Έχοντας παρατηρήσει πολλές φορές σε
κομμάτια της βασικής του μπάντας, τους
Accept αναφορές, γέφυρες ή έστω
κάποια περάσματα από κλασσική μουσική, εύκολα καταλαβαίνει κανείς την
αγάπη του για την πιανιστική μουσική. Άλλωστε το είχε επιχειρήσει ξανά το 1997, με την πρώτη του solo προσπάθεια, κυκλοφορόντας έναν δίσκο γεμάτο με διασκευές σε γνωστούς συνθέτες, το “Classical”.
Φυσικά αναφέρομαι στον Wolf Hoffmann, ο οποίος είναι γνωστός για την λατρεία του σε τέτοιου είδους κομμάτια.
Στο παρελθόν, έχουν γίνει αντίστοιχες προσπάθειες και από άλλους καλλιτέχνες της rock – metal μουσικής, είτε με ολόκληρα άλμπουμ είτε με μεμονωμένες διασκευές σε κομμάτια είτε αποσπάσματα από συνθέσεις. Αν κάνεις κανείς μια πρόχειρη έρευνα, θα ανακαλύψει πολλούς και διάφορους. Ο Uli Jon Roth, οι Savatage και οι Trans-Siberian Orchestra, οι Nightwish αλλά και ο Wolf Hoffmann (με τους Accept και σαν solo) είναι μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα τον χώρο.
Δεκαεννέα χρόνια μετά, επιχειρεί το ίδιο πράγμα που έκανε και τότε, προσφέροντάς μας για δεύτερη φορά μια συλλογή διασκευών χτισμένο πάνω σε συνθέτες της κλασσικής εποχής, της μπαρόκ περιόδου και της ρομαντικής . Ο τίτλος του είναι “Headbangers Symphony”. Ένα άλμπουμ που σου αφήνει μοναχά δύο επιλογές: είτε το κάνεις τρελά κέφι και σου αρέσει είτε σου περνάει αδιάφορο. Δύσκολη επιλογή για έναν οπαδό.
Κάνοντας κλασσικές μουσικές σπουδές τα τελευταία χρόνια και έχοντας πρόσφατα ολοκληρώσει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο των θεωρητικών τους μαθημάτων, παράλληλα με το κάθε κομμάτι, θα αναφέρω πολύ συνοπτικά δυο λόγια για το κάθε κομμάτι και τον αυθεντικό συνθέτη του διότι πλέον γνωρίζω πολύ καλά ότι ολόκληρη η μουσική είναι χτισμένη πάνω σε αυτούς και άλλους πολλούς από όλες τις εποχές της (μεσαίωνας , αναγέννηση, μπαρόκ, κλασσική, ρομαντική, σύγχρονη).
Παρά όλη την γκρίνια μου για την βαρύτητα, την δυσκολία αλλά και την κούραση του να περάσεις μέσα από μια διδακτική ύλη μαθημάτων όπως είναι η μορφολογία της μουσικής και η ιστορία της μουσικής, όταν τελικά ολοκληρώσεις το κεφάλαιο και καθαρίσει το μυαλό σου από όλα αυτά τα διαβάσματα αυτό που σου μένει στο τέλος είναι η γνώση και η εκτίμηση των πραγμάτων στη μουσική, καλύτερα από ποτέ.
Ας μην πλατειάσουμε όμως με αυτό άλλο, δεν είμαι εγώ το θέμα μας και ας πάμε να δούμε τι είναι αυτό που μας προσφέρει μέσα από αυτή του τη δουλειά ο Hoffmann.
Οι μουσικοί που επιστράτευσε για τις ανάγκες του άλμπουμ, είναι ο παλιός του συνοδοιπόρος στους Accept, Peter Baltes (Bass), ο Cristpher Williams (Drums), ο Melo Mafali (Orchestrations) αλλά και ό ίδιος ο Wolf (Guitar, Keyboards, Bass).
Η ατμόσφαιρα που επικρατεί και η παραγωγή του, κατατάσσουν το παρόν έργο σε αυτές τις εποχές, αποφεύγοντας την πολύ γυαλάδα και στοιχεία που θα το έκανα να ξεφεύγει από το ύφος.
Το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο, είναι το “Scherzo”.το κομμάτι αφορά την “9η Συμφωνία” του Beethoven, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για τις επιρροές του σε όλους τους μετέπειτα συνθέτες και ανήκει στην Κλασσική και Ρομαντική εποχή, μιας και συνέπεσε με την μετάβαση από την μία εποχή στην άλλη και είναι γνωστός για τις συμφωνίες του. Εδώ ο Wolf Hoffmann, χρησιμοποιεί το βασικό riff του “Teutonic Terror” από τον δίσκο “Blood Of The Nations” (Accept). Την σκυτάλη παίρνει το “Night On Bald Mountain” , η μουσική του ανήκει στον Modest Mussorgsky και στην ομώνυμη συμφωνία του. Ανήκει στην ρομαντική περίοδο, Ρώσος και ήταν σε ένα γκρουπ γνωστό ως «Οι Πέντε».
