Δύο εκατομμύρια 45άρια πουλιούνται στις Η.Π.Α. μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και 800.000 ακόμη μέχρι το τέλος της χρονιάς στην Αγγλία.
Ένα ακαταμάχητο τραγούδι, με εσωτερική ένταση και τέτοια οικονομία στη δομή που δεν τολμάς να του αλλάξεις ούτε μουσικό μέτρο στην ερμηνεία ή την εκτέλεση. Ξεκινώντας από την ταινία, την οποία στην ουσία ανέδειξε στις πιο εμπορικές της χρονιάς παγκοσμίως, έγινε σχεδόν αμέσως το συνώνυμο του άκρατου ατομικισμού, «ιδανικού» που το
Hollywood αφειδώς διοχέτευε σε όλη την οικουμένη τη δεκαετία του '80.
Ένα
macho κομμάτι, για μια εποχή με ξεκάθαρους ρόλους που είχε όμως τέτοια μουσική και στιχουργική δύναμη, ώστε μέσα στα χρόνια έγινε δικαιωματικά το ζωντανό σάουντρακ για τον μαχητή κάθε συγκυρίας.


Το βίντεο κλιπ του κάνει μόδα τον μπερέ, τα πέτσινα παντελόνια (Bickler), τα γυαλιά - πατομπούκαλα (Peterik), τις δερμάτινες άσπρες γραββάτες (Stephan Ellis), ενώ το περπάτημα της μπάντας ώμο με ώμο σα συμμορία κάτω από τα φώτα της πόλης (για να καταλήξει να παίζει το κομμάτι με μια αποθήκη) ορίζει για τα επόμενα χρόνια τo attitude άπειρων συγκροτημάτων από την Αλάσκα μέχρι τη Γη του Πυρός.


