Αν το 2014, το Endless River των Pink
Floyd, ήταν εξ’ ολοκλήρου
ορχηστρικό με εξαίρεση το “Louder Than Words”,
ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με το νέο άλμπουμ του κιθαρίστα τους,
Dave Gilmour. Μέσα στις δέκα του συνθέσεις οι οχτώ περιέχουν στίχους και
οι δύο από αυτές είναι απλά μουσική. Ο κιθαρίστας φαινόμενο, είτε που θα απέχει από την μουσική για πολύ καιρό είτε που θα παίρνει φόρα και θα τα βγάζει όλα μαζεμένα. Θυμηθείτε τι είχε γίνει μετά το “On An Island” που κυκλοφόρησε πόσα live cd/dvd’s μαζεμένα.
Σειρά έχει μετά το περσινό “Endless River” από την κανονική του μπάντα, η προσωπική του δουλειά “Rattle That Lock”.
Ας ξεκινήσουμε από τα ωραία και δυστυχώς τα καλύτερα στο άλμπουμ, σύμφωνα με την γνώμη μου, στέκονται στο εξώφυλλο. Όπου σε μια αλάνα ενός χωραφιού δίπλα σε βουνό και λίμνη (ή ποτάμι μήπως;), είναι ένα μικρό κλουβάκι, όπου με ανοιχτή την πόρτα του, τα πουλιά που βρίσκονται μέσα ελευθερώνονται ένα ένα, μετά την αιχμαλωσία τους. Πραγματικά πολύ όμορφο σαν εικόνα, ταιριαστό με τον τίτλο του δίσκου και μεταφορικό από πολλές έννοιες.
Αφήνουμε τώρα το εξώφυλλο για να πιάσουμε την ουσία του πράγματος.
Μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω άσχημη κριτική για ένα μέλος των θρυλικών Pink Floyd, όπως και για το ίδιο το σχήμα, μιας και είναι μία από τις τρείς - τέσσερις αγαπημένες μου μπάντες. Όμως όταν πρόκειται για μουσική και για κάτι το οποίο θα βγει στη δημοσιότητα και ο άλλος θα ξοδέψει χρήματα και ουσία σε αυτό, η συνείδησή μου, λέει ότι πρέπει να είμαι ειλικρινής και να μην γίνομαι πιόνι των δισκογραφικών εταιριών.
Όσο και αν με ενοχλεί αυτό (να θάψω δηλαδή κάτι που αγαπάω), οφείλω τουλάχιστον να πω την δική μου αλήθεια πρώτα στον εαυτό μου και μετά στους αναγνώστες. Στη τελική o Dave, δεν έχει και ανάγκη τα χρήματα. Ότι πούλησε την βίλα του στη Ρόδο, το Endless River χτύπησε πρωτιά παγκόσμιος, οπότε όλα καλά του πάνε. Έτσι δεν είναι;
Λοιπόν το άλμπουμ δεν είναι καθόλου καλό για τις δυνατότητές του.
Είναι σίγουρα αρκετά καλύτερο από το προηγούμενο (On An Island) και πολύ απελευθερωμένο από την σκιά των Floyd. Ίσως να ένιωσε επιτέλους την ελευθερία που ήθελε, κλείνοντας οριστικά (;) το προηγούμενο κεφάλαιο.
Έχει ορισμένες καλές συνθέσεις, αλλά στο σύνολό του, στέκεται οριακά στο μέτριο και αυτό δεν είναι καθόλου καλό γιατί όλοι γνωρίζουμε τις δυνατότητές του.
Η φωνή του εξακολουθεί να είναι αγέραστη η μουσική του όμως όχι το ίδιο.
Η έμπνευση δείχνει πως έχει στερέψει και αυτό είναι και αποτέλεσμα όταν απουσιάζουν από δίπλα του ονόματα όπως ο Richard Wright και ο Roger Waters ακόμα και ο Nick Mason (λόγο ότι έγραφε πολύ λιγότερο συγκριτικά). Γενικά όταν αυτοί βρίσκονται μαζί, κάνουν παπάδες, αλλά χώρια είναι πιο διαφορετικά τα πράγματα.
Συνθετικά , τα τραγούδια είναι ωραία, αλλά όχι για Gilmour και φυσικά όχι για Floyd. Κινούνται κατά μέσο όρο στα τεσσεράμισι λεπτά, χωρίς τις progressive πινελιές που έχουμε συνηθίσει. Έχει ξεφύγει κατά πολύ από αυτές και αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το είδος του άλμπουμ αυτό θα ήταν το pop/rock/ alternative με jazz και πολλές άλλες επιρροές. Θα μου πείτε ότι η jazz βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό όπως και το στυλ που παίζει, δεν θα διαφωνήσω, όμως jazz δεν σημαίνει progressive.
