Με τα χρόνια, η γενιά των εφήβων του
’80 έχουμε μάθει ν’ ακούμε
τη μουσική των ηρώων μας με την καρδιά και
όχι με τα κλινικά κριτήρια της τωρινής μας ηλικίας. Επιλογή
αυτοσυντήρησης, ανέπαφη από το στίγμα του «παλιμπαδισμού», της
«εθελοτυφλίας» ή του «κολλήματος» που προσπαθεί να μας φορέσει η μουσική
του συρμού. Επιλογή που μερικές φορές, η ίδια η ζωή φροντίζει να αναθερμαίνει με ύπουλες υπομνήσεις για τη θνητότητα αυτών των ηρώων της εφηβείας. Η είδηση, πέρσυ τον Ιανουάριο, ότι ο Bruce Dickinson ήρθε αντιμέτωπος με τον καρκίνο την ώρα που το 16ο άλμπουμ των Maiden ήταν σχεδόν έτοιμο, προσέδωσε στην αναμονή για την κυκλοφορία του μια αίσθηση κατεπείγοντος.
Χωρίς πλέον την αίγλη της τελετουργικής επίσκεψης στο δισκάδικο (πριν 5 χρόνια το “Final Frontier” βρισκόταν σε περίπτερα και ψιλικατζίδικα), αυτή τη φορά η αδημονία για το «καινούριο» ξεκίνησε αρχές του καλοκαιριού και τράφηκε με όλες τις απαραίτητες εθιστικές λεπτομέρειες.
Πρώτη φορά διπλό άλμπουμ, πρώτη φορά μιάμισυ ώρα καινούρια μουσική Maiden, πρώτη φορά ένα 18λεπτο κομμάτι, πρώτη φορά μετά από το ’95 επανέρχεται το κανονικό λογότυπο, με τις αιχμηρές γωνίες στο “M”, στο “R” και στο “N”, πρώτη φορά ένας «κανονικός», καταπρόσωπος Eddie, σαν κι εκείνους τους αυθεντικά ανατριχιαστικούς του Derek Riggs.
Aυτή τη φορά, οι διθυραμβικές κριτικές ειδικών και μη ιστοτόπων και περιοδικών αποδεικνύεται ότι υπερβαίνουν την υστεροβουλία και συγκλίνουν στην αλήθεια. Το «Βιβλίο των Ψυχών» μπορεί να θεωρηθεί με ασφάλεια το «καλύτερο» άλμπουμ των Maiden από το ’99, πιθανόν δε το πιο ισχυρό σε ειδικό βάρος τραγουδιών μετά τα «κλασσικά» τους (1980 – 1988).
Ήδη από την εισαγωγή του “If Eternity Should Fail” ένας υποβλητικός Dickinson προδιαθέτει για κάτι ανώτερο. Ο βαρύς καλπασμός του γκρουπ ανασύρει με μιας όλες τις ηχητικές μνήμες του τί διαχρονικά εστί Maiden και η δραματική ερμηνεία του frontman οδηγεί το κομμάτι στα ύψη. Απροσδόκητα δυνατό άνοιγμα δίσκου, το πιο γενναίο εδώ και τρεις δεκαετίες. Παρ΄ότι το άλμπουμ είχε ολοκληρωθεί πριν ο Dickinson ανακαλύψει τον καρκινικό όγκο στο λαιμό του, δύσκολα αποφεύγει κανείς την συγκίνηση. Πάνω σε μια σύνθεση δική του, ακούγεται να τραγουδά με την αυταπάρνηση του ανθρώπου που δεν γνωρίζει ότι λίγο καιρό μετά έμελλε να αναμετρηθεί με την άβυσσο της ασθένειας (“Reef in a sail at the edge of the world, if eternity should fail”) και ευτυχώς να την νικήσει.