Το σάουντρακ της ταινίας φθάνει στο #15 του καταλόγου των άλμπουμ στην Αμερική. Συγχρόνως, το τρίτο άλμπουμ του γκρουπ, με τίτλο, πως αλλιώς, "Eye Of The Tiger", μένει στο #2 για τέσσερις εβδομάδες (πίσω απ΄το "Mirage" των Fleetwood Mac) και είναι με διαφορά το καλύτερό τους μέχρι τότε. Mε κατασταλαγμένα, κιθαριστικά κομμάτια ("Feels Like Love", "Children Of The Night") που μοστράρουν άφοβα τα ραδιοφωνικά τους hooks ("American Heartbeat", US#17, 20.11.82, "The One That Really Matters", US#74, 12.2.83). Στα 25α Grammy (Φεβρουάριος '83) παίρνουν προδιαγεγραμμένα το βραβείο της καλύτερης ροκ ερμηνείας με το "Eye Of The Tiger" (στην ίδια τελετή το "IV" των Toto παίρνει έξι βραβεία, για να έχουμε εικόνα των μεγεθών της εποχής). Οι Foreigner και οι Journey έχουν ξαφνικά κι άλλον αντίπαλο.
Το επόμενο βήμα είναι αναμενόμενα δύσκολο. Δεν γίνεται να ξαναγραφτεί ένα δεύτερο "magnum opus" σε λιγώτερο από ένα χρόνο. Τον Οκτώβριο του '83, το "Caught In The Game" είναι σχεδόν ισάξιο ως άλμπουμ με τον προκάτοχό του (το κοφτό ραδιοφωνικό ροκ του "Jackie Don't Go", οι μπαλάντες "I Never Stopped Loving You" και "Santa Ana Winds" και το στακάτο "Slander" είναι από τα καλύτερα του γκρουπ) αλλά η απουσία ενός κομματιού με το ειδικό βάρος του "Eye Of The Tiger" είναι αισθητή, καθώς το ομώνυμο σινγκλ μένει χαμηλά (US#77, 5.11.83). Σαν να μην είναι αρκετή αυτή η αποτυχία, ξαφνικά ο Bickler εμφανίζει πολύποδα στις φωνητικές χορδές. Απαιτείται επέμβαση και περίοδος ανάρρωσης που θα χρειαστεί να ξεπεράσει τον έναν χρόνο. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το συγκρότημα, αλλά οι φήμες ότι είναι δυσαρεστημένος γιατί δεν παίρνει όσα πιστεύει ότι αξίζει, ως η πολυπλατινιένια φωνή - βιτρίνα του γκρουπ, δεν διαψεύδονται.
Θα είναι το τέλος για το συγκρότημα, πάνω στο ζενίθ του; Τέτοια χρυσοφόρος μηχανή τραγουδιών δεν θα μείνει ανυποστήρικτη από την Scotti Brothers. Αρχίζουν οι οντισιόν και στο προσκήνιο εμφανίζεται ένας άγνωστος. Ο Jimi Jamison (23.8.1951) απ΄το Memphis, με θητεία στα τέλη των '70s σε κάτι νευρώδεις ακολούθους του σκληρού blues των Bad Company που λέγονταν Target και αργότερα στους πιο «μεταλλικούς» Cobra (όλες οι ηχογραφήσεις και των δύο για χρόνια «σπάνιες» και πανάκριβες να τις βρεις).
Ο νέος τραγουδιστής είναι ένα φυσικό ταλέντο, στον καιρό του για να αναδειχθεί. Παρά τις αντιρρήσεις του για τον «ποπ» χαρακτήρα του συγκροτήματος, η μοναδική άνεσή του με τις δυσθεώρητα ψηλές νότες εντυπωσιάζει τους
Sullivan και Peterik.
Είναι ένας προσγειωμένος νότιος με όρεξη για δουλειά και ένα μονάκριβο φωνητικό εργαλείο. «Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να τραγουδήσει ο,τιδήποτε του γράψω, όσο ψηλά κι αν πρέπει να πάει. Στην
oντισιόν του δώσαμε να παίξει κάποια κομμάτια που η φωνή έφτανε αρκετά ψηλά και εκείνος έλεγε "ελάτε, μη μου κάνετε χάρες, δώστε μου μια πραγματική ευκαιρία"», θυμάται αργότερα ο Peterik.
H αρχή γίνεται με το "Moment Of Truth" (US#63, 7.7.84), το κομμάτι μιας ακόμη ταινίας που καθόρισε εφηβικά υπερεγώ στα '80s, του "Karate Kid" (σκηνοθεσία John Avildsen, Oscarούχου με το "Rocky" το '76). Και ακολουθεί, τον Σεπτέμβριο του '84, ένα τεράστιο άλμπουμ. Το "Vital Signs". Η αναρρίχησή του στα charts θα είναι αργή αλλά επιβλητική (US#16, 13.7.85) και στο άκουσμά του αναγνωρίζει κανείς ακόμη και σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα A.O.R. άλμπουμ όλων των εποχών. Κομμένο και ραμμένο μαεστρικά για να παίζεται από το ραδιόφωνο, περιέχει 9 (σχεδόν) ισάξια κομμάτια, προσεγμένα μέχρι κεραίας ν΄ακούγονται καθαρά απ΄οποιοδήποτε κονσερβοκούτι με κεραία ανά τη γη (διαπεραστικά πρίμα σε κιθάρα και πλήκτρα και πάνω τους μια μοναδική φωνή που υπογραμμίζει τις μελωδίες), ενώ μόνο τα τέσσερα απ΄αυτά έχουν σόλο κιθάρα. Ένας δίσκος φτιαγμένος για επιτυχία, αλλά από τραγουδοποιούς, όχι από επαγγελματίες συνθέτες και χωρίς την ευκολία της διασκευής, που τότε ήταν επιβεβλημένη πατέντα.
Η τριπλέτα "
I Can't Hold Back" (US#13, 8.12.84), "High On You" (US#8, 23.3.85) και "The Search Is Over" (US#4, 13.7.04) ορίζει τα ραδιοκύματα της εποχής, ενώ τα "Popular Girl", "Broken Promises", "Everlasting" φέρουν ροκ πιστοποιητικά πρώτης γραμμής. Το δε "It's The Singer, Not The Song" είναι το άλμπουμ τρακ που θα αψηφήσει το χρόνο, με στίχο που γίνεται ένα με τον Jimi Jamison από τότε.

 
To συγκρότημα είναι πλέον συνώνυμο του αμερικάνικου A.O.R., με τους κινηματογραφικούς συνειρμούς να γίνονται πιο έντονοι από τη σύζευξη της μουσικής τους και με το επόμενο, τέταρτο μέρος του "Rocky".
Σημαδεύοντας το απόγειο της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας του Ρηγκανισμού, το "Burning Heart" (US#2, 1.2.86 και UK#5, 1.3.85) φτάνει μια ανάσα απ΄το να γίνει ένα δεύτερο "Eye Of The Tiger". Και ίσως γινόταν, αν τη χρονιά του Τσέρνομπιλ και του Μαραντόνα ο πλανήτης δεν ήταν υπερκορεσμένος από ραδιοφωνικές φόρμουλες. «Ήταν μεγάλο λάθος που δεν βάλαμε το "Burning Heart" στον επόμενο δίσκο μας, θα πουλούσε ένα εκατομμύριο παραπάνω άνετα» θα πει αργότερα ο Peterik.

