Είναι γεγονός ότι η υπόθεση "female-fronted power progressive metal"
στις μέρες μας θα μπορούσε να αποτελεί το κεντρικό θέμα για πολύωρες
αναλύσεις/ συζητήσεις μεταξύ φίλων του ιδιώματος, στις οποίες δύσκολα θα
μπορούσε κανείς να προσδιορίσει τα όρια μεταξύ αντικειμενικής αλήθειας
και υποκειμενικών αδυναμιών.
Με μια σχετική ανυπομονησία λοιπόν περίμενα το πρώτο full-length album των Βραζιλιάνων Vandroya, "Οne", κι αυτό γιατί η ηγετική φυσιογνωμία του σχήματος, είναι η ερμηνεύτρια Daisa Munhoz,
με την φωνή της οποίας πρωτοήρθα σε επαφή μέσω των album του super
project Soulspell του βραζιλιάνου drummer Heleno Vale, μιας λατινογενούς
μουσικής απάντησης στους Avantasia, στο οποίο η Dasia αποτελεί μέλος
και στο οποίο συμμετέχουν πολλοί φημισμένοι καλλιτέχνες όπως οι Jon
Oliva/ Zak Stevens (Savatage), Blaze Bayley (ex-Iron Maiden),Tim
"Ripper" Owens (ex-Judas Priest,ex-Iced Earth, Yngwie Malmsteen), Edu
Falaschi (Angra, Almah) και άλλοι.
Οι Vandroya δημιουργήθηκαν το 2001, ξεκινώντας
αρχικά ως μπάντα διασκευών που με τον καιρό, άρχισαν να δουλεύουν πάνω
σε δικό τους υλικό. To 2005 η μπάντα εμφανίζεται για πρώτη φορά στα
μουσικά δρώμενα, με το αυτοχρηματοδοτούμενο demo/ EP "Within Shadows",
τα δυο κομμάτια του οποίου υπάρχουν και στο "One", ένα album που ξεκίνησαν να ηχογραφούν στα τέλη του 2010. Η Daisa Munhoz, πλαισιωμένη από τους Marco Lambert/ Rodolfo Pagotto (Guitars), Giovanni Perlati (Bass) και Otavio Nunez (Drums) μας παρουσιαζει το "One", ένα δίσκο 10 τραγουδιών, διάρκειας 52 λεπτών.
Όπως θα περίμενε κανείς από μια βραζιλιάνικη power/ progressive metal
μπάντα, η επιρροή των Μεγάλων Angra είναι εμφανής και αυτό φαίνεται από
το ξεκίνημα της ακρόασης. Πρώτο track το ορχηστρικό synth-based "All Becomes One"
που άνετα μπορεί να εκληφθεί ως το intro track, μια κλασσικότροπη
σύνθεση στα πρότυπα του "Unfinished Allegro", εισαγωγικού θέματος τους
πρώτου LP των Angra "Angels Cry". Πολύ όμορφο ηχοτόπιο, με κυρίαρχα τα
πλήκτρα, καταφέρνει με μιας να σε βάλει στο κλίμα και στις ατμόσφαιρες
του album.
To intro "All Becomes One", ακολουθείται από ένα καθαρά power metal κομμάτι, το "The Last Free Land".
Γρήγορο, τεχνικό, προσδίδει με σαφήνεια την θέληση του σχήματος για
φρέσκο αέρα σε ένα ιδίωμα που δείχνει να αναμασά τελευταία, τις βασικές
αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε. Με μια πολύ μελωδική εισαγωγή,
ακολουθείται από εξαιρετικά riffs, που συνυπάρχουν με τη δυνατή φωνή της
Daisa και με ένα θαυμάσιο, επικό refrain. Πολύ καλό τραγούδι και
εξαιρετική η κλιμάκωση των φωνητικών κατά τον επίλογο του.
Στο "No Oblivion For Eternity”, τρίτο track του
album, εμφανίζεται η progressive πτυχή του σχήματος, με την ερμηνεία των
στίχων να δίνουν μια αίσθηση του τρόπου που δομούν τη μουσική τους οι
Symphony X (μπαντάρα), ενώ την ίδια στιγμή το ορχηστρικό θέμα είναι
up-tempo, δημιουργώντας μια ελκυστική ακουστική αντίθεση. Τεχνικότατο,
με όλα τα όργανα να εναρμονίζονται μέχρι τελευταίας νότας.
Στα ίδια progressive συνθετικά νερά κινείται και το 4ο τραγούδι του δίσκου, “Within Shadows”
που έρχεται από το ομότιτλο EP που κυκλοφόρησε η μπάντα. Ένα τραγούδι
με μεγάλη ποικιλία ρυθμών ανά μικρά χρονικά διαστήματα, συχνά με
μερικούς ευφάνταστους μελωδικούς αυτοσχεδιασμούς και άλλες φορές με
ήσυχα ακουστικά ιντερλούδια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα heavy riffs.
Πολύ θεατρικό refrain, mid-tempo, περιβάλλει με τον όγκο του τις speed
στιγμές της σύνθεσης. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, του πως η μπάντα
καταφέρνει να κάνει τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο, χωρίς η συνεκτικότητά
του να μπερδεύει αλλά να είναι αφομοιώσιμη.
Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το “Anthem (For The Sun)”,
5ο track του album, ως ένα πολύ progressive και πολύ heavy τραγούδι. Το
κεντρικό θέμα είναι πολύ καλό και πιασάρικο, αλλά όλη η υπόλοιπη
σύνθεση είναι απολύτως έντονη και πολύπλοκη, με εγγυημένη την
ευχαρίστηση οποιουδήποτε θέλει να ακούσει την πιο prog πλευρά του
σχήματος, από την στιγμή που κατά την πορεία του τραγουδιού εμφανίζονται
διάσπαρτα στοιχεία από την φιλοσοφία των πανταχού παρόντων Symphony X.
Χρειάζεται πολλαπλές ακροάσεις για να εμπεδωθεί πλήρως, πράγμα που είναι
τυπική κατάσταση σε τέτοιου στυλ δημιουργίες.
Σαν highlight των φωνητικών της Daisa, θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το “Why Should We Say Goodbye”, 6ο τραγούδι του "Οne"
και μοναδική μπαλάντα αυτού και το οποίο έρχεται επανεπεξεργασμένο
από το EP του 2005. Εντυπωσιακό το τραγούδι, θα σταθώ στον τρόπο που η
Daisa εναλλάσσει τα φωνητικά της, ξεκινώντας από την απόλυτη ηρεμία,
εξελίσσεται με λεπτότητα, πριν να απογειωθεί στο απαστράπτων τελικό
refrain. Μερικές φορές ,η αργή εξέλιξη ενός τραγουδιού, σε ανταμείβει με
περισσότερα αγαθά κι αυτό το τραγούδι είναι μια καλή τεκμηρίωση αυτής
της σκέψης.
Το επόμενο τραγούδι “Change The Tide” μου είναι
γνώριμο από το album των Soulspell "Hollow's Gathering" του 2012, μιας
και πρωτοεμφανίστηκε εκεί. Όποιος τον άκουσε τον δίσκο αυτόν,
καταλαβαίνει πως είναι το τραγούδι το οποίο επέτρεψε στην Daisa να
"κλέψει την παράσταση" στο album και η μόνη βασική διαφορά μεταξύ των
δυο version είναι τα ανδρικά φωνητικά. Στην version των Vandroya εμφανίζεται ο Leandro Cacoilo,
ενώ στην Soulspell version ακούγεται ο Μεγάλος Mike Vescera. Ουσιαστικά
δεν έχει σημασία γιατί και οι δυο τραγουδιστές ακούγονται σπουδαίοι και
το τραγούδι ήταν και είναι ένα φανταστικό, γρήγορο power metal τραγούδι
με καταπληκτικό refrain.
