Τα τελευταία 10 και κάτι χρόνια το
A.O.R. παίρνει μια λάγνα
εκδίκηση. Ποτέ δεν υπήρχε τέτοια ευρεία απήχηση
διεθνώς, από τη Χιλή μέχρι την Τουρκία, αυτού που κάποτε λεγόταν -κάπως
υποτιμητικά είν΄η αλήθεια- «ραδιοφωνικού ήχου».
Μιας τάσης στην παραγωγή του corporate rock που κατέλαβε μέσα σε λίγα χρόνια από το hard έως το prog, ξεκινώντας από τα τέλη των '70s.
Αυτή η τάση έχει - και είναι συζητήσιμο για ποιούς λόγους- καταλήξει να
θεωρείται σήμερα αυτόνομο είδος. Η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού έχει
φθάσει να αγνοεί το πώς είναι να υπάρχουν μόνο ένα ή δύο κομμάτια με ποπ
hook μέσα σ΄ένα hard rock άλμπουμ (γιατί κατά κανόνα έτσι συνέβαινε, από τους Foreigner μέχρι τους Firehouse, μέχρι που ήρθε ο [θου Κύριε] Cobain).
Ο κίνδυνος είναι ξεκάθαρος.
Οι επαγγελματίες συνθέτες ολόκληρων άλμπουμ με ομοιογενή μελωδικά κομμάτια (κυρίως σκανδιναυοί και ιταλοί) μπορεί να εκπληρώνουν έναν απωθημένο της γενιάς των 40άρηδων (να θέλουν ατέλειωτες δόσεις Journey - Loverboy - Bon Jovi - Def Leppard σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, ολόκληρα άλμπουμ από τέτοιο υλικό), αλλά πίσω απ΄όλα αυτά καιροφυλακτεί μια θεμελιώδης αλήθεια : ο πληθωρισμός δεν είναι μόνο οικονομική έννοια και οδηγεί πάντα σε φούσκες και σε ναυάγια. Ενδιαφέροντος, μουσικών ειδών, μουσικών γενεών και τα λοιπά.
Προσπερνώντας αυτές τις φλύαρες παρατηρήσεις, εδώ έχουμε μια άρτια εκδοχή του φαινομένου "'80s A.O.R. με σύγχρονα αναβολικά". Ένα άλμπουμ με 12 κομμάτια που θα μπορούσαν το καθένα τους να είναι single σε διάφορα σχήματα της περιόδου 1989-1991. Και μπροστά απ΄όλα, μια γνώριμη για την τραχιά της μελωδική φύση φωνή. O γεννημένος στη Λουιζιάνα πριν 47 χρόνια τραγουδιστής (και κανονικός μουσικός) Kelly Keeling. Ξεκίνησε το '86 με τους (λατρεμένους των δεύτερης γενιάς AORάδων) Baton Rouge με τους οποίους έκανε τρία ποιοτικά (αν και παντελώς αδιάφορα στην εποχή τους) άλμπουμ. Το '91 εντάχθηκε στους Blue Murder του John Sykes (ακούγεται στο "Nothin But Trouble" του '93). Από το '95 και μετά, εξελίχθηκε σε μια από τις πλέον περιζήτητες φωνές από κάθε hard rocker με συνθετική φλέβα. Με τον John Norum για δύο άλμπουμ, τον Michael Schenker για τρία, τον Carmine Appice για τέσσερα (για την ακρίβεια τους Guitar Zeus του Appice, όπου κιθάρες έπαιζαν κάτι ερασιτέχνες όπως οι Brian May, Yngwie Malmsteen, Neal Schon, Slash, Zak Wilde, Steve Morse, Paul Gilbert και Vivian Campbell). Σειρά είχε η Trans-Siberian Orchestra και διάφορα άλλα project με λιγώτερη ή περισσότερη προβολή.
Αυτό είναι το δεύτερο προσωπικό του, μετά το χορταστικό "Giving Sight To The Eye" του 2005, το οποίο δεν υπολειπόταν σε εντυπωσιακούς guest (Roger Daltrey, Kerry Livgren, Carmine Appice, Tony Franklin).
Εν ολίγοις, αυτό εδώ είναι το δεύτερο άλμπουμ πιστούμενο αποκλειστικά στο όνομά του, μετά από χρόνια περιοδειών με -σχεδόν όλο- το ζων ροκ οικοσύστημα.