 
Πράγματι, χωρίς να πιάσει το momentum του "Rocky IV", το "When Seconds Count" (US#49) κυκλοφορεί στα τέλη του '86, μετά από μήνες επεξεργασίας, προκειμένου να παραχθεί ένα δεύτερο "Vital Signs". Ο ήχος του ενσωματώνει την τεχνολογία αιχμής της εποχής, οι ροκ γωνίες είναι πιο λίγες από κάθε άλλη φορά και ο Jamison (που αυτή τη φορά συμμετέχει και συνθετικά σε τέσσερα κομμάτια) δίνει μια ακόμη δέσμη πειστικών ερμηνειών. Το "Is This Love" (US#9, 17.1.87) και το "Man Against The World" (US#86, 23.5.87) δεν φτάνουν να ανεβάσουν το γκρουπ πάνω απ΄τον τρομακτικό ανταγωνισμό της εποχής (η περίοδος '86-'87 είναι η μεγαλύτερη υπερπαραγωγή από FM hits που εναλλάσσονται με ασύλλητο ρυθμό στα τσαρτς και των δύο πλευρών του Ατλαντικού) και οι πωλήσεις σταματούν μόλις στο μισό εκατομμύριο.
Τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, το οποίο φαίνεται να αδικείται από τη σειρά του ίδιου του
track listing, είναι τα album tracks "Rebel Son", "Oceans" και "Back Street Love Affair", όλα χωμένα στη μέση και πίσω κάθε μιας από τις δύο πλευρές του δίσκου. Μετά από μια επιτυχημένη τουρνέ στην Ιαπωνία το συγκρότημα σιγεί.

 


Την επόμενη χρονιά, η ρυθμική βάση των Droubay και Ellis, χωρίς τυμπανοκρουσίες, απολύεται. Session μουσικοί χρησιμοποιούνται για τις ηχογραφήσεις ενός άλμπουμ - επιστροφή, που θα ονομαστεί "Too Hot To Sleep".
O Sullivan έχει πάρει αυτή τη φορά τα ηνία, συμπαράγοντας με τον Frank Fillipetti ένα σκληρό, πιο hard rock, ήχο από κάθε άλλη φορά. Όμως είναι πλέον τέλος του '88 και το επιμελώς ξεσκισμένο sleaze των Guns N' Roses έχει επιβάλει το δικό του νόμο. Στην εποχή του hair metal οι Survivor ακούγονται βεβιασμένοι και μια σκάλα πιο «ελαφρείς» μπροστά στο αφελές αλλά φαζαριστό hip των Winger, Warrant, White Lion (χωρίς καν να βάλουμε στην εξίσωση την αναμέτρηση με τις περμανάντ όλων αυτών).
To άλμπουμ είναι και πάλι A.O.R. κλάσης (το ομώνυμο, το "Desperate Dreams", το "Tell Me I'm The One") αλλά φανερά, πλέον, εκτός εποχής. Το πρώτο single "Didn't Know It Was Love" φθάνει μετά βίας στο #61 (Nοέμβριος '88) και μετά την αξιοπρεπή μπαλάντα "Across The Miles" (US#74, 11.2.89), οι Sullivan και Peterik αποφασίζουν να κάνουν ένα διάλειμμα απροσδιόριστης διάρκειας. H μπαλάντα "Ever Since The World Began" (από το '82), αυτή τη φορά με φωνή του Jamison, ακούγεται στην ταινία "Lock Up" του Stallone (τέλη '89), χωρίς να συγκινήσει. Οι καλές μέρες έχουν περάσει.

Τα
nineties δεν υπήρξαν ευγενή με κανέναν σαραντάρη της γενιάς των Survivor. Το '93 Jamison συνυπογράφει το θέμα της τηλεοπτικής σειράς "Baywatch" ("I' m Always Here", όπου κάνει θραύση η breathtaking σιλικόνη της Πάμελα Άντερσον). και ανοίγει, έτσι, μια δεύτερη καρριέρα.