Το “Change The Tide” αποτελεί επίσης και το εναρκτήριο άκουσμα μιας ακολουθίας τριών τραγουδιών, μαζί με τα “When Heaven Decides To Call” και “This World Of Yours”,
8ο και 9ο track αντίστοιχα, τα οποία είναι επίσης γρήγορα, speedy
τραγούδια, πιο απλά και άμεσα power metal πονήματα, εξαιρετικά και τα
δυο και τελικώς από τα γρηγορότερα και συνάμα βαρύτερα του δίσκου.
Άψογες μελωδίες στις κιθάρες, φοβερές οι ιδέες του drummer στις
"συμπλοκές" με το μπάσο και με τα πλήκτρα να χρωματίζουν αθόρυβα αλλά
έξυπνα το σύνολο.
Το "One" κλείνει με το 7-λεπτο επικό “Solar Night”
και είναι ανάμεσα στα κορυφαία. Υπάρχει για άλλη μια φορά η essence των
Symphony X στις ηπιότερες στιγμές τους, αλλά ταυτόχρονα είναι το
τραγούδι με την μεγαλύτερη προοδευτικότητα και την μεγαλύτερη σύμπλευση
των επιρροών του σχήματος. Φοβερά επικό, θεατρικό, αποτελεί την opera
moment του album.
Συνολικά, οι Vandroya με το "One",
εντυπωσιάζουν. Δομούν έναν άρτιο power/ progressive δίσκο, καθώς
αναμειγνύουν τα στυλ με τέτοιο τρόπο που οι φίλοι αυτού του ήχου θα τον
βρουν τουλάχιστον ενδιαφέρον και που θα ακούσουν μια μεγάλη γκάμα
ιδεών, άλλοτε επιθετικών και άλλοτε ατμοσφαιρικών. Όμορφες εναλλαγές
ρυθμών, πολλές φορές μέσα στο ίδιο τραγούδι, αλλά χωρίς στιγμές που να
κουράζουν ή να σε κάνουν να βαριέσαι. Μου άρεσε η ισορροπία ανάμεσα στα
heavy riffs και στην πολυπλοκότητα της μουσικής όπως επίσης μου άρεσε η
μελωδική τους power πλευρά. Ένα από τα σπουδαιότερα που πέτυχε η μπάντα,
είναι ότι η ανάμειξη των επιρροών τους είναι αρμονικότατη, αφήνοντας
παράλληλα χώρο και για μικροεκπλήξεις που σε κάνουν να χαμογελάς.
Όσο για τα φωνητικά της Daisa Munhoz; Πανέμορφα,
δυνατά, άλλοτε "αντρίκια" άλλοτε σπαραξικάρδια, δίνουν το στίγμα του
πρωταγωνιστή, ηγετικά καθοδηγώντας τις συνθέσεις, καταφέρνουν και
τεκμηριώνουν το όραμα της μπάντας και γιατί όχι και της ίδιας της Dasia.
Από τα καλύτερα που έχω ακούσει την τελευταία διετία.
Στίχους έχω διαβάσει μόνο από τα δυο κομμάτια του ΕΡ και οι οποίοι
πραγματεύονται ιστορίες μάλλον νυκτερινές με απαραίτητες δόσεις έρωτα
και πάθους. Δεν θα τους χαρακτήριζα, άλλωστε οι στίχοι είναι πάντα
ανοιχτοί προς ερμηνεία, ανάλογα με τον ακροατή.
Να πω εδώ κάποιες πληροφορίες που αφορούν την δημιουργία του album. Η παραγωγή είναι έργο του κιθαρίστα της μπάντας Marco Lambert
με μηχανικό ήχου/mastering τον Heros Trench, κιθαρίστα των Korzus.
Πολυφωνική, "μεγάλη" παραγωγή, όχι τόσο "γυαλισμένη" όπως θα περίμενε
κανείς από μια progressive μπάντα, αλλά παρόλα αυτά κρυστάλλινη και
ογκώδης αναδεικνύει όλες τις λεπτομέρειες του ήχου της μπάντας. Οι
κιθάρες έχουν έναν θαυμάσιο heavy ήχο που παραπέμπει άμεσα σε power
metal μπάντες όπως Αngra, Sonata Arctica, Kamelot κα,το rythm section
εκδηλώνει χωρίς ντροπή την αγάπη του προς τους Symphony X ενώ τα πλήκτρα
υπάρχουν παντού, χωρίς να υποσκελίζουν τις κιθάρες εκτός βέβαια από τα
σημεία στα οποία πρωταγωνιστούν και είναι σημεία τα οποία αποτελούν
μέρος του γενικού concept. Το "Οne" κυκλοφορεί μέσω της Innerwound Rec. (Soulspell,Jorn,Danger Danger μεταξύ άλλων κυκλοφοριών) για την Ευρώπη και την Ν.Αμερική.
Vandroya λοιπόν και "One". Οι φίλοι
του power/progressive metal έχουν έναν παραπάνω λόγο να είναι
ευχαριστημένοι. Ειδικά δε, αυτοί που δηλώνουν οπαδοί προαναφερόμενων
σχημάτων όπως Kamelot, Symphony X, Angra και Sonata Arctica , πιθανόν να
τους λατρέψουν.
Ιορδάνης Κιουρτσίδης
Όσο καλά κι αν γνωρίζει κάποιος να χειρίζεται το λόγο και όση
μεταδοτικότητα κι αν κατέχει στις επικοινωνιακές του ικανότητες, είναι
εξαιρετικά δύσκολο να μεταφέρει με πιστότητα σε κάποιον δεύτερο το πως
ακούγεται έστω κι ένα riff μιας ηχογράφησης.
Θα θυμόσαστε οι περισσότεροι την κινηματογραφική σκηνή από την ταινία
“Οι δίδυμοι” όπου ο California Governator, ενώ έχει διαβάσει και
γνωρίζει και την παραμικρή λεπτομέρεια για την σύνθεση και την παραγωγή
μπύρας, πίνει για πρώτη φορά και καταλήγει στο συμπέρασμα πως τίποτα δεν
ήταν ικανό να τον προετοιμάσει για την πραγματικότητα.
Αυτό ήταν
πάντα και το κλασικό heavy metal, μια παγωμένη μπύρα που όσο πιο
διψασμένο σε βρίσκει τόσο πιο απολαυστικά κυλά στον οισοφάγο. Και όσο
προσεκτικά κι αν περιγράφεις σε κάποιον την μουσική τίποτα δε μπορεί να
συγκριθεί με την μαγική στιγμή που η βελόνα θα ξύσει την επιφάνεια του
βινυλίου. Και η μουσική των Sacred Steel (για να μπούμε και στο θέμα μας) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Με
μακρά θητεία σε Metal Blade και Massacre records, 8 albums και 3 EP στο
ενεργητικό τους και με αρκετούς πιστούς φίλους στο πλευρό τους
συνεχίζουν ακάθεκτοι. Στην καινούργια τους αυτή δουλειά έχουν
μετατοπιστεί αρκετά προς το thrash και ο Mutz τραγουδά
αρκετά πιο επιθετικά. Επικές κορώνες, ωμά παιγμένα riff στις κιθάρες
(από το δίδυμο των σχετικά προσφάτως αφιχθέντων κιθαριστών τους),
γρήγορες ταχύτητες και δυνατή προσεγμένη παραγωγή είναι τα πρόσθετα
κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής τους. Ένα κράμα τευτονικού και thrash
metal που άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως η καλύτερη από τις πρόσφατες
δισκογραφικές δουλειές τους.