Η μουσική του περιείχε πολλά στοιχεία ιστορίας και folklore (αλλά και άλλων εθνοτήτων) της πατρίδας του.
Ακολουθεί το “Jes Crois Enterndre Encore” του George Bizet, γάλλος συνθέτης, ρομαντικός και αυτός. Εδώ ο Hoffman, παντρεύει την μουσική του Bizet με στοιχεία από τη metal και από τη μπλουζ, αλλά νομίζω ότι η μελωδία του μιλάει από μόνη της.
Αφήνουμε για λίγο τη ρομαντική εποχή και πάμε στην Baroque και στον Vivaldi. Το έργο που διάλεξε να διασκευάσει εδώ είναι το “Double Cello Concerto In G Minor”, στο οποίο προσθέτοντας τα riffs της ηλεκτρικής του έδωσε ένα πιο metal ύφος. Ο Antonio Vivaldi, είναι γνωστός συνθέτης αυτής της εποχής, βιρτουόζος βιολιστής, δάσκαλος και κληρικός. Το πιο γνωστό του έργο είναι μια σειρά από κοντσέρτα για βιολί γνωστή και ως οι «Τέσσερις Εποχές».
Συνεχίζουμε το μουσικό μας ταξίδι στην ίδια εποχή και πάμε σε μια σύνθεση του Albinoni, το “Adagio In G Minor”. Εδώ ο Wolf, το έκανε σκέτο “Adagio” το επέκτεινε και το έκανε να ηχεί ελαφρώς διαφορετικά, ωστόσο εκφράζοντας το σκεπτικό του, παρέμεινες πιστός ακολουθώντας τη φόρμα της αυθεντικής σύνθεσης με το κύριο θέμα της. Ο Albinoni, Ιταλικής καταγωγής, γνωστός στην εποχή του σαν συνθέτης όπερας , για τον ορχηστρικό του πλούτο και για τα κοντσέρτα του.
Το “Symphony No. 40” που παίζει μετά, ανήκει στην ομώνυμη σύνθεση του Johannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart (Wolfgang Amadeus Mozart), ο οποίος ανήκει στην κλασσική περίοδο της μουσικής, με περιγραφικότητα και επιρροές στις συνθέσεις των μεταγενέστερών του. Εδώ το βασικό του θέμα στην πρώτη φωνή, περνάει όλο από την ηλεκτρική αλλάζοντας οκτάβες με heavy riffs ενώ τα υπόλοιπα μουσικά όργανα συνοδεύουν αρμονικά με συγχορδίες και παραλλαγές τους ακολουθώντας το στυλ της σύνθεσης της ομοφωνίας.
Πάμε πάλι στη ρομαντική περίοδο και συγκεκριμένα προς τα τέλη της και στον Pyotr Ilyich Tchaikovsky. Η επιλογή του εδώ αφορά το έργο “Η Λίμνη Των Κύκνων” (Swan Lake), το οποίο είναι μπαλέτο. Ακούγεται εντελώς διαφορετικό από άλλες εκδοχές που του έχουν δώσει άλλοι καλλιτέχνες της ροκ. Το έκανε λίγο πιο Sabbathικό με στοιχεία Maiden. Ο Tchaikovsky, τιμήθηκε το 1984 από τον Αυτοκράτορα Alexander III και πολλά από τα έργα του έμειναν στο κλασικό ρεπερτόριο της περιόδου του.
Το “Madame Butterfly”, είναι το όγδοο κατά σειρά που επιλέγει να διασκευάσει. Εδώ μας δίνει μια διαφορετική υπογραφή με την κιθάρα του η οποία αναλαμβάνει χρέη φωνής. Το έργο αυτό είναι μια όπερα και ήταν γραμμένο για γυναικεία φωνή. Ανήκει στα έργα του Giacomo Puccini, ο οποίος θεωρήθηκε σαν τον μεγαλύτερο συνθέτη όπερας της Ιταλίας μετά τον Verdi. Πέρασε στα έργα του το ρεαλιστικό στυλ λ βερισμού και έγινε ένας από τους καθοδηγητές εκθέσεων της φόρμας αυτής. Επιστρέφουμε και πάλι σε έργο του Beethoven, δεύτερο στο άλμπουμ. Αυτή την φορά, καταπιάνεται με την «Παθητική». Το "Pathétique", ήταν ένα καθαρά πιανιστικό έργο, το οποίο στα ωδεία δίνεται στην τάξη της ανωτέρας και όλα τα θέματα του περνάνε από την ηλεκτρική και τα συμφωνικά πλήκτρα, κάνοντας το ένα βαρύγδουπο κομμάτι μπολιασμένο με riffs. Το συγκεκριμένο κομμάτι, λόγο τα βαρύτητας που έχει στην κλασσική οργανική μουσική, θα μπορούσε να θεωρηθεί ιεροσυλία, αλλά προς τιμή του, δε ξέφυγε καθόλου από τα μοτίβα του και απλά το έκανε μετάβαση όπως ήταν, αλλά με συνοδεία μουσικών οργάνων, ακλουθώντας το στυλ της πολυφωνίας, όπου τα θέματα του περνάνε από όλα τα μουσικά όργανα. Συνέχει με το “Meditaion” το οποίο είναι μπαλάντα και η μοναδική «μπαλάντα» του δίσκου, παρμένο από την ομώνυμη όπερα του γάλλου Jules Masseget και στο οποίο δεν διακρίνονται και μεγάλες αλλαγές. Ο Massenet, σαν ρομαντικός, ήταν γνωστός για τις όπερές του, όπου έγραψε συνολικά τριάντα. Οι δύο πιο γνωστές του είναι το “Manon” (1884) και “Werther” (1892). Έγραψε επίσης ορατόρια, μπαλέτα, ορχηστρικά έργα, πιανιστικά κομμάτια, σκηνική μουσική, τραγούδια και διάφορα άλλα πολλά.