Επιλέγοντας όμως να περιοδεύει με back-up διάφορους session μουσικούς ως "Survivor" ή άλλοτε ως "Jimi Jamison's Survivor", βάζει το γκρουπ σε έναν ατέρμονο νομικό μαραθώνιο αντεγκλήσεων.
Ο
Sullivan (παραδόξως μόνον αυτός) αντιδρά και διεκδικεί την πατρότητα του ονόματος. Ο Bickler ξαναμπαίνει στο προσκήνιο, καθώς βρίσκεται με τους Sullivan και Peterik, ηχογραφούν δύο καινούρια κομμάτια και αρκετά demo, αλλά δεν κυκλοφορούν σχεδόν τίποτε (τα δύο μέτρια «καινούρια» κομμάτια βρίσκονται σ΄ένα best του '93). Διαφωνίες στα λεφτά, πρόβλημα στο να εξασφαλίσουν δισκογραφικό συμβόλαιο, συζητήσεις επί συζητήσεων για επανέκδοση του καταλόγου τους και για σχεδιαζόμενες περιοδείες, ακόμη και για επανένωση γίνονται και ναυαγούν. Έτσι περνά σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του '90.
Ο
Peterik εγκαταλείπει το σκάφος το '96 και ασχολείται τους επανασυνδεδεμένους Ides Of March, αφήνοντας τον Sullivan να δοκιμάζει σε περιοδείες διάφορους μουσικούς, με τον Bickler πάντοτε πίσω απ΄το μικρόφωνο.
Mέχρι και οι Drοubay και Ellis επιστρέφουν για δύο - τρία χρόνια, χωρίς να ηχογραφηθεί όμως τίποτε καινούριο. Τελικά, το 1999 ο Sullivan κερδίζει τη δικαστική μάχη για το όνομα των Survivor. Ειρωνεία της τύχης, καθώς την επόμενη χρονιά, αποφασίζει να τα «ξαναβρεί» με τον Jamison (!), διώχνοντας αυτή τη φορά τον Bickler.
Όταν τελικά ο Sullivan, με τον Jamison στα φωνητικά, τον Droubay στα ντραμς και τους Chris Grove στα πλήκτρα και Barry Dunaway στο μπάσο κυκλοφορούν μετά από 18 χρόνια ένα άλμπουμ ως Survivor, οι προσδοκίες είναι υψηλές, αλλά τα αποτελέσματα επιεικώς χλιαρά. Το "Reach" (2006), παρά την hi-tech παραγωγή, αποτελείται από τετριμμένο A.O.R. χωρίς εξάρσεις, υλικό που ακούγεται κουρασμένο και ανέμπνευστο.
Όλα τα πρώην και νυν μέλη ακολούθησαν μέσα στα χρόνια διάφορα projects, ενώ η «Ματιά του Τίγρη» συνέχισε να τους ταίζει πλουσιοπάροχα. Το 2004, το συγκρότημα εμφανίζεται σε ένα χαρακτηριστικό διαφημιστικό για τον espresso της αλυσίδας Starbucks, παίζοντας μια διασκευή του "Eye Of the Tiger" και κερδίζοντας μια υποψηφιότητα για βραβείο Emmy. O Bickler γνωρίζει επιτυχία με μια σειρά διαφημιστικών σποτ για τηλεόραση και ραδιόφωνο για την "Bud Light". Ο -γνωστός από τη θητεία του με τον Michael Schenker- Robin McAuley αναλαμβάνει το μικρόφωνο για πέντε χρόνια (2006-2011). Στις 3.4.2007, το γκρουπ παίζει για εκατομμυριοστή φορά το κομμάτι - τοτέμ στην εκπομπή "Dancing With The Stars" στις Η.Π.Α., ενώ το χρησιμοποιεί και η συντηρητική Sarah Palin στην προεκλογική της εκστρατεία το 2008.
Ο Jamison, που ακολουθεί solo καρριέρα με εκλεκτικές αλλά αραιές κυκλοφορίες επιστρέφει το 2011. Ώσπου, στα μέσα του 2013, τα αστέρια ευθυγραμμίζονται. Ανακοινώνεται επισήμως ότι οι Survivor (με Sullivan και Droubay από το «παλιό» σχήμα), υποδέχονται με ανοικτές αγκάλες και τους δύο τραγουδιστές τους, σε μια σειρά περιοδειών όπου «επί τέλους θα μπορούμε να παίξουμε για τους οπαδούς μας όλες τις επιτυχίες μας».    
Οι περιοδείες γίνονται δεκτές ως ευλογία από τα εκατομμύρια των αμερικανών οπαδών, καθώς οδηγούμενοι από τον ακούραστο Sullivan, οι Bickler και Jamison βρίσκονται σε τοπ φόρμα παρ΄ότι και οι δύο έχουν καβατζάρει τα 60.
Ώσπου, στις 31 Αυγούστου 2014, η Big Heaven's Band καλεί απροσδόκητα τον Jamison. Είχε δώσει ένα δυνατό live στη Βόρεια Καλοφόρνια και ήταν αισιόδοξος. Και ξαφνικά, η καρδιά του σταμάτησε.
Κανείς δεν ξέρει πλέον αν θα συνεχίσουν, ή αν θα ηχογραφήσουν, με τον Bickler, ή κάποιον άλλον. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι πραγματικοί επιζώντες είναι τα τραγούδια τους. Πέρα από φόρμες, μόδες, είδη και στυλ, "When it's coming from the heart, all the people sing along".