Το album όμως είναι αρκετά μεγάλο σε
διάρκεια με συνέπεια να μην αποφεύγουν το σκόπελο της “κοιλιάς”.
Στιχουργικά ακολουθούν την πεπατημένη της τετριμμένης θεματολογίας του
είδους. Αναμφισβήτητα καλοπαιγμένο και πορωτικό heavy metal από την μια,
στερούμενο από την άλλη κάθε ίχνους νεωτερισμού ή πειραματισμού. Οι Sacred Steel
με αυτή την στροφή στο thrash κλείνουν το μάτι για ακόμη μια φορά
αποκλειστικά και μόνο στους φίλους του ρετρό ήχου που αρέσκονται να
ακούν και τις καινούργιες κυκλοφορίες να αναβιώνουν στο μέτρο του
δυνατού παλιές καλές εποχές .
Αν είστε φίλοι φανατικοί της
“μπύρας” και αντέχετε ένα ποτηράκι ακόμη, το bar των Γερμανών ανοίγει
στις 16 Φεβρουαρίου και μέσω της Cruz Del Sur κερνά τευτονικό ατσάλι στα
γνωστά δισκάδικα και διαδικτυακά λημέρια.
ΥΓ. Πως πήγαινε εκείνο το ρητό; Την πολύ τη μπύρα την βαριέται και ο παππάς; Που θα μου πάει, θα το θυμηθώ...
Γιάννης Φράγκος
Οι Tainted Nation δεν είναι ένα τυχαίο συγκρότημα…
Πρόκειται για τη σύμπραξη των Pete Newdeck (Eden's Curse), Ian Nash (Lionsheart), Pontus Egberg (The Poodles) και Mark Cross
(ex- Firewind), σε ένα group που, από το ντεμπούτο του κιόλας, αποτελεί
μια από τις καλύτερες προτάσεις στο χώρο του hard rock για φέτος.
Το album ξεκινάει με ένα αξιοζήλευτο κομμάτι μελωδικού rock (“Dare You”) και συνεχίζει με το αρκετά καλό “Loser”, για το οποίο έχει γυριστεί και video clip. Ακολουθεί το ανεβαστικό “You Still Hang Around” και το ρυθμικό “Nothing Like You Seem”,
και μέχρι στιγμής ομολογώ πως ακούω ακριβώς αυτό που περιμένω με βάση
τα ονόματα που απαρτίζουν τη μπάντα. Όντως καλές συνθέσεις που
δικαιολογούν την εμπειρία των μελών!
Το powerάδικα “Who’s Watching You” και “Your Only Friend” κινούνται επίσης σε καλά επίπεδα, παραμερίζοντας προσωρινά τα hard rock στοιχεία, με το “Hell Is a Lie” να αποτελεί το συνδετικό κρίκο με το “Don’t Forget Where You Came From”, το οποίο φλερτάρει με την πιο stadium rock πλευρά της μπάντας.
Ακούγοντας και το “Never Promised You Anything” (με τη συμμετοχή του Tod Poley
των Danger Danger), συνειδητοποίησα πως το album ακολουθεί μια σχετικά
αρμονική μουσική πορεία. Ξεκίνησε με στιγμές που φλερτάρουν έντονα με το
AOR, σιγά σιγά πήγαμε σε πιο hard rock μονοπάτια, τα οποία οδήγησαν σε
συνθέσεις πιο κοντά στο power, γυρνώντας ξανά πίσω στο hard rock και
ύστερα από το πολύ καλό (και super μελωδικό) “Haunted”, γνωρίζουμε την πιο heavy (μουσικά) πλευρά των Tainted Nation με τα “Don’t Tell Me” και “What Are You Waiting For”.
Και ύστερα από δώδεκα συνθέσεις, καταλαβαίνεις πως η πρώτη προσπάθεια του σχήματος έχει στεφτεί με απόλυτη επιτυχία! Τόσο απλά!
Η παραγωγή δια χειρός Dennis Ward, είναι απλά παραδειγματική, μιας και τονίζει το δυνατό παίξιμο του Mark Cross, συνδυάζοντάς το εξαιρετικά με τα riff του Ian Nash και τις μελωδικές φωνητικές γραμμές του Pete Newdeck. Εύγε.
Για την ακρίβεια, το “F.E.A.R.” είναι ο δίσκος που
έπρεπε να είχαν βγάλει οι Pink Cream 69 εδώ και χρόνια και ειδικά δε, με
το φετινό μετριότατο “Ceremonial”, οι Tainted Nation άνετα φλερτάρουν με την καρέκλα τους!
Στέφανος Στεφανόπουλος
Κάθε φορά που ένας νέος δίσκος Helloween φτάνει στα ράφια των δισκοπωλείων, γίνεται μεγάλος ντόρος και τα σχόλια, είτε θετικά- είτε αρνητικά, δίνουν και παίρνουν.
Άλλωστε εδώ και χρόνια, κάθε τι νέο από την εν λόγω μπάντα κρίνεται
με βάση το ένδοξο παρελθόν της, έχοντας από τη μια πλευρά εκείνους που
δέχονται μονάχα ορισμένα album από την Deris εποχή, και από την άλλη
αυτούς που θεωρούν την επιστροφή του Kiske επιβεβλημένη. Φυσικά υπάρχουν
και κάποιο στο ενδιάμεσο, ενώ, έστω ύστερα από τόσα χρόνια, κυκλοφορίες
όπως “Master of the Rings”, “Time of the Oath” και “The Dark Ride”
χαίρουν εκτίμησης και παραδοχής από λογής ακροατές.
Για το “Straight Out of Hell” έχω διαβάσει ήδη
διάφορες κριτικές (κυρίως αρνητικές), ενώ από φίλους, γνωστούς και
αγνώστους έχω ακούσει σχόλια που ποικίλουν… Προσωπικά επέλεξα για μια
ακόμη φορά να πάρω το χρόνο μου και να ακούσω το album αρκετές φορές
προτού βγάλω εύκολα συμπεράσματα.
Το “Nabatea” είχε φτάσει στα αυτιά μας καιρό τώρα και παρότι δε με εντυπωσιάζει, έχει όλα τα στοιχεία που περιμένω από τους Helloween
εν έτει 2013. Από εκεί και πέρα, το group κάνει σαφές πως ήθελε να
ηχογραφήσει έναν πιο “speedάτο” δίσκο, δίνοντας περισσότερη έμφαση στην
powerάδικη πλευρά του, παρά στην heavy (όπως είχε κάνει με το “7
Sinners”).