Στον Dickinson αποκλειστικά πιστώνεται και μια δεύτερη σύνθεση. To 18λεπτο κινηματογραφικό “Empire Of The Clouds” στο κλείσιμο του δεύτερου δίσκου είναι το πρώτο μετά το “Dance Of Death” του 2003 που πριν καν τελειώσει, πείθει ότι ανήκει στις ιστορικές τους συνθέσεις.
Με τον Dickinson να οδηγεί την πλοκή με πιάνο (για πρώτη φορά) και συναρπαστική αφήγηση (για πολλοστή), βασίζεται στην πραγματική ιστορία ενός από τα χειρότερα αεροπορικά ατυχήματα της προπολεμικής ιστορίας (την πτήση του αερόπλοιου R101 το 1930) και είναι μια παραβολή για την αξία του θάρρους στις εκ των προτέρων χαμένες μάχες (στην προκειμένη περίπτωση αυτό του ηρωϊκού πληρώματος απέναντι στα στοιχεία της φύσης που τελικά γκρεμοτσακίζουν το σκάφος). “Dreamers may die, but the dreams live on” λέει ο Dickinson στην τελευταία στροφή, αποσπώντας υποκλίσεις για μια ακόμη μεγάλη ερμηνεία.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο επικές συνθέσεις του τραγουδιστή περικλείονται μερικά από τα πιο καλοδουλεμένα και εύστοχα κομμάτια των Maiden, σ΄ένα σύνολο από το οποίο δύσκολα εντοπίζει κανείς κομμάτι - «γέμισμα» (πράγμα που τα τελευταία 25 χρόνια ήταν δυσάρεστα συχνό στη δισκογραφία τους).
Συνολικά, είναι ένα άλμπουμ που αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο τους Dickinson και Smith. Πέρα από τα εντυπωσιακά (πρώτο και τελευταίο) κομμάτια που ανήκουν εκ ολοκλήρου στον πρώτο, υπάρχουν δύο (όπως πάντα αξιοπρόσεκτες) συνεργασίες του με τον Adrian Smith.
Η πρώτη, ευτυχώς, αφορά το single. Από το ανεκδιήγητο “Holy Smoke” και μετά, τα πρώτα single των Maiden ήταν συνήθως μια λειψή γεύση κάθε καινούριου δίσκου.
Παρά το τετριμμένο του τίτλου και του βίντεο-κλιπ που το συνοδεύει, το “Speed Of Light” είναι το πιο λειτουργικό, «γρήγορο», single από την επανένωση του ’99 και μετά (μαζί ίσως με το “El Dorado”), με στίχο που υπογραμμίζει τη προσωρινότητα, το φευγαλέο. Η δεύτερη (“Death Or Glory”) ανοίγει τον δεύτερο δίσκο με την δέουσα ορμή και αφορά τις αερομαχίες με τριπλάνα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φέρνοντας στο νου την πολεμική ταινία “Aces High” του ’75 (απ΄όπου και ο τίτλος του κομματιού τους του ’84).
Ο δε Adrian Smith, (“the texture of the band”, όπως λέει ο Dickinson στο “Flight 666”), με συμβολή στα 6 απ΄τα 11 κομμάτια του δίσκου, με τις λεπτομερείς, καθαρές, μελωδίες του επαναφέρει τον ακροατή στην χρυσή περίοδο ’83-’88 των Maiden, όταν ακόμη και το “Back In The Village” ήταν καλοδεχούμενο και μόνο για τις κιθάρες του. Συγχρόνως, φαίνεται να είναι αυτός που δίνει το στοιχείο μιας ελεγχόμενης ταχύτητας στις συνθέσεις (βλ. και “When The River Runs Deep”), που συχνά λείπει ή ακούγεται βεβιασμένη από μουσικούς του metal που έχουν πατήσει τα 50.