Το άλμπουμ αποτελεί ένα ταξίδι και μια προσωπική αφήγηση στη ζωή, στα έργα και σε όλα έχει κάνει, φτάνοντας στο σήμερα και στο μέρος όπου γυρνάει κανείς «στην φωλιά του», συνταξιοδοτείται και ζεσταίνει τα κόκαλά του δίπλα στη φωτιά.
Οι μουσικοί που απαρτίζουν την μπάντα του Dave Gilmour (φωνητικά, κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο, SNCF sample) είναι ο γαμπρός του Guy Pratt (μπάσο στα 2, 9), ο γιός του Gabriel Gilmour (πιάνο στο 6), ο Richard Wright (voice sample στο 4), Andy Newmark ( τύμπανα στα 5, 6, 10), Steve DiStanislao (τύμπανα στα 2, 3, 5, 7, 9, percussion στα 2, 3, 7, backing vocals στο 2), Danny Cummings (percussion στα 3, 4, 5, 7, 10), Phil Manzanera (Hammond organ στα 2, 3, keyboard elements στα2, 3, 6 και ακουστική κιθάρα στα 3, 9),Damon Iddins (ακορντεόν στο 3), David Crosby & Graham Nash (backing vocals στο 4), Jools Holland (πιάνο στο 8), Rado Klose (κιθάρα στο 8), Chris Laurence (double bass στο 8), Mica Paris & Louise Marshall (backing vocals στα 2, 9), Zbigniew Preisner (ενορχήστρωση στα 1, 3, 5, 6, 9, 10), Michaël Boumendil (original SNCF jingle στο 2), The Liberty Choir (backing vocals στο 2) και Michael Gallucci στίχους.
Το εναρκτήριο “5 A.m.” είναι μια άμεση παραπομπή στον προσωπικό δίσκο του πρώην bandmate του, Roger Waters “The Pros and Cons of Hitch Hiking” και οι μελωδίες του εδώ είναι βασισμένες στο pop/ rock ενώ είναι instrumental. Είναι σαν λέει την ιστορία του, σαν ήταν οι Pink Floyd των τελευταίων ημερών και από μια οπτική γωνία σαν tribute στον Ricky που στον περσινό δίσκο ήταν πρωταγωνιστής. Ακολουθεί το “Rattle That Lock” το οποίο αποτέλεσε και το πρώτο single και video στο ραδιόφωνο και στα media.
Είναι ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι, και το έγραψε μαζί με την γυναίκα του, Polly Samson. Διαλογίζεται ρίχνοντας μια ματιά σε μια ζωή γεμάτη με τις συνήθεις μετοχές αγάπης, ελπίδας, πόνου και χαράς. Χορευτικό σαν κομμάτι και εναλλακτικό. Το γνωρίζετε ήδη όμως αυτό, οπότε παραπάνω σχόλια είναι περιττά.
Γνώριμη μουσική και jazzy με στοιχεία από Nightwish, χαρακτηρίζεται το “Faces Of Stone” και το πιο πιθανό είναι να αναφέρεται στην ιστορία του “The Wall” στην live εκδοχή με το εξώφυλλο να έχει τέσσερα πέτρινα πρόσωπα αντιπροσωπεύοντας τις φιγούρες των Floyd. Διαφορετικό πολύ από αυτά που ξέρουμε, ακολουθώντας την πεπατημένη στις συντεταγμένες της αρμονίας.
Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει από τον δίσκο κομμάτι με τον Ricky, και αυτό είναι το τέταρτο στον δίσκο “A Boat Lies Waiting” και είναι και εδώ οι άλλες φωνές που ακούγονται, πέρα από αυτή του Dave, είναι δικές του. Θα μπορούσε να βρίσκεται και στο “Endless River”.
Η ‘Α πλευρά κλείνει με το “Dancing Right In Front Of Me” να είναι περισσότερο ένα vintage Gilmour κομμάτι με jazz επιρροές και όχι κάτι το ιδιαίτερο.
Επομένως εδώ, πάμε στην δεύτερη πλευρά του βινυλίου, με το “In Any Tongue”, να ξεκινά με ένα σιγανό σφύριγμα ενώ η μουσική του φαίνεται χιλιοακουσμένη. Απέχει πολύ από το να είναι ένα κομμάτι συναυλιακού περιεχομένου, παρ’ όλο το συναίσθημα που έχει.