Ο στόχος επιτυγχάνεται, απλά στα δεκατρία κομμάτια (συν δύο στη
limited έκδοση) που συναντώνται, υπάρχουν αρκετά μελανά σημεία, τα οποία
“κλέβουν” τη λάμψη από τις όντως καλές στιγμές του δίσκου. Μιλάω για
συνθέσεις όπως “Live Now!”, “Asshole”, “Wanna Be God” και “Make Fire Catch the Fly”, που κατακεραυνώνουν τη συνολική εικόνα του “Straight Out of Hell”. Ιδιαίτερα το “Asshole” αποτελεί ίσως την πιο χαζή -στιχουργικά- σύνθεση της μπάντας και άξιο απορίας το πώς κατάφερε να μπει στο album!
Από την άλλη μου άρεσαν κομμάτια όπως τα “Far from the Stars”, “Burning Sun”, “Waiting For the Thunder”, “Straight Out of Hell” και “Years”, ενώ αδιάφορα μου φάνηκαν τα “World of War”, “Hold Me In Your Arms” και “Church Breaks Down”.
Για να καταλάβετε, το όλο εγχείρημα μοιάζει κάπως με το “Rabbit Don’t
Come Easy”, κάτι που σημαίνει πως από τη μία έχουμε μια χούφτα
αξιόλογων τραγουδιών και από την άλλη συνθέσεις που μοιάζουν είτε λες
και απορρίφθηκαν στο παρελθόν και δε είχαν χρησιμοποιηθεί μέχρι
πρότινος, είτε λες και γράφτηκαν σχετικά γρήγορα και “στο πόδι”.
Δε μπορώ βέβαια να αφήσω ασχολίαστο και το μετριότατο artwork, με ένα
εξώφυλλο το οποίο σε άλλες εποχές το πολύ να το χρησιμοποιούσαν σε
κάποιο single, αλλά ως εκεί!
Ύστερα τέλος πάντων από πολλαπλές ακροάσεις, κατέληξα στο ότι το “Straight Out of Hell”
δεν είναι κακός δίσκος… απλά είναι διεκπεραιωτικός! Δε δίνει δηλαδή
κάτι καινούριο στον ακροατή, ενώ παράλληλα θα ξεχαστεί σχετικά γρήγορα
από το μέσο fan, μιας και από ότι φαίνεται το ζητούμενο ήταν να βγει
κάτι στην αγορά προκειμένου να υπάρξει η ανάλογη περιοδεία.
Στέφανος Στεφανόπουλος
Είναι γεγονός πλέον, εδώ και μια δεκαετία, ότι η σκανδιναβική σκηνή
του melodic hard rock είναι κυρίαρχη και αρκετά νέα συγκροτήματα
ξεπηδούν συνέχεια με την ελπίδα να γίνουν οι νέοι HEAT, Work of Art ή
ακόμη και οι νέοι Bad Habit.
Βέβαια από ότι φαίνεται μετά από μία σειρά πολύ καλών και σημαντικών
κυκλοφοριών έρχεται και η ώρα του κορεσμού και της υπερεκτίμησης.
Η περίπτωση των Σουηδών DIAMOND DAWN ανήκει μάλλον
σε μία ενδιάμεση κατάσταση με τους Τοto και Asia να είναι ο βασικοί
παράγοντες επιρροής τους. Tο ελπιδοφόρο γκρουπ διαθέτει το κέφι, το
μεράκι και τον ενθουσιασμό που έχει συνήθως ένα νέο σχήμα με τον
παρθενικό του δίσκο όμως πρέπει να δουλέψει λίγο παραπάνω το θέμα
“ταυτότητας” και “προσωπικότητας” διότι θυμίζουν έντονα πολλά από τα
προαναφερόμενα ομόηχα σχήματα.
Οι μελωδίες και τα κομμάτια τους παραπέμπουν άμεσα στον λεγόμενο
“βόρειο aor” ήχο, ντυμένες με όμορφα φωνητικά, προσεγμένα και επιβλητικά
πλήκτρα, δουλεμένες ενορχηστρώσεις και κλασσικά κιθαριστικά riff και
solo. Ακούγοντάς τους συνεχώς διαπίστωσα ότι είναι αυτό που λέμε συνήθως
για πολλά συγκροτήματα… “καλοί είναι αλλά κάτι τους λείπει”.
Εδώ λοιπόν με το ντεμπούτο τους που τιτλοφορείται “Overdrive”
εκείνο που απουσιάζει δεν είναι η σκληρή προσπάθεια και η καλή δουλειά
που όντως την έχουν κάνει μια με επαγγελματικό τρόπο αλλά το
“αλατοπίπερο” για να νοστιμέψει και να ξεχωρίσει το άλμπουμ τους.
Τέλος οφείλω να ομολογήσω ότι οι DIAMOND DAWN με την
πρώτη τους κυκλοφορία κερδίζουν στα σημεία και βάζουν τα θεμέλια για
κάτι καλύτερο στο εγγύς μέλλον στο χώρο του melodic rock.
Φώτης Μελέτης
Τέλη Φεβρουαρίου κυκλοφορεί το καινούργιο και τρίτο κατά σειρά σόλο
άλμπουμ ενός ίσως από τους μεγαλύτερους μουσικούς των τελευταίων 20
χρόνων.
Σάλος και πανικός στο κυνήγι της παρουσίασης του άλμπουμ, αφού δεν
είναι και λίγοι εκείνοι που περιμένουν με λαχτάρα να βγουν αληθινές οι
ευχές τους για ένα ακόμα υπέροχο δημιούργημα, αλλά άλλοι τόσοι είναι και
οι “άλλοι”, εκείνοι που περιμένουν να ρίξουν ότι πιο αιχμηρό και βαρύ,
προκειμένου να εναντιωθούν και να εκτονωθούν (πιστέψτε με αυτού του
τύπου οι κατηγορητές/κριτικοί, πάντα μα πάντα έχουν κάτι να πουν, που
στο κάτω-κάτω απλά πρέπει να τους αψηφούμε).
Ο ώριμος πια Κος Wilson, μάλλον βρίσκεται στα
καλύτερα του, αφού δεν υπάρχει λόγος κανένας ανησυχίας για αναγνώριση,
επιτυχία ή μέλλον. Όλα παίρνουν τον δρόμο τους και εκείνος απλά
δημιουργεί μουσικές, ιστορίες αληθινές ή φανταστικές, αγγίζοντας τα
όρια του υπερφυσικού, μυθοπλασίες και νότες απλοϊκές και σύνθετες,
προοδευτικές αλλά που πατούν σταθερά στην γη, χωρίς πειραματισμούς για
μεγάλους βαθμούς δυσκολίας.
Το “The Raven That Refused To Sing (And Other Stories)”,
είναι το άλμπουμ που θα ακουστεί, θα παιχτεί και μάλλον θα συζητηθεί.
Ξεκινώντας λοιπόν κάπως ανορθόδοξα, τα εύσημα πηγαίνουν άξια στον μεγάλο
και έμπειρο παραγωγό και ειδήμων στον ήχο, Alan Parsons, ο οποίος στάθηκε ικανός να εκθρονίσει από τις κονσόλες τον Wilson
(άσχετα αν έγινε με την συγκατάθεση του). Ξεκάθαρα μια πολύ όμορφη και
δημιουργική δουλειά, με μακροσκελείς συνθέσεις (οι 3 στις 6 πάνω από 10’
λεπτά), άπλετος instumantalικός χώρος, δίνοντας έτσι δόξα και τιμή
στους προδρόμους του είδους και στις μουσικές οπισθοδρομήσεις κοντά στα
’70.