Και κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος του άλμπουμ, το οποίο ολοκληρώνεται με μια μπαρόκ σύνθεση. Αυτή είναι το “Air On The G String”, το οποίο προέρχεται από το ομότιτλο έργο του Johann Sebastian Bach – ο οποίος δεν γινόταν να λείπει από κάτι τέτοιο - ή όπως είναι και πιο γνωστό σαν έργο στους πιανίστες “Orchestral Suite No.3 In D Minor”. Στους φοιτητές – σπουδαστές της κλασσικής μουσικής, είναι και γνωστός σαν Αχ-Μπαχ αλλά τι να πρωτοπεί κανείς για τον Bach; Θα σταθούμε σε ελάχιστα και πολύ βασικά σημεία, όπως στο ότι έφερε την απόλυτη αρμονία και πολυφωνία, ότι θεωρείται πατέρας της αντίστιξης. Ολοκλήρωσε και τελειοποίησε όλες τις φόρμες και επεξεργάστηκε έργα άλλων συνθετών κάνοντας τα ακόμα πιο αξιόλογα και φυσικά μας έδωσε το κλειδί για να ανοίξουμε τις πόρτες του ναού της σύγχρονης μουσικής με λίγα λόγια. Το πιο γνωστό του έργο, το “Toccata & Fugue In D Minor”, όπως και ότι μας άφησε την τέχνη της φούγκας, βασιζόμενη σε ένα μόνο θέμα με 17 φούγκες, το οποίο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Εδώ ο Hoffmann, χωρίς να έχει κάνει σπουδαίες αλλαγές, περνάει το κύριο θεματικό του στην ηλεκτρική και το αφήνει να ξετυλιχθεί ακολουθώντας πιστά την αυθεντική εκτέλεση, αλλά συνοδευόμενο με ορχήστρα.
Εν κατακλείδι, η δουλειά αυτή, στο σύνολο της μου άρεσε, αλλά επίσης μου αρέσει και η κλασσική μουσική αλλά και η ροκ και μέταλ (και τα παρακλάδια τους), όπως και τα έργα που διάλεξε να διασκευάσει. Για εμένα το πάντρεμα αυτών των δύο ειδών, είναι μια ωραία συγκεχυμένη αρμονία με πλούσια μελωδικότητα που καταφέρνει να συνδυάζει δύο διαφορετικά είδη τόσο πολύ ταιριαστά μεταξύ τους. Επίσης το είδος της μουσικής που ακούμε, προέρχονται όλα από την οργανική - πιανιστική μουσική η οποί αφορά όλα τα είδη από τον μεσαίωνα έως την σύγχρονη.
Σε προσωπικό επίπεδο το βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσα δουλειά και διαφορετική από ότι συνηθίζουμε να ακούμε. Κάτι τέτοιο, συνήθως χρειάζεται πολλές ακροάσεις και καλό θα ήταν να γνωρίζει κανείς και τα αυθεντικά έργα για να έχει μέτρο σύγκρισης αλλά ώστε να μπορεί να διακρίνει τη διαφορά, τη διαφορετικότητα και τις όποιες αλλαγές που μπορεί να προκύπτουν. Αν φυσικά σας αρέσουν τα παραπάνω είδη αλλά και η μίξη των δύο τους, τότε σίγουρα θα σας αρέσει και το προτείνω ανεπιφύλακτα. Αν όμως είστε σε αυτούς που δεν τους αρέσει αυτό το είδος ή το οτιδήποτε, τότε αυτή η δουλειά δεν απευθύνεται σε εσάς.
Είναι ιδιάζουσα περίπτωση και πάλι όμως, αφορά τα ακούσματα που έχει ο καθένας και τις επιρροές του, όπως και ο Wolf Hoffmann, μας παρουσιάζει εδώ τις δικές του. Αν και καλό θα ήταν να του δίνατε μια ευκαιρία όπως και να έχει. Σε γενικές γραμμές, είναι δίσκος που αφορά τα δύο άκρα love it or hate it.
Διαλέξτε πλευρά και θα έχετε κάνει αυτόματα και την επιλογή σας για αυτόν.
Γιώργος Βαλιμίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.