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Survivor (1979)
Premonition (1981)
Eye of the Tiger (1982)
Caught in the Game (1983)
Vital Signs (1984)
Live in Tokyo
(1985)
When Seconds Count (1986)
Too Hot to Sleep (1988)
Reach (2006)

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Scorpions: "Tokyo Tapes"


Οι τελευταίες μέρες του κιθαρίστα Uli Jon Roth στους
SCORPIONS σημαδεύτηκαν από τις live εμφανίσεις στην Ιαπωνία και όπως ο ίδιος έχει δηλώσει εκείνη την χρονική περίοδο το συγκρότημα μαζί με αυτόν είχε φτάσει στο αποκορύφωμα του.



 Τον Απρίλιο του 1978 η μπάντα στα πλαίσια της περιοδεία τους για την προώθηση του άλμπουμ “Taken By Force” στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου ηχογράφησαν το πρώτο επίσημο live album που φέρει τον τίτλο “Tokyo Tapes” στο Nakano Sun Plaza.
Ένα μνημειώδες live άλμπουμ που περιέχει κορυφαίες στιγμές των Γερμανών hard rockers από την δεκαετία του ’70 οι οποίοι έκλειναν το πιο ποιοτικό τους κεφάλαιο.
Οι πιστοί και πιο παλιοί οπαδοί του συγκροτήματος θεωρούν την συγκεκριμένη περίοδο ως την καλύτερη τους και δεν έχουν κι άδικο αφού τραγούδια όπως τα “We ‘ll Burn the Sky”, “Pictured Life”, “In Trance”, “Fly to The Rainbow”, “Speedy’s Coming”, “He’s a Woman, She’s a Man” παραμένουν μοναδικά και πάντα κλασσικά
Αλλά στο “Tokyo Tapes” υπάρχουν και μερικές εκπλήξεις που ακόμα και σήμερα δείχνουν το ξεχωριστό πρόσωπο του γκρουπ για εκείνη τη περίοδο. Χαρακτηριστικά σημειώνουμε τη δυναμική διασκευή στο rock ‘n roll medley “Hound Dog” με το “Long Tall Sally”, την ανατριχιαστική εκτέλεση στο γιαπωνέζικο παραδοσιακό “Kojo No Tsuki” με τον κόσμο να τραγουδά μαζί τους καθώς και το ακυκλοφόρητο τότε “All Night Long”(βγήκε το 1979 λίγο αργότερα σαν σινγκλ).
Να επισημάνουμε ότι οι γερμανοί είχαν παίξει κι άλλο ένα παραδοσιακό γιαπωνεζίκο κομμάτι το "Kimi ga yo", το οποίο δεν συμπεριλίφθηκε στην επίσημη κυκλοφορία του  "Tokyo Tapes" (το ίδιο συνέβη και με τα δικά τους τραγούδια "Hell-Cat", "Catch Your Train").
Επίσης σε τρία κομμάτια τραγουδά, ο U.J.Roth όπου με την ψυχεδελική φωνή του, αρχικά σε απωθεί λόγω της σύγκρισης με τον K. Meine αλλά στη συνέχεια καταλαβαίνεις την γνησιότητα και το πάθος της ερμηνείας του.
Φυσικά δεν μιλάμε για τα κιθαριστικά όργια που κάνει ακολουθώντας τα μονοπάτια του μέντορα του J.Ηendrix συνδυασμένο με τoν space ήχο που ήταν από τους πρώτους που καθιέρωσε.
Η απόδοση των υπολοίπων γκρουπ είναι εξαιρετική με τον νεοφερμένο τότε Herman Rarebell να κάνει ένα πολύ καλό σόλο στα τύμπανα αλλά και τον Rudolf Schenker με τον μπασίστα Francis Buchholz να δίνουν τη δική τους προσωπικότητα στους SCORPIONS ενώ για τα τέλεια και απολαυστικά φωνητικά τον Klaus Meine τα λόγια είναι περιττά.