Theo Travis και εδώ, στα πολύ ατμοσφαιρικά πνευστά, Adam Holzman
με τα μαγικά δάκτυλα στα πλήκτρα (δείξε μου τον φίλο σου να σου πω
ποιός είσαι, ταιριάζει απόλυτα εδώ μιας και οι τζαζ επιρροές και
συνεργασίες του τον έχουν τοποθετήσει ήδη δίπλα στον Miles Davis).
Κιθάρα και ντραμς έχουμε 2 απίστευτους prog rock τύπους από τους The
Aristocrats, που δίνουν διαφορετική πνοή και άποψη (η 2η επίσημη
κυκλοφορία άλμπουμ τους αναμένεται).
Το “The Raven That Refused To Sing (And Other Stories)”
είναι αυτό που ίσως αναζητούσες τελευταία να ακούσεις αλλά δεν ήξερες
τι, ουσιαστικά μιλάμε για ένα άλμπουμ που έχει χρώμα, αίσθηση, λυρισμό,
απλότητα αλλά και σύνθεση σε ήπιους ρυθμούς δίνοντας βάση στην αρμονία
και την ισορροπία. Ιστορίες που το κοράκι αρνήθηκε να τραγουδήσει, αλλά
αναρωτιέσαι κιόλας από την άλλη, πως θα ήταν δηλαδή ακόμα πιο πολύ αυτό
το άλμπουμ αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα.
Ο Wilson σαν προσωπικότητα και όντας μουσική ύπαρξη,
μοναχός του ή με τα σχήματα του ή με συνεργασίες του κατά καιρούς
αφήνεται και απελευθερώνεται συνειδησιακά και απλά πολύ απλά…
“δημιουργεί” (Porcupine Tree, No-Man, Storm Corrosion, Blackfield, Bass
Communion, I.E.M, ταξίδια από όλα τα μέρη της τέχνης, προς ένα και μόνο
προορισμό, την ψυχή).
Δεν ξέρω γιατί ενδεχομένως όλοι να θέλουμε κατά βάση να φτιάχνουμε
κείμενα σαν εκθέσεις ιδεών για να παρουσιάσουμε κάτι τόσο όμορφο αλλά το
βάρος του ονόματος του καλλιτέχνη να μας δημιουργεί πανικό. Όχι, τίποτα
άλλο, απλά θα αφεθώ να το απολαύσω ακόμα μια φορά, και άλλη μία. Η
Ομορφιά της τέχνης είναι για άλλη μια φορά εδώ, κλείσε τα μάτια σου και
φύγε.
Ελένη Λιβεράκου
Οι Enforcer έχουν δείξει ότι παίρνουν αυτό που
κάνουν πολύ σοβαρά κι αυτό είναι το λιγότερο. Το κυριότερο είναι ότι
συμβάλλουν ενεργά στην πρώτη γραμμή του Σουηδικού heavy metal για σχεδόν
δέκα χρόνια κι απ’ ότι φαίνεται, έπεται και συνέχεια.
Τα πρώτα τους δύο albums, το “Into the Night” του 2008 και το
“Diamonds” του 2010, ακούγονται σαν ασταμάτητες heavy μελωδικές
γροθιές, κάτι που το “Death by Fire” επαναλαμβάνει, ή
συνεχίζει, αλλά στο πιο συνειδητοποιημένο. Το συνειδητοποιημένο αφορά
τον προορισμό του Enforcer ήχου, ο οποίος δεν είναι ταγμένος παρά στο
ελαφρώς εκμοντερνισμένο old school heavy metal του club και όχι της
αρένας.
Τα δύο μεγάλα χαρτιά της μπάντας είναι ο Olof Wikstrand στα φωνητικά και ο Joseph Tholl
στις κιθάρες. Το album αυτό είναι γραμμένο γι’ αυτούς και συγκεντρωμένο
σ’ αυτούς. Ο πρώτος ρίχνει στο καζάνι του group όλη του τη δύναμη, την
ορμή και τον ενθουσιασμό με τον δεύτερο να συμπληρώνει τα riffs, τα
solos και τις μελωδίες που σχεδόν σχηματίζουν στόμα για δεύτερα
φωνητικά.
Το “Death by Fire” περιέχει οκτώ γρήγορα και
δυναμικά κομμάτια κι ένα intro. Οι συνθέσεις δεν είναι ατμοσφαιρικές,
δεν είναι εξερευνητικές και ούτε μεγαλοφυείς. Βρίσκονται στον δίσκο για
να συμπληρώσουν ένα album κλασσικού heavy metal πιασμένου απ’ τα αυτιά
μιας απ’ τις πιο αξιόλογες μπάντες του είδους στην Ευρώπη από τις
απαρχές του 21ου αιώνα.
Οι Enforcer κυκλοφόρησαν τον καλύτερο τους δίσκο κι έτσι, κλασσικά, όσοι πιστοί προσέλθετε.
Παναγιώτης Πετρόπουλος
Οι XYZ ήταν, και εξακολουθούν να θεωρούνται, ένα από τα καλύτερα
heavy rock σχήματα στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, αρχές του ‘90. Ο ήχος
τους ήταν βαρύτερος από τις περισσότερες hair metal μπάντες του τότε
και αποτελούνταν από σπουδαίους μουσικούς. Ο Terry Ilous
είναι χωρίς αμφιβολία ένας πολύ χαρισματικός τραγουδιστής! Με τους XYZ,
κυκλοφόρησε δύο φανταστικά άλμπουμ, το ομότιτλο το 1989 και το πιο
bluesy "Hungry", το 1991. Τα τελευταία χρόνια τον βρίσκουμε σαν βασικό
τραγουδιστή των άλλων μεγάλων γερόλυκων, των Great White! Την χρονιά που μας πέρασε οι Great White επανήλθαν στα μουσικά δρώμενα με το πολύ καλό “Elation”.
Παρακάτω θα διαβάσετε κάποια αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα που ο Terry
μου εξομολογήθηκε σχετικά με τους Great White, τα μελλοντικά τους σχέδια
καθώς επίσης και για την άλλη του μεγάλη αγάπη τους XYZ!
Γεια σου Terry, είναι πραγματικά μεγάλη τιμή να σε έχουμε εδώ
στο Rockway για αυτή τη συνέντευξη! Κατ 'αρχάς, θα ήθελα να σε συγχαρώ
για την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ των Great White! Λοιπόν, είσαι
ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα του νέου άλμπουμ; Κατά τη γνώμη μου,
καταφέρατε να δώσετε στο "Elation" έναν αέρα των παλιών Great White με
κάποια στοιχεία XYZ!
Γεια σου, Βασίλη! Σε ευχαριστώ πολύ για
τα καλά σου λόγια. Ναι, είμαι πολύ χαρούμενος με το νέο CD! Ήταν μια
μεγάλη εμπειρία να δουλεύω με αυτούς τους ταλαντούχους μουσικούς. Κάθε
φορά που δουλεύω με νέους ανθρώπους, προσπαθώ πάντα να μάθω από αυτούς,
δεδομένου ότι θα με ωφελήσει και εμένα επίσης. Ο Mark είναι ένας πολύ
ταλαντούχος μουσικός που μπορεί να γράψει όχι μόνο μουσική, αλλά βασικά
μελωδία! Ο Michael από την άλλη έχει τη δυνατότητα να δει ένα τραγούδι
μέσα στο μυαλό του από την αρχή μέχρι το τέλος του μόλις ξεκινήσει να το
συνθέτει! Οι Scotty και Audie είναι και οι δυο τους πολύ καλοί μουσικοί
και δένουν την μπάντα! Φυσικά η συμμετοχή μου στη μπάντα φέρνει και τη
δική μου εμπειρία, γι' αυτό μπορείτε να ακούσετε κάποια στοιχεία των
XYZ. Μην ξεχνάς ότι συν-έγραψα όλα τα τραγούδια του CD. Πάντα συμμετέχω
στη δημιουργική διαδικασία του CD, από το να γράφω μουσική μέχρι να
συνθέτω τους στίχους.