Ασφαλώς, δεν θα υπήρχε δίσκος των Μaiden χωρίς τη σφραγίδα του μεγάλου.. O ‘Arry Harris έχει δώσει μέχρι σήμερα τόσα πολλά σε επίπεδο συνθέσεων, ώστε θα ήταν άδικο να του ζητά κανείς να γράφει σε κάθε δίσκο ένα “Trooper”, ένα “Hallowed Be Thy Name” ή ένα “Fear Of The Dark”. Αυτή τη φορά (λόγω και κάποιων προσωπικών συγκυριών) αφήνει τα υπόλοιπα μέλη να δώσουν εκείνα σχήμα στις progressive αναζητήσεις του και αφοσιώνεται κυρίως σε στιχουργικό και ενορχηστρωτικό ρόλο, με αποτέλεσμα τα κομμάτια να «αναπνέουν» περισσότερο.
Όσα κι αν είναι τα σέβη προς τον παρ΄ολίγο εξτρέμ της West Ham, δεν λείπει το να ακούσουμε μια ακόμη φορά την «ξαφνική» αλλαγή στη μέση με τον καλπασμό του μπάσου σε στυλ “Clairvoyant”/”Tailgunner”/”Childhood’s End”/”No More Lies”, ούτε μια ακόμη μακρόσυρτη προσπάθεια αλά “When The Wild Wind Blows”/“Blood Brothers”.
Ο Harris ξέρει πια ότι δεν θα γράψει το επόμενο “Cinema Show”, ή “Watcher Of The Skies”. Γι΄αυτό υπογράφει εξ ολοκλήρου μόνον ένα κομμάτι, ενώ συμμετέχει σε άλλα 5, σε συνεργασία με τους 3 κιθαρίστες. Σε όλα, οι στίχοι του παραμένουν δυσοίωνοι και εσωστρεφείς, αποτυπώνοντας τις φοβίες, την αγωνία απέναντι στον θάνατο, την ψυχική στάση κατά τον πόλεμο (όπως κι αν νοείται αυτός). Στίχοι που μετά από τόσα χρόνια εξακολουθούν να φέρουν έντονη την επίγευση ματαιότητας (“futility”, κατά τους βιογράφους των Maiden Dave Bowler Και Bryan Dray [“Infinite Dreams”, London publ., Boxtree, 1996]), ένα στοιχείο δομικό για τη μουσική των Maiden, που τους διατηρεί διαχρονικά σε στενή επαφή με το βασικό αρσενικό τους ακροατήριο και αποτελεί μέρος της βαρύτητας του ήχου τους.
Αυτή τη φορά το θέμα της αθανασίας της «ψυχής» επανέρχεται στους στίχους με ποικίλες αφορμές.
Στον Harris ανήκει λοιπόν εξ ολοκλήρου μόνον το “The Red And The Black”, με ραχοκοκκαλιά που παραπέμπει κατευθείαν στο “Ancient Mariner…”, μακρύ σε διάρκεια (13:30, θα μπορούσε ίσως να είναι 8), αλλά εξοπλισμένο με όλα τα στοιχεία για να γίνει live staple (χορωδιακά μέρη, προβλεπόμενες αλλαγές ρυθμού, αρμονίες και χώροι για σόλο απ΄όλες τις κιθάρες).
Οι δύο συνεργασίες του Harris με τον Smith, από τις πιο πετυχημένες μετά την επάνοδο του τελευταίου στο σχήμα (“The Great Unknown” και “Tears Of A Clown”, γραμμένο για τον τραγικό κωμικό Robin Williams), είναι απολαυστικές για κάθε Maiden οπαδό. Το ίδιο ισχύει και για τη μία με τον Janick Gers (“Shadows Of The Valley”) με τις «δισολίες» που οδηγούν το κομμάτι να παραπέμπουν ελαφρώς σε “Duellists” και “Monségur” και να υπενθυμίζουν ότι ο «νέος» του γκρουπ δεν είναι μόνον ο για 25 συναπτά έτη επί σκηνής jester. Η σύμπραξη Harris και Murray στο “The Man Of Sorrows”, αφήνει τους πιο προγειωμένους, άμεσους στίχους που έχουν δισκογραφήσει, να πλέουν σε αλλαγές διάθεσης, ένα έμμεσο σχόλιο για αμέτρητες ψυχές που υποφέρουν στη δυσάρεστη σύγχρονη συγκυρία. Μόνο τo ομώνυμο “The Book Of Souls”, άλλη μια σύνθεση Harris/Gers, είναι που ακούγεται κάπως ανοικονόμητο, καθώς επιχειρεί μια μακρόσυρτη ethnic υποβολή και καταλήγει σε ένα γρήγορο θέμα (με μια ιδέα από ριφ “Losfer Words”) μέσα σε δέκα λεπτά.
