Είμαστε η γενιά που έχει κληθεί να
θρηνήσει όλους τους άγιους
πατέρες του ροκ ν΄ρολ. Και ενώ οι
Jagger/Richards εξακολουθούν να ανεβάζουν τον μέσο όρο προσδόκιμου ζωής
αυτής της τόσο ειδικής κατηγορίας μουσικών ειδώλων, υπάρχει ένας,
συγκεκριμένος, που αγγίζει τα 70 (τα κλείνει παραμονή της επερχόμενης
πρωτοχρονιάς) και που όσο μεγάλωνε, έμοιαζε ολοένα και περισσότερο
απίθανο να αιφνιδιαστεί απ΄το χάρο (“Killed By Death”).
Δε σταμάτησε να βγάζει άλμπουμ εκκωφαντικού, γρήγορου και ζωώδους ροκ ν΄ρολ, να διακορεύει μόδες, τάσεις και προκαταλήψεις, να παραμένει σύμβολο για κάθε συνομοταξία “underdog” και να επιβιώνει κάθε ψευδοπροφήτη ροκ-σταρ που στο μεταξύ ερχόταν, πλούτιζε, στέρευε ή υπέκυπτε σε υπερβολική δόση, επειδή «δεν το άντεχε».
Όλα αυτά μέχρι πριν δύο χρόνια, όταν ο χάρος επιχείρησε ρελάνς.
Βηματοδότης άρον - άρον, εγχειρίσεις που παρά λίγο να έχουν μοιραία κατάληξη, δημόσιες τοποθετήσεις του ότι εγκαταλείπει το τσιγάρο και το Jack Daniels «αναγκαστικά», αλλάζοντάς το με κρασί και –τελευταία- με βότκα πορτοκάλι, ακυρώσεις περιοδειών εξαιτίας επιπλοκών του με το ζάχαρο και, μόλις κάτι μέρες πριν (27/8), διακοπή της συναυλίας μετά από 4 κομμάτια, «λόγω δύσπνοιας». Κι όμως, ο άνθρωπος με το πιο αναγνωρίσιμα φονικό μπάσο από τότε που ανακαλύφθηκε το βύσμα, ο Ian “Lemmy” Kilmister, τράβηξε για μια ακόμη φορά άσο μπαστούνι.
Και να το 22ο άλμπουμ των Motörhead στην σαραντάχρονη (και κάτι μηνών) πλέον ιστορία τους, το (κατ΄απόδοσιν) «Άσχημο Ξόρκι».
Μετά το “Aftershock” του ’13, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ ολόκληρης της δισκογραφίας τους, όσοι τους παρακολουθούν δεν περίμεναν πολλά. Από το ’95 που ξανάμειναν τρίο, είχαν κυκλοφορήσει εννέα στούντιο άλμπουμ, με μικρές διαφοροποιήσεις στο επίπεδο της τραγουδοποιίας, με καμία όμως σε αυτό της ενέργειας. Οπότε, μια ακόμη δόση έντασης με τρεις – τέσσερις κάπως αξιομνημόνευτους δυναμίτες θα ήταν αρκετή, απλώς και μόνο ως υπόμνηση ότι ο Lemmy εξακολουθεί να επιδεικνύει κάκαλα. Και κάτι τέτοιο είναι πράγματι το “Bad Magic”.
Αυτή τη φορά, το τρίο ηχογράφησε παίζοντας σχεδόν live, ο ένας δίπλα στον άλλο, κατευθείαν στο στούντιο ηχογράφησης. Ο Lemmy στις πρόσφατες φωτογραφίες, τα βίντεο και τα live δείχνει για πρώτη φορά αδυνατισμένος, αλλά στο δίσκο το μπάσο και η φωνή είναι ακόμα εκεί, ατόφια.
Ο 51χρονος Mickey Dee (Μίκαελ Κυριάκος Δελάογλου, καθώς μαρτυρά και η ελληνική κατατομή του) στο 13ο άλμπουμ των Motörhead πίσω από τα τύμπανα και ο 54χρονος Phil Campbell (από το ’84 στο σχήμα, αλλά από το ’95 ως ο μόνος κιθαρίστας) αποδεικνύουν πόσο κρίσιμοι υπήρξαν για να εξακολουθεί να ακούγεται τόσο ορμητικό το όχημα του Lemmy τα τελευταία 20 απ΄τα 40 χρόνια της ιστορίας του.
Η παραγωγή του Cameron Webb (για έκτη συνεχή φορά μετά το “Inferno” του 2004) είναι για μια ακόμη φορά ακριβώς αυτό που πρέπει για την ηχητική ταυτότητα (ντεσιμπελ/σφυροκόπημα/γρύλισμα with a twist) των Motörhead.