Πόσο δύσκολο είναι για κάποιον να αντικαταστήσει τον
τραγουδιστή των Great White; Πιστεύεις ότι μετά από δύο χρόνια οι οπαδοί
του Great White αρχίζουν και σε αποδέχονται ως τον τραγουδιστή της
μπάντας;
Δεν είναι ποτέ εύκολο να αντικαταστήσεις έναν
τραγουδιστή και δεν έχει σημασία πόσο καλός είναι αυτός ο τραγουδιστής!
Οι οπαδοί μιας μπάντας έχουν κάτι γνώριμο στο μυαλό τους και η
οποιαδήποτε αλλαγή είναι πάντα μια μεγάλη πρόκληση! Το γνώριζα όταν
μπήκα στους Great White και γι’ αυτό το λόγο όταν τραγουδάω τα κλασικά
Great White τραγούδια βαδίζω στην βασική δομή και μελωδία τους! Ένα
πράγμα που θέλω να πώ είναι πως ποτέ δεν έχω δοκιμάσει να κοινοποιήσω
τον προηγούμενο τραγουδιστή, αλλά σέβομαι την προϊστορία του. Δεν είναι η
πρώτη φορά που μου ζητήθηκε να αντικαταστήσω έναν γνωστό τραγουδιστή.
Αυτός είναι πιθανώς ένας από τους λόγους που δεν επιλέχθηκα να είμαι ο
βασικός τραγουδιστής στους Foreigner ή τους Journey. Λατρεύω αυτούς τους
τραγουδιστές που σέβονται το έργο τους, αλλά με την ίδια λογική δεν θα
είμαι ποτέ κλώνος κάποιου. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί κλασσικοί
τραγουδιστές έχουν αντικατασταθεί. Για παράδειγμα ο Dio αντικατέστησε
τον Ozzy, ο Coverdale αντικατέστησε τον Gillan, ο Brian Johnson
αντικατέστησε τον Bon Scott και ας μην ξεχνάμε τον Arnel Pineda που
αντικατέστησε τον Steve Perry, και ο κατάλογος συνεχίζεται...
"I’ve Got Something" & "Hard To Say Goodbye" είναι τα δύο
τραγούδια που επιλέχθηκαν ως video-clip από την νέα σας κυκλοφορία.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, και τα δυο είναι απλά φανταστικά! Ήταν
ομαδική η επιλογή των δυο αυτών τραγουδιών και μπορείς να μας πεις αν θα
υπάρξει και άλλο video-clip από το άλμπουμ σας στο εγγύς μέλλον;
Ναι,
ήταν μια απόφαση από όλη την μπάντα, αλλά ήταν δύσκολο να αποφασιστεί!
Wow! Αγαπώ όλα αυτά τα τραγούδια. Στο εγγύς μέλλον ίσως υπάρξει και
άλλο, προς το παρόν, είμαστε στην προώθηση του single "Hard To Say
Goodbye".
Τότε ήταν τα metal περιοδικά και το MTV, σήμερα είναι το
facebook το twitter και όλα αυτά τα ηλεκτρονικά μέσα! Είσαι ένας
μουσικός που έζησε και τις δύο πλευρές, πιστεύεις ότι στις μέρες μας
είναι πιο εύκολο να προωθήσει κάποιος την δουλειά του ως μουσικός;
Νομίζω
ότι είναι εύκολο, για τις μπάντες, να έρθουν πιο κοντά στους οπαδούς
τους, αλλά δεν νομίζω ότι είναι πιο εύκολο γενικά. Τότε, τα συγκροτήματα
δεχόταν σημαντικές κριτικές, από περιοδικά όπως το Kerrang, ή Circus
κ.α., και απογειωνόταν η καριέρα τους, και φυσικά και με την πολύτιμη
βοήθεια του MTV. Σήμερα, οι fans εμπλέκονται πολύ περισσότερο με τους
καλλιτέχνες από ό, τι πριν, το YouTube είναι το νέο MTV και το Facebook
αντικαθιστά όλα τα περιοδικά Rock. Μέσα από τα νέα ηλεκτρονικά μέσα που
έχω άμεση πρόσβαση στους θαυμαστές μου και μπορώ να μεταφέρω ένα μήνυμα
αμέσως!
Όταν είσαι στην σκηνή με τους Great White, το κοινό σου ζητάει να τραγουδήσεις κάποια τραγούδια από τους XYZ;
Ναι,
αυτό συμβαίνει και ευχαριστώ πάντα τους θαυμαστές μου! Οφείλω να
ομολογήσω ότι οι XYZ ήταν πάντα μια υποτιμημένη μπάντα με μια τεράστια
βάση οπαδών γι’ αυτό πάντα νοιώθω κολακευμένος όταν κάποιος ζητάει να
παίξω ένα τραγούδι που έγραψα.
Η συμφωνία με την Frontiers σίγουρα είναι μεγάλη επιτυχία για
ένα συγκρότημα. Είναι εύκολο στις μέρες μας για μια μπάντα να κλείσει
εύκολα δισκογραφικό συμβόλαιο;
Εξαρτάται από τι εννοείς καλή
συμφωνία; Ένα καλό συμβόλαιο είναι όταν μια μπάντα πληρώνεται καλά για
αυτό που κάνει καλύτερα, για την μουσική τους, και το CD προωθείται
σωστά. Αυτό συμβαίνει σπάνια! Οι περισσότερες εταιρείες μπορεί να
υπόσχονται πολλά, αλλά πληρώνουν λίγα και δεν προωθούν το CD σωστά.
Αυτός είναι ο λόγος για μια μπάντα να είναι πάντα έτοιμη για όλα και να
προσλάβει δικό της promotion manager καθώς επίσης και την δική της
ραδιοφωνική ομάδα προώθησης. Μια εταιρεία είναι ένα εργαλείο, αλλά δεν
είναι το μόνο εργαλείο.
Το ερώτημα τώρα είναι: τι έχουμε να περιμένουμε από τους Great White στο μέλλον και μετά από αυτό το πολύ καλό άλμπουμ;
Αυτή
τη στιγμή επείγει η προώθηση του νέου μας single, "Hard To Say
Goodbye"! Το θετικό είναι πως οι οπαδοί αντέδρασαν θετικά και γενικότερα
η μουσική βιομηχανία έχει αγκαλιάσει αυτήν την προσπάθεια μας! Το μόνο
που μπορώ να πω είναι πως ο στόχος μας είναι όσο το δυνατόν θετικότερες
αντιδράσεις! Γι 'αυτό έχουμε τη δική μας ομάδα promotion managers!