TRΑCK LISTING:

1) All Night Long
2) Pictured Life
3) Backstage Queen
4) Polar Nights
5) In Trance
6) We ‘ll Burn The Sky
7) Suspender Love
8) In The Search of The Peace of Mind
9) Fly To The Rainbow
10) He’s a Woman, She’s a Man
11) Speedy’s Coming
12) Top of The Bill
13) Hound Dog
14)  Long Tall Sally
15)  Steamrock Fever
16)  Dark Lady
17)  Kojo No Tsuki
18)  Robot Man

ΜΕΛΗ
 

Klaus Meine(φωνητικά)
Rudolf Schenker (κιθάρα)
Uli Jon Roth (κιθάρα, φωνητικά)
Francis Buchholz (μπάσο)
Herman Rarebell (ντραμς)

Φώτης Μελέτης

Socrates Drank the Conium: Ο ελληνικός ροκ μύθος που ξετρέλλανε το σύμπαν...

Οι αλλιώς…Socrates αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ροκ μουσικής και βέβαια το γεγονός ότι είναι έλληνες και έκαναν μία σπουδαία πορεία τα έτη που κυρίως, βρετανικά και αμερικανικά σχήματα προωθούσαν οι παντοδύναμες για εκείνη την εποχή δισκογραφικές εταιρίες, τους κάνει ακόμη πιο σημαντικούς.
Το αρχικό τους όνομα ήταν Persons και το ξεκίνημα έγινε το 1969 ενώ έπειτα έκαναν εμφανίσεις σε κλαμπ της Αθήνας, και κυρίως στο "Κύτταρο".
Το πλούσιο ρεπερτόριο τους συμπεριελάμβανε αρκετά κομμάτια διασκευές από καλλιτέχνες όπως ο Jimi Hendrix, Cream, Frank Zappa, Rolling Stones, Αnimals κ.α. ενώ ένα φεγγάρι συμμετείχε και ο κιθαρίστας Johnny Lampizzi.
Το 1970 κυκλοφορούν το πρώτο τους σινγκλ με τίτλο "Κλείσ' τα μάτια σου και άκου" και είναι η μοναδική φορά που χρησιμοποιούν ελληνικό στίχο και την επόμενη χρονιά συμμετέχουν στη συλλογή "Ζωντανοί στο Κύτταρο" με το ορχηστρικό rock-blues κομμάτι "Ηλεκτρικός Σωκράτης" και με τις συνεχόμενες επιτυχημένες συναυλίες που δίνουν έχουν δημιουργήσει τεράστιο θόρυβο για το όνομα τους με πιο χαρακτηριστική τη συναυλία που έδωσαν στο γήπεδο του Σπόρτινγκ, τα Χριστούγεννα του 1970.

Το 1972 ηχογραφούν τον παρθενικό τους δίσκο με τίτλο το όνομα τους (Socrates Drank The Conium), η παραγωγή είναι κακή λόγω των λίγων ωρών που είχαν στη διάθεσή τους και μαζί με το Γ. Σπάθα και Α. Τουρκογιώργη είναι και ο ντράμερ Ηλίας Μπουκουβάλας.
Ξεχωρίζουν τα τραγούδια "Live the country" και το θρυλικό "Starvation" στην αρχική του μορφή ενώ το ψυχεδελικό εξώφυλλο έχει μείνει κλασσικό και ο ήχος τους θυμίζει εκτός από J. Hendrix, τους Fleetwood Mac, Cream και Free.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν το δεύτερο δίσκο τους, με τίτλο "Taste of Conium" όπου ξεχωρίζουν οι διασκευές στο "Satisfaction" των Rolling Stones και το "See See Rider" των Animals αλλά και το καταπληκτικό "Waiting for the sun".
Η περιπέτεια των Socrates “μεταφέρεται” στην Ολλανδία παίζοντας σε διάφορα clubs και παρότι αρχίζουν να κάνουν αίσθηση με τις δυνατές εμφανίσεις τους αναγκάζονται να φύγουν γιατί δεν έχουν άδεια εργασίας (μέχρι και φυλακή έφαγαν) αλλά και γιατί τους καλούσε το μόνιμο πρόβλημα των ελληνικών συγκροτημάτων… που ήταν ο στρατός.
Το 1973 κυκλοφορούν τον εξαιρετικό άλμπουμ "On the Wings με παραγωγό τον Κώστα Φασόλα  και νέο ντράμερ τον Γ. Τρανταλίδη, όπου γίνεται σαφής ο προσανατολισμός του γκρουπ σε πιο hard rock και progressive μονοπάτια ενώ χρησιμοποιούν και δεύτερο κιθαρίστα, τον Gus Doukakis (Kώστα Δουκάκη).
Ο συγκεκριμένος δίσκος κάνει διάσημους τους SOCRATES και στην Αμερική(!!!) όπου παίζεται μετά μανίας στους κολεγιακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς ενώ γίνονται διθυραμβικές κριτικές και από διάφορα αμερικάνικα μουσικά έντυπα (περιοδικό Billboard).
Τα επόμενα δύο χρόνια γίνονται φοβερά πράματα για το συγκρότημα, το οποίο μετακομίζει στο Λονδίνο με αποκορύφωμα την συνεργασία με τον σπουδαίο συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου που τους παίρνει μαζί του για να ανοίγουν τις συναυλίες του σε όλη την Ευρώπη ενώ ηχογραφούν την ίδια περίοδο το ιστορικό album "PHOS", όπου έχει αναλάβει και την παραγωγή.
Ο δίσκος γνωρίζει την αποθέωση από κριτικούς και κοινό για την ποικιλία και την υπέροχη έμπνευση των συνθέσεων ενώ η παραγωγή για τα δεδομένα της εποχής είναι σε υψηλά επίπεδα.