Χαρακτηρίζεται κυρίως σε blues ήχο, με οπλοστάσιο τον θρήνο και κλιματικό κρεσέντο. Το “Beauty” είναι και αυτό instrumental και επίσης είναι πολύ γνώριμο σαν ήχος αλλά το θεωρώ το πιο αδύνατο σημείο του “Rattle That Lock”.
Επίσης πολύ διαφορετικό σε σημείο που ξαφνιάζει, είναι η καθαρόαιμη τζαζιά του “The Girl In The Yellow Dress” το οποίο επίσης θα μπορούσε να είναι αδερφάκι του “Slow Love, Slow” των Nightwish. Του πάει το jazz του Dave, αλλά φίλε μου, αν ήθελες να κάνεις κάτι τέτοιο, κάνε το σε όλο το άλμπουμ χωρίς να μπερδεύεις πολλά είδη μαζί και κυρίως τους οπαδούς σου. Παραδόξως όμως, είναι και η πιο ωραία σύνθεση του δίσκου.
Τη σκυτάλη παίρνει το “Today” το οποίο έρχεται προτελευταίο στην αφήγηση του ενώ χαρακτηρίζεται με ένα πιο funky ρυθμό. Το άλμπουμ κλείνει με το “And Then”, ένα ιδιότροπο instrumental κομμάτι, χωρίς κάτι να το κάνει να ξεχωρίζει καθώς και εδώ, τα ηχητικά του είναι πολύ γνώριμα στα αφτιά μας, όπως και η σύνδεση των βαθμίδων που επέλεξε είναι κλασικότοπες.
Εν κατακλείδι, το “Rattle That Lock” στέκεται κάπου στο μέτριο, ξεπερνώντας κατά πολύ τον προηγούμενο δίσκο “On An Island” και είναι άλμπουμ που θα διχάσει κόσμο και απόψεις. Στην δικιά μου περίπτωση, δεν είναι κακός δίσκος, αλλά ούτε και αυτός που θα βάλω να ακούσω ξανά και ξανά.
Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με κάποια από τις δουλείες στους Floyd, αλλά οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες εφόσον μιλάμε για τον κιθαρίστα τους. Η κιθάρα του εξακολουθεί να κλαίει στο παίξιμό του και να είναι μελαγχολική, όμως αυτή τη φορά φαίνεται κάπως κουρασμένη και χωρίς να έχει πολλά και σπουδαία πράγματα να πει. Εξάλλου μας τα έχει πει ήδη τόσες και τόσες φόρες που δεν νομίζω να έχει κανείς παράπονο.
Στις συναυλίες του μέχρι ώρας, έχει επιλέξει να παίζει τα εφτά από τα δέκα κομμάτια του δίσκου, τίποτα από το “Endless River” και αυτό δείχνει την θέλησή του να υποστηρίξει τον δίσκο. Θα μπορούσε βέβαια να έπαιζε το “Louder Than Words” στη θέση κάποιου άλλου και να απουσίαζαν κομμάτια από το “Rattle That Lock” καθώς οι αντιδράσεις του συναυλιακού κοινού είναι επίσης ανάμικτες και μπορεί να την πατήσει όπως οι Maiden με το τρισάθλιο “The Final Frontier”.
Ας ελπίσουμε όμως πως αν γίνει κάτι τέτοιο, να επιστρέψει με έναν δίσκο που θα αγαπήσει ο κόσμος και θα αξίζει τα λεφτά του, όπως στο παραπάνω παράδειγμα που ανέφερα.
Τα μουσικά γούστα όμως είναι καθαρά υποκειμενικά και εξαρτώνται πάντα από τι ηχεί καλά στα αφτιά του ακροατή. Για να ξεκαθαρίσω όμως λιγάκι το τοπίο και την θέση μου, το άλμπουμ σφύζει από ποιότητα και αν δεν έφερνε το λογότυπο “Dave Gilmour” και συνεπώς “Pink Floyd”, θα μιλάγαμε για μια αρκετά καλή δουλειά. Επειδή όμως τα γεγονότα έχουν έτσι, κάνουν την διαφορά. Αν βγάλετε λοιπόν, το σκεπτικό αυτό, τις όποιες παρωπίδες και «ανοίξετε το μυαλό σας» τότε θα το ακούσετε αλλιώς.
Στη τελική όλη η μουσική έχει πλέον παιχτεί. Το θέμα είναι ποιος θα καταφέρει να την μαγειρέψει έτσι ώστε να ακούγεται αλλιώς.
01. 5 A.M.
02. Rattle That Lock
03. Faces Of Stone
04. A Boat Lies Waiting
05. Dancing Right In Front Of Me
06. In Any Tongue
07. Beauty
08. The Girl In The Yellow Dress
09. Today
10. And Then...
Γιώργος Βαλιμίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.