Οι XYZ ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο της καριέρας σου. Υπάρχει
κάποια πιθανότητα να δούμε ξανά τους XYZ ζωντανά ή με κάποιο νέο
άλμπουμ;
Δεν είμαι σίγουρος. Προς το παρόν, εγώ θα
επικεντρωθώ στους Great White. Οι XYZ έχουν αρκετά ηχογραφημένα live και
στούντιο κομμάτια που ποτέ δεν έχουν συμπεριληφθεί σε κάποιο άλμπουμ. Ο
Pat και τα υπόλοιπα παιδιά θέλουν να τα κυκλοφορήσουν κάποια στιγμή.
Δεν μπορώ να τους αρνηθώ, είμαστε αδέρφια και όχι μόνο συνεργάτες, αλλά
οι Great White είναι ο στόχος μου αυτή τη στιγμή. Πάνω στο θέμα αυτό να
σου πω πως πριν από την ένταξή μου στους Great White δούλευα σε 2 νέα CD
και δεν έχω το χρόνο να τα τελειώσει.
Σε αυτό το σημείο, οφείλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για αυτή τη συνέντευξη και να σου ευχηθώ ότι καλύτερο για το μέλλον!
Σε
ευχαριστώ πολύ Βασίλη, ανυπομονώ να σε συναντήσω και από κοντά.
Πραγματικά, εκτιμώ την υποστήριξή σας. Ευχαριστώ και ότι καλύτερο.
Συνέντευξη με τον Βασίλη Χασιρτζόγλου
Δεύτερο δισκογραφικό χτύπημα για τους αθηναίους Danger Angel
και το συγκρότημα δείχνει άμεσα τα σημάδια εξέλιξης και ωριμότητας που
έχει ένα σχετικά νέο γκρουπ που παλεύει να μην εγκλωβιστεί αποκλειστικά
στον melodic hard rock ήχο.
Μάλιστα με το “Revolutia” οι Danger Angel
εκτός από την σημαντική συνθετική τους εξέλιξη δείχνουν ανάλογο ζήλο
και στον στιχουργικό τομέα όπου περιγράφουν με γλαφυρό και άκρως
συναισθηματικό τρόπο, πως βιώνουν οι κάτοικοι ετούτης εδώ της ταλαίπωρης
χώρας τη σημερινή μεγάλη οικονομική κρίση. Τα θέματα τους μιλούν για
την επιβίωση, την ανεργία, για τις αυτοκτονίες, την απόρριψη, το θυμό,
την κατάθλιψη, τη μετανάστευση, για χαμένες ευκαιρίες και φυσικά για την
αγάπη.
Ο ποταμός των συναισθημάτων που περιγράφονται από το γκρουπ έχουν
σίγουρα αγγίξει πολλούς από εμάς και το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι
όσο δύσκολα και πιεσμένα αν ζούμε οφείλουμε στους εαυτούς μας
πρωτίστως, να μην εγκαταλείπουμε τον αγώνα για τη ζωή και ότι ο εχθρός
είναι εκεί έξω και πρέπει να τον νικήσουμε αφού όμως πετύχουμε πρώτα να
νικήσουμε τους φόβους και τις εμμονές μας.
Ακούγοντας λοιπόν το “Revolutia” γίνεται αντιληπτό ότι κυριαρχεί σαφώς ο σκανδιναβικός μελωδικός hard rock ήχος αφού άλλωστε την παραγωγή έχει αναλάβει ο Jeff Scott Soto
μιας και συμμετέχει και ερμηνευτικά στο album ενώ δίνει αρκετά από το
άρωμα των Talisman (…και WET) και των προσωπικών του δίσκων. Ετούτο
γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στα “When I’m Gone” και “Don’t Die Young” (το μόνο κομμάτι που φέρνει μνήμες από τον πρώτο album), όπως και στην πανέμορφη μπαλάντα “My Last Day On Earth”.
Υπάρχουν όμως και κομμάτια που το συγκρότημα θέλει να δείξει ότι ζει
στο 2013 και δεν είναι κολλημένο στο παρελθόν. Χαρακτηριστικά αναφέρω το
καταπληκτικό “I’ m not Here” με τα “παρανοϊκά” πλήκτρα τα οποία δίνουν πιο σύγχρονο τόνο και μια πιο εμπνευσμένη ενορχήστρωση, ενώ το εκρηκτικό “Not An Angel” αποδεικνύει πόσο καλή δουλειά έχει κάνει το συγκρότημα. Ακολουθούν σε αυτό το θεωρητικά μοντέρνο ύφος το “Dead By Christmas”
το οποίο φέρνει λίγο σε Bad Religion και το “King of Thieves” που
ειδικά η εισαγωγή του, έχει εμφανείς επιρροές από Muse, ενώ το “Decadence” είναι λυρικό με έξυπνα κοψίματα που καθοδηγείται από ένα αρκετό δυναμικό ρεφρέν.
Όμως για να έρθουμε και στα υπόλοιπα κομμάτια του “Revolutia”, εκείνο που ξεχωρίζει είναι το φανταστικό “Falling”
που είμαι σίγουρος ότι θα αγαπηθεί από πολλούς και αποτελεί τον
μελαγχολικό ύμνο του δίσκου με την μελωδία να γίνεται σπαραχτική. Το “One Hit In The Night” είναι στο ύφος των κομματιών που υπογράφει ο J.S.S, όπως και τα “Last Call” και “Road Kill” με το τελευταίο να περιέχει ένα εξαιρετικό ρεφρέν.
Με αυτά λοιπόν που άκουσα μετά επιμονής πιστεύω ότι με το “Revolutia” οι Danger Angel
κατόρθωσαν νε κερδίσουν τις εντυπώσεις στο πιο κρίσιμο βήμα της
καριέρας τους και να κυκλοφορήσουν ένα πραγματικά ενδιαφέρον δίσκο με
τρομερές ενορχηστρώσεις, εκπληκτικά κιθαριστικά σόλο, ξεχωριστές
μελωδίες και “δύσκολες” ερμηνείες.
Φώτης Μελέτης
Thrash metal. Bay Area style, από ένα συγκρότημα που έχει ως frontman, τον “Ζetro” Souza, τραγουδιστή 5 δίσκων των Exodus (συμπεριλαμβανομένου και του “Pleasures of the Flesh”) και ενός των Testament.
Ξεκινάμε από τα έξω. Το εξώφυλλο είναι γελοίο. Με την κακή έννοια.
Σαν μία αποτυχημένη φωτοσοπιά μου μοιάζει παρά επαγγελματικό artwork.
Και δε θα χαριστώ επειδή ο κιθαρίστας είναι ελληνικής καταγωγής, ονόματι
Κώστας Βαρβατάκης. Θα είμαι όσο αδίστακτος χρειάζεται για έναν τόσο σκληρό ήχο σαν το thrash metal.
O
συμπατριώτης μας, απλά συμπληρώνει το σύνολο γιατί ο μπασίστας και το
ντράμερ του συγκροτήματος έχουν το ίδιο επώνυμο με τον τραγουδιστή, και
είναι μάλιστα γιοι του.
Όχι ότι να έχεις οικογενειακό συγκρότημα
είναι κακό και ούτε είναι άσχημοι ως μουσικοί, αλλά δεν υπάρχει κάτι το
ιδιαίτερο στις συνθέσεις και φυσικά τίποτα το καινοτόμο. Και δυστυχώς,
όταν οι Testament βγάζουν λίγους μήνες πριν τέτοια δισκάρα, δε θα
ασχοληθεί κανείς μαζί σου, μάστορα.