Το ηχόχρωμα του Βαγγέλη Παπαθανασίου στα πλήκτρα είναι μοναδικό και τραγούδια σαν τα "Killer" (φοβερή, η απόδοση από τον ντράμερ Γιώργο Τρανταλίδη), "Queen of the Universe" και φυσικά του τρομερό "Starvation" οδήγησαν το γκρουπ στην κορυφή της διεθνής ροκ σκηνής.
Το κομμάτι όμως που έκανε τους SOCRATES διαχρονικούς ήταν το ανατριχιαστικό “Mountains” που κατάφεραν και πάντρεψαν άψογα την ηπειρώτικη παραδοσιακή μουσική με το τεχνο-ροκ ύφος. Το μοναδικό παίξιμο του Σπάθα στην κιθάρα σ’ αυτό το άλμπουμ (αλλά και στους προηγούμενους) είχε μαγέψει και τους πιο δύσκολους ακροατές αφού όλη η διεθνής ροκ κοινότητα μίλαγε για το νέο αστέρι της εξάχορδης θεάς.
Το "PHOS" έχει πουλήσει συνολικά πάνω από 300 χιλιάδες αντίτυπα (!!!) ενώ στην Αμερική κυκλοφόρησε με άλλο εξώφυλλο.
Μετά από πολλές αλλαγές στα μέλη του γκρουπ το 1980 κυκλοφορούν το αξιόλογο "Waiting for Something" και τα τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι τα "Lady" και "Mr wc". Στο δίσκο συμμετέχουν ο Γιώργος Ζηκογιάννης στο μπάσο, ο Νίκος Αντύπας στα τύμπανα και ο Παύλος Αλεξίου στα πλήκτρα.
Το 1981 ηχογραφούν το αδικημένο "Breaking Through" και το τραγούδια που ξεχώρισαν ήταν τα "Master of Disaster", "Born Again", "Don't You Like" ενώ η μπάντα αποτελείται εκείνη την περίοδο από τους Αντώνη Τουρκογιώργη (Φωνή & Μπάσο), Γιάννη Σπάθα ( Κιθάρα) και Νίκο Αντύπα (ντραμς).
Παράλληλα το γκρουπ παίρνει την απόφαση να δοκιμάσει ξανά την τύχη του στο εξωτερικό και για αυτό τον λόγο μετακομίζει στην Αγγλία και κάνουν μία σειρά εμφανίσεων στο γνωστό rock club "Dingwalls", στο οποίο έχουν παίξει εξαιρετικοί καλλιτέχνες όπως οι: Who, Eric Clapton και Jimi Page.
Το 1983 τελικά δέχονται ένα παγκόσμιο συμβόλαιο από την Virgin, αξίας 15.000 στερλινών και ξεκινούν τις ηχογραφήσεις.
Για εμπορικούς λόγους αλλάζουν το όνομα τους σε PLAZA και το 1983 κυκλοφορούν τον ομώνυμο δίσκο όπου συνεργάζονται με τον στιχουργό του Elton John, ονόματι Gary Osborne και το παραγωγό Vic Coppersmith-Heaven (Τhe Jam, Peter Gabriel, Joe Cocker).
Ο ήχος του γκρουπ είναι πλέον λιγότερο ροκ και πιο εύπεπτος κάτι που φαίνεται έντονα στα τραγούδια "Babe I'm Leaving",  "Living in a Hot Town" και στο θαυμάσιο “Stray Dogs” ενώ η περιοδεία που ακολούθησε με τους UFO ήταν άκρως επιτυχημένη (με αποκορύφωμα την εμφάνιση στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου στις 14 & 15 Απριλίου 1983) και μουσικοί σαν τον Lemmy (Motorhead), Gary Moore, Jeff Beck, Elton John που παρακολούθησαν την συγκεκριμένη συναυλία  ενθουσιάστηκαν και απέδωσαν δημόσια τα εύσημα τους στο ταλέντο και το άψογο παίξιμο των Socrates.
Η δυναμική live και δισκογραφική τους παρουσία έχει εντυπωσιάσει αρκετά τα μεγαλοστελέχη δισκογραφικών εταιριών με συνέπεια να έρθει και η προτάση για συμβόλαιο, με πιο σημαντική εκείνη της Warner, που τους πρόσφερε  αξίας 50.000 στερλινών, και μόνιμη εγκατάσταση στην Αμερική.
Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, ο Αντώνης Τουρκογιώργης με τίτλο “Το Συγκρότημα” (εκδόσεις Ιανός, ο μελωδός) η πρόταση απορρίφθηκε για δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον διότι είχαν όλοι πολλές και σημαντικές οικογενειακές υποχρεώσεις μιας και ηλικιακά ήταν όλοι τότε άνω των τριάντα και δεύτερον διότι όταν συνομίλησαν με μέλη των Icehouse που εκείνη την περίοδο η συγκεκριμένη μπάντα ήταν νο1 στην Αγγλία, τους αποκάλυψε ότι τα λεφτά ήταν πολύ λίγα και παρά την επιτυχία που είχαν, έμεναν σε υπόγεια,  η δισκογραφική τους εταιρεία, τους είχε δώσει μόνο προκαταβολές και για να ξεχρεώσουν  έπρεπε να κυκλοφορήσουν άλλους τρεις δίσκους!
Συνέπεια όλων αυτών ήταν η άρνηση των Socrates στην πρόταση της Warner και το συγκρότημα δεν άντεξε τα νέα δεδομένα και το 1986 αποφάσισαν να διαλυθούν, να επιστρέψουν στην πατρίδα και οι μουσικοί να ακολουθήσουν τους δικούς τους μουσικούς δρόμους.