Το θέμα είναι : πώς μπορεί να θεωρηθεί το "Mind Radio" κάτι σαν «προσωπικό άλμπουμ», για έναν από τους πιο ευπροσάρμοστους τραγουδιστές του hard rock; Για να απαντήσει κανείς θα πρέπει να έχει υπ' όψιν ποιοί είναι υπεύθυνοι για τα τραγούδια του. Καταρχήν, είναι το δημιουργικό αφεντικό της Frontiers. Μετά τις απανωτές τα τελευταία χρόνια κυκλοφορίες από Ιssa, Hardline, LRS, Fergie Frederiksen, Three Lions και Revolution Saints, δεν μπορεί να αποφύγει κανείς την αίσθηση ότι εδώ έχουμε ένα ακόμη project του A.O.R. μαέστρο Alessandro Del Vecchio. Δε σταματάμε όμως εδώ.
Σε δύο κομμάτια ("Ride The Storm", "Frozen In Time") έχουμε τον Robert Sall (W.E.T., Work Of Art) και σε τρία ("Written In Fire", "Monkey House", "Who Do You Run To") τους συντρόφους του Κeeling από τους Baton Rouge, Jack Ponti και Lance Bulen μαζί με τον ίδιο.
Μιλάμε για την μικτή επιλέκτων του σύγχρονου A.O.R..
Η γραμμή παραγωγής του Del Vecchio (γιατί ας μην εξαπατώμαστε, αυτό είναι πλέον σήμερα το ευρωπαϊκό A.O.R.) αποδίδει έναν ομοιογενή ήχο (με κάποιες σχεδόν παρωδιακές αναφορές σε Kansas και Toto που βγάζουν μάτι), ευπρόσδεκτο για τα αισθητήρια του A.O.R. κοινού του 21ου αιώνα. Το μίγμα τέρπει στον αναμενόμενο υψηλό βαθμό. Όπως λέγαμε κάποτε «είναι φτιαγμένο για το ραδιόφωνο», αυτό είναι φτιαγμένο για ν΄ακούγεται με το shuffle, κανονικά ή με οποιαδήποτε σειρά και υπό οποιαδήποτε διάθεση. Αν είναι τόσο κρίσιμο το να επιλεγούν τα κομμάτια με την πιο άμεση επενέργεια (κάτι σαν ντεπόν κόκκινο), αυτά θα ήταν τα "This Love Our Paradise", "Isolated Man", "Sunshine Over Me", "Take Me To The Limit", "Ride The Storm".
Ο τίτλος και το εξώφυλλο (που όχι τυχαία θυμίζει το "Raised On Radio" των Journey του '86) είναι απόλυτα εύστοχος. Αν ο μέσος οπαδός του A.O.R. είχε να διαλέξει ένα τσιπάκι για εμφύτευση στον εγκέφαλο αυτό το καλοκαίρι, αυτό θα ήταν το "Mind Radio". Οι υπόλοιποι θα αναλωθούμε σε περιττές σκέψεις του τύπου «γιατί ο Desmond Child άραγε έδινε μόνον δύο - τρία κομμάτια τη φορά».
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Ο κίνδυνος είναι ξεκάθαρος.
Οι επαγγελματίες συνθέτες ολόκληρων άλμπουμ με ομοιογενή μελωδικά κομμάτια (κυρίως σκανδιναυοί και ιταλοί) μπορεί να εκπληρώνουν έναν απωθημένο της γενιάς των 40άρηδων (να θέλουν ατέλειωτες δόσεις Journey - Loverboy - Bon Jovi - Def Leppard σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, ολόκληρα άλμπουμ από τέτοιο υλικό), αλλά πίσω απ΄όλα αυτά καιροφυλακτεί μια θεμελιώδης αλήθεια : ο πληθωρισμός δεν είναι μόνο οικονομική έννοια και οδηγεί πάντα σε φούσκες και σε ναυάγια. Ενδιαφέροντος, μουσικών ειδών, μουσικών γενεών και τα λοιπά.