Ως προς το artwork, είναι ορατή μια προσπάθεια να προσεγγιστεί θεματικά υπό τύπον “Powerslave”, με έρεισμα τον πολιτισμό των Μάγια (ιερογλυφικά στο εξώφυλλο, «αυτόχειρας» Eddie στο εσώφυλλο).
Ως προς τον ήχο, είναι γνωστό ότι υπάρχουν δύο εποχές Maiden.
Η μία υπό τον τιτάνα Martin Birch και η άλλη, η χωρίς αυτόν. Στην «άλλη», υπάρχει ο Kevin Shirley, που από το ’99 και μετά ηχογραφεί προσεκτικά, χωρίς να προσπαθεί (ή να μπορεί) να αναπαράξει τον κόμπακτ ήχο των πρώτων έξι άλμπουμ (στο “Seventh Son…” επιδιώχθηκε για πρώτη φορά μια πιο «χαλαρή» ηχογράφηση). Από το 2006 και το “Matter Of Life And Death” οι ίδιοι δηλώνουν ότι προτιμούν να ηχογραφούν σχεδόν ”live” τα κομμάτια στο studio, προκειμένου να διατηρηθεί η «αιχμή» στο άκουσμα. Η αιχμή αυτή είναι αισθητή εδώ, σε ολόκληρο το άλμπουμ, πράγμα σπάνιο για γκρουπ που τολμά να εκτεθεί μετά 35 χρόνια καρριέρας σε prog ανοίγματα.
Η μεγάλη διάρκεια του διπλού δίσκου (92 λεπτά) είναι αποτέλεσμα συνειδητού «απλώματος» των συνθέσεων, το οποίο διαπιστώσαμε και στα 2 προηγούμενα άλμπουμ, όχι όμως τόσο επιτυχημένα όσο εδώ.
Oρισμένα κομμάτια (“Book Of Souls”, “The Red And The Black”, ακόμη και το “Empire Of The Clouds”) σε άλλες εποχές θα μπορούσαν να είχαν υποστεί χειρουργικό editing από το χέρι παραγωγού και τότε πιθανόν να κέρδιζαν σε αμεσότητα. Όμως για ένα γκρουπ που ξέρει πώς θέλει το ίδιο να ακούγεται, κάτι τέτοιο θα ήταν ένας αχρείαστος «συμβιβασμός».
Μετά από 16 άλμπουμ και με όλα τα μέλη των Maiden έχουν πατήσει την 6η δεκαετία ζωής τους, μια τέτοια επιλογή, το να ακολουθούν το δικό τους αισθητήριο, εάν θα θεωρηθεί αρτηριοσκληρωτική, τότε αυτόματα ακυρώνει το δημαγωγικό επιχείρημα ότι το γκρουπ «αρκείται» στο να «δίνει αυτό που θέλουν οι fans». Οι Maiden κάνουν και πάλι αυτό που θέλουν και ξέρουν ότι μπορούν, έχοντας κερδίσει ακόμη και το δικαίωμα να ανατρέχουν στις καλύτερες στιγμές τους.
Εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το “work ethic” τους, όπως και ότι ποτέ δεν αισθάνθηκαν «μεγαλύτεροι» ή πιο «ανήσυχοι» μουσικοί απ΄όσο πραγματικά είναι, ώστε να προσπαθήσουν να ξεγελάσουν το κοινό με τρικ όπως η δραστική διεύρυνση του ήχου τους προς το mainstream ή η υπεραπλούστευση των στίχων τους.
Tο heavy metal τόσο από άποψη θεματολογίας, όσο και μουσικών δομών απέχει απ΄ ό,τι οι μυαλοπώλεις κάθε εποχής αρέσκονται να θεωρούν «επαναστατική» μουσική. Όμως το μουσικό υπόβαθρό του, το οποίο κατά μέγιστο βαθμό οφείλεται στους Maiden, έχει υπάρξει μέσα στα χρόνια σταθερό στήριγμα στην εφηβική ανάγκη των μουσικόφιλων για αναζήτηση ταυτότητας, ανάγκη που έχει ανατρεπτικά στοιχεία από μόνη της και διαρκεί περισσότερο απ΄τη βιολογική εφηβεία.
Εδώ και χρόνια, δεν είναι τυχαίο ότι heavy metal με βαρίδια παίζουν κυρίως οι γερόλυκοι, ωθώντας το προς το να γεννά καινούριες, αξιόπιστες συνθέσεις ικανές να συγκινούν. Το heavy metal δεν πάει πιο πέρα. Και αυτό το συγκρότημα ποτέ στην 35χρονη καρριέρα του δεν υποδύθηκε ότι παίζει «κάτι άλλο» εκτός από heavy metal. Όπως το όρισαν οι Maiden στα ‘80s, είναι και θα είναι το αντίστοιχο αυτού που λέγεται στο σινεμά “genre movie”. Συγκεκριμένος τύπος, είδος, ακροάματος, που καλείται να αποδώσει «χειροποίητα» κομμάτια, με συναισθηματικό βάρος, κινούμενα μέσα σε μουσικά πλαίσια που τηρούν κάποιους στοιχειώδεις μουσικούς και υφολογικούς κανόνες.
Όσοι λοιπόν βιάζονται να απορρίψουν την πρόσφατη δισκογραφία των Maiden, ή το το ίδιο το “Book Of Souls”, με την υπεροψία που αντιμετωπίζουν μια καλογυρισμένη αστυνομική ταινία (“genre movie”), δηλαδή με επιχειρήματα του τύπου «αυτά τά’ χουμε ξαναδεί» (ή εν προκειμένω «δε μετράνε μία μετά από το τάδε άλμπουμ») μάλλον έχουν σταματήσει να ακούν τη μουσική αυτή με την καρδιά.
Ακόμη χειρότερα, είναι πιθανόν να έχουν υποκύψει στη διαβρωτική λογική του καταναλωτή που «θέλει κι άλλο, όταν και όπως το χρειάζεται» ή στο σύμπλεγμα του μετρίου που δίνει στη μάζα των οπαδών κάθε ιδιώματος το «δικαίωμα» να λοιδωρούν τα είδωλά τους επειδή δεν είναι πια 25 αλλά 58 ετών.
Αν αυτό θα είναι το τελευταίο τους άλμπουμ, δεν το γνωρίζουμε. Στην περίπτωση όμως που θα είναι, κάτι δεκαετίες μετά οι μουσικολόγοι του μέλλοντος θα χρησιμοποιούν το “Book Of Souls” σαν παράδειγμα για το ότι υπήρξε μια μπάντα ιδιοσυγκρασιακά σκληρού ροκ που δεν παρέδωσε τα όπλα και προσπαθούσε να αξιοποιήσει τη δημιουργική της μούσα μέχρι το τέλος. Και μια τέτοια διαπίστωση συνδέεται άρρηκτα με το τί καταλαβαίνει και ο πιο άσχετος ακόμη από τον όρο heavy metal.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.