Το 1999 επανασυνδέονται με μια υπέροχη συναυλία στο Λυκαβηττό και την κυκλοφορούν σε album με τον τίτλο "Live in Concert 1999" και περιέχει εκτός από τις μεγάλες επιτυχίες των SOCRATES, τρία ακυκλοφόρητα τραγούδια και αρκετές διασκευές κυρίως του Jimi Hendrix που αποδεικνύεται και η αγαπημένη επιρροή της μπάντας. Μετά από κάποιες εμφανίσεις έγιναν σημαντικές αλλαγές των μελών και το συγκρότημα πήρε σταθερή μορφή από το 2002 μέχρι και το 2010 με τούς: Γιάννη Σπάθα και Αντώνη Τουρκογιώργη να αποτελούν το βασικό κορμό και το  συγκρότημα στο διάστημα αυτό έκανε μεγάλες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα ενώ άνοιξαν και την συναυλία των Toto στην χώρα μας το 2006.
Το 2010, ο Γιάννης Σπάθας, ο Αντώνης Τουρκογιώργης και ο ντράμερ Μάκης Γιούλης μπαίνουν στο στούντιο όπου συνθέτουν τα τραγούδια για μια νέα πολυαναμενόμενη δισκογραφική δουλειά (μετά από το "Plaza") όμως κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας του Αντώνη Τουρκογιώργη διακόπτει ξαφνικά την πορεία της μπάντας με συνέπεια τα όποια δισκογραφικά σχέδια να μπουν στο πάγο…
Τελευταία νέα για τους λατρεμένους Socrates Drank the Conium δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιες αραιές εμφανίσεις του Γ. Σπάθα.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι η όμορφη και συναρπαστική περιπέτεια του πιο σημαντικού συγκροτήματος που γέννησε ετούτη η χώρα, μας έχει γοητεύσει μιας και σε πολύ δύσκολες “ροκ” συνθήκες για ένα ελληνικό σχήμα, το ιστορικό γκρουπ πέτυχε να ξετρελάνει όλο τον κόσμο και να κυκλοφορήσει εξαιρετικούς δίσκους και αξεπέραστα τραγούδια.
Και όπως λέει και ένα υπέροχο τραγούδι τους… Every dream comes to an end”…

Δισκογραφία
    (Appears on) Live at Kyttaro - 1971
    Socrates Drank the Conium - 1972
    Taste of Conium - 1972
    On The Wings - 1973
    Phos - 1976
    Waiting for Something - 1980
    Breaking Through - 1981
    Plaza - 1983
    Live in Concert - 1999
    The Original Singles - Compilation released 2005

Επιμέλεια: Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...