Προσπερνώντας αυτές τις φλύαρες παρατηρήσεις, εδώ έχουμε μια άρτια εκδοχή του φαινομένου "'80s A.O.R. με σύγχρονα αναβολικά". Ένα άλμπουμ με 12 κομμάτια που θα μπορούσαν το καθένα τους να είναι single σε διάφορα σχήματα της περιόδου 1989-1991. Και μπροστά απ΄όλα, μια γνώριμη για την τραχιά της μελωδική φύση φωνή. O γεννημένος στη Λουιζιάνα πριν 47 χρόνια τραγουδιστής (και κανονικός μουσικός) Kelly Keeling. Ξεκίνησε το '86 με τους (λατρεμένους των δεύτερης γενιάς AORάδων) Baton Rouge με τους οποίους έκανε τρία ποιοτικά (αν και παντελώς αδιάφορα στην εποχή τους) άλμπουμ. Το '91 εντάχθηκε στους Blue Murder του John Sykes (ακούγεται στο "Nothin But Trouble" του '93). Από το '95 και μετά, εξελίχθηκε σε μια από τις πλέον περιζήτητες φωνές από κάθε hard rocker με συνθετική φλέβα. Με τον John Norum για δύο άλμπουμ, τον Michael Schenker για τρία, τον Carmine Appice για τέσσερα (για την ακρίβεια τους Guitar Zeus του Appice, όπου κιθάρες έπαιζαν κάτι ερασιτέχνες όπως οι Brian May, Yngwie Malmsteen, Neal Schon, Slash, Zak Wilde, Steve Morse, Paul Gilbert και Vivian Campbell). Σειρά είχε η Trans-Siberian Orchestra και διάφορα άλλα project με λιγώτερη ή περισσότερη προβολή.
Αυτό είναι το δεύτερο προσωπικό του, μετά το χορταστικό "Giving Sight To The Eye" του 2005, το οποίο δεν υπολειπόταν σε εντυπωσιακούς guest (Roger Daltrey, Kerry Livgren, Carmine Appice, Tony Franklin).
Εν ολίγοις, αυτό εδώ είναι το δεύτερο άλμπουμ πιστούμενο αποκλειστικά στο όνομά του, μετά από χρόνια περιοδειών με -σχεδόν όλο- το ζων ροκ οικοσύστημα.
Το θέμα είναι : πώς μπορεί να θεωρηθεί το "Mind Radio" κάτι σαν «προσωπικό άλμπουμ», για έναν από τους πιο ευπροσάρμοστους τραγουδιστές του hard rock; Για να απαντήσει κανείς θα πρέπει να έχει υπ' όψιν ποιοί είναι υπεύθυνοι για τα τραγούδια του. Καταρχήν, είναι το δημιουργικό αφεντικό της Frontiers. Μετά τις απανωτές τα τελευταία χρόνια κυκλοφορίες από Ιssa, Hardline, LRS, Fergie Frederiksen, Three Lions και Revolution Saints, δεν μπορεί να αποφύγει κανείς την αίσθηση ότι εδώ έχουμε ένα ακόμη project του A.O.R. μαέστρο Alessandro Del Vecchio. Δε σταματάμε όμως εδώ.
Σε δύο κομμάτια ("Ride The Storm", "Frozen In Time") έχουμε τον Robert Sall (W.E.T., Work Of Art) και σε τρία ("Written In Fire", "Monkey House", "Who Do You Run To") τους συντρόφους του Κeeling από τους Baton Rouge, Jack Ponti και Lance Bulen μαζί με τον ίδιο.
Μιλάμε για την μικτή επιλέκτων του σύγχρονου A.O.R..
Η γραμμή παραγωγής του Del Vecchio (γιατί ας μην εξαπατώμαστε, αυτό είναι πλέον σήμερα το ευρωπαϊκό A.O.R.) αποδίδει έναν ομοιογενή ήχο (με κάποιες σχεδόν παρωδιακές αναφορές σε Kansas και Toto που βγάζουν μάτι), ευπρόσδεκτο για τα αισθητήρια του A.O.R. κοινού του 21ου αιώνα. Το μίγμα τέρπει στον αναμενόμενο υψηλό βαθμό. Όπως λέγαμε κάποτε «είναι φτιαγμένο για το ραδιόφωνο», αυτό είναι φτιαγμένο για ν΄ακούγεται με το shuffle, κανονικά ή με οποιαδήποτε σειρά και υπό οποιαδήποτε διάθεση. Αν είναι τόσο κρίσιμο το να επιλεγούν τα κομμάτια με την πιο άμεση επενέργεια (κάτι σαν ντεπόν κόκκινο), αυτά θα ήταν τα "This Love Our Paradise", "Isolated Man", "Sunshine Over Me", "Take Me To The Limit", "Ride The Storm".
Ο τίτλος και το εξώφυλλο (που όχι τυχαία θυμίζει το "Raised On Radio" των Journey του '86) είναι απόλυτα εύστοχος. Αν ο μέσος οπαδός του A.O.R. είχε να διαλέξει ένα τσιπάκι για εμφύτευση στον εγκέφαλο αυτό το καλοκαίρι, αυτό θα ήταν το "Mind Radio". Οι υπόλοιποι θα αναλωθούμε σε περιττές σκέψεις του τύπου «γιατί ο Desmond Child άραγε έδινε μόνον δύο - τρία κομμάτια τη φορά».
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.