Το “Victory Or Die” η πιο εμφατική δήλωση του άλμπουμ, με τον αρχηγό να γρυλίζει ακάλεστος το ρεφραίν, ούτε ένα δευτερόλεπτο πριν ο ηχητικός οδοστρωτήρας ορμήσει απ΄τα ηχεία. Το “Thunder And Lightning” είναι ένα παλαιάς κοπής μυδραλιοβόλο που θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλμπουμ της περιόδου ‘79- ‘82, ενώ το “Fire Storm Hotel” είναι στη βάση του ενστικτώδες, βρώμικο λευκό μπλουζ, γεμάτο ιστορίες, σα σκισμένη σελίδα ημερολογίου περιοδείας.
Το “The Devil” ακούγεται σαν ένα μάλλον συμβατικό κομμάτι μέταλλο, όμως έχει σόλο από τον Brian May και τον Lemmy να διατάζει “look at the face of death… right now”.
Tα “Electricity”, “Evil Eye”, “Teach Them How To Bleed” είναι απανωτές ενέσεις πανκ αδρεναλίνης, απ΄αυτές που υπάρχουν σε κάθε άλμπουμ τους της τελευταίας εικοσαετίας, το “Tell Me How To Kill” ένα ακόμη εσπευσμένο «μανιφέστο παλιοχαρακτήρος» σε πρώτο πρόσωπο, ενώ το “Choking On Your Screams” κινείται στη γνώριμη φλέβα των σκοτεινών κομματιών που υπάρχει -τουλάχιστον ένα- σε κάθε άλμπουμ από το ’04 και μετά (βλέπε για παράδειγμα “Brotherhood Of Man”, “Red Raw”, “Year Of The Wolf”).
Θεωρούμενος ως ένας από τους πιο υποτιμημένους στιχουργούς στο ροκ, πάντα δωρικά αυτοβιογραφικός, ο Lemmy, δεν θα μπορούσε αυτή τη φορά να κρύψει ότι το τέλος του δρόμου, που μια ζωή το έφτυνε περιφρονητικά, μετά από βηματοδότες, εγχειρίσεις, αναπνευστικά προβλήματα, πρωτόγνωρη αδυναμία να σταθεί στη σκηνή, μπορεί να μην είναι πλέον καθόλου μακριά. Σε τουλάχιστον τέσσερα κομμάτια η αναμέτρηση με το τέλος αυτό είναι ευδιάκριτη. Σε δύο απ΄αυτά, η ερμηνεία δεν αγγίζει, αδράχνει.
Το ένα είναι το εύγλωττο “’Till The End”. Από τότε που ο Lemmy έριξε μέσα σε δίσκο του κάτι που έμοιαζε με τραχυπαιγμένη «μπαλάντα» (“Love Me Forever”, 1991), έχει αφήσει πίσω του σπουδαία "αργά" κομμάτια με μια συναιθηματική φόρτιση που εξ ορισμού ήταν μέχρι τότε ξένη με το τί αντιπροσώπευαν οι Motörhead (“I Ain’t No Nice Guy”, “One More Fucking Time”, “Don’t Believe A Word”, “God Was Never On Your Side”, “Lost Woman Blues”, “Lost In The Ozone”).
Και στο κομμάτι αυτό η τσαλακωμένη φωνή τα λέει όλα : “All I know is who I am, I’ ll never let you down, the last one you can trust, until the end”.
Το δεύτερο είναι η διασκευή στο “Sympathy For The Devil” των Stones που κλείνει το δίσκο. Δεν ξενίζει με την άνετη, σχεδόν δικαιωματική, εφαρμογή του στον εκ γενετής κακοτράχαλο ήχο τους, αλλά τρομάζει με την ερμηνεία των στίχων, ως οιωνός αποχαιρετισμού ενός αρχηγού προς τη φυλή του.
Κανείς δεν θά’ θελε να είναι αυτό, το 22ο άλμπουμ των Motörhead, το τελευταίο τους. Δεν έχει σημασία η πραγματική «μουσική» του αξία, που στην όλη δισκογραφία τους θα το κατέτασσε περίπου στη μέση. Είναι ότι περιέχει, για μια ακόμη φορά, όλους τους λόγους που ωθούν τον Lemmy να αψηφά τα πάντα και να μην δέχεται να σταματήσει. «Θα συνεχίζω μέχρι τότε που θα μπορώ να εξασφαλίσω έναν ενισχυτή», είπε μερικά χρόνια πριν.
«Μερικά βήματα μόνο είναι μέχρι το μικρόφωνο. Και με μαγκούρα, θα τα καταφέρνω», είπε πρόσφατα. “That’s the spirit, victory or die”.
Στην ιστορία του ροκ ν΄ρολ είναι, όπως λέγεται, «γραμμένο στη πέτρα» πια. Οι ήρωες δεν ξεχνιούνται και οι θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ.
Όμως αυτόν εδώ τον χρειαζόμαστε ακόμη ζωντανό. Είθε ο θεός του ροκ ν΄ρολ να κόβει άμουσες παρλάτες από τους ράπερ, γελοίες μεταμφιέσεις από τις διάφορες «Γκαγκά» ντίβες, αίγλη από τα ψεύτικα ποπ είδωλα και να του τα δίνει σε μπασογραμμές.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.