Μόνο για κολλημένους του είδους! Αυτά..
Δημήτρης Μαρσέλος
Σε μία ακόμη εξαιρετική επανακυκλοφορία της Rock Candy παρουσιάζεται ο
νονός της ροκ σκηνής του Λος Άντζελες στα 80s, ο κιθαρίστας Tracii Guns.
Ένας ανεξάντλητος ταλαντούχος μουσικός ηγέτης και αναμφισβήτητα ο
κινητήριος νους επιτυχημένων σχημάτων όπως οι Hollywood Rose, η μπάντα
που εξελίχθηκε στους θρυλικούς Guns N' Roses.
Σχηματίζοντας τους L.A. Guns, η ομάδα των μουσικών
ενισχύθηκε με τον βρετανό μπροστάρη Phil Lewis, προερχόμενο από το glam
rock σχήμα, τους Girl και των ντράμερ των W.A.S.P. τον Steve Riley.
Ηχογραφημένο στην Πόλη των Αγγέλων με παραγωγό τον Jim Faraci (Ratt,
Poison, Femme Fatale), τα αποτελέσματα ήταν άκρα ενισχυτικά, και η
μπάντα εμφανίστηκε με το γνωστό sleaze ύφος πουλώντας παραπάνω από
μισό εκατομμύριο δίσκους.
Το πλατινένιο “Cocked & Loaded” ηχογραφήθηκε και πάλι στο Λος Άντζελες από τον Tom Werman (Motley Crue, Twisted Sister, Cheap Trick) με την συνδρομή των Duane Barron και John Purdell
(Poison, Ozzy Osbourne, Heart). Παρόντες ως φιλοξενούμενοι μουσικοί οι
Ted Nugent, Derek St. Holmes, Robin Zander και ο Rick Nielson.
Είναι πλέον εμφανές ότι οι L.A. Guns ήταν κάτι παραπάνω από διάττοντες αστέρες των αμερικάνικων μουσικών chart που σάρωσαν με δύο hit singles, το "Never Enough" και το "The Ballad Of Jayne".
Το στυλ τους διέπονταν από κοφτερά κιθαριστικά roff και στιβαρές
ερμηνείες έκαναν το δίσκο έναν από τους συναρπαστικότερους,
ενθουσιώδεις και σημαντικούς για το glam/sleaze ιδίωμα.
Εάν θέλετε έναν και αντιπροσωπευτικό δίσκο για τη δισκοθήκη σας από το glam/sleaze ιδίωμα αγοράστε με κλειστά μάτια!
Νότης Γκιλλανίδης
Είτε το θέλουμε, είτε όχι όταν μιλάς για punk rock ξεκινάς κάπου στους Bad Religion!
Λίγο του ότι ήταν από τους πρώτους που έκαναν λίγο πιο προσιτό το
είδος και λίγο του ότι ακόμα και όταν έβγαζαν άσχημους δίσκους, πάντα
υπήρχε κάτι μέσα που σε κρατούσε.
30 χρόνια μετά το πρώτο τους album “How could hell be any worse?”, κυκλοφορούν το 16ο τους δημιούργημα με τίτλο “True North”.
Από
το πρώτο δευτερόλεπτο, ξεκινάει ο τσαμπουκάς και η μελωδική ταχύτητα
που είναι το σήμα κατατεθέν τους. Τα τραγούδια όλα σύντομα και γρήγορα
σα βέλη που βρίσκουν το στόχο τους πάντα και σε κάνουν να κουνηθείς στο
ρυθμό τους.
“Robin Hood in Reverse” και “Land of endless greed”, πριν φτάσουμε σε ένα ακόμα όμορφο “Fuck You”
στην ιστορία της μουσικής. Μπορεί να είναι κλισέ πλέον, η έκφραση αυτή
στο χώρο, αλλά και πάλι την κάνει τη δουλειά τους δίνοντας την ευκαιρία
στο δίσκο να έχει το χιτάκι του.
Πανέμορφο riff που μπαίνει στο “Crisis Time”,
επίκαιρο για εμάς τους Έλληνες σαν τίτλος. Σε γενικές γραμμές οι
Religion μοιάζουν να είναι σε καλή φόρμα, όπως φαίνεται στο ομώνυμο “True North”, στο “Dept of False Hope” και σε όλη τη διάρκεια του album.
Σίγουρα,
δεν περιμένεις κάτι το πολύ διαφορετικό από ένα γκρουπ σαν τους
Religion, αλλά πάλι για αυτό τους αγαπάς γιατί μπορούν και βγάζουν
τέτοιους δίσκους, που μπορεί να μην συγκαταλέγεται στους καλύτερους
τους, αλλά είναι φτιαγμένη με αγάπη και σεβασμό στο είδος.
Δημήτρης Μαρσέλος
Οι Hayley’ s Royal Whores είναι μια νέα μπάντα η οποία κατάγεται από την παγωμένη Φινλανδία.
Το συγκρότημα έχει τις βάσεις του από τα gothic metal σχήματα των For
Selena και Sin. Ξεκινήσανε σιγά-σιγά στις αρχές του 2011 να γράφουν
τραγούδια για το ντεμπούτο τους και τον Φεβρουάριο του 2012 το πρώτο
τους βήμα, “Discoteque Tranny” ήταν γεγονός. Ο ήχος τους χαρακτηριζόταν
από πιασάρικα hard ‘n’ heavy τραγούδια με κάποιες πιο pop πινελιές. Η
μπάντα πραγματοποίησε κάποιες συναυλίες για να προωθήσει το άλμπουμ, ο
μπασίστας τους αποχώρησε (ξέρετε, τα γνωστά…) και ένα νέο δισκογραφικό
συμβόλαιο ήταν ο απολογισμός των Haley’ s Royal Whores στην σύντομη μέχρι τότε “ζωή” τους!
Έχοντας δεχθεί κάποιες αρκετά ενθαρρυντικές κριτικές για το ντεμπούτο
τους μπήκαν στο στούντιο και ξεκίνησαν πυρετωδώς τις ηχογραφήσεις του
νέου τους πονήματος το οποίο τιτλοφορείται “Back To The Zone”.
Το άλμπουμ ξεκινάει αρκετά καλά με το ανεβαστικό “Are You Ready”.
Μοντέρνες pop-rock μελωδίες με έμφαση στα πλήκτρα και ένα “έξυπνο”
ρεφραίν μας βάζει κατευθείαν στο πνεύμα του δίσκου. Η συνέχεια κινείται
στους ίδιους πάνω-κάτω ρυθμούς με καλοδουλεμένες συνθέσεις και το πνεύμα
των The Cure να στοιχειώνει αρκετά τραγούδια όπως τα “God Has No Style”, “Off Road Shoes” & “Live A Lie”. Κλείνοντας θα έλεγα πως πρόκειται για μια καλή κυκλοφορία και αρκετά περίεργη, όσον αφορά τον ήχο.
Εν ολίγοις οι Hayley´s Royal Whores χαρακτηρίζονται
λίγο σκοτεινοί με αρκετά power pop στοιχεία αλλά και κάποιες rock
πινελιές που σίγουρα δεν συναρπάζουν αλλά ούτε και θα μας αφήσουν
αδιάφορους. Η απόφαση δική σας.
Βασίλης Χασιρτζόγλου